Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Κύματα
Κύματα
Κύματα
Ebook318 pages3 hours

Κύματα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το μυθιστόρημα Κύματα επιχειρεί έναν παραλληλισμό μεταξύ τριών σημαντικών μεταναστευτικών επεισοδίων στην Κούβα (Καμαριόκα, Μαριέλ, Μπαλσέρος) και ταυτόχρονα περιγράφει με συγκεκριμένο τρόπο την πολιτική διένεξη μεταξύ του Φιντέλ Κάστρο και διάφορων βορειοαμερικανικών διοικητικών αρχών. Κατά βάση, όμως, το έργο εξιστορεί τις περιπέτειες μιας τριμελούς οικογένειας (πατέρας, κόρη και γιός) που αποφασίζει να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας συνειδητοποιήσει, ο καθένας μεμονωμένα, ότι δεν μπορούν πλέον να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή στο νησί.
LanguageΕλληνικά
Release dateSep 7, 2015
ISBN9781507119815
Κύματα

Related to Κύματα

Related ebooks

Related categories

Reviews for Κύματα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Κύματα - José Ramón Torres

    συγγραφέα

    Σημείωση του συγγραφέα

    Με εξαίρεση τα ιστορικά πρόσωπα, όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα που αναφέρονται στο παρόν έργο αποτελούν προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα και οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική. Ο συγγραφέας παραδέχεται το ενδεχόμενο να αντικατοπτρίζεται στο έργο του περιεχόμενο γνωστό στην κοινή γνώμη μέσω άρθρων, βιβλίων και ντοκυμαντέρ, τα οποία συμβουλεύτηκε και για τη συμβολή των οποίων είναι ευγνώμων.

    Στη γυναίκα μου Λιζ και στα παιδιά μου Ντανιέλ και Αμέλια,

    για το χρόνο που τους στέρησε αυτό το βιβλίο.

    Πίνακας Περιεχομένων

    ––––––––

    Η ανακοίνωση

    Η αυλή

    Έξω οι προδότες 

    Τώρα μάλιστα

    Στα ίχνη του Φράνσις Ντρέικ

    Ο αποχαιρετισμός

    Κουάτρο Ρουέδας – Το Κουνούπι – Μαριέλ

    Το πέρασμα

    Επιχείρηση έξοδος

    Βέρντι

    Σφράγιση

    Μαφούκο

    Το τανκ

    Οδός 61

    Γκίλμπερτ και Κινγκ

    Με τη μυρωδιά της σαρδέλας

    Βόμβες

    Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην παραλία

    Το κλειδί

    Βαρκούλες τη νύχτα

    Ομορφιές στη σκοπιά

    Μπόκα Σιέγα

    Εξομολογήσεις

    Είναι πια και επίσημο

    Στα κουπιά

    Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι

    Το άλογο

    Πέρα από τα ενενήντα μίλια

    Πωλείται

    Γκουαντάναμο

    Krome - Miami Beach

    Το αίμα

    Επικοινωνία με τον συγγραφέα

    Η ανακοίνωση

    Ως συνέπεια του τραγικού θανάτου ενός εκ των φυλάκων της πρεσβείας του Περού, καθώς και της ανοχής που επιδεικνύει η κυβέρνηση της εν λόγω χώρας προς τέτοιου είδους παραβάσεις, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κούβας αποφάσισε να ανακαλέσει το προσωπικό φύλαξής της από την εν λόγω πρεσβεία. Εφεξής, οι υπάλληλοι της πρεσβείας θα φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για όσα συμβαίνουν σε αυτήν. Εμείς δεν θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε πρεσβείες που δεν συνεργάζονται για την προστασία τους.

    (Εφημερίδα Granma[1], Αβάνα, Κούβα, Παρασκευή, 4 Απριλίου 1980)

    Η αυλή

    Το Σάββατο, πέντε του μήνα, ο αριθμός των προσφύγων πλησίαζε τις δέκα χιλιάδες. Ο κόσμος προσπαθούσε να φτάσει στην πρεσβεία μέχρι αργά το βράδυ για να ζητήσει άσυλο. Ανάμεσα σε αυτούς που τα κατάφεραν ήταν και καμιά δεκαριά φοιτητές του Πανεπιστημίου της Αβάνας που έφτασαν γύρω στις εννιά το πρωί, τρεις οδηγοί λεωφορείων προς κοντινούς προορισμούς που εγκατέλειψαν το πόστο τους και ένας οδηγός υδροφόρας που ήρθε για να φέρει νερό και τελικά έμεινε.

    Πριν λίγο έφτασαν και τρεις νέοι, ημίγυμνοι, κατευθείαν από την παραλία. Πριν κάνουν το βήμα που δεν είχε γυρισμό, ένας από αυτούς σταμάτησε έναν ταξιτζή και του έγραψε σε ένα χαρτί τη διεύθυνση των δικών του για να πάει να τους φέρει. Μαζί με το χαρτί, του έδωσε κι ένα ρολόι, ένα καπέλο, μια μάσκα θαλάσσης και την υπόσχεση ότι αυτή θα ήταν η πιο καλοπληρωμένη κούρσα στη ζωή του. Δυο κυρίες με άσπρα μαλλιά είχαν ακουμπήσει την πλάτη τους στο σπιτάκι των σκύλων και συζητούσαν.

    «Τη θυμάσαι εκείνη την κοπέλα που έλεγε πως είχε γεννήσει εδώ και ζητούσε να τη βάλουν στο αεροπλάνο και να την πάνε επειγόντως στο Περού; Λοιπόν, εμένα μου είπανε ότι το είχε σκάσει στα κρυφά από το μαιευτήριο της Λίνεα με το μωρό τυλιγμένο σε ένα σεντόνι μέσα στα αίματα.»

    «Μη μου πεις!»

    «Κι όμως, όπως στα λέω.»

    Λίγα μέτρα μακριά, ένας άντρας τυλιγμένος με τη σημαία του Περού φώναζε μέσα στο πλήθος:

    «Το Περού είμαι εγώ και μην τολμήσει κανείς και με αγγίξει. Ούτε η αστυνομία, ούτε ο στρατός, ούτε κανείς. Με ακούτε; Κανείς!»

    Ο Άνχελ παρατηρούσε με δέος και λύπη το θέαμα που εκτυλισσόταν μπροστά από το παλιό αρχοντικό. Ένα θέαμα μέρος του οποίου ήταν κι ο ίδιος. Δεν τον έπειθαν καθόλου τα λόγια του τρελού με τη σημαία, αλλά πιο πολύ τον απασχολούσε ένας τύπος με επίπεδη μύτη, σαν από μπουνιά, που καθόταν κατάχαμα και τον κοιτούσε επίμονα. Σίγουρα θα έκρυβε κανένα αυτοσχέδιο μαχαίρι στα ρούχα του, μεγάλο και κοφτερό, με λαβή στερεωμένη με επιδέσμους. Τον κοιτούσε αλήθεια ή μόνο στη φαντασία του ήταν οι βλοσυρές ματιές του; Μήπως από το φόβο του έφτιαχνε στο μυαλό του απειλές που δεν υπήρχαν;

    Φόβος, ιδρώτας και πείνα. Ίσως αυτά να είναι τα βασικά στοιχεία, τα υλικά με τα οποία χτίζεται η ζωή. Έβλεπε κανείς και τίποτα άλλο από το Μαϊσί ως το ακρωτήριο του Σαν Αντόνιο; Στο Γκουαντάναμο, το Χολγκίν, το Καμαγουέι, το Σιενφούεγος, το Ματάνσας ή το Πινάρ ντελ Ρίο; Υπήρχε κανένα μέρος σε αυτό το νησί που η ζωή δεν ήταν γεμάτη πείνα, ιδρώτα και ο φόβο; Πού ακόμα και τα όνειρα δεν ήταν γεμάτα από αυτά;

    *****

    Κάθε λεπτό που περνούσε, έφταναν εκατοντάδες άνθρωποι και η ατμόσφαιρα ήταν για τα καλά ηλεκτρισμένη. Το Σάββατο, κάτι βάρβαροι επιτέθηκαν πυξ λαξ σε ένα νεαρό ζευγάρι που ήθελε να γυρίσει σπίτι του. Εκείνη τη φορά δεν βγήκαν μαχαίρια, αλλά χθες κάποιοι άλλοι απείλησαν να μαχαιρώσουν έναν δυστυχή που είχε σκαρφαλώσει σε ένα μανγκόδεντρο, μόνο και μόνο επειδή έπεσε από τα παπούτσια του λίγο χώμα. Δεν την είχε φανταστεί έτσι την ασυλία ο Άνχελ. Νόμιζε πως θα έβρισκε περισσότερη ηρεμία και αλληλεγγύη, όχι ότι θα προετοιμαζόταν για την ίδια την κόλαση. Ακόμα και το να πάει κανείς για νερό ή τουαλέτα ήταν επικίνδυνο. Κανείς δεν ήξερε τι μπορούσε να συμβεί αν κατά λάθος σκόνταφτε σε κανένα τεντωμένο πόδι. Το μυστικό ήταν να μένει κοντά στους άλλους και να φυλάει το χώρο όποιου λείψει για λίγο από την ομάδα, παρόλο που ακόμα και αυτό γινόταν αφορμή για καυγάδες. Τουλάχιστον να μην σκόνταφτε κατά λάθος στο πόδι του πλακουτσομούρη και έτρωγε ξαφνικά καμιά μαχαιριά στην αχίλλειο πτέρνα. Αν γινόταν αυτό, θα κατέληγε να φύγει από την πρεσβεία κουτσός, σέρνοντας το πληγωμένο του πόδι.

    Μόλις τρεις μέρες πριν, δεν θα μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι θα κατέληγε ποτέ σε αυτό το μέρος. Τελικά όμως, ίσως και να μην αποφασίζουμε τίποτα εμείς. «Οι περιστάσεις. Πάντα οι περιστάσεις είναι αυτές που τα καθορίζουν όλα», σκέφτηκε. Και η Μιρέγια, που τον είχε σύρει μέχρι εκεί; Ήταν κι αυτή μια περίσταση; «Τι ηλίθια σκέψη», σκέφτηκε αμέσως. Αν ήταν άλλη στιγμή, θα είχει βάλει τα γέλια, αλλά τώρα δεν ήταν ώρα για τέτοια. Τώρα πεινούσε και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Και φοβόταν, γιατί να το αρνηθεί; Φοβόταν πολύ. Είχε μάθει καλά το μέρος μετά από τρεις μέρες που ήταν εκεί, στο ύπαιθρο, χωρίς να έχει κάνει μπάνιο και χωρίς να έχει φάει σχεδόν ούτε μια μπουκιά. Είχε δει μάλιστα ένα σημείο από το οποίο θα μπορούσε να πηδήξει και να εξαφανιστεί, αλλά η αγέλη έκανε επίθεση σε όποιον έδινε έστω και μια υποψία λιποταξίας.

    Μέσα σε τόσο κόσμο και τέτοιο χάος, ήταν δύσκολο να δει τι γινόταν πιο πέρα, ακόμα κι αν σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του. Κάποια στιγμή άκουσε να πληθαίνουν τα μουρμουρητά γύρω του και σκέφτηκε να τολμήσει να ρίξει μια ματιά μήπως είχε μόλις ξεκινήσει η διανομή του λιγοστού φαγητού που παρείχε η κυβέρνηση. Αλλά το μετάνιωσε. Στα σαράντα του σχεδόν χρόνια δεν τον συνέφερε να διακινδυνεύσει το λιπόσαρκο τομάρι του για κάτι τόσο ασήμαντο. Έτσι κι αλλιώς, το φαγητό το έπαιρναν πάντα αυτοί που το διεκδικούσαν με θράσος, οι οποίοι επίσης ίδρωναν, αλλά δεν περνούσαν τόση πείνα όσο οι άλλοι, ούτε και φοβούνταν το ίδιο.

    Η κόρη της Μιρέγια, που είχε μόλις κλείσει τα δώδεκα, δεν έκανε πολλές ερωτήσεις, αλλά ούτε και έδειχνε να είναι πολύ καλά. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και το βλέμμα της είχε μια θλίψη, μια πικρία. Ο Άνχελ της χάιδεψε τα μαλλιά. Του φαινόταν περίεργο που τον ένοιαζε για τη Σοφία, όταν μόλις επρόκειτο να αφήσει πίσω τα δικά του παιδιά, ίσως και για πάντα. Αν δεν ήταν τόσο κουρασμένος, αν δεν τον είχε καταβάλει αυτή η κατάσταση, μπορεί και να έκλαιγε για αυτό. Αλλά το κλάμα του είχε μείνει για πολλά χρόνια ακίνητο, παγωμένο, για να βγει στην επιφάνεια τώρα. Άραγε να έδωσε ο στρατός άδεια στον Εδουάρδο; Όταν πήγαινε στο δωμάτιό του στη Μόντε, θα έβρισκε το σημείωμα που του είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι για να τον αποχαιρετίσει. Και η Εμίλια; Η κόρη του και ο Πέπε σίγουρα μπορούσαν να τα καταφέρουν και μόνοι τους, όπως άλλωστε τα είχαν καταφέρει και μέχρι τότε. Δεν τον απασχολούσαν τόσο αυτοί όσο ο Εδουαρδίτο, που σύντομα θα μάθαινε ότι ο πατέρας του είχε φύγει χωρίς να του το πει. Δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ.

    Ένα ελαφρύ αεράκι του έφερε τις μυρωδιές της εξοχής και του θύμισε τα παιδικά του χρόνια, τότε που έκανε σαν τρελός για να βοηθήσει τον πατέρα του να βγάλει το δέρμα από τα γουρούνια που σκότωνε. Έπαιρνε ζεστό νερό και τη λεπίδα για το ξύρισμα, τους έβαζε στο ματωμένο λαιμό τους ένα κομμάτι γκουάβα και τα γύριζε στη σούβλα γύρω γύρω μέχρι να ψηθούν.

    Όσο ο Άνχελ αναπολούσε τα περασμένα, μια γυναικεία φωνή ξεκίνησε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο της Κούβας και το τραγούδι μεταδόθηκε κουρασμένα και στους υπόλοιπους πρόσφυγες, λες και αντηχούσαν τα αδύναμα σώματά τους, λες και αντιλαλούσαν τα κύματα του ήχου στα κόκαλά τους. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με βλέμματα που αντάλλασσαν παρηγοριά. Χωρίς δράματα. Χωρίς σπαραγμούς.

    *****

    Όσο περίμενε στην ουρά για το νερό, ο Άνχελ είδε να έρχονται δύο Άλφα Ρομέο και ένα πανάκριβο, μαύρο αυτοκίνητο. Άκουσε να λένε γύρω του ότι ήταν η περίφημη ZIL του Φιντέλ. Υπήρξαν στιγμές στη ζωή του που ο Άνχελ είχε πιστέψει ότι ο Κομαντάντε ήταν ο ίδιος ο Θεός ντυμένος με παραλλαγή, κι όμως εκείνη τη μέρα είδε ότι υπήρχε στα αλήθεια, με σάρκα και οστά. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν τόσο κοντά του και προσπαθούσε να φανταστεί τι τον είχε κάνει να έρθει ο ίδιος στην πρεσβεία. Σε κάθε περίπτωση, ένα ήταν σίγουρο: η μοίρα των προσφύγων θα εξαρτιόταν από όσα θα λέγονταν τις επόμενες ώρες στην επίσκεψη αυτή.

    Προσπαθούσε να μαντέψει τι μπορούσε να είχε συμβεί, που είχε φέρει τον Φιντέλ μέχρι εκεί. Σκέφτηκε τους τίτλους και τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών και τις συνδύασε σε ένα πρόχειρο σενάριο: την Πέμπτη, 3 Απριλίου, με αφορμή την ένταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ της χώρας του, της Βενεζουέλας και του Περού για το δικαίωμα αναζήτησης ασύλου στις πρεσβείες τους στην Αβάνα, ο Αρχηγός συναντήθηκε εσπευσμένα με διάφορους υψηλούς αξιωματούχους της Επανάστασης για να αποφασίσουν αν θα απέσυραν την αστυνομική προστασία από τις πρεσβείες αυτές και ειδικότερα από την περουβιανή.

    «Οι σύμβουλοί μου φρονούν ότι μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα, αν αποσύρουμε την προστασία», ίσως τον προειδοποίησε ο Υπουργός Εσωτερικών ή ο Υπεύθυνος Κρατικής Ασφαλείας.

    «Σε τέτοιες καταστάσεις, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Το να αποσύρουμε την προστασία από οποιαδήποτε πρεσβεία ενέχει κινδύνους», θα του είπε ο αδερφός του, Αρχηγός του στρατού και Υπουργός των Ενόπλων Στρατιωτικών Δυνάμεων της Επανάστασης.

    Ίσως όμως σήμερα το πρωί να έφτασε στο γραφείο του Κομαντάντε μια αναφορά που τόνιζε ότι οι πρόσφυγες είχαν φτάσει τις δέκα χιλιάδες και τον έκανε να πάει ο ίδιος στην πρεσβεία και να δει τι συνέβαινε. Είχε παραστεί σε διάφορες δεξιώσεις σε αυτό το κτίριο και το ήξερε καλά. Μπορούσε σίγουρα να φανταστεί εκατό άτομα εκεί, αλλά όχι και δέκα χιλιάδες. Αυτό δεν ήταν δυνατό, επρόκειτο για τρέλα.

    Στο δρόμο για την πρεσβεία, ο Φιντέλ είχε νιώσει τα λάστιχα να γλιστράνε στην άσφαλτο, καθώς η ZIL περνούσε τους δρόμους της Μιραμάρ. Αυτό το μέρος της διαδρομής ο Άνχελ το συνδύαζε πάντα με τη μυρωδιά της θάλασσας, αλλά μάλλον ο Αρχηγός ήταν πολύ αναστατωμένος σήμερα για να προσέξει κάτι τέτοιο. Είχε άραγε χαρεί στη σκέψη ότι τα κτίρια στις παράλληλες οδούς της λεωφόρου, όπου παλιά στεγάζονταν καζίνο και ξενοδοχεία, δεν εξυπηρετούσαν πια τους αρχικούς τους σκοπούς; Είχε φροντίσει να καθαριστεί όλη η περιοχή από τους κακοποιούς χαρτογιακάδες και τώρα τριγυρνούσαν στους δρόμους της παιδιά με σχολικές στολές, βιβλία και χαμόγελα, φίλοι της Κούβας από το εξωτερικό και εργάτες ταγμένοι στο στόχο του σοσιαλισμού. Τα αρχοντικά που είχαν εγκαταλείψει οι πλούσιοι Κουβανοί μετά το θρίαμβο της Επανάστασης τη δεκαετία του ‘50, μετατράπηκαν αρχικά σε σχολεία και εστίες για τους μαθητές που έρχονταν στην Αβάνα από την επαρχία και έπειτα, αφού ξεκίνησαν να χτίζονται εκπαιδευτικά ιδρύματα σε όλη τη χώρα, έγιναν πρεσβείες και γραφεία ξένων εταιριών που δραστηριοποιούνταν στην Κούβα. Δεν είχε μείνει ούτε ίχνος από τα ελεεινά μπαρμπουτάδικα και τα πορνεία που, πριν το ’59, έπιαναν αδιάντροπα όλη τη μία πλευρά της λεωφόρου, μέχρι εκεί που άρχιζαν οι ναυτικές και κοινωνικές λέσχες της βόρειας πλευράς, μετά τη διασταύρωση του παλιού λούνα παρκ, που λεγόταν Coney Island.

    Όσο ο Άνχελ απήγγειλε σιωπηρά τη δημηγορία των κυβερνητικών φυλλαδίων, σαν τραγούδι που κολλάει στο μυαλό ή σαν τα νανουρίσματα που του τραγουδούσε η μητέρα του για να κοιμηθεί, η ZIL σταμάτησε στη γωνία της οδού 72 με την Πέμπτη Λεωφόρο και ο Κομαντάντε κατέβασε το παράθυρο του πίσω καθίσματος. Κοίταξε τους πρόσφυγες που είχαν ανέβει στην ταράτσα της πρεσβείας και, με τα χέρια ανοιχτά και το σημάδι της νίκης στα δάχτυλα, αψηφούσαν το ελικόπτερο που πετούσε πάνω από την περιοχή. Μάλλον θα αναρωτιλοταν μήπως το παράκανε. Λογικά, το μόνο που είχε σκοπό ήταν να δώσει ένα μάθημα στη Βενεζουέλα και το Περού επειδή στήριζαν εδώ και έναν χρόνο όσους προσπαθούσαν επίμονα να πάρουν άσυλο. Το θέαμα αυτό επισκίαζε την πρόοδο που είχε γίνει, από τη στιγμή που ανέλαβε προεδρικά καθήκοντα ο Τζίμι Κάρτερ, στην αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ της Κούβας, της αμερικανικής κυβέρνησης και ενός μέρους του κουβανικού πληθυσμού που ζούσε στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια, η χώρα όχι μόνο ζούσε έναν μήνα του μέλιτος με τον πανίσχυρο εχθρό της, αλλά και στιγμές αληθινής δόξας σε διεθνές επίπεδο: τα τελευταία πέντε χρόνια θριάμβευε έναντι μιας από τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου στην Ανγκόλα και είχε φιλοξενήσει εκδηλώσεις όπως το 11ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νέων και Φοιτητών του ‘78 και τη Σύνοδο Κορυφής του Κινήματος των Αδεσμεύτων του ‘79.

    Ο Κομαντάντε βγήκε από το αυτοκίνητο, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έκανε μερικά βήματα προς την είσοδο της πρεσβείας. Το πλήθος των προσφύγων που είχε κρεμαστεί πάνω στα κάγκελα ξεκίνησε να οπισθοχωρεί σιωπηλά κι ένας περουβιανός υπάλληλος κατάφερε να περάσει τον κόσμο και να φτάσει στο δρόμο. Ο Άνχελ αναρωτήθηκε αν ήταν κανένας τυχαίος υπαλληλάκος ή ο υπεύθυνος για τα επιχειρηματικά ή πολιτιστικά θέματα, δεδομένου ότι η ώρα ήταν αρκετά προχωρημένη για να είναι εκεί ο πρέσβης. Σε κάθε περίπτωση, ο Φιντέλ είπε δυο λέξεις στον Περουβιανό, έβαλε το χέρι γύρω από τον ώμο του και τον έβαλε μέσα στη ZIL.

    *****

    Το πρωί της Τρίτης πέρασε ήσυχα, μέχρι που μια φράση, μια απλή αλληλουχία ήχων τοποθετημένων στο χρόνο με αυθαίρετη σειρά και λογική, ανέστησε ξανά τα έντεκα χιλιάδες σώματα που είχαν στριμωχτεί στο γρασίδι, στο σπιτάκι των σκύλων, την ταράτσα και τα δέντρα.

    «Δίνουν άδειες ασφαλούς διέλευσης!»

    Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχαν επιβεβαιωθεί οι φήμες: η κυβέρνηση είχε ξεκινήσει να παραχωρεί άδειες για να πάνε οι πρόσφυγες στα σπίτια τους και να επιστρέψουν όποτε το θελήσουν. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να το ζητήσουν. Η περουβιανή πρεσβεία θα φρόντιζε τα διαδικαστικά και οι πρόσφυγες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν μόλις η χώρα υποδοχής αποδεχόταν την αίτησή τους. Δεν φαινόταν να είχε βάλει κι εδώ το χεράκι του ο «Τηλεφωνητής», ο πρόσφυγας που είχε καταφέρει να αρπάξει ένα τηλέφωνο μέσα από την πρεσβεία και να το εγκαταστήσει στον κήπο. Είχε κάποιες μέρες που του το είχαν πάρει πίσω. Μέχρι να του το πάρουν, όλες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Περουβιανών και των Κουβανών διέρρεαν, χάρη σε αυτόν, στο πλήθος, που τις διέδιδε, τις σχολίαζε και τις άλλαζε όπως ήθελε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

    Σιγά σιγά, κάποιοι από τους πρόσφυγες τέλειωσαν τη συνέντευξή τους με το προσωπικό της πρεσβείας και γύρισαν σπίτι τους. Όσο για τη συνέντευξη, είπαν πως ήταν ουσιαστικά μια ανεπίσημη συζήτηση, στην οποία ένας από τους Περουβιανούς προσπάθησε να τους πείσει να μην ζητήσουν πολιτικό άσυλο, αλλά μόλις έβλεπε ότι επέμεναν, τους έδινε την άδεια χωρίς περαιτέρω ενστάσεις και η συζήτηση έληγε σε φιλικό κλίμα. Κάποιοι έφυγαν σκοπεύοντας να μην ξανάρθουν στην πρεσβεία, εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Άλλοι αρνήθηκαν πεισματικά να το κουνήσουν από εκεί.

    «Άνχελ, η μικρή είναι έτοιμη να λιποθυμήσει», του είπε ξαφνικά η Μιρέγια, με το γνωστό κατσούφιασμα που είχε στο πρόσωπο τις τελευταίες μέρες. «Για όνομα του Θεού, πήγαινε βρες της κάτι να φάει.»

    «Μόλις τώρα πήγα και δεν βρήκα τίποτα. Θα της φέρω μια κομπρέσα να νιώσει καλύτερα. Αφού ξεκίνησαν να δίνουν άδειες, δεν θα αργήσουμε να φύγουμε».

    «Το πρόβλημα με σένα είναι ότι δεν έχεις τα κότσια να πας να τους πεις ότι υπάρχουν και μικρά παιδιά εδώ, που έχουν να φάνε τόσες μέρες.»

    «Δεν είναι αυτό το πρόβλημα, Μιρέγια. Με το ζόρι μας ρίχνουν ένα-δυο κουτιά φαΐ πάνω από το φράχτη. Μη σου πω ότι ακόμα κι αυτό το κάνουν μόνο και μόνο για να μας δουν να σκοτωνόμαστε ποιος θα το πρωτοπάρει. Έχεις δει εσύ κανένα κουτί; Ξέρεις τι έχει μέσα; Σου είπαν, αν θες, να πας στο γιατρείο να σου πάρουν την πίεση και να σου δώσουν ένα ποτήρι νερό με ζάχαρη, να το φέρεις στη Σοφία. Δείξε κι εσύ λίγη κατανόηση.»

    «Εσύ να δείξεις κατανόηση, που μια ζωή αεροβατείς. Ήθελα να ήξερα γιατί σε πήρα μαζί μου, μόνο βάρος μου είσαι».

    Ο Άνχελ δεν απάντησε. Τι να έλεγε; Αυτός έφταιγε που την είχε ακολουθήσει στα τυφλά. Ήταν το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής που μπλέχτηκε σε αυτήν την κατάσταση. Πήγε σπίτι της ιδρωμένος και εξαντλημένος από τη δουλειά στο συνεργείο και το περπάτημα στον ήλιο. Μόλις μπήκε στο κτίριο, σταμάτησε ένα λεπτό να πάρει ανάσα στη δροσερή είσοδο με τις μαρμάρινες σκάλες και τα πλακάκια στους τοίχους. Άφησε τη σκόνη, τη ζέστη και το θόρυβο του δρόμου πίσω του. Ανακουφισμένος λίγο από το μικρό διάλειμμά του, ξεκίνησε να ανεβαίνει τις σκάλες αργά και να ανακοινώνει την άφιξή του. Αφού κανείς δεν απάντησε, σταμάτησε άλλη μια φορά να απολαύσει την ησυχία του σπιτιού. Δεν τον πείραζε καθόλου που ήταν μόνος για λίγο.

    «Καλώς τον! Πολύ χαίρομαι που ήρθες νωρίς! Ούτε τη σκέψη μου να διάβαζες!»

    Ο Άνχελ αναστέναξε. Μόλις που μπορούσε να δει το περίγραμμα της Μιρέγια, που τον κοίταζε από την κορυφή της σκάλας.

    «Τα ‘μαθες; Απέσυραν την προστασία από την πρεσβεία του Περού. Λένε ότι κάποιοι έριξαν την πύλη κάτω με ένα λεωφορείο και σκότωσαν το φρουρό.»

    Δεν το συνήθιζε η Μιρέγια να βγαίνει να τον προϋπαντήσει και έτσι που την άκουγε να μιλάει βιαστικά και ακαταλαβίστικα, κάτι τον ανησυχούσε.

    «Έφερε ο Αλφρέντο την εφημερίδα. Με το ζόρι τον έπεισα να μου την αφήσει. Να, διάβασε και μόνος σου.»

    «Κάτσε μια στιγμή, να μπω στο σπίτι πρώτα», διαμαρτυρήθηκε ο Άνχελ ανεβαίνοντας τα σκαλιά.

    «Μου είπε ότι δεν μπορεί να περιμένει, αγάπη μου. Αν πάμε μαζί του στην Αμερική, μπορούμε να μείνουμε με την οικογένειά του στη Χιαλέα.»

    «Για ένα λεπτό. Έχετε τρελαθεί τελείως; Τι θα κάνει ο Αλφρέντο στην Αμερική που έχει χάσει το ένα του μάτι και δεν μιλάει λέξη αγγλικά; Έτσι για αρχή.»

    Εκνευρισμένη, η Μιρέγια του γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά που μόλις είχε κατέβει. Όταν ανέβηκε και το τελευταίο, πήρε μια βαθειά ανάσα και αντεπιτέθηκε:

    «Αν θες να ξέρεις, ο αδερφός του είναι υπεύθυνος συντήρησης σε ένα ξενοδοχείο και συνιδιοκτήτης ενός συνεργείου στο Miami Beach. Με το που φτάσεις, θα ψάξει να σου βρει δουλειά. Έτσι για αρχή. Είδες για να βιάζεσαι να μιλήσεις;»

    «Ξενοδοχείο... Συνεργείο... Μάλιστα, τώρα κατάλαβα.»

    «Άντε μπράβο. Άκουσε με, λοιπόν, ένα λεπτό. Ήδη έχει πάει ένα σωρό κόσμος στην πρεσβεία και έρχονται και από την επαρχία ολόκληρα φορτηγά γεμάτα πρόσφυγες. Άπαξ και καταφέρουμε να μπούμε κι εμείς, θα είμαστε σε περουβιανό έδαφος και η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά πρέπει να κινηθούμε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1