Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

αμοντάριστα πλάνα
αμοντάριστα πλάνα
αμοντάριστα πλάνα
Ebook229 pages2 hours

αμοντάριστα πλάνα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στιγμές, εικόνες, μνήμες, πρόσωπα αγαπημένα, ένα βλέμμα ξεχωριστό, μια πρόσκληση, μια πρόκληση! Και συναισθήματα μοναδικά και δάκρυα και γέλια αυθόρμητα και χαρές και τραγικά συμβάντα! Κι άλλα πολλά!
Κι αγγίγματα πολύχρωμα στο μέσα της ψυχής, στο ανάγλυφο της διψασμένης σάρκας και στο χείλος των αισθήσεων και των συναισθημάτων! Κι άλλα πολλά!
Πάθη ανθρώπινα, οργή, γνώση, αισιοδοξία, απογοήτευση, πατρίδα, μάνα, εγκατάλειψη, σημαία, θυσία, οικογένεια, μίσος, φθόνος, δόξα, ενοχές, ήττες! Κι άλλα πολλά!
Κι όλα αυτά, περιμένουν υπομονετικά ένα σύνθημα, ένα ερέθισμα, ένα σινιάλο, μια τυχαία συνάντηση, μια σύμπτωση, μια φωτογραφία τσακισμένη από το χρόνο ή μία καλή ζαριά, προκειμένου να δραπετεύσουν από τα βάθη του υποσυνείδητου και να μας συναντήσουν ξανά. Για να βρεθούν κοντά μας και να μας συντροφεύσουν όπως παλιά. Για να μας δώσουν ενέργεια και ώθηση ή για να μας καθηλώσουν νοσταλγικά.
Κι ύστερα πάλι, να επιστρέψουν ράθυμα στη θέση τους, στις γραμμένες σελίδες του ημερολογίου της ζωής μας. Στις σελίδες εκείνες που... γυρίζουμε κάθε φορά που παίρνουμε μία απόφαση, κάθε φορά που διαλέγουμε ένα μονοπάτι, κάθε φορά που ακολουθούμε μια Θεία ένδειξη ή που παραδινόμαστε στη μοίρα μας.
Μερικές τέτοιες γραμμένες σελίδες περιέχει αυτό το βιβλίο, διαμορφωμένες σε σύντομες ιστορίες που σέβονται το χρόνο σας και που φιλοδοξούν, φιλτραρισμένες μέσα από ένα πλαίσιο διαχρονικών αξιών, να σας μεταφέρουν κάτι σημαντικό. Κάτι από εκείνα τα διδάγματα που μας προσφέρει η ζωή. Κι αυτό, γιατί οι σελίδες αυτές είναι μια σειρά από αυτοτελή επεισόδια της ίδιας της ζωής. Είναι μια σειρά από σκόρπια, αμοντάριστα πλάνα, που τραβήχτηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια στην Ελλάδα!
Γιάννης Β. Δεβελέγκας

LanguageΕλληνικά
Release dateMar 7, 2022
ISBN9781005219871
αμοντάριστα πλάνα
Author

Giannis Develegas

Ο Γιάννης Β. Δεβελέγκας, γεννήθηκε το 1956 στα Γιάννενα. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων, ειδικεύτηκε ως στρατιωτικός μηχανικός και έλαβε ακαδημαϊκή μόρφωση στους τομείς του πολιτικού μηχανικού, της επιχειρησιακής διοίκησης στο πανεπιστήμιο Αθηνών και των logistics. Διετέλεσε επί σειρά ετών διοικητής Μονάδων Μάχης Μηχανικού, επιβλέπων μηχανικός τεχνικών και οχυρωματικών έργων και διευθυντής διοικητικής υποστήριξης του ΓΕΣ. Μετά την αφυπηρέτησή του, συγκρότησε το AHEPA Chapter HJ-23 στα Ιωάννινα, με σκοπό, σε συντονισμό με την ομογένεια, την προώθηση του ελληνισμού και της φιλανθρωπίας. Ανέλαβε από το 2014 έως και το 2018 τη Γενική Διεύθυνση της Ηπειρωτικής Όπερας του Πνευματικού Κέντρου «Τσακάλωφ». Αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων και στον ηλεκτρονικό τύπο. Είναι συγγραφέας, συνθέτης και στιχουργός. Είναι παντρεμένος και έχει τέσσερις γιους.ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ:2017: «Ασπασία - Για το παιδί και την όπερα» (Εκδόσεις, «Άπειρος Χώρα»). Λεύκωμα.2018: «Raw Footege from Greece» (Εκδόσεις, «Amazon»). Αγγλική γλώσσα, διηγήματα.2019: «Αμοντάριστα Πλάνα» (Εκδόσεις, «Λευκό Μελάνι»). Διηγήματα.2020: «ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ», ebook, (Εκδόσεις «Amazon»). Ποίηση-Θέατρο.2021: «Με τον Πρωινό Καφέ», Χρονογραφήματα, (Εκδόσεις «Amazon»).2022: «Κουτσομπολιό» , (ebook smashwords), Μικρά πικάντικα κείμενα.

Read more from Giannis Develegas

Related to αμοντάριστα πλάνα

Related ebooks

Reviews for αμοντάριστα πλάνα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    αμοντάριστα πλάνα - Giannis Develegas

    Αμοντάριστα Πλάνα

    Γιάννης Δεβελέγκας

    Πνευματικά δικαιώματα ® 2022 Δεβελέγκας Γιάννης

    Σχεδιασμός βιβλίου: Παναγιώτης Δεβελέγκας

    www.giannisdevelegas.weebly.com

    Τα βιβλία δεν είναι Μεταβιβάσιμα.

    Όλα τα Δικαιώματα Διατηρούνται.

    Κανένα μέρος αυτού του βιβλίου δεν μπορεί να

    χρησιμοποιηθεί ή να αναπαραχθεί σε καμία περίπτωση

    χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, εκτός από την περίπτωση

    σύντομων παραπομπών που ενσωματώνονται σε άρθρα

    κριτικής και σχόλια. Η μη εξουσιοδοτημένη αναπαραγωγή

    ή διανομή αυτού του έργου που προστατεύεται από

    πνευματικά δικαιώματα είναι παράνομη. Κανένα μέρος

    αυτού του βιβλίου δεν μπορεί να σαρωθεί, να μεταφορτωθεί

    ή να διανεμηθεί μέσω του Διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο

    μέσο, ηλεκτρονικό ή εκτυπωμένο, χωρίς την άδεια του εκδότη.

    Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι

    χαρακτήρες, οι τόποι και τα περιστατικά είναι προϊόντα της

    φαντασίας του συγγραφέα και δεν μπορούν να θεωρηθούν

    πραγματικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή συνωνυμία με πρόσωπα,

    ζωντανά ή νεκρά, πραγματικά γεγονότα, τοπικές τοποθεσίες

    ή οργανισμούς είναι εντελώς συμπωματική.

    Εκδόθηκε στη Ε.Ε, Ελλάδα, 2022

    ISBN:

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    Όλα άρχισαν ένα γκρίζο πρωινό στο υπασπιστήριο του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων, όταν χτύπησε το τηλέφωνο:

    «Γιάννη, ο Νίκος χάθηκε σε τροχαίο! Ένα ταξί τους παρέσυρε αυτόν και την αρραβωνιαστικιά του, ενώ βαδίζανε πάνω στο πεζοδρόμιο έξω από την ταβέρνα του Μπάρμπα Θωμά»!

    Κατέβασα το ακουστικό, ανήμπορος να το πιστέψω! Ήταν μόλις εικοσιοκτώ!

    Στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα αναθεώρησα ολοκληρωτικά τη στάση μου απέναντι στη ζωή και σε ότι συνέβαινε γύρω μου.

    Εκτός από το σοκ που ένοιωσα από την τόσο άδικη απώλεια του καλύτερού μου φίλου, συνειδητοποίησα πως ζούσα και διακρινόμουνα, μέσα σε μια πλασματική πραγματικότητα, πως έδινα τεράστια αξία σε πράγματα και καταστάσεις που ξάφνου φάνταζαν παντελώς ασήμαντα. Αντιλήφθηκα για πρώτη ίσως φορά, πως άθελά μου είχα απομονωθεί μέσα σε έναν μίζερο μικρόκοσμο, που διαμόρφωναν αυταρχικά, οι συνθήκες του εργασιακού μου περιβάλλοντος.

    Έναν μικρόκοσμο, που αποτελείτο από τέσσερις τηλεφωνικές συσκευές που κουδούνιζαν αδιάκοπα τοποθετημένες σε απόλυτη τάξη πάνω στο γραφείο μου και από δεκάδες έγγραφα και φακέλους αρχείου. Περιελάμβανε ακόμη ο μικρόκοσμός μου μια ατέλειωτη παράταξη στρατιωτών, αξιωματικών, γονέων, προμηθευτών, πολιτευτών, εργολάβων, ιερέων και αστυνομικών, που περίμεναν να συναντήσουν τον Διοικητή, είτε για να απολογηθούν για κάποια τους παράλειψη είτε για να αποσπάσουν την εύνοιά του σε κάποιο ζήτημα που τους απασχολούσε. Και τον συμπλήρωνε απελπιστικά, αυτόν τον τόσο δα μικρό μου κόσμο, μια τεράστια λίστα με ανούσιες επιτελικές διαδικασίες και ημερομηνίες περατώσεως. Μια λίστα υποχρεώσεων που με ακολουθούσε σα σκιά όπου κι αν πήγαινα, βαλτή να μου χαλάει τη διάθεση και να μου στραγγαλίζει τις χαρές.

    Στάθηκε αφορμή εκείνη η τραγική είδηση, για να παραδεχθώ πως είχα αποδεχθεί παθητικά, ως φυσιολογική, την τεράστια πίεση που ασκούσε πάνω μου το ύπουλο γραφειοκρατικό σύστημα. Πως είχα ζωστεί ακούσια έναν εκρηκτικό μηχανισμό, που απειλούσε την υγεία μου και την ευτυχία των ανθρώπων που με περιβάλλανε, που αγαπούσα και με αγαπούσαν!

    Έπρεπε να αντιδράσω!

    Έφυγα από το γραφείο χωρίς χρονοτριβή και χωρίς να ενημερώσω κανέναν. Κατευθύνθηκα προς το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο και προμηθεύτηκα ένα στυλό με οκτώ διαφορετικά χρώματα, καθώς και ένα σημειωματάριο. Αποφάσισα πως από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, όλα όσα συνέβαιναν μέσα στον μικρόκοσμο του χώρου της εργασίας μου, θα έπρεπε να μένουν εκεί. Να μη με ακολουθούν στο σπίτι και στον ελεύθερο χρόνο μου και να με βασανίζουν. Και σε κάποιο βαθμό, τα κατάφερα! Σημείωνα στο σημειωματάριο όλες μου τις υποχρεώσεις, χρωματίζοντάς τες ανάλογα με την προτεραιότητα που επέλεγακαι όταν έφευγα το απόγευμα από τη δουλειά για το σπίτι, ήμουνα ξέγνοιαστος. Ήξερα πως την επομένη θα ήταν εκεί, πάνω στο γραφείο μου αραδιασμένες, να με περιμένουν για τα… περαιτέρω!

    Με τον καιρό, άρχισα να χρησιμοποιώ και ένα δεύτερο σημειωματάριο, κάτι ας πούμε σαν ημερολόγιο, στο οποίο καταχωρούσα ορισμένα αξιοσημείωτα συμβάντα ή σκέψεις μου, όχι μόνο από το χώρο της εργασίας, αλλά και από όσα συνέβαιναν γενικότερα στον τόπο. Αυτό το σημειωματάριο στάθηκε η αφορμή να γραφεί το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Ένα βιβλίο που περιέχει μικρές ιστορίες, μέσα από τις οποίες αναδύονται μηνύματα και διδάγματα, όχι δικά μου, αλλά της ίδιας της ζωής.

    Είναι σύντομες ιστορίες, απαλλαγμένες από περιττές και ανούσιες φλυαρίες, για να μπορείτε να τις διαβάζετε αργά, με το πάσο σας, χωρίς να απαιτείται να επιστρατεύσετε τις τεχνικές της… γρήγορης ανάγνωσης.

    Είναι σελίδες με αυτοτελή επεισόδια ζωής, σκόρπια στο αγνάντεμα του χρόνου! Κάτι, ας πούμε, σαν… αμοντάριστα πλάνα, παρμένα πριν και μετά το ξέσπασμα της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Μιας κρίσης που μπορεί να την ακούμπησε, μα δεν την γκρέμισε!

    Καθώς: «Η Ελλάς, προώρισται να ζήση και θα ζήση».

    ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ

    ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ!

    1. ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΝΑ

    Πενήντα χρόνια είχαν περάσει κιόλας από τότε που ο κυρ Μιχάλης πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην προβλήτα του λιμανιού της Αδελαΐδας, στη μακρινή Αυστραλία.

    Δεν είχε προλάβει να διπλώσει στα τέσσερα το απολυτήριο που πήρε από τον Ελληνικό Στρατό, όταν τον κάλεσε η μεγάλη του αδελφή που ήταν παντρεμένη εκεί, να πάει να τη δει για μερικές βδομάδες. Πού να το φανταζόταν τότε ο εικοσάχρονος Μιχάλης, πως του έμελλε να εγκατασταθεί εκεί για πάντα.

    Παντρεύτηκε και έκανε δική του οικογένεια στην Αυστραλία και ούτε που θα ξαναγυρνούσε στην πατρίδα, αν δεν έπαιρνε εκείνο το γράμμα από έναν Δικηγόρο της Αθήνας που του ζητούσε πληροφορίες για μια υπόθεση κληρονομιάς. Τότε ήτανε που θέριεψε και πάλι μέσα του, μετά από τόσα χρόνια, η επιθυμία να γυρίσει πίσω. Πόθησε να δει ξανά τον τόπο και το σπίτι που μεγάλωσε και έκανε εκεί τα πρώτα του όνειρα. 

    Και νάτος τώρα εδώ στο πατρικό του στην Ελλάδα, να στέκεται ολομόναχος ανάμεσα σε αναμνήσεις μακρινές και μικροπράγματα αγαπημένα. Απείραχτα στην ίδια θέση, όπως τα είχε αφήσει η μακαρίτισσα η μάνα του. Ένα δάκρυ γλίστρησε πάνω στο τσακισμένο από το χρόνο και τις αγκούσες της ξενιτιάς πρόσωπο του κυρ Μιχάλη… «Το σπίτι μας ρήμαξε, το πελέκησε η ερημιά».

    Έσκυψε και σήκωσε από το σκονισμένο πάτωμα μιαν ασπρόμαυρη παλιοκαιρίτικη φωτογραφία, θαμπή από την υγρασία και την εγκατάλειψη. Τη γέμισε με χνώτο και την έτριψε απαλά πάνω στο μανίκι του, μέχρι που καθάρισε τελείως και ζωντάνεψε μέσα στο άσπρο της το πλαίσιο η πρώτη μέρα του στο εργαστήρι του Χατζηκυριάκου, του αργυροχρυσοχόου. Ήτανε αυτός, παιδί ακόμα, μαζί με τον πατέρα του και τον μάστορα τον ξακουστό, όρθιοι ανάμεσα στα βαθιά ξύλινα ράφια του εργαστηρίου, που βάραιναν γεμάτα με αριστουργήματα παραδοσιακά, γιαννιώτικα.

    Ήταν εκείνη η μέρα που τον άρπαξε ο πατέρας του από το χέρι, πρωί, πριν πάει στο σχολείο, και του το ξέκοψε ορθά κοφτά πως δεν μπορούσε πια να τον σπουδάζει και πως θα έπρεπε να μάθει μία τέχνη.  

    Έμαθε γρήγορα την τεχνική του νιέλλο ο Μιχάλης και πριν ακόμα πάει φαντάρος, άρχισε με επιμέλεια και φαντασία να δημιουργεί δικά του έργα, χαράζοντας το μέταλλο με απίστευτο ταλέντο και ευχέρεια. Κι όταν μετά το στρατιωτικό ταξίδεψε στην Αυστραλία, ήρθε και τον συνάντησε εκεί η μοίρα!

    Καθώς βάδιζε μια μέρα αμέριμνος στους δρόμους της Αδελαΐδας, στάθηκε εμπρός σε μια βιτρίνα με έργα τέχνης, λαϊκά, με διαφορετική όμως από αυτή που γνώριζε τεχνοτροπία. Του άρεσαν πολύ, κι έτσι ανήσυχος καθώς ήταν, πετάχτηκε απέναντι στα χαρτικά, αγόρασε ένα μπλοκ ζωγραφικής κι ένα μολύβι μαλακό και βάλθηκε να αντιγράφει τα σχέδια και τα εκθέματα απ τη βιτρίνα.

    Σαν τον επήρε όμως χαμπάρι ο Αυστραλός ο μαγαζάτορας, βγήκε έξω από το μαγαζί του και τον ερώτησε όλος περιέργεια, γιατί το κάνει. «Αυτή είναι η δουλειά μου, του απάντησε ο Μιχάλης, μπορώ κι εγώ να φτιάξω τέτοια στην Ελλάδα».

    Ο Αυστραλός δεν έχασε την ευκαιρία και του ζήτησε να μπει στο εργαστήρι του και να του φτιάξει κάτι από την τέχνη τη δική του, την ελληνική.

    Η εξέλιξη ήταν ραγδαία! Ο Αυστραλός ενθουσιάστηκε από τη δουλειά του Μιχάλη κι έτσι του πρότεινε συνεργασία. Τα έργα που έφτιαχνε το Ελληνόπουλο είχαν μεγάλη απήχηση στους ξένους και αγαπήθηκαν πολύ. Πολύ αγαπηθήκανε και ο Μιχάλης με την Λίνα, τη μονάκριβη κόρη του νέου του αφεντικού κι έτσι σε λίγους μήνες ο Αυστραλός, τον έκανε γαμπρό και συνεταίρο.   

    Προχώρησε προσεκτικά ο κυρ Μιχάλης τώρα πάνω στο σανίδι και τράβηξε προς τη μεριά του παραθύρου που έβλεπε στο στενοσόκακο. Τίποτε δεν είχε αλλάξει τόσα χρόνια σε τούτη εδώ τη γειτονιά που είχε προσφάτως χαρακτηρισθεί παραδοσιακή και τα παλιά της σπίτια διατηρητέα. Στο περβάζι ήταν ακόμα έντονα αποτυπωμένο το ίχνος της γλάστρας με την ορχιδέα που φρόντιζε η μάνα του τα απογεύματα, χειμώνα καλοκαίρι. «Το λουλούδι της μεγαλοπρέπειας» έλεγε με καμάρι η μακαρίτισσα.  Όλοι οι ξένοι που περνούσαν από αυτό το καλντερίμι, στεκόντουσαν συνεπαρμένοι για να φωτογραφήσουν ή και για να ζωγραφίσουν το παραθύρι αυτό. Κι αυτή, την πήλινη τη γλάστρα, την αγαπημένη.

    Στιγμή δεν έχασε ο κυρ Μιχάλης! Πετάχτηκε απέναντι στα χαρτικά κι αγόρασε ένα μπλοκ ζωγραφικής κι ένα μολύβι μαλακό. Ύστερα, κάθισε απέναντι από το σπίτι σ΄ ένα πεζούλι, και βάλθηκε να σχεδιάζει την κάθε αμυχή, την κάθε του πληγή, που έφερε πάνω του αυτός ο τοίχος. Και το μακρόστενο παράθυρο και τη γλαστρούλα με την ορχιδέα και τη μάνα! Ναι, και τη μάνα! Αυτή τη μάνα που μεγάλωσε πέντε παιδιά και της τα πήρε η ξενιτιά γιατί δεν είχε να τα θρέψει!

    «Μάνα, ψιθύρισε ο κυρ Μιχάλης, μητέρα των αποικιών, των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, παγκόσμια μάνα. Μάνα της τέχνης, του πολιτισμού και της σοφίας, που δεν μπορείς στην αγκαλιά σου να κρατήσεις τα παιδιά σου. Για σένα Ελλάδα Μάνα θα σκαλίσω πριν πεθάνω, το πιο μεγάλο μου έργο, το πιο σπουδαίο μου επίτευγμα και θα σε πάρω εκεί, μαζί, στην ξενιτιά. Να μη σε ξαναχάσω»!

    Υ.Γ.: Αυτή είναι η ιστορία του Μιχάλη, ενός εικοσάχρονου Ελληνόπουλου που ακολούθησε το μακρινό μονοπάτι που του χάραξε η μοίρα , από τα Γιάννενα ως την Αδελαΐδα.

    Όταν τον συνάντησα, πολλά χρόνια μετά τον ξενιτεμό του στην Αυστραλία, να στέκεται συγκινημένος απέναντι από το πατρικό του σπίτι, διαπίστωσα από τα λεγόμενά του ότι γι αυτόν οι έννοιες Μάνα, Πατρίδα, Σπιτικό, ήταν ταυτόσημες.

    2.Η «ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΗ» ΓΕΦΥΡΑ

    Όλα ξεκίνησαν στην αίθουσα υποδοχής του πολιτικού γραφείου του υπουργού Εθνικής Άμυνας στις αρχές της δεκαετίας του ¨80. Η επιτροπή που κατέβηκε από το χωριό να τον συναντήσει, ήταν αποφασισμένη: «Ή τώρα ή ποτέ κύριε υπουργέ». «Αν δεν μας φτιάξεις αυτή την αναθεματισμένη γέφυρα που θα συνδέσει το χωριό με το επαρχιακό οδικό δίκτυο και την πόλη, θα σβήσουμε από τον χάρτη». «Διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την κάνουμε τώρα με τα μουλάρια σε μια ώρα και κοντεύουμε κάθε φορά να σκοτωθούμε».  «Δύο χιλιάδες και βάλε νοματαίοι, είμαστε τελείως απομονωμένοι από τον έξω κόσμο και τον πολιτισμό, γιατί μας κοροϊδεύετε και δεν μας φτιάχνετε τη γέφυρα». «Σε λίγους μήνες θα έχουμε εκλογές και πρέπει να ξέρουμε κι εμείς, αν θα σε ψηφίσουμε ή όχι»!

    Τα επιχειρήματα της επιτροπής ήταν αφοπλιστικά και η διάθεση του υπουργού να βοηθήσει τον… τόπο, πασιφανής: «Ζείτε σε ένα πανέμορφο χωριό, είπε τελικά, που το καμαρώνω όταν έρχομαι στην περιοχή σας, έτσι που το βλέπω να στέκεται γαντζωμένο στις απόκρημνες ράχες της οροσειράς της Πίνδου! Ένα από τα ελάχιστα ορεινά χωριά σήμερα, που έχει τόσο πολύ κόσμο και κυρίως νιάτα. Θα στείλω αμέσως το Στρατό και θα κατασκευάσει, στα πλαίσια της κοινωνικής του προσφοράς, μια μεταλλική συναρμολογούμενη γέφυρα, με δικά του μέσα και προσωπικό.

    Κάπως έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα, και τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς, αψηφώντας το χιόνι και την παγωνιά, εγκαταστάθηκε ένα κλιμάκιο του Τάγματος Μηχανικού κοντά στο χωριό Ματσούκι, για τη συναρμολόγηση της γέφυρας. Αφού έγινε όλη η προεργασία με επιτυχία, δεν έμενε, παρά να τοποθετηθούν τα ειδικά κύλιστρα πάνω στα οποία θα έπρεπε να κυλιστεί η μεταλλική γέφυρα, για να πατήσει στην απέναντι πλευρά του ανοίγματος που δημιουργούσε η απόκρημνη χαράδρα.  

    Ο κλήρος γι αυτή τη δουλειά έλαχε σ΄ εμένα. Έτσι, με έναν έφεδρο Ανθυπολοχαγό που πήρα για βοηθό και δέκα δώδεκα γεροδεμένα λεβεντόπαιδα του Λόχου Σκαπανέων, περάσαμε απέναντι για να υποδεχθούμε και να καθελκύσουμε τη γέφυρα.

    Όταν φτάσαμε από την εκεί πλευρά της χαράδρας, ήταν ακόμα νύχτα. Τρυπώσαμε στην εσοχή ενός τεράστιου βράχου, φορώντας τα κράνη στα κεφάλια μας, για να προστατευτούμε από τις πέτρες και τα σπασμένα κλαριά που μας έριχνε ασταμάτητα ο τεράστιος ορεινός όγκος που ορθώνονταν σα σκιάχτρο από πάνω μας. Νοιώθαμε σα να ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να μας προγκίξει και να μας μηνύσει πως ήμασταν ανεπιθύμητοι, για την παρέμβαση που έμελε να κάνουμε στο άγριο και απίστευτης ομορφιάς τοπίο των Τζουμέρκων.

    Λουφαγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον, για να αντιμετωπίσουμε το κρύο που μας τρύπαγε τα κόκκαλα, περιμέναμε υπομονετικά να ξημερώσει.

    Ξαφνικά, ακούσαμε κουβέντες και βήματα απ την μεριά του χωριού. Ξεχωρίσαμε τις φιγούρες δύο ανδρών που έρχονταν προς το μέρος μας με προσεκτικά βήματα, ακολουθώντας ένα παγωμένο μονοπάτι. Όταν πλησίασαν αρκετά, αναγνωρίσαμε τον γέροντα πρόεδρο της κοινότητας κι έναν νεαρό που τον συνόδευε. 

    - Καλημέρα πρόεδρε!

    - Καλημέρα παιδιά μου, αντιγύρισε αυτός με τρεμάμενη φωνή. 

    Τα μάτια του μου φάνηκαν πρησμένα, κατακόκκινα και βουρκωμένα. Στην αρχή υπέθεσα πως θα τον είχε βρει κάποιο κακό κι ήταν απαρηγόρητος. Ύστερα όμως σκέφτηκα πως θα έφταιγε το κρύο, γιατί το θερμόμετρο που είχαμε φέρει μαζί μας, ακούμπαγε εκείνη την ώρα στους μείον είκοσι.

    - Δεν έχω τίποτε παιδιά μου. Είπε ο Πρόεδρος σαν να διάβασε τη σκέψη μου. Αυτή η γέφυρα είναι που μου τρώει την ψυχή. Εγώ ποτέ μου δεν την ήθελα πραγματικά, αλλά πιέστηκα πολύ. Είμαι σίγουρος πως απ’ εδώ θα διαβούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας και θα εγκαταλείψουν το χωριό. Δε θα μείνει κανένας πίσω! Μετά από λίγο θα ερημώσει ο τόπος, θα μας εξαφανίσει κι εμάς η αστυφιλία!

    Ο νεαρός που συνόδευε τον πρόεδρο, ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε πει κουβέντα, μόνο άκουγε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα άφιλτρο, το χτύπησε νευρικά στην πλάκα του ρολογιού του κι έπειτα το άναψε μ ένα τσακμάκι που έκρυβε μέσα στην τεράστια παλάμη του χεριού του. Ύστερα, σηκώνοντας το πρόσωπό του προς τον ουρανό, άφησε τον καπνό να περάσει ανεμπόδιστα μες από ένα χαμόγελο αισιοδοξίας και ανακούφισης.

    - Περάστε εσείς τη γέφυρα παιδιά, είπε τελικά κοιτώντας μας διαπεραστικά, και μη σας νοιάζει. Θα κάνουμε τρικούβερτο γλέντι στο χωριό και είστε καλεσμένοι. Αυτή η αναθεματισμένη γέφυρα, είναι η σωτηρία μας…

    Δε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1