Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τραβέρσο κόντρα στο βοριά: Πορεία εμπρός
Τραβέρσο κόντρα στο βοριά: Πορεία εμπρός
Τραβέρσο κόντρα στο βοριά: Πορεία εμπρός
Ebook366 pages4 hours

Τραβέρσο κόντρα στο βοριά: Πορεία εμπρός

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ναυτική ιστορία θυμίζει ο τίτλος του βιβλίου, μα δεν είναι.
Τραβέρσο είναι η πορεία που ακολουθεί ένα καράβι στο ταξίδι του.
Αλλά τι είμαστε κι' εμείς;
Καράβια που πλέουμε στη Θάλασσα. Στο πέλαγο που λέγεται ζωή.
Καράβι και η Ασημίνα.
Γεννήθηκε σωσμένη από του χάρου τα δόντια.
Μεγάλωσε μεσ' στην ανέχεια, στην πείνα, στη φτώχεια και στο φόβο.
"Πορεία εμπρός" αποφάσισε με πείσμα και χάραξε τη δύσκολη πορεία της μεσ' στη ζωή. Μέσα στο πέλαγος. Σκοπός της: Να γίνει και έγινε.
Αγωνίστηκε. Βίωσε χαρές, αγάπη, έρωτα. Θρήνησε αγαπημένους ανθρώπους, πόνεσε μα δεν πτοήθηκε. Πορεία μπρός δεν είπαμε;
Νίκησε. Κέρδισε αλλά και έχασε. Έδωσε και πήρε. Αγάπησε και αγαπήθηκε.
Τραβέρσο κόντρα στο βοριά.
Αν ακολουθήσεις τα απόνερα του καραβιού που λέγετε "Ασημίνα", αν βάλεις ρότα στη ζωή σου την άσπρη γραμμή τους, τη γραμμένη στο πέλαγος, ίσως και συ να πεις με τη σειρά σου: "Έζησα".

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 24, 2020
Τραβέρσο κόντρα στο βοριά: Πορεία εμπρός
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Τραβέρσο κόντρα στο βοριά

Related ebooks

Reviews for Τραβέρσο κόντρα στο βοριά

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τραβέρσο κόντρα στο βοριά - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    Τραβέρσο κόντρα στο βοριά

    Πορεία εμπρός

    Θεσσαλονίκη

    Δεκέμβριος 2019

    Παρουσίαση βιβλιου

    Ναυτική ιστορία θυμίζει ο τίτλος του βιβλίου, μα δεν είναι.

    Τραβέρσο είναι η πορεία που ακολουθεί ένα καράβι στο ταξίδι του.

    Αλλά τι είμαστε κι' εμείς;

    Καράβια που πλέουμε στη Θάλασσα. Στο πέλαγο που λέγεται ζωή.

    Καράβι και η Ασημίνα.

    Γεννήθηκε σωσμένη από του χάρου τα δόντια.

    Μεγάλωσε μεσ' στην ανέχεια, στην πείνα, στη φτώχεια και στο φόβο.

    Πορεία εμπρός αποφάσισε με πείσμα και χάραξε τη δύσκολη πορεία της μεσ' στη ζωή. Μέσα στο πέλαγος. Σκοπός της: Να γίνει και έγινε.

    Αγωνίστηκε. Βίωσε χαρές, αγάπη, έρωτα. Θρήνησε αγαπημένους ανθρώπους, πόνεσε μα δεν πτοήθηκε.  Πορεία μπρός δεν είπαμε;

    Νίκησε. Κέρδισε αλλά και έχασε. Έδωσε και πήρε. Αγάπησε και αγαπήθηκε.

    Τραβέρσο κόντρα στο βοριά.

    Αν ακολουθήσεις τα απόνερα του καραβιού που λέγετε Ασημίνα, αν βάλεις ρότα στη ζωή σου την άσπρη γραμμή τους, τη γραμμένη στο πέλαγος, ίσως και συ να πεις με τη σειρά σου: Έζησα.

    ***

    Κεφάλαιο 1

    Σαν εισαγωγή

    Έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε. Από εκείνο το πρωινό που ξύπνησα, και πριν ακόμη καλά-καλά ανοίξω τα μάτια μου, πριν ψήσω καφέ, με την τσίμπλα στο μάτι ήμουν ακόμη, πήρα την απόφαση:

    «Θα κάτσω να τα γράψω», είπα στον εαυτό μου.

    Το είπα και το έκανα. Εξάλλου τι άλλο να κάνω. Το διάβασμα; Το βαρέθηκα πια. Κι' αν έχω διαβάσει στη ζωή μου. Από τα παιδικά μου χρόνια, από τους άθλους του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα και την Κόπρο του Αυγεία, μέχρι το Φρόιντ και τον Νίτσε και ένα σωρό άλλους σοφούς. Μερικούς τους βρήκα και τους έκρινα πραγματικά σοφούς και κάμποσους άλλους ντιπ μαλάκες και να με σχωρνάτε για την έκφραση, αλλά τέτοια είμαι εγώ και ίσως παρακάτω να διαβάσετε και άλλα σαν αυτό, ίσως και χειρότερα.

    Κάθομαι λοιπόν κι' ανασκαλεύω μνήμες, από πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις που έχω ζήσει, αλλά και από άλλες που προέρχονται από ακούσματα και αφηγήσεις. Από τις αφηγήσεις της κυρα-Λαμπρινής, της παραμάνας μου, της γυναίκας που με ανάστησε και με έβγαλε στον κόσμο και του παπα-Λάζαρου, του παπά που με πήρε από το χέρι και με έβγαλε παραπέρα.

    Ας είναι λαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει και τους δυο.

    Αυτά που μου έλεγε η κυρα-Λαμπρινή ήταν καθαρά και ξάστερα, μα τότε εγώ ήμουν μικρή ακόμη· μικρή και μπερδεμένη και ίσως πολλά να μην τα έπιασα σωστά, να μη τα πολυκαταλάβαινα ή να μη τα θυμάμαι σωστά.

    Από τον παπα-Λάζαρο… Με το τσιγκέλι τα έβγαζα από το στόμα του, λέξη-λέξη. Τον είχαν παραπάρει τα χρόνια όταν, τότε, που με το ζόρι με το στανιό τον έβαλα να μου πει ότι ήξερε για μένα, για τους γονιούς μου και για τους άλλους χωριανούς εκείνης της εποχής.

    Έστηνα αφτί για να ακούσω τι λέει και πιο πολλά ήταν αυτά που τα φανταζόμουν, παρά αυτά που άκουγα.

    Έτσι στα γραφόμενά μου πολλά είναι τα μυθεύματα, πλασμένα από τα όσα άκουσα και από τα όσο θυμάμαι και ζυμωμένα με κάμποση φαντασία. Μα, να μα το Θεό σας λέω, θαρρώ πως η φαντασία είναι πολύ κοντά στην αλήθεια, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να είχαν συμβεί τα πράγματα και τα γεγονότα.

    Τώρα θα μου πείτε γιατί το κάνω αυτό; Γιατί κάθομαι και παιδεύομαι να τα ξετυλίξω, να τα απλώσω στο χαρτί όσα έχω να πω, γριά γυναίκα που είμαι;

    Θέμα συνήθειας είναι. Μια ζωή δασκάλα ήμουν. Μια ζωή παιδιά δασκάλευα. Κι' αν έχουν περάσει παιδιά από τα χέρια μου. Σαράντα χρόνια είναι αυτά. Άμα κάτσω και τα λογαριάσω… Δυο χιλιάδες, ίσως και παραπάνω παιδιά τα έμαθα το: Λόλα να ένα μήλο, απ' το αλφαβητάρι ή για το 21 και την εξέγερση του Έθνους, για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, για τους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους, για τον ξεσηκωμό των Ραγιάδων.

    Μα θαρρώ πώς αν κάποτε, κάποιος διαβάσει τα γραφτά μου θα μάθει πιο πολλά. Θα μάθει πως κερδίζεται και πως χάνεται η ζωή. Θα μάθει να καρτεράει, να κάνει υπομονή και να ελπίζει. Ίσως να νοιώσει τι είναι η ανάγκη και τι είναι η προσφορά, τι είναι η ορφάνια και τι η γιατρειά της. Πως πρέπει να βαδίζει στη ζωή. Τι πρέπει να δίνει και τι πρέπει να ζητά ο καθένας μας. Πως να το ζητά και πως να το παίρνει. Μπορεί να μάθει και καμιά συνταγή για την καταπολέμηση της ψείρας.

    Και μην απορήσετε που άλλα είναι γραμμένα στη γλώσσα των πολιτισμένων ανθρώπων και άλλα είναι γραμμένα στα χωριάτικα. Χωριάτικα ήταν τα πρώτα ακούσματά μου, χωριάτικα είναι και τα στερνά, γιατί εδώ στο χωριό μου είμαι τώρα· εδώ ζω. Στο χωριό που γεννήθηκα… Γεννήθηκα; Μάλλον λάθος το είπα. Στο χωριό που με βγάλανε απ' την κοιλιά της μάνας μου.

    Καλή ανάγνωση λοιπόν, κι' αν βρείτε τίποτε ορθογραφικά ή τίποτε ακαταλαβίστικα, δεν φταίω εγώ, αλλά τα γεράματα.

    Τι να κάνουμε; Σαν ποταμάκι τρέχει και φεύγει η ζωή, σαν λεπτά της ώρας κυλάνε τα χρόνια και για ένα πράγμα είμαι περήφανη. Στο δικό μου το ποταμάκι το νερό ήταν καθαρό και γάργαρο.

    ***

    Κεφάλαιο 2

    Η μετακόμιση

    Πολύ ζορίστηκε ο ταξιτζής με τη μεγάλη μου βαλίτσα. Μέχρι να την κατεβάσει κάτω, καλά που ήταν και το ασανσερ, μέχρι να τη βάλει στο πορτ-μπαγάζ και μετά να την ξεφορτώσει στο πρακτορείο, του βγήκε η γλώσσα. Το ίδιο και ο λεωφορειατζής, που τη φόρτωσε και την ξεφόρτωσε στο λεωφορείο, το ίδιο και ο κυρ-Μηνάς που έτυχε να περνάει με το κάρο του απ' την πλατεία του χωριού όταν έφτασα στο χωριό. Εγώ τον κυρ-Μηνά τον θυμόμουν. Εκείνος όχι.

    «Κυρ-Μηνά… Τη βάζεις στο κάρο σου να την πας μέχρι το σπίτι;» τον παρακάλεσα.

    «Ποιά είσαι ελόγου σου;» με ρώτησε.

    «Η Ασημίνα βρε. Η δασκάλα. Δε με θυμάσαι;»

    «Α… η Ασημίνα», είπε, άλλα τύφλα να 'χω αν κατάλαβε ποια ήμουν. Πάντως την έπιασε από τα σχοινιά, την ανέβασε στο κάρο, έκατσα κι' εγώ δίπλα του, του έδειξα που είναι το σπίτι, με πήγε. Να 'ναι καλά ο άνθρωπος.

    Όταν την ξεφόρτωσε και την πήγε μέχρι το μπαλκόνι του σπιτιού, με ρώτησε πάλι.

    «Πολύ βαριά βρε παιδί μ'. Τι έχεις μέσα; Κοτρώνες κουβανάς;».

    Τι μου 'ρθε και μένα και του είπα:

    «Τους θησαυρούς μου έχει μέσα», αλλά που να το φανταστώ; Ίσως να έπρεπε, έτσι που τον είδα, έτσι που γυάλισε το μάτι του.

    Τον ευχαρίστησα, που κακό χρόνο να' χει, την έπιασα κι' εγώ από τα σχοινιά και την έσυρα μέσα.

    Τώρα θα μου πείτε τι σχέση έχουν τα σχοινιά με τη βαλίτσα, αλλά να… όταν τη γέμισα και πήγα να τη σηκώσω μου έμεινε το χερούλι στο χέρι, από το βάρος που είχε. Τι να κάνω; Πήγα στο παραδιπλανό μαγαζί, κι' αγόρασα ένα κομμάτι σχοινί για να τη δέσω.

    Στο γυρισμό, στο έμπα του ασανσερ έπεσα πάνω στο Λάκη, το γείτονα της διπλανής πόρτας.

    «Καλημέρα κυρία Ασημίνα. Τι το θέλεις το σχοινί. Μη μου πεις ότι αποφάσισες το ακαταλόγιστο;»

    «Α να χαθείς βρε. Τη βαλίτσα μου θέλω να δέσω».

    Αυτό το χαμένο όλο βιβλία τρόμου και φρίκης διάβαζε, αλλά ήταν μπρατσωμένο παλικάρι και καλά που ήρθε μέσα στο σπίτι και καταπιάστηκε να μου δέσει τη βαλίτσα. Μόνη μου δεν θα το κατάφερνα.

    Αυτά περί βαλίτσας και σχοινιών και ούτε ξέρω τι μου 'ρθε και αράδιασα τόσα ανόητα πράγματα, ενώ έχω να σας πω ένα σωρό πολύ ουσιώδη και σπουδαία.

    Ίσως για να σας πω τι είχε μέσα στη βαλίτσα και ήταν τόσο βάρια.

    Μια βδομάδα με πήρε να ξεχωρίσω πια βιβλία θα πάρω μαζί μου και πια δεν θα πάρω. Όταν τιγκάρισε η μεγάλη βαλίτσα είδα ότι πολλά από αυτά που ήθελα να πάρω δεν χωρούσαν μέσα. Τι να κάνω; Έκανα πέτρα την καρδιά μου και τα αποχαιρέτησα. Τα έβαλα μαζί με τα άλλα, με αυτά που προοριζόταν για το Γαβρήλο. Ο Γαβρήλος ήταν ο παλιατζής. Όχι ο παλιατζής: Παλιά σίδερα, παλιά ρούχα, παίρνω, αλλά ο παλιατζής βιβλίων. Είχα υπάρξει και εγώ πελάτισσά του πολλές φορές, όταν τα οικονομικά μου στένευαν και δεν είχα την πολυτέλεια ενός καινούργιου, ενός τσίλικου βιβλίου. Το βιβλίο όμως, είτε είναι πρώτο χέρι είτε είναι δεύτερο ή και τρίτο, είναι πάντα βιβλίο. Δεν είναι σαν τα φαγητά που έχουν ημερομηνία λήξης. Η θρεπτική του αξία διατηρείται στους αιώνες των αιώνων.

    Τώρα ήταν η σειρά μου. Να γίνω εγώ ο προμηθευτής και ο Γαβρήλος ο πελάτης μου.

    Ήρθε λοιπόν ο Γαβρήλος και τα πήρε. Κοψοχρονιά τα πήρε, κάτι ψίχουλα με πλήρωσε, αλλά η ιδέα και μόνο, ότι μέσα από το Γαβρήλο ίσως να περνούσαν σε άλλα χέρια, σε άλλα μάτια και άλλα μυαλά με παρηγορούσε.

    Α ναι, μέσα στη βαλίτσα έβαλα και μια φυλλάδα, αυτή με τους βίους των αγίων.

    Πλάκα είχε.

    Κάθε φορά που ξεπόρτιζα από το σπίτι να πάω κάπου, έπεφτα επάνω της. Πάντα εκεί: Στη γωνία του δρόμου, η γριούλα να διαλαλεί την πραμάτεια της με την αδύναμη φωνή της. Πάντα εκεί· με κρύο ή με ζέστη, με ήλιο ή με βροχή, με αγιάζι η με άνεμο η γριούλα, να προσπαθεί να σώσει τις ψυχές των ανθρώπων.

    «Πάρτε κύριοι τους Βίους των Αγίων. Με μια μόνο δραχμή, τους Βίους των Αγίων. Να σώσετε την ψυχούλα σας»

    Δεν ήταν πολύ γριά, αλλά ήταν πολύ γερασμένη. Ποιος ξέρει τι μπόρες και τι φουρτούνες θα είχαν περάσει από πάνω της. Και τώρα… «Πάρτε κύριοι τους Βίους των Αγίων».

    Αν εκεί στη γωνιά, αντί να κάθεται να πουλάει φυλλάδες με τους Βίους των Αγίων καθόταν και ζητιάνευε, πιο πολλά θα έβγαζε, γιατί δεν φαντάζομαι να είναι πολλοί αυτοί που νοιάζονται να σώσουν την ψυχή τους διαβάζοντας.

    «Μια βοήθεια σας παρακαλώ, Ελεήστε με», θα έλεγε, αλλά αυτή είχε προτιμήσει τον τίμιο τρόπο· τη συναλλαγή· το εμπόριο.

    Την πρώτη φορά της έδωσα ένα δίφραγκο και πήρα μια φυλλάδα. Τη δεύτερη φορά το ίδιο και… μέχρι που μάζεψα πενήντα φυλλάδες. Και γαμώ τι μου, όλες το ίδιο έλεγαν: Το βίο του Αγίου Νεκταρίου είχαν όλες. Ας είναι όμως. Ίσως με πενήντα δίφραγκα να έχω σώσει την ψυχή μου. Δεν ξέρω· θα δείξει.

    Την απόφαση να μετακομίσω, να φύγω για το χωριό την πήρα μαζί με τη δεύτερη σύνταξή μου. Η πρώτη είχε φτάσει τσίμα-τσίμα για να βγάλω το μήνα και μάλιστα χωρίς καμιά σπατάλη. Ούτε ένα βιβλίο δεν είχα αγοράσει. Τώρα με τη δεύτερη… Ανατρίχιασα όταν τα λογάριασα.

    Ενοίκιο, ΔΕΗ, Νερό, τηλέφωνο… είχαμε να βάλουμε και πετρέλαιο, που ερχόταν χειμώνας.

    Μάλλον θα έπρεπε να ασχοληθώ κι' εγώ με το εμπόριο και να πουλάω Βίους Αγίων. Όταν αφαίρεσα όμως το ενοίκιο και το πετρέλαιο είδα ότι αυτά που περίσσευαν… ε δεν ήταν και πολλά, αλλά θα έφταναν για το μήνα. Το αποφάσισα: Στο χωριό. Η πόλη δεν με σήκωνε άλλο.

    Το πατρικό μου στο χωριό ήταν χρόνια και χρόνια ακατοίκητο και άθικτο. Δεν σας λέω πόσα χρόνια ήταν ακατοίκητο, γιατί μπορεί να σας πιάσει η περιέργια, να πάρετε χαρτί και μολύβι και να υπολογίσετε τα χρόνια μου, κάτι που δεν το θέλω καθόλου. Μπορεί να μεγάλωσα, αλλά… πώς να το κάνουμε; Γυναίκα είμαι.

    Το άθικτο, που λέω για το σπίτι μου , σηκώνει πολύ νερό, γιατί ο χρόνος δεν αφήνει τίποτε άθικτο. Και ο χρόνος και οι γείτονες.

    Κάμποσες φορές είχα πάει στο χωριό όταν ήμουν στην ενεργό δράση, όταν ακόμη ήμουν δασκάλα. Τι πήγαινα να κάνω; Ούτε που ήξερα. Να έτσι: Πήγαινα. Ίσως η νοσταλγία, ίσως πάλι για να αναπνεύσω λίγο καθαρό, βουνίσιο αέρα. 'Ίσως πάλι για να κάνω λίγη κουβεντούλα με τον παπα-Λάζαρο. Όσο ζούσε ακόμη. Να μάθω· να μου πει για μένα. Όσα δεν ήξερα για τότε που ήμουν πολύ μικρή. Μωρό ακόμη.

    Την πρώτη φορά ήταν στην αργία των Χριστουγέννων, αλλά Χριστούγεννα δεν ξαναπήγα στο χωριό. Πολύ κρύο βρε παιδί· ξεπάγιασα. Τις άλλες φορές ήταν Πάσχα και μια φορά στις καλοκαιρινές διακοπές. Κάθε φορά το έλλειμμα μεγάλωνε. Άλλοι από τους γνωστούς είχαν πεθάνει και άλλοι, οι πιο νέοι, είχαν φύγει από το χωριό. Κάθε φορά μεγάλωναν και οι ζημιές. Οι ζημιές που είχε το σπίτι μου.

    Τώρα, που πήγα για μια γενική επιθεώρηση πριν από τη μετακόμιση μου… χάλια ήταν. Για να πάω απ' την αυλόπορτα μέχρι την εξώπορτα, στα σκαλιά για το μπαλκόνι, ξεσχίστηκα στις βατσινιές και στα αγριόχορτα. Η εξώπορτα… με το που την άγγιξα άνοιξε από μονάχη της. Καλά που δεν έπεσε κιόλας να με πλακώσει. Τα σανίδια στο πάτωμα τα είχε φάει το σαράκι. Έκανα δυο βήματα προς τα μέσα και οπισθοχώρησα πανικόβλητη. Από τη μια ήταν ο ποντικός που εμφανίστηκε, μου έριξε μια ματιά γεμάτη απορία, σαν να σκεφτόταν: «Τι ζητάει εδώ αυτή η παρείσακτη;» κι' από την άλλη που το πάτωμα έτριξε τόσο υπόκωφα που φοβήθηκα πως αν έκανα άλλο ένα βήμα θα βρισκόμουν στην υπόγα, μαζί με τα σανίδια και τα δοκάρια.

    Το μόνο καλό ήταν ότι απ' τα παλιά τα έπιπλα, κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες και τέτοια δεν είχε απομείνει τίποτε. Κάποιοι γείτονες θα είχαν νοικοκυρευτεί, όσο αυτά ήταν, ας πούμε, σε καλή κατάσταση. Ευτυχώς γιατί δεν θα είχα τι να τα κάνω.

    Η επιθεώρηση που έκανα απ' έξω… Άσε καλύτερα να μη σας πω τίποτε. Τα κεραμίδια βουλιαγμένα στη μια μπάντα, δυο παράθυρα σπασμένα, και από μια τρύπα της στέγης βγήκαν και πέταξαν δυο δεκοχτούρες. Μόνο τα ντουβάρια δεν είχαν πάθει τίποτε. Και τι να πάθουν; Μισό μέτρο πάχος, λιθόκτιστα ντουβάρια ήταν.

    «Α ρε σπιτάκι μου! Πως ήσουν και πως κατάντησες», συλλογίστηκα, αλλά δεν το έβαλα κάτω.

    Στο καφενείο δεν με γνώρισε κανένας. Όταν κάποιος με ρώτησε «πια ήμουν;» Και τους είπα:

    «Η δασκάλα η Ασημίνα», κάποιος άλλος είπε:

    «Α ναι».

    Πάντως φιλοτιμήθηκαν όλοι να βοηθήσουν, να μου βρουν μαστόρους, και μερικοί ανάλαβαν να κάνουν και μερικές δουλειές, όπως να καθαρίσουν την αυλή από τα αγριόχορτα και να βάλουν παντού ποντικοφάρμακο.

    Καταξοδεύτηκα, και καλά που είχα πάρει το εφάπαξ και είχα να πληρώνω.

    «Θα το κρατήσω για τα γεράματα το εφάπαξ», είχα σκεφτεί όταν το πήρα, και τώρα σκεφτόμουν:

    «Δεν πειράζει. Θα κάνω οικονομία από τη σύνταξη και θα τα βάλω πίσω» και συλλογιζόμουν κιόλας:

    «Γιατί όταν γεράσει ο άνθρωπος αρχίζει να νοιάζεται για το χρήμα;» Όχι δηλαδή πως είχα γεράσει, αλλά να… το συλλογιζόμουν.

    Σε ένα μήνα το σπίτι είχε γίνει κουκλί. Ένα μικρό παλατάκι είχε γίνει που περίμενε τη βασίλισσά του: εμένα.

    Ο φορτηγατζής που κουβάλησε τα πράγματα μου στο χωριό με έσφαξε. Πιο πολλά λεφτά έκανε το αγώγι παρά τα πράγματα που κουβαλούσε. Αφού επέβλεψα τη φόρτωση πήρα το βαλιτσάκι μου με λίγα ρούχα, και την άλλη βαλίτσα με τα βιβλία, με το θησαυρό μου, όπως έλεγα, βρήκα ένα ταξί και… βουρ για το πρακτορείο των λεωφορείων. Στο δρόμο για το πρακτορείο μετάνιωσα για δυο πράγματα. Το ένα ήταν που είχα πάρει μαζί μου τη βαλίτσα με τα βιβλία και δεν τη είχα φορτώσει στο φορτηγό και το άλλο που ρώτησα τον ταξιτζή πόσο θέλει για να με πάει στο χωριό.

    Τα κίνητρα και για τα δύο ήταν καθαρά ψυχολογικά. Το ένα ήταν που με τα βιβλία μου αισθανόμουν πολύ δεμένη και το άλλο… ε πώς να το κάνουμε; Θα έκανα το κομμάτι μου αν έφτανα στο χωριό με ταξί. Άλλο πράγμα το ταξί και άλλο το λεωφορείο. Όταν όμως ο ταξιτζής μου είπε πόσα ήθελε, μου έπεσαν τα αφτιά, απαρνήθηκα την αυτοπροβολή μου και του είπα:

    «Πάμε στο πρακτορείο».

    Το φορτηγό με την οικοσκευή μου θα ερχόταν στο χωριό την άλλη μέρα.

    ***

    Κεφάλαιο 3

    Το πρώτο βράδυ στο χωριό

    Απογευματάκι έφτασα στο χωριό. Με τη βοήθεια του κυρ-Μηνά, με το κάρο του, πήγα μέχρι το σπίτι. Εγώ βασικά δεν είχα πρόβλημα, ή μάλλον το πρόβλημα που είχα ήταν η βαλίτσα με τα βιβλία. Ο θησαυρός μου, όπως είχα πει στον κυρ-Μηνά όταν μου είπε:

    «Πολύ βαριά βρε πιδί μ. Τι έχς μέσα; Κοτρώνες κουβανάς;»

    Μεσ' στην τρελή χαρά άρχισα να επιθεωρώ το νέο μου σπίτι. Μια χαρά ήταν. Οι τοίχοι φρεσκοβαμμένοι μύριζαν ακόμη μπογιά. Οι πόρτες, τα παράθυρα και τα παραθυρόφυλλα, η κουζίνα, το μπάνιο. Όλα στην τρίχα. Άνοιξα τη βρύση να τρέξει το νερό, να έρθει φρέσκο, γύρισα τους διακόπτες, ανάψανε οι λάμπες, όλα τέλεια. Δεν έλειπε τίποτε. Έτσι νόμιζα.

    Σαν ένιωσα όμως λίγο κουρασμένη, και θέλησα να κάτσω κάπου να ξαποστάσω… ε τότε τα βρήκα ζόρικα.

    Πού να κάτσω; Στο πάτωμα; Αμέ το άλλο; Σε λίγο θα βράδιαζε, κι' εγώ μήτε μια κουβέρτα δεν είχα μαζί μου. Πού και πώς θα κοιμόμουν;

    Άρχισα, από μέσα μου, να βρίζω τον εαυτό μου για την αμυαλοσύνη μου και καθώς έψαχνα να βρω μια κάποια δικαιολογία να μου πω, κάνω μια έτσι και βλέπω στο διπλανό σπίτι, στο σπίτι της παραμάνας μου της κυρα-Λαμπρινής να έχει φως.

    «Ποιος να κάθεται άραγε;» Αναρωτήθηκα. Η κυρα-Λαμπρινή ήταν πολλά χρόνια που είχε πεθάνει.

    «Μήπως τα παιδιά της;»

    «Μα ποια παιδιά της βρε βλάκα!» μάλωσα τον εαυτό μου. «Αφού η κυρα-Λαμπρινή δεν είχε παιδιά. Γι' αυτό σε πήρε για παρακόρη και σε ανάθρεψε». Δίκαιο είχα.

    «Όποιος και να 'ναι γείτονας είναι», είπα και πήρα την απόφαση να πάω να του ζητήσω μια κουβέρτα δανικιά, να κουκουλωθώ το βράδυ να κουρνιάσω σε μια γωνιά να κοιμηθώ.

    Μου άνοιξε την πόρτα μια γυναίκα. Γριούλα μου φάνηκε, αλλά μάλλον δεν την είχα δει καλά με την πρώτη. Πάνω-κάτω στην ηλικία μου ήταν, όπως αποδείχτηκε. Στάθηκε να με κοιτάζει και να μη λέει τίποτε. Μήτε «τι θέλετε;» ρώτησε, παρά μόνο έβγαλε μια φωνή:

    «Καλέεε η Μίνα!» Έτσι με φώναζε όταν ήμουν μικρή.

    Πιο πολύ απ' τη φωνή τη γνώρισα παρά από την όψη.

    «Η Τίνα!», είπα και δε ξέρω αν το είπα ή το σκέφτηκα. Κι' εγώ έτσι τη φώναζα όταν ήταν κι' αυτή μικρή. Τότε που παίζαμε μαζί. Τότε που ήμασταν και οι δυο μικρές.

    Πέσαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και μείναμε έτσι ώρα αρκετή. Εγώ δάκρυσα και λίγο. Δεν ξέρω αν δάκρυσε και η Κατερίνα, γιατί δεν έβλεπα το πρόσωπό της έτσι όπως ήμασταν αγκαλιασμένες.

    «Πως κι' από δω;» Της είπα πως από κει και της ζήτησα μια κουβέρτα για να τη βγάλω το βράδυ.

    «Τι λες καλέ; Τρελάθκες; Τι κουβέρτες και χαζά ειν' αυτά που λες; Ιδώ, σε 'μένα θα μείνς απόψε. Ιδώ θα κοιμηθείς», δήλωσε και αντίλογο δεν δεχόταν. Με έμπασε μέσα. Μόνη ήταν. Με φίλεψε τραχανά σπιτίσιο και κατσικίσιο τυρί και παξιμάδια. Τρώγαμε και κουβεντιάζαμε. Μου είπε τα δικά της. Δέκα χρόνια είχε που χήρεψε. Μετά έφυγαν και τα παιδιά της -δυο γιους είχε- για την Αθήνα. Ο μεγάλος είχε παντρευτεί κιόλας. Όχι γιαγιά δεν είχε γίνει ακόμη. Πως την έβγαζε;

    «Ε… να μι δίνουν μια σύνταξ απ' τον ΟΓΑ, αλλά τι να σε κάμει; Ψίχουλα είναι. Άμα δεν στείλουν κάνα παρά και τα πιδιά απ' την Αθήνα… δεν φτάνει».

    Το σπίτι τους, το πατρικό της, που ήταν στην άκρη του χωριού, κοντά στο λόφο είχε πάθει μεγάλη ζημιά από μια κατολίσθηση που είχε γίνει πριν δεκαπέντε χρόνια.

    «Ζούσε ακόμα τότες κι' ο μακαρίτς. Το σπίτ; Λες και κόπκε στα δυο μι τον μπαλτά. Είχανε έρθ και κάτι κουστουμάτοι απ' την Αθήνα. Κάτι είδαν, κάτι έγραψαν και μας είπαν: ακατάλληλο, να το κατεδαφίστε. Μας έδωκαν και μια αποζημίωσ να χτίσουμι τάχα κινούργιο. Τι κινούργιο να χτίσς. Μι αυτά που μας έδωκαν όχι σπίτ μήτε κοτέτσ δεν έχτιζες».

    Μάζεψε τα πιάτα από το τραπέζι και συνέχισε.

    «Ειδαμι κι' αποείδαμι πως με το σπίτ μας προκοπή δεν γενόταν, ήταν και το σπίτ της θειας της Λαμπρινής άδειο, ρήμαζε έτσι που ήταν χωρίς να κάθιτε κανένας, και είπαμι: δεν πάμε να κάτσμε ιμείς; Και σάμπως θα μας διώξνε; Ποιος να μας διώξ. Στο κάτου-κάτου της γραφής της θειας μ' ήταν το σπίτ και ιγώ είμι η… η κληρονόμσσα».

    «Και τα κτήματα;» Τη ρώτησα.

    «Ποια κτήματα βρε Μίνα μ'. Τα φάγαν οι γιατροί κι' οι νοσοκόμοι τα κτήματα. Δυο χρόνια άρρωστο το είχα το σχωρεμένο πριν το χάσω», είπε με θλίψη η Κατερίνα, κούνησα κι' εγώ θλιμμένα το κεφάλι μου. Μα είτε το κουνούσα το κεφάλι μου είτε δεν το κουνούσα το χασμουρητό δεν έλεγε να φύγει. Είχαν ξεχειλώσει τα σαγόνια μου απ' το χασμουρητό.

    Με είδε η Κατερίνα να ανοίγω το στόμα μου και να μη μπορώ να το κλείσω, κατάλαβε.

    «Νύσταξες θαρρώ», είπε. «Πάω να στρώσω να πέσεις να κοιμηθείς να ξαποστάσεις. Αμ πως από ταξίδι έρχεσαι».

    «Φέρε μου μόνο μια κουβέρτα, να πέσω εδώ στον καναπέ, να πάρω έναν υπνάκο», της είπα, αλλά, άντε να βάλεις μυαλό στην Κατερίνα.

    «Τι λες καλέ; Μέσα θα σι στρώσω. Στο κρεβάτι», είπε και χάθηκε στο δωμάτιο με το μεγάλο κρεβάτι να πάει να στρώσει. Την πήρα από πίσω.

    Καθαρά, φρεσκοπλυμένα σεντόνια, άλλαξε τις μαξιλαροθήκες, έβγαλε κι' απ' το σεντούκι την καλή της την κουβέρτα. Την έβλεπα να στρώνει το κρεβάτι και απορούσα. Την έβλεπα και θαύμαζα το μεγαλείο των μικρών, των φτωχών ανθρώπων, που σου δίνουν χωρίς να ζητάνε. Που ανοίγουν το σπίτι τους, την καρδιά τους και την αγκαλιά τους χωρίς να περιμένουν κανένα αντάλλαγμα και το μόνο που τους νοιάζει είναι να δώσουν. Ότι πιο πολύ, ότι πιο καλό μπορούν.

    Μου έδωσε και μια δικιά της νυχτικιά. Μεγαλείο ήταν η πρώτη μου βραδιά στο χωριό.

    Η ίδια πήγε στο άλλο δωμάτιο, στο δωμάτιο των παιδιών της και έστρωσε εκεί να κοιμηθεί. Και τι θαρρείτε πως ήταν το σπίτι της Κατερίνας. Δυο κάμαρες μικρές, μια κουζίνα, μικρή κι' αυτή και το αποχωρητήριο έξω στην αυλή. Γύρω-γύρω από το σπίτι ο μπαξές με τα λαχανικά.

    Δεν πρόλαβα να σβήσω το φως, δεν πρόλαβα να ακουμπήσω το μάγουλό μου στο προσκεφάλι κι' αποκοιμήθηκα. Δεν ξέρω αν ήταν ύπνος και όνειρο. Δεν ξέρω αν ήταν παραζάλη και οπτασίες. Ίσως να ήταν και τα δυο μαζί, μα η κυρα-Λαμπρινή, η παραμάνα μου ήρθε ολοζώντανη μπροστά μου κι' άρχισε να μου λέει τα παλιά. Όσα μου έλεγε μέχρι τότε που έγινα οκτώ χρονών. Τότε που την έχασα και με έχασε.

    Σαν καμπάνα, ολοζώντανη αντηχούσε η φωνή της μεσ' στα αφτιά ή μέσα στο μυαλό μου.

    «Καλό παλικάρι ήταν ο μπαμπάς σ' ο Λευτέρης. Καλό παλικάρι και νοικοκύρς τρανός. Κι' η μάνα σου όμως ή Ελένη δεν πάγαινε παραπίσω. Αρχοντοπούλα, από σόι πλούσιο κι' ονομαστό. Ταιριαστό κι' αγαπημένο αντρόγυνο, αλλά…».

    ***

    Κεφάλαιο 4

    Οι γονείς

    Τη Δευτέρα, μετά το Πάσχα του 39 αντάμωσε για πρώτη φορά ο Λευτέρης την Ελένη. Είχε πάει στο σπίτι της να πάρει κάτι λεφτά.

    Στην Ανάσταση είχε ανταμώσει με τον πατέρα της, κι' αφού είπανε τα «Χρόνια πολλά», «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς ο Κύριος», του λέει ο πατέρας της Ελένης:

    «Δεν περνάς βρε Λευτέρη τη Δευτέρα από το σπίτι, να σου δώκω τους παράδες για τα μαλλιά» και ο Λευτέρης πήγε. Η μάνα και η κόρη είχαν τραβήξει πιο μπροστά και μήτε χρόνια πολλά πρόλαβε να τις πει. Μόνο έτσι φευγαλέα, καθώς περνούσαν είδε το πρόσωπο της κόρης, αλλά τι να δεις και τι να προσέξεις με το λίγο φως από τη λαμπάδα που κρατούσε.

    Είχε κουρέψει πριν καμπόσες μέρες και τα πρόβατα και τα γίδια, είχαν κανταριάσει μαζί τα μαλλιά, τόσες οκάδες το μαλλί απ΄ τα αρνιά, τόσες οκάδες απ' τα κατσίκια, και τα είχε πάρει ο πατέρας της Ελένης να πάει να τα πουλήσει στην πόλη, στη λανάρα[1] . Πήρε από το Λαναρτζή τα λεφτά και τώρα ήταν και η σειρά του Λευτέρη να πληρωθεί.

    Αυτή ήταν η δουλειά του πατέρα της Ελένης. Μάζευε τα μαλλιά από τα κουρεμένα αιγοπρόβατα της περιοχής, απ' όλα τα γειτονικά χωριά, μάζευε και τα δέρματα απ' τα σφαχτάρια και πήγαινε και τα πουλούσε στην πόλη. Τα δέρματα στο ταμπακαριό[2], τα μαλλιά στη λανάρα. Καθώς οι κτηνοτρόφοι ήταν πολλοί στην περιοχή, και επειδή ο πατέρας της Ελένης ήταν καλός και τίμιος έμπορος και καλοπληρωτής οι δουλειές πήγαιναν απ' το καλό στο καλύτερο. Άρχοντας, μεγαλέμπορας ο μπαμπάς της Ελένης, αρχοντοπούλα η Ελένη η μοναχοκόρη του. Αρχοντοπούλα και όμορφη. Κι' αν δεν είχε κάψει καρδιές στα είκοσι δυο της χρόνια. Κάθε Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησιά, μέχρι και οι πέτρες απ' το καλντερίμι σηκωνόταν να τη δουν, να τη θαυμάσουν και να την καμαρώσουν. Αλλά ο Λευτέρης και τις Κυριακές στο κοπάδι ήταν. Πού να τη δει και πού να τη θαυμάσει;

    Φόρεσε τα καλά του ο Λευτέρης -Πάσχα ήταν ακόμη- και μια και δυο πήγε να πληρωθεί. Στις ομορφιές του ήταν και δεν βρομούσε και τραγίλα, που είχε μπανιαριστεί το Μέγα Σάββατο.

    Την πόρτα του την άνοιξε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1