Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Black Mamba
Black Mamba
Black Mamba
Ebook515 pages7 hours

Black Mamba

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Aν σε δαγκώσει μια Black Mamba..και δεν έχεις αντίδοτο... πεθαίνεις συνήθως σε είκοσι λεπτά ή το δηλητήριό της... μένει μέσα σου... για πάντα. Αν έχεις αντίδοτο, απλά επιζείς. Αν όμως γίνεις γητευτής φιδιών... Τότε μπορείς να την κάνεις να λικνίζεται στη μελωδία που παίζεις εσύ...

B L A C K M A M B A

Ένας άνδρας & μια γυναίκα ενώνονται για τη συγγραφή ενός βιβλίου στον ομφαλό της γης... Στους Δελφούς... Στο μέρος που συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε από τα άκρα του σύμπαντος ο Δίας. Τον έναν από την Ανατολή και τον άλλον από τη Δύση, για να βρεθεί το κέντρο του κόσμου. Ετσι ξεκινά μια περιπέτεια ζωής & θανάτου. Πράκτορες μυστικών υπηρεσιών Πληρωμένοι δολοφόνοι και διεθνή funds ψάχνουν να ανακαλύψουν πως και γιατί κάποια άτομα αποκτούν υπεράνθρωπες ικανότητες...

Κυνηγoί, κυνηγημένοι και πρόσωπα της μοίρας, μπλέκονται σ`ένα θανάσιμο παιχνίδι και καταδύονται σ`έναν άγνωστο κόσμο. Και τότε ξεκινά ένα ταξίδι στον απαγορευμένο και μυστικό κόσμο της γνώσης

Και μαθαίνουν...

Για τους αριθμούς...

“Οι αριθμοί... Οι αριθμοί... Το μυστικό κρύβεται στους αριθμούς. Στο Ένα που είναι συγχρόνως και το Άπειρο. Και ο Πωλ κατάλαβε πως γι’αυτήν την τεράστια ενέργεια που γεμίζει το σύμπαν, τα αδύνατα είναι δυνατά. Όλα γίνονται Ένα. Και το Ένα γίνεται Όλα...”

Για το “παρελθόν”...

“Ο Πωλ δεν είχε καμία αμφιβολία. Αυτό που λάμβανε ήταν κάτι σαν εγκεφαλικό μήνυμα που ερχόταν από το παρελθόν. Και τότε για πρώτη φορά κατάλαβε, ότι το βιβλίο που σκόπευε να γράψει με τη Λένα για τους αρχαίους πολιτισμούς και τις αρχαίες πηγές ενέργειας, δεν ήταν μια τυχαία επιλογή. Δεν ήταν καν μια επιλογή δική του...”

Για τη Δόνηση...

Η Ελλάδα δεν ήταν το μόνο μέρος... Και όπου κι αν πήγαινε, συναντούσε τη Δόνηση.”Η Δόνηση ό,τι κι αν ήταν αυτό που την προκαλούσε, επέτρεπε σε αυτούς που την είχαν δεχτεί, να αποκτήσουν, ιδιαίτερα εντυπωσιακές, διανοητικές και ψυχικές ικανότητες.”

Για άλλους κόσμους...

“Το σώμα του και το μυαλό του ζούσαν εδώ, σ’αυτόν τον κόσμο των τριών διαστάσεων και των πέντε αισθήσεων, αλλά το πνεύμα του άρχισε να ανέρχεται σε σφαίρες άλλες, που δεν άνηκαν σ’αυτό το σύμπαν, ξεπερνώντας τις εσχατιές του διαστήματος και μπαίνοντας σε άλλους κόσμους.”

Για εκείνους που άλλαξαν τη μοίρα της ανθρωπότητας...

“Η μοίρα της ανθρωπότητας, δεν άλλαξε, παρά μόνο χάρη σε πέντε-δέκα βιβλία. Από ποιους γράφτηκαν αυτά τα βιβλία; Aπο το χέρι της Ύλης που τα έγραψε; Από τη διαδικασία της Νόησης που τα επεξεργάστηκε; Ή από την ενέργεια του αιώνιου Πνεύματος, που δημιουργεί τα πάντα;”

Γι` αυτά που κοιτάμε αλλά δε “βλέπουμε”...

“Πολλά πράγματα είναι μπροστά μας...αλλά δεν τα βλέπουμε... Η αληθινή γνώση είναι πολύ σεμνή...δεν κραυγάζει...ίσως είναι μόνο για εκείνους που μπορούν να την αντιληφθούν...”

Για τη Μεγάλη Πύλη...

“Ήξερε, το καταλάβαινε, πως βρισκόταν πια μπροστά στη Μεγάλη Πύλη. Αυτό το σημείο που ελάχιστοι είχαν καταφέρει να προσεγγίσουν στη διάρκεια μιας ζωής. Εδώ, αυτός, μόνος του, θα πήγαινε πέρα και πάνω απ’όλα, θα γινόταν αυτό που πάντα ήθελε να γίνει. Θεός ή Δαίμονας, δεν μπορούσε πια να αναγνωρίσει.”

Για τον έρωτα & τη δύναμη του πεπρωμένου...

“Ήξερε ότι ερωτευόμαστε την ομορφιά. Αλλά ήταν και κάτι πέρα απ’αυτό. Ήταν και ο ήχος της φωνής της και αυτά που έλεγε και που ήταν η μαρτυρία γι’αυτό, που ήταν η ίδια. Το μυαλό της, η ψυχή της και η δύναμη του πεπρωμένου που τους είχε φέρει μαζί...”

Για το μοιραίο ρόλο...

“Όλοι πρέπει να έρθουν εδώ και να παίξουν τον μοιραίο ρόλο τους, σύντομο ή μεγάλο σε διάρκεια, σημαντικό ή ασήμαντο, αλλά το κάθε τι προσθέτει κι ένα μεγάλο λιθαράκι στο μεγάλο Αίνιγμα.”

Για το Χρόνο & το Θάνατο...

"Μπορείς να νικήσεις τον Χρόνο και το Θάνατο. Ναι. Μπορείς, όπως και όλους τους άλλους.

Δαίμονες είναι κι αυτοί, κατασκευές σ’ένα μεγάλο παιχνίδι."

Και στο τέλος καταλαβαίνεις...... ότι η ίδια η ζωή... είναι μία...

B L A C K M A M B A

Το μυθιστόρημα του Άρη Τερζόπουλου

LanguageΕλληνικά
Release dateMar 28, 2019
ISBN9789606270680
Black Mamba

Related to Black Mamba

Related ebooks

Reviews for Black Mamba

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Black Mamba - Aris Terzopoulos

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Άρης Τερζόπουλος ανήκει στην παλαιότερη εκδοτική οικογένεια της Ελλάδας.

    Έχει υπάρξει ο ιθύνων νους πίσω από μεγάλες και πρωτοποριακές εκδοτικές επιτυχίες (ΓΥΝΑΙΚΑ, ΚΛΙΚ, MEN, ΓΑΙΟΡΑΜΑ, ΘΕΟΣ & ΘΡΗΣΚΕΙΑ κλπ), αλλά και το διαδικτυακό klik.gr, με το οποίο ασχολείται ακόμη ενεργά.

    Ο ίδιος μέχρι σήμερα παραμένει ψηλός και μουσάτος, γράφει ασταμάτητα, ζωγραφίζει εμμονικά – με κάποια από τα έργα του να βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό – και παίζει τέννις χαλαρά.

    Έχει δύο κόρες, την Αφροδίτη και την Δέσποινα.

    Το BLACK MAMBA είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

    Για την Αφροδίτη και την ∆έσποινα

    ΕΝΑ

    Η περιοχή πάνω από το Σηάτλ, ως το νησί Καµάνο, τα Στενά του Χουάν ντε Φούκα και πιο πάνω, ως τα σύνορα µε τον Καναδά και το Βανκούβερ, είναι µια περίεργη περιοχή. Έχει το Σηµάδι της Μοίρας. Στην πραγµατικότητα το Σηµάδι της Μοίρας ξεκινάει από το Μεξικό, φτάνει ως το Λος Άντζελες και το Σαν Φραντσίσκο, ανεβαίνει ως το Σηάτλ και τελειώνει στο Βανκούβερ. Από εκεί θα αρχίσουν όλα ...

    Αν ανέβει κανείς µε το αυτοκίνητο, από τον παραλιακό δρόµο που συνδέει το Λος Άντζελες µε το Σαν Φραντσίσκο, δεν έχει παρά να κοιτάξει προς το µέρος της θάλασσας. Πέρα από τις αµµουδιές και τις παραλίες, αν το µάτι ξεφύγει για λίγο από τις όµορφες βίλες και ανοιχτεί προς τη θάλασσα, προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, θα δει πολύ συχνά ένα λεπτό στρώµα οµίχλης να σκεπάζει τον ορίζοντα. Οι περιοχές δείχνουν τα σηµάδια που προµηνύουν το τέλος. Αλλά πρέπει και να ξέρεις να τα διαβάζεις ...

    Λίγο πιο πάνω από το Σηάτλ, που τις περισσότερες µέρες του χρόνου είναι σκεπασµένο µε σύννεφα για να καταλήξουν συχνά σ’ ένα ψιλόβροχο, το τοπίο αλλάζει. Από το Σηάτλ και µέχρι το Βανκούβερ, η περιοχή είναι σκεπασµένη µε δάση. Σε κάποια µέρη, εδώ και εκεί, υπάρχουν και µερικά εξοχικά σπίτια, κοντά σε γαλήνιες λίµνες, ή δίπλα σε µικρά ή µεγαλύτερα ποτάµια. Και εδώ υπάρχουν τα σηµάδια γι’ αυτό που πρόκειται να γίνει, αλλά είναι πιο δυσδιάκριτα. Τα πρωινά είναι συχνά υπέροχα. Ο ήλιος λάµπει και καθρεφτίζεται στις λίµνες. Οι τουρίστες ή οι λιγοστοί κάτοικοι των εξοχικών, µπορεί και να λένε, για την τύχη τους να βρίσκονται σ’ ένα τόσο όµορφο µέρος, µια τόσο όµορφη µέρα. Είναι από εκείνες τις µέρες που σε κάνουν να λες ότι είναι µεγάλη τύχη το να έχεις γεννηθεί. Όλα µοιάζουν τόσο αρµονικά ...

    Αλλά και όλα αλλάζουν όταν ο ήλιος αρχίζει να πέφτει. Είναι η µελαγχολία του απογεύµατος. Μόνο που εδώ είναι λίγο διαφορετική. Όλες αυτές οι περιοχές, από το Μεξικό µέχρι το Βανκούβερ, ξέρουν πως κάποια εποχή θα βρεθούν κάτω από το νερό και µοιάζουν σαν να θρηνούν τη Μοίρα τους από τώρα.

    Ποιος ξέρει τι θα γίνουν αυτές οι βίλες, οι εξοχικές κατοικίες και οι πόλεις που θα βυθιστούν στα νερά του Ειρηνικού; Θα γίνουν κοµ­µάτια από την πτώση, ή θα µείνουν τα υπολείµµατά τους, για να θυµίζουν αυτό που κάποτε υπήρξε; Οι περιοχές ξέρουν. Και το λένε ... Αλλά πρέπει να µπορείς να διαβάζεις και τα σηµάδια ...

    Τα εξοχικά που βρίσκονται γύρω από μια μικρή λίμνη, κάµποσα µίλια βορειότερα από το Σηάτλ, είναι το ιδανικό µέρος για κάποιον που θέλει να χαθούν τα ίχνη του. Ποιος να ψάξει και πώς να σε βρει σ’ αυτό το µέρος, που µοιάζει να βρίσκεται χαµένο στο πουθενά;

    * * *

    Έτσι είχε σκεφθεί όταν το αγόραζε καµιά δεκαριά χρόνια πριν. Τότε αισθανόταν κυνηγηµένος. Είχε αφήσει την πόλη του, το σπίτι του, τη δουλειά του, είχε αφήσει τα πάντα. ∆υο παρά λίγο ατυχήµατα – που δεν ήταν ατυχήµατα – και µια καθαρή απόπειρα δολοφονίας, ήταν αρκετά, για να τον κάνουν να αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να εξαφανιστεί. Ήξερε περισσότερα από όσα έπρεπε να ξέρει, µπορούσε να κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον, δεν θα πήγαινε ποτέ µε καµία πλευρά, άλλος ήταν ο ρόλος του και η αποστολή του, οπότε το µόνο που έµενε ήταν να τον βγάλουν απ’ τη µέση. Μάλλον το αποφάσισαν αργά. Είχε ήδη ξεφύγει τόσο πολύ από οποιονδήποτε άλλον, που ό,τι κι αν έκαναν δεν µπορούσαν να τον προλάβουν. Και το ίδιο το σχέδιο της δολοφονίας του, το ήξερε την ίδια στιγµή που µπήκε η ιδέα στο µυαλό τους. Είχε πια τη δυνα­τό­τητα να αντιλαµβάνεται τις σκέψεις που στρέφονταν εναντίον του. Και ειδικά τις δικές τους. Εκείνοι δεν το ήξεραν. Όταν σχεδίαζαν την δολοφονία του, το αντιλήφθηκε σχεδόν ταυτόχρονα µε τους ίδιους. Όταν έστειλαν τον πληρωµένο δολοφόνο που θα τον έβγαζε από τη µέση, ένιωθε τις σκέψεις του. Τον καταλάβαινε που πλησίαζε. Ο επίδοξος δολοφόνος του, ούτε κατάλαβε, πώς και γιατί, έφυγε από αυτόν τον κόσµο και γιατί το κεφάλι του βρέθηκε ξαφνικά µακριά από το σώµα του. Για µερικά δευτερόλεπτα το κοµµένο κεφάλι, µακριά από το σώµα, µπορούσε να σκέφτεται. Περίεργος θάνατος ...

    * * *

    Έτσι έφυγε. Άλλαξε ταυτότητα, άλλαξε όνοµα, είχε καµιά δεκαριά διαβατήρια στη διάθεσή του και για δέκα χρόνια µπορούσε να κάνει ό,τι έκανε, µακριά από το αγριεµένο πλήθος. ∆εν µπορούσε να υποθέσει, πώς – και ποιός – τον είχε βρει. ∆εν χρειαζόταν άλλωστε. Τι σηµασία έχει, αν αυτός που θέλει να σε βγάλει από τη µέση είναι κόκκινος ή πράσινος ή κίτρινος; Σηµασία έχει ότι κάποιος σε θέλει νεκρό. Πάντως τον είχαν βρει. Ίσως να είχαν βρει κάποιον που είχε σχεδόν τις ίδιες ικανότητες µε τις δικές του. Τι ίδιες ήταν µάλλον αδύνατον, θα το είχε καταλάβει. Σχεδόν τις ίδιες, ήταν πιθανόν. Σηµασία είχε ότι τον είχαν εντοπίσει. ∆ιέσχισε το σαλόνι κι άρχισε να ανεβαίνει την γυριστή σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Αν είχε διαλέξει αυτό το σπίτι, ήταν για το σαλόνι του. Τη µεγάλη τζαµαρία που κάλυπτε όλο το εύρος του, αλλά και το ύψος του, που ήταν στο ύψος του δευτέρου ορόφου. Η γυριστή σκάλα οδηγούσε στους επάνω ορόφους. Στις τέσσερις κρεβατοκάµαρες. Οι τρεις δεν είχαν χρησιµοποιηθεί ποτέ. Ο δεύτερος όροφος σχηµάτιζε ένα µπαλκόνι σε σχήµα Γ, πάνω από το σαλόνι. Το ίδιο το σαλόνι, είχε διαστάσεις 10Χ16,18. Αυτός ο αρχιτέκτονας ήξερε τι έκανε. Ήταν και το ύψος πάνω από το σαλόνι. Γύρω στα οχτώ µέτρα.

    Το σώµα, αλλά και ο εγκέφαλος – κυρίως ο εγκέφαλος – χρειάζονται ύψος. Γύρω στα έξι µε οχτώ µέτρα. Σε παλιότερες εποχές έφτιαχναν τα σπίτια ψηλοτάβανα. Το ταβάνι βρισκόταν σπάνια χαµηλότερα από τα τέσσερα µέτρα. Όχι τέλειο, αλλά ανεκτό. Μετά µπήκε στη µέση η έννοια της οικονοµίας. Στα πάντα. Εκεί χάθηκε το παιχνίδι. Είναι νοµοτελειακό. Αυτός ο κόσµος θα καταστραφεί για να ξαναφτιαχτεί. Αν δεν προλάβει η Αλάσκα, θα τον τελειώσει το ρήγµα του Αγίου Ανδρέα.

    Ο ίδιος τα ξέρει αυτά, όπως και πολλά ακόµη. Ξέρει και για το παρελθόν, ξέρει και για το µέλλον. Γι’ αυτό θέλουν να τον βγάλουν από τη µέση. Επειδή µπορεί και βλέπει το µέλλον. Τους χαλάει τα οικονοµικά πλάνα. Ο φιλάργυρος θα προσπαθήσει να βάλει όσες περισσότερες λίρες µπορεί στην τσέπη του, ενώ το σπίτι γύρω του καίγεται. Η απληστία είναι θανάσιµο αµάρτηµα. Ένας ολόκληρος πλανήτης θύµα της απληστίας ...

    Αυτά όµως δεν έχουν σηµασία τώρα. Τώρα πρέπει να είναι έτοιµος γι’ αυτό που θα γίνει σε λίγες ώρες.

    Καθώς ανέβηκε τη γυριστή σκάλα, το πρόσωπό του φωτίστηκε, από το πορτοκαλί φως του ήλιου που έδυε. ∆εν άλλαξε ιδιαίτερα µέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Ούτε το πρόσωπο, ούτε το σώµα του – κυρίως το σώµα του – συµβαδίζουν µε την ηλικία του. Ακόµη καλύτερα. Ήταν το πιο εύκολο από τα προτερήµατα που του έδινε ο εγκέφαλός του. Μπορούσε να ρυθµίζει την ηλικία του σχεδόν κατά βούληση. Ο εγκέφαλος του µπορούσε να κάνει πολλά πράγµατα. Και πολύ περισσότερα σε συνδυασµό µε την θέληση του.

    Έφτασε στη κρεβατοκάµαρα, διέσχισε το ευρύχωρο δωµάτιο και άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας. Μια σειρά από καµιά δεκαριά µαύρα κουστούµια και καµιά εικοσαριά άσπρα πουκάµισα. ∆ιάλεξε το τρίτο από τα δεξιά. Τρεις ήταν αυτοί που έρχονταν. Γι’ αυτό διάλεξε το τρίτο. Όλα τα κουστούµια µαύρα. Έπεφταν σωστά πάνω στο σώµα του και κυρίως δεν εµπόδιζαν τις κινήσεις του. Έβγαλε και µια µαύρη γραβάτα που το πλάτος της δεν ξεπερνούσε τα τρία εκατοστά και την έδεσε στο λαιµό του. Μετά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Σωστά ... Όταν πρόκειται να κάνεις έγκληµα και κυρίως φόνο πρέπει να φοράς µαύρα. ∆εν µπορεί να πηγαίνεις να κάνεις φόνο και να φοράς πράσινα ή καφέ ή κόκκινα ρούχα. Εκτός από έλλειψη καλού γούστου, κάτι τέτοιο δείχνει πως δεν έχεις και κανένα σεβασµό προς τα θύµατά σου. Πρέπει να δείχνουµε σεβασµό στις παραδόσεις ...

    Όταν τέλειωσε µε το ντύσιµο, άνοιξε τη µπαλκονόπορτα της κρεβατοκάµαρας, βγήκε στο µπαλκόνι, κάθισε σε µια πολυθρόνα, άπλωσε τα πόδια του στο στηθαίο και άναψε ένα τσιγάρο. Στο τραπεζάκι δίπλα του υπήρχε και µια καράφα µε νερό. Γέµισε ένα ποτήρι µε νερό και µετά τράβηξε και µια ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Όταν κάπνιζε έπρεπε πάντα και κάτι να πίνει. Νερό, καφέ, κάποιο αναψυκτικό, οτιδήποτε. Το τσιγάρο σκέτο τον ενοχλούσε. Του άφηνε ένα άσχηµο συναίσθηµα στον φάρυγγα. Γι’ αυτό έπρεπε πάντα κάτι να πίνει όταν κάπνιζε. Το κάπνισµα ήταν η µόνη συνήθεια, που θα έπρεπε να κόψει ή τουλάχιστον να περιορίσει. Αλλά εδώ και δέκα χρόνια το τσιγάρο ήταν η µόνη του παρέα. Το τσιγάρο είναι κι αυτός ένας δαίµων. Μικρός αλλά δαίµων.

    * * *

    Οι τρεις άνδρες σταµάτησαν το µαύρο τζιπ, µε τα φυµέ, σχεδόν µαύρα, τζάµια, κάπου δύο µίλια µακριά από το σπίτι του στόχου τους, λίγο µετά τη δύση του ήλιου. Πάρκαραν σ’ ένα σηµείο, που η παρουσία του δεν θα παραξένευε κανένα. Στο πάρκινγκ ενός µικρού εξοχικού εστιατορίου. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, διέσχισαν το πάρκινγκ και µετά χώθηκαν µέσα στο δάσος, καθώς το λιγοστό φως της ηµέρας που είχε αποµείνει, άρχισε να εξαφανίζεται κι αυτό. Φορούσαν κι οι τρεις σχεδόν παρόµοια ρούχα. Μαύρη φόρµα, µαύρο τι-σερτ, µαύρο µπουφάν και µαύρα λαστιχένια παπούτσια, ειδικά και για δύσκολες περιστάσεις. Είχαν συναντηθεί δύο µέρες πριν στο Σαν Φραντσίσκο. Οι δύο γνωριζόντουσαν και από µια προηγούµενη αποστολή, ο τρίτος τους ήταν άγνωστος. Είχαν και οι τρεις την ίδια απορία, όταν συζητούσαν την προηγούµενη µέρα. Γιατί χρειαζόντουσαν τρεις για µια εκ πρώτης όψεως τόσο απλή αποστολή; ... Ένας άνδρας µόνος του, σ’ ένα εξοχικό σπίτι. Αυτή ήταν δουλειά για πρωτάρηδες. Για να µαθαίνουν. Αλλά αφού αυτοί που τους πλήρωναν είχαν έτσι αποφασίσει, το ίδιο τους έκανε. Το µόνο που ενδιέφερε τους ίδιους ήταν τα λεφτά. Nothing personal. Just business. Αυτό ήταν γενικά το µότο της Μαφίας, αλλά ένας εκτελεστής της Μαφίας, δεν έχει συχνά και πολλές διαφορές από έναν εκτελεστή κάποιας µυστικής υπηρεσίας. Πολλές φορές, πολλοί κάνουν και τις δύο δουλειές. Αν έχουν τις κατάλληλες επαφές. Σπάνια όµως εδώ. Αυτό συνήθως συµβαίνει σε κάποιες ηµιτριτοκοσµικές χώρες που έτσι κι αλλιώς όλα είναι ερασιτεχνικά. Η ζωή ενός free lance εκτελεστή κάποιας µυστικής υπηρεσίας, διαφέρει ελάχιστα από τη ζωή κάποιου κανονικού ανθρώπου. Πρέπει απλώς να κάνουν µια δουλειά, δική τους, που να τους επιτρέπει από τη µια µεριά να λείπουν όποτε θέλουν και από την άλλη να δικαιολογεί τα ταξίδια. Ο Ντούσαν, για παράδειγµα, µε καταγωγή από την Σερβία, είχε στο Σικάγο µια εταιρεία που έδινε οικονοµικές συµβουλές. Τις τελευταίες µέρες είχε ερωτευτεί µια πελάτισσά του και µόλις το προηγούµενο βράδυ είχε περάσει µια βραδιά µαζί της. Του άρεσε. Αν τα πράγµατα πήγαιναν καλά, µπορεί και να την παντρευόταν. Είχε πάρει µέρος σε 25 αποστολές. Ο Γκλεν ήταν από τη Φιλαδέλφεια, αλλά ζούσε στο Ντάλας. Είχε παντρευτεί, αλλά είχε χωρίσει. Στα τριάντα του είχε κάνει ήδη 22 αποστολές. Ο Τζιµ που ήταν και ο µεγαλύτερος, στα σαράντα του τώρα, ήταν παντρεµένος και είχε δύο γιούς. Είχε πάρει µέρος σε πάνω από τριάντα αποστολές και ήταν ζωγράφος. Ήταν ο αρχηγός αυτής της αποστολής. Και αυτός δεν µπορούσε να καταλάβει τι χρειαζόντουσαν τρεις πεπειραµένοι άνδρες, για έναν µοναχικό άνδρα σε ένα εξοχικό σπίτι. Το µόνο που είχαν στα χέρια τους ήταν κάποιες παλιές φωτογραφίες και το κωδικό όνοµα που είχε δώσει στο στόχο η υπηρεσία. «Ο Τέταρτος». Μερικές φορές τους άρεσε να γίνονται µελοδραµατικοί. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε πολλή όρεξη γι αυτή την αποστολή. Αλλά πρώτον δεν µπορείς να πεις ποτέ όχι στην υπηρεσία και µετά τα λεφτά ήταν πολύ καλά.

    Περίµεναν να βραδιάσει για τα καλά πριν πλησιάσουν το σπίτι. Έβαλαν και τις µαύρες κουκούλες, όχι για να µην τους δει ο στόχος, αλλά από απλή επαγγελµατική προφύλαξη. Τους είχαν πει ότι, παρά τα φαινόµενα, ο στόχος µπορεί να ήταν δύσκολος. Οπότε θα πήγαιναν σύµφωνα µε τις οδηγίες. Στις οκτώµισι το βράδυ τα πάντα ήταν τελείως σκοτεινά. Και το σπίτι σκοτεινό ήταν, εκτός από ένα µικρό φως, σ’ ένα από τα παράθυρα του πάνω ορόφου. Θα περίµεναν µέχρι να σβήσει κι αυτό. Χρειάστηκε να κάνουν αρκετή υποµονή. Το φως στον επάνω όροφο έσβησε στις έντεκα και µισή. Παρ’ όλο που ήταν συνηθισµένοι, η αναµονή τους είχε κουράσει. Ήθελαν να τελειώνουν το γρηγορότερο. Πλησίασαν από το παράθυρο της κουζίνας και ο Ντούσαν έβγαλε το εργαλείο, για να κόψει το τζάµι. Το κόλλησε πάνω στο τζάµι και µετά από µερικά δευτερόλεπτα, ένα µεγάλο στρογγυλό κοµµάτι είχε φύγει από το τζάµι της κουζίνας. Ο Ντούσαν πέρασε το χέρι του και έπιασε το µικρό λεβιέ που κλείδωνε την πόρτα. Με µεγάλη του έκπληξη είδε πως ο λεβιές ήταν στην όρθια θέση. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Έκανε νόηµα και στους άλλους. Αυτός ο στόχος πρέπει να ήταν ή τρελός ή τελείως ηλίθιος. Ποιος αφήνει ξεκλείδωτο το σπίτι του σε τέτοια ερηµιά; Καλύτερα. Αν πήγαινε έτσι σε πέντε δέκα λεπτά θα είχαν τελειώσει. ∆ιέσχισαν την κουζίνα και µετά µπήκαν στο λίβινγκ ρουµ. Ο Τζιµ που ήταν στη µέση, τους έκανε νόηµα µε τα χέρια. Ο Ντούσαν θα ανοιγόταν προς τα αριστερά και ο Γκλεν προς τα δεξιά. Προχώρησαν µε αθόρυβα βήµατα γάτας. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο Ντούσαν έφτασε πρώτος στη γυριστή σκάλα που οδηγούσε από το σαλόνι στον επάνω όροφο. Η ώρα ήταν δώδεκα ακριβώς. Ο Ντούσαν είχε ήδη πατήσει το δεξί του πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι ... όταν ξαφνικά ... Αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα από ό,τι θα περίµεναν ...

    Τα φώτα του σπιτιού άναψαν όλα ξαφνικά. Όλα. Στο σαλόνι, στον επάνω όροφο, στην κουζίνα, στους εξωτερικούς χώρους. Παντού. Και µετά ήρθε ο ήχος στη διαπασών. Το ρίφ µιας κιθάρας. Κανονικά θα το έπαιζε ο Κηθ Ρίτσαρντς. Αλλά στην εκτέλεση αυτή τα δυναµικά ακόρντα έβγαιναν από την κιθάρα του Μπόνο και του Έτζ από τους U2. Όσο πεπειραµένοι και να ήταν και οι τρεις τους για κάθε απρόοπτο, για ένα δύο δευτερόλεπτα σάστισαν. Σ’ αυτή τη δουλειά δύο δευτερόλεπτα είναι πολύς χρόνος. Ούτε που µπόρεσαν να καταλάβουν από πού εµφανίστηκε ο άνδρας µε το µαύρο κουστούµι, το άσπρο πουκάµισο και τη µαύρη γραβάτα. Το πρώτο στιλέτο που έφυγε από το χέρι του βρήκε τον Ντούσαν ακριβώς στον λάρυγγα. Άβολος θάνατος. Ξαφνικά δεν µπορείς να αναπνεύσεις, ενώ το αίµα τινάζεται σαν πίδακας από τον λαιµό σου. Ο Ντούσαν παραπάτησε και έκανε τέσσερα πέντε βήµατα πριν πέσει. Ο Γκλεν ήταν σχετικά πιο τυχερός. Το στιλέτο τον βρήκε ακριβώς στη καρδιά. Είναι κάτι σαν ανακοπή. Ο Γκλεν έµεινε ακίνητος και το µόνο που µπόρεσε να κάνει για τα επόµενα δευτερόλεπτα, ήταν να κοιτάζει µε έκπληξη το µαχαίρι που είχε µπει στην καρδιά του. Το καλύτερο το είχε αφήσει για τον Τζιµ. Ο Τζιµ σαν πιο έµπειρος είχε σαστίσει λιγότερο από τους άλλους. Παρ’ όλο που τη στιγµή που άναψαν τα φώτα, είχε την πλάτη του γυρισµένη προς το σηµείο που εµφανίστηκε ο άνδρας µε το µαύρο κουστούµι, πρόλαβε να γυρίσει και αν είχε και µερικά δέκατα του δευτερολέπτου παραπάνω, ίσως και να είχε προλάβει να πατήσει τη σκανδάλη στο πιστόλι µε τον σιγαστήρα που είχε στο χέρι του. Αλλά δεν πρόλαβε. Σχεδόν ίσα που πρόλαβε να δει τη µεγάλη λεπίδα από το σπαθί σαµουράι, που κατευθυνόταν µε µεγάλη ταχύτητα προς το λαιµό του. Μερικά σπαθιά είναι πολύ κοφτερά και ο Τζιµ είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει αυτό στην πράξη. Το κεφάλι του Τζιµ έφυγε από το σώµα του, έκανε ένα µεγάλο ηµικύκλιο στον αέρα και προσγειώθηκε στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Κανονικά µε τέτοιο τρόπο που προσγειώθηκε θα έπρεπε να του είχε προκαλέσει τροµερό πονοκέφαλο και σίγουρα διάσειση. Αλλά ο Τζιµ δεν αισθάνθηκε απολύτως τίποτα. Τα αυτιά του άκουσαν µεν τον γδούπο, που έκανε το κεφάλι του καθώς προσγειώθηκε, αλλά δεν αισθάνθηκε απολύτως τίποτα. Ο Τζιµ δεν καταλάβαινε τι είχε συµβεί. Τα µάτια του ανοιγόκλεισαν δύο τρεις φορές και µετά έκλεισαν για πάντα. Κρίµα, γιατί ήταν καλός ζωγράφος. Θα µπορούσε να είχε κάνει καριέρα ...

    Ο άνδρας µε το µαύρο κουστούµι, πέρασε δίπλα από το άψυχο σώµα του Γκλεν, προσέχοντας µην πατήσει στα αίµατα που είχαν αρχίσει να σχηµατίζουν µια κηλίδα στο πάτωµα, άνοιξε τη µπαλκονόπορτα του σαλονιού, προχώρησε προς το µέρος που βρισκόταν το αυτοκίνητό του, µπήκε µέσα έβαλε µπρος και ξεκίνησε. ∆εν πήρε τίποτα µαζί του εκτός από τα διαβατήρια και περίπου 500.000 δολάρια σε χαρτονοµίσµατα των εκατό. Θα του έλειπαν λίγο τα κουστούµια του, αλλά θα αγόραζε καινούργια. Μπορεί να είχαν αλλάξει κάτι στη γραµµή, παρ’ όλο που θα προτιµούσε να είχαν µείνει τα ίδια.

    Στο στερεοφωνικό που ήταν συνδεδεµένο µε το κοµπιούτερ, που ρύθµιζε τα πάντα στο σπίτι, είχε δώσει την εντολή το κοµµάτι των Ρόλινγκ Στόουνς να παίζει συνέχεια. Ήταν το «Gimme Shelter» και του άρεσε ιδιαίτερα αυτή η εκτέλεση, µε τον Μικ Τζάγκερ στα φωνητικά, µε την συνοδεία των U2 και την Φέργκυ. Και η Φέργκυ ήταν πολύ καλή στο µέρος µε τη γυναικεία φωνή. Και το µίνι που φορούσε επίσης της πήγαινε πάρα πολύ. Καθώς το κοµµάτι έπαιζε και ξανάπαιζε, ο Μικ Τζάγκερ, ο Μπόνο και η Φέργκυ συνέχισαν να ακούγονται στην διαπασών, µέχρι και στην απέναντι όχθη της λίµνης. «War, children, is just a shot away, is just a shot away».

    Μερικοί από την απέναντι όχθη, σχηµάτισαν την εντύπωση, πως οι απέναντι είχαν πάρτι. Αλλά πάρτι µε ένα τραγούδι; Λίγο περίεργο δεν είναι;

    Όταν έφτασε µε το αυτοκίνητό του στη απέναντι όχθη, στ’ αυτιά του έφτανε ο ήχος της µουσικής από το σπίτι που είχε αφήσει για πάντα. «Gimme Shelter» ... σκέφτηκε. ∆εν υπάρχει πια καταφύγιο για κανέναν. Όταν όλα πέσουν ελάχιστοι θα επιβιώσουν.

    Γι’ αυτό από δω και πέρα είχε βάλει κι έναν άλλο σκοπό στο µυαλό του. Θα έβρισκε όσες περισσότερες νέες µανάδες µε κορίτσια µπορούσε. Αν κάποιος µπορούσε να βρει κάποιο καταφύγιο για να επιβιώσουν κάποιοι, αυτός ήταν µόνο ο ίδιος. Και θα έπρεπε να σκέφτεται µε τον τρόπο που σκέφτεται η φύση. Εκατό µανάδες και ένας άντρας, µπορούν θεωρητικά µέσα σε εννέα µήνες να γεννήσουν εκατό παιδιά, ίσως και παραπάνω, αν µετρήσουµε και την πιθανότητα των δίδυµων. Εκατό άντρες και µια γυναίκα µέσα σε εννέα µήνες, µπορούν να κάνουν ένα παιδί, άντε δύο, άντε τρία αν πιάσει τρίδυµα. Άρα οι γυναίκες είναι πιο χρήσιµες από τους άντρες για την επιβίωση του είδους.

    Άναψε ένα τσιγάρο και ακούµπησε στο αυτοκίνητο, κρατώντας στο χέρι του ένα µπουκάλι από αναψυκτικό. Όταν κάπνιζε έπρεπε να πίνει και κάτι, για να µην τον ενοχλεί ο φάρυγγας του. Η φωνή του Μικ Τζάγκερ έφτανε από απέναντι λες και ήταν δίπλα. «War, children, is just a shot away, is just a shot away». Οι καλλιτέχνες ξέρουν πάντα πριν από τους άλλους. Οι µουσικοί, οι ζωγράφοι, οι ποιητές, οι στιχουργοί, οι συγγραφείς, οι χορευτές, όλοι οι αληθινοί καλλιτέχνες, αυτοί που ζουν στα όρια από τη φύση τους, αυτοί που καίγονται συχνά για να ζήσουν οι άλλοι, οι καλλιτέχνες ξέρουν πριν από τους άλλους. Και προειδοποιούν όσο είναι ακόµη νωρίς. Οι καλλιτέχνες είναι συνδεδεµένοι µε το Πεδίο.

    ∆ΥΟ

    «Να εκεί κάτω, που λέει Κάστρο θα στρίψουµε» είπε η Λένα Γουώρντ «πιάσε δεξιά». Ο Πωλ Κάνινγκχαµ κατέβασε ταχύτητα στο µικρό νοικιασµένομίνι που οδηγούσε και µπήκε στη δεξιά λωρίδα. Μετά από λίγο είχαν βγει στο δρόµο που οδηγούσε προς του ∆ελφούς. Ένας µικρός εξοχικός δρόµος, µε τα συνεχή µπαλώµατα στην άσφαλτο, που έχουν συνήθως οι ελληνικοί δρόµοι. Μετά από λίγο έφτασαν στην διασταύρωση προς τη Λειβαδιά. Η ταµπέλα έδειχνε ευθεία προς το χιονοδροµικό κέντρο του Παρνασσού και τους ∆ελφούς. «Αν πεινάς να σταµατήσουµε στη Λειβαδιά, να φας κανένα σουβλάκι. Κάνουν τα καλύτερα σουβλάκια». Η καταγωγή της ήταν από την Ελλάδα. Ο παππούς της. Είχε φύγει από την Ελλάδα σε παιδική ηλικία, πριν από τον πόλεµο και είχε κάνει µια καλή καριέρα στην Αµερική. Κληρονόµησε στα παιδιά του την κατασκευαστική εταιρεία του. Η εγγονή του, η Λένα θα µπορούσε και να µην κάνει τίποτα, αν ήθελε, αλλά δεν ήταν στην ιδιοσυγκρασία της. Είχε σπουδάσει Κοινωνιολογία, Αρχαιολογία και Γλωσσολογία. Ο Πωλ ήταν αυτοδηµιούργητος. Είχε σπουδάσει Νοµικά, αλλά τελειώνοντας, κατάλαβε ότι το να τρέχει στα δικαστήρια δεν ήταν η αληθινή του κλίση. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και όλα αυτά τον οδήγησαν τελικά και στην Αρχαιολογία. Έτσι είχε γνωριστεί µε την Λένα. Έξι µήνες πριν είχαν αποφασίσει να κάνουν κάτι δικό τους. Να γράψουν ένα βιβλίο για τα κέντρα λατρείας των αρχαίων πολιτισµών και τις υποτιθέµενες πηγές ενέργειας. Θα άρχιζαν από την Ελλάδα και µετά το πλάνο τους περιελάµβανε την Αίγυπτο, την Κίνα και την Κεντρική Αµερική.

    «Μπα, δεν πεινάω ακόµη. Είναι νωρίς» είπε ο Πωλ. Η Λένα κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν 5:20 το απόγευµα. «Θα βρούµε να φάµε και στους ∆ελφούς ...» είπε «... κι εγώ δεν πεινάω ακόµη». O Πωλ την κοίταξε µε την άκρη του µατιού του καθώς οδηγούσε. «Όµορφη ...» σκέφτηκε «... ήταν ανάγκη να είναι τόσο όµορφη ; ...». Λίγο πιο πάνω ο δρόµος άλλαζε. Γινόταν κάπως καλύτερος. Πιο φαρδύς, πιο καινούργιος. Συγχρόνως στο βάθος είχε αρχίσει να φαίνεται και ο επιβλητικός όγκος του Παρνασσού. Μικρά αραιά, άσπρα σύννεφα ήταν µαζεµένα στις κορυφές. Όταν τα σύννεφα είναι µαζεµένα πάνω από τις κορυφές, η εικόνα του βουνού γίνεται πιο υποβλητική. Η Λένα είχε ξεχαστεί χαζεύοντας την οµορφιά του τοπίου. «Το καλοκαίρι τα βουνά γίνονται πιο όµορφα απ’ ό,τι το χειµώνα» είπε η Λένα «Θα ‘ναι µάλλον γιατί λείπει ο πολύς κόσµος». Όταν κάπου µαζεύεται πολύς κόσµος, συνήθως κάτι χάνεται ή αλλάζει, στη φυσιογνωµία ενός χώρου. Καθώς ανέβαιναν στον άδειο από αυτοκίνητα δρόµο, κάτω από τον απογευµατινό ήλιο, το τοπίο είχε µια καθαρότητα και µια ευγένεια, που δεν την συναντάς σε άλλες εποχές. Η Λένα σκέφτηκε ότι τα πράγµατα της ζωής, ήταν κάπως περιορισµένα, για το δικό της µυαλό, που ήταν και αρκετά ασυνήθιστο και τελείως αντισυµβατικό. Έτσι όπως κοίταζε τις βουνοπλαγιές που όσο πήγαινε έδειχναν και πιο ψηλές και επιβλητικές, σκέφθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να µπορούµε να κάνουµε έρωτα και µ’ ένα ωραίο τοπίο, ας πούµε. «Γιατί θα πρέπει µόνο µε ανθρώπους να κάνουµε έρωτα και όχι µ’ ένα ωραίο ηλιοβασίλεµα ή µε µια φουρτουνιασµένη θάλασσα». ∆εν είπε όµως τη σκέψη της φωναχτά. Σκέφτηκε πως ο Πωλ θα το παρεξηγούσε. Ήταν η πρώτη φορά, που οι δύο τους πήγαιναν κάπου µαζί. Και το ταξίδι τους θα κρατούσε περισσότερο από ένα µήνα. Τι ήταν ο Πωλ για την Λένα; Φίλοι δεν ήταν µε την κλασική έννοια του όρου. Εραστές δεν ήταν. Της άρεσε και ήξερε πως κι εκείνη του άρεσε. Αλλά το µόνο που είχαν ανταλλάξει ήταν κάποια φιλιά στο µάγουλο για καληνύχτα. Θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος καινούργιος όρος για να περιγράφει αυτό το είδος σχέσης.

    Μετά από µισή ώρα, είχαν περάσει κι απ’ την Αράχωβα. Οι ∆ελφοί ήταν µόνο δέκα χιλιόµετρα µακριά. Λίγο πριν φτάσουν στους ∆ελφούς ο Πωλ έκανε το αυτοκίνητο δεξιά και σταµάτησε. «Γιατί σταµάτησες;» ρώτησε η Λένα. «∆εν βλέπεις; ... Η Κασταλία πηγή!» της είπε ο Πωλ. Η Λένα βγήκε από το αυτοκίνητο και τεντώθηκε για να ξεµουδιάσει. «Jesus Christ ...» σκέφτηκε ο Πωλ κοιτάζοντάς την. Στα τριάντα δύο της χρόνια, η Λένα δεν έδειχνε ούτε είκοσι δύο. Είχε γεννηθεί όµορφη. Όχι από εκείνες τις οµορφιές, που µια γυναίκα µπαίνει σ’ ένα χώρο και όλοι γυρίζουν και την κοιτάζουν. Από τις άλλες, τις πιο διακριτικές, τις πιο ποιοτικές, που δεν κραυγάζουν, αλλά που απλώνονται σιγά - σιγά. Σαν αργό δηλητήριο.

    Η Κασταλία Πηγή βρίσκεται στα δεξιά µιας αριστερής στροφής του δρόµου καθώς φτάνουµε στους ∆ελφούς. Έτσι όπως το επίπεδό της είναι χαµηλότερα από το σηµερινό επίπεδο του δρόµου, πρέπει να πλησιάσεις για να την δεις. Ένας µικρός περιφραγµένος χώρος, γύρω στα 10Χ10 µέτρα. Κάποιοι αρχαίοι τοίχοι και µια σκάλα φτιαγµένη από πέτρες, που κατεβαίνει προς τα κάτω. Έτσι όπως είναι, µοιάζει σαν να έχει κουρνιάσει στο βάθος της στροφής, κρυµµένη στα υπόγεια, µ’ ένα µικρό δάσος να ξεκινάει από πάνω της. Και καθώς, ακόµη παραπάνω, υψώνεται ένας σχεδόν κατακόρυφος βράχος, σχεδόν πεντακόσια µέτρα σε ύψος, µοιάζει εντελώς ασήµαντη. Ο Πωλ είχε πλησιάσει και κοίταζε στο βάθος του µικρού περιφραγµένου χώρου. Περισσότερο το αισθάνθηκε, παρά το σκέφθηκε. «Αυτό το µέρος είναι περίεργο ... πολύ περίεργο ...». Η Λένα είχε µείνει λίγο πίσω και κοιτούσε τον κατακόρυφο βράχο από πάνω. Το καινούργιο χόµπι της στα σπορ, ήταν η αναρρίχηση και αυτός ο ορεινός όγκος έµοιαζε σαν να ήθελε κάτι να της πει. ∆εν µπορούσε να καταλάβει αν ήταν καλό η κακό. Ασυναίσθητα ανατρίχιασε. Μετά προχώρησε προς τον Πωλ και κοίταξε κάτω, στον µικρό περιφραγµένο χώρο. Στην Κασταλία Πηγή. Ένα µικρό κύµα ανησυχίας την διαπέρασε, σαν να την είχε ακουµπήσει κάποιο κρύο χέρι. Κοίταξε το χέρι της που είχε ανατριχιάσει. «Πωλ, δεν πάµε στο ξενοδοχείο; ∆εν µ’ αρέσει αυτό το µέρος». ∆εν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στους ∆ελφούς, ούτε η πρώτη φορά που έβλεπε την Κασταλία Πηγή. Ο Πωλ γύρισε και την κοίταξε παραξενεµένος. «∆εν σου αρέσει η Κασταλία Πηγή;» ρώτησε σηκώνοντας τα φρύδια του. «Όχι, δεν είναι αυτό ... αισθάνοµαι κάπως περίεργα, σήµερα σ’ αυτό το µέρος ...». Ο Πωλ έπιασε µε το χέρι το πηγούνι του και σούφρωσε τα χείλη του. «Χµ ...» είπε «δεν έχεις κι άδικο ... κι εγώ αισθάνθηκα κάπως περίεργα». Την έπιασε απαλά από το µπράτσο και χάιδεψε το χέρι της που είχε ανατριχιάσει. «∆εν κάνεις πλάκα» της είπε «έχεις ανατριχιάσει ... αλλά οι αρχαίοι σου πρόγονοι δεν έκαναν τίποτα στην τύχη ... ίσως αυτό το µέρος να είναι µαγεµένο» είπε προσπαθώντας να αστειευθεί. «Έλα, πάµε ...». Προχώρησαν προς το αυτοκίνητο, µπήκαν µέσα και ξεκίνησαν για το ξενοδοχείο.

    Όταν έφυγαν και ο δρόµος έµεινε άδειος, ένας άνδρας κάποιας ηλικίας, αλλά αρκετά ευκίνητος για τα χρόνια του, εµφανίστηκε µέσα από τα δένδρα, στο µικρό δάσος πάνω από την πηγή. Έφτασε στο δρόµο και κοίταξε τριγύρω. Κανένας. Πλησίασε τον περιφραγµένο χώρο και έβγαλε από την τσέπη του µια µικρή αναδιπλούµενη µεζούρα και κάτι που έµοιαζε µε διπλωµένο πάπυρο και το ξεδίπλωσε προσεκτικά σαν να φοβόταν µην διαλυθεί. Αυτά που ήταν γραµµένα επάνω, δεν έµοιαζαν µε καµιά σύγχρονη γλώσσα. Τα διάβασε προσεκτικά σουφρώνοντας κάθε τόσο τα φρύδια του, σαν να δυσκολευόταν να καταλάβει το νόηµα. Κοίταξε πάλι τριγύρω και αφού δεν φαινόταν κανείς, άρχισε να µετράει. Έφτασε σε κάποιο σηµείο, κάποια µέτρα πέρα από τον περιφραγµένο χώρο και µετά στάθηκε σκεφτικός. Ξανακοίταξε τον πάπυρο. «Να πάρει η ευχή ...» είπε µέσα από τα δόντια του «... εδώ πρέπει να είναι». Στάθηκε στο συγκεκριµένο σηµείο και κοίταξε τη βουνοκορφή απέναντι από τον Παρνασσό. Προς τη ∆εσφίνα. Ανάµεσα στον Παρνασσό και στον απέναντι ορεινό όγκο, υπήρχε µια καταβύθιση του εδάφους, γύρω στα πεντακόσια µέτρα ύψος που σε άλλα σηµεία, είχε την όψη ενός γκρεµού, αλλά, σε άλλα, µε λίγη προσπάθεια ήταν µια βατή κατεβασιά. Αν κάποιος τον κατέβαινε, θα έφτανε σ’ ένα επιµήκη ελαιώνα που ξεκινούσε κάτω από τους ∆ελφούς και µετά απλωνόταν σε µια πεδιάδα που έφτανε µέχρι την Άµφισσα και µέχρι την Ιτέα. Το µέτωπό του είχε ιδρώσει. Ξανακοίταξε την απέναντι βουνοκορφή και µετά πίσω του προς την Κασταλία Πηγή. «Ναι ... εδώ πρέπει να ‘ναι ...» µουρµούρισε πάλι µέσα από τα δόντια του. Πλησίασε προς τον περιφραγµένο χώρο και κοίταξε τον µικρό άµβωνα που είχε στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά, πληροφορίες για την Κασταλία Πηγή.

    «Το καθαρτήριο νερό της Κασταλίας πηγής ανέβλυζε από τους πρόποδες της Φαιδριάδας, που κατά την αρχαιότητα καλούνταν Υάµπεια, και έρεε στο στενό φαράγγι, όπου σύµφωνα µε το µύθο φώλιαζε ο τροµερός φύλακας του µαντείου, ο γιός της Γης, Πύθων. Η οµώνυµη λιθόκτιστη κρήνη οικοδοµήθηκε στο κράσπεδο του δρόµου που οδηγούσε στο τέµενος του Απόλλωνος στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Τροφοδοτούσε το ιερό µαντείο µε νερό, που χρησίµευε για τον εξαγνισµό του ιερατείου και των πιστών, οι οποίοι εισέρχονταν στο ιερό. Σύµφωνα µε τις τοπικές παραδόσεις, η πηγή έλαβε το όνοµα αυτό είτε από τον τοπικό ήρωα Καστάλιο είτε από τη νύµφη Κασταλία, κόρη του ποταµού Αχελώου».

    Το κείµενο στον άµβωνα συνέχιζε και µε άλλες πληροφορίες για την Κασταλία Πηγή. Σκούπισε τον ιδρώτα από το µέτωπό του και έβαλε προσεκτικά τον πάπυρο στην τσέπη του και το µέτρο στην άλλη τσέπη. «∆εν άφηναν τίποτα στην τύχη» µουρµούρισε και πάλι «ο φύλακας, ναι ... ο φύλακας ... ποιος ξέρει τι µορφή θα έχει αυτή τη φορά ...». Κοίταξε πάλι τριγύρω του και µετά, άρχισε να ανεβαίνει προς το δασάκι και χάθηκε µέσα στα δέντρα.

    Στην απέναντι βουνοκορφή, στο µικρό χωµάτινο δροµάκι που οδηγούσε προς την κορυφή και την ∆εσφίνα, δύο άντρες, µε µαύρες σαν στρατιωτικές στολές, δίπλα από ένα επίσης µαύρο σκληροτράχηλο τζιπ µε φυµέ τζάµια, κατέβασαν από τα µάτια τους τα κιάλια που κρατούσαν. Ο πιο ψηλός από τους δύο γύρισε στον διπλανό του. «Αυτός είναι και το έχει µαζί του. Αυτή τη φορά δεν θα µας ξεφύγει».

    ΤΡΙΑ

    Ο Πωλ Κάνινγκχαµ σταµάτησε για λίγο να κλωτσάει και να δίνει µπουνιές στον αέρα και ακούµπησε στον κορµό ενός δέντρου για να πάρει ανάσα. Αυτό ονειρευόταν πολύ καιρό να το κάνει. Πολύ πριν γνωρίσει την Λένα και τους έρθει η ιδέα να γράψουν ένα βιβλίο µαζί, είχε δει στον ύπνο του τον εαυτό του να κάνει την εξάσκησή του στο κικ µπόξινγκ, το αγαπηµένο του σπορ, κάπου στους ∆ελφούς. «Είναι συχνά τελείως αδύνατον να προσδιορίσουµε πότε, πώς και γιατί ξεκινάει κάτι, που οδηγεί σε κάτι άλλο και αυτό σε κάτι άλλο» σκέφτηκε ο Πωλ «Είναι λες και κάποιοι, κάποια ανύποπτη στιγµή, καρφώνουν µια ιδέα στο µυαλό µας και δεν ησυχάζουµε, αν δεν την κάνουµε πραγµατικότητα. Είναι άραγε ο τρόπος που λειτουργεί και σχηµατίζεται το πεπρωµένο; Είναι ζήτηµα τύχης; Ποιος ξέρει»;

    Έτσι είχε συµβεί και µε τη δική του περίπτωση. Από τη στιγµή που είχε δει αυτό το όνειρο, η ιδέα παρέµενε καρφωµένη στο υποσυνείδητό του, καθοδηγώντας τις συνειδητές αποφάσεις του, που τον έφερναν όλο και πιο κοντά. Και να που τώρα µετά από ένα σωρό συµπτώσεις, αναποδιές ή τυχερές συγκυρίες, το όνειρο είχε γίνει πραγµατικότητα. Τον καιρό που είχε δει το όνειρο, ήταν ακόµη παντρεµένος µε την Σιµόν, είχε µόλις ξεκινήσει µια δουλειά, άσχετη τελείως και µε τη δικηγορία και µε την αρχαιολογία, που συµπτωµατικά του είχε φέρει όσα λεφτά δεν είχε ποτέ του φανταστεί, ούτε περνούσε καν από το µυαλό του ότι τώρα, λίγα χρόνια αργότερα, θα βρισκόταν στους ∆ελφούς για να γράψει ένα βιβλίο, που το θέµα του πραγµατικά τον ενδιέφερε, µαζί µε µια σχετικά άγνωστη κοπέλα. Τη Λένα. Και µε το που σκέφτηκε το όνοµά της, κάτι αισθάνθηκε στην περιοχή κοντά στο διάφραγµα. Στο ηλιακό πλέγµα. Ευχάριστο, γλυκό, αλλά και περίεργο µαζί. Ναι. Η Λένα. Τι συµβαίνει µε την Λένα; Την έχει ερωτευθεί; Πώς ερωτευόµαστε; Γιατί ερωτευόµαστε; Είναι η εικόνα που πρέπει σε γενικές γραµµές να αντιστοιχεί µε το σεξουαλικό πρότυπο, που έχει καρφωµένο στο υποσυνείδητό µας, το ένστικτο αναπαραγωγής; Σίγουρα. Αλλά δεν αρκεί µόνο αυτό. Ίσως να ήταν αρκετό στους πρωτόγονους ανθρώπους. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πιο εκλεπτυσµένος και πιο περίπλοκος. Τι άλλο χρειάζεται; Η ψυχική επαφή; Αυτό που κάποιο λένε «η χηµεία»; Οι εγκεφαλικές συχνότητες; Ποιος ξέρει; Είναι περίπλοκο. ∆εν είναι µονοσήµαντο. Την έχει ερωτευθεί; Λίγο; Πολύ; ∆εν ξέρει; Το µόνο που ξέρει είναι ότι σε αυτή τη στιγµή της ζωής του δεν µπορεί να είναι µαζί της. Μπορεί να είναι κοντά της, αλλά όχι µαζί της. Ξέρει τι θα γίνει αν είναι µαζί της. Θα αρχίσει να του παίρνει το χώρο του και το χρόνο του. Και αυτός τον δικό της. ∆εν πάει ούτε ένας χρόνος από τότε που βγήκε το διαζύγιο µε την Σιµόν. ∆εν µπορεί πάλι το ίδιο. Το ξέρει µετά από λίγο καιρό, θα είναι το ίδιο. Σε έξι µήνες; Σε ένα χρόνο; Σε δύο χρόνια; Θα είναι το ίδιο. ∆εν µπορεί να είναι µαζί της. Μπορεί να είναι κοντά της, αλλά όχι µαζί της.

    Ο Πωλ Κάνινγκχαµ, πήρε ένα κουκουνάρι από το έδαφος, το πέταξε στο αέρα και την ώρα που κατέβαινε, το «σκότωσε» στον αέρα, δίνοντάς του µια «επαγγελµατική» κλωτσιά µε το δεξί του πόδι. Στα 43 του χρόνια, ο Πωλ Κάνινγκχαµ ήταν πιο ευλύγιστος και πιο δυνατός, από ό,τι στα είκοσι του. Τα πλεονεκτήµατα του να µην εγκαταλείπεις το σώµα σου στην τύχη του. Για να µην σ’ εγκαταλείψει κι εκείνο.

    Στο δωµάτιο του ξενοδοχείου, η Λένα Γουώρντ έπιασε τα µαλλιά της, τα τράβηξε πίσω, σε µια αλογοουρά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Καλή. Ένα απλό στενό τζην και ένα τι-σερτ από τον κατάλληλο σχεδιαστή. Και σνίκερς. Σωστή και για το µέρος και για την εποχή. Ίσως να έπαιρνε και ένα ελαφρό πουλοβεράκι µαζί της, για την περίπτωση που µπορεί να έκανε ψύχρα λίγο αργότερα. Γύρισε στον καθρέφτη να δει και την πίσω µεριά. Όλα στη θέση τους και στο ύψος τους. Ο Πωλ; Ναι ο Πωλ. Τώρα τον έβλεπε από το παράθυρό της να γυρίζει στο δωµάτιό του, ιδρωµένος από τη γυµναστική του. Έτσι ιδρωµένος, της άρεσε πιο πολύ. Έχει κάτι σεξουαλικό ένας ιδρωµένος άντρας. Θα µπορούσε να πάει στο δωµάτιό του και να κοιµηθεί µαζί του εδώ και τώρα. Ή να κάνει

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1