Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα
Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα
Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα
Ebook385 pages4 hours

Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η ιστορία αρχίζει, ρομαντικά, κάποτε, στον μεσαίωνα, κάπου, σε ένα μικρό, ξεχασμένο χωριό. Φτάνει, ρεαλιστικά, στο σήμερα και προχωράει σε ένα φανταστικό και αφάνταστα καταστροφικό, απίθανο αύριο.
Αν όλα συνεχίσουν να πηγαίνουν «καλά», όπως πάνε τώρα, ίσως να παραπονιούνται μόνο τα βατράχια, ο ουρανός και τα πλατάνια• ίσως και οι πελαργοί.
Και εμέις οι άνθρωποι; Μια χαρά περνάμε. Τίποτε δεν μας λείπει αφού η εταιρεία και το σύστημα τα φροντίζουν όλα:
Πιο λίγη δουλειά, πιο λίγα λεφτ'α, πιο λίγη ́σως και καθόλου μόρφωση.
Ας είναι καλά η τεχνολογία που μας έχει πάρει φαλάγγι.
Ας είναι καλά η επικοινωνία, ο ψηφιακές σχέσεις, το δίκτυο
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πλέον «ηλεκτρονικά δικτυωμένες» και εκφράζονται με απιρα μηνύματα μεταξύ "φίων" και «followers»
Η δύναμη των μικροσκοπικών, αόρατων bits που αναβοσβήνουν.ακούραστα κινέι τα πάντα. Είναι η δύναμη της ζωής, της οικονομίας, της υπαρξής μας.
Η πληροφόρηση στο μεγαλείο της. Στον κολοφώνα της δόξας της.
Γιατί όχι; Αφού το δίχτυ αντέχει.
Δύο μεσαίωνες: Ένας ο τότε•ο παλιός,•ο γνωστός και ένας υποθετικός, που ίσως να έρθει, ίσως και να μην έρθει. Πότε; Είπαμε: Ίσως. Πιθανόν.
Το πότε και το πώς είναι άγνωστα. Κανείς δεν ξέρει. Αλλά αν έρθει;
Τίποτε όμως «απίθανο» δεν παύει να είναι και «πιθανό».
Ένα «πιθανό - απίθανο» αύριο που όλοι το απευχόμαστε.
Όλοι, εκτός από τους πελαργούς, τα βατράχια, τον ουρανό και τα πλατάνια.

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 3, 2019
ISBN9786188275218
Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα

Related ebooks

Reviews for Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Απ' το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    Απ’ το Μεσαίωνα

    στο Μεσαίωνα

    Κάνω μια ευχή:

    Το βιβλίο μου αυτό να μην είναι προφητικό.

    Αν όμως είναι;

    Τίτλος βιβλίου:           Απ’ το Μεσαίωνα στο Μεσαίωνα

    Συγγραφέας:               Χρήστος Αμβαζάς

    © Χρήστος Αμβαζάς 2017

    e-mail :                       ch.amvazas@hotmail.com

    Πρώτη Έκδοση

    ISBN ηλεκτρ/κής έκδοσης:     978-618-82752-1-8

    Πρόλογος

    Η ιστορία μας ξεκινάει απ’ τον Μεσαίωνα και φτάνει μέχρι τον Μεσαίωνα.  Σε έναν άλλο Μεσαίωνα όμως. Σε ‘ένα καινούριο Μεσαίωνα, που ίσως να έρθει. ίσως και να μην έρθει.

    Καλά θα κάνει να μην έρθει, αν και τα πλατάνια, ο ουρανός και τα βατράχια, πολύ θα χαρούν αν έρθει.

    Οι άνθρωποι;

    Οι άνθρωποι καλά θα κάνουν να βάλουν έστω και λίγο μυαλό.

    Να σκεφτούν έστω και λίγο τα βατράχια, τα πλατάνια και τον ουρανό. 

    Και τον εαυτό τους. Αυτόν ας τον σκεφτούν λίγο περισσότερο.

    Αν και η πιθανότητα να γίνει το «Μεγάλο Τσαφ» είναι… πολύ απίθανη, εν τούτοις τίποτε δεν την αποκλείει.

    Ακόμη και «ο νόμος των πιθανοτήτων» αφήνει ένα μικρό παράθυρο ανοιχτό για την πιο «απίθανη πιθανότητα».

    Μπορεί να μην είναι το «Μεγάλο Τσαφ» που θα μας πάει πίσω στον Μεσαίωνα. Μπορεί όμως να είναι κάτι άλλο.

    Κάτι πιο μικρό ή κάτι πιο μεγάλο, και ποιός ξέρει πού θα μας πάει.

    Γι’ αυτό λοιπόν… προσοχή.  Προσοχή και οικονομία.

    Οικονομία ακόμη και στα μπιτάκια. Στα τοσοδούτσικα, μικρά μπιτάκια, που αναβοσβήνουν συνεχώς απ’ το μηδέν στο ένα και πάλι στο μηδέν και ξανά στο ένα και έχουν γίνει τόσο χρήσιμα, τόσο απαραίτητα και τόσο καθοριστικά για τη ζωή μας.

    Προσοχή και οικονομία.

    ***

    ΜΕΡΟΣ 1Ο

    Ο πραγματικός Μεσαίωνας

    Κεφάλαιο 1.

    Τα σεργιάνια της Ρανιώς

    Το απομεσήμερο, σαν απόφαγαν με τη μάνα της και αφού τη βοήθησε να σηκώσουν την τάβλα και τα πινάκια[1], κίνησε για την πόρτα.

    «Παγαίνω», είπε στη μάνα της.

    «Πού πας;» τη ρώτησε η μάνα της.  Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, το ίδιο έλεγε στη μάνα της και κάθε μέρα η μάνα πάντα το ίδιο τη ρωτούσε και την ίδια απάντηση έπαιρνε:

    «Πάω να σεργιανίσω λίγο».

    Το είχε κάνει χούι[2] η Ρανιώ, κάθε μέρα, μετά το μεσημεριανό φαΐ, να πηγαίνει σεργιάνι.

    Φρόντιζε κάθε μέρα να αποτελειώνει νωρίς – νωρίς τις δουλειές που της είχε βάλει η μάνα της να κάμει και που κάθε μέρα ήταν οι ίδιες και οι ίδιες. Να ποτίσει και να ταΐσει  τα ζωντανά, να καθαρίσει τα κοτέτσια, να μην βρωμάνε οι κουτσουλιές από τις κότες, απ’ τα κουνέλια και απ’ τις κατσίκες.  Αυτά τα τελευταία τα μάζευε και τα απόθετε εκεί κοντά που η μάνα της στοίβαζε την κοπριά, να χωνέψουν σιγά – σιγά, να γίνουν κι’ αυτά κοπριά για τα λάχανα, για τα καρότα και για τα άλλα που είχανε στο μπαξέ.

    Δεν βαρυγκωμούσε με τις δουλειές που έκανε. Της άρεζε κιόλας να τις κάνει. Καθώς έκανε τις διάφορες δουλειές, έπιανε και κουβέντα με τα ζωντανά. Τα είχε δώσει και ονόματα κιόλας.  Όχι σε όλα. Τις κατσίκες είχε βαφτίσει και μια κότα, που ήταν η πιο παλιά στο κοτέτσι και απ’ ότι καταλάβαινε, αυτήν δεν θα τη σφάζανε ποτές.  Πιο παλιά είχε δώσει ονόματα και στα υπόλοιπα κοτόπουλα και στα κουνέλια.

    Μια Κυριακή μεσημέρι όμως που η μάνα της, την ώρα που τρώγανε της είπε:

    «Σήμερα τρώμε τον Στραβοάφτη», έβαλε τα κλάματα, σηκώθηκε απ’ την τάβλα και έμεινε νηστικιά.

    Ο Στραβοάφτης ήτανε το αγαπημένο της κουνέλι, που το ένα του αφτί δεν το σήκωνε ποτέ προς τα πάνω. Με το ένα αφτί όρθιο και το άλλο πάντα κατεβασμένο είχε πάρει και το σωστό όνομα.

    Ξεβάφτισε λοιπόν η Ρανιώ όλα τα ζώα που η μοίρα τους ήτανε να μπούνε κάποτε στο τσουκάλι να γίνουν φαγητό. Ευτυχώς που του γουρουνιού δεν του είχε δώσει όνομα, γιατί αυτό ήταν ξεγραμμένο απ’ την αρχή. Με το που κρύωνε ο καιρός, στην αρχή του Χειμώνα ήταν γραφτό του γουρουνιού να γίνει λουκάνικα, καπνιστό, καβουρμάς και λαρδί και μέχρι να βγει η Άνοιξη να έχει φαγωθεί.

    Πιο εύκολα τρώγεται ένας φίλος που δεν έχει όνομα, παρά ένας που έχει.  Δεν έπαψε όμως να τα αγαπά και να τα φροντίζει τα ζωντανά τους.

    Εκείνο που τη ζόριζε απ’ τις δουλειές της ήταν να ανεβάσει νερό απ’ το πηγάδι.

    Κάθε μέρα έπρεπε να βγάλει έξι - εφτά κουβάδες νερό. Κι’ εκείνο το μαγκάνι… Μες στη σκουριά ήτανε και «γκριτσι – γκριτσι», πολύ τη ζόριζε.

    Και άντε καλά… την Άνοιξη που το νερό ήταν ανεβασμένο στο πηγάδι και ήταν πολύ ψηλά, δεν ζοριζόταν τόσο. Τις άλλες εποχές όμως… Μια σπιθαμή της έβγαινε η γλώσσα από το ζόρισμα.

    Καλά που τύχαινε κανένα πρωί, την ώρα που ήταν στο πηγάδι της αυλής και πάλευε με το μαγκάνι, να περνάει απ’ όξω ο Μάνθος με το κοπάδι τα πρόβατα που τα πήγαινε στη βοσκή.  Σταμάταγε ο Μάνθος  μπροστά στη ξυλένια αυλόπορτα.

    «Να σε βοηθήσω μωρή έρμη Ρανιώ;» ρωτούσε και χωρίς να περιμένει απάντηση έσπρωχνε την αυλόπορτα, έμπαινε στην αυλή, παραμέριζε τη Ρανιώ απ’ το πηγάδι και έπιανε το μαγκάνι, να ανεβάσει νερό.

    Καθόταν η Ρανιώ σ’ ένα σκαμνί παραπέρα και χάζευε πως κουνιότανε ο κώλος του Μάνθου, καθώς αυτός γυρνούσε το μαγκάνι, να ανέβει επάνω ο κουβάς γεμάτος με νερό. Μια - δυο φορές την πιάσανε και τα γέλια, αλλά κρατήθηκε.

    «Μη θαρρεί πως τον κοροϊδεύω κιόλας και δεν ξανάρθει», σκέφτηκε.

    Σαν γέμιζε με νερό το μεγάλο κιούπι και κάνα-δυο καζάνια, την αποχαιρετούσε ο Μάνθος, λέγοντας πάντα:

    «Άμε να μεγαλώσεις ακόμα λίγο, να βρεις ένα παλληκάρι για άντρα, να τον πάρετε σώγαμπρο, να σου ανεβάζει το νερό. Δεν είναι κοριτσίστικες δουλειές αυτές» κι’ έτρεχε να συμμάσει τα πρόβατα του, που ‘χανε σκορπίσει από ’δω κι’ από ‘κει, γιατί και τα τσομπανόσκυλά του, όση ώρα ο Μάνθος ανέβαζε νερό, την είχανε αράξει έξω απ’ την αυλόπορτα, περιμένοντας να πάψει το αφεντικό τους να είναι «ο ιππότης» και να ξαναγίνει ο τσοπάνης.

    «Πάω να σεργιανίσω λίγο». Έλεγε στη μάνα της και ξεπόρτιζε. 

    Πότε στη ρεματιά πήγαινε, εκεί που η ρεματιά στένευε και  ήταν τα δυο μεγάλα πλατάνια, πότε ψηλά στο λόφο εκεί στη κορυφή του που ήταν εκείνος ο μεγάλος πλατύς βράχος.

    Σαν πέτρινο κρεβάτι ήταν ο βράχος. Επίπεδος, βγαλμένος ίσαμε μια σπιθαμή πάνω από το χώμα. Ανάμεσα σε αγριόχορτα και σε αγριολούλουδα και πάντα καθαρός.

    Πλυμένος απ’ τις βροχές και ξεσκονισμένος από τον άνεμο.

     Η μια του η άκρα, αυτή που ήταν προς το νοτιά, ήταν λίγο απόκρημνη. Εκεί ο βράχος κατέβαινε λίγο απότομος, ίσαμε ένα μπόι και μετά ήταν το χώμα και τα αγριόχορτα.

    Άλλοτε πλάγιαζε ανάσκελα πάνω στο ζεσταμένο απ’ τον ήλιο βράχο και χάζευε τα συννεφάκια στον ουρανό που τρέχανε κυνηγημένα από τον άνεμο κι’ άλλοτε καθόταν πάνω στο βράχο, ανακούρκουδα[3] χαζεύοντας κάτω στον κάμπο με τα μικρά – μικρά χωραφάκια, τα σπίτια του χωριού και τα μονοπάτια που πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο.  Αγνάντευε και στο χωματόδρομο, που ξεκινούσε πίσω από τον άλλο λόφο που ήταν κατάντικρυ στην άλλη άκρη της κοιλάδας και οδηγούσε στο χωριό, μπας και δει τη μεγάλη άμαξα του αδελφού της, με την τέντα, που πάντα τη σέρνανε δύο δυνατά μεγάλα άλογα, αλλά… του κάκου.

    Πλησίαζε ένας χρόνος που ο αδελφός της δεν είχε φανεί απ’ το χωριό.  Ποιος ξέρει πού να γύρναγε!

    Ξεχνιόταν όμως από την έγνοια του αδελφού της, χαζεύοντας κάτω στο χωριό.

    Τα σπίτια δεν ήταν σιμά[4] το’ να με τα’ άλλο. Σκόρπια ήτανε. Απόμακρα, μοναχικά. Ένα εδώ, ένα πέρα, άλλο παραπέρα. Ίσαμε και πέντε λεπτά ποδαρόδρομο έκανες για να πας από σπίτι σε σπίτι. Απλωμένο το μικρό χωριό. Και γιατί να μην είναι;  Σάμπως πλήρωναν για το οικόπεδο; 

    Είχε διαλέξει ο κάθε νοικοκύρης ένα μέρος, μάζευε λιθιά[5] και έφτιαχνε τα θεμέλια και τα πανωτοίχια, έπλαθε με λάσπη πλιθιά[6], τα ξέραινε στον ήλιο και έχτιζε τα ντουβάρια και άμα είχε αγελάδια τα σουβάντιζε απ’ έξω με σβουνιά.[7]

    Για τη στέγη έφερνε μαστόρους από το μεγάλο χωριό. Να πετσώσουν [8] τα δοκάρια, τις τραβέρσες και τα μαδέρια.[9]  Με τη στέγη δεν χωρούσαν χωρατά.[10] Ο χειμώνας σ’ αυτά τα μέρη ήταν βαρύς. Το χιόνι μπόλικο και βαρύ και ο βοριάς λυσσομανούσε τα βράδια. Χωρατά με τη στέγη… Θεός φυλάξει.

    Κεραμίδια κόκκινα λίγα έβλεπες. Μόνο όσους τους περίσσευαν οι παράδες αγόραζαν κεραμίδια και σκέπαζαν το σπίτι.  Οι άλλοι… πήγαιναν με τα γομάρια[11] στο βουνό που δεν ήταν και κοντά και κουβαλούσαν σχιστόλιθους [12].

    Ήταν πλούσιο το βουνό σε σχιστόλιθο. Πιο λίγο από μισό μπόι χώμα έσκαβες και από κάτω στρωσιά – στρωσιά σχιστόλιθοι, τόσοι που να σκεπάσεις τα σπίτια μιας πολιτείας κι’ ακόμη πιο πολλοί.  

    Λίγο νοικοκυραίοι, λίγο πιο πέρα, κάπως απόμακρα από το σπίτι ‘φράζαν το μαντρί με ξερόκλαδα, πυκνά πλεγμένα μεταξύ τους. Εκεί μάντρωναν τα πρόβατα ή τα κατσίκια, σαν γύριζαν απ’ τη βοσκή.

    Το βορινό μέρος του μαντριού ήταν χτισμένο με ξερολιθιά ή με πλιθιά και είχε μια λοξή, χαμηλή στέγη από ξερά καλάμια, για να λουφάζουν[13] τα ζωντανά τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

    Άλλες μεγάλες, άλλες μικρές αποθήκες, χτισμένες με πλιθιά και σκεπασμένες με καλαμιές ή με σχιστόλιθους είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια.  Όσοι είχαν ζώα είχαν την αποθήκη για να σωρεύουν ζωοτροφές για τον χειμώνα και όσοι ήταν γεωργοί για να σωρεύουν τις σοδιές μέχρις να έρθουν οι έμποροι για το αλισβερίσι[14].

    Ο φούρνος στην αυλή ήταν χτισμένος κοντά στο σπίτι και όλοι ήταν ασβεστωμένοι, κάτασπροι.  Το ίδιο και το πηγάδι.  Αυτό το άνοιγαν εκεί όπου τους έδειχνε ο ραβδοσκόπος [15]. 

    Τοίχο με τοίχο με την αποθήκη ήταν χτισμένο και το «γκαράζ». Το αχούρι δηλαδή. Εκεί διανυκτέρευε το μεταφορικό μέσο της κάθε φαμίλιας. Συνήθως ήταν γαϊδούρι. Στη καλύτερη περίπτωση ήταν μουλάρι. Το άλογο ήταν πολυτέλεια. Και πολλή φροντίδα ήθελε και δεν άντεχε σε πολύ φορτίο. Ενώ τα μουλάρια…

    Αυτή ήταν η ρυμοτομία του χωριού και πολύ της άρεζε της Ρανιώς να χαζεύει από ‘κει ψηλά το χωριό της, αλλά όχι μόνο.

    Καθόταν λοιπόν η Ρανιώ πάνω στο βράχο ανακούρκουδα και χάζευε τον κάμπο και το χωριό κι’ άλλες φορές πλάγιαζε ανάσκελα και έκανε χάζι τα μικρά άσπρα συννεφάκια κατά πού ταξίδευαν στον ουρανό σπρωγμένα απ’ τον άνεμο.  Όταν ταξίδευαν από το νοτιά προς το βοριά ήξερε ότι θα ’ρθει βροχή κι’ αν τραβούσαν ανάποδα, προς το νοτιά δηλαδή, ήξερε ότι θα βγάλει κρύο.

    Το βοριά και το νοτιά δεν τα κάτεχε η Ρανιώ από παλιά.  Αυτή κάτεχε μόνο την ανατολή και τη δύση. Απ’ την ανατολή ξεπρόβαλε ο ήλιος κάθε μέρα και στη δύση πήγαινε να κοιμηθεί. Το βοριά και το νοτιά της τα ’μαθε ο αδελφός της, που ’ταν κοσμογυρισμένος. Της έλεγε μάλιστα ότι προς το νοτιά είναι και η θάλασσα, μα τι ακριβώς ήταν η θάλασσα ποτέ της δεν κατάλαβε.

    Της έλεγε πως εκεί που τελειώνει η στεριά αρχίζει η θάλασσα, που είναι μπλε νερό και που δεν τελειώνει πουθενά.

    Μα πώς δεν τέλειωνε πουθενά; Αν δεν τέλειωνε πουθενά κάπου θα χυνόταν και θα άδειαζε. Και το ρέμα, και ο βούρκος που σχηματιζόταν εκεί που το ρέμα έφτανε στο ίσιωμα κάπου άρχιζαν και κάπου τέλειωναν. Γι’ αυτό δεν χυνόταν. Και το νερό τους ήταν άχρωμο. Όχι μπλε.

    «Παράξενα πράματα», σκεφτόταν όταν έφερνε στο νου της τη θάλασσα. «Πολύ παράξενα». Και της Ρανιώς δεν της άρεσε να σκέφτεται παράξενα πράματα. «Άκου να δεις… Δεν τελειώνει πουθενά και δεν χύνεται κιόλας.» 

    Αυτό που της άρεσε ήταν να πλαγιάζει μπρούμυτα στο βράχο, με το κεφάλι της προς το ψηλό μέρος του βράχου. Άφηνε το πρόσωπο της έξω από τον βράχο και τα μακριά μαύρα μαλλιά της να κρέμονται προς τα κάτω και να ανεμίζουν δεξιά – ζερβά, παρασυρμένα απ’ το ελαφρύ αεράκι. Και τότε, με τα μάτια ανοιχτά, έβλεπε στις φωτεινές αναλαμπές του ήλιου, ανάμεσα απ’ τον μπερντέ των μαλλιών της, καθώς αυτά ανέμιζαν, διάφορες εικόνες, διάφορες μορφές. Πιο πολύ της άρεζε η μορφή του καβαλάρη.

    Ξανθός, ψηλός, με γαλάζια μάτια, αντράκι σωστό, πάνω στο κάτασπρό του άτι μπαινόβγαινε στη φαντασία της μαζί με τις ηλιαχτίδες, ανάμεσα απ’ τα κατάμαυρα μαλλιά της. Και με τα μάτια κλειστά όμως, ο καβαλάρης δεν αναχαιτιζόταν. Πάλι εύρισκε ρωγμές και χαραμάδες για να περάσει μες’ στο μυαλό της.

    Στην κορυφή του λόφου, στο μεγάλο πλατύ βράχο της άρεσε να πηγαίνει το φθινόπωρο.  Την άνοιξη και το καλοκαίρι το αγαπημένο της μέρος ήταν η ρεματιά, εκεί που στένευε, εκεί που  ήταν και τα δυο μεγάλα πλατάνια.

    Και πήγαινε εκεί μέχρι που πιάνανε οι μεγάλες ζέστες. Τότε η ρεματιά στέρευε και νερό ξαναερχόταν όταν άρχιζαν οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές. Τότε όμως δεν ήταν καθαρό και γάργαρο όπως την άνοιξη. Ήταν θολό και τα βατράχια… πολύ λιγότερα. Ενώ την άνοιξη… Θεέ μου τι μαγεία ήταν αυτή! Κελάρυζε το νερό καθώς έτρεχε ανεμπόδιστο ανάμεσα απ’ τις μεγάλες πέτρες και της φαινότανε σαν ο πάτος της ρεματιάς να είναι ζωντανός, καθώς κανένα απ’ τα βότσαλα στον πάτο της δεν έμεναν συνέχεια στο ίδιο μέρος. Τα μικρά βότσαλα στον πυθμένα φαινότανε μια λίγο μπρος, μια λίγο πίσω, μια λίγο δεξιά, μια λίγο ζερβά, ανάμεσα απ’ τον ξέφρενο κυματισμό της επιφάνειας του νερού. Λες και είχαν ποδαράκια και χοροπηδούσαν πότε εδώ και πότε ‘κει.

    Κάποιες στιγμές έπεφτε μες’ στο νερό από κανένα πλατανόφυλλο και σα μικρό βαρκάκι παρασυρόταν και ταξίδευε με το νερό.  Μα επειδή η Ρανιώ δεν κάτεχε μήτε από βάρκες, μήτε από καράβια, άφηνε τα όνειρα της να ταξιδέψουν πάνω στο πλατανόφυλλο, κι ας ήξερε ότι το ταξίδι δε θα’ ναι μακρινό.  Λίγο παρακάτω, μισή ώρα δρόμο, το περίμενε ο βούρκος. Το τέλμα που σχηματιζόταν σαν τα νερά της ρεματιάς φτάνανε στο ίσιωμα του κάμπου.

    Λίγα μέτρα πέρα απ’ τα μεγάλα πλατάνια, το κύλισμα του νερού γινόταν ήρεμο. Κάτι σαν μια ρηχή χαβούζα[16] σχηματιζόταν εκεί.  Και εκεί γινόταν χαλασμός Θεού.

    Ίσαμε και πενήντα βατράχια, άλλα καθισμένα στις όχθες και άλλα πάνω σε μεγάλες πέτρες που έβγαιναν πάνω απ’ το νερό, δίνανε τη συναυλία τους. Τα πιο πολλά μεγάλα ίσαμε μια παλάμη. Άλλα πράσινα, αλλά κιτρινιάρικα και μερικά κιτρινοπράσινα. Μονάχα η κοιλιά ολονών τους φαινόταν να έχει το ίδιο άσπρο χρώμα, καθώς πότε – πότε τέντωναν τα μπροστινά τους πόδια και ανασηκωνόταν λες για να ξεμουδιάσουν απ’ το καθισιό και άφηναν την κοιλιά τους να φανεί.

    Πότε – πότε, ανάμεσα στα «βρεκεκέξ – βρεκεκέξ» και στα «κοάξ-κοάξ-κοάξ» ακουγόταν και ένα μεγάλο «πλατς», καθώς κάποιος βάτραχος αποφάσιζε να δώσει μια βουτιά για να δροσιστεί μες στο νερό.

    Ίσως πάλι να ήταν κάποια βατραχίνα, που πήγαινε να δει τα παιδιά της. Αν είναι φρόνιμα, αν χρειάζονται κάτι ή γενικώς να τα δει βρε αδελφέ… Σε μερικές γωνιές της χαβούζας, όπου το νερό ήταν τελείως ήρεμο, μερικές χιλιάδες γυρίνοι[17], συντροφιές – συντροφιές από εκατό μέχρι διακόσιους γυρίνους η κάθε μια, κολυμπούσαν μέσα στο νερό κουνώντας την ουρά τους και ανυπομονούσαν πότε θα ενηλικιωθούν και θα γίνουν βάτραχοι.

    Και με το δίκιο τους βιαζόταν, γιατί αν πιάνανε νωρίς οι μεγάλες ζέστες και ξεραινόταν η ρεματιά δεν θα μπορούσαν να μεταναστεύσουν στο βάλτο. Και εκεί ήταν το μεγάλο τσιμπούσι [18].  Εκεί είχε τόσα πολλά κουνούπια που χόρταιναν και όλοι αυτοί αλλά και πολλοί μακρινοί τους συγγενείς. Μόνο που στο βάλτο υπήρχαν και οι πελαργοί και τα νερόφιδα που τους αφάνιζαν.  Ενώ εδώ… Ακόμη κι’ αν εμφανιζόταν κανένας πελαργός, τα βατράχια βουτούσαν στα βαθιά της χαβούζας και δεν τους έπιανε με τίποτε.

    Καθώς η Ρανιώ, εκείνο το απομεσήμερο, αναλογιζόταν τα κουνούπια που τα έτρωγαν οι βάτραχοι και τους βατράχους που τους έτρωγαν οι πελαργοί και τα νερόφιδα, ξεστράτισε ο νους της σε κάτι που το λέγανε «πατέρα».

    Πατέρα η Ρανιώ δεν γνώρισε ποτές της. Ήξερε μόνο πως ο «πατέρας» είναι κάτι μέσα στην οικογένεια. Ένα συστατικό της ας πούμε, αλλά η δική της η οικογένεια δεν είχε τέτοιο συστατικό.  Η οικογένεια της ήταν αυτή, η μάνα της κι’ ο μεγάλος της αδελφός, χαμένος κι’ αυτός στα ταξίδια του και στις περιπλανήσεις του σε χωριά και σε μεγάλες πόλεις.

    Ήξερε και ότι κάποτε… υπήρξε και πατέρας, γιατί ήξερε και πως χωρίς πατέρα παιδιά δεν γίνονται. Ήξερε ακόμη κάτι αόριστα πράγματα, από αόριστες εξιστορήσεις της μάνας της και κάτι λίγο παραπάνω από αυτά που της είχε πει ο αδελφός της. Εκείνος ήταν σε μια ηλικία που καταλάβαινε τι γινόταν, όταν χάθηκε ο πατέρας της, ενώ αυτή… ήταν ακόμη έμβρυο λίγων  μηνών στη κοιλιά της μάνας της. Το μόνο που ήξερε ήταν κάτι με… αλάτια.

    ***

    Κεφάλαιο 2.

    Ο πατέρας της Ρανιώς

    Όταν ο πατέρας της Ρανιώς παντρεύτηκε τη μάνα της, ήταν γελαδάρης. Είχε πέντε αγελάδια, και πορευόταν με αυτά.  Ήθελε όμως και μια σύζυγο για να κάνει οικογένεια, να τον βοηθάει και στα άρμεγμα των αγελάδων.

    Καλή ήταν η μάνα της Ρανιώς. Ομορφούλα και γεροδεμένη. Το άντεχε και το άρμεγμα και τις υπόλοιπες δουλειές.

    Να τσαπίσει τα λαχανικά στο μπαξέ, να μαζέψει τους καρπούς και τα αβγά απ’ το κοτέτσι, να βάλει στη χύτρα το φαΐ.

    Άξια γυναίκα ήταν, όλα από τα χέρια της περνούσαν.

    Στο χρόνο επάνω που παντρεύτηκαν, έγινε και άξια μητέρα. Έφερε στον κόσμο τον αδελφό της Ρανιώς.  Γεροδεμένο, μπαμπάτσικο μωράκι. Έδειχνε ότι θα γινόταν άντρας σωστός και δυνατός.

    Καλά περνούσαν οι τρεις τους.

    Αν κάποιος έλεγε ότι δεν τους έλλειπε τίποτε, θα έλεγε μεγάλη κουβέντα, γιατί… Ε!... δεν τα είχαν και όλα, αλλά κάθε μεσημέρι χορτάτοι σηκωνόταν από την τάβλα και κάθε βράδυ χορτάτοι πήγαιναν για ύπνο.  Καλά ήταν μέχρι που…

    Δυο χρόνια μετά έπεσε το μεγάλο θανατικό.

    Τι τις έπιασε τις έρμες τις αγελάδες και άρχισαν να ψοφολογάνε.  Όχι μόνο οι δικές τους. Και οι άλλες αγελάδες του χωριού και άλλες ακόμη σε γειτονικά χωριά.

    Αρχίζανε να παραπατάνε καθώς γύριζαν από τη βοσκή. Την άλλη μέρα μένανε πλαγιασμένες μέσα στο στάβλο, μήτε να φάνε θέλανε μήτε να πιούνε και την τρίτη μέρα είχανε παραδώσει την ψυχή τους εκεί που παραδίδονται οι ψυχές των αγελάδων. Είχανε ψοφήσει εκατό τοις εκατό.

    Ευτυχώς που ο Βασιλιάς της χώρας ήταν καλός και τους νοιαζόταν τους υπηκόους του. Τώρα ή νοιαζόταν τους υπηκόους του ή φοβήθηκε μήπως το θανατικό μεταδοθεί και στην πρωτεύουσα και αρχίσουν να πεθαίνουν και οι πρωτευουσιάνοι, ίσως κι’ αυτός μαζί, γιατί μαζί με τις αγελάδες που είχαν ψοφήσει, είχαν πεθάνει και μερικοί γελαδάρηδες.

    Έστειλε, λοιπόν στις περιοχές που είχε εμφανιστεί το κακό, σοφούς, σπουδαγμένους ανθρώπους και στρατιώτες. Οι σοφοί παγαίνανε δυο – δυο σε κάθε χωριό και μαζί τους, συνοδεία, πέντε – έξι στρατιώτες.

    Άφηναν τα άλογά τους κάμποσο μακριά απ’ το χωριό, μην κολλήσουν κι’ αυτά τίποτε από τις αγελάδες και μπαίνανε στο χωριό με τα πόδια.

    Εκεί το πρώτο πράγμα που κάνανε ήταν να βγάλουν διαταγή:

    «Κανένας δεν θα φάει κρέας από αγελάδα, είτε είναι ζωντανή, είτε είναι ψόφια, ούτε θα πιει γάλα». «Όποιον δεν υπακούσει και κάνει καμία αποκοτιά, τον περιμένει θάνατος. Θα αποκεφαλίζεται επιτόπου και μετά το κορμί θα καίγεται στη φωτιά.»

    Στο χωριό της Ρανιώς, οι σοφοί και οι στρατιώτες έφτασαν σχετικά εγκαίρως. Ίσα – ίσα που είχανε ψοφήσει δύο αγελάδες. Βάλανε οι στρατιώτες κάτι χοντρές πέτσινες φορεσιές που είχανε φέρει μαζί τους, πέτσινα χοντρά γάντια, μαντίλια στο πρόσωπο και βγάλανε τις ψόφιες αγελάδες από το στάβλο στις αυλές. Εκεί περιχύσανε θειάφι επάνω στα άψυχα ζώα και τα βάλανε φωτιά. Στείλανε και μερικούς χωριανούς να φέρουν ξύλα να δυναμώσει η φωτιά, να καούν καλά τα κουφάρια.

    Μετά βάλανε τους χωριανούς να σκάψουν έναν λάκκο, όσο πιο βαθιά γινότανε και μέσα στο λάκκο θάψανε τα αποκαΐδια των ζώων.

    Τα πέτσινα ρούχα και τα γάντια τα δίνανε στις χωριάτισσες να τα πλύνουν καλά – καλά με νερό και ξύδι.

    Αυτό έγινε επτά φορές στο χωριό τους. Πέντε ήταν οι γελάδες του μπαμπά της Ρανιώς, που ψόφησαν, κάηκαν και θάφτηκαν και δύο ενός άλλου γελαδάρη. Μετά που άδειαζαν οι στάβλοι, βάζανε φωτιά και στους στάβλους και τους καίγανε.

    Καταστροφή κι’ άγιος ο Θεός δηλαδή. Τίποτε δεν απόμεινε από το βιος του μπαμπά της Ρανιώς.

    Οι σοφοί και οι στρατιώτες έμεναν άλλες πέντε μέρες στο χωριό που είχανε πάει να δουν μην τυχόν και αρρωστήσει και κανένας γελαδάρης.

    Έτσι και αρρώσταινε; Σκότωμα, φωτιά και θάψιμο κι’ αυτός. Τα ίδια με τα αγελάδια δηλαδή. Και συνάχι να τον έπιανε ή μοίρα του αυτή θα ήταν.

    Ευτυχώς κανένας από τους δύο πρώην  γελαδάρηδες δεν αρρώστησε. Ούτε ο μπαμπάς της Ρανιώς, ούτε ό άλλος ο γελαδάρης, αλλά… άντε τώρα χωρίς τις αγελάδες να ταΐσεις τρία στόματα. Τα ζαρζαβατικά του μπαξέ και οι λίγες κότες δεν έφταναν ούτε για δυο βδομάδες.  Από δω το είδε ο μπαμπάς της Ρανιώς, από κει το είδε, κατάλαβε ότι στο χωριό προκοπή δεν θα έκανε, ήταν και φιλότιμος άνθρωπος και μόλις σφίξανε και οι πρώτες πείνες το αποφάσισε.

    «Γυναίκα… θα φύγω. Θα πάω για μεροκάματο στα αλάτια. Εδώ προκοπή δεν έχει πια και θα πεθάνουμε στην πείνα. Κάμε κουράγιο και υπομονή, συνταιριαστείτε όπως μπορείτε εσύ και το παιδί. Λίγο θα ‘ναι. Με τον πρώτο παρά που πιάσω θα σας στείλω να πορεύεστε».

    Το είπε και το έκανε. Την άλλη μέρα πρωί – πρωί πήρε έναν τορβά με τα χρειώδη, είπε: «Άντε εγώ να πααίνω»  και κίνησε να πιάσει δουλειά στα αλάτια.

    Στα «αλάτια», στα ορυχεία ορυκτού άλατος δηλαδή, δεν πρόφταιναν να προσλαμβάνουν εργάτες.  Τα καράβια στο κοντινό λιμάνι περίμεναν μέρες και μέρες για να φορτώσουν αλάτι και να το πάνε όπου το πήγαιναν. Η ζήτηση «ορυκτού άλατος» σε όλο τον κόσμο συνέχεια ανέβαινε. Το μεροκάματο ήταν σίγουρο.  Αλλά τα «αλάτια» δεν ήταν κοντά. Πέντε μέρες δρόμος ήταν απ’ το χωριό τους.  Το πάνε – έλα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πέντε μέρες ποδαρόδρομος… Όποιος δούλευε στα «αλάτια» έμενε και στα αλάτια.

    Στους δυο μήνες επάνω η μάνα της Ρανιώς πήρε και τους πρώτους παράδες από τον άντρα της, και επειδή ήταν συνετή και μυαλωμένη γυναίκα δεν τα ξόδεψε από ‘δω κι από ‘κει, αλλά τα επένδυσε. Αύξησε το ζωικό βασίλειο της αυλής της. Πήρε μερικές κότες ακόμη, αγόρασε μια κατσίκα και έκανε και ένα κοτέτσι με κουνέλια. Έτσι αύξησε την παραγωγή της σε πρωτεΐνες, έβγαζε και ο μπαξές τα ζαρζαβατικά του, μια χαρά βολευόταν αυτή κι’ ο γιός της από φαγητό.

    Και τα επόμενα λεφτά που έστελνε ο άμοιρος ο άντρας της κι’ αυτά έπιασαν τόπο. Αυτά δεν τα έκανε ζώα, γιατί τα ζωντανά έχουν το καλό να πολλαπλασιάζονται από μόνα τους. Μόνο ένα τραγί πήρε, να ‘χει  παρέα η κατσίκα της, να ζευγαρώνει κιόλας. Αυτούς τους παράδες τους έκανε γη.

    Όχι δηλαδή πως πήγε σε κάποιον κτηματομεσίτη και αγόρασε χωράφια, γιατί στον καιρό τους ούτε κτηματομεσίτες υπήρχαν ούτε χωράφια πουλιόταν. Πουλιόταν δηλαδή χωράφια αλλά ανάμεσα στους «ευγενείς» και στους «μεγάλους τσιφλικάδες» που όλοι ήταν «δούκες», «πρίγκιπες», «βαρόνοι» ή ότι άλλο σκατά τίτλο είχανε και που είχανε και τους κολίγους να δουλεύουν στα κτήματα τους.  Αυτοί, «οι ελεύθεροι χωρικοί»; Αν βρίσκανε κανένα κομμάτι γης και το ξεχέρσωναν, το κάνανε και χωράφι τους.

    Πήρε λοιπόν δυο εργάτες και τους έβαλε να ξεχερσώνουν γύρω – τριγύρω απ’ τον μπαξέ της και ο φράχτης του μπαξέ όλο και πήγαινε λίγο παραπέρα, και λίγο παραπέρα. Άνοιξε και ένα ακόμη πηγάδι στην αυλή να έχει να ποτίζει, γιατί το παλιό πηγάδι μέρα με τη μέρα στέγνωνε.  Δόξα τω Θεώ το καινούριο πηγάδι έδωσε μπόλικο, καθαρό και νόστιμο νερό.  Μια χαρά τα κατάφερε η μάνα της Ρανιώς.

    Στα πέντε χρόνια επάνω, ο πατέρας της Ρανιώς αποφάσισε να κάνει πέντε μέρες ποδαρόδρομο, να γυρίσει στο χωριό του για να δει για λίγες μέρες τη φαμίλια του. Μετά θα ξαναγύριζε στα «αλάτια». 

    Πολύ χάρηκε η γυναίκα του με το που τον είδε από μακριά να έρχεται. Μόνο από μακριά όμως.  Γιατί σαν πλησίασε… Τι να χαρεί και τι να μη χαρεί;

    Ήταν άσπρος σα φάντασμα. Είχε οσμώσει και είχε ποτίσει τόσα αλάτι στο πετσί του, που ήταν κάτασπρος.  Κάτασπρος και αλμυρός. Αλμυρός σαν παστωμένη σαρδέλα. Μόνο που σε πλησίαζε σε έπιανε δίψα.  Τι να κάνει όμως η κακομοίρα, άντρας της ήτανε, τον καλοδέχτηκε.

    Αφού τον ξεβράκωσε και του έριξε καμιά δεκαριά κουβάδες πηγαδίσιο νερό, μπας και φύγει η αλμύρα από πάνω του, τον άφησε να πλαγιάσει μαζί της. Και τότε… της έσπειρε τη Ρανιώ. 

    Ίσως απ’ το αλάτι που κουβαλούσε μέσα του να βγήκε η Ρανιώ τόσο όμορφη, τσαχπίνα και… πικάντικη.

    Πέντε μέρες έμεινε μαζί με τη γυναίκα του και με το γιο του ο αλατάνθρωπος. Και κάθε μέρα έδινε τα συχαρίκια του στη γυναίκα του για το πως είχε ξαναστήσει το νοικοκυριό τους, με τα ζωντανά και με το περιβόλι.

    «Μπράβο γυναίκα. Μια χαρά και δυο τρομάρες τα συμμάζωξες ούλλα.» της έλεγε, αλλά κι’ εκείνη δεν τον αδικούσε καθόλου.

    «Να ‘σαι καλά. Άμα δεν έστελνες τον παρά απ’ τη δουλειά σου… Τώρα… δεν θα ‘μασταν εδωνά να σε καρτεράμε. Στα θυμαράκια θα ‘μασταν. Μπράβο και σε σένα. Ότι έκαμα με το δικό σου τον παρά το έκαμα. Με τον παρά απ’ τον κάματο σου.»

    Σαν είδε ο αλατάνθρωπος πως στο σπιτικό του τα πράγματα ήταν καλά, και ότι άμα γύριζε κι’ εκείνος και στρωνόταν στη δουλειά θα γινόταν ακόμη καλύτερα, το πήρε απόφαση.

    «Θα πάω πίσω στα αλάτια, για λίγο μόνο. Ένα – δυο φεγγάρια θα κάμω. Έχω να συμμάσω κάτι πράματα, να πάρω και τον παρά μου απ’ τα αφεντικά μου. Ύστερις  θα γυρίσω πίσω να ‘μαστε πάντα ούλοι μαζί»

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1