Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα
Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα
Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα
Ebook245 pages3 hours

Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα
Τι είναι μοίρα;
Ότι γίνεται για μένα, χωρίς εμένα.
Άνθρωποι, γεγονότα, αποφάσεις άλλων, μια τυχαία λέξη.
Η ιστορία ενός παιδιού. Δύο μηνών ορφάνεψε από πατέρα, επτά χρονών ορφάνεψε και από μάνα.
Η δική μου ιστορία. Σκοτάδι, πείνα, στέρηση.
Μετά... λίγο φώς. Μια χαραμάδα φως, τόσο στενή όσο το άνοιγμα μιας πτυχής στη φυσούνα ενός ακορντεόν.
Ανοιγοκλείνοντας μόνο την φυσούνα του ακορντεόν, μόνο ένα "βου-βου" θα ακουστεί χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, χωρίς τίποτε. Ένα ανούσιο "βου-βου" και τίποτε παραπάνω. Πατώντας τα πλήκτρα στην πιανόλα κάτι θα βγει. Τι όμως; Καλό ή κακό; Όμορφο ή άσχημο; Μελωδία ή βρυχηθμός;
Ο χρόνος και η ζωή ανοιγοκλείνουν για μας τη φυσούνα του ακορντεόν . Εμείς διαλέγουμε τα πλήκτρα στην πιανόλα. Τι θα ακουστεί; Μια μουσική; Μια μελωδία, ένας ρυθμός ή ένας παράφωνος ανούσιος ήχος; Η κάθε πτυχή της φισούνας είναι ένα γεγονός, ένας άνθρωπος, μια λέξη.
Η μοίρα θα ορίσει: Θα είμαστε εκεί στο γεγονός, θα ανταμώσουμε τον άνθρωπο, θα ακούσουμε τη λέξη;
Ίσως ναι, ίσως όχι. Κάποια "ίσως" και κάποια "αν" ορίζουν τη ζωή μας.

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 14, 2020
ISBN9786188417427
Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα

Related ebooks

Reviews for Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Ακορντεόν η Ζωή και η Μοίρα - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    Το Ακορντεόν

    η Ζωή και η Μοίρα

    Κοινωνικό μυθιστόρημα

    Κεφάλαιο 1

    Η κυρα-Ασπασία - Δυο μανάδες

    Κάθε φορά ξεκινούσε με το μια φορά κι' έναν καιρό κι' εγώ κάθε φορά, γοητευμένος, κρεμόμουν από τα χείλια της. Δεν ήμουν γοητευμένος με τα χείλια της, και πώς να ήμουν γοητευμένος με αυτά; Σαν μαραμένα χειμωνιάτικα μούσμουλα ήταν και όταν καμιά φορά άνοιγε και λίγο παραπάνω το στόμα της και φαινόταν εκείνο το μοναδικό τεράστιο δόντι της, στη μέση του επάνω σαγονιού της… σε έπιανε ο φόβος. Εγώ πάντως την είχα συνηθίσει τη θέα και δεν μου προκαλούσε κανένα ιδιαίτερο αίσθημα συμπάθειας ή αντιπάθειας.

    Η θέα του προσώπου της κυρα-Ασπασίας, καθώς την έβλεπα από κάτω προς τα πάνω, -μικρός ήμουν ακόμη- μόνο απορίες μου προκαλούσε. Πώς, ας πούμε, της είχε απομείνει μόνο εκείνο το θεόρατο και τόσο γερό δόντι μέσα στο στόμα της; Σ' αυτό έδινα μια εξήγηση: Πέφτοντας τα υπόλοιπα δόντια, του έδιναν φαίνεται, του κληροδοτούσαν, όση από τη δύναμη τους είχε απομείνει και ίσως και κάτι από το μπόι τους.

    Με τις τρίχες πάντως δεν έβγαζα άκρη.

    Να ξεχειλίζουν οι τρίχες απ' τα ρουθούνια της κι' από τα αφτιά της, να έχει και εκείνες τις τρεις τρίχες, ίσαμε πέντε πόντους μάκρος που έβγαιναν από την κορυφή της κρεατοελιάς στο πιγούνι της κι' από μαλλιά στο κεφάλι της… μόνο πέντε-δέκα τρίχες.

    Και τα φρύδια της ακόμη. Δάσος ολόκληρο. Λες και τα μαλλιά της είχαν φύγει από το κεφάλι της και είχαν κατέβει χαμηλά, επάνω από τα μάτια της.

    Μυστήρια πράγματα.

    Τα παραμύθια όμως που μου έλεγε ήταν πολύ σπέσιαλ. Κάθε φορά που άρχιζε να εξιστορεί κάτι κρεμόμουν από τα λεγόμενά της. Όταν ήμουν πολύ μωρό και δεν καταλάβαινα πολλά-πολλά, απολάμβανα ένα γλυκό νανούρισμα απ' τη μακρόσυρτη φωνή της. Μετά όμως μεγάλωσα κάπως και άρχισα να καταλαβαίνω.

    Όταν μου έλεγε ιστορίες με δράκους και με άλλα μυθικά τέρατα, που σκότωναν ανθρώπους και γκρέμιζαν πολιτείες και χωριά, από το φόβο μου κατουριόμουν στο βρακί μου.

    Πάλι κάτι με το βρακί μου συνέβαινε όταν μου έλεγε για ξανθιές νεράιδες με γαλάζια μάτια, για γοργόνες με λέπια από τη μέση και κάτω και με ψαρίσια ουρά αντί για πόδια. Το ίδιο πάλι όταν μιλούσε για τις καλές μάγισσες, αυτές συνήθως ήταν μελαχρινές, μακρομαλλούσσες με πράσινα μάτια. Ε και τότε πάλι κάτι με ενοχλούσε στο βρακί μου και πάντα η ηρωίδα του παραμυθιού ήταν η Ρηνιώ.

    Η Ρηνιώ ήταν κάμποσα χρόνια πιο μεγάλη από 'μένα, αλλά ήταν και το πιο όμορφο κορίτσι στο χωριό.

    Ανάλογα με την περίπτωση, η Ρηνιώ πότε ήταν η ξανθιά γαλανομάτα νεράιδα που κρατούσε ένα μαγικό ραβδάκι στο χέρι της, άλλοτε φορούσε ένα καπέλο στο κεφάλι σαν χωνάκι παγωτού και σεργιανούσε στον ουρανό καβάλα σ' ένα σκουπόξυλο και άλλοτε πάλι ή καθόταν πάνω σε ένα βράχο στην ακρογιαλιά ή σταματούσε τα καράβια και τα ρωτούσε για το βασιλιά Αλέξανδρο.

    Μα όποιο ρόλο και να έπαιζε η Ρηνιώ μες στις παιδικές παραμυθένιες φαντασιώσεις μου, δεν άλλαζε ποτέ μορφή. Και σαν μάγισσα και σαν γοργόνα και σαν νεράιδα πάντα ήταν ξανθομαλλούσα, γαλανομάτα, λυγερή και όμορφη. Πάντα ήταν η Ρηνιώ.

    Αυτό κράτησε μέχρι που έγινα εφτά χρονών. Τότε άλλαξαν πολλά πράγματα. Γενικώς άλλαξε η ζωή μου.

    Η Ρηνιώ παντρεύτηκε με προξενιό και έφυγε απ' το χωριό στο χωριό του άντρα της. Κατά πως λέγανε, ο άντρας της που ήταν κάποιος μεγαλοτσιφλικάς από ένα γειτονικό χωριό, είχε έρθει μια μέρα για κάτι δουλειές στο χωριό μας, είδε τη Ρηνιώ και ξετρελάθηκε.

    Θα την κάνω γυναίκα μου, αποφάσισε, το 'πε και το 'κανε. Μου τη στέρησε. Οι παιδικές μου φαντασιώσεις έμειναν ορφανές. Μετά ήρθε και η άλλη ορφάνια.

    Τα παραμύθια της κυρα-Ασπασίας σταμάτησαν και το πρωί δεν υπήρχε πια επάνω στο τραπέζι μια κούπα γάλα και κανένα ξεροκόμματο ψωμί ή αν υπήρχε, υπήρχε ελάχιστες φορές. Τότε άρχισαν τα δύσκολα. Τα πολύ δύσκολα δηλαδή γιατί και μέχρι τότε τίποτε δεν ήταν εύκολο.

    Θυμάμαι που η μάνα μου με έπαιρνε αγκαλιά και πότε πήγαινε να ξενοδουλέψει σε κανένα σπίτι κάποιας πλούσιας χωριανής μας και πότε πήγαινε για μεροκάματο στα χωράφια. Όταν πήγαινε σε σπίτι δεν περνούσα άσχημα. Πάντα κάτι θα με φιλεύανε κι' άμα η αφεντικίνα είχε και κανένα παιδί μπορεί να έπαιζα και λίγο. Στα χωράφια όμως… Όλη μέρα με έψηνε ο ήλιος ή το συννεφόκαμα, καθισμένος στη ρίζα μιας βελανιδιάς, στη μέση του χωραφιού. Πεινούσα; Διψούσα; Έκλαιγα; Κατουριόμουν ή χεζόμουν; Τίποτε. Σημασία δεν μου δίνανε. Αυτό κράτησε κανέναν χρόνο, γιατί στο χρόνο επάνω μου έτυχε η κυρία Ασπασία.

    Η κυρία Ασπασία ήταν η μαμή του χωριού. Η παλιά μαμή του χωριού, γιατί κάποτε στο διπλανό χωριό ήρθε και εγκαταστάθηκε μια νέα μαμή με δίπλωμα. Η διπλωματούχος μαμή δεν θα ανεχόταν με τίποτε τον ανταγωνισμό από μια πρακτική μαμή" χωρίς δίπλωμα και χωρίς πτυχίο. Της έστειλε τελεσίγραφο με το χωροφύλακα:

    Αν σε πιάσω να επεμβαίνεις σε κυήσεις γυναικών θα σε κάνω μήνυση και θα σε κλείσω φυλακή

    Η κυρά-Ασπασία δεν κατάλαβε τι ήταν οι κυήσεις και πήγε στον κύριο Φιλώτα, που ήταν άνθρωπος υψηλού μορφωτικού επιπέδου να της το εξηγήσει.

    Να πάψεις να ξεγεννάς γκαστρωμένες, της είπε ο Φιλώτας, γιατί αλλιώς θα σε κλείσει στη φυλακή και της εξήγησε μάλιστα ότι αυτό που μέχρι τώρα έκανε, που ξεγεννούσε γυναίκες δηλαδή, χωρίς να έχει δίπλωμα αναγνωρισμένο από το κράτος ήταν παρανομία.

    Τώρα; Τώρα προτίμησε να μη πάει φυλακή και σταμάτησε να φέρνει στον κόσμο μωρά. Άρχισε μάλιστα να έχει και ενοχές, ότι τα εκατό και παραπάνω παιδιά που είχε ξεγεννήσει από τα νιάτα της μέχρι τώρα ήταν παράνομα. Πήγε στον παπά να εξομολογηθεί την παρανομία της και ευτυχώς ο παπα-Γιάννης την καθησύχασε λέγοντάς της πως το να ξεγεννάει παράνομα παιδιά δεν είναι αμαρτία, αφού ο Χριστός δεν είχε πει τίποτε περί αυτού. Εξάλλου μπορεί και ο Χριστός όταν είχε γεννηθεί, να είχε γεννηθεί παράνομα κι' αυτός, αφού ο Ηρώδης είχε στείλει στρατιώτες να τον σκοτώσουν.

    Είναι άξιο απορίας το πόσο γρήγορα ξεχνούν οι μανάδες τους πόνους και τις ωδίνες του τοκετού. Μόλις πάρουν το νεογέννητο στην αγκαλιά τους όλα αυτά πάνε· ξεχάστηκαν. Το ίδιο εύκολα ξεχνιούνται και οι μαμές που τις ξεγέννησαν. Η μάνα μου δεν ήταν απ' αυτές τις μανάδες. Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά τη γέννα μου, έστειλε στην κυρία Ασπασία ένα δίσκο με μελομακάρονα. Την Πρωτοχρονιά μια βασιλόπιτα, το Πάσχα ένα πιάτο μαγειρίτσα. Κατσίκι ψητό δεν της πήγε γιατί που να το φάει και πώς να το μασήσει με το ένα και μοναδικό δόντι που είχε στο στόμα της. Μετά… της πήγαινε από κανένα πιάτο ρεβίθια σούπα, ή λίγο τραχανά, ή… γενικώς ότι και όταν είχαμε κι' εμείς να φάμε, γιατί μετά το Πάσχα με το που μπήκε η Άνοιξη άρχισαν τα δύσκολα. Εγώ το μόνο που καταλάβαινα και το αποζητούσα επίμονα εκείνο τον καιρό ήταν το βυζί της μάνας μου και τίποτε άλλο.

    Είχε η μάνα μου την έγνοια πώς να βγάλει κανένα μεροκάματο με το βυζανιάρικο, με 'μένα αγκαλιά, είχε και την έγνοια να ταΐζει την κυρία Ασπασία και μια μέρα της είπε.

    Δεν έρχεσαι από το σπίτι κυρα-Ασπασία να τρως. Ότι θα βρεθεί για μας θα βρεθεί και για 'σένα. Αυτό το σούρτα-φέρτα με τα πιάτα, με τα φαγιά και τα ψωμιά πολύ με κουράζει.

    Την πρώτη βδομάδα ήρθε δυο φορές, την δεύτερη ήρθε τέσσερεις και μετά ερχόταν κάθε μέρα και επειδή το σούρτα-φέρτα πολύ την κούραζε και την κυρα-Ασπασία, ήρθε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας μόνιμα. Τι δυο πιάτα φαΐ τι τρία, τι δυο κρεβάτια τι τρία.

    Αμπάρωσε το δικό της σπιτικό, που ήταν στην άκρη του χωριού, πήρε σε έναν μπόγο τα λίγα τριμμένα ρούχα της και μας κουβαλήθηκε. Κατά πως έλεγε στο σπίτι της είχε αφήσει μόνο κάτι παλιά μαγικά πράγματα, που όμως επειδή ήταν πολύ παλιά είχαν χάσει τη μαγική τους δύναμη.

    Της μάνας μου καλά της ήρθε γιατί τώρα είχε κάποιον να προσέχει το μωρό, εμένα δηλαδή, όταν εκείνη ξενοδούλευε. Και 'μένα καλά μου ήρθε γιατί γλύτωσα τη δουλειά στα χωράφια.

    Τώρα είχα δυο μάνες που με φρόντιζαν. Μια μάνα που με είχε γεννήσει και μια μάνα που με είχε ξεγεννήσει και το πιο καλό από τη δεύτερη τη μάνα μου ήταν που ήταν καλή παραμυθού. Με φλόμωσε στα παραμύθια. Δεν πιστεύω να υπήρξε άλλο παιδί στον κόσμο που να άκουσε τόσα πολλά παραμύθια όσα άκουσα εγώ απ' το στόμα της κυρα-Ασπασίας της μαμής.

    Το πιο πολλά παραμύθια τα σκάρωνε απ' το μυαλό της. Έκλεινε τα μάτια και άρχιζε να λέει. Έλεγε, έλεγε και όπου τη έβγαζε η ιστορία, αλλά πάντα κάτι εύρισκε για να την τελειώσει. Πότε καλό, πότε κακό, μα πάντα υπήρχε ένα τέλος και ίσως και ένα ηθικό δίδαγμα.

    Στο χωριό την έλεγαν παραμυθατζού, αλλοπαρμένη και αλαφροΐσκιωτη και μερικοί την έλεγαν και χαζή, και εγώ ποτέ μου δεν κατάλαβα πως ένας άνθρωπος που έχει το χάρισμα να πλάθει με το νου του τόσες ιστορίες μπορεί να είναι και χαζός.

    Τα χρόνια περνούσαν κι' εγώ μεγάλωνα. Χάρη στη μάνα μου που ήταν εργατική και πάντα πρόθυμη, λίγες μέρες στερηθήκαμε το μεσημεριανό φαΐ. Τα βράδια πολλές φορές πέφταμε για ύπνο χορτασμένοι μόνο από το παραμύθι της κυρα-Ασπασίας, αλλά κάθε πρωί που ξυπνούσα, αυτό ήταν νόμος απαράβατος, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας με περίμενε μια κούπα γάλα και ένα κομμάτι ψωμί. Λίγες ήταν οι φορές που μαζί με το ξεροκόμματο είχε και λίγη σπιτίσια μαρμελάδα, φτιαγμένη από βατόμουρα. Τα βατόμουρα συνήθως πήγαινε και τα μάζευε η κυρα-Ασπασία και έφερνε μπόλικα, γιατί… από βατσινιές γύρω-γύρω απ' το χωριό όσες ήθελες. Τα βατόμουρα ήταν άφθονα, αλλά η ζάχαρη… πολύ σπάνιο είδος.

    Πάντα όμως κάθε πρωί μια κούπα γάλα με περίμενε να την πιω.

    Έπινα το γάλα, έτρωγα το ψωμί που πολλές φορές ήταν μπαγιάτικο και ξερό και έβγαινα στην αυλή να παίξω. Πότε τυραννούσα τα μυρμήγκια, αν εύρισκα καμιά μυρμηγκοφωλιά και άλλοτε πετούσα πέτρες στα πουλιά, στα κλαδιά των δέντρων, μπας και πετύχω κανένα. Με τα μυρμήγκια, έβαζα ένα εμπόδιο στο μονοπάτι που ακολουθούσαν κουβαλώντας τροφές για τον χειμώνα. Προσπαθούσα να ανακόψω το ασταμάτητο πάνε-έλα τους, αλλά δεν κατάφερνα τίποτε. Πάντα ή περνούσαν πάνω από το οδόφραγμα που τους έβαζα ή άλλαζαν πορεία και το παρέκαμπταν. Και με τα πουλιά το ίδιο. Ποτέ κανένα πουλί δεν καταδέχτηκε να κάτσει να χτυπηθεί από τις πέτρες που πετούσα. Απλά άλλαζαν κλαδί και εξακολουθούσαν να τιτιβίζουν και να κελαηδάνε. Μόνο που τώρα τιτίβιζαν και κελαηδούσαν κοροϊδευτικά. Τελικά κατάλαβα ότι ούτε οι καθορισμένες πορείες, ούτε και οι συνήθειες αλλάζουν, όσο και να επιμένεις και παραιτήθηκα και από τα πουλιά και από τα μυρμήγκια.

    Η κυρα-Ασπασία ξυπνούσε πιο αργά. Μάζευε την άδεια κούπα από το γάλα και τα ψίχουλα που είχαν μείνει στο τραπέζι και μετά έπιανε να μαγειρέψει, αν εύρισκε κάτι για μαγείρεμα στα ντουλάπια του σπιτιού. Τα ψίχουλα ποτέ δεν τα πετούσε. Τα έβαζε στην παλάμη της και τα έκανε μια χαψιά. Τα μούλιαζε με το σάλιο της, μιας και με το μοναδικό της δόντι δεν μπορούσε να μασήσει και μετά τα κατάπινε.

    Άμα δεν εύρισκε τίποτε για μαγείρεμα ξεπόρτιζε και το 'ριχνε στη ζητιανιά. Να ναι καλά οι γειτόνισσες, πάντα και κάτι βρισκόταν να της δώσουν. Πότε λίγο πλιγούρι, πότε λίγο τραχανά, καμιά φορά και σπιτικά λαζάνια… κάτι βρίσκαμε να βάλουμε στο στομάχι μας.

    Αυτό, η ζητιανιά, τις τελευταίες μέρες γινόταν πιο συχνά γιατί η μάνα δεν πήγαινε κάθε μέρα για το μεροκάματο. Ξυπνούσε το πρωί, ετοίμαζε το γάλα μου και μετά πήγαινε πάλι στο κρεβάτι και λούφαζε. Την άκουγα που έβηχε. Όταν δεν ήταν στο κρεβάτι καθόταν μαραμένη σε μια γωνιά και πάλι έβηχε. Ένα απόγευμα που ήταν μαζί μου στην αυλή, μετά που έβηξε έφτυσε χάμου και πως μου φάνηκε… το σάλιο της ήταν κόκκινο χρώμα.

    Ένα πρωινό παραξενεύτηκα. Μήτε η κούπα με το γάλα ήταν απάνω στο τραπέζι μήτε κανένα ξεροκόμματο.

    Τι να 'γινε; διερωτήθηκα και έβαλα μια φωνή:

    Μαμά. Καμία απάντηση. Την ξαναφώναξα, αλλά πάλι το ίδιο. Απόκριση δεν πήρα.

    Μπορεί να πήγε στη δουλειά, συλλογίστηκα μα σαν είδα πως στο φανάρι ήταν το κατσαρόλι με το γάλα, άβραστο, χωρίς πέτσα επάνω, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήγα και τη βρήκα στο δωμάτιό της. Κοιμόταν.

    Ξύπνα καλέ της είπα, την σκούντησα και λίγο στο ώμο, αλλά εκείνη δεν σάλεψε.

    Μάλλον θα κάνει τα χωρατά της πάλι, συλλογίστηκα, αλλά πρωί-πρωί πού τα βρήκε τα κέφια για χωρατά και για αστεία;

    Το συνήθιζε αυτό η μάνα μου, αλλά πάντα το παίζαμε το απομεσήμερο, ή το απόβραδο. Ποτέ πρωί.

    Την εύρισκα ξαπλωμένη στο μιντέρι, δίπλα στη στόφα, ακίνητη και με τα μάτια κλειστά. Πήγαινα κοντά της, της μιλούσα, την σκουντούσα μα εκείνη τίποτε. Μήτε μιλούσε, μήτε γελούσε, μήτε άνοιγε τα μάτια, μήτε σάλευε. Κάποτε το βρήκα το κουμπί της. Όπου την εύρισκα μπόσικα. Τη γαργαλούσα στις μασχάλες ή στις πατούσες των ποδιών. Δεν άντεχε στο γαργαλητό. Άνοιγε απότομα τα μάτια, ξεφώνιζε ένα μπα και έβαζε τα γέλια. Εγώ για μια στιγμή τρόμαζα, αλλά μόνο για μια στιγμή. Μετά έβαζα κι' εγώ τα γέλια. Με έπαιρνε στην αγκαλιά της και συνεχίζαμε να γελάμε αγκαλιασμένοι.

    Τώρα τίποτε. Φορούσε το χοντρό της νυχτικό και οι μασχάλες ήταν απροσπέλαστες. Σήκωσα την κουβέρτα και τη γαργάλισα στις πατούσες. Πάλι τίποτε και… σαν πολύ κρύα μου φάνηκαν τα πόδια της.

    Πήγα και ξύπνησα την κυρα-Ασπασία.

    Έλα, της είπα η μάνα μου. Κάτι έχει ή μάνα μου. Πήγαμε μαζί στην κάμαρά της. Η κυρα-Ασπασία με το που την είδε κατάλαβε. Έπιασε το χέρι της λίγο πάνω απ' τον καρπό και το κράτησε κάμποση ώρα. Μια έβλεπε τη μάνα μου και μια εμένα. Στο τέλος είπε:

    Έφυγε η δόλια. Έφυγε.

    Δεν κατάλαβα.

    Μα αφού είναι εδώ. Πώς έφυγε; Πού πήγε;

    Έφυγε η δόλια, ξαναείπε. Πόθανε.

    Πάλι δεν κατάλαβα γιατί αυτό που έλεγε η κυρα-Ασπασία ήταν αδύνατον να συμβεί. Πώς είναι δυνατόν να πέθανε και μάλιστα η μάνα μου; Δεν το χωρούσε ο νους μου.

    Όλη τη μέρα καθόμουνα και χάζευα τη μάνα μου, έτσι που την είχαν ξαπλώσει μέσα σ' εκείνη την κάσα. Τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα· τα είχε φροντίσει η κυρα-Ασπασία. Τα μάτια κλειστά και ήρεμα. Μήτε ρυτίδες στο μέτωπό και στο στόμα μήτε χαμόγελο, μήτε πίκρα, μήτε παράπονο. Ήταν εκεί γαληνεμένη και όμορφη όπως πάντα. Μόνο το χρώμα στο πρόσωπό της είχε αλλάξει. Πιο άσπρο μου φαινόταν. Καθόμουν την παραμόνευα και περίμενα.

    Να τώρα, σκεφτόμουν. Να τώρα θα ξεφωνίσει πάλι εκείνο το μπαμ, θα σηκωθεί και θα αρχίσει να γελάει. Πάντα έτσι έκανε. Μα το μπαμ δεν ακουγόταν από το στόμα της.

    Η πονηρή, σκεφτόμουν πάλι. Περιμένει να μαζευτούν κι' άλλες γειτόνισσες, για να τις τρομάξει όλες μαζί και τότε να δεις τι γέλιο έχει να γίνει.

    Ερχόταν οι γειτόνισσες απόθεταν ένα λουλούδι πάνω στο στήθος της, σταυροκοπιόταν και έλεγαν Θεός σχωρέσ' την

    Μα όσα λουλούδια και να της βάλανε πάνω στο στήθος της εκείνη δεν τους έκανε το χατίρι να σηκωθεί, να κάνει το χωρατό της.

    Μόνο σαν έβαλαν το καπάκι πάνω στην κάσα, μόνο σαν κατέβασαν την κάσα στο φρεσκοσκαμμένο λάκκο και άρχισαν να φτυαρίζουν χώμα από πάνω, να τη θάβουν, μόνο τότε κατάλαβα ότι τη μάνα μου, τη μητέρα μου, δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Ίσως καμιά φορά να την έβλεπα στα όνειρά μου, αλλά στ' αλήθεια δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Στ' αλήθεια είχε χαθεί. Είχε φύγει.

    Η κυρα-Ασπασία ήρθε δίπλα μου, έβαλε το χέρι της στον ώμο μου και με ραγισμένη φωνή μου είπε:

    Έλα πάμε. Στράφηκα και την κοίταξα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Τότε… άρχισα να κλαίω κι' εγώ.

    Κινήσαμε να πάμε. Πού; Σ ένα σπίτι δίχως μάνα. Σε ένα σπίτι που η κάμαρα της μάνας θα έμενε για πάντα άδεια. Σε ένα σπίτι που η φωνή της δεν θα ακουγόταν πια. Ούτε να με μαλώνει, ούτε να με κανακεύει.

    Με το που βράδιασε, η κυρα-Κατίνα, η γειτόνισσα που καθόταν στο διπλανό σπίτι, μας έφερε δυο πιάτα σούπα με ένα μικρό κομμάτι κρέας μέσα στο κάθε πιάτο και δυο κομμάτια ψωμί.

    Μετά την κηδεία τρώνε κρέας. Είναι το έθιμο, μας είπε, απόθεσε τα πιάτα και το ψωμί στο τραπέζι και έφυγε.

    Για τους ευνόητους λόγους του μοναδικού δοντιού, το κρέας από το πιάτο της κυρα-Ασπασίας βρέθηκε στο δικό μου πιάτο.

    Φάε, μου είπε. Απ' το πρωί μπουκιά δεν έβαλες στο στόμα σου.

    Πεινούσα, αλλά δεν είχα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1