Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι
Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι
Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι
Ebook434 pages10 hours

Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Μια ρομαντική,αισθηματική περιπέτεια εποχής που διαδραματίζεται στη Σίκαλη της Μικράς Ασίας γεμάτη με λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία με τη μαγεία και τη σοφία της Ανατολής.Αργότερα η δράση μεταφέρεται στην Ελλάδα όπου αποκτά μια κοσμοπολίτικη μορφή και στο τέλος η δράση μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη,παίρνοντας τη μορφή συναρπαστικού αστυνομικού θρίλερ με ρομαντικό,συγκινητικό και απρόβλεπτο τέλος.

LanguageΕλληνικά
Release dateAug 19, 2019
ISBN9780463982570
Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι
Author

Παναγιώτης Μαχαλιώτης

Ο Παναγιώτης Μαχαλιώτης, επτανησιακής καταγωγής, γεννήθηκε στον Πειραιά,το 1951.Εκεί τελείωσε και το Ε Λύκειο Αρρένων.Σπούδασε οικονομικά.Εργάστηκε ως λογιστής σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.Αργότερα στράφηκε πρός τη θάλασσα.Τελείωσε τη σχολή ραδιοτηλεγραφητών.Μπαρκάρισε σαν ασυρματιστής πρώτα κι αργότερα σαν πλοίαρχος του Ε.Ν.Είναι συγγραφέας των μυθιστορημάτων Σάπιο μήλο των εκδόσεων Αρμός ( ISBN 960-527-003-X έτος 1996) και 7 κούπα των εκδόσεων Κέδρος (ISBN 960-04-1497-1 έτος 1998) και του θεατρικού έργου Η Γοητεία Του Ανθρώπινου Λάθους των εκδόσεων Smashwords (ISBN 9780463349120 έτος 2019).

Related to Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι

Related ebooks

Related categories

Reviews for Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Δρομοι Κεντημένοι Με Μεταξι - Παναγιώτης Μαχαλιώτης

    ''ΔΡΟΜΟΙ ΚΕΝΤΗΜΕΝΟΙ ΜΕ ΜΕΤΑΞΙ''

    Κεφάλαιο 1

    Τα δυο περήφανα άσπρα άλογα κάλπαζαν ξέφρενα διασχίζοντας το πυκνό δάσος ώσπου η περηφάνεια τους άρχισε σιγά-σιγά να γέρνει προς τη γη. Τα κεφάλια τους κρέμασαν αποκαμωμένα και τα στόματά τους γέμισαν άσπρους αφρούς. Οι δυο αδελφικοί φίλοι, ο Βάσσος και ο Πέτρος, κατάκοποι κι αυτοί, ξεπέζεψαν μόλις έφθασαν στο ξέφωτο και έδεσαν τα άλογά τους στα δένδρα. Τότε ο Πέτρος πρόσεξε το πρόσωπο του φίλου του και τρόμαξε. Πλησίασε και τον άγγιξε με την παλάμη του στο κούτελο. <<Αδερφούλη τι έχεις;Τι σου συμβαίνει;Δε σε βλέπω στα καλά σου>>.

    Ο Βάσσος έκανε μια κίνηση καθησυχασμού με το χέρι του και ακούμπησε την πλάτη του στον κορμό του δένδρου.

    <<Εντάξει είμαι μην ανησυχείς, λίγο ζαλισμένος από το ταξίδι είμαι βρε παιδί μου, θα μου περάσει>>.

    Ο Πέτρος έπιασε στοργικά με τις παλάμες του το πρόσωπό του, μετά έπιασε το σφυγμό του και...μετά αγρίεψε.

    <<Τι μου λες τώρα αδερφούλη;Εσύ τρέμεις παιδάκι μου, είσαι κατάχλομος και έχεις πυρετό.Το ξέρεις;>>

    <<Μην ανησυχείς βρε φιλαράκι, σου λέω, μπορεί να είναι και από την συγκίνηση. Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να την δω; Από παιδάκια που πηγαίναμε αγκαλίτσα στο σχολείο. Τόσα χρόνια στην Αμερική με το όραμά της ζούσα. Με την εικόνα της έπεφτα στο κρεβάτι και με αυτήν ξυπνούσα και τώρα...όσο πλησιάζει η ώρα...καταλαβαίνεις>>.

    Ο Πέτρος αναστέναξε βαθιά.

    <<Αχ, το ξέρω, δεν είχες δα και άλλη κουβέντα καθημερινά από την αγαπημένη σου Βηθλεέμ, αλλά δεν περίμενα ότι θα πέσεις και στα πατώματα γι΄αυτήν, ρε αδερφούλη. Αλήθεια όμως, για πες μου, είναι πράγματι τόσο όμορφη όσο μου την περιγράφεις ή σε έχει θαμπώσει ο έρωτας και βλέπεις αγγέλους;>>

    <<Τι να σου πω, Πέτρο μου;Στα μάτια τα δικά μου είναι θεά. Στα δικά σου μάτια όμως μπορεί να είναι ένα τίποτα. Γι'αυτό σου λέω ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς σημαίνει για μένα η Βηθλεέμ μου. Είναι ακριβώς το άλλο μισό του εαυτού μου. Χωρίς αυτήν είμαι μισός, ας πούμε, φαντάσου ένα πουλί με ένα φτερό. Πώς να σου δώσω να το καταλάβεις; Χωρίς αυτήν δεν έχει νόημα η ζωή, δεν έχει χαρά, δεν έχει φως, δεν έχει ουσία, κατάλαβες τώρα;>> του ψιθύρισε στο αφτί. <<Σε λίγο που θα την δεις θα μου πεις τη γνώμη σου>>.

    <<Ωραία, με έπεισες, πάρε τώρα μερικές βαθιές ανάσες να ηρεμήσεις και πάμε να την συναντήσουμε. Μόνο, σε παρακαλώ, δέσε το άλογό σου στο δένδρο, γιατί αυτό εδώ που το έδεσες δεν είναι το δένδρο αλλά το χέρι μου!!!>>

    Ξεκίνησαν για την όχθη της λίμνης ενώ ο Βάσσος ήταν μέσα στη ταραχή και την ανασφάλεια.

    <<Πώς είμαι αδερφούλη;>>

    <<Μια χαρά κούκλος είσαι. Ένας κατάχλομος, μεν, τρεμαλέος, δε, πανικόβλητος, σίγουρα, αλλά, όμως, μεγάλος κούκλος. Εγώ στο λέω αυτό και να το πιστέψεις, έτσι... είπα κούκλος!!Κάτσε να σε φτιάξω και λίγο (του χτενίζει τα μαλλιά, του ισιώνει τα πέτα, τον ξεσκονίζει και τον κτυπά στην πλάτη).Για να σε δω τώρα...Ωραία, τώρα μάλιστα είσαι γαμπρός!!!>>

    Κεφάλαιο 2

    Το βράδυ ήταν ζεστό, μυρωμένο και τα φώτα πολύχρωμα στη μεγάλη λίμνη της Σίλλης. Η Βηθλεέμ έχει ανεβάσει την παράσταση ''Η πριγκίπισσα Αριάδνη και το πριγκιπόπουλο'' που έχει φθάσει στο φινάλε της. Η Βηθλεέμ ως ''Αριάδνη'' ακίνητη επάνω στη φωτισμένη σχεδία χάνεται μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. Ο χορός των παιδιών γύρω από τη λίμνη, κρατώντας αναμμένα, πολύχρωμα χάρτινα φαναράκια της τραγουδά, ενώ η θλιβερή μουσική ακούγεται αχνά μακριά, από τις πλαγιές της χαράδρας:

    *****

    '' Γλιστρά ένας κύκνος στο νερό με πόζα και με χάρη,

    μ'ένα αστεράκι λαμπερό στο ράμφος για φανάρι,

    βαρκούλες από νούφαρα με πλουμιστά πανάκια

    στη λίμνη ταξιδεύουνε και κάνουν τσαλιμάκια.

    Κι εσύ στης λίμνης στέκεσαι τη μέση σαν νεράιδα,

    Στον κόσμο τέτοιαν ομορφιά ποτέ μου δεν ξανάειδα!

    Πριγκίπισσα των ποταμιών, βασίλισσα της λίμνης,

    της λίμνης με τα νούφαρα που τ'άστρα καθρεφτίζει.

    Οι λαμπηδόνες κέντησαν χρυσάφι στα μαλλιά σου,

    οι πεταλούδες χρώματα βάφουν στη φορεσιά σου,

    το αηδόνι το γλυκόλαλο σού'δωσε τη μιλιά του.

    κι από το πριγκιπόπουλο πήρες τα λογικά του.

    Πήρες τα μάτια της φωτιάς, του φεγγαριού τ'ασήμι

    το πνεύμα σου τ'ανήσυχο το πήρες απ' το αγρίμι.

    Γέμισε κι η ακρολιμνιά χάρτινα φαναράκια

    που τα κρατούν στο στόμα τους του δάσους τ'αγριμάκια.

    Ήρθανε μέσα στη νυχτιά για να σε προσκυνήσουν,

    γλυκά τραγούδια να σου πουν, να σ'αποχαιρετήσουν.

    Πεντάμορφη πριγκίπισσα, βασίλισσα της λίμνης

    δικιά μας θά είσαι πάντοτε, στη σκέψη μας θα μείνεις!''

    *****

    Οι δυο φίλοι πλησίασαν με αργά βήματα στην άκρη της λίμνης με τα μάτια πάντα καρφωμένα στη σκηνή. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του αυτό που έβλεπε. Ένιωθε μαγεμένος, θαμπωμένος από αυτή τη θεά που έβλεπε να παίζει στη σκηνή. Γύρισε στον Βάσσο και του ψιθύρισε με βραχνή φωνή...

    <<Αυτή είναι;>>

    <<Αυτή>> ψιθύρισε και ο Βάσσος, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στο πρόσωπο της Βηθλεέμ. Πόσο είχε αλλάξει με τα χρόνια σκέφτηκε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα από τη συγκίνηση! Πόσο είχε ξεπεράσει ακόμη και αυτά τα όρια της φαντασίας του σε ομορφιά!

    <<Δεν έχω δει ωραιότερο πλάσμα στη ζωή μου ρε φιλαράκι, ειλικρινά όμως. Εγώ πάντα πίστευα ότι η μεγάλη αγάπη σου για την Βηθλεέμ θα σε έκανε να υπερβάλλεις στις περιγραφές σου γι'αυτήν αλλά αυτό το θεσπέσιο πλάσμα που βλέπω τώρα μπροστά μου....τι να πω....ξεπερνά πια καθε όριο περιγραφής!>>

    Μετά το τέλος αυτής της υπέροχης παράστασης, καθώς, μέσα από τους καπνούς, η σχεδία με την Βηθλεέμ πλησίαζε στην όχθη της λιμνούλας, κάτω από τα παρατεταμένα χειροκροτήματα των θεατών, ακούστηκε ο καλπασμός της καρδιάς του Βάσσου μέχρι τα αφτιά της Βηθλεέμ κι αυτή τον άκουσε, όπως και τότε, κι έψαξε με το βλέμμα να τον βρει, όπως και τότε!!! Αυτός ο μαγνητισμός, αυτή η χημεία, που ένωνε αυτά τα δυο παιδιά, από τότε που ήταν αθώα και πήγαιναν κάθε μέρα στο σχολειό τους, μαζί, σφιχταγκαλιασμένα, αχώριστα, λειτούργησε και τώρα. Τόσος κόσμος γύρω τους κι όμως οι ματιές τους έψαχναν απεγνωσμένα να συναντήσουν η μια την άλλη και μόλις συναντήθηκαν, λες κι έγινε το φως μιας αστραπής και όλα τα άλλα χάθηκαν κι αυτές έμειναν εκεί, ενωμένες, μαγνητισμένες. Σε λίγο η Βηθλεέμ πατούσε στην όχθη της λίμνης πάντα με τα μάτια της καρφωμένα στον Βάσσο κι αυτός στεκόταν εκεί στην όχθη, σαν άγαλμα, ακίνητος, αμίλητος, με ένα γλυκό μούδιασμα σε όλο του το κορμί, που δεν του επέτρεπε να κάνει ή να πει ή να σκεφτεί το παραμικρό. Ο Πέτρος, άλλος μαγεμένος κι αυτός, κατόρθωσε να ψελλίσει στο αφτί του φίλου του:

    <<Άντε ρε αδερφούλη, η κοπέλα βγήκε, σε κοιτάζει, έρχεται προς το μέρος σου, εσύ δε θα της μιλήσεις; Δε θα την χαιρετήσεις; Άντε πάρε βαθιές ανάσες και πήγαινε>>.

    Σαν υπνωτισμένος ο Βάσσος, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και έκανε το πρώτο βήμα προς το μέρος της Βηθλεέμ, που τον κοιτούσε κι αυτή με ένα ύφος, μα ένα ύφος, Θεέ μου!!! Το πρώτο βήμα ήταν καλό, το δεύτερο όμως ήταν τραγικό, γιατί ήταν βήμα επάνω στο νερό και ο Βάσσος δεν ήταν ο Θεάνθρωπος για να μπορεί να περπατήσει επάνω στο νερό της λίμνης. Έτσι, για κάποια εφιαλτικά δευτερόλεπτα, ο Βάσσος, χάθηκε από τα μάτια όλων. Ο Πέτρος όρμησε σαν τρελός και βούτηξε προς το μέρος που άφριζε το νερό της λίμνης, η δε Βηθλεέμ ξέσπασε σε ένα ουρλιαχτό τρόμου που αντιλάλησε σε όλη την πλαγιά: <<Πίλοοοο...Πίλοοο μου!!!>>. Ευτυχώς, μετά από αγώνα σκληρό με τα στοιχεία της φύσης, ο Πέτρος, κατόρθωσε τελικά να ξεκολλήσει από το βούρκο της λίμνης τον εμβρόντητο Βάσσο και μαζί, αγκαλιά, γλιστρώντας και τσαλαβουτώντας, κατάφεραν να φτάσουν μέχρι εκεί, στο σημείο που είχαν δέσει τα άλογά τους, να τα καβαλήσουν και μαζί πάντα, να καλπάσουν προς το σπίτι του θείου του Βάσσου, του κυρίου Ιορδάνη που ήταν εκεί κοντά, για να μπορέσουν να πλυθούν, να αλλάξουν και να συνέλθουν από το τρομερό αποψινό τους κάζο!!!

    Κεφάλαιο 3

    Οι δύο επιστάτες του θείου Ιορδάνη κλάδευαν το φράχτη με τις πολύχρωμες πικροδάφνες όταν άκουσαν για μια στιγμή τον καλπασμό των αλόγων. Σκιάχτηκαν όταν είδαν τους δυο παράξενους καβαλάρηδες να σταματούν μπροστά στην δίφυλλη βαριά πόρτα της έπαυλης και να ξεπεζεύουν. Ο ένας έτρεξε προς την πόρτα και ο άλλος προς την αποθηκούλα για να πάρει το όπλο του. Η φωνή όμως του Βάσσου τους έκανε να σταματήσουν.

    <<Φίλε, μη με φοβάσαι, είμαι ο Βάσσος, ο ανιψιός του κυρίου Ιορδάνη και της κυρίας Ουρανίας. Άνοιξέ μου,σε παρακαλώ>>.

    Οι δυο επιστάτες δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, μετά κοίταξαν τους δυο παράξενους επισκέπτες. Δεν τους γέμιζαν το μάτι ,έτσι κατάμαυρους που τους έβλεπαν από το βούρκο της λίμνης. Από την άλλη όμως, ο τύπος τους έλεγε ότι είναι ανιψιός του αφεντικού τους, έλεγε τα ονόματα των αφεντικών τους αλλά και το δικό του.

    <<Με λένε Βάσσο Παπάζογλου, και είμαι ανιψιός του κυρίου Ιορδάνη, άκουσες τι σου είπα;>> Μίλησε αυστηρά, αυτή τη φορά ο Βάσσος. <<Αφού δεν μου ανοίγεις, τουλάχιστον φώναξέ μου το θείο μου, γρήγορα>>.

    <<Ωραία, περιμένετε εδώ.Πάω να τον φωνάξω, είπε ο πρώτος επιστάτης.Εσύ έχε το νου σου μην σου μπουν ξαφνικά μέσα αυτοί οι δύο>> είπε στον άλλο επιστάτη και κινήθηκε προς το βάθος του κήπου. Έφθασε με γρήγορο βήμα μπροστά στη βαριά, ξύλινη, σκαλιστή, πόρτα του σπιτιού και κτύπησε το ρόπτρο. Η πόρτα μετά απο λίγο άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε η Φατμέ, η οικονόμος του σπιτιού. Ρώτησε τον επιστάτη τι συμβαίνει και αυτός της είπε ότι θέλει κάτι να πει στο αφεντικό. Περίμενε για λίγο και ο Ιορδάνης εμφανίστηκε τυλιγμένος σε μια γκραινά ρόμπ ντε σάμπρ.

    <<Τι τρέχει ρε Βάιε;>> ρώτησε παραξενεμένος τον επιστάτη του, γιατί ήξερε ότι αυτός ποτέ δεν θα τολμούσε να τον ενοχλήσει τέτοια ώρα για κάποια ασήμαντη αφορμή.

    Ο Βάιος, με φωνή τρεμάμενη για την ενόχληση, εξήγησε στον Ιορδάνη ότι είναι κάποιος στην πόρτα που λέει ότι είναι ο ανιψιός του ο Βάσσος Παπάζογλου. Έμεινε κατάπληκτος από τις χαρές που έκανε ο Ιορδάνης στο άκουσμα του ονόματος του ανιψιού του.

    <<Το ανιψάκι μου, ο Βάσσος μου, το καμάρι μου, ήρθε εδώ; Και πού είναι;>>

    <<Έξω στην πόρτα, κύριε και περιμένει>>.

    <<Έξω, στην πόρτα και περιμένει;>> επανέλαβε ο Ιορδάνης, προπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. <<Σου είπε ότι είναι ο ανιψιός μου και τον έχεις έξω και περιμένει; Γιατί δεν του άνοιξες αμέσως να μπει;>>

    <<Φοβήθηκα, αφεντικό>>.

    <<Φοβήθηκες; Τι φοβήθηκες, το ανιψάκι μου, βρε, τι το πέρασες για κανέναν λήσταρχο; Αυτός βρε είναι γιατρός, είναι επιστήμων μεγάλος, στην Αμέρικα σπουδαγμένος είναι, βρε χαϊβάνι>>.

    <<Είναι κι άλλος ένας μαζί του κύριε και άμα τους δείτε πως είναι θα καταλάβετε>>.

    <<Τι να καταλάβω, βρε άχρηστε! Άντε τσακίσου αμέσως και άνοιξε στα παιδιά να μπούνε μέσα>>.

    Ο επιστάτης τσακίστηκε να ανοίξει την βαριά πόρτα που έτριξε ανατριχιαστικά και οι δυο φίλοι μπήκαν στο αγρόκτημα κρατώντας τα άλογά τους από τα χαλινάρια.

    Ο Ιορδάνης, έσφιξε τη ζώνη της ρομπ ντε σάμπρ του και προχώρησε προς το μέρος τους, γεμάτος περιέργεια. Όταν είδε τους δυο νέους, κάτω από το φως των φαναριών της αλέας, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του. Ο Βάσσος παραπονέθηκε:

    <<Γελάς μωρέ θείε μου; Γελάς με τα χάλια μας;>>

    Ο θείος εξακολουθούσε να γελά τρανταχτά, μέχρι που το γέλιο του πνίγηκε μέσα σε ένα βραχνό βήχα. Όταν,κάποια στιγμή, ηρέμησε, πλησίασε ακόμη πιο κοντά και κοίταξε εξεταστικά τον ανιψιό του.

    <<Μα είναι να μη γελώ,ανιψούδι μου;Εγώ βρε, γιατρό σε περίμενα, μεγάλο και τρανό με βελάδα, καπέλο ημίψηλο, ρολόι με χρυσή καδένα και μονόκλ στο μάτι κι εσύ μου ήρθες καπνοδοχοκαθαριστής, τι να κάνω; Τι πάθατε ,λοιπόν, πώς είσαστε έτσι;>>

    <<Θείε μου ,πρώτα απ'όλα, πες σε αυτούς εδώ να πάρουν τα άλογά μας και να τα πάνε στο σταύλο, να πάμε εμείς μέσα να πλυθούμε γιατί άρχισε η λάσπη να κολλάει επάνω μας, να ξεραίνεται και να σπάει σε λέπια μαζί με το δέρμα μας και μετά θα βρούμε χρόνο να τα πούμε. Θα ήθελα, βέβαια, να σου συστήσω και τον αδερφικό μου φίλο, ιατρόν ,κύριον Πέτρο Πετρίδη, τον οποίον , όταν θα πλυθεί θα τον γνωρίσεις και προσωπικά>>.

    Μέσα από το σπίτι ακούστηκε η φωνή της θείας Ουρανίας:

    <<Ποιος είναι καλέ Ιορδάνη;>>

    <<Ο ανιψιός μας ο Βάσσος είναι με έναν φίλο του, γιατρό. Άσε τα λόγια και δώσε εντολή να ζεστάνουν νερό για να πλυθούν τα παιδιά, είναι χάλια>>.

    Ακούστηκαν ξεφωνητά χαράς από μέσα και μετά πρόβαλε από την πόρτα η Ουρανία και έτρεξε προς το μερος τους. Τα ξεφωνητά χαράς έγιναν τώρα ξεφωνητά τρόμου καθώς αντίκρυσε τους δυο κατάμαυρους νεαρούς.

    <<Θεέ μου τι είναι αυτό; Πώς είναι έτσι;Καλέ Ιορδάνη, τι έπαθαν τα παιδιά, καλέ;>>

    Ο Ιορδάνης της είπε τότε να αφήσει τα πολλά λόγια και να φροντίσει να ετοιμάσουν το μπάνιο για να πλυθούν τα παιδιά. Ο Βάσσος,όσο πιο ήρεμα μπορούσε, εξήγησε στην πανικόβλητη θεία, ότι γλίστρησε ο ίδιος και έπεσε στη λίμνη και τότε, ο αδερφικός του φίλος, ο Πέτρος, έπεσε με αυτοθυσία στη λίμνη, για να τον σώσει. Έτσι έγιναν μαύροι από τη λάσπη της λίμνης. Θα μας δεις σε λίγο και θα μας γνωρίσεις καλύτερα, όταν πλυθούμε και θα φανούν τα πρόσωπά μας.

    <<Αχ, τι συγκινητικό να υπάρχουν άνθρωποι που θυσιάζουν τη ζωή τους για να σώσουν το φίλο τους. Σπανίζουν τόσο στις μέρες μας τέτοιες αγνές και δυνατές φιλίες!!!>>

    Ο Ιορδάνης της είπε να αφήσει τις συγκινήσεις για αργότερα και να τρέξει να ετοιμάσει ό,τι ρούχα βρει στα ντουλάπια της γιατί θα πρέπει να αλλάξουν τα παιδιά αμέσως για να μην αρρωστήσουν, έτσι βρεγμένα τόσες ώρες.

    Κεφάλαιο 4

    Αφού πλύθηκαν και ντύθηκαν, οι δυο φίλοι, πέρασαν στην μεγάλη τραπεζαρία για φαγητό.

    Έπεσε και πάλι γέλιο, έτσι καθώς κολυμπούσαν μέσα στα πανάκριβα ρούχα του ευτραφέστατου θείου Ιορδάνη.

    <<Πώς αισθάνονται τώρα τα φιλαράκια;>> ρώτησε πειράζοντάς τους ο Ιορδάνης>>.

    <<Άνετα, πολύ άνετα και πολύ ευρύχωρα>> φώναξαν ταυτόχρονα οι δυο φίλοι ανεμίζοντας τα ρούχα τους.

    Το είχε βλέπεις, η μέρα σήμερα να βγάζουν γέλιο είτε σαν βατράχια λασπωμένα, κολυμπώντας στις λάσπες της λίμνης είτε σαν φασουλήδες κολυμπώντας μέσα στα πανάκριβα ρούχα του Ιορδάνη.

    Όταν κάποια στιγμή, στμάτησε ο Ιορδάνης, να γελά, έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά πήρε το ύφος εκείνο που το γνώριζε καλά ο Βάσσος, το πονηρό και συνωμοτικό και κοιτώντας γύρω του προσεκτικά, μήπως ακούει κανείς, ρώτησε το Βάσσο, χαμηλώνοντας τη φωνή:

    <<Και τι γύρευες εσύ στη λίμνη, νυχτιάτικα ,ανιψάκι μου;>>

    Ο θείος Ιορδάνης ήξερε όλα τα μυστικά του Βάσσου. Δεν ήταν απλά ένας από τους θείους του. Ήταν ο αγαπημένος του θείος αλλά και φίλος κι εξομολόγος του. Ο Βάσσος τον αγαπούσε τόσο κι ένιωθε τόση ζεστασία σιγουριά και ασφάλεια μαζί του, ώστε, έτσι, χωρίς να το καταλάβει, του άνοιγε την καρδιά του σε τέτοιο βάθος και του έλεγε τέτοια σοβαρά μυστικά που ούτε τον εαυτό του δεν θα μπορούσε να τα πει. Βέβαια το ότι με την Βίκυ ήταν αχώριστοι από παιδιά το ήξερε όλο το χωριό. Ο θείος όμως ήξερε και τα πάρα μέσα. Ήξερε, δηλαδή ότι στην παιδική ψυχούλα του Βάσσου φώλιαζαν και κάποια άλλα συναισθήματα, εκτός από την τρυφερή τους φιλία που την ήξερε όλος ο κοσμος.

    <<Εγώ, θείε μου, την Βίκυ, όταν θα μεγαλώσω και γίνω γιατρός, θα την παντρευτώ!>> του έλεγε με όλη την παιδική του αθωότητα. Ο θείος γελούσε καλόκαρδα και τον συμβούλευε πάντα με σοφία και αγάπη και με εκείνο το συνομωτικό του ύφος που επέκλειε όλο τον άλλο κόσμο από τα μυστικά τους. Άκουσε και πάλι την φωνή του θείου με εκείνο το συνομωτικό, μυστικοπαθές ύφος να τον ξαναρωτά:

    <<Λοιπόν ανιψάκι, δε θα μου πεις;Τι γύρευες νυχτιάτικα στη λίμνη;>>

    Ο Βάσσος χαμογέλασε ντροπαλά κι έσκυψε το κεφάλι λέγοντας:

    <<Έλα, μωρέ θείε, εσύ τώρα κάνεις πως δεν ξέρεις τι γύρευα στη λίμνη νυχτιάτικα;>>

    Ο Ιορδάνης σήκωσε το βλέμμα κι έκανε νόημα στην Ουρανία να εξέλθει και να τους αφήσει μόνους. Μετά κοίταξε, πάλι με νόημα, μια τον Πέτρο και μια το Βάσσο. Ο Βάσσος κατάλαβε και τον πρόλαβε, του είπε ότι ο Πέτρος μπορεί να μείνει μαζί τους, ότι ξέρει όλα του τα μυστικά, ότι είναι κάτι σαν αδερφός του κι ότι μπορεί μπροστά του να πει άφοβα ό,τι θέλει. Ο Πέτρος σηκώθηκε μάλιστα από μόνος του να φύγει και να ακολουθήσει την κυρία Ουρανία, αλλά ο Βάσσος τον άρπαξε από το χέρι και τον καθισε στην θέση του, πλάι του.

    <<Λοιπόν Βάσσο μου, πώς ήταν;>>

    << Η λίμνη θείε μου;>>

    << Ε, μη μου κάνεις εμένα το κορόϊδο...Δεν πήγες στη λίμνη για τη λίμνη λεβέντη μου. Πήγες στη λίμνη για να την δεις; Έτσι δεν είναι;>>

    Ο Βάσσος ένιωσε μιαν έξαψη, έτσι, σαν να ήταν τώρα εκεί και να την έβλεπε μπροστά του.

    <<Ε, ναι,θείε μου, πήγα για να την δω. Έζησα πάνω από δώδεκα χρόνια μακριά της. Πολλά δεν είναι;>>

    <<Και την είδες;>>

    <<Την είδα.Δηλαδή, όσο πρόλαβα>>.

    <<Πρόσεξες πόσο έχει ομορφύνει , τελευταία;>>

    <<Εμ, πώς νομίζεις ότι βούλιαξα στη λίμνη, θείε μου; Αφού θαμπώθηκα τόσο από την λάμψη της και την ομορφιά της, που δεν έβλεπα που βρισκόμουν και που πατούσα. Καλά που ήταν ο Πετράν μου δίπλα μου και βούτηξε και με έσωσε, αλλιώς έτσι που ήμουν σαν χαμένος θα πήγαινα χαμένος>>. Ο Πέτρος του έκανε μια δυνατή λαβή στο κεφάλι και τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Μετά γύρισε προς τον Ιορδάνη και είπε με ψεύτικο θυμό:

    <<Καταλάβατε τώρα κύριε Ιορδάνη, τι πήγε να μου κάνει το παλιόπαιδο; Πήγε να μου στερήσει τον μονάκριβο αδερφό μου και να με αφήσει μόνο σ'αυτή την άχαρη ζωή και όλα αυτά, γιατί παρακαλώ; Για μια γυναίκα!>>

    <<Ναι, μα για ποια γυναίκα όμως!>> φώναξε κάτω από την αμασχάλη του ο Βάσσος.

    Ο Ιορδάνης χαμογέλασε ευτυχισμένος διαπιστώνοντας το πόσο αγαπημένα ήταν αυτά τα παιδιά και γυρίζοντας προς τον Πέτρο ρώτησε:

    <<Κι αυτή; Αυτό μας ενδιαφέρει, αυτή τι έκανε, Πέτρο μου;>>

    Ο Πέτρος άφησε το κεφάλι του Βάσσου κι έπιασε το δικό του.

    <<Θεέ μου, δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τέτοιο πλάσμα, κύριε Ιορδάνη, ερώτων την φαιδρά εποχή, όπως έλεγε και το γνωστό τραγουδάκι μου. Αν εγώ αγαπάω τον Βάσσο, τότε αυτή τρελαίνεται. Να την βλέπατε πώς έκανε. Τραβούσε τα μαλλιά της κι έτρεχε προς το μέρος μου ουρλιάζοντας: Στίλοοοο, Στίλο μουουου. Τα ουρλιαχτά της αντιλάλησαν σε όλη την πλαγιά: Στίλοοο, Στίλο μουουου!φώναζε>>.

    <<Σιγά, βρε, μη με φώναξε και σκύλο μου σκύλο μου!!!>>

    Οι δυο άντρες γέλασαν κι ο Βάσσος συνέχισε: Σπίλο μου, φώναξε, είναι το συνθηματικό μας αυτό. Εγώ βέβαια ήμουν βουλιαγμένος και δεν την άκουγα αλλά σίγουρα αυτό θα φώναζε.

    <<Και τι θα πει αυτό;>> ρώτησε ο Πέτρος. Δεν μου έχεις πει κάτι σχετικό.

    Ο Βάσσος χαμογέλασε για λίγο και μετά με ύφος γεμάτο νοσταλγία και συγκίνηση, άρχισε να θυμάται εκείνα τα χρόνια της αθωότητας και των ερώτων την φαιδράν εποχή, που λέει και το γνωστό τραγουδάκι.

    Κεφάλαιο 5

    Ένα βατραχάκι ακούστηκε μέσα από τις καλαμιές. Ένα άλλο βατραχάκι ακούστηκε μέσα από τον κήπο του αρχοντικού. Τα καλάμια σάλεψαν, η πόρτα του αρχοντικού μισάνοιξε και τα δυο βατραχάκια έσμιξαν, έπλεξαν τα χεράκια τους πίσω από τις πλάτες τους τα κορμάκια τους κόλλησαν τα μαγουλάκια τους επίσης κι έτσι σφιχτά αγκαλιασμένα πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε στο σχολείο της Σίλλης. Ήταν τα γνωστά ''Βουβουκάκια'', όπως τα έλεγαν στη γειτονιά και τα καμάρωναν. Το ένα πιο ωραίο και πιο χαριτωμένο από το άλλο. Ο Βάσσος το ένα ''βου'' και η Βίκυ, το άλλο ''βου''. Στο σχολείο, βέβαια τα έλεγαν ''σιαμαία'' γιατί πήγαιναν και γυρνούσαν, πάντα, έτσι κολλημένα, αχώριστα. Γυρνούσαν από το σχολείο, χώριζαν για λίγο και μετά πάλι το ένα βατραχάκι καλούσε το άλλο για τον απογευματινό τους περίπατο. Σφιχταγκαλιασμένα και πάλι, περνούσαν το ξύλινο γεφυράκι που ένωνε τις δυο πλαγιές του όμορφου ποταμού και πήγαιναν να ρεμβάσουν στο κιόσκι με το κόκκινο παγκάκι, που το θεωρούσαν πια δικό τους. Εκεί που είχαν σκαλίσει στη ράχη του την ομολογία του έρωτά τους,δυο καρδούλες με βελάκια και μέσα τους το '' Β+β=άπειρο!!!''

    Έτσι αγκαλιασμένα πάντα, απολάμβαναν το δειλινό καθώς ο ήλιος βασίλευε αργά-αργά. Η Σίλλη, το ''μεγάλο χωριό'' ή ''η μικρή μας πόλη'', όπως την έλεγαν, ήταν κτισμένη στις δυο πλαγιές μιας στενής κοιλάδας που στα ανατολικά της ανοίγεται προς την μεγάλη πεδιάδα του Ικονίου. Το Ικόνιο, καθώς το κοιτούσαν από ψηλά, έμοιαζε σαν ένα πελώριο, ψηφιδωτό ψάρι, ξαπλωμένο επάνω στο απέραντο πράσινο της μεγάλης πεδιάδας. Η Σίλλη ήταν πόλη ευλογημένη και διπλά προστατευμένη. Την προστάτευαν οι πέτρινοι όγκοι των βουνών και οι ευλογίες των αγίων των βουνών. Ένα ποταμάκι διέσχιζε ήρεμο την κοιλάδα κατά μήκος και δημιουργούσε το φαράγγι στο ''Τσάι'', εκεί που είχαν καθίσει τώρα τα δυο παιδιά. Το ήσυχο ποταμάκι το χειμώνα όμως αγρίευε, φούσκωνε, έκανε καταστροφές και παρέσερνε ζώα και ανθρώπους. Αυτά όμως τα τρελόπαιδα, αψηφούσαν τα στοιχεία της φύσεως και ακόμη και την πιο άσχημη μέρα του χειμώνα, αυτά εκεί, με κίνδυνο ακόμη και της ζωής τους θα πήγαιναν οπωσδήποτε στο κιόσκι τους! Το ποταμάκι, σε ένα πλάτωμά του δημιουργούσε μια μεγάλη λίμνη και λίγο πιο κάτω άλλη μια λιμνούλα μικρή. Στη μεγάλη λίμνη το καλοκαίρι κολυμπούσαν οι μεγάλοι και στην μικρή λιμνούλα πλατσούριζαν τα μικρά παιδιά. Γεφύρια ένωναν τις δυο όχθες του ποταμού. Η πέτρινη γέφυρα ''Νtach-Kapici'' ήταν στο φαράγγι του''Τσάι''μέσα στη Σίλλη, υπήρχαν όμως και άλλες μικρότερες γεφυρούλες ξύλινες και σε άλλα σημεία κατά μήκος του πανέμορφου αυτού ποταμιού. Οι πλαγιές ήταν κατάφυτες από αμυγδαλιές, καϊσιές, αχλαδιές με άσπρα μεγάλα αχλάδια, αμπέλια στα υψώματα, με σταφύλια μαύρα, μοσχάτα, μυρωδάτα και γλυκά.

    Η Βίκυ, ξαφνικά, σηκώθηκε όρθια και στάθηκε μπροστά στο Βάσσο.

    <<Κλείσε τα μάτια σου και τα αφτιά σου>> του είπε με ύφος μυστηριώδες.

    <<Γιατί;>> ρώτησε έκπληκτος ο Βάσσος.

    <<Γιατί θέλω να μη βλέπεις ούτε να ακούς. Θέλω μόνο να αισθάνεσαι. Έλα, κλείστα>>.

    Ο Βάσσος, τι να κάνει, μήπως της χαλούσε και ποτέ χατήρι;Έκλεισε τα μάτια του και βούλωσε τα αφτιά του με τα χέρια του.

    <<Ωραία>> φώναξε η Βίκυ. <<Τώρα μισάνοιξε τα χείλη σου. Όχι τόσο, βρε, σαν χάχας, θα μπει καμιά μύγα στο στόμα σου.Άνοιξέ τα όσο να χωράει το ένα σου δάχτυλο, έτσι, μπράβο, ωραία>>.

    Τότε η Βίκυ κάθισε στα πόδια του και ακούμπησε τα χείλη της στα μισάνοιχτα χείλη του Βάσσου. Μετά πίεσε περισσότερο και άρχισε να τον φιλά με πάθος.

    <<Τι κάνεις;>>τη ρώτησε ξαφνιασμένος ο Βάσσος, μόλις μπόρεσε να ελευθερώσει το στόμα του.

    <<Το είδα χθες στον κινηματογράφο και ήθελα να το δοκιμάσω να δω πώς είναι. Τους είδα τους κυρίους ηθοποιούς κάτι πολύ ευχαριστημένους που έκαναν αυτό το πράγμα και με έφαγε η περιέργεια να το δοκιμάσω>>.

    <<Η περιέργεια όμως, σκότωσε τη γάτα ,λέει ο σοφός θείος σου>>.

    <<Ε, δεν νομίζω ότι τώρα, σκοτώθηκε κάποιος από τους δυο μας. Αλήθεια τώρα, πώς ήταν;>>

    <<Ωραία, να σου πω ,στην αρχή τρόμαξα, μετά ένιωσα κάτι να μου γαργαλάει όλο το κορμί και μετά άρχισα να φουντώνω σαν να είχα πυρετό και μετά ίδρωσα. Εσένα πώς σου φάνηκε;>>

    Η Βίκυ πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει και να βρει τη φωνή της.

    <<Άστα, εγώ μούδιασα ολόκληρη, πώς είναι στον ύπνο σου που θέλεις να τρέξεις και δεν μπορείς; Έτσι ένα πράγμα, αλλά μετά ένιωσα ένα μούδιασμα τόσο γλυκό, που θέλω αμέσως, να το ξανακάνω!!!>>

    Και το ξανάκανε και ο Βάσσος ίδρωνε και φούντωνε, ώσπου κάποια στιγμή της είπε να σταματήσει γιατί είχε αρχίσει να πονάει.

    <<Πού πονάς;>> ρώτησε η Βίκυ ξαφνιασμένη.

    <<Δεν μπορώ να σου πω τώρα, ντρέπομαι>> είπε ο Βάσσος κι έσκασε στα γέλια.

    <<Καλά, τότε>> είπε η Βίκυ, <<κι εγώ θα ρωτήσω το θείο μου το Γιάννη που είναι σοφός, να μου πει, γιατί και που ένας άντρας πονάει όταν μια γυναίκα τον φιλάει πολύ και θα το μάθω, να είσαι σίγουρος!>>

    Αγκαλιάστηκαν πάλι σφιχτά και άρχισαν να παρακολουθούν τον ήλιο τυλιγμένο στην πορφύρα του, καθώς χανόταν, σιγά- σιγά, πίσω από τον Άγιο Φίλιππο. Η νύχτα έπεφτε γλυκά επάνω από όλες τις γειτονιές της Σίλλης. Νύχτωνε, στην ''Αγία Κυριακή, στον ''Τουρκομαχαλά'', στον ''Κελβασαρά'', στον ''Άγιο Παντελεήμονα'', στην ''Παναγιά Μαχαλεσί'', στις γειτονιές του'' Άη Παύλη'' και του'' Άη Γιάννη''. Το ζευγαράκι σηκώθηκε απρόθυμα απο το παγκάκι τους, στο κιόσκι και κίνησαν για τα σπιτικά τους.

    <<Θα σε συναντήσω στα όνειρά μου>> του είπε η Βίκυ.

    <<Κι εγώ θα σε ζωγραφίσω στο μαξιλάρι μου>>.

    Η Βίκυ χαμογέλασε. <<Ωραία ιδέα. Θα το κάνω κι εγώ, μα για στάσου, εσύ δεν ζωγραφίζεις καλά. Κάτσε να σου δώσω μια φωτογραφία μου για να είμαι σίγουρη, εσύ, με τις καλικατζούρες που ζωγραφίζεις είσαι ικανός να μου ζωγραφίσεις καμιά άλλη! >>

    Κεφάλαιο 6

    Ο Ιορδάνης κοίταξε ειρωνικά τον Βάσσο και είπε στον Πέτρο:

    <<Πάει αυτός, χάθηκε στις αναμνήσεις του. Εϊ, πού ταξιδεύεις, ρε ανιψάκι;>>

    Ο Βάσσος έμοιαζε να ξυπνάει από όνειρο γλυκό που δεν ήθελε να του το χαλάσουν ξυπνώντας τον. Ο Πέτρος τον κοίταξε κι αυτός με αγωνία.

    <<Έλα ρε φιλαράκι ,πες μας, επιτέλους, γιατί σε φώναξε Πίλο η ''δικιά'' σου;>>

    Ο Βάσσος μελαγχόλησε.Η δικιά σου! Πόσο ωραία ακούστηκε αυτή η λέξη του Πέτρου. Η δικιά σου.Ήταν, τάχα ακόμα δικιά του;

    <<Εντάξει, ταξίδεψα για λίγο εκεί που με στείλατε, στο παρελθόν της αθωότητός μας. Τώρα θα σας εξηγήσω και αυτά που μου ζητάτε. Λοιπόν, εγώ ήμουν ο περίφημος Βάσσος Παπάζογλου ή Πίλος, όπως με έλεγε χαϊδευτικά η Βηθλεέμ, ήμουν εγώ αυτός που έσκασε το δάσκαλο του σχολαρχείου της Σίλλης, τον δασκάλ Αντώνη Καραντώνη με τ'όνομα! Τον σπουδαίο αυτό δάσκαλο που άφησε εποχή στην Σίλλη>>.

    Ο Ιορδάνης, που τον γνώριζε καλά, είπε ότι πράγματι,έτσι ήταν, σκληρός δάσκαλος ο δάσκαλ -Αντώνης ,καλός μεν αλλά και άδικος πολλές φορές.

    Η Βηθλεέμ ή Βίκυ όπως την λέγαμε οι φίλοι της, με πείραζε παντού και πάντα, της άρεσε, έψαχνε αφορμή, να με κάνει να θυμώνω. Τρελαινόταν να με βλέπει αγριεμένο. Βιαζόταν να με κάνει άντρα σκληρό, έτσι μου έλεγε, γιατί της άρεσαν οι σκληροί. Θυμάμαι τότε, στις σχολικές γιορτές και τις εθνικές επετείους που τις γιόρταζαν κι εδώ στην Σίλλη όπως και στην Ελλάδα, εγώ ο πρώτος των πρώτων, ντυμένος τσολιαδάκι καμαρωτό, να ψάλλω τον εθνικό μας ύμνο και μετά να ακολουθούν όλοι μαζί οι άλλοι συμμαθητές να απαγγέλουν το:

    <<Ω, λυγερό και κοφτερό σπαθί μου κι εσύ ντουφέκι, φλογερό πουλί μου, εσείς τον Τούρκο σφάξατε, τον τύραννο σπαράξατε. Ζήτω ζήτω το ανίκητο σπαθί μου, ζήτω ζήτω να αναστηθεί η λατρευτή πατρίς μου!>>

    Έμείς ψάλλαμε το πατριωτικό άσμα, κάτω από τη μύτη του Τούρκου διοικητή κι αυτός που δεν έπαιρνε χαμπάρι για το τι έλέγαν όλα αυτά τα χαρωπά Ελληνόπουλα, καμάρωνε και χειροκροτούσε και χαμογελούσε μακάρια. Επάνω στην εθνική μας έξαρση να και η Βίκυ να μου σηκώνει την φουστανέλα να δει τι έχει από μέσα και δώστου να μετράει το μήκος της φουστανέλας μου με το μήκος της φούστας της.

    <<Λοιπόν σου πάει πολύ το φουστανάκι>> μου πεταξε στο αφτί και το'βαλε στα πόδια για να μην την αρπάξω στα χέρια μου. Οι παρελάσεις τότε γίνονταν στοΤσάι, σε ένα κατά μήκος του ''Τσαγιού'' πλάτωμα και φυσικά χωρίς σημαίες λάβαρα και εθνικά σύμβολα και πίσω μου η Βίκυ να μου βάζει τρικλοποδιές με αποτέλεσμα, κάποια στιγμή, να πέσω κάτω, την ώρα της παρέλασης και να γίνω ρεζίλι. Μετά ήρθαν οι σχολικές εξετάσεις. Εκεί όλοι οι συμμαθητές σε μια σειρά με το δάσκαλό μας, μαζί και με τα βιβλία υπό μάλλης, περιμέναμε τη σειρά μας για να εξεταστούμε από την εξεταστική επιτροπή. Η Βηθλεέμ στεκόταν δίπλα μου και έτρεμε σαν το ψάρι από την αγωνία της. Είχε έρθει η ώρα για να της κάνω κι εγώ την πλάκα μου, γιατί στα γράμματα εγώ δεν πιανόμουν, ήμουν ο πρώτος με διαφορά. Έτσι ειρωνικά της έλεγα διάφορα, τάχα, για να της δώσω θάρρος:

    <<Μην τρέμεις άδικα, βρε Βηθλεέμ (τσαντιζόταν όταν την έλεγα Βηθλεέμ).Αφού το ξέρεις, πουλάκι μου, ότι εγώ θα προβιβαστώ κι εσύ θα μείνεις φιάλη!>>

    Ο επίτροπος με ρώτησε πρώτο, διότι είχε συστάσεις από τον δάσκαλό μου ότι εγώ ήμουν ο πρώτος μαθητής, εγώ ήμουν το καμάρι της τάξης μας.

    <<Μήπως γνωρίζεις τι θα πει ''πίλος'', παιδί μου;>>

    Δεν καλοάκουσα την ερώτηση, με τσιμπούσε και η Βίκυ από πίσω κι έτσι άκουσα αμυδρά κάτι για πηλό. Σάστισα για μια στιγμή, μετά, ντράπηκα να του ζητήσω να επαναλάβει την ερώτηση κι έτσι απάντησα ότι πηλός σημαίνει λάσπη. Του το φώναξα με παρρησία και περισσό καμάρι.

    <<''Πηλός'' βεβαίως και ξέρω.''Πηλός'' θα πει λάσπη!!!>>

    Είδα τον Δασκαλ-Αντώνη κατακόκκινο σαν πατζάρι, να δαγκώνει το χοντρό του δάχτυλο κουνώντας άγρια το κεφάλι του και να μου γνέφει:<< Ααααχ με ξεφτίλισες παλιόπαιδο!!!>>

    Αυτή ήταν η τραγική στιγμή που θα μου άλλαζε το όνομα. Πίλος θα λεγόμουν από εδώ και πέρα. Η Βηθλεέμ προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο της τράβηξε την προσοχή του επιτρόπου, που γύρισε προς το μέρος της και είπε:

    <<Μήπως γνωρίζεις εσύ, κορίτσι μου,εσύ εκεί,που γελάς.Τι θα πει πίλος;>>

    Για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα, την είδα να κοκκινίζει να πρασινίζει, να ξεφυσάει και το ευχαριστήθηκα αλλά μετά την άκουσα να λέει: <<Εγώ;Ναι.Μάλιστα,να σας απαντήσω αμέσως, κύριε επίτροπε.''Πίλος'' θα πει καπέλο>> είπε η Βηθλεέμ όσο πιο σεμνά μπορούσε.

    <<Εύγε σου παιδί μου>> θαύμασε ο επίτροπος, ενώ ο δασκαλ-Αντώνης καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι.

    <<Εύγε και πάλι, παιδί μου. Μήπως θα μπορούσες τώρα να μας πεις ένα ρήμα που να καταλήγει εις μι;>>

    Ο δασκαλ-Αντώνης πετάχτηκε με έξαψη.

    <<Μα αυτό είναι απαράδεκτον. Αιτείτε από την μαθήτριαν γνώσεις εκτός ύλης>> φώναξε κατακόκκινος από την σύγχιση.

    <<Δεν πειράζει, εγώ απλώς ερώτησα την μαθήτριαν μήπως τυχόν και το γνωρίζει, δεν είναι υποχρεωτικόν >> είπε ο επίτροπος γελαστά.

    Η Βηθλεέμ πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε: <<Πήγνυμι, δείκνυμι, ίστημι>>.

    Του πέταξε δέκα ρήματα στη σειρά. Ο Επίτροπος δεν είχε λόγια. <<Θερμά συγχαρητήρια σ'εσένα και στον δάσκαλό σου. Εύγε, εύγε και πάλι εύγε!>>

    Στο τελευταίο εύγε , εγώ, άρχισα να ακούω εκείνο τον παράξενο βόμβο από τις μέλισσες, αυτόν που συνήθιζα να ακούω πάντα λίγο πριν να λιποθυμήσω. Κάθισα στο σκαλοπάτι κι άκουσα τη φωνή της Βίκυς να μου φωνάζει:"Πίλο μου, Πίλο μου, τι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1