Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ιστορίες στα μανταλάκια
Ιστορίες στα μανταλάκια
Ιστορίες στα μανταλάκια
Ebook473 pages5 hours

Ιστορίες στα μανταλάκια

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ιστορίες κρεμασμένες στα μανταλάκια.
Ασπρόρουχα και χρωματιστά μαζί.
Φανέλες, σεντόνια και μαξιλαροθήκες, σώβρακα, πουκάμισα και στηθόδεσμοι. Δεν λείπουν και οι κάλτσες.
Καμιά τάξη, καμιά συνέπεια, χωρίς λογική. Απλωμένα όπως να 'ναι.
Η Μουχαμπέτισσα παρέα με τον Αδάμ και με την Εύα.
Η Χάια η ανατολίτισσα μαζί με τον Κοσμοκράτορα.
Σκυλιά, απλωμένα στο μπουγαδόσκοινο.
Η Λαΐδα παρέα με τα γερόντια στον καφενέ.
Οκτώ ιστορίες. Όσες και τα θαύματα του κόσμου.
(Το 8ο θαύμα είναι τα βιβλία μου. Αυτά που εκδόθηκαν κι' αυτά που θα εκδοθούν)
Αντε τώρα, τρέχα εσύ να μαζέψεις τα θαύματα μέσα από τη μπουγάδα.
Να τα ξεχωρίσεις ένα-ένα και μετά να τα διαβάσεις
Καλή ευκολία λοιπόν και καλή ανάγνωση.

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 4, 2020
Ιστορίες στα μανταλάκια
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Ιστορίες στα μανταλάκια

Related ebooks

Reviews for Ιστορίες στα μανταλάκια

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ιστορίες στα μανταλάκια - Christos Amvazas, Sr

    Ιστορίες στα μανταλάκια

    Απλωμένες από τον

    Χρήστο Αμβαζά

    Η ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙΣΣΑ

    Εννιά χρονών κοριτσάκι ήταν όταν ορφάνεψε η Μαρίκα. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη έμεινε χωρίς μάνα και χωρίς πατέρα.

    Είχαν πάει και οι δυο τους στο κτήμα να κόψουν μερικά κεράσια. Μια χαρά καιρός ήταν όταν έφτασαν, αλλά για πότε σκοτείνιασε ο ουρανός, για πότε άρχισαν να πέφτουν τα αστροπελέκια και οι κεραυνοί ούτε που το κατάλαβαν. Αυτό που δεν κατάλαβαν καθόλου ήταν ο κεραυνός που έπεσε, έκαψε την τσίγκινη παράγκα που είχαν μπει μέσα για να γλυτώσουν από τη βροχή και μαζί με την παράγκα έκαψε και τους ίδιους.

      Εννιά χρονών κοριτσάκι ήταν. Μόλις που είχε τελειώσει τη τρίτη Δημοτικού και τη βρήκε η ορφάνια. Έπιασαν οι γειτόνισσες και η φίλοι να την παρηγορήσουν, αλλά… δύσκολα τα πράγματα. Ένα κοριτσάκι εννιά χρονών είχε μείνει μόνο του στον κόσμο. Επίκουρος στην παρηγοριά στάθηκε και η δασκάλα, γιατί η Μαρικούλα ήταν η πιο καλή μαθήτριά της. Ένα μυαλό φαινόμενο.

    Λίγο πριν κλείσει το σχολείο ή δασκάλα είχε βάλει τα παιδιά να γράψουν μια έκθεση. Τα παιδιά τώρα, στο τέλος της τρίτης τάξης ήξεραν και να διαβάζουν και να γράφουν. Ας δούμε λοιπόν τι ήξεραν. Το θέμα ήταν κομμένο και ραμμένο για τις γνώσεις τους:

    Πως περάσαμε στην εκδρομή.

    Πριν δυο μέρες είχε πάει εκδρομή το σχολείο, πού αλλού; Στο Δημοτικό πάρκο της πόλης.

    Όταν η δασκάλα διάβασε την έκθεση της Μαρίκας έμεινε. Η έκθεσή της ήταν μια όαση, ανάμεσα στις  εκθέσεις των άλλων παιδιών με το ίδιο θέμα. Όλα τα παιδιά είχαν γράψει πως έπαιξαν μπάλα, πως έκαναν κούνια, ότι έπαιξαν κυνηγητό, πως έφαγαν το κολατσιό που είχαν μαζί τους και άλλα παρόμοια. Η Μαρίκα όμως…

    Η Μαρίκα δεν είχε πάει εκδρομή στο πάρκο της πόλης. Η Μαρίκα είχε πάει εκδρομή σε ένα μαγευτικό δάσος. Σε ένα δάσος με όμορφα πολύχρωμα πουλιά που κελαηδούσαν στα κλαδιά των δέντρων, αλλά τι  δέντρων! Δέντρων αλλιώτικων, μαγευτικών με φυλλωσιές κόκκινες και κίτρινες και μπλε. Λίγα μόνο δέντρα είχαν πράσινα φύλλα, γιατί αυτά ήταν μακριά από το μαγικό ποτάμι με τα γάργαρα νερά και τα χρυσά ψάρια. Σε μια άκρη του ποταμιού είχαν πάει δυο άσπρα αγριοκούνελα να πιουν νερό κι' αφού ήπιαν το ένα έγινε γαλάζιο και το άλλο ροζ. Μια αλεπού έκανε παρέα με έναν λαγό, οι κάμπιες επάνω στους κορμούς των δέντρων γράφανε τη λέξη καλημέρα. Οι ακτίνες του ήλιου καθώς περνούσαν ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων έπαιρναν το χρώμα των φύλλων και γινόταν πολύχρωμες.

    Εκεί είχε πάει εκδρομή η μικρή Μαρίκα.

    Η δασκάλα δεν πίστευε στα μάτια της. Αν η Μαρίκα δεν είχε γράψει την έκθεσή της εκεί, μπροστά της, θα έλεγε ότι την είχε γράψει ο πιο μεγάλος παραμυθάς του κόσμου. Αυτή όμως ήταν η έκθεση της Μαρίκας.

    «Αυτό το παιδί είναι χαρισματικό, έχει αλλιώτικο μυαλό», είχε συμπεράνει και αποφάσισε: «Στην άλλη τάξη πρέπει να το προσέξω ιδιαίτερα. Κι' αν δεν είμαι εγώ η δασκάλα της θα πρέπει να ενημερώσω το δάσκαλο ή τη δασκάλα που θα έχει».

    Κανείς όμως δάσκαλος και καμιά δασκάλα δεν έδωσαν καμιά ιδιαίτερη προσοχή στη Μαρίκα γιατί η Μαρίκα δεν πήγε στην άλλη τάξη του Δημοτικού.

    Ένα κοριτσάκι εννιά χρονών είχε μείνει μόνο του στον κόσμο. Όχι όμως τελείως μόνο. Υπήρχε και ο θείος της, ο μεγάλος αδελφός του πατέρα της που δεν είχε παιδιά, αφού ποτέ του δεν είχε παντρευτεί.

    Δυο μέρες μετά την κηδεία την πήρε μαζί του. Μάζεψε η Μαρικούλα τα ρουχαλάκια της σε δύο μπογαλάκια και ακολούθησε το θείο της στο ορεινό χωριό. Εκεί που ήταν τα κοπάδια του, οι στάνες και το τυροκομείο του.

    Πολλά πράγματα της έλειψαν της Μαρίκας εκεί πάνω στο χωριό. Το σχολείο, οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες, τα παιχνίδια με τα άλλα τα παιδιά, η δασκάλα της, τα βιβλία και τα τετράδιά της και ένα σωρό πράγματα ακόμη.

    Τώρα όμως είχε άλλα πράγματα. Καινούρια. Το κοπάδι με τα πρόβατα, τα τσομπανόσκυλα, τις καρδάρες με το γάλα, τους βοσκούς που είχε στη δούλεψή του ο θείος της, το τυροκομείο με όλα τα συμπράγκαλά του και τα σεργιάνια της. Ο θείος της δεν τη ζόριζε. Την άφηνε να κάνει ότι θέλει και όπως το θέλει. Στο κάτω-κάτω της γραφής μικρό κορίτσι ήταν και δεν την είχε πάρει για παραδουλεύτρα. Επειδή την αγαπούσε και τη νοιαζόταν την είχε πάρει κοντά του. Έτσι η Μαρίκα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο αυτή της την ελευθερία.

    Πότε-πότε ξυπνούσε νωρίς και πήγαινε μαζί με το κοπάδι στη βοσκή. Άλλοτε σεργιανούσε μονάχη κοντά στη ρεματιά, ή ψηλά στο λόγκο, καμιά φορά καταπιανόταν με το άρμεγμα και άλλοτε, μέσα στο τυροκομείο να βλέπει πως πήζει το γάλα και γίνεται τυρί, ή πώς τουρβάνιζαν το γάλα για να βγει το βούτυρο.  Και δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια. 'Έκανε του κόσμου τις δουλειές, αλλά εκεί που ζοριζόταν ήταν το άρμεγμα. Πολύ της πονούσαν τα δάχτυλα στο άρμεγμα κι' αυτές οι έρμες οι προβατίνες πολύ δύσκολα κατέβαζαν το γάλα. 

    Σαν έγινε δώδεκα χρονών είχε αρχίσει να μαγειρεύει κιόλας, να φάνε η ίδια και ο θείος της. Και μια χαρά τα κατάφερνε. Ότι έπιανε και ότι σκάρωνε με τα χέρια της καλό και σωστό γινόταν, μια πιο καλά απ' όλα ήταν αυτά που σκάρωνε με το μυαλό της.

    Το είχε πει και η δασκάλα της: «Αυτό το παιδί είναι χαρισματικό, έχει αλλιώτικο μυαλό» και το χαρισματικό μυαλό της σκάρωνε ιστορίες. Ιστορίες με τα σύννεφα που τρέχανε στον ουρανό και πότε ήταν άγγελοι του Θεού και πότε άσπρα αλογάκια, ιστορίες με τα πρόβατα που τη μια ήταν κακοί, άσπροι μαλλιαροί δράκοι και την άλλη γινόταν μικρά παιδιά που έβοσκαν και έπαιζαν ανέμελα στο λιβάδι. Το κάθε τι που έβλεπε, το κάθε τι που άγγιζε γινόταν και από μια ιστορία. Μέχρι και για το τυρί είχε σκαρφιστεί μια ιστορία:

    Μικρές αόρατες νεράιδες, έλεγε, χωνότανε μέσα στο γάλα να κάνουνε το μπάνιο τους και πως, καθώς κολυμπούσαν καμωνόταν πως πνίγονται. Το γάλα τότε τις λυπόταν και έπηζε, γινόταν τυρί για να σωθούν οι νεραϊδούλες και να πετάξουν πίσω στο μαγικό τους κόσμο.  Μέχρι και ο μπάμπουρας που κουβαλούσε μια χορταρένια μπάλα να την πάει στη φωλιά του ήταν μια έμπνευση για μια ή και για περισσότερες ιστορίες. Άσε δε με τα μυρμήγκια! Εκεί πια η φαντασία της έδινε ρεσιτάλ. Πως ήταν από μέσα η φωλιά των μυρμηγκιών με τις στοές και τα απόκρυφα λαγούμια που οδηγούσαν σε κάμαρες μαγικές, μεγάλες αποθήκες φαγητών. Τα ατέλειωτα καραβάνια των μυρμηγκιών, με τα φαγητά που κουβαλούσαν για το χειμώνα, ερχόταν από άλλες χώρες, άγνωστες στους ανθρώπους και στα άλλα ζώα. Τα μυρμήγκια με φτερά, για τη Μαρίκα, ήταν οι χωροφύλακες και πετώντας έβλεπαν πιο μυρμήγκι δουλεύει σκληρά και πιο τεμπελιάζει.

    Ασταμάτητα δούλευε η φαντασία της Μαρίκας φτιάχνοντας ιστορίες και παραμύθια. Και όλα αυτά τα έγραφε. Δεν τα έγραφε όμως με μολύβι στο χαρτί, αλλά μέσα στο μυαλό της. Κι' εκεί η μια ιστορία συναντιόταν με την άλλη και σμίγανε για να γεννήσουν νέες, καινούργιες ιστορίες  πιο μυστήριες, πιο φανταστικές  και πιο πολύπλοκες.

    ***

    Η κυρία Καλλιόπη το αποφάσισε.

    «Θα φύγω. Θα πάω στο χωριό».

    Η κυρία Καλλιόπη πάντα έφευγε. Μια ζωή, από τα έξι της χρόνια και μετά, έφευγε.

    Έξι χρονών έφυγε από το χωριό της και πήγε στο πιο μεγάλο χωριό που είχε σχολείο να μάθει γράμματα. Δώδεκα χρονών ξαναέφυγε για να πάει στην πόλη, εκεί που είχε Γυμνάσιο και μετά στα δεκαοχτώ έφυγε πάλι. Τώρα πήγε στην πρωτεύουσα, στο Διδασκαλείο για να γίνει δασκάλα. Όταν με το καλό έγινε δασκάλα… ε τότε κι' αν έφευγε. Μια εδώ τη διόριζαν, μια εκεί και μια παραπέρα. Μέσα στις περιπλανήσεις της πού να βρει άντρα να παντρευτεί; Και να παντρευόταν τι; Θα είχε άντρα και παιδιά και σπιτικό. Και;… Κι' άμα της ερχόταν καμιά μετάθεση να φύγει πάλι, να πάει μακριά πού θα τους άφηνε μόνους;

    «Δεν κάνει ο γάμος για μένα, ούτε εγώ κάνω για γάμο», είχε αποφασίσει και έμεινε ισόβια ερωμένη της μόρφωσης και της διδασκαλίας των παιδιών.

    Στα εξήντα πέντε της, που βγήκε στη σύνταξη, κάθισε και τα λογάριασε. Σαράντα δύο χρόνια δασκάλα. Κοντά στις δυόμιση χιλιάδες παιδιά είχαν περάσει από τα χέρια της. Άλλα έμαθαν πολλά γράμματα, αλλά πιο λίγα και μερικά καθόλου, αλλά γι' αυτά δεν έφταιγε η ίδια. Δεν διάβαζαν, δεν έμαθαν, κακό του κεφαλιού τους έκαναν.

    Στα εξήντα εφτά της κάθισε και τα ξαναλογάριασε. Τώρα όχι τα παιδιά. Μ' αυτά ότι ήταν να γίνει είχε γίνει. Τα λεφτά κάθισε και λογάριασε. Μικρή η σύνταξη, μεγάλα τα έξοδα στην πόλη. Τα μισά λεφτά από τη σύνταξή της πήγαιναν στο νοίκι. Πώς να τη βγάλει με τα υπόλοιπα; Ούτε για το μισό μήνα δεν έφταναν. Το αποφάσισε λοιπόν:  

    «Θα φύγω. Θα πάω στο χωριό». Το είπε και το έκανε.

    Το πατρικό της σπίτι χρόνια τώρα ήταν κλειδωμένο και αμπαρωμένο. Δεν έμενε κανείς. Η αυλή ήταν μεγάλη. Όσο άντεχε θα έβαζε κανένα ζαρζαβατικό να έχει φρέσκα λαχανικά. Ίσως και μερικές κότες, μπορεί και κανένα κουνέλι. Τα μάζεψε και δρόμο.

    «Ήρθα», είπε στους χωριανούς, σε όσους γνώριζε και τη γνώριζαν. «Ήρθα να ζήσω εδώ που γεννήθηκα, ν' αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου και να με θάψετε δίπλα στη μάνα μου και στον πατέρα μου».

    Τη Μαρίκα την αντάμωσε πρώτη φορά στη βρύση που πήγε να γεμίσει τη στάμνα με νερό. Πρώτη φορά την έβλεπε αυτή την κοπελιά. Δεκαπέντε - δεκάξι χρονών την έκοψε από μακριά και… όμορφο κορίτσι, αλλά πρώτη φορά την έβλεπε. Ξένη θα ήταν.

    Καθόταν στην πεζούλα δίπλα στη  βρύση και μια χάζευε πως έτρεχε το νερό απ' τον κρουνό μέσα στη στέρνα, πως ξεχείλιζε η στέρνα και πως κυλούσε στο ρυάκι και χανόταν στην άκρη του δρόμου, κάμποσα μέτρα μακριά. Μετά πάλι χάζευε τον κρουνό, μετά το νερό στη στέρνα και πάλι το βλέμμα της έτρεχε μέχρι την άκρη του δρόμου που χανόταν το νερό.

    Ποιος ξέρει τι ιστορία σκάρωνε μέσα στο μυαλό της η Μαρίκα βλέποντας πως κυλάει το νερό.

    «Χαζούτσικο θα είναι», σκέφτηκε η γριά δασκάλα, αλλά της έπιασε την κουβέντα.

    «Ποια είσαι εσύ καλέ; Πούθε είσαι;»

    Είπε η Μαρίκα το όνομα της και συμπλήρωσε:

    «Από ' δω είμαι. Είμαι η ανεψιά του Μανώλη του τσέλιγκα».

    «Και πότε ήρθες;»

    «Πάντα εδώ έμενα. Οκτώ χρόνια σχεδόν μένω με το θείο μου».

    «Και πού μένεις καλέ;»

    «Πάνω στη στάνη. Στο τυροκομείο», απάντησε η Μαρίκα.«Πάντα εκεί μένω».

    Γι' αυτό δεν την είχε δει ποτέ της η κυρία Καλλιόπη. Και όσες φορές είχε τύχει να έρθει στο χωριό, έτσι για επίσκεψη, δεν την είχε ανταμώσει ποτέ. Ως δασκάλα, ενδιαφέρθηκε να μάθει:

    «Και… σχολείο δεν πήγες;»

    «Πως. Πήγα τρεις τάξεις. Πρώτη, δευτέρα και τρίτη. Μετά πέθαναν ο μπαμπάς μου και η μαμά μου και ήρθα εδώ με το θείο μου. Εσύ; ποια είσαι εσύ;» Η Μαρίκα έδωσε πλήρη αναφορά, αλλά είχε και την περιέργεια να μάθει ποια ήταν η γριούλα που την έπιασε στην κουβέντα.

    «Εγώ… Εγώ είμαι… ήμουνα δασκάλα και τώρα ήρθα εδώ στο χωριό μου».

    Πεταλουδίτσες φτερούγησαν στην καρδούλα της Μαρίκας. Δασκάλα! σκέφτηκε με θαυμασμό και θυμήθηκε πόσο πολύ την αγαπούσε η δασκάλα της όταν πήγαινε στο σχολείο και πόσο πολύ αγαπούσε η ίδια τη δασκάλα της.

    Την ίδια στιγμή άλλες σκέψεις έκανε η πρώην δασκάλα, η κυρία Καλλιόπη.

    «Κρίμα. Κρίμα είναι το παιδί να είναι αναλφάβητο και… είναι τόσο όμορφο κορίτσι. Φαίνεται και έξυπνο», και κάνοντας αυτές τις σκέψεις  τη ρώτησε:

    «Θυμάσαι τίποτε από τα γράμματα που έμαθες;»

    «Φοβάμαι πως τα έχω ξεχάσει όλα», αποκρίθηκε η Μαρίκα. «Από τότε μήτε ξαναδιάβασα, μήτε ξαναέγραψα».

    «Θέλεις να τα ξαναμάθεις; Σ' αρέσουν τα γράμματα;"

    «Ουουου…». Μόνο αυτό είπε η Μαρίκα.

    «Καλά. Τότε θα σου τα μάθω εγώ», είπε η παλιά δασκάλα που μάλλον της είχε λείψει το διδασκαλίκι και οι μαθητές. «Έλα τώρα. Πιάσε τη στάμνα μέχρι το σπίτι που με πονάει και η μέση μου».

    Στο σπίτι τη φίλεψε γλυκό συκαλάκι. Πολύ ωραίο ήταν το γλυκό που κολλούσε στο στόμα της, αλλά μέσα στο μυαλό της Μαρίκας είχε κολλήσει μια απορία, βλέποντας γύρω-τριγύρω τα ράφια μέσα στο σαλόνι της δασκάλας.

    «Μα υπάρχουν τόσα πολλά βιβλία στον κόσμο; Αν είναι δυνατόν!»

    Τα μαθήματα άρχισαν. Ο θείος της Μαρίκας δεν είχε καμιά αντίρρηση για τα μαθήματα. Η δασκάλα, η κυρία Καλλιόπη απέκτησε την δύο χιλιάδες πεντηκοστή πρώτη, αλλά και την τελευταία μαθήτριά της και η Μαρίκα ξαναπήγε στη τρίτη Δημοτικού, αυτή τη φορά χωρίς συμμαθητές και συμμαθήτριες. Μόνοι, αυτή και η δασκάλα. Ε τι;… μαθαίνεις ή δε μαθαίνεις;

    Στο χρόνο επάνω είχε φτάσει σχεδόν στην πέμπτη Δημοτικού και τον επόμενο χρόνο είχε πάρει απόλυτήριο. Σαν σφουγγάρι τα ρουφούσε το μυαλό της τα γράμματα. Και τα ελληνικά και την ιστορία και τα θρησκευτικά και την αριθμητική. Σειρά είχαν τα βιβλία στα ράφια της δασκάλας, που όπως της είχε πει η δασκάλα της αυτά τα βιβλία δεν ήταν όλα τα βιβλία του κόσμου.

    «Αυτά τα βιβλία… αυτά ούτε σταγόνα στον ωκεανό δεν είναι», της είχε πει.

    Από τη μια τα μαθήματα κι' από την άλλη τα βιβλία γέννησαν του κόσμου τις καινούργιες ιστορίες μέσα στο μυαλό της Μαρίκας. Και τώρα οι ιστορίες δεν είχαν μόνο συννεφάκια, μπάμπουρες, πρόβατα, μυρμήγκια, λύκους και τσομπάνηδες. Τώρα είχαν και όμορφους καβαλάρηδες 'πάνω σε άσπρα άτια που ερχόταν από κάπου μακριά, την έπαιρναν πισωκάπουλα καβάλα στο άλογο και την πήγαιναν στον πύργο τους και στο παλάτι τους να ζήσουν τον έρωτα και την αγάπη τους. Ε' πώς να το κάνουμε; Τόσες και τόσες ερωτικές ιστορίες ήταν γραμμένες μέσα στα βιβλία της δασκάλας και η Μαρίκα ήταν κιόλας δεκαοχτώ χρονών. Κορίτσι στα ντουζένια του. Έβραζε το αίμα της και πολλές νύχτες τυραννιόταν πολύ μέχρι να την πάρει ο ύπνος.

    ***

    Ο πρώτος που το ανακάλυψε ήταν ο κυρ-Αργύρης. Όνομα και πράμα ο κυρ-Αργύρης. Το μόνο που τον ένοιαζε, ή μάλλον που τον ένοιαζε πιο πολύ απ' όλα, ήταν το τι θα φάμε, τι θα πιούμε και τι θα βάλουμε στην τσέπη μας. Στο τελευταίο δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Τα οικονομικά του δεν ήταν καθόλου εναρμωνισμένα με το όνομά του.

    Αν όμως έχεις τύχη, μέρα με τη μέρα γίνεται κι' αυτό.

    Ρέει το αργύριο προς τον Αργύρη και μάλλον από αυτό είχε. Τύχη δηλαδή.

    Είχε κατέβει μια μέρα στο κτηματάκι του, εκεί στην άκρη της ρεματιάς, να δει μήπως και εδέησαν και ωρίμασαν τίποτε μελιτζάνες, ή καμιά πιπεριά να τις κόψει, να τις βάλει στο τσουκάλι, να μαγειρέψει και κανένα ζαρζαβατικό η κυρά του. Κομπολόι είχε κατάντήσει το έντερό του. Τη μια φασόλια, την άλλη ρεβίθια και την παράλλη φακές και η πορδή πήγαινε σύννεφο.

    Μπα τίποτε. Σ' αυτά τα χώματα, τα δικά του, τίποτε δεν πρόκοβε. Βρε τόσο νερό κουβαλούσε από τη ρεματιά και τα πότιζε τα ζαρζαβάτια, αλλά… του κάκου. Ίσως να έφταιγε και που το νερό ήταν ζεστό. Εκεί στην άκρη της ρεματιάς, κοντά στο νερό τίποτε δεν φύτρωνε. Μόνο πέτρες και άμμο είχε εκεί.

    «Θα το παρατήσω», συλλογιζόταν. «Τζάμπα κόπος». 

    Δεν είχε να χάσει και τίποτε αν το παρατούσε το κτήμα, σιγά το κτήμα δηλαδή, ήταν δεν ήταν μισό στρέμμα, αλλά τόσο είχε μπορέσει και είχε ξεχερσώσει μόνος του. Μετά κουράστηκε και αποφάσισε:

    «Φτάνει τόσο. Τι να το κάνω πιο πολύ, Ποιός θα το σκάβει, ποιός θα το ποτίζει, ποιός θα το ξεχορταριάζει;» και σ' αυτό το ποιός είχε απόλυτο δίκαιο. Τα παιδιά του, οι γιοί του, ήταν ακόμη μικρά. Ο μικρός ακόμη μισό-μπουσουλούσε και μισό-περπατούσε και ο μεγάλος…. έλεγε δεν έλεγε δέκα λέξεις σωστές. Τα υπόλοιπα που έλεγε μωρουδίστικα ήταν ακόμη.

    Έτσι λοιπόν το αυθαίρετο κτήμα ήταν σχεδόν υπό παραίτηση, όταν εμφανίστηκε ο Κίτσος σέρνοντας πίσω του το γάιδαρό του, ξεσαμάρωτο, χωρίς χάμουρα και με ένα μόνο σκοινί περασμένο στο λαιμό, έτσι, ίσα-ίσα για να μπορεί να τον σέρνει.

    Όταν λέμε να τον σέρνει να εννοούμε ότι πράγματι τον έσερνε. Ο γάιδαρος κούτσαινε στο μπροστινό αριστερό ποδάρι και στο πίσω δεξί. Μέχρι να τα σηκώσει αυτά τα δυο πόδια μαζί, για να κάνει το επόμενο βήμα βράδιαζε και ένας γάιδαρος με δυο πόδια κουτσά είναι ο πιο άχρηστος γάιδαρος του κόσμου.

    «Καλημέρα Κίτσο», τον χαιρέτισε ο Αργύρης και ρώτησε:

    «Πώς από 'δω;»

    Το πώς αφορούσε πιο πολύ: Πώς και δεν είσαι καβάλα στο γάιδαρο;

    «Ε να…», απάντησε ο Κίτσος, αλλά το ε… να δεν είναι απάντηση και επειδή ο Αργύρης συνήθως τα εξέταζε όλα σε βάθος και με όλες τις λεπτομέρειές τους.  δεν αρκέστηκε στην απάντηση.

     Το  ε… να, δεν είναι απάντηση για ένα μορφωμένο άτομο και ο Αργύρης τέτοιος ήταν. Είχε τελειώσει και τις έξι τάξεις του Δημοτικού. Οι σπουδές του ξεκινούσαν από το Άννα. Να η Άννα, να… μέχρι το «Τικ-Τακ, τικ-τακ, χτυπά το ωρολόγι…. Ώρα οχτώ. Καληνύχτα», στο αλφαβητάρι της Α' τάξης του Δημοτικού και έφταναν μέχρι Το τσομπανάκι και το Τάμα του Κανάρη από το αναγνωστικό της Στ' του Δημοτικού.

    Αλλά τι να περιμένεις από έναν αμόρφωτο σαν τον Κίτσο.

    Ο κακόμοιρος ο Κίτσος ούτε στην πρώτη Δημοτικού δεν είχε πάει, και..πώς να πάει; Στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε δεν είχε Δημοτικό, αλλά και να είχε πάλι δεν θα πήγαινε, καθότι, φιλοσοφώντας ο πατέρας του, του έλεγε:

    «Τί να τα καμς τα γράμματα; Πράματα που δεν τρώγονται τι να τα καμς; Κάτσ' ιδώ να διούμε το βιός μας, τα γεννήματά μας και τα ζωντανά μας. Ας' τα γράμματα για τς αλλουνούς που δεν έχνε μοίρα στουν ήλιο».

    Έτσι λοιπόν ο Κίτσος έμεινε με τα γεννήματα και με τα ζωντανά και οι μόνες γνώσεις που απέκτησε προερχόταν  από τις άπλετες γνώσεις της μάνας του και του κύρη του και γι' αυτό και έμεινε κατά μάνα κατά κύρη, που λένε.

    «Δηλαδή τί ε να; Που πας ορέ με το ζαγάρι;» Επέμενε ο Αργύρης

    «Ε να…», επανέλαβε ο Κίτσος, αλλά μετά έγινε πιο διεξοδικός και πιο σαφής.

    «Κουτσάθκε η έρμος και τον πάω παρακατ΄ να τον απαρατήσω»".

    «Δηλαδή;» είχε την απορία ο Αργύρης.

    «Τι δηλαδής μωρ' Αργύρ. Δεν τιράς. Κουλάθκαν τα ποδάρια τ'. Μήτε τον ίδιο τ' τον εαυτό τ' δεν μπορεί να κουβανήσ', πού να τον βανς και φόρτωμα;»

    «Και;»

    «Ε να… τον πάω ιδώ παρακατ' που 'νει βαθύ το ρέμα, να τον αμολήκω μέσα να πνιγεί, να ησιχάσ' κι' αυτός να γλυτώσω κι' εγώ. Δέκα μέρες τώρα τζάμπα τρώει, τζάμπα πίν», είπε ο Κίτσος και συνέχισε την πορεία του σέρνοντας το έρμο το κουτσό μελλοθάνατο γαϊδούρι.

    Ο Αργύρης δεν είχε κανένα λόγο να προβάλει κάποια ένσταση ή κάποια αντίρρηση στα λεγόμενα του Κίτσου. Δικό του ήταν το γαϊδούρι, ας το έκανε ότι ήθελε, αλλά του είπε:

     «Σύρ' το κάμποσο παρακάτω, να το πάρει το ρέμα το κουφάρι, μην το 'χω εδώ μπροστά μου όλη μέρα».

    Άριστα θα έπαιρναν στην οικολογία και οι δυο τους, αλλά τα χρόνια εκείνα όχι οικολογική συνείδηση, αλλά ούτε η λέξη οικολογία δεν είχε εφευρεθεί ή δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη. 

    Αλήθεια η Οικολογία τί είναι; Ανακάλυψη ή εφεύρεση;

    Πήγε παρακάτω ο Κίτσος, έβαλε το γάιδαρο μέσα στο νερό, έβγαλε κι' αυτός παπούτσια και παντελόνι και έτσι με τα σώβρακα, μπήκε κι' αυτός μέσα στο νερό. Έδωσε μια κλωτσιά στο γάιδαρο να πάει στα βαθιά να πνιγεί, μάζεψε τα ρούχα του από κάτω και έτσι μόνο με το βρακί κίνησε γρήγορα-γρήγορα να φύγει. Δεν άντεχε η ψυχή του να δει το γάιδαρό του να πνίγεται. Τον λυπόταν. Τόσα και τόσα χρόνια τον καβαλούσε, τον φόρτωνε, τον έδερνε, τον τάιζε, τον πότιζε, του 'λεγε και από κανέναν καλό λόγο πότε-πότε. Δεν άντεχε.

    Καλά που το νερό ήταν ζεστό και τα ποδάρια του θα στέγνωναν γρήγορα.

    Ο γάιδαρος από την πλευρά του, σαν βρέθηκε στα βαθιά τα 'χασε. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια, αλλά… τα κατάφερε. Αν και δεν ήξερε αν ήξερε κολύμπι, σιγά-σιγά, κούτσα-κούτσα, κουνώντας τα δύο καλά του πόδια μες' στο νερό κατάφερε να κολυμπήσει, να φτάσει κάπου στα ρηχά, εκεί που πάτωνε.

    Καλά είναι εδώ, συλλογίστηκε, αν τα γαϊδούρια συλλογίζονται και μάλιστα ήταν πιο καλά από καλά, γιατί το νερό ήταν ζεστό και πολύ του άρεσε του γάιδαρου. Το ρέμα δεν ήταν ορμητικό, τα νερά κυλούσαν ήσυχα και εκεί που προσάραξε ο γάιδαρος η ροή ήταν ακόμη ποιο ήπια. Ίσα-ίσα που του μούσκεψε τις τρίχες του και τις κουνούσε και λίγο προς τη ροή του, γαργαλώντας τον, αν τα γαϊδούρια γαργαλιούνται. Πάντως πολύ του άρεζε του γαϊδαράκου η όλη κατάσταση.

    Πέντε μέρες έμεινε όρθιος ο γάιδαρος μες στο νερό και δεν ήταν καθόλου άσχημα. Μόνο να… που δεν έλεγε να φανεί ο Κίτσος να του φέρει λίγο σανό· ίσως και λίγο κριθάρι. Δεν θα έλεγε όχι για λίγο φαΐ, αλλά ο Κίτσος δεν φαινόταν.

    Αυτό, το που τον άφησε νηστικό τόσες μέρες, δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ. Η κλωτσιά που του είχε δώσει στα καπούλια όταν τον έβαλε μες το νερό δεν τον πείραξε καθόλου. Εξάλλου δεν ήταν και η πρώτη φορά που τον κλωτσούσε.

    Πότε-πότε, βουτούσε τη μουσούδα του στο νερό, έπινε λίγο, αν και το νερό ήταν ζεστό και του ερχόταν και κάπως αλμυρό, αν τα γαϊδούρια έχουν την αίσθηση του γλυκού, του πικρού, του ξινού, του αλμυρού και του ανάλατου.

    Την έκτη μέρα δεν άντεξε Κόντευε να ψοφήσει από την πείνα. Έπρεπε κάτι να βρει να φάει αλλά… ωραία ήταν μέσα στο νερό. Και ζεστά και τα ποδάρια του… δεν τον πονούσαν τώρα. Βγήκε από το νερό με μισή καρδιά.

    Ο Αργύρης, πλησιάζοντας στο αυθαίρετο κτήμα του σταυροκοπήθηκε.

    «Χριστός κι' Απόστολος!» Τί ήταν αυτό;

    Το φάντασμα ενός γάιδαρου, μέσα στο κτήμα του, που βοσκούσε κορφολογώντας τις ντοματιές του.

    Στα σίγουρα: Αυτό ήταν το φάντασμα του ψόφιου γάιδαρου του Κίτσου.

    Μετά όμως το είδε το πράγμα πιο ψύχραιμα. Πρώτον: Τα φαντάσματα δεν τρώνε ντοματιές, δεύτερον: δεν πίστευε στα φαντάσματα και τρίτον ποτέ του δεν είχε ακούσει να γίνεται λόγος για φαντάσματα γαϊδάρων. Ο Αργύρης ήταν πρακτικός άνθρωπος.  Δεν ήταν λοιπόν το φάντασμα, αλλά ήταν αυτός καθ' αυτός ο γάιδαρος του Κίτσου που μάλιστα μόλις τώρα θα είχε βγει από το ρέμα, καθώς απ' την ουρά του στράγγιζαν ακόμη τα νερά.

    Βάλθηκε να τον διώξει από το κτήμα, να σώσει τις ντοματιές του.

    «Ουστ… ουστ από 'δω παλιό-ζαγάρι», άρχισε να φωνάζει, σηκώνοντας ψηλά και ανοιγοκλείνοντας τα χέρια του για να τον τρομάξει.

    Ο γάιδαρος γύρισε, τον κοίταξε με ένα απαθές βλέμμα, παραξενεύτηκε για την τόσο απογάιδαρη συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου και τρέχοντας τράβηξε για την ανηφόρα της πλαγιάς. Τρέχοντας, χοροπηδώντας και γκαρίζοντας. Έριξε και δυο κλωτσιές στον αέρα καθώς έφευγε. Κάτω από την κοιλιά του κρεμόταν μάλιστα και το μαρκούτσι του, μισό μέτρο μακρύ. Ο Γάιδαρος, ζωηρός-ζωηρός πήρε την ανηφόρα, ψάχνοντας προφανώς για καμιά γαϊδάρα να απαλύνει τον καημό του.

    «Ρε συ' τί θαύματα είν' αυτά;» παραξενεύτηκε ο Αργύρης, βλέποντας το γάιδαρο να απομακρύνεται. «Αυτός προχθές ήταν έτοιμος να ψοφήσει… και τώρα…Κοίτα να δεις!»

    Είπαμε όμως: Ο Αργύρης ήταν πρακτικός άνθρωπος και σαν τέτοιος δεν πίστευε στα θαύματα. Εξάλλου δεν είχε γίνει κανένα θαύμα για να σωθεί η μάνα του που είχε πεθάνει πριν από δυο χρόνια. Από ένα απλό κρυολόγημα είχε αρχίσει, το γύρισε σε πνευμονία και το κατέληξε στον τάφο. Ούτε είχε γίνει και κανένα θαύμα με το ποδάρι της γυναίκας του, που της είχε πέσει το γουδοχέρι και της έσπασε δυο δάχτυλα στο δεξί πόδι. Κι' αυτή η χαζή τί το 'θελε; Είχε απλώσει το πόδι της, μη πέσει το γουδοχέρι στο πάτωμα και το χαλάσει. Μη κάνει ζημιά στο τσιμέντο. Καλά να πάθει. Δυο μήνες το είχε το πόδι της στο γύψο και δυο μήνες την πλήρωνε αυτός την έλλειψη του θαύματος.

    «Αργύρη ανακάτωσε λίγο το φαΐ»,  «Αργύρη πότισε τις γλάστρες», «Αργύρη το μωρό βρομοκοπάει. Πιάσε και ξεσκάτοσ' το»", «Αργύρη κάνε γάλα για το παιδί»…Αργύρη το ένα, Αργύρη το άλλο, είχε σκάσει. 

    Και η κυρία ήταν αραχτή όλη μέρα στον καναπέ και  γκρίνιαζε κι' από πάνω:

    «Αχ μωρέ πώς μούδιασε έτσι το ποδάρι μ';»

    Ο Αργύρης απέκλεισε την περίπτωση ο γάιδαρος να είναι προϊόν θαύματος.

    «Μπα. Κάτι άλλο τρέχει», συλλογίστηκε, αλλά το μόνο άλλο που έτρεχε ήταν το νερό μέσα στη ρεματιά, γάργαρο-γάργαρο και… ζεστό.

    «Ρε λες να μην ήταν ο γάιδαρος του Κίτσου αλλά κάποιος άλλος που του έμοιαζε;» Λογική απορία. Όλα τα γαϊδούρια είναι ίδια κι' όμοια ή σχεδόν ίδια. Αποφάσισε να το διαπιστώσει. Το απόβραδο πήρε των ποδαριών του και τράβηξε για το σπίτι του Κίτσου.

    «Κίτσοοο».

    Εμφανίστηκε κι' ο Κίτσος

    «Καλώς τον».

    «Τί κάνει ορέ 'συ ο γάιδαρός σου; Αυτόν που είχες για πνίξιμο. Πνίγηκε για δεν πνίγηκε;»

    Πολύ διεξοδικά ο Κίτσος του εξήγησε ότι μάλλον δεν είχε πνιγεί το γαϊδούρι και ότι το απομεσήμερο είχε γυρίσει από μόνο του και ότι αυτός το βρήκε μέσα στο παχνί του.

    «Μια χαρά ειν' το. Μήτε κτσένει μήτε χολεν' πια», του είπε και για του λόγου το αληθές τον πήγε και στο παχνί να το δει κι' ο ίδιος.

    «Να κοίτα».

    Ο γάιδαρος μασουλώντας λίγο σανό, γύρισε και κοίταξε πολύ απαξιωτικά τον Αργύρη. Σαν να του έλεγε:

    «Τι θαρρείς, δεν θα εύρισκα φαΐ. Σιγά τις ντοματιές σου μωρέ. Να τις έχεις να τις χαίρεσαι» και συνέχισε να μασουλάει. Κούνησε και το ένα αφτί προς τα κάτω.

    Εκείνο το βράδυ ο Αργύρης δεν κοιμήθηκε.

    Το αίνιγμα του γάιδαρου έπρεπε να λυθεί. Πώς ο γάιδαρος από ντιπ σαράβαλος που ήταν έγινε γάιδαρος και μάλιστα γάιδαρος προδιαγραφών;

    «Το νερό», αποφάσισε.

    Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, γέμισε μια νταμιτζάνα νερό από τη ρεματιά, πρόλαβε και τον Μανώλη, τον σοφέρ στο φορτηγό του Αποστόλη που κατέβαινε στην πόλη με ένα φορτίο καυσόξυλα και δρόμο.

    Πότε θα γυρίσεις πίσω; Καλά θα ήταν να γύριζε αυθημερόν, αλλά…

    Αύριο, του είπε ο Μανώλης. «Πρώτα έχω να φορτώσω. Το βράδυ θα κοιμηθώ μέσα στο αμάξι».

    Σιγά το αμάξι δηλαδή. Ένα παλιό στρατιωτικό GMC ήταν που του είχαν μεγαλώσει την καρότσα και πήγαινε αγκομαχώντας, αλλά… πήγαινε. Στην καμπίνα του οδηγού δεν χωρούσαν να κοιμηθούν δυο άτομα.

    Έκλαψε ο Αργύρης τα τρία τάλιρα που θα πλήρωνε στο πανδοχείο για ύπνο, ήθελε και κανένα τάλιρο για φαΐ, αλλά, τι να έκανε. Οι επενδύσεις αρχίζουν πάντα με έξοδα και δαπάνες.

    «Σε μια εβδομάδα», του είπαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους που παρέδωσε τη νταμιτζάνα για αναλύσεις του νερού. «Περάστε σε μια εβδομάδα για τα αποτελέσματα».

    Τα αποτελέσματα ήταν μυστήρια: Πολύ περισσότερα στοιχεία, μέταλλα και ιχνοστοιχεία από το κοινό πόσιμο νερό. «Πάντως τα στοιχεία δεν είναι τοξικά», του είπαν, του εξήγησαν ότι τοξικά σημαίνει βλαβερά και συμπλήρωσαν: «Ίσως να έχει ιαματικές ιδιότητες».

    Κάτι είχε ακούσει ο Αργύρης για ιαματικά λουτρά και για ιαματικές πηγές, αλλά για ιαματικές ρεματιές δεν είχε ακούσει.

    Αποφάσισε να δοκιμάσει αν το νερό της ρεματιάς ήταν ιαματικό ή όχι, αλλά πού να βρει άλλο κουτσό γαϊδούρι να τον ρίξει μέσα.  Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση· το μεγάλο ρίσκο. Θα έκανε τη δοκιμή ο ίδιος. Εξάλλου του το είχαν πει: Το νερό βλαβερό δεν είναι.

    Ξεβρακώθηκε και μπήκε μέσα στη ρεματιά. Ωραία ήταν και το νερό ζεστό-ζεστό, δεν του έκανε όρεξη να βγει. Μια, δυο, τρεις… έξη μέρες συνέχεια τη μια μετά την άλλη. Την έβδομη μέρα αισθανόταν σαν πουλάκι. Λες και είχε ξαναγεννηθεί. Παλληκάρι είκοσι χρονών ένιωθε. Και δεν το ένιωσε μόνο ο ίδιος αλλά το ένιωσε και η κυρα-Αργύραινα· η σύζυγός του.

    «Μα τι σ' έπιασε βρε και κάθε βράδυ… Τί έπαθες; Ξαναθυμήθηκες τα νιάτα σου;» είχε την εύλογη απορία η γυναίκα και του γκρίνιαξε λιγάκι, λες και η ίδια δεν ήθελε.

    Το νερό είχε θαυματουργές ιδιότητες. Τόνωνε όλο το μυϊκό του σύστημα, όλους τους μυς, ακόμη και τους παραμικρούς.

    Ο Αργύρης ήταν έξυπνος και πονηρός. Αν και γιόρταζε των Αγίων Αναργύρων, δεν είχε καμιά σχέση και καμιά ομοιότητα με τους Άγιους αυτούς ανθρώπους που γιάτρευαν τον κοσμάκη τζάμπα και δωρεάν.

    Πρώτα η εξασφάλιση: Η περιοχή, το οικόπεδο.

    Αντί πινακίου φακής και με την υπόσχεση μερικών ψήφων στις Δημοτικές εκλογές που ερχόταν του παραχωρήθηκε η έκταση. Εξάλλου τι ήταν η έκταση; Ουρμάνια και χέρσα στις όχθες της ρεματιάς.

    Το παραχωρητήριο της Δημαρχίας ήταν σαφέστατο:

    «Παραχωρείται έκταση, πλησίον της πόλεως, εις την δεξιάν κατά την ροήν του νερού όχθην  του ρέματος, για λόγους ανάπτυξης και κοινωφελών έργων». Πόση έκταση και για πόσο χρόνο; Τί μας νοιάζει; Όση ήθελε ο Αργύρης και για όλη του τη ζωή κι' ακόμα παραπέρα.

    Χάλασε δυο-τρεις λίρες, απ' αυτές που του είχε αφήσει η μακαρίτισσα η μάνα του και έκανε μια περίφραξη στην εκχωρηθείσα έκταση. Πολύ κακής ποιότητας πρέπει να ήταν η περίφραξη γιατί πολύ ξεχείλωνε. Κάθε χρόνο  ξεχείλωνε η περίφραξη και η παραχωρηθείσα έκταση γινόταν πιο μεγάλη. Μέσα στην περίφραξη έστησε και δυο τρεις παράγκες, να εξυπηρετούνται οι μελλοντικοί του λουόμενοι και άρχισε τη διαφήμιση. Πρώτα από το γιατρό που κουράριζε τη μακαρίτισσα τη μάνα του  και μετά στο γιατρό που είχε βάλει στο γύψο το πόδι της γυναίκας του, τότε που της είχε πέσει ο κόπανος απ' το γουδί, ο στούμπος όπως τον λέμε.

    «Έχω κάτι νερά… Κάτσε καλά. Μέχρι και πεθαμένο ανασταίνουν».

    Του έστειλαν οι γιατροί τους πρώτους πελάτες. Ασθενείς που μάλλον θα ήθελαν να τους ξεφορτωθούν.

    «Πάνε κάνε μια βδομάδα μπάνια και έλα να σε δω πως είσαι».

    Σιγά και μη πήγαν μετά οι ασθενείς στο γιατρό να δει την εξέλιξη της υγείας τους. Στο γιατρό πας όταν δεν είσαι καλά. Δεν πας όταν είσαι καλά.

    Μέρα με τη μέρα όμως και από στόμα σε στόμα το νέο μαθεύτηκε.

    «Μια βδομάδα έκανα μπάνια στου Αργύρη και έγινα περδίκι».

    Οι δύο επισκέπτες έγιναν δώδεκα, μετά είκοσι, σαράντα. ογδόντα  και κάθε μέρα ο Αργύρης μάζευε του κόσμου τα δίφραγκα. Τόσο έκανε η είσοδος στα ιαματικά λουτρά της ρεματιάς. Δυο δραχμές το άτομο. Μέχρι που και το ΚΤΕΛ αναγκάστηκε να βάλει καθημερινό δρομολόγιο από τις τρεις φορές την εβδομάδα που πήγαινε το λεωφορείο στη μικρή πόλη. Πολλές φορές έβαζε και δεύτερο δρομολόγιο και μερικές

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1