Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τρεις + 1 μικρές ιστορίες
Τρεις + 1 μικρές ιστορίες
Τρεις + 1 μικρές ιστορίες
Ebook499 pages6 hours

Τρεις + 1 μικρές ιστορίες

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ένα λουλούδι ή ένα μπουκέτο λουλούδια δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε απαραίτητο στη ζωή μας.
Δεν παύει όμως να την ομορφαίνει, να μοσχομυρίζει και να μας γεμίζει συναισθήματα.
Μια μικρή ιστορία δεν έχει να προσφέρει τίποτε στη ζωή σου.
Μπορεί όμως να σε διασκεδάσει, να σε κάνει να ξεχάσεις για λίγο τις σκοτούρες και τα βάσανα, ίσως και να γελάσεις λίγο.

Το ταξίδι. Ένα ταξίδι είναι η ζωή μας. Γεμάτο στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες, αλλά και ισιάδες.
Το ταξίδι του Γιάννη του σημάδεψε τη ζωή. Για δέκα χρόνια τον γέμισε με ερωτηματικά. Ίσως; Μήπως; Γιατί; Αν; Μπορεί.
Είχε μπει πια στην ισιάδα της ζωής του όταν πήρε τις απαντήσεις. Τότε ήταν αργά.

Τζόφιν ο μαρτυριάρης. Στη μακριννή Τσίλαντ ξαναγεννιέται ένας μυθικός ήρωας. Ένας ημίθεος, ταγμένος στην πάταξη της διαπλοκής.
Θα καταφέρει να πατάξει τη διαπλοκή του 21ου αιώνα;
Πάντως έχει στη διάθεσή του όλα τα σύγχρονα μέσα.

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα (το πουλί). Πως μπορεί να προκληθεί μια παγκόσμια οικονομική κρίση;
Είναι δυνατόν; Από ένα πουλί;
Μωρέ κι’ από την κουτσουλιά ενός πουλιού μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Δε θέλει πολύ.

Το όνειρο μιας ζωής. Puerto Tampico.
Από μικρό παιδί το όνειρό του ήταν να πάει στο Ταμπίκο.
Στο Ταμπίκο με καράβι κι’ αν ήταν δυνατόν να το οδηγούσε
ο ίδιος.
Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα.
Μια ονειρεμένη, μια ονειρική πραγματικότητα.

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 19, 2019
ISBN9786188275294
Τρεις + 1 μικρές ιστορίες
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Τρεις + 1 μικρές ιστορίες

Related ebooks

Reviews for Τρεις + 1 μικρές ιστορίες

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τρεις + 1 μικρές ιστορίες - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    Τρεις + 1 μικρές ιστορίες

    ●          Το ταξίδι

    ●          Τζόφιν ο μαρτυριάρης

    ●          Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα

    (το πουλί)

    ●          Το όνειρο μιας ζωής

             Puerto Tampico

    ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:            ΤΡΕΙΣ + 1 ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

                                        -Το ταξίδι

                                        -Τζόφιν ο μαρτυριάρης

                                        -Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα

    (το πουλί)

                                        -Το όνειρο μιας ζωής

    Puerto Tampico

    ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:                  Χρήστος Αμβαζάς

    ISBN e-book                   978-618-82752-9-4

    e-mail:               ch.amvazas@hotmail.com

    Ιστοσελίδα:        www.christos-amvazas.gr

    Πρόλογος

    Ένα ταξίδι… Ένα ταξίδι δεν είναι όλη η ζωή μας;

    Άγνωστα τα δρομολόγια. Μόνο ο προορισμός γνωστός.  Γνωστός και για τους πιο πολλούς… αβάσταχτος.  Ας μη μιλάμε γι’ αυτόν.

    Το δρομολόγιο; Απρόβλεπτο. Μας πάει όπου θέλει.

    Ξεκινάς για να πας να ζήσεις δυο όμορφες μέρες με τον άνθρωπο που αγάπησες κι’ έρχεσαι φάτσα κάρτα με το χάρο.

    Προσπαθείς να βάλεις τα κομμάτια του πάζλ στη θέση τους και δεν ταιριάζει τίποτε.

    Ένα ταξίδι γεμάτο «αν» .  Σε κάθε στροφή, σε κάθε ανηφόρα, σε κάθε κατηφόρα του δρόμου κι’ από ένα «αν» κι’ από ένα «μήπως».

    Κι’ όταν με τον καιρό βάλεις τα κομμάτια του πάζλ στη σωστή τους θέση και δεις την εικόνα του, τότε τα «μήπως»   απαντιούνται, αλλά οι απαντήσεις των «αν»  βρίσκονται μέσα στα όρια του ονείρου και των απραγματοποίητων πόθων.

    Και συνεχίζεις το ταξίδι, τώρα σε ήσυχους, ήρεμους και καλοστρωμένους δρόμους. Είσαι πια ο καλός και προσεκτικός οδηγός που εφαρμόζει πιστά τον Κώδικα Κυκλοφορίας της ζωής.

    Έχεις μπει στο δρόμο της « καθημερινής συνήθειας» .  Μήπως την λένε ρουτίνα;

    Πάντως ας είσαι καλά…. και πρόσεχε.

    ***

    Κεφάλαιο 1

    Η πρώτη συνάντηση

    Είχαν περάσει αρκετά χρόνια που ο Γιάννης είχε τελειώσει, με πολύ καλό βαθμό, την Αρχιτεκτονική.  Ο Θεός όμως δεν τον είχε αξιώσει να ανοίξει ακόμη τη δική του επιχείρηση.

    Το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο. 

    Δούλευε ακόμη σαν υπάλληλος σε μια μεγάλη τεχνική εταιρεία.

    Οι σχέσεις του με τους εργοδότες του ήταν απόλυτα αρμονικές, και ο Γιάννης έχαιρε της εκτίμησής τους, μιας και ήταν γι’ αυτούς μια αστείρευτη πηγή ιδεών, πραγματική γεννήτρια εμπνεύσεων, αλλά και εξαιρετικά φιλότιμος στην δουλειά του.  Τις πιο καλές ιδέες του όμως, τις μεγάλες εμπνεύσεις του δηλαδή, δεν τις έβγαζε στη φόρα.  Τις κρατούσε κρυμμένες βαθιά στο μυαλό του, και στον προσωπικό του υπολογιστή, στο σπίτι του. Αυτές θα τις χρησιμοποιούσε προς «ίδιον όφελος»  όταν, πρώτα ο Θεός, θα αξιωνόταν ν’ ανοίξει τη δική του δουλειά, το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο, για τους δικούς του πελάτες.  Και η στιγμή πλησίαζε, μια ευκαιρία περίμενε, για να ανοίξει τα φτερά του. Να παρατήσει το υπαλληλίκι και να στήσει τη δική του δουλειά. Το δικό του γραφείο.

    Το ωράριο του ήταν εννέα – πέντε αλλά συνήθως έφευγε  από το γραφείο κατά τις έξι το απόγευμα. Μέχρι να κλείσει τον υπολογιστή, να συμμαζέψει τη χαρτούρα του γραφείου, να σιγουρευτεί ότι τα κλειδιά του είναι στην τσέπη του ή να ψάξει να τα βρει, «πού στο διάολο τα έβαλα»; , να κάνει το καθημερινό τηλεφώνημα στην παρέα: «Έλα ρε, θα βρεθούμε απόψε»;  και τα λοιπά, η ώρα πήγαινε έξι.

    Εκείνο το βράδυ ήταν περασμένες εννιάμιση όταν έκλεισε τον υπολογιστή του και σηκώθηκε μουδιασμένος από το γραφείο του.

    Ένοιωθε το κεφάλι του να γυρίζει σα σβούρα απ’ τη ζαλάδα.  «Ουφ τι μέρα κι’ αυτή!», μονολόγησε, καθώς φορούσε το κοτλέ σακάκι του και έσφιγγε την γραβάτα του. Βεβαιώθηκε ότι τα κλειδιά και το κινητό του ήταν στην τσέπη και κατευθυνόταν προς την εξώπορτα.

    Μήτε το καθημερινό τηλεφώνημα στην παρέα, μήτε τίποτε σήμερα. Σίγουρα θα είχαν συναντηθεί από ώρα στο στέκι τους, και ποιος ξέρει για πού θα είχαν ανοίξει πανιά.

    «Σκατά». Μονολόγησε περιμένοντας το ασανσέρ και ήταν η ακριβέστερη περιγραφή του για το πως αισθανότανε.

    Κατά τις τρεις το μεσημέρι, της ίδιας μέρας,  κόντευε να τελειώσει την μελέτη για την καινούρια δουλειά της εταιρείας του, όταν ένας από τους συνεταίρους – αφεντικά, πλησίασε στο γραφείο του και κάθισε δίπλα του, απέναντι από την μεγάλη οθόνη του υπολογιστή.  Ο πελάτης ζητούσε αλλαγές. Είχε δει τα προσχέδια του κτιρίου και είχε ζητήσει αλλαγές: «Αυτό να γίνει έτσι. Εκείνο να γίνει αλλιώς. Αυτό πέτα το από εκεί. Βάλε το άλλο εδώ» , σε μισή ώρα του είχανε φέρει την μελέτη το πάνω – κάτω.

    Φτου κι’ απ’ την αρχή δηλαδή. Και σαν να μην έφτασε που από την μια στιγμή στην άλλη του είχανε γκρεμίσει όλο το κτίριο και έπρεπε να το σχεδιάσει από την αρχή, ήρθε και η χαριστική βολή:

    «Πιστεύω ότι αύριο θα τα έχουμε τελειωμένα τα οριστικά σχέδια, ε Γιάννη»;, είπε το αφεντικό, καθώς απομακρυνόταν από το γραφείο του Γιάννη, χωρίς να περιμένει να ακούσει την απάντησή του.

    Τέτοιο στρεσάρισμα δεν είχε ξαναφάει στη ζωή του ο Γιάννης.  Μια φορά μόνο, τότε που έδινε πτυχιακές, αλλά πάλι δεν ήταν σαν το σημερινό.

    «Πω – πω ζαλάδα που κουβαλάω!». σκεφτότανε. 

    Το είχε δει και στο ύπνο του χθες το βράδυ.  Τι όνειρο κι’ εκείνο Θεέ μου!  Σύμφωνα όμως με τις ονειροκριτικές οδηγίες που θυμότανε από την μακαρίτισσα την μάνα του,  το όνειρο που είχε δει δεν συμβόλιζε τίποτε σχετικό με στρες και ξεκώλωμα στην δουλειά. Αντίθετα:  Το πρωί πίνοντας τον καφέ του, με το όνειρο φρέσκο ακόμη στο μυαλό του, κάθισε και το ανέλυσε.  Σύμφωνα με τον ονειροκριτικό κώδικα της μάνας του, που ποτέ της δεν είχε κάνει λάθος σε ερμηνείες ονείρων, το όνειρο του σήμαινε «μια νέα γνωριμία και μάλιστα σημαντική.»  Έτσι στο δρόμο για το γραφείο, ονειροπολούσε, μήπως και η καινούρια γνωριμία που θα έκανε σήμερα, σύμφωνα με το  όνειρο, θα ήταν η αρχή της νέας του σταδιοδρομίας, σαν ιδιώτης πια. «Τέρμα το υπαλληλίκι»  συλλογιζότανε, αλλά πού;   Αντί για μια νέα γνωριμία του ήρθανε όλα ανάποδα. «Τι μέρα κι’ αυτή!»

    Και η ώρα κόντευε δέκα.

    «Τώρα τι κάνουμε»;   Αναρωτήθηκε καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα του αυτοκινήτου του.    Για το καφενείο ήταν αργά.  Όλη η παρέα θα είχε σκορπίσει πια από το καφενείο.  Συνήθως συναντιόταν στο καφενείο με την παρέα κατά τις εφτά.  Πίνανε ένα καφεδάκι, ψιλό-κουβεντιάζανε λίγο, καμιά φορά παίζανε και κανένα ταβλάκι  στα γρήγορα και μετά:  Άλλος για Χίο τράβηξε κ’ άλλος για Μυτιλήνη… Κανένα ταβερνάκι, κανένα σινεμά… και μετά σπίτι για ύπνο.  

    Η παρέα του;  Συμμαθητές από την σχολή.

    Το καφενείο; Το ίδιο καφενείο που σύχναζαν και σαν φοιτητές. Εκεί στο δρόμο του Πανεπιστημίου, γωνία με την Πρίγκηπος Νικολάου, λίγο πιο κάτω από το Σιντριβάνι. 

    Καλή ήταν η παρέα του Γιάννη, αλλά… λίγο μαγκούφικια.   Της έλειπε το «άρωμα γυναίκας»  . Φυσικά: Στο καφενείο πού να βρεθεί γυναίκα.  Πολλές φορές ρίχτηκε η ιδέα:

    «Ρε παιδιά να αλλάξουμε στέκι. Να πάμε σε καμιά καφετέρια, σε κανένα μπαράκι, να χτυπήσουμε καμιά γκόμενα».

    Αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Στο κάτω - κάτω «ότι συνηθίσεις είναι και το καλύτερο» .  Έτσι το καφενείο παρέμενε το στέκι τους.   

    «Τώρα τι κάνουμε»; Επανέλαβε ο Γιάννης καθώς ξεκινούσε.  Απλούστατα, θα πήγαινε στο ταβερνάκι της γειτονιάς του να τσιμπήσει κάτι και μετά σπίτι για ύπνο.  Ίσως να έβλεπε και καμιά εκπομπή στην τηλεόραση, αν είχε κάτι καλό.  «Α μπα. Ύπνο. Μόνο ύπνο να ξεζαλιστούμε λιγάκι»,  υπέδειξε στον εαυτό του.  Δεν του πολυάρεσε όμως η ιδέα.  Μετά από μια τέτοια δύσκολη μέρα του χρειαζόταν κάτι άλλο…

    Τι όμως; 

    «Να αλλάξω παραστάσεις»,  σκεφτότανε καθώς η φωτεινή ταμπέλα του μπαρ «Contingency»[1] καθρεφτιζότανε πάνω στο καλογυαλισμένο, σχεδόν καινούριο αυτοκίνητό του την ώρα που το πάρκαρε μπροστά  στην είσοδό του.

    Κάθε απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο, περνούσε έξω από το κοσμικό μπαρ «Contingency» , αλλά ποτέ δεν είχε μπει μέσα. Εξ άλλου στις έξι το απόγευμα ποιός πάει στα μπαρ;  Θα τον περνούσαν για ανώμαλο.  Μερικές φορές είχε σκεφτεί να έρθουν με όλη την παρέα κάποιο βράδυ, αλλά δεν έτυχε ποτέ.

    Τώρα περνούσε μόνος του την πόρτα.

    «Να αλλάξω παραστάσεις, βρε αδελφέ. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Να αλλάξω παραστάσεις».

    Μετά σαν να αισθάνθηκε τύψεις που αποτολμούσε μόνος του αυτό το ξεστράτισμα, μονολόγησε:

    «Να δω πώς είναι, κι’ αν μου αρέσει θα φέρω και τους άλλους… να τους ξεναγήσω».

    Στο μπαρ δεν είχε πολύ κόσμο. Μάλλον ελάχιστοι ήταν οι θαμώνες.  Ήταν νωρίς ακόμη.  Σ’ ένα τραπέζι, στο βάθος του μαγαζιού ένα ζευγάρι, καθισμένοι ο ένας απέναντι από τον άλλο, κρατιόταν από τα χέρια και κουβέντιαζαν σε πολύ χαμηλό και… γλυκό τόνο.

    «Ερωτική εξομολόγηση»  σκέφτηκε ο Γιάννης.

    Στην άλλη γωνιά του μαγαζιού σε ένα άλλο τραπέζι, μια παρέα από τρεις νεαρούς, περίμεναν.  Κάρφωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, καθώς την άνοιξε ο Γιάννης, τον περιεργάστηκαν και ένιωσαν απογοήτευση καθώς η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Γιάννη, χωρίς να μπει κανένας άλλος στο μαγαζί.

    «Στημένοι ή έστω προσωρινά στημένοι», έβγαλε το πόρισμα του ο Γιάννης.

    Χωρίς να θέλει να γίνει ενοχλητικός για τους δύο ερωτευμένους ή για τους τρεις νεαρούς που  προφανώς περίμεναν τις κοπελιές τους, τράβηξε προς τον πάγκο του μπαρ. Πίσω από τον πάγκο, ο μπάρμαν, άψογος μέσα  στο κατάλευκο σακάκι του, γυάλιζε μερικά ποτήρια και τα τακτοποιούσε στα ράφια τους.   

    Έξω από τον πάγκο του μπαρ, σκαρφαλωμένη σε ένα σκαμπό, μια … ξανθιά, φυσική ξανθιά, απολάμβανε το ποτό της.

    Ο Γιάννης πλησίασε και σκαρφάλωσε, όχι στο διπλανό σκαμπό, αλλά στο παραδιπλανό.  Έτσι για λόγους τακτ, άφησε μια άδεια θέση ανάμεσά τους.

    «Johnnie Walker με πολύ πάγο».  Είπε στον μπάρμαν.

    Μετά περιεργάστηκε την γειτόνισσά του στο παραδιπλανό σκαμπό.

    Ξανθιά, με όμορφα γαλάζια μάτια, μακιγιαρισμένη πολύ επιδέξια. Η μυτούλα της ελαφρά γυριστή προς τα πάνω. Χείλη καλογραμμένα, λαχταριστά.  Η φάτσα της δεν θύμιζε  Ελληνική ομορφιά. Είχε κάτι λίγο βόρειο.  Καθώς καθόταν σταυροπόδι, πάνω στο σκαμπό, ένα μακρύ καλλίγραμμο μπούτι, διαγραφόταν κάτω από την στενή μαύρη φούστα και πιο κάτω, το σχίσιμο της φούστας άφηνε να φαίνονται  δυο υπέροχες γάμπες που κατέληγαν σε δυο γοβάκια στιλέτο.

    «Πολύ σένια γκόμενα», ομολόγησε στον εαυτό του ο Γιάννης, καθώς ροκάνιζε ένα φιστίκι, πριν γευτεί το ποτό του.

    «Πολύ σένια».

    Το πρώτο ποτήρι ουίσκι κόντευε να τελειώσει χωρίς να έχει συμβεί απολύτως τίποτε, εκτός από μερικές κλεφτές ματιές που έριχναν ο Γιάννης στη γκόμενα, και η γκόμενα στο Γιάννη.  Και κάπου εκεί, που τα μισολιωμένα παγάκια είχαν πιάσει πάτο στο ποτήρι, με τις κορυφές τους να διαγράφονται πολύ έξω από την επιφάνεια του νερωμένου πια ποτού, άνοιξε η πόρτα του μπαρ και σα σίφουνας όρμησε μέσα μια άλλη αιθέρια ύπαρξη.  

    Μελαχρινή, με κοντά μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια. Μια κοντούτσικη τόση δα καρό φούστα άφηνε να φαίνονται τα δύο καλλίγραμμα αλλά λίγο οστεώδη πόδια της μέσα στο δικτυωτό καλτσόν.  Το δερμάτινο, κοντό, μέχρι τη μέση και λίγο παραπάνω,  μπουφάν που φορούσε τα είχε τα λεφτά του.

     «Καλό κομμάτι κι’ αυτό»,  έκανε την κριτική του ο Γιάννης. 

    Το «καλό κομμάτι»  πλησίασε την ξανθιά. Στάθηκε δίπλα της, με την πλάτη γυρισμένη προς το Γιάννη και χωρίς να ανέβει στο άδειο σκαμπό άρχισε να μιλάει στην ξανθιά σε έντονο ύφος.  Κάτι σαν να την μάλωνε.  Η όλη συμπεριφορά της έδειχνε μια μικρή δόση σχιζοφρένειας. Νευρική, απότομη, αυταρχική.  Δε φώναζε. Μιλούσε σιγά, αλλά το ύφος της ήταν πολύ σκληρό. Η ξανθιά από την πλευρά της χωρίς να έχει καθόλου απολογητικό ύφος, της απαντούσε με δυο τρεις λέξεις, και μερικές φορές μονολεκτικά.  Πάντως δεν έδειχνε να είχε ταραχτεί από την έφοδο που της έκανε η απρόσκλητη φιλενάδα της.

    Η γλώσσα;  Λέξη δεν έπιανε ο Γιάννης. Μιλούσαν σε κάποια σλαβική γλώσσα που σίγουρα Ρωσικά δεν ήταν.

    Ίσως Ρουμάνικα.

    Μπα όχι. Τα Ρουμάνικα μοιάζουν λίγο με τα Ιταλικά.  Ουγγαρέζικα μήπως; Ούτε.

    Κάτι πιο κοντινό.   Σέρβικα ή Βουλγάρικα. Το πιο πιθανό.

    Η συζήτηση, ποια συζήτηση δηλαδή, ο μονόλογος της μελαχρινής δεν κράτησε παραπάνω από πέντε λεπτά.  Μετά από μια τελευταία ομοβροντία με σλαβικές φράσεις, η μελαχρινή έκανε κανονική μεταβολή και τράβηξε φουριόζα προς την έξοδο, αφήνοντας την ξανθιά φίλη της μόνη.

    Ο μπάρμαν κούνησε με σημασία το κεφάλι του καθώς η μελαχρινή απομακρυνόταν, αλλά ο Γιάννης δεν μπόρεσε να πιάσει το νόημα, τουλάχιστον εκείνη την στιγμή.

    Το έπιασε πολλές μέρες αργότερα.

    Ο Γιάννης στράφηκε πάλι προς την ξανθιά και άρχισε να την περιεργάζεται. Παρέμενε ατάραχη, αλλά έδειχνε λίγο στεναχωρημένη.  Γύρισε και τον κοίταξε κι’ αυτή.   Κάποια στιγμή έκανε με τα δυο της χέρια μία κίνηση, σαν να διόρθωνε τα μαλλιά της, αυτή τη μηχανική - αμήχανη κίνηση που κάνουν οι πιο πολλές γυναίκες του κόσμου και μίλησε :

    «Ουφ σας βαρέθηκα πια. Σας βαρέθηκα».

    Μίλησε Ελληνικά, Ελληνικότατα, με έντονη όμως σλαβική προφορά.

    Ο Γιάννης δεν πίστευε στα αφτιά του. Ελληνικά!  Στράφηκε προς το μέρος της.

    «Σας συμβαίνει κάτι δυσάρεστο»; τη ρώτησε με θάρρος· το θάρρος που του είχε εμποτίσει ο Johnnie Walker, μέσα από το πρώτο του ποτήρι.

    Εκείνη δεν απάντησε αμέσως.  Τον έκοψε πρώτα καλά – καλά για μερικά δευτερόλεπτα.  Τον πέρασε από μια εξονυχιστική εξέταση από την κορυφή μέχρι τα νύχια, σα να ήθελε να διαπιστώσει αν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος που μπορούσε να εμπιστευτεί, ο κατάλληλος άνθρωπος για να ανοίξει την καρδιά της.

    Ο Γιάννης πέρασε στις εξετάσεις. Κρίθηκε  κατάλληλος.

    «Ντυσαρεστό; Όχι τίποτε ντυσαρεστό, αλλά ούτε και ευκάριστο ντεν είναι». 

    Τα Ελληνικά της δεν ήταν καθόλου τέλεια. Μάλλον προς το κακό έφερναν, διαπίστωσε ο Γιάννης, αλλά όσο άσχημα και να ήταν, ήταν αρκετά για να πιάσουν κουβέντα, και αυτό τον ικανοποιούσε απόλυτα.   Η ξανθιά συνέχισε.

    «Ήρτα Ελλάντα πριν ντέκα μέρες. Ήρτα κάνει σεμινάριο σε ένα Ελληνικό εταιρεία που κάνει τώρα μαγκαζί στο Σόφια. Εγκώ είμαι λογιστήριο. Ντέκα μέρες στο Ελλάντα, ντέκα μέρες, πρωί ντουλειά, μετά ντουλειά ψαροταβέρνα, μετά ψαροταβέρνα hotel ύπνο. Το άλλο μέρα πάλι ίντια. Ντουλειά – ψαροταβέρνα – ύπνο. Το άλλο μέρα όχι ίντια. Ντουλειά – χασαποταβέρνα – ύπνο.  Κάθε μέρα το ίντιο βιολί, το ίντιο άνθρωποι, το ίδιο…» (είπε μια Βουλγάρικη λέξη), που φυσικά ο Γιάννης δεν κατάλαβε, και ρωτώντας την:

    «Τι είπες»;  Άλλαξε και σκαμπό και κάθισε δίπλα της.

    Λέγοντας όσα έλεγε, φαινόταν αγανακτισμένη και με το δίκιο της άλλωστε.

    «Πω – πω», αναφώνησε ο Γιάννης συμμεριζόμενος την αγανάκτησή της.

    «Αυτό είναι πραγματικά ανυπόφορο. Πάλι καλά που άντεξες και δέκα μέρες. Πάλι καλά.  Εγώ δεν θα άντεχα ούτε δύο». 

    Είπε ψέματα, γιατί αυτός, χρόνια τώρα, άντεχε το ίδιο βιολί. Την ίδια δουλειά, το ίδιο καφενείο, τους ίδιους φίλους.

    «Και η… φίλη σου;  Αυτή η άλλη κοπέλα που ήρθε»;

    «Α η Όλγα;  Μαζί είμαστε στο ντουλειά. Κι αυτή από Βουλγαρία είναι.  Ήξερε που είμαι εντώ και ήρθε να πει ότι ντροπή που δεν πήγα  με αφεντικά στο ταβέρνα.  Ντροπή – ξεντροπή ντεν θέλει άλλο ταβέρνα. Θέλει … θέλει…»

    Κόμπιασε ψάχνοντας την κατάλληλη φράση.

    «Να αλλάξεις παραστάσεις», είπε ο Γιάννης, συμπληρώνοντας την φράση της.

    «Μπράβο. Αυτό. Να αλλάξει παρατάσεις»,  επανέλαβε, με ενθουσιασμό η Στάσια, μπερδεύοντας την παράσταση με την παράταση. Αμελητέο λάθος.

    Δεν χρειάστηκαν παραπάνω από δέκα λεπτά, για να γίνουν τα καλύτερα φιλαράκια ο Γιάννης και η Στάσια.

    Εκείνος της γέμισε το ποτήρι που είχε αδειάσει στο μεταξύ, κι΄ εκείνη του άδειασε την καρδιά της.

    Είχε γεννηθεί στη Βουλγαρία σε ένα χωριό ανάμεσα στη Σόφια και την Ελλάδα, στο Mitino. Ο πατέρας της ήταν Έλληνας και η μάνα της Βουλγάρα. Γι’ αυτό ήξερε Ελληνικά.  Πήγε στο σχολείο και στο χορό. Μετά σπούδασε λογιστικά στη Σόφια. Ήταν και στα Εθνικά μπαλέτα της Βουλγαρίας, αλλά αναπληρωματική. Ποτέ δεν πήρε μέρος σε κάποια μεγάλη παράσταση ή σε κάποιο τουρνουά στο εξωτερικό. Για να αναδειχθείς στα Εθνικά μπαλέτα δεν αρκούσε μόνο να ξέρεις να χορεύεις. Έπρεπε να ήσουν και μέλος του κόμματος, (τότε).  Τώρα με τον καπιταλισμό τα πράγματα δεν είναι ούτε πιο καλά ούτε πιο κακά. Πίστευε ότι θα γίνουν καλύτερα. Τώρα μάλιστα που δούλευε και σε πολυεθνική εταιρεία… Πόσο θα έμενε στην Ελλάδα; Δεν ήξερε. Μόνο τα αφεντικά ήξεραν. Αυτοί θα λέγανε «άντε τώρα γυρίστε πίσω στη δουλειά.»   Ίσως ακόμη δέκα μέρες, μπορεί και είκοσι. Πάντως της άρεσε που ήταν στην Ελλάδα. Η Θεσσαλονίκη την τρέλαινε. Ναι πρώτη φορά έβγαινε έξω από τη Βουλγαρία. Τώρα όμως που είχε μάθει το δρόμο θα ερχόταν συχνά.

    «Εσύ»;   Τώρα ήταν η σειρά του Γιάννη να εξομολογηθεί.

    Όταν της είπε ότι ήταν αρχιτέκτονας η Στάσια ενθουσιάστηκε.

    «Α Αρχιτεκτ», είπε με θαυμασμό η Στάσια. 

    Φυσικά ο Γιάννης δεν της είπε ότι ήταν υπάλληλος σε μια εταιρεία. Άφησε να εννοηθεί ότι ήταν συνεταίρος.

    «Συνεργάτης»  είχε πει αόριστα, αφού σε όλους τους άντρες αρέσει να υπερβάλουν λίγο όταν μιλούν για τη δουλειά τους και ειδικότερα όταν μιλούν σε γυναίκα.

    Ανυψώνονται. Αυτοκολακεύονται.

    Της μίλησε πολύ για τη δουλειά του. Έφτασε ακόμη να της πει και για την δύσκολη σημερινή του μέρα. 

    «Ήρθα κι’ εγώ εδώ για να αλλάξω παραστάσεις, μετά από τέτοιο στρες που πέρασα σήμερα και έπεσα πάνω στην πιο ωραία παράσταση. Σ’ εσένα Στάσια. Είσαι πολύ όμορφη». 

    Η Στάσια άφησε ένα μικρό κρυστάλλινο γελάκι, ένδειξη της αυταρέσκειάς της και αποδοχής της εύστοχης κρίσης του Γιάννη για την ομορφιά της και γέρνοντας προς το μέρος του, του έδωσε ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο.  Μετά δεν έκανε τον κόπο να απομακρυνθεί πολύ από κοντά του.

    «Καλά πάμε», σκέφτηκε ο Γιάννης.    

    Δεν ήταν ούτε δώδεκα το βράδυ όταν εγκατέλειψαν το μπαρ. Είχαν πιει μαζί τέσσερα ουίσκι (με πολύ πάγο) ο Γιάννης και τρεις βότκες μα πορτοκάλι η Στάσια.

    Ο Γιάννης δεν είχε πρόβλημα με το ποτό.  Δεν ήταν συστηματικός πότης. Μόνο περιστασιακά έπινε, αλλά το ποτό το άντεχε.  Δεν θυμόταν ποτέ τον εαυτό του μεθυσμένο,  ή έστω πολύ ζαλισμένο.  Πάντα είχε τον αυτοέλεγχο και τη διαύγειά του. Έτσι κι’ απόψε. Ο Johnnie Walker του είχε ανεβάσει τη διάθεση, τον έκανε πιο εύγλωττο (πάντα ήταν καλός συνομιλητής) αλλά προ πάντως του είχε ανεβάσει τη λίμπιντο.  Σαν ξερολούκουμο την έβλεπε τη Στάσια. 

    Της άνοιξε τη δεξιά πόρτα της αστραφτερής BΜW που τους περίμενε υπομονετικά, παρκαρισμένη έξω από το μπαρ, και όταν εκείνη βολεύτηκε στο κάθισμά της, έκλεισε απαλά την πόρτα της και κάνοντας το γύρο του αυτοκινήτου από εμπρός, κάθισε στη θέση του οδηγού. 

    Έτσι επαληθεύτηκε το δόγμα:

    Ο συνοδός ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου στη γυναίκα που συνοδεύει όταν:

    Α) Οδηγεί ένα καινούριο αυτοκίνητο  ή

    Β) Συνοδεύει μια καινούρια γκόμενα.

    Απόψε ο Γιάννης τα είχε το «Α» και φιλοδοξούσε για το «Β».  Γέλασε με την σκέψη του «δόγματος» , αλλά δεν είπε τίποτε στη Στάσια.

    «Που πάμε»; ρώτησε τη Στάσια κι εκείνη σήκωσε ναζιάρικα τους ώμους χωρίς να πει τίποτε, αλλά εννοώντας πολλά.

    «Ντεν ξέρω, Όπου να ‘ναι.  Εσύ αποφασίζει». 

    Μετά χαϊδεύτηκε στο δερμάτινο κάθισμα του αυτοκινήτου, άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της την ξύλινη τριανταφυλλένια επένδυση του ταμπλό και είπε.

    «Πολύ ωραίο αυτοκίνητο.  Είσαι πλούσιος Γιάννη»;

    Ο Γιάννης απάντησε διπλωματικά. Ούτε με «ναι»  αλλά ούτε και με «όχι» . Αρκέστηκε να πει ένα αόριστο:  «Εε»

    Τράβηξαν προς το Πανόραμα.  Της έδειξε τα φώτα της πόλης από ψηλά.

    «Τι όμορφο που είναι»!   Θαύμασε η Στάσια.   

    Στην επιστροφή δε φόρεσε την ζώνη της. Κάθισε όσο πιο κοντά μπορούσε στο Γιάννη. Εκείνος άπλωσε το δεξί του χέρι  και την αγκάλιασε από τον ώμο, οδηγώντας μόνο με το αριστερό. Δυσκολευόταν λίγο με τις αλλαγές ταχυτήτων, αλλά… «Να τι χρειάζονται τα αυτόματα σασμάν»  σκέφτηκε. 

    Εκείνη πότε – πότε, με ένα επιδέξιο σπάσιμο του λαιμού της, χάιδευε το μάγουλό της στο χέρι του.   Μαγεία

    «Όταν θελήσεις να πάμε στο ξενοδοχείο σου πεσ’ μου».  Πρότεινε ο Γιάννης.

    «Στο ξενοδοχείο. Όχι - όχι στο ξενοδοχείο».

     Πανικοβλήθηκε η Στάσια.

    «Είναι πολλοί άνθρωπο από εταιρεία εκεί. Ντεν θέλω μας δουν μαζί. Τι θα πουν»; 

    Δίκιο είχε.  Πώς θα την χαρακτήριζαν που άφηνε τα αφεντικά για να γυρνάει με τον γκόμενο.

    «Εντάξει».  Είπε ο Γιάννης και ξαναπρότεινε:

    «Πάμε να ακούσουμε μουσική»;

    «Μουσική; Πού να ακούσουμε μουσική τέτοιο ώρα»; 

    Ήταν περασμένες μία μετά τα μεσάνυχτα.

    «Στο σπίτι μου, έχω πολύ ωραίες σουίτες μπαλέτου. Θα σου αρέσουν». 

    Μια σιωπή ατέλειωτων δευτερολέπτων έπεσε ανάμεσά τους.  Στο μεταξύ ο Γιάννης είχε πλέξει τα δάχτυλά του, τον μέσο πάνω από τον δείκτη, για να του βγει η ευχή του. Και του βγήκε.

    «Πάμε», απάντησε η Στάσια με μια μικρή δόση ντροπής στη φωνή της.

    Δυσκολεύτηκε λίγο να βρει θέση να παρκάρει, αλλά τελικά τα κατάφερε. Ευτυχώς που το ασανσέρ δούλευε. Τώρα τελευταία τον είχε αναγκάσει αρκετές φορές να ανέβει στον πέμπτο με τα πόδια.  Απόψε ευτυχώς ήταν στις καλές του.

    Το διαμέρισμά του ήταν… καλό. Ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Ένα κλασικό δυάρι στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας, αλλά με καταπληκτική, ανεμπόδιστη θέα προς την θάλασσα, προς το λιμάνι. Η διακόσμησή του αρκετά εντυπωσιακή. Στο κάτω - κάτω τι αρχιτέκτονας  θα ήταν αν δεν φρόντιζε πρώτα το σπίτι του.  Άναψε ένα φωτιστικό που μισοφώτιζε τον χώρο. Ίσα – ίσα να φωτίζεται το περιβάλλον. Η Στάσια εντυπωσιάστηκε.

    «Πολύ όμορφο είναι», σχολίασε.

    Μετά μαγνητίστηκε από τα κίτρινα φώτα που αχνόφεγγαν  πίσω από την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας.  Πλησίασε την μπαλκονόπορτα και τράβηξε τη κουρτίνα.

    «Ωώ»!! Άφησε να της ξεφύγει ένα επιφώνημα θαυμασμού.

    Πέρα στο βάθος τα κίτρινα φώτα του λιμανιού, με τις μπούμες των γερανών φωτισμένες να φαντάζουν σαν προϊστορικά τέρατα. Στον κόλπο, στη ράδα, τρία πλοία κατάφωτα, αγκυροβολημένα.  Ο παραλιακός δρόμος με τους φανοστάτες, τα κοσμικά μαγαζιά του, τις πολυκατοικίες με αρκετά ακόμη φωτισμένα παράθυρα και στο δρόμο μια σχετικά μεγάλη, για την ώρα, κίνηση αυτοκινήτων.   Δεξιά – δεξιά, το οπτικό πεδίο της μπαλκονόπορτας το διακοσμούσε ο Λευκός Πύργος.   Ακόμη και του Γιάννη που απολάμβανε αυτή τη θέα κάθε μέρα, του ερχόταν μερικές φορές να ξεφωνίσει ένα «Ωώ»  αλλά απόψε δε συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό της Στάσια.  Την άφησε να θαυμάζει μόνη. Εκείνος ετοίμασε δυο ποτήρια. Ένα βότκα – πορτοκάλι και ένα Johnnie Walker με πολύ πάγο. Έπρεπε να τον τιμήσει ακόμη μια φορά αυτόν τον κύριο. Εξ άλλου απόψε του όφειλε πολλά.   Μετά πλησίασε την βιβλιοθήκη με το στερεοφωνικό. Μια γλυκιά μουσική, γεμάτη αισθησιασμό πλημμύρισε το δωμάτιο.  Ένα δεύτερο «  Ωω!!»  ξέφυγε από την Στάσια.

    «Ωω! Τσαϊκόφσκι. Η λίμνη των κύκνων», είπε ενθουσιασμένη, στα Βουλγάρικα και ο Γιάννης άκουσε, για πρώτη του φορά, πώς λέγεται «η  λίμνη των κύκνων»  στη γλώσσα της Στάσιας. 

    Τον πλησίασε και του έδωσε άλλο ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο, σαν επιβράβευση, για όσα έκανε για χατίρι της απόψε. Μετά χώθηκε σε μια βαθιά πολυθρόνα, στην «αυτοκρατορική πολυθρόνα»  του Γιάννη, απολαμβάνοντας με την γεύση της την βότκα, με την ακοή της τους ήχους του Τσαϊκόφσκι και με την αφή της τα μαλλιά του Γιάννη, που σαν χαδιαρόγατος, κάθισε δίπλα της στο πάτωμα.

    Ο Γιάννης έδωσε σιωπηλά συγχαρητήρια στον εαυτό του.

    «Πολύ καλά τα καταφέρνω. Να που μου βγήκε και το όνειρο.»   Μια νέα γνωριμία και μάλιστα σημαντική. Και τι πιο σημαντικό από την όμορφη Στάσια.  Ο Γιάννης άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ήταν «μεγάλος καρδιοκατακτητής». Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να «ρίξει»  μια τόσο όμορφη γυναίκα και μάλιστα με την πρώτη συνάντηση, σε μια βραδιά.

    Έπρεπε όμως να είναι προσεκτικός με τη στρατηγική του.

    Σηκώθηκε και πήγε κοντά στο στερεοφωνικό. Δεν άφησε τον Τσαϊκόφσκι να στροβιλίζεται για πολύ ακόμη στο πλατό του πικ-απ.

    Καλή η κλασσική μουσική. Ανεβάζει τα συναισθήματα, αλλά τη λίμπιντο τη σκοτώνει. Την κάνει θρύψαλα.  Το ήξερε αυτό ο Γιάννης από τις ατελείωτες συζητήσεις με τους φίλους του.

    Έτσι την είχε πατήσει ο Αργύρης. Του έφυγε η γκόμενα μέσα από τα χέρια, γιατί αυτός επέμενε να της βάζει να ακούει  και να της ξαναβάζει να ξανακούει  το «1911»  του Σοστακόβιτς.  Την πήγε μάλιστα και στο σινεμά να δει το «Θωρηκτό Ποτέμκιν». 

    Μετά κατάλαβε ότι κουλτούρα και γκομενοδουλειές είναι δυο τελείως ασυμβίβαστα πράγματα, αλλά ήταν αργά. Η γκόμενα του Αργύρη την είχε κοπανήσει με τον Αποστόλη που ήταν μπουζουκόβιος.

    Έβαλε προσεκτικά τον Τσαϊκόφσκι μέσα στην θήκη του και τον αντικατέστησε με έναν άλλο δίσκο, γεμάτο με παθιάρικα μπλουζ. 

    Ενώ τα CD ήταν πια στις δόξες τους, ο Γιάννης παρέμενε λάτρης του βινυλίου[2]. «Η ψηφιακή μουσική δεν είναι δυνατόν να δώσει την ποιότητα της αναλογικής μουσικής» έλεγε και ξανάλεγε. Εξ άλλου είχε και μια καταπληκτική δισκοθήκη με «τριαντατριάρηδες» [3] αλλά και με «σαρανταπεντάρηδες» [4] δίσκους.

     Η ερωτική μουσική πλημμύρισε το δωμάτιο. Ο Γιάννης πλησίασε την πολυθρόνα που καθόταν η Στάσια και στάθηκε όρθιος μπροστά της.  Για λίγη ώρα δεν έκανε τίποτε. Στεκόταν έτσι εκεί μπροστά της ακίνητος.  Μετά  έσκυψε και πήρε το ποτήρι από το χέρι της.  Το απόθεσε δίπλα στο τραπεζάκι και μετά… έπιασε τα δύο της χέρια και την τράβηξε απαλά, να σηκωθεί.  Εκείνη δεν  αντιστάθηκε.  Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά του, πριν ακόμη καλά – καλά προλάβει να της το προτείνει εκείνος: 

    «Χορεύουμε»;

    Χόρεψαν… Και μετά… βρέθηκαν να κυλιούνται στο πάτωμα, μετά στον καναπέ και τέλος στο κρεβάτι. Εκεί τους βρήκε το πρωί ξέπνοους από την ολονύχτια σπονδή στις θεότητες του έρωτα.   Το πικ-απ έπαιζε ακόμη: «Τουκ – τουκ – τουκ» , καθώς η βελόνα σερνόταν πάνω στις ατέρμονες αυλακιές, κοντά στο κέντρο του δίσκου,  αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Τα ρούχα τους, εκτός από τα πανωφόρια που ήταν κρεμασμένα προσεκτικά στην κρεμάστρα δίπλα στην εξώπορτα, ήταν σκόρπια εδώ κι’ εκεί: Στο πάτωμα, πάνω σε έπιπλα, πάνω σε φωτιστικά, όπου να’ ναι. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Το μόνο που μετρούσε ήταν ο ατέλειωτος, ακατάπαυστος έρωτάς τους… εκείνο το μαγικό βράδυ.

    «Να σε πάω στη δουλειά»;  Της πρότεινε το πρωί, όταν κατέβηκαν από την πολυκατοικία, στο δρόμο.

    «Είναι κοντά. Πάω με  πόντια». Απάντησε η Στάσια.

    «Μπορείς; Αντέχουν τα πόδια σου»;  Η Στάσια γέλασε και έκανε να απομακρυνθεί.

    «Ε! που πάς;  Το βράδυ»;   της φώναξε ο Γιάννης.

    «Στο μπαρ», του αποκρίθηκε εκείνη χωρίς να σταματήσει να περπατά. Απλά έκανε μεταβολή γύρισε προς το μέρος του και πολύ χαριτωμένα περπάτησε μερικά βήματα προς τα πίσω. Μετά έκανε πάλι μεταβολή και συνέχισε να περπατάει μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του Γιάννη.

    «Το βράδυ στο μπαρ». Επανέλαβε ο Γιάννης και σκέφτηκε «Τι όμορφη που είναι!»

    Μάλλον την είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα.

    Στο γραφείο πού μυαλό για δουλειά. Στην οθόνη του υπολογιστή υπήρχαν σχέδια – σχέδια – σχέδια.  Κατόψεις, πλάγιες όψεις, τομές, προοπτικά. Ότι μπορεί να έχει το κομπιούτερ ενός αρχιτέκτονα, αλλά ο Γιάννης έβλεπε μόνο την Στάσια. Τα μάτια της, αχόρταγα, να τον κοιτάζουν. Τα χέρια της να τον αγκαλιάζουν. Τα χείλη της, διψασμένα να τον φιλάνε. Το κορμί της καυτό να ενώνεται με το δικό του.  Πού όρεξη για δουλειά.

    Ο Γιάννης ήταν ερωτευμένος και με το δίκιο του.  Η Στάσια ήταν μαέστρος στον έρωτα. Τα χθεσινοβραδινά ερωτικά του βιώματα ο Γιάννης δεν τα είχε ζήσει ούτε στις πιο τρελές, στις πιο απίθανες φαντασιώσεις του.  Όσο για τα πραγματικά ερωτικά του βιώματα; Τις ελάχιστες ερωτικές εμπειρίες που είχε μέχρι τώρα, επιεικώς τις βαθμολογούσε από «καλά»  μέχρι  «μέτρια». Ενώ η Στάσια….

    «Αχ Στάσια ! Γλυκιά, όμορφη Στάσια», αναστέναξε ο Γιάννης.

    ***

    Κεφάλαιο 2

    Το τέλος του ονείρου

    Στο μπαρ στήθηκε από τις επτά.  Η Στάσια έσκασε μύτη κατά τις οκτώμισι.  Δεν χασομέρησαν καθόλου. Στην BMW και δρόμο για το σπίτι του Γιάννη. Πάρκαρε εύκολα.  Το ασανσέρ δούλευε πάλι.

    «Πεινάς»;

    «Πεινάω».

    Παρήγγειλαν πίτσα και μπύρες, αλλά κανείς δε σκέφτηκε ότι κάποιος έπρεπε να ανοίξει την πόρτα στον «delivery» .

    Τελικά την πίτσα την παρέλαβε ο Γιάννης, τυλιγμένος με ένα σεντόνι, σαν αρχαίος Έλληνας.  Ο delivery με δυσκολία κράτησε τα γέλια του.

    Εκείνο το βράδυ ο έρωτάς τους δεν ήταν τόσο ακράτητος.  Μετρημένες οι φορές που σμίξανε, πιο λογικές, πιο ήπιες, αλλά υπέροχες.  Καθόταν πολύ ώρα αγκαλιασμένοι και κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων. Κοιμήθηκαν και μερικές ώρες.

    Το πρωί η ίδια σκηνή: Ραντεβού στο μπαρ. Η Στάσια με τα πόδια για την  δουλειά κι’ ο Γιάννης με την BMW για το γραφείο.

    Το βράδυ στο μπαρ η απογοήτευση:

    «Ντεν γίνεται τίποτε». Του είπε επιβλητικά η Στάσια και δεν σήκωνε αντίρρηση.

    «Αντιαθέτησα.»

    «Πω – πω χαλασιά». Σκέφτηκε ο Γιάννης, αλλά δεν είπε τίποτε.

    «Ας ξαποστάσουμε και λίγο». συλλογίστηκε. 

    Τη βγάλανε σε ένα καλό εστιατόριο. Μετά στο σπίτι του Γιάννη άκουσαν μουσική. Αυτή τη φορά όμως, όντως άκουσαν μουσική. Τσαϊκόφσκι, Μπραμς, Μπερλιόζ. Η Στάσια είχε πολύ καλή μουσική παιδεία. Και μιας και δεν θα γινόταν τίποτε, η κλασική μουσική ήταν ότι έπρεπε για την περίπτωση της «αδιαθεσίας» .  Ο Γιάννης την έτρωγε με τα μάτια, έτσι όπως εκείνη καθόταν στην «αυτοκρατορική του πολυθρόνα».

    «Τι όμορφη που είναι!» συλλογιζόταν και ξανασυλλογιζόταν. Κανά-δυο φορές μάλιστα έκανε να της ορμίσει αλλά η Στάσια ήταν ανένδοτη: «Όχι ντεν κάνει».

    Το άλλο βράδυ πήγαν σινεμά. Η Στάσια δεν μπορούσε να διαβάσει τους υπότιτλους και όλο τον ρωτούσε:

    «Τι είπαν; τι είπαν»;  Εκείνος έσκυβε προς το μέρος της και της ψιθύριζε στο αφτί:

    «Θα σου πω μετά».  Γιατί δεν ήθελε να ενοχλεί τους  θεατές που καθόταν κοντά τους. Της έδινε και ένα φιλάκι στο αφτί.  Αλλά ούτε μετά της είπε, γιατί ούτε αυτός είχε καταλάβει πολλά πράγματα από την ταινία. Πιο πολύ ήταν αφοσιωμένος στη Στάσια, δίπλα του, παρά στην υπόθεση που διαδραματιζόταν στην οθόνη.

    Στο μεταξύ στο καφενείο, στο στέκι της παρέας είχε σημάνει συναγερμός.

    «Που είναι ρε ο Γιάννης»;

    «Μήπως έπαθε τίποτε»;

    «Τι να του συμβαίνει»; Αναρωτιόταν οι φίλοι του, μέχρι που δεν άντεξαν και πήραν τηλέφωνο στο γραφείο του.

    «Πού είσαι ρε; Πού χάθηκες»;

    «Έχω πολλή δουλειά και μένω μέχρι αργά το βράδυ στο γραφείο». Είπε ψέματα ο Γιάννης. Δεν ήθελε να αποκαλύψει την ευτυχία του σε κανέναν. Θα προκαλούσε τη ζήλια των φίλων του και η ζήλια περιέχει φθόνο. Ο φθόνος είναι καταστροφή. Κινεί αόρατες

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1