Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία
Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία
Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία
Ebook273 pages3 hours

Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Αιμιλία Καρατζά είναι μια όμορφη, έξυπνη αλλά φτωχή κοπέλα.
Στα είκοσι δύο της χρόνια παντρεύεται τον μεγαλοεπιχειρηματία
Νίκο Βλαστό, που είναι αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της.
Από την πρώτη κιόλας νύχτα του γάμου της, διαπιστώνει ότι το
χρήμα από μόνο του δεν φέρνει την ευτυχία.
Την ευτυχία, την ερωτική ευτυχία, θα τη βρει στην αγκαλιά του
υπαστυνόμου Γρηγόρη Μαραφέτη.
Θα τους ενώσει ένας μεγάλος, παράνομος έρωτας.
Στη ζωή της θα μπει και ο συγγραφέας Χρήστος Μάλαμας που έχει
αναλάβει να κάνει βιβλίο τη ζωή και το έργο (τον βίο και την πολιτεία)
του Νίκου Βλαστού.
Ο Χρήστος Μάλαμας, νέος, γοητευτικός, μορφωμένος, άνθρωπος
των γραμμάτων και των τεχνών, κερδίζει την εκτίμηση και τη συμπάθεια της Αιμιλίας, αποκλειστικά και μόνο όμως σε φιλικό επίπεδο.
Η όμορφη και έξυπνη Αιμιλία κερδίζει την καρδιά του συγγραφέα.
Ο Χρήστος Μάλαμας την ερωτεύεται, αλλά δεν θα περάσει ποτέ τις
κόκκινες γραμμές. Είναι και θέμα αξιοπρέπειας. Θεωρεί όμως ότι ο
γάμος της Λίας είναι μια λάθος πράξη που πρέπει να διορθωθεί.
Ο εραστής, ο υπαστυνόμος Γρηγόρης Μαραφέτης ζηλεύει, μα περισσότερο ζηλεύει και φθονεί τον Νίκο Βλαστό, το σύζυγο.
Κάθε φορά που σκέφτεται ότι ο Νίκος Βλαστός, το τέρας, βεβηλώνει το κορμί της Λίας του με τις ερωτικές του ορέξεις, γίνεται θηρίο
ανήμερο.
Ένα βράδυ η Λία, μετά από έναν καβγά με τον Βλαστό και κάτω υπό
την επήρεια ηρεμιστικού κάνει ένα τηλεφώνημα σε ένα αγαπημένο της
πρόσωπο και του λέει:
“Το γουρούνι με χτύπησε. Άπλωσε το χέρι του και με χτύπησε”
Το ποτήρι ξεχείλισε. Το γουρούνι πρέπει να πεθάνει.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Βλαστος βρίσκεται στο σπίτι του νεκρός,
σφαγμένος.
Σε ποιόν τηλεφώνησε η Λία; Ούτε η ίδια δεν ξέρει.
Μετά από συστηματική έρευνα της αστυνομίας, χωρίς παρατυπίες, αλλά ίσως με κάποια μαγειρέματα η υπόθεση θα κλείσει.
Ο συγγραφέας Χρήστος Μάλαμας θα βρεθεί στη φυλακή για το φόνο του
Βλαστού..
Το ζευγάρι των εραστών, η Αιμιλία Καρατζά, πρώην σύζυγος και νυν
χήρα Νικολάου Βλαστού και ο πρώην υπαστυνόμος Γρηγόρης Μαραφέτης
θα βρεθούν στο Ακαπούλκο. Χαίρονται την ζωή και ξεκοκαλίζουν την
περιουσία του θύματος. Του Βλαστού.
Ως πότε όμως;

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 6, 2021
ISBN9786188417465
Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία

Related ebooks

Related categories

Reviews for Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Έμμυ, Λία, Επιτέλους Αιμιλία - Christos Amvazas, Sr

    Τίτλος

    Έμμυ, Λία,

    επιτέλους Αιμιλία

    Ένα αστυνομικό μυθιστορημα

    από τον

    Χρήστο Αμβαζά

    (χωρίς πλοκή, μυστήριο και σασπένς)

    ΤΙΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:            Έμμυ, Λία, επιτέλους Αιμιλία

    ΕΙΔΟΣ:                  Αστυνομικό μυθιστόρημα

    © Χρήστος Αμβαζάς 2020

    ISBN Ηλεκτρονικης έκδοσης: 978-618-84174-6-5

    Ηλεκ/νική διεύθυνση:      ch.amvazas@hotmail.com

    Ιστοσeλίδα:                  www.amvazas.com

    Τίτλος

    ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    Ο συγγραφέας και ο δημοσιογράφος

    Το αποτρόπαιο θέαμα.

    Αιμιλία (Έμμυ ή Λία) Καρατζά

    Ους ο Θεός συνέζευξε

    Ο έρωτας

    Το σχέδιο Νο 1 - Εμπνευστής: Λία

    Το σχέδιο Νο 2. Έμπνευση-Εκτέλεση: Γρηγόρης

    Η πλεκτάνη

    Η συνεύρεση

    Η πράξη

    Μετά

    Τα στοιχεία

    Ο ένοχος

    Ηρεμία και ανακατατάξεις

    Ο Θεός, ο κλέφτης και ο δολοφόνος

    Νέα καλά - νέα κακά

    Αποκαλύψεις και παραδοχή

    Πριν το τέλος

    Επιτέλους

    ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    Αρκετά πρόσωπα της ιστορίας αναφέρονται με όνομα και επώνυμο.

    Ο συγγραφέας ΔΗΛΩΝΕΙ

    Η σύμπτωση ονομάτων με υπαρκτά πρόσωπα είναι τελείως τυχαία και δεν υπάρχει καμία πρόθεση ή σκοπός εκ μέρους του συγγραφέα για την ταύτιση των προσώπων της ιστορίας, των χαρακτήρων τους και των ιδιοτήτων τους (όπως αυτά περιγράφονται) με τα υπαρκτά πρόσωπα.

    Κεφάλαιο 1

    Ο συγγραφέας και ο δημοσιογράφος

    Η είδηση δεν είχε διαρρεύσει ακόμη και έτσι οι πρωινές εφημερίδες δεν είχαν γράψει τίποτε. Ήταν όμως πρωτοσέλιδο θέμα στις απογευματινές εφημερίδες:

    «Άγριο έγκλημα με θύμα το μεγαλοεπιχειρηματία Νίκο Βλαστό».

    Οι απογευματινές εφημερίδες έγραφαν και όλες τις λεπτομέρειες. «Βρέθηκε αιμόφυρτος, καθισμένος στο γραφείο του, με έναν χαρτοκόπτη καρφωμένο στον αυχένα. Από την εξέταση των διαφόρων εγγράφων που βρέθηκαν στην επιφάνεια του γραφείου, μουσκεμένα από το αίμα, δεν προκύπτει κανένα στοιχείο. Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του ή των δολοφόνων. Τα κίνητρα του φόνου παραμένουν άγνωστα. Το πτώμα το βρήκε η καμαριέρα την 08:00 π.μ. όταν πήγε στο σπίτι για την καθημερινή της εργασία. Η σύζυγος του θύματος κοιμόταν ανυποψίαστη στο υπνοδωμάτιό της».

    «Ωραία», σκέφτηκε ο δημοσιογράφος Αλεξίου, ο απόκαλούμενους αλεπού από τους συναδέλφους του. «Καιρός είναι να ασχοληθώ και με το αστυνομικό ρεπορτάζ». Ίσως στη σκέψη του να συνηγορούσε ότι το θύμα, ο Νίκος Βλαστός ήταν γνωστός του. Απλά γνωστός όχι γνώριμος. Είχαν συναντηθεί μια και μοναδική φορά πριν ένα μήνα περίπου, όταν έκανε ένα οικονομικό ρεπορτάζ.

    Και φυσικά ήταν καιρός για κάτι τέτοιο. Από καιρό το κλωθογύριζε στο μυαλό του. Καλές οι πληροφορίες από τα άλλα, τα κοινωνικά ρεπορτάζ, τα ρεπορτάζ γύρω από τη βιομηχανία, τις μπίζνες και τις επιχειρήσεις, τις ίντριγκες και τις διαπλοκές, τα πολιτικά δρώμενα, αλλά… άλλο πράγμα το αστυνομικό ρεπορτάζ.

    Οι πληροφορίες που θα μάζευε θα ήταν χρυσάφι. Χρυσάφι εκδοτικό και όχι μόνο για τον ίδιο. Ο φίλος του και συνεργάτης του, ο Χρήστος Μάλαμας θα έτριβε τα χέρια του με το νέο υλικό που θα του πήγαινε.

    Χρόνια τώρα γινόταν αυτή η δουλειά. Αυτό το αλισβερίσι. Τα δημοσιεύματα της αλεπούς στα περιοδικά και στις εφημερίδες δεν ήταν τόσο πλούσια και τόσο αποκαλυπτικά από όσο θα μπορούσαν η θα έπρεπε να είναι. «Δεν χέζονται οι κωλοφυλλάδες», έλεγε πάντα ο Αλεξίου, ο αποκαλούμενος αλεπού, και τα καλά, όσα είχαν μεγάλο βάρος και αξία τα κρατούσε προς ίδιο όφελος. Τα άρθρα του περιείχαν μόνο τα απαραίτητα στοιχεία για να είναι αρκούντος καλά και δημοσιεύσιμα. Τα καλά-καλά τα διοχέτευε στο φίλο του, στον κολλητό του στο συγγραφέα Χρήστο Μάλαμα. Αυτός ήξερε. Και ήξερε και ήταν μανούλι στη δουλειά του. Τα πασπάλιζε με κάμποσο σεξ με ίντριγκες, με φανταστικά ταξίδια σε χώρες μακρινές και απρόσιτες και με ότι άλλο περνούσε από την αχαλίνωτη φαντασία του και τα πάσαρε στο αναγνωστικό κοινό των μπεστ-σέλερς. Ό Χρήστο Μάλαμας καρπωνόταν τη δόξα και τα εκδοτικά του δικαιώματα. Ο Αλεξίου ή αλεπού περιοριζόταν μόνο σε κάποιο μερίδιο των εκδοτικών δικαιωμάτων, αλλά… εντάξει. Μια χαρά ήταν. Εξάλλου με το Χρήστο ήταν και φίλοι. Δεν θα μάλωναν για δέκα ευρώ πάνω, δέκα ευρώ κάτω.

    Κάποτε ο Μάλαμας του είχε προτείνει:

    «Να βάλουμε και το δικό σου όνομα στα εξώφυλλα των βιβλίων;». Καθόλου δεν θα τον πείραζε να μοιραστεί τη δόξα του με το φίλο του, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Η αλεπού του το ξέκοψε.

    «Μη λες χαζά. Τι θέλεις δηλαδή; Να στερέψεις την πηγή σου; Αν μαθευτεί ότι τα ρεπορτάζ που κάνω γίνονται βιβλίο, μυθιστόρημα, νουβέλα ή όπως αλλιώς τις λες αυτές τις μαλακίες που γράφεις τις συνεντεύξεις θα τις βλέπω με το κανοκιάλι».

    Έτσι λοιπόν η αγαστή συνεργασία παρέμεινε κρυφή και ανώνυμη για τη βάση δεδομένων, την αλεπού, επώνυμη και ένδοξη για το συγγραφέα.

    Ο Δημήτρης Αλεξίου και ο Χρήστος Μάλαμας ήταν μαζί απ' τα μαθητικά τους χρόνια. Αυτό που λένε για τον τέντζερη και για το καπάκι μάλλον γι' αυτούς θα το είχαν βγάλει. Μαζί στο Γυμνάσιο, μαζί στις κοπάνες, μαζί στα πάρτι μαζί στα εφηβικά γκομενιλίκια. Μετά ήρθε το Πανεπιστήμιο. Πάλι μαζί στη Φιλοσοφική σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας. Εδώ όμως κάπου χώρισαν. Ο μεν Δημήτρης τα παράτησε ένα χρόνο πριν το πτυχίο, αλλά ο Χρήστος συνέχισε, πήρε το πτυχίο του, ορκίστηκε κιόλας, έκανε και τα χαρτιά του για διορισμό, Αλλά…

    «Ζαμάν-φου αν με διορίσουν, ζαμάν-φου και αν δε με διορίσουν και σιγά μη σηκωθώ να πάω σε ακριτική περιοχή. Αν θέλουν εδώ στην Αθήνα… και πάλι θα το σκεφτώ». Σαν πολύ ψηλά δεν τον είχε πάρει τον αμανέ; Γιατί όχι; Από το τρίτο έτος της σχολής καμάρωνε το πρώτο του βιβλίο, μπεστ-σέλερ στις βιτρίνες των μεγάλων βιβλιοπωλείων. Το δεύτερο και το τρίτο τυπώθηκαν την ίδια μέρα με το πτυχίο του. Τώρα έγραφε το τέταρτο και κάθε φορά που πήγαινε στον εκδότη του είχε να απαντήσει στην ερώτηση:

    «Τι μας έφερες;»

    Ο Δημήτρης άλλαξε ρότα. Παράτησε τη σχολή στο τρίτο έτος και πήγε να γίνει αυτό που ήταν πάντα: Δημοσιογράφος. Από το Γυμνάσιο ακόμη έγραφε στη μαθητική εφημερίδα Τα νέα του σχολείου. Αυτός ανακάλυψε το ειδύλλιο ανάμεσα στο μαθηματικό και στην κοντούλα τη φιλόλογο. Το δημοσίευσε και τους εξανάγκασε σε βίον ανθόσπαρτο. Αυτός ανακάλυψε ότι το κέρατο ο Λυκειάρχης πηδούσε την κυρία Μάρω τη χήρα την καθαρίστρια. Το κοινοποίησε όσο πιο καλυμμένα γινόταν αλλά και όσο πιο αποκαλυπτικά μπορούσε, αφηνώνοντας αναπάντητα ένα σωρό μήπως, ίσως και πιθανόν. Αυτός ανάγκασε το κέρατο τον Λυκειάρχη σε πρόωρη συνταξιοδότηση προς αποφυγήν σκανδάλου.

    Παρακολούθησε τα μαθήματα μιας σχολής δημοσιογραφίας, έτσι για τα μάτια του κόσμου, και έγινε αυτό που ήταν, γιατί δεν κάνουν οι σχολές τους δημοσιογράφους.

    Οι δημοσιογράφοι κάνουν τις σχολές.

    ***

    Κεφάλαιο 2

    Το αποτρόπαιο θέαμα.

    Η κύρια Αιμιλία Καρατζά, σύζυγος Νίκου Βλαστού, η αποκαλούμενη άλλοτε Λία και άλλοτε Έμμυ, έμεινε εμβρόντητη μπροστά σ' αυτό που αντίκρισε. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό. Της ήρθε να βάλει τα γέλια, αλλά κρατήθηκε. Εξάλλου θα ήταν τελείως παράδοξο να γελάσει με το αποτρόπαιο θέαμα που αντίκριζε.

    Ο άντρας της νεκρός, σφαγμένος, με το πρόσωπο ακουμπισμένο στην επιφάνεια του γραφείου του, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Το αίσθημα της αναγούλας σκέπασε τη χαρά της. Έτρεξε στο μπάνιο και έκανε εμετό. Ήταν κάτι αναμενόμενο. Όχι ο εμετός, αλλά η δολοφονία του άντρα της. Με τη ζωή που έκανε, με την πλεονεξία του για κέρδη και άλλα κέρδη και ακόμη πιο πολλά κέρδη το μόνο που κατάφερνε ήταν να περιστοιχίζεται από εχθρούς. Από αδικημένους ανθρώπους που πολύ θα το ήθελαν να τον δουν νεκρό.

    Είχε στήσει μια πανίσχυρη αυτοκρατορία επιχειρήσεων, αλλά τα κάστρα που την περιστοίχιζαν ήταν ευάλωτα.

    Δεν θα παραξενευόταν καθόλου αν κάποια στιγμή της έλεγαν ότι το σύζυγό της τον είχαν γαζώσει με εκατό σφαίρες την ώρα που έβγαινε από τη λέσχη του, ή το γυμναστήριο, ή τα μπουζούκια ή ακόμη και από κάποιο μπουρδέλο. Δεν σύχναζε πολύ στα μπουρδέλα, αλλά δεν τα απέφευγε κιόλας. Οι συνήθειες μιας ζωής δεν κόβονται, και ειδικά οι συνήθειες των πρώτων νεανικών του χρόνων. Τότε που έκανε τον αγώνα να ανέβει, να βγάλει λεφτά, να γίνει κάποιος βρε αδελφέ. Τότε που πατούσε επί πτωμάτων. Μήπως και τώρα που πατούσε; Τώρα… δεν τα πατούσε ακριβώς, γιατί δεν καταδεχόταν να το κάνει. Τώρα ήταν δυνατός, πανίσχυρος. Μπορούσε να αποκτήσει ότι ήθελε, αρκεί να το ήθελε. Και ότι αποκτούσε το είχε αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του. Έτσι είχε αποκτήσει και τη Λία, και φυσικά σαν σύζυγό του τη θεωρούσε αποκλειστικά δική του. Έτσι είχε πει και ο παπάς που τους πάντρεψε, παρουσία μάλιστα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Εκεί όμως που ο παπάς έλεγε: Τα εμά σα και τα σα εμά, ο γαμπρός άκουσε: Τα εμά εμά και τα σα εμά και όταν είπε: Η δε γυνή να φοβήται τον άνδραν, τον έπιασε βήχας τον παπά και δεν ακούστηκαν καλά τα λόγια του.

    Τώρα δεν ίσχυε τίποτε από όσα είχε πει ο παπάς στον σούπερ χλιδάτο γάμο τους, παρουσία μάλιστα και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

    Ένας νεκρός σύζυγος δεν μπορεί να έχει ούτε τα εμά ούτε τα σα και μια χήρα… τι να φοβηθεί και τι να μη φοβηθεί από το μακαρίτη.

    Η καμαριέρα είχε μπει στο αχανές διαμέρισμα του ζεύγους όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Τέτοια ώρα, στις οκτώ το πρωί , άγρια χαράματα ακόμη, ήξερε ότι όλα τα μέλη της οικογένειας κοιμόταν και δεν ήθελε να τους ανησυχήσει. Και εκείνος και εκείνη θα κοιμόταν ακόμη, γιατί τα μέλη της οικογένειας ήταν μόνο δύο: Εκείνος και εκείνη. Από παιδιά τίποτε… ούτε ίχνος.

    Τράβηξε για την κουζίνα. Θα έκανε πρώτα έναν καφέ, ίσως να άναβε και τσιγάρο, θα καθόταν να συνέλθει λίγο από το κρύο που είχε φάει στο δρόμο και μετά θα έπιανε να κάνει και καμιά δουλειά. Από ότι ήθελε να κάνει δεν έκανε τίποτε. Πήγε να σβήσει το φως από το γραφείο του κυρίου, με τη σκέψη «Πάλι αναμμένο το άφησαν», αλλά ούτε αυτό έκανε. Έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει τον κύριο, εκατό τα εκατό πεθαμένο, γερμένο επάνω στο γραφείο του.

    Μετά την πρώτη έκπληξη και όταν κατάλαβε ότι μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της, έτρεξε στο επάνω όροφο, φωνάζοντας:

    «Κυρία… κυρία… ο κύριος».

    Η πόρτα της κυρίας ήταν κλειδωμένη από μέσα. Άρχισε να χτυπάει την πόρτα με τη γροθιά της εξακολουθώντας να φωνάζει:

    «Κυρία… κυρία… ο κύριος».

    «Τι σκατά έκανε πάλι ο κύριος;» αναλογίστηκε η Λία, αγουροξυπνημένη. «Μπορεί και να όρμιξε στην καμαριέρα», αναλογίστηκε. «Μόνο αυτό δεν είχε κάνει μέχρι τώρα ο μουρντάρης, αλλά με την εξαλλοσύνη του χθες το βράδυ…», όλα ήταν πιθανά.

    «Τι παθατε καλέ;» Ρωτησε η καμαριέρα βλέποντας μια μελανιά στο προσψπο της κυρίας.

    «Τίποτε, από το μακιγιαζ είναι».

    Έριξε μια ρόμπα επάνω της, κάλυψε τα σωματικά της κάλλη και τα θέλγητρα των είκοσι επτά χρόνων της και κατέβηκε ράθυμα να δει τα κατορθώματα του άντρα της. Αντί γι' αυτό είδε ότι είδε: Τον άντρα της σκοτωμένο.

    Ίσως έτσι να επιθυμούσε να τον δει και η ίδια, αλλά ήταν μια σκέψη της που πάντα προσπαθούσε να τη διώξει απ' το μυαλό της. Άδικος κόπος. Η σκέψη αυτή τη βασάνιζε εδώ και μερικά χρόνια.

    ***

    Κεφάλαιο 3

    Αιμιλία (Έμμυ ή Λία) Καρατζά

    Η καμαριέρα είχε την απορία

    «Τι κάνουμε τώρα κυρία;» Η κυρία, πιο ψύχραιμη, έδωσε διέξοδο στην απορία της καμαριέρας.

    «Τηλεφώνησε αμέσως στο 100», πήρε εντολή από την κυρία.

    Σε μια ώρα το σπίτι είχε γεμίσει με μπάτσους του εγκληματολογικού. Προπομπός, πρώτος και καλύτερος, ο υπαστυνόμος Μαραφέτηςε, έσπευσε αμέσως στον τόπο του εγκλήματος.

    «Εσείς;» ήταν η πρώτη  ερώτηση που δέχτηκε η κυρία Λία από ένα γαλονά της αστυνομίας.

    «Εγώ κοιμόμουν. Δεν αντιλήφθηκα τίποτε», απάντησε η Λία. Το επιβεβαίωσε και η καμαριέρα:

    «Εγώ την ξύπνησα».

    Ε αφού δεν είχε αντιληφθεί τίποτε και μιας και η θέα του πτώματος ήταν τόσο αποκρουστική, την επέτρεψαν να αποσυρθεί στο δωμάτιο της. Ίσως εκεί μόνη να μπορούσε να ηρεμίσει από το τόσο τραγικό συμβάν.

    Ίσως εκεί μόνη να μπορούσε να θριαμβολογήσει για το τόσο μεγαλειώδες συμβάν.

    Μόνη, βασίλισσα και αφέντρα, κληρονόμος, μιας τεράστιας περιουσίας. Αυτό ήταν κάτι πέρα από τις προσδοκίες της όταν φτωχή, μόνη, αλλά πανέξυπνη και πανέμορφη βγήκε στον κόσμο με σκοπό της να κερδίσει τη ζωή. Τότε… τέτοιο κέρδος ούτε στα πιο τρελά της όνειρα μπορούσε να το φανταστεί.

    Άφησε τη σκέψη της να τρέξει πίσω, στα μαθητικά της χρόνια, στα χρόνια που η προσπαθεια της για μια ανέλπιδη ανέληξη και μια δοση η ζήλιας σκέπαζε κάθε άλλο αίσθημά της. Την έκανε να νιώθει κακιά, αν και δεν το ήθελε, αλλά και ούτε το έδειχνε. Όμως τα άλλα κορίτσια είχαν ενώ αυτή… τίποτε.

    Κόρη φτωχής οικογένειας, ένας λογιστάκος τρίτης κατηγορίας ήταν ο μπαμπάς της, στο λογιστήριο μιας εταιρείας, ούτε μικρής, αλλά ούτε και μεγάλης και φιλάσθενος. Με το μισθό του ίσα-ίσα που κατάφερνε να επιβιώνουν και να καλύπτει, όσο τα κάλυπτε κι' αυτά, τα έξοδα σπουδών του αδελφού της που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Για την ίδια δεν περίσσευε τίποτε. Πόσο μάλλον έξοδα για παραπέρα σπουδές.

    Η Αιμιλία παρέμεινε με το απολυτήριο του γυμνάσιου, αν και της άξιζε κάτι πολύ παραπάνω. Έξυπνη, εφυής, επιμελής στα μαθήματά της μάζευε τα μπράβο των καθηγητών της, αλλά τα μπράβο τι να τα έκανε; Μια κοπέλα στην εφηβαία χρειάζεται πολλά περισσότερα πράγματα από τα μπράβο των καθηγητών. Χρειάζεται και μερικά λούσα, να μπορέσει να δείξει την ομορφιά της. Αυτά όμως, τα καλά φορέματα, τα ψευτομπιζού, οι στέκες για τα μαλλιά ή ακόμη και κανένα καλλυντικό, ήταν τα άπιαστα όνειρα της Αιμιλίας.

    Κορίτσαρος ήταν στα δεκαπέντε της και όλα τα αγόρια την λιγουρευόταν, αλλά αυτή… τίποτε ανένδοτη. Από τότε ακόμη ίσως να προγραμμάτιζε που και πως θα διέθετε τα κάλλη της και την εξυπνάδα της.

    Παρά τη φτώχια της οι παρέες της ήταν τα πλουσιότερα, τα πρωτοκλασάτα κορίστα της τάξης της. Έβγαινε και λίγο κερδισμένη με κάτι κεράσματα, με κάτι «Να παρ' το εσύ, εγώ δεν το θέλω άλλο», μάζευε τα σκουπίδια της παρέας, αλλά το μυαλό της πήγαινε αλλού.

    «Θα με βλέπετε σε λίγο και δεν θα με γνωρίζετε σκατούλες, ε παλιοσκατούλες».

    Το είπε και το έκανε.

    Στην προσπάθεια της για μια έστω κοινωνική άνοδο, άρχισε τις συναναστροφές με παρέες που τις θεωρούσε high society, αλλά δεν ήταν τόσο high όσο η ίδια ήθελε. Από την άλλη πλευρά, ήταν ευπρόσδεκτη σε όλες τις παρέες γιατί ήταν και έξυπνη, σπίρτο μοναχό, αλλά και όμορφη. Προπαντός όμορφη.

    Όσο μεγάλωνε η Αιμιλία η ομορφιά της και η εξυπνάδα της συναγωνιζόταν η μια την άλλη.

    Αυτά μέχρι τα είκοσι δύο της. Τότε τακίμιασε με έναν ξάδελφό της. Δεύτερος ξάδελφος, ίσως και τρίτος. Το σίγουρο ήταν ότι ο ξάδελφος ήταν ανεψιός του πατέρα της και στέλεχος σε μια εταιρεία. Η εταιρεία ήταν μεγάλη, ο ξάδελφος αρκετά προσγειωμένος και σοβαρός και έτσι δεν την είδε ποτέ κάτω από το ερωτικό πρίσμα.

    Η Αιμιλία, την περίοδο εκείνη, μπορεί να μην αναβαθμίστηκε οικονομικά, όμως αναβαθμίστηκε κοινωνικά.

    Την έπαιρνε μαζί του σε δεξιώσεις της εταιρείας, σε πάρτι και σε συνεστιάσεις, έτσι για να κάνει το κομμάτι του. Μερικές φορές τσοντάριζε και για κανένα καινούργιο φουστάνι, απαραίτητο για την εντυπωσιακή εμφάνιση της κοπέλας που συνόδευε. «Πω-πω τι κούκλα τι είναι αυτή που τον συνοδεύει ρε παιδιά» και άλλα τέτοια παρόμοια ήταν τα σχόλια σε κάθε εμφάνιση της Αιμιλίας, στο πλευρό του ξαδέλφου της. Η κούκλα πάντα κέρδιζε τις εντυπώσεις. Μαζί και ο ξάδελφος. Τι έκαναν δηλαδή; Τράβα με να σε τραβώ, να ανεβούμε το βουνό και η φτωχή μεν αλλά όμορφη και έξυπνη Αιμιλία το ανέβαινε. Για το ξάδελφο δεν ξέρω και δεν μας αφορά.

    Η κοινωνική, ας πούμε, αναβάθμιση της Αιμιλίας δεν επηρέασε το χαρακτήρα της. Παρέμεινε ένα καλό κατά βάθος κορίτσι, με ηθικές αρχές. Το μόνο της κουσούρι, αν αυτό θεωρείται κουσούρι, ήταν η φιλοδοξία της για μια πλούσια και άνετη ζωή.

    ***

    Κεφάλαιο 4

    Ους ο Θεός συνέζευξε

    Η δεξίωση που δόθηκε για να γιορταστεί το γεγονός της αγοράς της εταιρείας που εργαζόταν ο ξάδελφος, από τον μεγιστάνα Νίκο Βλαστό, ήταν το σταυροδρόμι στη ζωή της φτωχής μεν αλλά όμορφης και έξυπνης Αιμιλίας. Ο Βλαστός θαμπώθηκε από την ομορφιά της, έμεινε άφωνος από την εξυπνάδα της και αποφάσισε να την εντάξει στο ιδιοκτησιακό του καθεστώς. Ε καιρός ήταν να δει κι' αυτός λίγη χαρά στη ζωή, πέρα από τις χαρές και τους θριάμβους που του πρόσφερε η επιχειρηματική του δραστηριότητα. «Εξάλλου η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά», φιλοσόφησε, αλλά είχε αργήσει πολύ μέχρι να φτάσει σ' αυτή τη βαθιά φιλοσοφία. Πενήντα οκτώ αμείλικτα χρόνια βάραιναν τις πλάτες του, αλλά ο έρως χρόνια δεν κοιτά. Την ίδια μυωπία

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1