Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Άνθρωποι και Καράβια
Άνθρωποι και Καράβια
Άνθρωποι και Καράβια
Ebook417 pages5 hours

Άνθρωποι και Καράβια

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Οι άνθρωποι:
Από ανάγκη
Πλανεμένοι από ιστορίες των παλιών.
Γοητευμένοι από το πέταγματων γλάρων.
Μαγεμένοι από τα φώτα των λιμανιών
Τραβούν στη ναυτοσύνη. Χαράζουν ρότα και πορεία σε πέλαγα και ωκεανούς, μέσα σε μπουνάτσες και σε φουρτούνες, με όνειρα και ελπίδες.

Το καράβι:
Σπίτι τους το καράβι.
Για οικογένεια το τσούρμο..
Πατέρας τους ο καπετάνιος.
Ο λοστρόμο: Το κάθε πράγμα στη θέση του.
Ο μαρκόνης: Νέα καλά, νέα κακά, απ' την πατρίδα.
Αγάπες στεριανές και έρωτες λιμανίσιοι.

Αγάπες που πνίγηκαν σε φουσκονεριές.
Μάνες λησμονημένες.
Γυναίκες μόνες, χήρες. Ο άντρας στο καράβι.

Ναύτη... Δεν είναι σπίτι το καράβι.
Το σπίτι είναι στη στεριά.
Στη στεριά σε περιμένει και η αγάπ

LanguageΕλληνικά
Release dateOct 21, 2021
Άνθρωποι και Καράβια
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Άνθρωποι και Καράβια

Related ebooks

Reviews for Άνθρωποι και Καράβια

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Άνθρωποι και Καράβια - Christos Amvazas, Sr

    Άνθρωποι

    και

    Καράβια

    Χρήστος Αμβαζας

    Creative Commons

    CC:  BY-NC-ND

    • Αναφορά Δημιουργού

    • Μη Εμπορική Χρήση

    • Όχι Παράγωγα Έργα

                Χωρίς την άδεια του συγγραφέα και εκδότη Απαγορεύεται:

    • Η εμπορική εκμετάλλευση του έργου.

    • Η αναπαραγωγή του σε έντυπη ηλεκτρονική ή και ηχητική μορφή (Βιβλίο,  e-book, audio book).

    • Η αναπροσαρμογή του έργου για τη συγγραφή θεατρικού έργου ή και κινηματογραφικής η και τηλεοπτική παραγωγής.

    Σημείωση του συγγραφέα:

    Το βιβλίο αυτό ξεκίνησα να το γράφω το 2008 με τον τίτλο «ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ». Ήταν η πρώτη συγγραφική μου απόπειρα. Αναγκάστηκα να το σταματήσω καθώς είχα μπλέξει και δεν ήξερα πώς να το τελειώσω.

    Δεν είχε ιστορία. Πιο πολύ ήταν περιγραφές από τα ταξίδια του πρωταγωνιστή μου (δικά μου ταξίδια).

    Το ξανάπιασα τον Ιούνιο του 2021. Άλλαξα τον τίτλο, έσβησα, έγραψα, ξαναέγραψα, αφαίρεσα πολλά και πρόσθεσα άλλα.

    Μέχρι το κεφάλαιο 8 οι αλλαγές δεν είναι πολλές. Έτσι μπορεί να διαπιστώσατε μια αλλαγή στο ύφος του συγγραφέα από το κεφάλαιο 8 και μετά.

    Κεφάλαιο 1

    Το σπίτι μας (Πέραμα 1959)

    Το σπίτι μας, ήταν μικρό μα περήφανο, χτισμένο σ’ ένα ανηφορικό δρομάκι στο Πέραμα του Πειραιά

    Η περηφάνια του ξεκίναγε απ' την αυλή ακόμα. Τα γεράνια, φυτεμένα στα καλοβαμμένα με λαδομπογιά τενεκεδάκια, τ’ αγιόκλημα που σκαρφάλωνε με χάρη στη μια του πλευρά και σκέπαζε το μισό παραθύρι της κρεβατοκάμαρας, το γιασεμί στο σιδερένιο βαρελάκι.

    Δεκάδες τα μικρά-μικρά κουτάκια, βαμμένα όλα με λαδομπογιά ΑΑ ποιότητας, το καθένα με το δικό του χρώμα και με λογής-λογής φυτά της εποχής. Ζουμπούλια, πανσέδες, κυκλάμινα, όλα γύρω-τριγύρω στη μικρή τσιμεντένια αυλή και οι δυο γαρδένιες που ήταν ο καημός της μάνας μου σε πιο μεγάλους τενεκέδες. Αχ αυτές οι γαρδένιες! Κάθε φορά που έκαναν ένα λουλούδι το κρατούσανε μόνο μια μέρα. Την άλλη μέρα ήταν πεσμένο κάτω στο τσιμέντο της αυλής. Πήγαινε η καημένη μάνα μου, το μάζευε στοργικά-στοργικά, λες και ήταν πράγμα ζωντανό και πονεμένο και το έβαζε σ’ ένα φλιτζάνι του καφέ με λίγο νερό, επάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Μοσχοβολούσε η κουζίνα για μια-δυο μέρες, μέχρι που το λουλούδι μαράζωνε, έχανε και το χρώμα του και την οσμή του και κατέληγε στα σκουπίδια με τα πέταλα του κατακίτρινα, στο χρώμα του θανάτου.

    Βρε τι καρφιά δεν έβαζε στο χώμα τους, τι γαλαζόπετρες δεν τις πότιζε· οι γαρδένιες το βιολί τους: Έβγαζαν ένα λουλούδι για μια μέρα και το εγκατέλειπαν να πέσει στο τσιμέντο.

    Μέχρι και την κυρά-Κούλα τη μαμή φώναξε να τις ξεματιάσει τις γαρδένιες της.

    Η κυρά Κούλα η μαμή, που καθόταν τέσσερα σπίτια παραπέρα, δεν υπήρξε ποτέ μαμή επισήμως. Από νέα κοπέλα δούλευε καθαρίστρια σε μια μαιευτική κλινική στον Πειραιά. Δεν ήταν όμως λίγες οι στιγμές που παρατούσε τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα και έτρεχε να βάλει ένα χέρι στα δύσκολα. Άμα ξεκινήσεις από τα δύσκολα, μετά τα εύκολα σου φαίνονται παιχνίδι.

    Το χρίσμα της μαμής το πήρε όταν, κατά πως λένε: ανάγκα και θεοί πείθονται, αναγκάστηκε να ξεγεννήσει τη Μαριώ που έμενε στο διπλανό σπίτι από το δικό της.

    Βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα και να χαλάει ο κόσμος απ' τη βροχή. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και έριχνε το νερό με το τουλούμι. Κάτι τσιρίδες σαν να άκουσε η Κούλα και ανοίγει την πόρτα να ακούσει πιο καλά.

    «Ε πως για; Η Μαριώ είναι αυτή που τσιροκοπάει. Τι να έπαθε η έρμη;»

    Σαν τι ήθελε να πάθει δηλαδή; Όλη η γειτονιά το ήξερε πως η Μαριώ ήταν στις μέρες της. Καλά που η πόρτα της Μαριώς δεν ήταν σφαλισμένη από μέσα. Μπαίνει μέσα και τι να δει; Μια Μαριώ να κολυμπάει σε κάτι ροζ ζουμιά. Μούσκεμα τα σεντόνια, μουσκεμένο και το νυχτικό της Μαριώς, Ανάστα ο Κύριος δηλαδή. Της Μαριώς της είχαν σπάσει τα νερά. Για μια στιγμή τα έχασε

    «Πού είναι ο άντρας σου μωρή;» τη ρωτάει.

    Μισά με λέξεις, μισά με κλάματα και τσιρίδες της απαντάει:

    «Θα έμπλεξε ο έρμος μ' αυτόν το σκατόκαιρο και δεν πρόκαμε να έρθει». Οδηγός σε φορτηγό ήταν ο άντρας της Μαριώς και 'κείνη τη μέρα είχε πάει ένα αγώγι στη Θήβα.

    «Τι κάμουμε τώρα;» Πώς να την πάει στο μαιευτήριο; Τα μόνα διαθέσιμα μεταφορικά μέσα στη γειτονιά μας ήταν οι χειράμαξες του κυρ Αριστείδη της Ασπασούλας που ήταν οικοδόμος, ο αραμπάς του κυρ-Αποστόλη του αγωγιάτη και το ποδήλατο του μπαμπά μου. Κανένα από αυτά δεν ήταν κατάλληλο να κουβαλήσει την ετοιμόγεννη και μάλιστα στην κατάσταση που ήταν και έξω… να ρίχνει το νερό με το τουλούμι.

    Τι κάμουμε - τι ξεκάμουμε, μια χαρά τα κατάφερε η κυρία Κούλα και έφερε στον κόσμο έναν παίδαρο κοντά στα τέσσερα κιλά.

    Έτσι απέκτησε -αποκλειστικά για τη γειτονιά μας- την τιμητική διάκριση μαμή. Τώρα συνταξιούχος στα εβδομήντα της, τεράστια σε όγκο, με δυο πόδια που θύμιζαν ελέφαντα, τόσο πρησμένα ήταν απ’ τη φλεβίτιδα, περιδιάβαινε κάθε πρωί τα σπίτια της γειτονιάς για λίγη κουβεντούλα και κανένα καφεδάκι, προσπαθώντας να πείσει τους γείτονες για τις μαντικές και τις άλλες μαγικές της ιδιότητες. Πάντως είχε και τις επιτυχίες στην τέχνη αυτή της μαντεψιάς. Είδε στο φλιτζάνι ότι το Δεσποινάκι η κόρη της κυρά-Αναστασίας ήταν έγκυος.

    «Αλλά μην ανησυχείς Αναστασία μου και μη στενοχωριέσαι. Ο Κυριάκος είναι καλό παιδί και θα το πάρει το κορίτσι σου, αμέσως μόλις το μάθει», είχε πει στη μάνα της Δέσποινας, ίσως προσπαθώντας να βάλει λίγη ζάχαρη στο φαρμάκι που την είχε ποτίσει, αυτό που είχε αντλήσει απ’ τα κατακάθια του καφέ ή από τα κουτσομπολιά της γειτονιάς.

    Τώρα που τα θυμάμαι και τα ξανασκέφτομαι, κάποιες απορίες μένουν αναπάντητες ακόμη: Είχε δει στο φλιτζάνι την εγκυμοσύνη της Δέσποινας; ή ήταν συμπέρασμα προσεχτικής παρατήρησης και της πολύχρονης πείρας της μαμής. Και ο Κυριάκος τι; Μεροκαματιάρης, ματσακόνι[1] στο ναυπηγείο δούλευε. Μεροδούλι-μεροφάι δηλαδή και νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι της κυρά-Κούλας. Ήταν άραγε καλό παιδί; ή έπεσε θύμα εκβιασμού και εξαγοράστηκε με τα πολλά νοίκια που χρωστούσε στην κυρά-Κούλα. Πάντως ο γάμος έγινε σε τρεις βδομάδες και η κυρία Αναστασία σε πέντε μήνες έγινε γιαγιά.

    Ακόμη, στο ενεργητικό της κυρίας Κούλας πρέπει να προστεθεί ότι τη μέρα που ξεμάτιασε τις γαρδένιες της μάνας μου, τα φυτά κράτησαν το λουλούδι τους για δυο ολόκληρες μέρες αντί για τη συνηθισμένη μια.

    Μα τι με έπιασε τώρα και σας ζαλίζω με την κυρα-Κούλα και τα καμώματά της. Άλλα πράγματα λέγαμε.

    Ήταν περήφανο λοιπόν το σπίτι μας για τα καλοβαμμένα με λαδομπογιά παραθυρόφυλλά του, για τη θέα που έβλεπε ανεμπόδιστα στη θάλασσα κι’ απέναντι στη Σαλαμίνα, για την καμινάδα του που πάντα κάπνιζε τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες δίνοντας ανάσα στην ξυλόσομπα.

    Τα λουλούδια της αυλής ήταν κατόρθωμα της μάνας μου. Τα καλοβαμμένα παραθυρόφυλλα και οι καλοβαμμένες τενεκεδένιες γλάστρες ήταν το χόμπι του πατέρα μου. Η αναμμένη ξυλόσομπα ήταν το κατορθώματά του. Το κατόρθωμα ήταν να πείσει τον κυρ-Αποστόλη, τον αγωγιάτη της γειτονιάς να ανεβάσει ένα φόρτωμα καυσόξυλα στο ανηφορικό δρομάκι του σπιτιού μας.

    Κάθε φορά που έπρεπε να φέρουμε ξύλα στο σπίτι, πήγαινε από βραδύς ο πατέρας στο καφενείο, κερνούσε τον κυρ-Αποστόλη ένα-δύο ουζάκια με αλμυρή σαρδέλα για μεζέ (αδυναμία του κυρ-Αποστόλη), παίνευε στο φόρτε τον Ολυμπιακό, αν κι’ ο πατέρας μου δεν χαμπάριαζε ντιπ από ποδόσφαιρο και του έταζε δύο τενεκεδάκια με λαδομπογιά, ένα κόκκινο και ένα άσπρο, για να φρεσκάρει τα βαψίματα του κάρου του, αυτά όμως μετά τη μεταφορά του φορτίου. Αν μπορούσε ο κυρ-Αποστόλης να βάψει και τον Ψαρή, το άλογό του, άσπρο-κόκκινο θα το έκανε. Τόσο παθιασμένος ήταν με τον Ολυμπιακό. Έλα όμως που ο Ψαρής ήταν ψαρής! Την άλλη μέρα πάντως, το απογευματάκι, με τον Ψαρή να αγκομαχά στην ανηφόρα, τον κυρ-Αποστόλη και τον πατέρα μου να σπρώχνουν το κάρο από πίσω, (μερικές φορές κατέβαινα κι’ εγώ να βοηθήσω), το φόρτωμα τα ξύλα ερχόταν στο σπίτι μας. Αφού τα ξεφόρτωναν ανέβαινε ο κυρ Αποστόλης στο κάρο έχοντας δίπλα του τα δυο τενεκεδάκια με τις μπογιές (άσπρη και κόκκινη), που του ’χε τάξει ο πατέρας μου και που τα πρόσεχε ως κόρη οφθαλμού, μη γείρουν και χυθούν. Φώναζε στον Ψαρή: «Αϊ Ψαρή - Αϊ Ψαρή» και ο Ψαρής καμαρωτός που μπόρεσε κι’ ανέβασε το φόρτωμα σ ανηφόρα, ξεκινούσε για τον καφενέ.

    Τον ήξερε το δρόμο ο Ψαρής.

    Όπως οι Μουσουλμάνοι που όπου στον κόσμο κι’ αν βρίσκονται στρέφονται προς τη Μέκκα για να προσευχηθούν, έτσι κι ο Ψαρής όπου κι αν βρισκόταν, στον Πειραιά, στα Καμίνια, στα Πετράλωνα, στον Κορυδαλλό ή οπουδήποτε αλλού, όταν άκουγε το «Αϊ Ψαρή - Αϊ Ψαρή», ξεκινούσε για τον καφενέ. Και πάντα τον εύρισκε το δρόμο.

    Καθόταν ο πατέρας μου με τη μάνα μου μέχρι αργά το βράδυ να στοιβάξουν τα ξύλα στο πίσω μέρος του σπιτιού, κάτω απ’ το υποστεγάκι. Έμενα δεν μ’ άφηναν να βοηθήσω:

    «Αύριο πρωί-πρωί έχεις σχολείο. Άντε πάνε να κοιμηθείς», έλεγε η μάνα μου κι’ ο πατέρας μου σαν τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας επαναλάμβανε:

    «Ναι-ναι άντε να κοιμηθείς».

    Το χόμπι του ο πατέρας μου το έκανε κάθε Κυριακή. Μετά την εκκλησία, έβγαζε τα καλά του ρούχα, φορούσε μια φόρμα της δουλειάς, απ’ αυτές που είχε πάντα πλυμένες καθαρές στο σπίτι η μάνα μου, έπαιρνε τα τενεκεδάκια με τις μπογιές και τα πινέλα του και άρχιζε να βάφει. Πότε τα παραθυρόφυλλα, πότε τους τενεκέδες με τα λουλούδια, πότε την εξώπορτα. Ότι βρισκόταν μπροστά του.

    Ανακατώνονταν οι μυρωδιές από το νέφτι κι’ απ το φαΐ που μαγείρευε η μάνα μου στην κουζίνα για να συνθέσουν τη μυρωδιά της Κυριακής. Έτσι ποτέ δεν έμενε το σπίτι μας χωρίς κάποια μυρωδιά.

    Όταν φυσούσε μελτεμάκι από τη θάλασσα, μια μυρωδιά από κατράμι και πίσσα φερμένη από τους ταρσανάδες[2] της παραλίας ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα.

    Η ίδια μυρωδιά γινόταν ποιο έντονη μέσα στο σπίτι μας το βράδυ, όταν επέστρεφε ο πατέρας από τη δουλειά, γιατί κι’ ο πατέρας μου δούλευε στο ναυπηγείο στο Πέραμα. Μερικές φορές, αν είχαν ξεφορτώσει τίποτε νέες παρτίδες σιδηροελάσματα, η μυρωδιά απ’ το ψαρόλαδο σκέπαζε τα πάντα.

    Απ’ τη δουλειά του προερχόταν τα υλικά για το χόμπι του, όπως και τα πεσκέσια του προς τον κυρ-Αποστόλη. Περισσεύματα για πέταμα, μπογιές καραβιών. Τις μάζευε μέσα σε μικρά κουτάκια που τα σκέπαζε καλά μη ξεραθούν και τις έφερνε στο σπίτι. Έτσι η παρακαταθήκη του σε μπογιές ήταν τεράστια σε ποσότητα, αλλά προπαντός σε ποικιλία χρωμάτων. Και τι μπόγιες: Καραβίσια ποιότητα! αθάνατες!

    Το σπίτι μας ήταν πιο πολύ περήφανο για κάτι άλλο: Το κατοικούσαν δυο άνθρωποι αγαπημένοι, τίμιοι, δουλευταράδες, νοικοκυραίοι, καλοί γονείς.

    Δεν θυμάμαι ποτέ φωνές και καυγάδες μέσ’ το σπίτι. Πάντα ο λόγος ήταν γλυκός και ήπιος. Ακόμη και τα δυσάρεστα προσπαθούσαν να τα μελώσουν.

    Ο πατέρας μου, λιγόλογος τύπος, έλεγε πάντα μόνο τα απαραίτητα κι’ αυτά τις πιο πολλές φορές συνοδευόταν ή άρχιζαν με μια παροιμία, απ’ τις εκατοντάδες παροιμίες που είχε κληρονομήσει από τη Σμυρνιά τη μάνα του και που μερικές τις κληροδότησε και σε ‘μένα.

    Ποτέ δεν τον άκουσα να λέει με λόγια το πόσο μας αγαπούσε, τη μάνα μου και 'μένα, αλλά και ποτέ δεν έκανε ή είπε κάτι που να έδειχνε το αντίθετο.

    Πάντα μας έκανε τα χατίρια, αν όχι με τον καλύτερο τρόπο, πάντως με τον τρόπο που αυτός έκρινε, μιας που και τα οικονομικά του δεν ήταν πολύ ανθηρά, αλλά και γιατί κι’ αυτός, από τη φύση του, ήταν το ίδιο σφιχτός στην τσέπη όπως και στα λόγια.

    Θυμάμαι τότε, στα έντεκα μου χρόνια, που του ζήτησα ένα ποδήλατο.

    «Ο ποντικός στην τρύπα του δεν χώραγε, κολοκύθα έσερνε» , μου είπε. «Άντε και σου το πήρα το ποδήλατο. Που θα το βάζεις; Στο σπίτι δεν χωράει. Στην αυλή θα στο φάει η βροχή και η αλμύρα της θάλασσας».

    Κοντός ψαλμός αλληλούια και έτσι έκλεισε η συζήτηση για το ποδήλατο.

    Το όνειρό μου για το ποδήλατο είχε γκρεμιστεί και μαζί μ' αυτό χανόταν κ’ η Ρηνούλα. Δυο χρόνια τώρα κάθε βράδυ σαν χωνόμουν στο κρεβάτι μου για ύπνο, το ίδιο ονειροπόλημα στριφογύριζε στο μυαλό μου πριν αποκοιμηθώ:

    Ονειρευόμουν, στον ξύπνιο μου, πως τάχα λέει πήγαινα στο σχολείο καβάλα σ’ ένα ολοκαίνουριο γυαλιστερό ποδήλατο. Έμπαινα στην αυλή και ντριν-ντριν,ντριν-ντριν χτυπούσα το κουδούνι του. Όλα τα παιδιά μαζευόταν τριγύρω μου για να θαυμάσουν το ποδήλατό μου. Και στο σχόλασμα, όταν τα πιο πολλά παιδιά είχαν φύγει με πλησίαζε η Ρηνούλα ντροπαλά-ντροπαλά και μου ζητούσε να την πάω μια βόλτα ποδηλατάδα.

    Κι’ εγώ την ανέβαζα λέει στο καδρόνι[3] και την πήγαινα μέχρι τη γωνία του σπιτιού της, ως τη γωνία μόνο, μην τύχει και μας δει η μάνα της. Και καθώς έκανα πηδάλι, ακουμπούσαν τα πόδια μου στα δικά της τα πόδια, και πολύ μου άρεζε, και πρέπει να της άρεζε και της Ρηνούλας γιατί κάθε λίγο και λιγάκι της ξέφευγε ένα γελάκι ανάμικτο με αναστεναγμό. Αυτό ήταν το ονειροπόλημα μου κάθε βράδυ πριν με πάρει ο ύπνος.

    Τι άγγελος που ήταν η Ρηνούλα! Με τις ξανθές της μπούκλες και τα καταγάλανα μάτια της, το κατάλευκο πρόσωπό της. Όταν γελούσε ξεδιψούσες ήθελες δεν ήθελες. Γάργαρο νερό το γέλιο της. Τι άγγελος που ήταν! Φαίνεται πως κάποτε ο Παράδεισος θα ήταν στο Πέραμα και όταν μετακόμισε, ένας άγγελος, η Ρηνούλα, ξεχάστηκε εδώ. Μετά με έπαιρνε ο ύπνος και έβλεπα αληθινά όνειρα, με αγγέλους και ποδήλατα και κάπου μπερδευόταν μια θάλασσα μεγάλη, χωρίς τη Σαλαμίνα μέσα, και κάπου και ένα δάσος καταπράσινο με κάτι παράξενους ανθρώπους και με κάτι περίεργα πουλιά. Το πρωί ξυπνούσα, τα έφερνα πάλι στο μυαλό μου και μονολογούσα: «όνειρα είναι αυτά· ότι θέλουν δείχνουν».

    Μπορεί με τα λόγια του ο πατέρας μου, να είχε σβήσει τα όνειρά μου για ένα δικό μου ποδήλατο, μα την επιθυμία μου απ' το μυαλό του δεν την είχε διαγράψει. Τέτοιος ήταν ο πατέρας μου.

    Σε δέκα μέρες είχα αποκτήσει το πρώτο και τελευταίο ποδήλατό μου.

    Ο πατέρας μου είχε αγοράσει το δικό του ποδήλατο πριν από λίγα χρόνια, γιατί το καμιόνι του ναυπηγείου που τους μάζευε κάθε πρωί για τη δουλειά και τους γυρνούσε το απόγευμα πίσω, περνούσε αρκετά μακριά από το σπίτι μας. Μισή ώρα ποδαρόδρομο το πρωί και άλλη μισή το βράδυ για να πάει και να έρθει από το σπίτι στην πλατεία που ερχόταν το καμιόνι και από την πλατεία στο σπίτι. Δεν ήταν όμως μόνο ο ποδαρόδρομος. Το φορτηγό ερχόταν καμιά φορά νωρίς, καμιά φορά αργά. Και στο αργά καλά: καθόταν και το περίμενε. Στο νωρίς όμως; Αναγκαζόταν να κάνει ότο-στοπ στο συνάδελφό του το Νικήτα που πηγαινοερχόταν στη δουλειά με τη μοτοσικλέτα του. Του πατέρα μου όμως δεν του άρεσε να υποχρεώνεται σε άλλους. Από τη μια μεριά η υποχρέωση, από την άλλη που δυο βροχερές ημέρες λίγο έλειψε να χάσει το μεροκάματο, γιατί το φορτηγό είχε φύγει και ο Νικήτας ήταν άρρωστος και δεν πέρασε με τη μοτοσικλέτα να τον πάρει, τον ανάγκασαν να πάρει την ηρωική απόφαση: Άνοιξε το κομπόδεμά του (πάντα ο πατέρας είχε κομπόδεμα, για την κακιά την ώρα, όπως έλεγε) και αγόρασε το ποδήλατο. Ο πατέρας ήταν μερακλής άνθρωπος και επειδή το θεώρησε σαν εργαλείο της δουλειάς του δεν τσιγκουνεύτηκε. Έδωσε κάτι παραπάνω και πήρε ένα γερό Τσεχοσλοβάκικο ποδήλατο. Λαμποκοπούσε στον ήλιο το ποδήλατο μέχρι και τις τελευταίες μέρες του ακόμη. Η μάνα μου, τις πρώτες μέρες, γεμάτη περηφάνια έβγαινε το πρωί στην εξώπορτα της αυλής να καμαρώσει τον άντρα της που ροβολούσε με το λαμπερό ποδήλατο στην κατηφόρα. Και ‘κείνος, σαν έφτανε στη γωνιά, πριν στρίψει και χαθεί, ντριν-ντριν τη χαιρετούσε με το κουδουνάκι του. Το βράδυ που γυρνούσε δεν ήταν και τόσο αξιοθαύμαστος. Κουρασμένος ο κακομοίρης απ’ τη δουλειά αναγκαζόταν να σκουντάει και το ποδήλατο στο ανηφορικό δρομάκι του σπιτιού μας. Άνοιγε την αυλόπορτα, έβαζε το ποδήλατο στη δεξιά πλευρά του σπιτιού, εκεί που ήταν το αγιόκλημα, το σκέπαζε με ένα καραβόπανο και έμπαινε στο σπίτι να βγάλει τα βαριά παπούτσια με τη μεταλλική επικάλυψη στο μέρος των δαχτύλων (κανονισμός που ναυπηγείου ήτανε) και να ξαποστάσει.

    Τις Κυριακές τ’ απογεύματα μου το έδινε ο πατέρας μου το ποδήλατό του για καμιά βόλτα. Με κατέβαζε, καθισμένο στο καδρόνι, μέχρι την πλατειούλα που ήταν χαμηλά κοντά στο δημόσιο, και εκεί μου έδινε το ποδήλατο. Μου ερχόταν λίγο ψηλό και δεν μπορούσα να κάνω ολόκληρο γύρο με τα πηδάλια. Πάντα μισοπεταλιά έκανα. Ευτυχώς η Ρηνούλα καθόταν λίγο μακριά από την πλατεία και έτσι δεν με πέτυχε ποτέ να παιδεύομαι με το ποδήλατο του πατέρα μου. Αφού γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα με το άβολο μεγάλο ποδήλατο του μπαμπά, παίρναμε την ανηφόρα σκουντώντας το ποδήλατο.

    «Ποιος ακούει τώρα τη μάνα σου;» μονολογούσε ο πατέρας μου, «έτσι μούσκεμα που έγινες».

    Εκείνο το Σαββατόβραδο ο πατέρας γύρισε λίγο ποιο αργά. Αντί για ένα έσπρωχνε δυο ποδήλατα στην ανηφόρα. Τα έβαλε στην αυλή και με φώναξε να βγω έξω.

    «Χρήστο έλα να δεις, έλα να δεις».

    Πρώτη φορά που με φώναζε ο πατέρας μου έξω βραδιάτικα. Βγήκα γεμάτος περιέργεια, με συνοδεία τη μάνα μου, και τι να δω; Δυο παλιά βρώμικα και σκουριασμένα ποδήλατα, ένα μεγάλο και ένα λίγο ποιο μικρό, ακουμπισμένα στον τοίχο του σπιτιού. Στο μισοσκόταδο φαινόταν ακόμη χειρότερα από ότι ήταν.

    Είχε δώσει λέει το δικό του ποδήλατο και κάτι από πάνω και πήρε δύο: Ένα γι’ αυτόν, ένα για μένα. Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Μου πέσανε τα αφτιά. Μ’ αυτό το σαράβαλο όλα τα παιδιά στο σχολείο και στη γειτονιά θα με κορόιδευαν. Και η Ρηνούλα ούτε που θα γυρνούσε να με δει. Ίσως ζητούσε απ’ τον Αργύρη να την πάει βόλτα με το ποδήλατό του, γιατί ήταν ολοκαίνουριο κι’ ας ήταν λίγο χοντρός ο Αργύρης.

    «Καμάρι που θα πας τη Δευτέρα με ποδήλατο στο σχολείο!» είπε ο πατέρας μου κι' εγώ δάγκωσα τη γλώσσα μου, για να μην βάλω τα κλάματα.

    Εκείνο το βράδυ δεν ονειροπόλησα. Αποκοιμήθηκα σχεδόν αμέσως και όλη τη νύχτα κολυμπούσα λέει σε μια μανιασμένη θάλασσα όπου είχε ναυαγήσει το πλοίο-ποδήλατό μου. Τέτοια όνειρα είδα εκείνη τη νύχτα. Ούτε αγγέλους ούτε τίποτε.

    Την άλλη μέρα ο πατέρας δεν περίμενε το «Δι' ευχών». Μας πήρε και φύγαμε από την εκκλησία αμέσως μετά το Ευαγγέλιο. Σαν φτάσαμε στο σπίτι φόρεσε τη φόρμα του, πήρε τενεκεδάκια με μηχανόλαδο και πετρέλαιο, παλιά πανιά της μάνας μου και βάλθηκε να καθαρίζει στην αυλή το μικρό ποδήλατο. Μέχρι το μεσημέρι το είχε καθαρίσει όσο γινότανε καλύτερα, το είχε γυρίσει ανάποδα, με το τιμόνι και τη σέλα κάτω και τις ρόδες επάνω και λάδωνε τις ρόδες, το τιμόνι, τα πηδάλια, έσφιγγε τα φρένα και με ένα περίεργο εργαλείο κάτι σκάρωνε στις αχτίνες του ποδηλάτου γυρνώντας πότε-πότε τις ρόδες. Το μεσημέρι μετά το φαγητό δεν κοιμήθηκε, όπως συνήθιζε να κάνει τις Κυριακές. Κάπνισε ένα τσιγάρο, και βγήκε πάλι στην αυλή. Μάζεψε τα τενεκεδάκια με το πετρέλαιο και το μηχανόλαδο, τα βρώμικα πανιά και πήρε τη μαγική παλέτα με τα χρώματα (τα κουτιά με τις μπογιές του) και τα πινέλα του. Έβαφε μέχρι που σουρούπωσε και δεν έβλεπε ποια καλά. Τότε με ξαναφώναξε έξω.

    «Χρήστο έλα να δεις, έλα να δεις».

    Παράτησα το διάβασμα και βγήκα χωρίς τη μάνα μου αυτή τη φορά. Εκείνη ήταν απασχολημένη με το να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό.

    Και !!! Ω! του θαύματος. Αυτό που έβλεπα τώρα δεν είχε καμιά σχέση με το χθεσινοβραδινό ποδήλατο. Αυτό δεν ήταν ποδήλατο. Αυτό ήταν ποδήλατο - λιμουζίνα. Ποιο όμορφο και ποιο καλοβαμμένο ποδήλατο δεν είχαν ούτε οι βιτρίνες στα ποδηλατάδικα. Καλοβαμμένο και γυαλιστερό, αστραποβολούσε. Και οι μπογιές, τα χρώματα: Καραβίσια παρακαλώ, αθάνατη ποιότητα. Στο μπροστινό φτερό είχε κάνει ο πατέρας και μια ζωγραφιά με κόκκινο άλικο χρώμα. Κάτι σαν λουλούδι, κάτι σαν καρδιά, μου φάνηκε το αφηρημένο σχήμα.

    «Για να το βλέπει η Ρηνούλα όταν την πηγαίνω βόλτα και να προβληματίζεται», σκέφτηκα και μια λουλουδιασμένη άνοιξη γεννήθηκε στο στήθος μου.

    Στη θέση που ήταν χθες το παλιό σκουριασμένο κουδούνι, ένα ολοκαίνουργιο αστραφτερό κουδούνι καμάρωνε. Πλησίασα και το πάτησα με το δάχτυλό μου: ντριν-ντριν ακούστηκε μεσ' στο απόβραδο. Θαρρείς και ήταν το σήμα για το ξέσπασμα: Χύθηκα στην αγκαλιά του πατέρα μου και τον φιλούσα όπου έβρισκα. Όσο τον είχα μισήσει χθες το βράδυ δέκα φορές πιο πολύ τον αγαπούσα τώρα. Τέτοια θαύματα έκανε ο πατέρας μου και στα ποδήλατα και στις ψυχές μας.

    Τη Δευτέρα το πρωί, πριν τα ποδήλατα με τους ποδηλάτες στρίψουν στη γωνία και χαθούν, δυο κουδουνίσματα χαιρέτισαν τη μάνα μου που μας ξεπροβόδιζε: ντριν-ντριν, ντριν-ντριν έκανε ο γιος και γκλαν-γκλαν έκανε το σκουριασμένο κουδούνι του πατέρα μου.

    Στο σχολείο ήμουν η έκπληξη. Μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά και με ρωτούσαν από που αγόρασα τόσο ωραίο ποδήλατο. Εγώ τους έλεγα πως το ποδήλατο μου είναι μαγικό και μεταμορφώνεται. Ποιος ξέρει, ίσως την άλλη ή την παράλλη Δευτέρα το ποδήλατό μου να είχε άλλα χρώματα, αν ο πατέρας μου δεν εύρισκε τι άλλο να βάψει την Κυριακή.

    Ήταν μια Δευτέρα, του Απρίλη του 1965 όταν έκανα την πρώτη μου εμφάνιση, εποχούμενος επάνω σε ένα εντυπωσιακό ποδήλατο. Ήταν ένας Απρίλης ξανθός σαν τη Ρηνούλα και οι φουσκοδεντριές ήταν στο φόρτε τους. Το ίδιο και ο παιδικός μου έρωτας. Ε του κερατά. Η Ρηνούλα σίγουρα θα μου ζητούσε να την πάω μια βόλτα με το ποδήλατό μου.

    Η Ρηνούλα ήταν μαζί με όλα τα παιδιά που θαύμαζαν το ποδήλατό μου. Ποτέ όμως δεν με πλησίασε ντροπαλά-ντροπαλά για μου ζητήσει να την πάω βόλτα. Μιλούσε μαζί μου όπως μιλούσε σε όλα τα παιδιά. Έπαιζε μαζί μου όπως έπαιζε με όλα τα παιδιά. Γελούσε μαζί μου όπως γελούσε και με τα άλλα παιδιά. Η Ρηνούλα δεν ήταν η Ρηνούλα μου. Ήταν η Ρηνούλα του κάθε ενός από μας. H Ρηνούλα όλων μας. Το ήξερε άραγε και η ίδια;

    Την άλλη χρονιά η Ρηνούλα δεν ήρθε στο σχολείο. Ο πατέρας της που ήταν δημόσιος υπάλληλος, είχε πάρει μετάθεση και είχαν μετακομίσει σε άλλη πόλη. Έτσι χάθηκε από τη ζωή μου ο πρώτος, ο παιδικός μου έρωτας. Η Ρηνούλα είχα χαθεί, αλλά μου είχε μείνει το ποδήλατο.

    ***

    Κεφάλαιο 2

    Αρόδο στο Βαλπαραΐζο[4]  (Σεπτέμβρης του 1973)

    Ακουμπισμένος στην κουπαστή του καραβιού, αγναντεύω απέναντι τα σπιτάκια του Βαλπαραΐζο, σκαρφαλωμένα στο λόφο, και στο μυαλό μου έρχεται πάλι το Πέραμα, το σπίτι μας, η μάνα μου, ο πατέρας μου τα παιδικά μου χρόνια.

    Έβαλα φρένο στις αναπολήσεις μου και δεν άφησα τη σκέψη μου να πάει παραπέρα, στην εφηβαία και στην πρώτη μου νιότη. Απέφυγα το αγκάθι. Μνήμες κακές, που με πλήγωναν. Η προδοσία πολύ μου είχε στοιχίσει. Υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν. Δεν θέλησα να ξαναματώσει η καρδιά μου.

    Πίσω μου δεν είναι η Σαλαμίνα και ο Σαρωνικός. Είναι ο Ειρηνικός ωκεανός απέραντος και αμείλικτος. Είμαστε στη ράδα[5] τέσσερις μέρες τώρα, περιμένοντας να ξεφορτώσουμε τις παλέτες με τις κουλούρες το σίδερο. Μετά θα φορτώσουμε χαλκό για την Ιαπωνία. Ο Άγγελος βγήκε με τη λάντζα[6] στη στεριά. Ήθελε, λέει, να θυμηθεί τα Ισπανικά του και να πιει λίγο πίσκο[7]. Εγώ προτίμησα να μείνω στο καράβι και να αναπολώ.

    Ακούγονται κάτι παράξενες φήμες πως έγινε πραξικόπημα, πως σφάζουν κόσμο εκεί έξω, άλλαξαν λέει τα πολιτικά πράγματα. Και στο ραδιόφωνο ακούμε μόνο στρατιωτικά Ισπανικά τραγούδια.

    Από νωρίς, καθώς πλησιάζαμε στο λιμάνι, στείλαμε στο λιμεναρχείο, με το ράδιο, το σήμα μας. Την ταυτότητα του καραβιού, από πού ερχόμαστε, φορτωτικές, αναφορές, τα πάντα χαρτί και καλαμάρι. Είχαμε φορτώσει από το Αμβούργο κουλούρες σιδηροέλασμα, δέκα τόνοι η κάθε μια, κόψαμε νότια-νοτιοδυτικά στον Ατλαντικό κι' από τον Παναμά βγήκαμε στη γειτονιά του Ειρηνικού. Πορεία νότια μέχρι το Βαλπαραΐζο, που από μακριά φάνταζε σαν μια μουτζούρα στην πλαγιά του λόφου.

    Πριν μπούμε στο λιμάνι μας πλεύρισε ένα σκάφος του λιμεναρχείου. Κατεβάσαμε την πλευρική σκάλα και οι άντρες του οπλισμένοι σαν αστακοί ανέβηκαν στο καράβι. Μισή ώρα μιλούσε ο επικεφαλής τους με τον καπετάνιο. Οι λιμενικοί έψαχναν δυο ώρες στο καράβι. Στις καμπίνες μας, στην τιμονιέρα, στις μηχανές, μέχρι και στα αμπάρια κατεβήκανε. Καλά που δεν μπήκανε και στις τσιμινιέρες. Παράξενα πράματα. Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ σε κανένα λιμάνι. Ακόμη κι’ αν μας ψυλλιαζόταν για λαθρεμπόριο θα ερχόταν οι τελωνιακοί, όχι οι λιμενικοί. Φεύγοντας απ’ το καράβι οι λιμενικοί άφησαν εντολή:

    «Ρίξτε άγκυρα και περιμένετε μέχρι νεωτέρας διαταγής». Θα περιμέναμε. Ως πότε; Μα δεν βαριέσαι. Καλύτερα να περιμένεις στη ράδα παρά να βολοδέρνεις στα πέλαγα και στους ωκεανούς. Εδώ ούτε βρέχεσαι ούτε κουνάει, κι’ έχεις το Βαλπαραΐζο απέναντι που μοιάζει με το Πέραμα, αν και είναι πολύ πιο μεγάλο. Κι εκείνο το σπιτάκι στην ανηφοριά, πόσο μοιάζει με το δικό μου.

    Σήκωσα τα κιάλια για να το δω από πιο κοντά και πως μου φάνηκε πως είδα τη μάνα μου με σηκωμένα τα χέρια να φωνάζει σε βοήθεια τη Μαργαρίτα τη γειτόνισσα, για να σηκώσουν από χάμω την κυρ-Κούλα τη μαμή.

    Με πιάσανε τα γέλια. Τι θυμάται ώρες-ώρες ο άνθρωπος; Εγώ εδώ, ακουμπισμένος στην κουπαστή του καραβιού και το μυαλό μου χρόνια και χιλιάδες μίλια πίσω.

    Τέσσερα χρόνια κόντευαν να κλείσουν από τη μέρα που έγινα ναυτικός· από τη μέρα που μπαρκάρισα για πρώτη φορά. Τότε ακόμη, τα είκοσι πέντε δεν τα είχα κλείσει. Ήμουν ο πιο μικρός στο τσούρμο. Μούτσος, τζόβενο, πες το όπως θες. Το παιδί για όλες τις δουλειές· η ορτινάντζα. Ο Άγγελος όμως με πήρε να δουλεύω κοντά του και έτσι απ' την αρχή το έπαιζα βοηθός μηχανικού. Δηλαδή και τώρα τέτοιος είμαι: βοηθός μηχανικού. Ήμουν ο πιο μικρός στο καράβι και ακόμη και τώρα είμαι ο πιο μικρός. Ναυτόπαιδο με φωνάζουν ο λοστρόμος και ο καπετάν-Παναγής, ο μάγειρας. Το αξίωμα όμως του βοηθού μηχανικού μου έδωσε άλλο αέρα και… μεγαλοπρέπεια. Έτσι απόφυγα τα πειράγματα και τις ειρωνείες των παλιών. Μερικοί που θέλησαν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο βρήκαν το διάβολό τους από τον Άγγελο, γιατί ο Άγγελος δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Φυσικό είναι λοιπόν, αφού με έχει υπό την προστασία του να μη σηκώνει μύγα και στο δικό μου το σπαθί.

    Κοίταξα πιο προσεχτικά στην ακτή. Ρε συ; Ίδια η μάνα μου ήταν. Λες και ξανάκουγα τη μάνα μου να αφηγείται το συμβάν στον πατέρα μου.

    «Αχ Αντρέα μου τι πάθαμε σήμερα», άρχισε η μάνα μου, μόλις που μπήκε από την πόρτα ο πατέρας και πριν προλάβει ακόμη να πει καλησπέρα. «Αχ Αντρέα μου που να στα λέω. Ούτε ψύλλος στον κόρφο μας».

    «Άντε βρε γυναίκα πέσ' τα και πάει ο νους μου πολύ στο κακό».

    «Όχι Αντρέα μου, όχι. Δεν έγινε κανένα κακό, ευτυχώς δηλαδή. Να μόνο που ξεχαρβαλώθηκε το ποδάρι του καναπέ μας». Σκύβει ο πατέρας μου να δει στο σαλονάκι μας τον καναπέ και αντικρίζει τη βιβλική καταστροφή που προκάλεσε η κυρά-Κούλα η μαμή. Το αριστερό μπροστινό ποδάρι του καναπέ ξεχαρβαλωμένο, πεσμένο στο πάτωμα, κι’ ο καναπές να έχει για πατερίτσα το σκαμνί της κουζίνας με ένα τέντζερη επάνω της, για να ταιριάζουν κάπως στο ύψος του.

    «Πως έγινε αυτό το θαύμα βρε γυναίκα;» ρωτά με απορία.

    «Άστα Ανδρέα ,μου άστα. Ήρθε κατά τις έντεκα το πρωί η μαμή η Κούλα για βίζιτα. Μπαίνει στη κουζίνα και πάει να κάτσει», αρχίζει ή μάνα μου την αφήγηση, «μα επειδή μύριζε πολύ κρεμμύδι στην κουζίνα, απ’ το φαί που έψηνα τις λέω: «Πέρνα κάτσε στο σαλόνι κυρά-Κούλα μου, ψήνω το καφεδάκι μας κι’ έρχομαι να τα πούμε. Δεν πρόκανα όμως να γυρίσω την πλάτη μου και... Ω Θεέ μου τι πράμα ήταν αυτό; σεισμός έγινε; αστροπελέκι έπεσε; η συντέλεια ήρθε; ούτε που το κατάλαβα».

    «Λέγε βρε γυναίκα. Μας έσκασες», τη διακόπτει ο πατέρας.

    «Τι έλεγα; Α ναι. Ακούγεται πρώτα ένα κρακ και αμέσως ύστερις ένα πλαφ λες κι’ έγινε και εγώ δεν ξέρω τι. Κατατρόμαξα η έρμη. Γυρνάω και τι να δω: Τον καναπέ γερμένο στη μια την μπάντα και την Κούλα τη χοντρή ανάσκελα στο πάτωμα να κουνάει χέρια και πόδια και να σκούζει σαν γουρουνόπουλο που το σφάζουν». Σταματάει να πάρει ανάσα η μάνα μου.

    «Πα, πα, πα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1