Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το έκτο κλειδί
Το έκτο κλειδί
Το έκτο κλειδί
Ebook362 pages2 hours

Το έκτο κλειδί

Rating: 2 out of 5 stars

2/5

()

Read preview

About this ebook

Ο αστυνόμος Μαράκης νοιώθει πελαγωμένος. Για πρώτη φορά στην καριέρα του έχει να λύσει έναν τέτοιο γρίφο.
Τόσα χρόνια στη δίωξη εγκλήματος δεν είχε τραβήξει τέτοιο ζόρι και τώρα.... Λίγους μήνες πριν από τη σύνταξή του...
Τα κομμάτια του πάζλ δεν ταιριάζουν.
Ένας κοινός εγκληματίας, με καταδίκη για ναρκωτικά, νεκρός, σκοτωμένος, μαχαιρωμένος, μέσα στο σπίτι ενός συγγραφέα.
Και ο συγγραφέας δεν είναι κάποιος τυχαίος.
Είναι ο συγγραφέας που μεσουρανεί και μάλιστα είναι ο συγγραφέας που κι’ ο ίδιος θαυμάζει. Ευαγγέλια τα γραφτά του. Ευαγγέλια για μια κοινωνία χωρίς έγκλημα, χωρίς μίση. Για μια κοινωνία αλληλεγγύης, κατανόησης και αγάπης.
Δεν υπάρχουν ίχνη διάρρηξης. Η πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε με κλειδί... αλλά ό μόνος που διαθέτει κλειδί είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο βασικός ύποπτος. Ο ένοχος με βάση όλα τα στοιχεία.
Είναι όμως ένοχος;
Ίσως ναι αλλά... ίσως και όχι. Ίσως όχι... αλλά ίσως και ναι.

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 14, 2019
ISBN9786188275270
Το έκτο κλειδί
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Το έκτο κλειδί

Related ebooks

Reviews for Το έκτο κλειδί

Rating: 2 out of 5 stars
2/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το έκτο κλειδί - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    Το έκτο κλειδί

    Αστυνομικό μυθιστόρημα

    Τίτλος βιβλίου:              Το έκτο κλειδί

    Είδος:                           Αστυνομικό

    Συγγραφέας:                 Χρήστος Αμβαζάς

    Ch.amvazas@hotmail.com

    © Χρήστος Αμβαζάς 2017

    ISBN  e-book:               978-618-82752-7-0

    Ο συγγραφέας δηλώνει ότι:

    Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ των ονομάτων που αναφέρονται στο παρόν βιβλίο με πραγματικά (υπάρχοντα) πρόσωπα.

    Τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας έχουν επιλεγεί τελείως τυχαία από το συγγραφέα και κάθε πιθανή συνωνυμία με υπαρκτά πρόσωπα είναι απλή σύμπτωση.

    Το ίδιο ισχύει και για πιθανή συνωνυμία με επωνυμίες επιχειρήσεων που αναφέρονται στο έργο.

    Κεφάλαιο 1

    Ανακρινόμενος και ανακριτής

    Καθόταν ο ένας απέναντι από τον άλλο.

    Ο αστυνόμος – ερευνητής Σήφης Μαράκης πίσω από το γραφείο του και ο συγγραφέας Κώστας Διακός σε μια καρέκλα, απέναντι από το γραφείο του αστυνόμου, πολύ κοντά σ’ αυτό.

    Για αρκετή ώρα κοιταζόταν στα μάτια χωρίς κανείς τους να λέει τίποτε. Η βουβαμάρα τους διακόπηκε απ’ το κουδούνισμα του τηλεφώνου, που ήταν πάνω στο γραφείο του αστυνόμου.  Ο αστυνόμος σήκωσε το ακουστικό.

    «Αστυνόμος  Μαράκης, λέγετε παρακαλώ».   «…»

    «Όχι. Όχι ακόμη». «…»

    «Θα προσπαθήσω. Ναι – ναι θα προσπαθήσω όσο μπορώ, αλλά…»

    Με το «αλλά» σταμάτησε η τηλεφωνική επικοινωνία. Έκλεισε το τηλέφωνο.

    Το «όχι ακόμη», ήταν η απάντηση στην ερώτηση που του είχε κάνει ο προϊστάμενός του: «Ομολόγησε ο Διακός;»

    Και η υπόσχεση «θα προσπαθήσω» ανταποκρινόταν στην προτροπή του προϊσταμένου του: «Προσπάθησε να του πάρεις ομολογία».

    Απ’ όσα είχαν ειπωθεί στο τηλέφωνο μόνο το «αλλά», η αμφιβολία του αστυνόμου Μαράκη αν θα μπορέσει ή όχι να αποσπάσει την ομολογία του ανακρινόμενου συγγραφέα ήταν απολύτως σωστό, γιατί το να προσπαθείς για κάτι που θεωρείς λάθος ή ανέφικτο, είναι σα να μη προσπαθείς καθόλου. Και ο αστυνόμος Μαράκης θεωρούσε ότι η όλη υπόθεση ήταν μια λάθος υπόθεση.

    Παρόλ’ αυτά ακολούθησε την προτροπή του προϊσταμένου του.

    «Γιατί δεν ομολογείτε κύριε Διακέ; Η ομολογία σας θα καταστήσει πιο ευμενή την κρίση των δικαστών και των ενόρκων. Ούτως η άλλως θα σας απαγγελθεί κατηγορία. Όλα τα στοιχεία είναι εις βάρος σας. Όλα δείχνουν ότι εσείς είστε ο δράστης του φόνου».

    Ο συγγραφέας Κώστας Διακός κοίταξε επίμονα για αρκετή ώρα τον αστυνόμο μέσα στα μάτια και απάντησε με μια ερώτηση:

    «Πιστεύετε ότι θα μπορούσα να διαπράξω ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα;  Να σκοτώσω έναν άνθρωπο που ούτε τον ήξερα και ούτε με ήξερε; Έναν άγνωστο;»

    Το ερώτημα του ύποπτου για φόνο συγγραφέα, ταυτιζόταν απολύτως με την απορία του αστυνόμου. Αυτό ακριβώς διερωτόταν κι’ ο αστυνόμος: «θα μπορούσε;»… εκτός αν;

    «Μα τόση υποκρισία; Είναι δυνατόν να είναι τόσο δισυπόστατος;», είχε σκεφτεί ο αστυνόμος από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την υπόθεση.

    «Τόση υποκρισία; Αν είναι δυνατόν;  Άλλα να γράφει στα βιβλία του και άλλα να κάνει; Να κάνει ακριβώς το αντίθετο; Να εξυμνεί  τη ζωή και την αγάπη στα γραφτά του και από την άλλη να σκοτώνει; Να το παίζει ηθικολόγος και να είναι φονιάς;»

    Αρκετές βραδιές τον είχε κρατήσει άυπνο αυτή η σκέψη τον αστυνόμο.

    Ο αστυνόμος είχε διαβάσει το πρώτο βιβλίο του Διακού. Ένα από τις εξήντα χιλιάδες βιβλία της τρίτης έκδοσης. Τώρα διάβαζε το δεύτερο βιβλίο του και μαζί μ’ αυτό είχε αγοράσει και το τρίτο. 

    Όμορφες, απλές ιστορίες, ευκολοδιάβαστες, ξεχειλισμένες από αγάπη, αδελφοσύνη, συντροφικότητα, αυταπάρνηση, ευγενική άμιλλα και πάλι αγάπη.

    Και πιο πολύ απ’ όλα αυτά, η προτροπή για μια κανονική, για μια ήσυχη ζωή. Τη ζωή που δικαιούται ο κάθε άνθρωπος, όπως έλεγε ο συγγραφέας

    Ότι δηλαδή αναζητούσαν όλοι οι άνθρωποι. Ότι δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά αλλού το έβρισκαν στα βιβλία του Διακού και τον διάβαζαν. Τον διάβαζαν με πάθος.

    Στην παρουσίαση του τρίτου βιβλίου του Διακού είχε παραβρεθεί και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και μάλιστα είχε δηλώσει:

    «Διαβάζοντας ένα βιβλίο του Κώστα Διακού, θέλεις δε θέλεις γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Ίσως λίγο καλύτερος, αλλά οπωσδήποτε καλύτερος. Διαβάζοντας ένα βιβλίο του Κώστα Διακού η πόρνη, μπορεί ίσως και πάλι, να σκουπίσει τα πόδια του Κυρίου με τα μαλλιά της, ο ληστής να ζητήσει συγχώρεση από τον Εσταυρωμένο, και το απολωλός πρόβατο να επιστρέψει στην ασφάλεια του μαντριού». 

    Τι καλύτερη διαφήμιση; 

    Το τρίτο βιβλίο του Κώστα Διακού θα έσπαζε κάθε ρεκόρ πωλήσεων.  Όχι δηλαδή ότι τα προηγούμενα του υστερούσαν σε πωλήσεις.  Κάθε άλλο.  Ο Κώστας Διακός ήταν ο συγγραφέας της δεκαετίας.

    Και τώρα; Ο άνθρωπος που υποκινούσε τον κόσμο, που τον προέτρεπε προς το καλό, προς την αρετή, ήταν ο βασικός ύποπτος ενός φόνου. Ενός φόνου εκ προμελέτης, όπως έδειχναν τα στοιχεία και όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν σ’ αυτό.

    Ακόμη και το άλλοθι που επικαλέστηκε ο ύποπτος ήταν τρύπιο. Και ήταν τρύπιο ακριβώς στο χρονικό πλαίσιο που ο ιατροδικαστής είχε προσδιορίσει την ώρα θανάτου του θύματος.

    Μεγάλη σπαζοκεφαλιά για τον αστυνόμο  Μαράκη και το ανύπαρκτο άλλοθι του συγγραφέα.

    «Ο συγγραφέας είναι έξυπνος άνθρωπος, περπατημένος και σαν συγγραφέας είναι και ευφάνταστος. Πώς κατεβάζει τόσες ιστορίες από τη κούτρα του; Δεν είναι δυνατόν ένας τέτοιος έξυπνος άνθρωπος να έχει ένα τόσο σαθρό άλλοθι», σκεφτόταν ο αστυνόμος και ήταν και αυτή η σκέψη ένας ακόμη λόγος για τις αϋπνίες του.

    «Δηλαδή αρνείστε την ενοχή σας;» είπε ο αστυνόμος και ήταν σαν να έλεγε:

    «Κι’ εγώ συμφωνώ με την άρνησή σας».

    «Και φυσικά την αρνούμαι. Δεν είχα κανένα λόγο να σκοτώσω έναν τελείως άγνωστο και μάλιστα μέσα στο σπίτι μου. Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο».

    Το θύμα, ένας σχετικά μεγαλόσωμος, αθλητικός τύπος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, είχε βρεθεί νεκρός, πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα μπροστά από τη βιβλιοθήκη του συγγραφέα. Το δεξί του χέρι ήταν σε θέση περίπου ανάτασης, με τα δάχτυλα σε τέτοια θέση, σαν να κρατούσε κάτι ανάμεσα στον αντίχειρα και στα υπόλοιπα δάχτυλα. Σαν να κρατούσε το χοντρό βιβλίο που ήταν λίγο πιο έξω από τα υπόλοιπα βιβλία της βιβλιοθήκης, αλλά που δεν πρόλαβε να το πάρει, γιατί στο μεταξύ… πέθανε.

    Ένας μεγάλος λεκές από αίμα, που με το πέρασμα της ώρας είχε πάρει ένα σκούρο χρώμα, σχεδόν βυσσινί, ήταν απλωμένος στο πάτωμα, γύρω από το πρόσωπο του.

    Ο χαρτοκόπτης με την αλαβάστρινη λαβή, που ήταν καρφωμένος βαθιά πίσω στο σβέρκο του, ακριβώς στο σημείο που τελειώνει το κεφάλι και αρχίζει ο λαιμός, στον αυχένα,  δεν είχε μπορέσει να σταματήσει την ακατάσχετη αιμορραγία.

    «Ο θάνατος ήταν ακαριαίος», είχε γνωματεύσει ο ιατροδικαστής μετά τη νεκροψία.  «Ένα και μοναδικό χτύπημα δέχτηκε το θύμα, με μεγάλη σφοδρότητα και σε καίριο σημείο».

    Το μεταλλικό μέρος του χαρτοκόπτη είχε περάσει επάνω  από τον πρώτο αυχενικό σπόνδυλο και είχε διακόψει το νωτιαίο μυελό.  Μια εκδορά στο μέτωπο του θύματος είχε προέλθει κατά την πτώση του και την πρόσκρουση του στο έπιπλο της βιβλιοθήκης. Δεν υπήρχαν ίχνη πάλης, ή έστω κάποιας στοιχειώδους αντίστασης από το θύμα.  Ο δολοφόνος και το θύμα μάλλον ήταν γνώριμοι.

    Ο ανακριτής εξομολογήθηκε στον ανακρινόμενο:

    «Πάντως δεν ξέρω κύριε Διακέ. Είμαι πολύ μπερδεμένος. Άλλα γράφετε στα βιβλία σας και άλλα κάνετε στην πράξη. Δεν σας κρύβω ότι είμαι πεπεισμένος ότι εσείς διαπράξατε το φόνο. Όλα τα στοιχεία αυτό δείχνουν. Τα πάντα συνηγορούν εις βάρος σας».

    Ο συγγραφέας έδειξε απορημένος. Όχι από τη γνώμη του αστυνόμου για την ενοχή του, αλλά από το άλλο.

    «Διαβάζετε τα βιβλία μου;» Παράξενο πράμα: Ένας αστυνόμος να διαβάζει λογοτεχνία.

    «Ναι. Σας διαβάζω, αλλά μάλλον θα πρέπει να τα ξαναδιαβάσω τα βιβλία σας για να καταλάβω πού βρίσκεται το ψέμα και πού η αλήθεια».

    Έπεσε πάλι μια νεκρική σιωπή ανάμεσα τους. Τη διέκοψε ο αστυνόμος.

    «Για σήμερα δεν σας χρειάζομαι άλλο. Μπορείτε να πηγαίνετε, αλλά μη χαθείτε, Θα τα ξαναπούμε» και μόλις ο ανακρινόμενος συγγραφέας σηκώθηκε από την καρέκλα του, συμπλήρωσε στον ενικό αυτή τη φορά.

    «Πάντως την έχεις βαμμένη. Σίγουρα θα σου απαγγελθεί κατηγορία για φόνο εκ προμελέτης. Μα τω Θεώ, φίλε, δε θα ήθελα με τίποτε να είμαι στη θέση σου».

    Ο αστυνόμος έριξε μια ματιά δεξιά κι’ αριστερά, να σιγουρευτεί ότι δεν άκουσε κανένας τα τελευταία λόγια του.  Το να αποκαλείς «φίλο» έναν ύποπτο πρώτου βαθμού είναι θανάσιμο αμάρτημα για έναν αστυνόμο – ερευνητή.

    Αποχαιρετίστηκαν με μια χειραψία.

    ***

    Κεφάλαιο 2

    Τα στοιχεία

    Ήταν οκτώ παρά τέταρτο το πρωί, όταν η κυρά-Λένη άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος με το κλειδί της και μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.  Μετά άφησε το κλειδί της πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα στην εξώπορτα. Θα το έπαιρνε φεύγοντας.  Κάθε μέρα την ίδια κίνηση έκανε για να μη το ψάχνει όπως παλιά, που το άφηνε όπου να ‘ναι και μετά το έψαχνε και μπορεί να της έπαιρνε και μισή ώρα με το: «Πού το έβαλα; Και πού το άφησα;» 

    Ήξερε ότι η αφεντικίνα της, η κυρία Λία Διακού δεν ήταν στο σπίτι. Έλειπε από την Αθήνα. Έλειπε από την Ελλάδα. Εδώ και μια βδομάδα ήταν στην Αμερική και δεν θα γυρνούσε πριν από το τέλος του μήνα, δηλαδή όχι πριν από δυο βδομάδες.

    Θα καταπιανόταν πρώτα με τις δουλειές της κουζίνας, που ήταν μακριά απ’ την κρεβατοκάμαρα.  Ο κύριος Κώστας θα κοιμόταν ακόμη και δεν ήθελε να τον ανησυχήσει. Έμενε μέχρι αργά τα βράδια ο κύριος Κώστας στο γραφείο του, γράφοντας, και συνήθως το πρωί ξυπνούσε αργά. Σπάνια ξυπνούσε πριν τις έντεκα. 

    Θα έβαζε σκούπα μετά. Ίσως να έβαζε σκούπα αφού θα έφευγε ο κύριος Κώστας από το σπίτι, αν έφευγε δηλαδή, γιατί ήξερε ότι αυτό το «βου-βου» της σκούπας τον ενοχλούσε πολύ.

    Τράβηξε για την κουζίνα, αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει. Η πόρτα του καθιστικού ήταν ανοιχτή και το φως μέσα αναμμένο.

    «Μη κλαίγεστε για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ», σκέφτηκε «Να αφήνετε τα φώτα να καίνε όλο το βράδυ και μετά… να απορείτε για τους φουσκωμένους λογαριασμούς. Άμυαλοι ε άμυαλοι».

    Μπήκε στο καθιστικό να σβήσει το φώς, αλλά ούτε αυτό πρόλαβε να το κάνει, αν και ο διακόπτης ήταν ακριβώς δίπλα στην πόρτα. Έμεινε με το χέρι μετέωρο μπροστά στο διακόπτη, τα μάτια γουρλωμένα και το μυαλό σταματημένο.  Της είχε κοπεί και η λαλιά. 

    «Τι είναι αυτό καλέ;» σκέφτηκε.  Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της.    

     Ένας άντρας ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Το ένα του μάγουλο, που ακουμπούσε στο πάτωμα, ήταν μέσα σε μια μεγάλη κηλίδα αίματος, απλωμένη τριγύρω.  Έκανε να πλησιάσει, αλλά πισωγύρισε. Σίγουρα ήταν πεθαμένος. Κι’ αυτό το πράμα στο σβέρκο του;… Τι ήταν αυτό το πράμα;  Πάντως δεν ήταν ο κύριος Κώστας. Αυτός… ο πεθαμένος, ήταν πιο μεγαλόσωμος και όπως είχε το πρόσωπό του στραμμένο προς το μέρος της και την κοίταζε με τα ορθάνοιχτα μάτια του, ήταν σίγουρη: Δεν ήταν ο κύριος Κώστας. Πόση ώρα έμεινε εκεί, ασάλευτη να κοιτάζει το πεθαμένο ούτε που κατάλαβε.

    Όταν βρήκε κάπως την αυτοκυριαρχία της, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα να ξυπνήσει τον κύριο Κώστα. Να τον ειδοποιήσει για το νεκρό.

    «Κύριε Κώστα… Κύριε Κώστα», φώναζε καθώς άνοιγε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.  «Κύριε Κώστα».

    Ποιόν κύριο Κώστα; Στο δωμάτιο δεν ήταν κανείς. Το κρεβάτι ήταν απείραχτο. Στρωμένο στην τρίχα, όπως το είχε αφήσει χθες, πριν να φύγει. Ο κύριος Κώστας άφαντος.

    «Τώρα; Τι κάνω τώρα;»

    Έμεινε κάμποση ώρα ασάλευτη, κρατώντας το πόμολο της ανοιχτής πόρτας, να σκεφτεί τι να κάνει.

    «Τον κυρ-Γιάννη. Τον κυρ-Γιάννη το θυρωρό», αποφάσισε.

    Βγήκε τρέχοντας από το διαμέρισμα και μέσα στη λαχτάρα της, τράβηξε, έκλεισε την εξώπορτα πίσω της. Μήτε το ασανσέρ κάλεσε, μήτε τίποτα. Κατέβηκε δυο – δυο τα σκαλιά των πέντε ορόφων και του υπογείου, που ήταν το διαμέρισμα του κυρ-Γιάννη του θυρωρού. Παραλίγο να κουτρουβαλήσει, να πέσει στη σκάλα, να σκοτωθεί κι’ αυτή. Άρχισε να βροντάει με τη μπουνιά της την πόρτα του θυρωρού, φωνάζοντας:

    «Κυρ-Γιάννη, - κυρ-Γιάννη».

    Κάποια στιγμή εδέησε και εμφανίστηκε ο κυρ-Γιάννης στην πόρτα. Με τις παντόφλες, με τις πιτζάμες και με την τσίμπλα στο μάτι.

    «Τι είναι καλέ; Τι έπαθες και ουρλιάζεις έτσι σαν τρελή;  Ώρα που είναι. Θα ξυπνήσεις όλον τον κόσμο», την αποπήρε.

    «Τρέχα… τρέχα κυρ-Γιάννη.  Ένας νεκρός… ένας σκοτωμένος είναι πάνω στο σπίτι», είπε με κομμένη την ανάσα.

    «Τι λες μωρή τρελή; Τι νεκρός; Και τι σκοτωμένος λες;»

    Τον πήρε από το χέρι και άρχισε να τον τραβάει.

    «Έλα, έλα. Πάμε να δεις.»

    Ανέβηκαν στο ισόγειο και η κυρά-Λένη έκανε να τραβήξει προς τη σκάλα, αλλά ο κυρ-Γιάννης, πιο ψύχραιμος, πιο νηφάλιος, την οδήγησε στο ασανσέρ.

    Στον πέμπτο όροφο βρέθηκαν έξω από την κλειστή πόρτα του διαμερίσματος.

    «Αμάν… Άφησα το κλειδί μου μέσα και η πόρτα έκλεισε. Τώρα;», αλαφιάστηκε πάλι η κυρά-Λένη. «Εσύ έχεις κλειδί;» Ρώτησε τον κυρ-Γιάννη.

    «Πού να το βρω εγώ το κλειδί. Φυσικά και δεν έχω», αποκρίθηκε.

    Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στη σκάλα. Την έβαλε να καθίσει στο πλατύσκαλο, κατέβηκε αυτός τέσσερα σκαλιά πιο κάτω και στάθηκε απέναντι της.

    «Κάτσε λίγο να ηρεμήσεις και πες μου με τη σειρά και ήρεμα, τι έπαθες. Τι έγινε και είσαι έτσι».

    Του τα είπε με το «νι» και με το «σίγμα». Για το αναμμένο φώς στο καθιστικό, για το σκοτωμένο μπροστά στη βιβλιοθήκη, για τον κύριο Κώστα που δεν ήταν στο σπίτι.

    «Ε αυτό δεν είναι δικό μας ζήτημα. Αυτό είναι της αστυνομίας. Αν είναι όπως τα λες πρέπει να φωνάξουμε την αστυνομία», είπε ο κυρ-Γιάννης και κατέβηκε στο διαμερισματάκι του υπογείου για να τηλεφωνήσει στο 100.

    Το περιπολικό έφτασε σε δέκα λεπτά περίπου. Ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο οι δύο αστυνομικοί με τον κυρ-Γιάννη. Η πόρτα ήταν κλειστή και η κυρά-Λένη μπάστακας εκεί να τους περιμένει, μουσκεμένη στο κλάμα και στον ιδρώτα και να μονολογεί:

    «Τι κακό κι’ αυτό.  Τι κακό που μας βρήκε!»

    Ο κλειδαράς που ήρθε με εντολή της αστυνομίας, άνοιξε την πόρτα και έκανε και τη διαπίστωσή του: «Η πόρτα δεν είχε παραβιαστεί. Ούτε είχε χρησιμοποιηθεί  πασπαρτού. Εξάλλου αυτές οι κλειδαριές ασφάλειας δεν ανοίγουν με πασπαρτού. Μόνο με κανονικό κλειδί ανοίγουν».

    Μπήκαν μέσα. «Μην αγγίξετε τίποτε», ήταν η εντολή του αστυνομικού.

    Σε λιγότερο από ένα τέταρτο το διαμέρισμα ήταν γεμάτο με κόσμο. Δύο αστυνομικοί του εγκληματολογικού, η σήμανση και ο φωτογράφος της αστυνομίας, ο ιατροδικαστής με το βοηθό του.

    Το χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα του, θορυβημένο από τον τόσο κόσμο που είχε μαζευτεί μέσα στο δωμάτιο, κολυμπούσε ανήσυχο, μια από ‘δω και μια από ‘κει.

    Το είχε αγοράσει η Λία. «Τα χρυσόψαρα εκπέμπουν θετική ενέργεια», της είχαν πει και το αγόρασε.

    Εκείνη τη στιγμή όμως, ήταν τόση πολλή συσσωρευμένη η αρνητική ενέργεια στο χώρο που το χρυσόψαρο δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ένα χρυσόψαρο από μόνο του πώς να μπορέσει να αντιστρέψει το πρόσημο τόσης ενέργειας από αρνητικό σε θετικό;

    Ήταν το μόνο πλάσμα που είχε δει τι ακριβώς είχε διαδραματιστεί μέσα στο χώρο εκείνο το βράδυ, αλλά σαν χρυσόψαρο που ήταν, σίγουρα δεν θα θυμόταν τίποτε. Άσε που και να θυμόταν, πάλι θα τηρούσε σιγή ιχθύος.

    Το θύμα, προς το παρόν, ήταν αγνώστων στοιχείων. Δεν βρέθηκε τίποτε επάνω του που να μαρτυράει την ταυτότητά του. Ούτε ο κυρ-Γιάννης, ούτε η κυρά-Λένη τον είχαν δει ποτέ. Τελείως άγνωστος.

    Σε μια ώρα είχε έρθει και το ασθενοφόρο. Φόρτωσαν μέσα το σκοτωμένο για το νεκροτομείο, για περαιτέρω εξετάσεις.  Είχε βγει μπόλικη δουλειά για τον ιατροδικαστή.

    Ο Κώστας Διακός εμφανίστηκε στις δέκα και τέταρτο. Το ταξί που τον έφερε διασταυρώθηκε με το ασθενοφόρο που έφευγε, έναν δρόμο πιο κάτω.

    Έδειχνε έκπληκτος από τα τόσα αυτοκίνητα της αστυνομίας που είδε να είναι σταματημένα μπροστά στην πολυκατοικία. Στην είσοδο τον σταμάτησε ο αστυνομικός που τον είχαν βάλει για φρουρό.

    «Ποιός είστε και πού πάτε;»

    «Εδώ μένω. Στον πέμπτο. Πάω στο σπίτι μου», απάντησε, «αλλά τι συμβαίνει;»

    «Δεν ξέρω ακριβώς. Λένε για φόνο, αλλά ούτε πού, ούτε πώς, ξέρω. Μου λέτε και το  όνομά σας παρακαλώ».

    Είπε το όνομα του και ο αστυνόμος φρουρός το σημείωσε σε ένα μπλοκάκι. Δίπλα έγραψε και την ώρα: «Κωνσταντίνος Διακός, είσοδος ώρα 10:15».

    Η πόρτα του διαμερίσματος του ήταν ανοιχτή.

    «Τι σκαρώνει πάλι η κυρά-Λένη κι’ άφησε ανοιχτή την πόρτα;» συλλογίστηκε, αλλά όταν μπήκε μέσα έπεσε από τα σύννεφα.  Πρωτοφανής κοσμοσυρροή και κινητικότητα.

    «Τί συμβαίνει;»

    Τί να συνέβαινε; Του δείξανε τον περιχαρακωμένο με μαρκαδόρο χώρο, που είχαν γράψει στο πάτωμα, γύρω από τη θέση του πτώματος. Μέσα ήταν και η μεγάλη κηλίδα αίματος. Του εξήγησαν τι είχε διαδραματισθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή: Για την κυρά-Λένη, πως βρήκε το πτώμα, για τον κυρ-Γιάννη το θυρωρό, που τηλεφώνησε στην αστυνομία, όλα, όσο πιο λεπτομερώς γινόταν.

    «Εσείς; Εσείς τι γνωρίζετε; Πού βρισκόσασταν εσείς την ώρα του φόνου; Γενικά χθες το βράδυ. Πού ήσασταν; Τι κάνατε; Η… η κυρία Λένη, η υπηρέτρια σας, μας είπε ότι δεν κοιμηθήκατε εδώ».  Βροχή έπεφταν οι ερωτήσεις. Κάποια στιγμή ρώτησε και ο ίδιος:

    «Ποιός ήταν;»

    «Δεν ξέρουμε ακόμη, αλλά θα μάθουμε. Σίγουρα θα μάθουμε.»

    Η συμπεριφορά των αστυνομικών του εγκληματολογικού προς τον Κώστα Διακό δεν ήταν ούτε φιλική αλλά ούτε και εχθρική. Απλά ρωτούσαν. Συγκέντρωναν στοιχεία. Στο μεταξύ είχαν ξετινάξει για τα καλά την κυρά-Λένη, την παραδουλεύτρα και τον κυρ-Γιάννη το θυρωρό.

    «Κλειδιά; Ένα κλειδί έχω εγώ, γιατί έρχομαι πολύ πρωί και δεν θέλω να τους ανησυχώ· κοιμούνται ακόμη όταν έρχομαι, ένα ο κύριος Κώστας και ένα η κυρία Λία», τους είπε η κυρά-Λένη.

    «Άλλος; Δεν έχει κανένας άλλος  κλειδί του σπιτιού;»

    «Απ’ ότι ξέρω δεν έχει. Ααα… υπάρχει και ένα ακόμη κλειδί στο συρτάρι της ντουλάπας. Έτσι για ώρα ανάγκης που λένε. Μια φορά που δεν έβρισκα το δικό μου, πήρα εκείνο φεύγοντας το απόγευμα».

    Έψαξαν στο συρτάρι της ντουλάπας. Το εφεδρικό κλειδί ήταν εκεί, κάτω από ένα ζευγάρι κάλτσες.

    Φυσικά ούτε ο κυρ-Γιάννης είχε κλειδί του διαμερίσματος, αλλά ούτε και ίχνη διάρρηξης  υπήρχαν.  Τελικά βρέθηκε ότι κάποιος ακόμη είχε κλειδί: Η ανύπαντρη αδελφή της κυρίας Λίας, η Στάσια.

    Η Στάσια ήταν κι’ αυτή στην Αμερική. Οι δυο αδελφές είχαν πάει μαζί και θα γυρνούσαν μαζί.  Η Λία για δουλειές που σχετιζόταν με την εκδοτική δραστηριότητα των βιβλίων του άντρα της, που είχαν μεταφραστεί στα Αγγλικά και η έκδοσή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν προ των θυρών και η αδελφή της έτσι για πλάκα· για παρέα.  

    Δεν υπήρχαν ίχνη διάρρηξης της πόρτας, ούτε ίχνη πάλης, ούτε ίχνη κλοπής. Όλα δηλαδή ήταν ωραία και καλά, αν εξαιρέσει κανείς το πτώμα.

    Τα μόνα πράγματα που βρέθηκαν «πειραγμένα» ήταν ένα χοντρό βιβλίο στη βιβλιοθήκη, που είχε τραβηχτεί λίγο πιο έξω από τη θέση του, ένα συρτάρι από το γραφείο του Κώστα Διακού, που ήταν μισό-ανοιγμένο, αλλά δεν έλειπε τίποτε από μέσα και ο χαρτοκόπτης με την αλαβάστρινη λαβή, που από την επιφάνεια του γραφείου είχε βρεθεί καρφωμένος στο σβέρκο του θύματος και που τώρα, μαζί με το πτώμα ταξίδευε ή είχε φτάσει στο νεκροτομείο.

    Την άλλη μέρα δεν έλειπε τίποτε ή σχεδόν τίποτε από τα στοιχεία του φόνου.

    Το θύμα, όχι απλά ήταν γνωστός στην αστυνομία, αλλά πασίγνωστος. Ρουμάνος, με Ελληνικές ρίζες από πατέρα, που είχε Ελληνοποιηθεί, τότε που είχαν γίνει Ελληνοποιήσεις αλλοδαπών με το τσουβάλι. Η ταυτοποίησή του έγινε σε λιγότερο από μισή ώρα.

    Για δύο χρόνια τον τάιζε το Ελληνικό Δημόσιο. Τρόφιμος φυλακών. Την πρώτη φορά για έξι και τη δεύτερη για δεκαοκτώ μήνες. Και τις δύο φορές για ναρκωτικά.

    Μετά, όταν βγήκε από τη φυλακή, είχε πια «καταντήσει» σεσημασμένος στη Δίωξη Ναρκωτικών και άλλαξε επάγγελμα.  Τώρα ήταν «γκόμενος» ομοφυλόφιλων.  Αυτό το επάγγελμα, μπορεί να ήταν ότι ήταν, αλλά ποινικό αδίκημα δεν ήταν.

    Δυο – τρεις φορές τον είχαν κουβαλήσει στη Γενική Ασφάλεια, σαν βασικό ύποπτο για συμμετοχή σε κάτι διαρρήξεις και σε κάτι ληστείες σε σπίτια πλουσίων, αλλά δεν είχε αποδειχτεί τίποτε σε βάρος του. Είναι βλέπεις και ο νόμος της σιωπής. Οι δύο συλληφθέντες, ο Ρουμάνος εγκέφαλος και ένας Έλληνας συνεργός, ούτε που τον ήξεραν ούτε που τον είχαν δει το Λέο. Αλλά πάντα έτσι γίνεται: Αυτοί οι δύο που είχαν πιαστεί επ’ αυτοφώρω στα σίγουρα τραβούσαν για τη ψειρού. Χρειαζόταν να είναι κάποιος δικός τους έξω. Έτσι… δια παν ενδεχόμενο.

    Ο Κώστας Διακός, όταν του  έδειξαν στο νεκροτομείο το πτώμα του Λεό, δήλωσε κατηγορηματικά:

    «Όχι δεν τον ξέρω. Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ. Μου είναι τελείως άγνωστος». Και στην ερώτηση: «Μήπως σε πιο παλιές σας περιπλανήσεις;» πάλι το ίδιο απάντησε.

    «Σας είπα ότι δεν τον ξέρω. Όλους και όλες, όσους έχω συναντήσει και έχω συναναστραφεί στο παρελθόν μαζί τους, τους θυμάμαι πολύ καλά. Μου έχουν γίνει βιώματα».

    Ο Κώστας Διακός δεν τον ήξερε, αλλά στην πιάτσα, στην πλατεία Ψιρή, ήταν «η φίρμα». Τον Λεό τον Ρουμάνο τον ήξεραν όλοι.

    «Όχι χθες το βράδυ δεν είχε φανεί καθόλου. Τζάμπα τον περίμενε «η πεταλουδίτσα». Στο τέλος τσατίστηκε και έφυγε μόνη».

    «Ποια είναι η πεταλουδίτσα;»  Επέμενε να μάθει ο αστυνομικός με τα πολιτικά που είχε πάει στην πλατεία για να ψαρέψει τα καλά παιδιά που σύχναζαν εκεί.

    «Α.. η πεταλουδίτσα… Ένα ξενέρωτο, ξεθωριασμένο με οξυζενέ, που οδηγάει μια ALPHA ROMEO καμπριολέ.  Εδώ  και ένα μήνα σχεδόν κάθε βράδυ με τον Λεό φεύγει. Τι να σου πω κυρ’ αστυνόμε μου. Μεγάλος έρωτας. Πολύ μεγάλος.»

    Ο Κώστας Διακός ούτε ξεθωριασμένος με οξυζενέ ήτανε, ούτε ALPHA ROMEO καμπριολέ οδηγούσε, οπότε αποκλείστηκε από «ερωμένη» ή από «γκόμενος» του Λεό.  Εξετάστηκαν και οι δύο εκδοχές, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο ποτέ δεν ξέρεις ποιός είναι τί.

    Ο αστυνόμος έδειξε και τη φωτογραφία του Κώστα Διακού. Αυτόν δεν τον ήξερε κανένας στην πιάτσα, εκτός από δύο εξαιρέσεις, τελείως διαφορετικές μεταξύ τους.

    Ο Πρώτος ή η πρώτη:  «Καλέ… αυτός δεν είναι ο τέτοιος… Ο… αχ πώς τον λένε να δεις. Κοίτα γαμώτο… κάτω από τη γλώσσα μου τον έχω.  Ο Συγγραφέας καλέ ο…»

    «Και πού τον ξέρεις εσύ τον συγγραφέα;»

    «Ε πώς κυρ’ αστυνόμε… Για ποιές μας περνάς; Έχουμε και κάποια μόρφωση. Διαβάζουμε και από κανένα βιβλίο πότε - πότε».

    Πάντως αυτή η εξαίρεση θα πρέπει να ήταν και εξαίρεση των όσων είχε πει ο Αρχιεπίσκοπος στην παρουσίαση του βιβλίου. Ο τύπος, όσα βιβλία του Διακού και να διάβαζε απολωλός πρόβατο ήταν, απολωλός πρόβατο θα παρέμενε.  

    Η δεύτερη εξαίρεση ήταν πιο σοβαρή:

    «Είχαμε συναντηθεί δυο φορές.  Την πρώτη φορά πριν τέσσερα περίπου χρόνια και τη δεύτερη πριν από εφτά, ίσως οχτώ μήνες. Την πρώτη φορά ήταν μόνος. Την άλλη φορά ήταν και ένας άλλος μαζί του, αλλά ο άλλος δεν άνοιξε καθόλου το στόμα του. Καθόταν και άκουγε μόνο, και μάλλον δεν έδινε πεντάρα για ότι λέγαμε».

    «Τι κάναμε; Τίποτε. Κουβεντούλα μόνο. Περί ανέμων και υδάτων λέγαμε. Μου τα έσταξε προκαταβολικά.  «Πόσο θέλω για κάνα δυο ωρίτσες συντροφιά;» είχε ρωτήσει, του είπα, μου τα έσταξε και φύγαμε. Πήγαμε σε ένα μπαράκι. Κέρασε τα ποτά και κάναμε κουβεντούλα.  Οι δυο ώρες έγιναν σχεδόν τέσσερεις, αλλά δεν του πήρα υπερωρίες. Πολύ εντάξει ήταν ο τύπος. Πολύ σένιος.  Και τη

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1