Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Άλσος της Κουκουβάγιας
Το Άλσος της Κουκουβάγιας
Το Άλσος της Κουκουβάγιας
Ebook207 pages2 hours

Το Άλσος της Κουκουβάγιας

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Άρες μάρες κουκουνάρες και μαύρες ιστορίες-παραμυθάκια για μεγάλα μικρά παιδιά για να περνάει η ώρα, πρωτίστως η δική μου να τα γράφω και δευτερίστως η δική σας να τα διαβάζετε στην τουαλέτα, στο αεροπλάνο, σ’ αίθουσες αναμονής αλλά όχι Νοσοκομείων (επειδή ξέρω κάποια που το κάνει εκεί, ΓΕΡΑ ΑΥΓΕΡΟ και τους φάγαμε). Εδώ ίσως να το παράκανα με τις τρελές καταστάσεις σε φόντο Νουάρ αλλά το έκανα με χιούμορ.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον. Όχι και πως θα ένιωθα έκπληξη αν υπήρχε δηλαδή. Η Αμερκάνικη έκδοση Bohemian Grove υπάρχει και παραυπάρχει ακόμα απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα και χωρίς ντροπή εμφανίζεται και σε κάποιο επεισόδιο του Αμερκάνικου House of Cards γιατί υπάρχει και το παλιό και ορίτζιναλ Εγγλέζικο πριν. Όχι πως δεν υπάρχουν σε όλο τον κόσμο «Λέσχες» και κλαμπ πριβέ πλουσίων κι ισχυρών που γίνονται θέμα σε άπειρα σχέδια συνομωσίας και ίντριγκας τα περισσότερα απ’ αυτά τόσο παράλογα κι ανακριβή που μονάχα χλεύη μπορούν να κερδίσουν όμως το Αμερικάνικο μου έδωσε την ιδέα για το παραμύθι. Τα εάν όλες αυτές οι ‘συνευρέσεις’ επιφανών ανδρών (σπάνια έχουν αναφερθεί γυναίκες) γίνονται για παρθούν αποφάσεις για το μέλλον του πλανήτη αλλά και το δικό τους, χέστηκαν για το δικό μας, ή για να ξεδώσουν σε σεξουαλικά όργια και άλλες κρεπάλες ... παραμένει άλυτο μυστήριο. Παραμένουν όμως ένα θέμα πολύ αγαπημένο σε συγγραφείς και σεναριογράφους. Το νοήμον κοινό ανέκαθεν αγαπούσε την ίντριγκα και τα μυστήρια του στυλ «αλήθεια είναι ή παραμύθι» ?
Ο Ισίδωρος εξελίσσεται. Όχι πάντα προς το καλύτερο αλλά κι αυτός σαν τον νέο Τζέιμς Μποντ, γίνεται λίγο πιο ανθρώπινος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν με εκφράζει προσωπικά, παραμένω σοσιοπαθής αντικοινωνικός, κυνικός και μισάνθρωπος αλλά το «πιο ανθρώπινο» πουλάει καλύτερα και γλυτώνεις και τις κατάρες και κακές κριτικές. Φανταστικές ιστοριούλες-παραμυθάκια είναι τελικά, λέμε ότι μας αρέσει και μας βολεύει, ψέματα συνήθως, καλυμμένοι πίσω απ’ την «ελευθερία στην έκφραση» έχοντας σκοπίμως ξεχάσει το συμπλήρωμα του «ελευθερία στην έκφραση ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ».
Σχεδόν σε όλες τις ‘αστυνομικές’ ιστορίες αλλά και στους Ντέντεκτιβ, πάνε σαν τους Χιώτες, ανά ζεύγη. Σήμερα δε για λόγους ισότητας είναι ένας άντρας και μια γυναίκα που συνήθως δεν είναι ζευγάρι αν και πολύ θα το ‘θελαν. Ο δικός μου δεύτερος αντι-ήρωας που δεν έχω ιδέα εάν θα συνεχίσει να δρα μες τα βιβλία μου, θα συνεργαστεί με τον Ισίδωρο στο παρόν αλλά για την συνέχεια δεν έχω ιδέα. Κι αν ο Ισιντόρ γεννήθηκε μετά από μια καθαρά αυτοβιογραφική περιπέτεια που εξελίχθηκε σε παραμύθι, τον ‘συνεργάτη’ τον κατέβασα απ’ την γκλάβα μου και τον έκανα βασανισμένο κι εκκεντρικό σκοπίμως. Τον σκύλο που βρίζει Ιταλικά από κάπου τον αντέγραψα, δεν θυμάμαι από που αλλά δεν είναι δική μου έμπνευση, κάπου κάποτε το διάβασα.
Φασίστες, νεοφασίστες, νεοναζί κι ακροδεξιοί ξανά-μανά λες και δεν υπάρχουν άλλοι ‘πλούσιοι και κακοί’ αλλά αυτή η πρόσφατη Ιστορία με την αναγέννηση των ακροδεξιών στην Ευρώπη ειλικρινά μ’ έχει τρομάξει. Από εκεί βγήκε η «Σκύλα» και κόλλησε και σ’ αυτό. Και δεν με τρομάζει τόσο για μένα, λίγα χρονάκια μου έμειναν να ζήσω και να δω αλλά για τις νεότερες γενιές που τις βλέπω ν’ αντιστέκονται αλλά όχι τόσο δυναμικά όπως θα πρεπε. Είναι ίσως επειδή είναι καλοαναθρεμμένοι και χορτάτοι, η αντίσταση πηγάζει σχεδόν πάντα απ’ την φτώχεια και την εξαθλίωση. Δεν μπαίνω σε ανάλυση ούτε κατηγορώ/κριτικάρω κανέναν αλλά ... τρομάζω. Οψόμεθα, όσο ζήσουμε.
Αυτό το βιβλίο ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΕΞ !!! Τουλάχιστον όχι σαν τα προηγούμενα. Είπαμε, ο Ισιντόρ έγινε πιο ‘ανθρώπινος’ και μια περιγραφή σεξ σ’ όλο το βιβλίο είναι κατά κάποιο τρόπο ... ποιητική. Κι ως συνήθως, οι ηλίθιοι είναι περισσότεροι απ’ τους ‘πονηρούς’ όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα.

LanguageΕλληνικά
Release dateNov 9, 2021
ISBN9781005692346
Το Άλσος της Κουκουβάγιας
Author

Βαγγέλης Δημητρόγλου

1953 Καισαριανή, Αθήνα, 2ο Δημοτικό Βενιζέλου, Γυμνάσιο (6ταξιο) Καισαριανής, ΑΣΟΕΕ, Τράπεζα, γάμος Μαριάννα, Χανιά-Κρήτη, fagotto και Les Vagabonds, διδυμα Οδυσσέας και Μελίνα το 98, Νοτιοδυτική Γαλλία 2003.Σήμερα, 2020, που τα δίδυμα τελειώνουν το Πανεπιστήμιο και δεν υπάρχουν άλλες υποχρεώσεις, μετ'α από τόσες πολλές μαλακίες που έκανα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και αφού ξέφυγα απ' τον διαβήτη... απλ'α περιμένω τους φίλους του, τους πιό θανατερούς για να ξεμπερδεύουμε. Μετά απο χρόνια μελέτης και αυτο-καλλιέργειας - κουλτούρα το λένε - η δική μου είναι σινεμά, βιβλίο και μουσική (στο σινεμά & μουσική πολύ μετριόφρονα, είμαι άπαιχτος), ένα πρωΪ την είδα συγγραφέας, σκατασταμούτραμου. Βιτριολικά βιπεράκια αστυνομικής πλοκής και φαντασίας σε Ιστορικό φόντο για να βγάλω όλη την οργή μου σε εκκλησία-εξουσία-δικαιοσύνη, χωρίς να μ' ενδιαφέρει διόλου η κριτική. Σε λίγο θα πεθάνω άλλωστε, γέρασα. Δεν μ'ενδιέφερε η κριτική όταν ήμουνα μικρός κι έκανα την μια μαλακία πίσω απ' την άλλη, τώρα θα νοιαστώ ; Μ'αρέσει, περνάω και την ώρα μου -χωρίς τσιγάρο και Τζακ Ντάνιελς λόγω διαβήτη, αστα να πάνε - και στην Αγγλική έκδοση πουλιώνται στο ΑΜΑΖΟΝ, για να κονομήσω στα γεράματα ! 1-3 Ευρο τον μήνα εισπράτω. Σε μορφή ΕΒΟΟΚ τα προσφέρω δωρεαν.... σχεδόν. Κριτικές και γαμοσταυρίδια ή εδώ η κατάμουτρα στο dimitroglouvangelis@gmail.com ανευ φόβου και πάθους.***Τα βιβλία μου μπορεί να ταξινομηθούν σε 4 κατηγορίες.1__ Ξεκίνησα με τα Βυζαντινά που αν κι η ιδέα ήταν ορίτζιναλ, η γραφή είναι αστεία και πρωτόλεια. Το δήλωσα άλλωστε, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ συγγραφέας αλλά ούτε και ψώνιο να το παίζω τάχα μου στα 68. Ήταν πολλά και τα μάζεψα σε δύο τριλογίες.2__ Με το ΦΑΓΓΟΤΟ ξεκίνησε ημι-αυτοβιογραφικό κι εξελίχτηκε σε Νουάρ στο Νησί, (Χανια-Κρήτη) με κάμποσες "περιπέτειες" στο σύνολο.3__Με το "Πορτραίτο" ξεκινάει η 3η περίοδος σε περιβάλλον ΝΔ Γαλλίας που κατοικοεδρεύω και ΜΟΝΟ στ' αγγλικά υπάρχει κι η "Γυναίκα του μηχανικού" που δεν είναι κάτι πολύ διαφορετικό από μια συρραφή του ΦΑΓΓΟΤΟ + ΣΑΡΑΚΑΣ και δεν χρειάζεται κι άλλο Ελληνικό. (3 βιβλία). Απ' το "Πορτραίτο" κι έπειτα, λένε ότι βελτιώθηκα !4__Τα τελευταία (2) που είναι σε αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο χωρίς μάγκες ντεντέκτιβ και φάπες είναι μια προσπάθεια να γράψω 'λογοτεχνικό' Νουάρ επειδή μου είπαν ότι το κάθε τελευταίο μου είναι καλύτερο απ' το προηγούμενο αλλά παρόλο που αυτό δείχνει κάποιοα πρόοδο και βελτίωση, εξακολουθώ να φωνάζω ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ.

Read more from Βαγγέλης Δημητρόγλου

Related to Το Άλσος της Κουκουβάγιας

Related ebooks

Related categories

Reviews for Το Άλσος της Κουκουβάγιας

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Άλσος της Κουκουβάγιας - Βαγγέλης Δημητρόγλου

    Έγινε κι αυτό, τέλειωσε. Ο επιθεωρητής (κομισέρ) Γκοντό χαμογέλασε κάτω απ’ το παχύ μουστάκι του. Μετά από 25 χρόνια πετυχημένη καριέρα στην Αστυνομική διεύθυνση του Μπορντό και 15 χρόνια πριν βγει στην σύνταξη, τα βρόντηξε και παραιτήθηκε. Η αποχαιρετιστήρια σεμνή τελετή με τις σχετικές σαμπάνιες που είχαν ετοιμάσει οι συνάδελφοί του δεν κράτησε για πολύ, βιάστηκε να την σκαπουλάρει, ελεύθερο πουλί. Στα τσακίδια η σύνταξη, κάτι θα εύρισκε να κάνει μέχρι να γεράσει. Θα βρίσκονταν πάντα στο σπίτι για ζεστό φαγητό τα βράδια με την λατρεμένη του σύζυγο Ελέν και την ακόμα πιο λατρεμένη κόρη τους Σοφί. Σαραντάρης πια και κωλοπετσωμένος, βρέθηκε τελικά μια καλή κοπέλα, καθηγήτρια στο Λύκειο και ζωντοχήρα, που αδιαφόρησε για την δουλειά του και τα τρελά ωράρια και τον αγάπησε όπως κι αυτός κι η πεντάχρονη σήμερα Σοφί ήταν η συνέχεια. Τα κορίτσια του τον περίμεναν με ανυπομονησία και μηχανικά άγγιξε το κουτί με την Μπλακ Φόρεστ, το αγαπημένο γλυκό της Σοφί, που του είχε φτιάξει ο μεγάλος μαέστρος-ζαχαροπλάστης και φίλος του Αλαίν κι αναπαυότανε τώρα μες το κουτί της στο διπλανό κάθισμα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε.

    Ο επιθεωρητής, πρώην επιθεωρητής, Γκοντό ήταν το καμάρι της Αστυνομίας παρόλο που ήταν κάπως απότομος και τζόρας που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ψηλός και καστανομάλλης με παχύ μουστάκι και γκρίζους κροτάφους, συνήθως αξύριστος αλλά πάντοτε καλοντυμένος πρόχειρα, αθλητικός και καλά εκπαιδευμένος με διάφορες διακρίσεις στο Σώμα στην σκοποβολή και στην πάλη σώμα με σώμα, ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να κρυφτεί ότι είναι μπάτσος και με το βαρύ Γκλοκ στην θήκη στην μέση του φόρα παρτίδα όταν ήταν σε υπηρεσία. Με δείκτη ευφυίας πολύ πιο πάνω απ’ το μέσο, ήταν το «μυαλό» σε κάθε υπόθεση σε βαθμό που ο περιφερειάρχης να τον στέλνει συχνά και σε άλλες πόλεις και περιοχές όταν η τοπική αστυνομία κώλωνε σε κάποια υπόθεση. Στο γραφείο τον φώναζαν «παππού» χωρίς αυτό να έχει σχέση με την ηλικία του και πάντα βοηθούσε και συμβούλευε νεότερούς του. Όσο για το παλμαρές του… σε όλη του την καριέρα ο Γκοντό είχε μόνον δύο άλυτες υποθέσεις κι ένα τσούρμο φυλακισμένους που τους είχε μείνει αξέχαστος. Όλα αυτά όμως σήμερα ήταν παρελθόν. Τέρμα οι κακοποιοί και τα εγκλήματα, αγωνία της Ελέν για το αν θα γυρίσει όρθιος στο σπίτι ή σε φορείο, τα ξενύχτια κι οι απουσίες και το τηλέφωνο να χτυπάει στις 3 το πρωί κι αμέσως να ντύνεται και να ξεπορτίζει. Κι αν η Ελέν όλα τα ανεχόταν και ποτέ της δεν παραπονέθηκε ούτε του ζήτησε ποτέ τίποτα, την απόφαση την πήρε μόνος του, είχε ανάγκη να περνάει ώρες με την μικρούλα Σοφί που τον έβλεπε πολύ λίγο. Δεν το σχεδίασε ούτε το είχε προετοιμάσει. Ο Διευθυντής του όταν του παρέδωσε την παραίτησή του, πήδηξε μέχρι το ταβάνι απ’ την έκπληξη. Κι έκανε τα πάντα για να τον μεταπείσει, μέχρι και δουλειά κι ωράριο γραφείου του υποσχέθηκε. Αλλά ένα απ’ τα χαρακτηριστικά του Γκοντό ήταν το ότι είναι αγύριστο κεφάλι και ποτέ δεν πάει πίσω κι ούτε συμβιβάζεται. Ούτε το «Η Αστυνομία θα είναι πολύ φτωχότερη χωρίς εσένα» τον συγκίνησε. Μια δουλειά ήτανε που την έκανε όσο καλύτερα μπορούσε. Αλλά τελικά, ότι και να ΄κανε το έκανε όσο καλύτερα μπορούσε ή … δεν το έκανε καθόλου. Πολλά λεφτά κι υστεροφημία δεν τον είχαν απασχολήσει ποτέ. Αρκεί να είχε αρκετά για να τρώει και ν’ αγοράζει βιβλία και δίσκους. Ο Γκοντό ήταν βιβλιοφάγος και φιλόμουσος όλη του την ζωή, κάτι που μειώθηκε σημαντικά από τότε που γεννήθηκε η Σοφί. Αυτή η κουκλίτσα άξιζε όσο όλες οι μουσικές του κόσμου. Η Ελέν εξαγριωνότανε όταν τον έβλεπε να έρχεται με δώρα. «Κούκλες και μπιχλιμπίδια θέλει, όχι μινιατούρα κιθάρες και φλάουτα! Μωρό είναι ακόμα»

    Άφησε την πολύβουη Rocade, τον περιφερειακό δακτύλιο του Μπορντό με τις πολλές εξόδους, και βγήκε στα βόρεια προς το Μπλανκφόρ, που ήταν το σπίτι τους. Μια «αυτόνομη γειτονιά» στα βόρεια έξω απ’ το Μπορντό με τα σχολεία της και τα εμπορικά της με μονοκατοικίες για οικογένειες που τα τελευταία χρόνια είχε γεμίσει με διώροφα και τριώροφα, όχι περισσότερο, με 5-6 διαμερίσματα στο καθένα. Ευρύχωρα οικόπεδα με κήπους, πισίνες και γκαράζ που εξασφάλιζαν μια κάποια ησυχία για τους κατοίκους της. Μαζί με την Ελέν είχαν αγοράσει ένα παλιό πέτρινο με κήπο και γκαράζ σε μια γειτονιά που υπήρχαν μόνο τέτοια γύρο απ’ το Μεσαιωνικό κάστρο κι ο κοντινότερος γείτονας δεξιά-αριστερά ήταν στα 50 μέτρα. Την πρώτη έκπληξη της ανοιχτής εξώπορτας την διαδέχτηκε αμέσως η δεύτερη που ήταν πολύ πιο ανησυχητική. Όλο το σπίτι ήταν φωταγωγημένο. Πετάχτηκε έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο χωρίς να το βάλει στο γκαράζ κι έτρεξε. Η είσοδος ήταν ορθάνοιχτη! Και το χολ μες τα αίματα. Δυο μέτρα πίσω απ’ την πόρτα είδε το άψυχο κορμί της Ελέν να κολυμπάει στο αίμα. Την είχαν γαζώσει μόλις είχε ανοίξει την πόρτα. Δεν σταμάτησε να το επιβεβαιώσει, ήξερε ότι ήταν νεκρή και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με τους πεθαμένους. Ούτε μπορούν να σου πούνε τι έγινε. Αλαφιασμένος και κραυγάζοντας ‘Σοφίιιιιιιιιι’ δεν είχε καθόλου καιρό ν’ ασχοληθεί με το σπίτι που ήταν μπουρδέλο κι ανακατωμένο απ’ άκρου σ’ άκρη. Απέφυγε να πατήσει στα αίματα κι έτρεξε επάνω στο δωμάτιο της μικρής. Την βρήκε να κρατάει σφιχτά τον αρκούδο της με μια μεγάλη τρύπα στο κούτελο. Την είχαν εκτελέσει σχεδόν εξ’ επαφής. Εκεί ήταν που έβγαλε μια κραυγή σαν πληγωμένο λιοντάρι πριν κάτσει στο πάτωμα και βάλει τα κλάματα κρατώντας το κεφάλι του στα δυο του χέρια. Πέρασαν 10 λεπτά έτσι πριν τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Ένιωσε τον Πότζο να του γλείφει το χέρι. Αυτός την είχε γλυτώσει.

    Τα συνεργεία της αστυνομίας τον πήγαν σ’ ένα καλό ξενοδοχείο με φύλακα στην πόρτα κι έναν ψυχολόγο για παρέα που τον ξαπόστειλε πάραυτα και χωρίς πολύ ευγένεια. Ο αστυνομικός διευθυντής και πρώην αφεντικό του ήρθε να τον δει μετά από μισή ώρα κι αφού είχε ήδη κατεβάσει μισό μπουκάλι Τζακ Ντάνιελς.

    -Απάνθρωπο, Γκοντό. Ειλικρινά λυπάμαι πάρα πολύ. Έννοια σου και θα τα βρούμε τα καθάρματα.

    -Χέστηκα για τα καθάρματα, του είπε και το μάτι του γυάλιζε. Τα κορίτσια μου μπορείς να μου τα φέρεις πίσω ;

    -Σίγουρα κάποιος που έχωσες μέσα σ’ εκδικήθηκε. Θα τον βρούμε, στο υπόσχομαι.

    -Χέστηκα σου είπα. Και τι θα του κάνετε ; Και να σαπίσει στην φυλακή, τα κορίτσια μου δεν θα γυρίσουν ποτέ πίσω. Πότε μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου ;

    -Το εγκληματολογικό κι οι επιστήμονες θα τελειώσουν σε λίγο. Μετά θα βάλω να το καθαρίσουν. Αύριο το πρωί μπορείς να πας αν και θα σου συνιστούσα να το αποφύγεις για μερικές μέρες. Την ψυχολόγα γιατί την διαολόστειλες: Θα σε βοηθήσει.

    -Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει, ΚΑΝΕΙΣ. Άκουσες ; Παράτα με ήσυχο.

    Δυο βδομάδες αργότερα κι η αστυνομία δεν είχε βρει τίποτα. Κι ούτε θα εύρισκε, σκέφτηκε μες τον πόνο του. Κλεισμένος μες στο σπίτι του με μοναδική παρέα τον Πότζο, το Ιταλικό ασπρόμαυρο Κόλει που δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει την Σοφί εκτός απ’ τον πατέρα της και την μάνα της, με ξηρά τροφή και Τζακ, κόντευε να τρελαθεί. Σε λίγο θα κουτούλαγε τους τοίχους. Ο σκύλος ήταν πάντα δίπλα του με την μουσούδα του ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια και τον κοίταζε συνεχώς μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα όλο απορία που έχουν μονάχα οι σκύλοι. Και τώρα τί κάνουμε ; Το αμείλικτο ερώτημα μέρα-νύχτα. Είχε ήδη περάσει ένας μήνας μετά το φονικό κι η γενειάδα που φύτρωσε ήταν γκρίζα όταν το αποφάσισε. Πρώτα πήγε σ’ έναν μεσίτη κι έβαλε το σπίτι για πούλημα. Χωρίς να τον ενδιαφέρει η τιμή και το πόσο θα πιάσει, ζήτησε απ’ τον μεσίτη μια προκαταβολή 50 χιλιάρικα ν’ αφαιρεθεί απ’ την πώληση. Αγόρασε ένα μικρό κάμπινγκ-καρ και το εξόπλισε όσο πιο σύγχρονα μπορούσε. Έβαλε μέσα τον Πότζο και πήρε τους δρόμους, τα βουνά και τα δάση χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Η Γαλλία ήταν τεράστια και καταπράσινη. Ζούσε όπως μπορούσε, περισσότερο από κυνήγι και ψάρεμα και λιγότερο από σουπερμάρκετ ξεκομμένος από ανθρώπους σαν ερημίτης μέσα στα δάση. Χωρίς Τηλεόραση αλλά με όλες σχεδόν τις μουσικές του και τα καινούργια βιβλία του, το μόνο που είχε ήταν δορυφορική σύνδεση Ιντερνέτ και κινητό τηλέφωνο. Ακούρευτος κι αξύριστος και μ’ ένα μπονέ να του σκεπάζει τ’ αυτιά, αν δεν ήταν καθαροπλυμένος θα ήταν σαν μπαμπούλας για μικρά παιδιά. Πέρασαν έτσι έξι μήνες μέχρι που μια μέρα έλαβε ένα μέιλ. Απ’ τον ίδιο τον στρατηγό Ντεπλάνκ, αρχηγό της Μητροπολιτικής αστυνομίας στο Παρίσι αφεντικό όλων των μπάτσων κι υπόλογο μόνο στον Υπουργό Εσωτερικών, επιβεβαιωμένο κι εμπιστευτικό.

    2.The times they are a’ changing

    Τι δουλειά έχει ένας κούτσαβλος με μια μαγκούρα στο χέρι πίσω απ’ ένα μπαρ να σερβίρει ποτά ; Καλή ερώτηση αλλά … βιάστηκα. Απ’ την τελευταία φορά που έχουμε να τα πούμε, συνέβησαν πολλά και διάφορα μέχρι σήμερα κι οφείλω να τ’ αναφέρω αλλά όχι υποχρεωτικά με τον καιρό που έγιναν ούτε την σπουδαιότητά τους. Έγιναν. Το πότε και γιατί, αδιάφορο.

    Κατ’ αρχήν, μ’ εγκατέλειψε η Νόρμα, κάτι που ήταν μάλλον αναπόφευκτο για κάποιον που με ξέρει. Ούτε για σπίτι, ούτε για οικογένεια, καναπέ, τηλεόραση και πολύ περισσότερο παιδάκια είμαι ‘γω. Το ήξερε. Εάν τώρα είχε «βαθιά αισθήματα» για μένα, κάτι που μου είναι παντελώς άγνωστο κι απροσδιόριστο, ή η ανάγκη, μετά το φευγιό της και την απελευθέρωση της, για στέγη και προστασία …αυτό παραμένει θολό κι αναπάντητο αλλά στο να προσδοκά πίστη κι αφοσίωση από κάποιον σαν και του λόγου μου, αυτό αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Ακόμα κι αν μερικές γυναίκες μπορεί να συγχωρούν κάποια απιστία, δεν την ανέχονται όμως αν είναι κατ’ εξακολούθηση. Τις κάνει να νιώθουν ‘φτηνιάρες’ και με όλο τους το δίκιο, δεν τις κακολογώ. Αλλά εγώ, καλώς ή κακώς, έτσι είμαι και δεν νιώθω ουδεμία υποχρέωση ν’ απολογηθώ διότι το δηλώνω ή το δείχνω εξ’ αρχής. Κι εντάξει, η Νόρμα ήταν μια γυναικάρα που 99 στους 100 αρσενικούς θα γούσταρε να την έχει αλλά μετά από ένα εξάμηνο ας πούμε, την συνηθίζεις. Κι ο Γκόγκο μια χαρά παιδάκι ήτανε και φρόνιμο αλλά να, δεν είμαι για τέτοια, το ‘παμε. Κι έτσι κάποιο πρωί που κοιμόμουνα μ’ ένα κεφάλι 100 κιλά απ’ την προηγούμενη που είχα γυρίσει σπίτι στις 4 το πρωί μεθυσμένος και βρώμαγα φτηνό άρωμα άλλης γυναίκας, τα μάζεψε αστραπιαία, τα φόρτωσε στο Κλιό, είπε αντίο στην Μαμί και στον Μαρσέλ κι εξαφανίστηκε. Κι εξαφανισμένη παραμένει ακόμα διότι είχε ειδικευτεί στην εξαφάνιση πολύ πριν με γνωρίσει (βλέπε Τ’ αμπέλι Αρμανιάκ). Νόρμα τέλος λοιπόν, μπακούρος κι άνευ γραμματέως και βοηθού.

    Το επόμενο που συνέβη ήταν ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Καβαλερί, φίλος και συμπαίκτης στο Μπριτζ, πήρε σύνταξη κι αποχώρησε. Και το σημαντικότερο δεν είναι το ότι μου έγινε κολλιτσίδα για το παίγνιο αλλά ο αντικαταστάτης του. Όπως και να το κάνουμε, κάποιος που κάνει την δική μου δουλειά, την έχει ανάγκη την αστυνομία και πολλές φορές ζητάει την βοήθειά της. Είχα κάποτε την Τόνια, μαζί με τα παρελκόμενα, και τον Μπερνάρ συμμάχους αλλά τώρα δεν έχω κανέναν. Κι ούτε πρόκειται να έχω διότι ο καινούργιος διευθυντής όπως με πληροφόρησαν είναι νέο-Ναζί και κολλητός της Λεπέν και μπορεί να μην με νοιάζουν καθόλου οι άλλοι, μικρός τα παράτησα τα πολιτικά, αλλά όταν ακούω για φασίστες, ρατσιστές, νέο-Ναζί κι εβραιοπουστοφάγους … μου γυρνάνε τ’ άντερα και θέλω να τους δαγκώσω. Κι επειδή φυσικά το δάγκωμα είναι μια αξιόποινος

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1