Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο: Μάνος Κοντολέων
Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο: Μάνος Κοντολέων
Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο: Μάνος Κοντολέων
Ebook104 pages1 hour

Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο: Μάνος Κοντολέων

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η συλλογή διηγημάτων "Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο" είναι η πρώτη εμφάνιση του Μάνου Κοντολέων στο είδος αυτό της πεζογραφίας.
Τα κείμενα της συλλογής δημιουργούν μικρά πορτραίτα ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μέσα στα όρια μιας αστικής περιοχής, έτσι όπως ορίζεται από μια σιδερώστρα και μια οθόνη τηλεόρασης.

LanguageΕλληνικά
Release dateMar 1, 2019
ISBN9786188417625
Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο: Μάνος Κοντολέων
Author

Ανοικτή Βιβλιοθήκη

Η Ανοικτή Βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 2010 και αποτελεί ένα αποθετήριο με χιλιάδες ελληνικά ψηφιακά βιβλία που διανέμονται ελεύθερα και νόμιμα στο διαδίκτυο από τους δημιουργούς ή τους εκδοτικούς οίκους. Περιλαμβάνει επίσης έργα Κλασικής Λογοτεχνίας και Αρχαίας Γραμματείας που είναι ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων (Public domain). Παράλληλα προωθεί την ψηφιακή λογοτεχνία εκδίδοντας καινοτόμα e-books με ελεύθερη διανομή.

Read more from Ανοικτή Βιβλιοθήκη

Related to Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο

Related ebooks

Reviews for Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο - Ανοικτή Βιβλιοθήκη

    Μάνος Κοντολέων

    Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο

    Διηγήματα και Πεζογραφήματα

    ISBN 978-618-84176-2-5

    2019

    Ανοικτή Βιβλιοθήκη

    www.openbook.gr

    Πρώτη έκδοση: Καστανιώτης (1982)

    Επιμέλεια έκδοσης: Γιάννης Φαρσάρης

    Φωτογραφία εξωφύλλου:

    Του Sam Ellis από το Unsplash [ Ελεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων ]

    Το έργο "Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο" του Μάνου Κοντολέων διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου υπό άδεια Creative Commons

    [ Αναφορά δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση – Όχι παράγωγα έργα ]

    Για το βιβλίο:

    Η συλλογή διηγημάτων Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο είναι η πρώτη εμφάνιση του Μάνου Κοντολέων στο είδος αυτό της πεζογραφίας.

    Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1982 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

    Τα κείμενα της συλλογής δημιουργούν μικρά πορτραίτα ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μέσα στα όρια μιας αστικής περιοχής, έτσι όπως ορίζεται από μια σιδερώστρα και μια οθόνη τηλεόρασης.

    Στην έκδοση αυτή, έχουν προστεθεί ως συμπλήρωμα και δυο ακόμα διηγήματα που αποτελούν και την πρώτη εμφάνιση του ΜΚ στα ελληνικά γράμματα. Παρά την εμφανή συγγραφική τους 'αμηχανία', ο δημιουργός τους δεν θέλησε να τα αφήσει ...έκθετα. Κι άλλωστε θεωρεί πως θεματικά μπορεί να θεωρηθούν πρόδρομοι των όσων μετέπειτα ακολούθησαν και χαρακτηρίζουν τις συγγραφικές εμμονές του.

    Μάνος Κοντολέων

    Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

    Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, μικρές ιστορίες και παραμύθια. Παράλληλα ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ταϋλάνδη.

    Έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο, έχει πολλές φορές βραβευτεί από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 2002 ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.

    Υπήρξε για χρόνια αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, όπως και κατά καιρούς μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων, των επιτροπών Ελληνικών Κρατικών Βραβείων και του Περιοδικού Διαβάζω και Πρόεδρος των Επιτροπών Κρατικών Βραβείων Παιδικής / Νεανικής Λογοτεχνίας και Εικονογράφησης της Κύπρου.

    Περισσότερες πληροφορίες :

    www.kontoleon.gr // manoskontoleon2.blogspot.com

    Στη μητέρα

    Εγώ κι εκείνος ή εκείνος κι εγώ

    ΧΝΩΤΙΛΑ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ κι εκείνο το ξεθωριασμένο κομμάτι του καθρέφτη, το κρεμασμένο πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο, να αντανακλά τσαλακωμένα σεντόνια και παλιές, τριμμένες κουβέρτες. Ο ήλιος μετά από καμιά ώρα θ’ άρχιζε να γλείφει το ρετιρέ τής απέναντι πολυκατοικίας, μα μέσα στο δικό του το διαμέρισμα —ισόγειο στον ακάλυπτο χώρο— είναι αμφίβολο αν κατάφερνε ποτέ να χώσει τις αχτίνες του — ίσως εκεί κατά τις δώδεκα ή τις μία, εκείνος δεν το ήξερε, ποτέ του δεν ήταν τέτοια ώρα στο σπίτι, μοναχά τις Κυριακές.

    ...Μα τις Κυριακές συνηθίζω να τρώγω στην Ωμπέρζ, αν δεν έχουμε πάει από το Σάββατο στον Παρνασσό για σκι ή στο Ύδρα Μπήτς με το κότερο και μερικούς φίλους.

    Έκλεισε το ξυπνητήρι, κάθισε στο κρεβάτι, έψαξε για τις κάλτσες, τις βρήκε, τις φόρεσε, έπειτα το παντελόνι, έβγαλε το φανελένιο σακάκι της πιζάμας, το πουκάμισο κόλλησε στο δέρμα του την υγρασία της νύχτας, σήμερα ήταν Τετάρτη, δε χρειαζότανε ξύρισμα, τρεις φορές την εβδομάδα ήταν αρκετές, είχε αραιά γένια, φυτρώνανε κι αργά —ευτυχώς!— το νερό βγήκε παγωμένο από τη βρύση κι έπεσε πάνω στο νιπτήρα, το μάζεψε μέσα στις παλάμες του, έβρεξε βίαια το πρόσωπό του, μετά έπλυνε τα δόντια του και σκούπισε τα χέρια στην πετσέτα, έπειτα ξεκούμπωσε τα δυο τελευταία κουμπιά του παντελονιού και ήταν το κάτουρό του αχνιστό, το μόνο ζεστό εκεί μέσα — το καλοριφέρ το ανάβανε εφτά με εννιά το βράδυ κι όχι πάντα. Καφέ σήμερα δε θα προλάβαινε να ψήσει, είχε αργήσει. Βγήκε στο δρόμο μασουλώντας ένα παξιμάδι και τα ψίχουλα πέφτανε πάνω στα πέτα της γκρίζας καμπαρντίνας του, Νοέμβρης ήταν κι έκανε κρύο. Στη στάση καμιά δεκαριά ακόμα περιμέναν το λεωφορείο, στο διπλανό περίπτερο στοίβα οι πρωινές εφημερίδες. Δηλώσεις, πραξικοπήματα, φόροι, εγκλήματα, τα ίδια και τα ίδια και ο θρύλος Ολυμπιακός ξέσκισε... Σήκωσε τους ώμους του. Έτσι ασυναίσθητα. Αδιαφορούσε για όλα. Το λεωφορείο φάνηκε στη στροφή με τα φώτα του ακόμη αναμμένα.

    ...Και η Φαίδρα τράβηξε τις κουρτίνες. Γύρισε προς το μέρος μου, «Αγάπη μου, δες τί όμορφα που είναι!», και με ξύπνησε για τα καλά το φιλί της. Κοίταξα έξω από τα τζάμια. Οι κορυφές των δέντρων του εθνικού κήπου διώχνανε από πάνω τους τη βραδινή πάχνη. «Μα τι έπαθες και σηκώθηκες τέτοια ώρα;», τη ρώτησα, κι εκείνη «Θέλω να κάνουμε έρωτα, γι’ αυτό!», τα χείλια της δαγκώσανε τα δικά μου...

    Με το απότομο φρενάρισμα του λεωφορείου, η τσάντα που κρατούσε η γυναίκα στο διπλανό κάθισμα έγειρε κι ακούμπησε πάνω στη γάμπα του. Έσκυψε, τη σήκωσε, την έδωσε πάλι στη γυναίκα. Την παρατήρησε. Γκρίζα μαλλιά και άχρωμα χείλια, μάτια θολά ακόμα από τον ύπνο, το στόμα της έβγαζε μια μυρωδιά σκόρδου. Σηκώθηκε, είχανε φτάσει στο τέρμα.

    Προσπάθησε να αποφύγει ένα μηχανάκι, έπειτα έστριψε τη Σωκράτους, έκοψε από τη στοά, έφτασε στο χτίριο, εφτά και δύο έλεγε το ρολόι στο άδειο θυρωρείο, το ασανσέρ δε λειτουργούσε, τρία πατώματα με τα πόδια, εφτά και πέντε καθότανε πίσω από το τραπέζι του. «Αυτό είναι το γραφείο σας!», του είχανε δείξει τη θέση του πριν δέκα χρόνια, τότε που πρωτόπιασε δουλειά στις «Εισαγωγές - Εξαγωγές - Γενικό Εμπόριο» του Αλέκου. Τη Λίτσα δεν την είχε βρει εκεί. Όχι! Ήρθε στο χρόνο πάνω, όταν οι δουλειές αυξήθηκαν και χρειαζόντουσαν μια δαχτυλογράφο. Τώρα αυτός κρατούσε τους λογαριασμούς, πήγαινε σε τράπεζες και υπουργεία, η Λίτσα είχε το αρχείο και δαχτυλογραφούσε τις προσφορές, ο Αλέκος έβαλε ξύλινο χώρισμα μπροστά από το γραφείο του για να δείχνει πως αυτός είναι το αφεντικό, να μπορεί και να πασπατεύει πιο άνετα τα πισινά της Λίτσας —οι πρόστυχοι!— λες και τον ντρεπόντουσαν, το χώρισμα τους μάρανε.

    «Καλημέρα!», μπήκε η Λίτσα κι εκείνο το βαρύ της άρωμα —μα, στο θεό της, τέτοια μυρωδιά αξημέρωτα!— κάθισε πάνω στα χαρτιά, τα γραφεία, πάνω στην γκρίζα καμπαρντίνα και τρύπωσε στα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1