Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο
Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο
Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο
Ebook382 pages4 hours

Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο πόλεμος έχει σκεπάσει με τα μαύρα φτερά του την Έρεμορ, η Αυτοκρατορία απειλεί να υποτάξει τα πάντα στην αμείλικτη εξουσία των Αρχόντων του Σκότους. Το ταξίδι του Γουίλλιαμ και των συντρόφων του συνεχίζεται αλλά γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο καθώς οι δυνάμεις του Σκότους επεκτείνουν την επικράτειά τους και θα κάνουν τα πάντα για να τους εξοντώσουν.

LanguageΕλληνικά
PublisherMichail Fanos
Release dateSep 13, 2023
ISBN9798215626689
Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο
Author

Michail Fanos

Ονομάζομαι Μιχαήλ Φανός, εργάζομαι στο χώρο των οικονομικών αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι το γράψιμο και ειδικά το φανταστικό. Γράφω πολλά χρόνια τώρα και δεν σκοπεύω να σταματήσω τώρα σύντομα! Αλλά ήρθε η ώρα να μοιραστώ με όλους εσάς εκεί έξω τα μαγικά ταξίδια που το γράψιμο προσφέρει.

Read more from Michail Fanos

Related to Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο

Related ebooks

Reviews for Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Αέναος Φλόγα Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τέταρτο - Michail Fanos

    Ο Θάνατος Μιας Πριγκίπισσας

    Ο Γουίλλιαμ του Νέρακ κοίταξε στο βάθος του ορίζοντα όπου υψώνονταν τα λευκογκρίζα τείχη της πόλης της Βαλντέζια. Στεκόταν στον δρόμο που οδηγούσε στην μεγάλη πόλη, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του Οριέντο. Δεν βρισκόταν μόνος του εδώ, και το ταξίδι του δεν τελείωνε σε αυτό το σημείο. Ο νεαρός Ιππότης του Όρκου Των Μελντόρα, ή απλά Ιππότης των Μελντόρα όπως τους αποκαλούσαν συνήθως, ταξίδευε από την Οπέλια στην πατρίδα του την Αραγκόν μέσω της Μέρκια όπου είχε ένα σημαντικό έργο να επιτελέσει. Έπρεπε να βυθίσει την σπάθα του, του Δάκρυ του Ουρανού, στην Αέναο Φλόγα, μια πράξη που θα ολοκλήρωνε την δύναμη του μόνου όπλου που ήταν δυνατόν να σκοτώσει τον Αγκερόν, τον Άρχοντα του Σκότους και ηγέτη της Αυτοκρατορίας, σώζοντας την Έρεμορ από την κυριαρχία του απόλυτου κακού.

    Δεν θα έκανε το ταξίδι αυτό μόνος του. Τον συντρόφευε ο Λάιαμ, επίσης Ιππότης και ο στενότερος του φίλος, και η Ελβίρα, επίσης μέλος της Ιπποσύνης, μαζί με την Άναλιν, μια νεαρή κλέφτρα από την Σιένα που τους είχε βοηθήσει στο μεγάλο ταξίδι ως την Οπέλια και είχε γίνει μέλος της συντροφιάς τους. Εξαιτίας της σημαντικής του αποστολής είχε και μια στρατιωτική συνοδεία που είχαν προκρίνει οι βασιλείς πίσω στην Οπέλια. Αυτήν την δύναμη την αποτελούσαν είκοσι στρατιώτες του βαρέος πεζικού της Νεμούρια, δώδεκα πολεμιστές από το Οστάλγκεν, δώδεκα τοξότες από το βασίλειο του Λόθιαν, οκτώ ναυτικοί από την Οπέλια και πέντε Ιππότες του Όρους, το Μερκιανό αντίστοιχο των Ιπποτών των Μελντόρα. Σε αυτήν την συνοδεία είχαν προστεθεί, η δρυάδα Άμαρις και η Άρλα, μια δολοφόνος της Αδελφότητας της Σιδηράς Χειρός που είχε αποστολή να τον προστατέψει από απόπειρες ομότεχνών της. Τέλος, μαζί του ταξίδευε ο Κιμ Νταράκ, ένας απεσταλμένος του βασιλιά της Εντόρα. Είχαν σαλπάρει με ένα Αραγκόνιο πολεμικό, το Ρέηβεν, για την Μέρκια αλλά μια συνάντηση με Ιζάκικα πολεμικά είχε κοστίσει όχι μόνο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε ζημιές στο πλοίο, που τους ανάγκασαν να πιάσουν λιμάνι. Αυτό ήταν το μικρό λιμάνι του Ναρίου στο Οριέντο.

    Πριν προλάβουν να κάνουν τις απαραίτητες εργασίες στο Ρέηβεν κατέφτασαν οι δυνάμεις των Ιζάκων που είχαν εισβάλλει στην μαρκιωνία. Νίκησαν τους Ιζάκους αλλά ο τοπικός ηγεμόνας, ο μαρκούν Οσονάγκα, αποφάσισε να καταφύγει στην πόλη της Βαλντέζια και ο Γουίλλιαμ με τους συντρόφους του δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει μιας και εκεί ήταν το πιο κοντινό λιμάνι που θα μπορούσε να βρει πλοίο για να συνεχίσει το ταξίδι του.

    Αλλά φτάνοντας στην Βαλντέζια τους περίμενε μια άσχημη έκπληξη, οι Ιζάκοι είχαν προηγηθεί και πολιορκούσαν την πόλη. Ο Ιππότης κούνησε το κεφάλι του, τα πράγματα είχαν μόλις γίνει πιο δύσκολα. Συνέχισε για να συναντήσει τον μαρκούν.

    Ο Γουίλλιαμ έσκυψε και πέρασε το άνοιγμα της σκηνής που είχε στηθεί για τον Οσονάγκα βιαστικά στην άκρη του δρόμου. Μπορεί να είχε στηθεί βιαστικά αλλά όχι πρόχειρα παρατήρησε ο Ιππότης. Στο έδαφος είχε απλωθεί ο υφασμάτινος τάπητας που χρησίμευε ως δάπεδο και είχαν τοποθετηθεί τα παραδοσιακά χαμηλά καθίσματα για τον μαρκούν και τους τρεις ναγκιράτου καθώς και ένα χαμηλό τραπεζάκι πίσω από το οποίο βρίσκονταν δύο λάβαρα με το έμβλημά του. Ο ηγέτης των ανθρώπων του Ναρίου είχε καλέσει ένα πολεμικό συμβούλιο για να αποφασίσουν ποια θα ήταν η επόμενή τους κίνηση μιας και η ελπίδα με την οποία είχαν ταξιδέψει ως εδώ είχε πλέον χαθεί. Οι τρεις ναγκιράτου βρίσκονταν ήδη εδώ.

    Ο Γουίλλιαμ στάθηκε δίπλα στον ναγκιράτου Ατόσα που έκλινε το κεφάλι σε χαιρετισμό. Ο Ιππότης τον ανταπέδωσε, είχε εκτιμήσει το νεαρό πολεμιστή που είχε δείξει την αξία του στο Ναρίου αλλά και στο ταξίδι ως εδώ αφού πάντα ήταν στην προφυλακή. Η Τελινού μπήκε στη σκηνή και στάθηκε δίπλα στον Αραγκόνιο για να εκτελέσει όπως πάντα χρέη διερμηνέα. Ο Οσονάγκα μπήκε και πήρε τη θέση που προοριζόταν για εκείνον και αφού είχαν μαζευτεί όλοι, ξεκίνησε:

    -Όπως είναι προφανές δεν μπορούμε να καταφύγουμε στη Βαλντέζια. Δεν διαθέτουμε δυνάμεις αρκετές για να μπορέσουμε να σπάσουμε τον κλοιό και να φτάσουμε στην πόλη.

    -Δεν μπορούμε να μείνουμε και για πολύ εδώ, είπε ο Ατόσα, θα μας αντιληφθούν και θα είναι το τέλος.

    Ο Γουίλλιαμ ήξερε από τους χάρτες που είχε δει ότι δεν υπήρχε άλλη πόλη κοντά να καταφύγουν αλλά αναρωτήθηκε αν θα μπορούσαν να καταφύγουν κάπου αλλού, σε ένα κάστρο ή οχυρή θέση. Πίσω στην Αραγκόν η οχυρωματική γραμμή του οχυρού του Λέοντος θα μπορούσε να στεγάσει όλους τους πρόσφυγες του Ναρίου, αλλά υπήρχε κάτι τέτοιο εδώ; Ρώτησε μέσω της Τελινού.

    -Δεν υπάρχει κάποιο μέρος που να καταφύγουμε; Κάποιο φρούριο;

    Ο Οσονάγκα κούνησε το κεφάλι του αλλά ο Κιράγκα είχε μια απάντηση.

    -Υπάρχει το φρούριο του Λούθιος, είπε ο Οριεντιανός, στα σύνορα με το Λόθιαν. Είναι ένα αρχαίο φρούριο που χτίστηκε για να συμβολίζει την φιλία των δύο λαών γι’ αυτό είναι χτισμένο πάνω στα σύνορα, τόσο σε έδαφος δικό μας όσο και δικό τους.

    -Είναι υπερασπίσιμο; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.

    -Θα μπορούμε να κρατήσουμε άμυνα ακόμα για κάποιο διάστημα ειδικά αν έχουμε και προμήθειες, είπε ο Κιράγκα, αλλά κάποια στιγμή θα τελειώσουν οι προμήθειες, δεν πρόκειται να κρατήσουμε για πάντα. Θα χρειαστούμε ενισχύσεις που δεν υπάρχουν.

    Ο Ιππότης το σκέφθηκε.

    -Αν καταφεύγαμε στο Λόθιαν;

    -Δεν θα μπορούσε να το δεχθεί αυτό ο λαός μας, είπε ο Οσονάγκα, να ξεριζωθεί τελείως από τη γη των προγόνων μας. Θα ήταν πλήγμα για την τιμή και την περηφάνεια του. Δεν θα επιζούσαμε σαν λαός, σερ Γουίλλιαμ.

    -Τότε θα πρέπει να το διακινδυνεύσουμε, να οχυρωθούμε στο φρούριο του Λούθιος και να ελπίζουμε σε βοήθεια, αν είναι πάνω στα σύνορα όπως λέτε δεν θα μείνουν αμέτοχα τα Ξωτικά. Απ’ όσο ξέρω η μαρκιωνία έχει ζητήσει τη βοήθειά τους εναντίον των Ιζάκων.

    -Όχι όλοι οι μαρκούν, είπε ο Οσονάγκα. Και το συμβούλιο διαλύθηκε πριν προλάβει να λάβει μια απόφαση.

    -Οι δικές μας επιλογές φαίνονται μάλλον περιορισμένες, είπε ο νεαρός Ιππότης. Πρέπει να κατευθυνθούμε προς το φρούριο και να ζητήσουμε την βοήθεια των Ξωτικών.

    -Ποιον θα στείλουμε για την αποστολή αυτή;

    -Μαζί μας ταξιδεύει και ένας πολεμιστής των Ξωτικών, είπε ο Γουίλλιαμ, μπορούμε να τον στείλουμε όταν φτάσουμε στο φρούριο.

    -Ας γίνει έτσι, είπε ο Οσονάγκα, και καλύτερα να ξεκινήσουμε αμέσως, πριν μας εντοπίσουν οι Ιζάκοι.

    Ο Κιράγκα βγήκε έξω μαζί με τον Ατόσα και έδωσαν γρήγορα διαταγές για να μαζευτεί η σκηνή και να ξεκινήσουν την πορεία.

    -Προς τα πού θα πάμε; ρώτησε ο Γουίλλιαμ την Τελινού.

    -Νότια, απάντησε η αδερφή του Οσονάγκα, από τη γέφυρα της Φαριάζα. Είναι στον κάτω ρου του ποταμού Ίτο.

    -Πόσο μακριά είναι από’ δω αυτό το φρούριο; ρώτησε ο νεαρός Ιππότης.

    -Τρεις με τέσσερις μέρες δρόμο, είπε η Τελινού.

    Ο Γουίλλιαμ κινήθηκε προς το τέλος της φάλαγγας και η γυναίκα ακολούθησε ως το σημείο που βρισκόταν η άμαξα στην οποία επέβαινε μαζί με τα παιδιά της και δύο ακόμη γυναίκες. Επιβιβάστηκε και ο Γουίλλιαμ προχώρησε να βρει τους συντρόφους του.

    Μετά την ναυμαχία και τις διαδοχικές μάχες δεν ήταν πιο τόσο πολλοί. Από τους ναυτικούς δεν είχε επιζήσει κανένας, τόσο το πλήρωμα του Ρέηβεν όσο και οι Οπελιανοί είχαν σκοτωθεί. Από τους Νεμούριους και τους Μερκιανούς είχαν απομείνει από δύο ενώ από τα Ξωτικά είχε επιζήσει μόλις ένας τοξότης. Οι πολεμιστές από το Οστάλγκεν είχαν απομείνει δέκα. Όλοι όμως συνέχιζαν το ταξίδι τους χωρίς να φοβούνται τι θα έβρισκαν ακόμα στο δρόμο τους. Τώρα ήταν έτοιμοι και οι περισσότεροι πάνω στα άλογά τους.

    -Που πάμε; ρώτησε ο Χάλγκα, ο επικεφαλής των πολεμιστών από το Οστάλγκεν.

    -Νότια, είπε ο Γουίλλιαμ, θα καταφύγουμε στο φρούριο του Λούθιος και από εκεί θα στείλουμε να ζητήσουμε βοήθεια από τα Ξωτικά.

    -Θα πάω εγώ αν το επιθυμείς, σερ Γουίλλιαμ, είπε ο Φέλεθιλ που άκουσε τη συζήτηση.

    Ο νεαρός Ιππότης κατένευσε συμφωνώντας με το Ξωτικό και προχώρησε να ανέβει στο άλογό του. Όσοι από τους συντρόφους του δεν το είχαν ήδη κάνει τον μιμήθηκαν και ο Κιμ Νταράκ σκαρφάλωσε στην άμαξα δίπλα στην Άμαρις που κρατούσε τα ηνία των αλόγων.

    -Αυτός ο υγρός καιρός κάνει τα γέρικα κόκαλά μου να πονάνε. Γκρίνιαξε ο Κιμ φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη τους.

    Η φάλαγγα ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι της.

    Αν ο καιρός στο Οριέντο ήταν υγρός στην γη των Φενρίρ εξακολουθούσε να είναι παγωμένος. Την προηγούμενη νύχτα είχε χιονίσει και η θερμοκρασία είχε πέσει κι άλλο. Ο Άιαν, η Ίνγκα και ο Μάρκος συνέχιζαν την καταδίωξη των Φενρίρ με το πολύτιμο φορτίο. Ευτυχώς το χιόνι επέτρεπε την εύκολη ιχνηλασία ενώ δεν παρεμπόδιζε το ταξίδι τους ιδιαίτερα. Οι δρόμοι των Φενρίρ ήταν φτιαγμένοι για την γρήγορη και απρόσκοπτη κίνηση στρατευμάτων και έτσι δεν ήταν εύκολο να χαλάσουν.

    -Χρειάζονται αρκετές θεομηνίες για να κλείσουν τους δρόμους τους, είπε ο Νεμούριος. Στα ανατολικά είναι λίγο πιο εύκολο αλλά γενικά οι δρόμοι τους κρατάνε ακόμα και σε αυτές τις ερημιές που ταξιδεύεις και δεν συναντάς κανέναν για μέρες.

    -Όλα τα κατασκευάζουν για πολεμικούς σκοπούς… ξεκίνησε ο Άιαν αλλά σταμάτησε.

    Μπροστά τους, μετά την επόμενη στροφή του δρόμου, ακούγονταν συζητήσεις στη Νόβουμ, τη γλώσσα των Φενρίρ. Ο Ιππότης τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και σταμάτησε, ξεπέζεψε και οι σύντροφοί του τον μιμήθηκαν. Εδώ στην ερημιά δε φορούσε την πανοπλία των Φενρίρ όπως και ο Μάρκος και ήταν έτσι πιο εύκολο να κινηθούν. Ο Άιαν τράβηξε τα σπαθιά του και ο Μάρκος τον μιμήθηκε.

    Δεν χρειάσθηκε να προχωρήσουν για να βρουν τους Φενρίρ που μιλούσαν. Ήταν ακριβώς μετά τη στροφή, δύο πολεμιστές είχαν ξεπεζέψει και κοιτούσαν το πέταλο στο πίσω αριστερό πόδι του αλόγου του ενός τους. Καθώς ήταν βαθιά μέσα στη δική τους περιοχή δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο σε επιφυλακή.

    Ο Άιαν και ο Νεμούριος κατάσκοπος συνεννοήθηκαν με ένα βλέμμα και επιτέθηκαν, οι δύο Φενρίρ αιφνιδιάστηκαν και αντέδρασαν πολύ καθυστερημένα. Ο Άιαν χτύπησε και με τα δύο σπαθιά σωριάζοντας τον αντίπαλό του στο χιόνι αρκετά βαριά τραυματισμένο. Τον αποτελείωσε πριν προλάβει να σηκωθεί και στράφηκε να βοηθήσει τον Μάρκο. Ο Φενρίρ έπεσε γρήγορα αιμόφυρτος καθώς αντιμετώπιζε δύο έμπειρους μαχητές. Ο Άιαν στράφηκε στον κατάσκοπο:

    -Βελτιώσαμε τις αναλογίες. Χρειάζεται να κρύψουμε τα σώματά τους;

    -Τόσο μακριά από κάποια πόλη όχι, ας συνεχίσουμε να προλάβουμε τη συνοδεία.

    Η γέφυρα Φαριάζα ήταν μια μικρή απλή ξύλινη γέφυρα με μήκος μόλις μερικά μέτρα πάνω από τον Ίτο που εδώ ήταν αρκετά ορμητικός φουσκωμένος και από τις βροχές των τελευταίων ημερών. Σταμάτησαν κοντά στη γέφυρα και μια μικρή ομάδα στάλθηκε μπροστά για ανίχνευση. Φρουροί τοποθετήθηκαν ένα γύρω και οι άμαχοι κατέβηκαν από τις άμαξες για να ξεκουραστούν. Ο Γουίλλιαμ αφίππευσε και ανέβηκε στην άμαξα που ταξίδευε η Ελβίρα. Την βρήκε να κάθεται με την Άναλιν ντυμένη με ένα κιμονό όπως των ντόπιων γυναικών, λευκό με έναν κόκκινο δράκο να αγκαλιάζει το σώμα της. Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε ερωτηματικά.

    -Δώρο από την αρχόντισσα Τελινού, είπε η κοπέλα. Ως που να μπορώ να βάλω τη στολή μου.

    -Πως είσαι; ρώτησε ο Ιππότης και κάθισε κοντά της.

    -Καλύτερα, κάθε μέρα είμαι και καλύτερα. Αλλά θα ήθελα να βγω έξω.

    Ο Γουίλλιαμ σηκώθηκε όρθιος.

    -Δεν θα μετακινηθούμε για λίγο και ο καιρός είναι καλός, έλα να πάμε μια βόλτα.

    -Είναι αδύναμη ακόμα, είπε η Άναλιν ανήσυχα.

    -Θα τη στηρίζω εγώ, είπε ο Ιππότης.

    Βοήθησε την κοπέλα να σηκωθεί και μετά βγήκαν από την άμαξα, ο Γουίλλιαμ κατέβηκε και μετά βοήθησε την Ελβίρα να κατέβει. Η όχθη του ποταμού ήταν καλυμμένη με άφθονο χορτάρι και έτσι δεν πείραζε που εκείνη δεν φορούσε τις μπότες της. Ο Γουίλλιαμ πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την στήριξε για να περπατήσουν δίπλα στα αφρισμένα νερά του Ίτο.

    -Αχ είναι υπέροχα να είσαι και πάλι έξω. Να σε χτυπάει το αεράκι στο πρόσωπο, είπε η Ελβίρα.

    -Σύντομα θα είσαι τελείως καλά και θα ιππεύεις και θα είσαι και πάλι έξω, είπε ο Ιππότης. Προχώρησαν λίγο δίπλα στο ποτάμι. Η Ελβίρα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

    -Κουράστηκες; τη ρώτησε. Θες να γυρίσουμε;

    -Όχι, όχι είμαι εντάξει. Είναι ωραία.

    Στάθηκαν λίγο πιο πέρα και κοίταξαν τα αφρισμένα νερά του ποταμού. Φωνές ακούστηκαν και στράφηκαν να κοιτάξουν ανατολικά. Πλησίαζαν ιππείς και παρά την απόσταση μπορούσαν όλοι να ξεχωρίσουν τους θώρακες τους, πορφυρά κόκκινοι.

    -Ιζάκοι.

    Οι άμαχοι ήταν ταραγμένοι και περίμεναν να τους πουν τι να κάνουν. Οι πολεμιστές του Οσονάγκα παρατάσσονταν δίπλα στη γέφυρα αλλά περιμένοντας διαταγές. Οι άνδρες του Οστάλγκεν λίγο πιο πέρα από το σημείο που είχαν τα άλογά τους έκοβαν με γρήγορα χτυπήματα δύο ψηλά δένδρα. Παιδικά κλάματα άρχισαν να ακούγονται ενώ τα άλογα χλιμίντριζαν ανήσυχα καθώς το ποδοβολητό των επερχόμενων Ιζάκων ακουγόταν όλο και πιο δυνατό.

    Η Άναλιν έτρεξε κοντά τους και πέρασε το χέρι της υποστηρικτικά γύρω από τη μέση της Ελβίρας.

    -Θα την φροντίσω εγώ, είπε, εσένα σε χρειάζονται.

    Ο Γουίλλιαμ ένευσε και έτρεξε να βρει τον μαρκούν που είχε φορέσει την πανοπλία του και έδινε οδηγίες. Το πρόσωπό του φωτίστηκε μόλις είδε τον Ιππότη. Η Τελινού που ήταν δίπλα του έσπευσε να μεταφράσει τις βιαστικές φράσεις του.

    -Θα περάσουμε γρήγορα τη γέφυρα και θα αντισταθούμε σε αυτή, είμαστε αρκετοί για να κρατήσουμε ένα τέτοιο στενό πέρασμα.

    Ο νεαρός Ιππότης δεν ένιωθε καλά με την απόφαση αυτή αλλά δεν έβλεπε και άλλη λύση. Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τους Ιζάκους που ήταν ταχύτεροι μην έχοντας άμαξες και αμάχους μαζί τους. Έκανε να επιστρέψει στους συντρόφους του όταν κατέφτασε τρέχοντας ο Κιμ Νταράκ. Ο Ντρόνταριν ξεφύσησε, είχε λαχανιάσει και του πήρε λίγο να ξαναβρεί την ανάσα του.

    -Να πολεμήσουμε όσο θα χρειαστούν οι άμαχοι να περάσουν και μετά να υποχωρήσουμε και να τη ρίξουμε τη γέφυρα για να μην μας ακολουθήσουν, είπε.

    -Πως θα γίνει αυτό; ρώτησε ο Οσονάγκα. Δεν έχουμε τα μέσα.

    -Μπορώ να την κάνω να καταρρεύσει, ξέρω ποιους στύλους να χτυπήσω και ήδη μου ετοιμάζουν ένα πρόχειρο πλωτό μέσο. Εσείς βιαστείτε να περάσετε τους αμάχους και να είστε έτοιμοι για υποχώρηση.

    Ο Οσονάγκα κούνησε το κεφάλι του και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Κιμ λέγοντας κάτι που αμέσως μετάφρασε η Τελινού:

    -Είσαι πολύτιμος σύμμαχος Κιμ – σάμα.

    Ο Ντρόνταριν χαμογέλασε ικανοποιημένος και έφυγε γρήγορα προς τον Χάλγκα και τους άνδρες του που είχαν ρίξει τα δύο δένδρα και αποψίλωναν τους δύο κορμούς από κλαδιά και φυλλώματα.

    Οι πολεμιστές με τους ναγκιράτου έβαλαν σε τάξη τους αμάχους που άρχισαν να περνάνε τη γέφυρα. Στην αντίπερα όχθη του Ίτο μια μικρή δύναμη από άνδρες φρόντιζε να τους οδηγεί στο δρόμο πέρα για να διευκολύνεται η διάβαση των επόμενων. Ο Γουίλλιαμ έψαξε για την Άναλιν, είδε πως είχε φτάσει στην άμαξά τους με την Ελβίρα και τη βοηθούσε να ανέβει. Έτρεξε κοντά τους. Η Ελβίρα στάθηκε και κοιτάζοντας τους Ιζάκους είπε:

    -Είμαι αρκετά καλά για να πολεμήσω με το τόξο μου.

    -Όχι, αντέτεινε ο Γουίλλιαμ, όχι ακόμα. Θα περάσετε τη γέφυρα με τους υπόλοιπους.

    -Να προσέχεις, είπε η Ελβίρα αγκαλιάζοντάς τον.

    -Και’ σεις.

    Η Ελβίρα και η Άναλιν ανέβηκαν στην άμαξα. Ο Γουίλλιαμ στράφηκε στη Νουν.

    -Μπορείς να οδηγήσεις την άμαξα;

    -Ναι, είπε η Πλοηγός.

    -Τότε θα το κάνεις εσύ για να περάσετε απέναντι.

    Η κοπέλα ένευσε και ανέβηκε στην άμαξα παίρνοντας τα ηνία των αλόγων. Η Άναλιν βοήθησε την Ελβίρα να ξαπλώσει και επέστρεψε στην πόρτα. Κοίταξε τον Γουίλλιαμ έντονα.

    -Θα είμαι εντάξει, της είπε εκείνος, να προσέχεις την Ελβίρα.

    Μια χούφτα πολεμιστές έμεινε στη γέφυρα να ρυθμίζει τη διάβαση από τους αμάχους και οι υπόλοιποι άρχισαν να παρατάσσονται για μάχη με τους τρεις ναγκιράτου να παίρνουν θέση στις γραμμές τους. Ο Γουίλλιαμ πήρε θέση μαζί με τους πολεμιστές από το Οστάλγκεν. Μόνο ο Χάλταφ έλειπε γιατί είχε πάει με τον Κιμ, θα οδηγούσε τη σχεδία ώστε ο Ντρόνταριν να μπορεί να κάνει τη δουλειά του. Η Άμαρις πήρε θέση κοντά του όπως και οι Νεμούριοι και οι Μερκιανοί. Η Άρλα άμαθη σε μάχη σώμα με σώμα ανέλαβε να περάσει τα άλογά τους απέναντι μιας και θα μάχονταν πεζοί και μετά δεν θα είχαν χρόνο να ασχοληθούν με αυτό υποχωρώντας.

    Οι Ιζάκοι κατέφτασαν και εφόρμησαν κατευθείαν πάνω στους αντιπάλους τους. Οι ντόπιοι πολεμιστές πρόταξαν λόγχες όπως και οι δύο Νεμούριοι, οι άνδρες από το Οστάλγκεν και οι Μερκιανοί ξεθηκάρωσαν τις μεγάλες σπάθες τους και ετοιμάστηκαν να χτυπήσουν με στόχο να ρίξουν άλογο και καβαλάρη. Ο Γουίλλιαμ ξεθηκάρωσε το Δάκρυ που έλαμψε σαν καμωμένο από χρυσό. Κράτησε τη σπάθα γερά και έριξε μια ματιά στον Λάιαμ δίπλα του που είχε επίσης ξεθηκαρώσει τη σπάθα του αλλά το είχε ακουμπήσει με την αιχμή στη γη και είχε τα χέρια του πάνω στη λαβή. Είχε κλείσει τα μάτια σε φανερή αυτοσυγκέντρωση.

    Ένα ελαφρύ αεράκι σηκώθηκε και άρχισε να φυσάει γύρω τους και τίναξε περιδινούμενες στήλες χώμα και σκόνη από το έδαφος δημιουργώντας ένα εμπόδιο για τους Ιζάκους. Ο νεαρός Φύλακας άνοιξε τα μάτια του και ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του καθώς ύψωνε το όπλο του. Με πάταγο ανάλογο φουρτουνιασμένης θάλασσας που σκάει σε βράχο οι δυο πλευρές συγκρούστηκαν.

    Ο Γουίλλιαμ χτύπησε με δύναμη με το Δάκρυ κατακρημνίζοντας έναν Ιζάκο από το άλογό του αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί τη νίκη του γιατί αμέσως έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν δεύτερο αντίπαλο. Είδε τις πίσω γραμμές των Ιζάκων να ξεπεζεύουν και να ετοιμάζουν τόξα. Πήγε να προετοιμάσει τους συμπολεμιστές του αλλά με αποτροπιασμό είδε ότι οι εχθροί τους σημάδευαν τους αμάχους που περνούσαν την γέφυρα.

    Μια βροχή από βέλη έπεσε στη γέφυρα σκοτώνοντας μερικούς αμάχους και δυο από τους στρατιώτες που τους έβαζαν σε τάξη και τους παρότρυναν να περάσουν γρήγορα τη γέφυρα. Η δεύτερη βολή των Ιζάκων έριξε μερικούς ακόμα νεκρούς αλλά έδωσε στους υπόλοιπους ένα ακόμα κίνητρο να βιαστούν. Πέρα από τη γέφυρα δεν ήταν μέσα στην εμβέλεια των τόξων τους.

    Η μάχη ήταν μια λυσσαλέα ανταλλαγή χτυπημάτων και πάνω από τα κεφάλια τους περνούσαν σφυρίζοντας τα βέλη που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι αντίπαλοι τοξότες. Οι ντόπιοι τοξότες έριχναν στους Ιζάκους ομολόγους τους που είχαν αφήσει τους αμάχους για να αντιμετωπίσουν αυτήν την απειλή.

    Ο Γουίλλιαμ μαχόταν με τους πολεμιστές του Οστάλγκεν να μάχονται γύρω του και να καλύπτουν τα νώτα του. Οι μεγαλόσωμοι αυτοί άνδρες σε κάθε χτύπημα λιγόστευαν τους εχθρούς κατά έναν. Ο Λάιαμ πολεμούσε με την συνήθη τακτική του, με το σπαθί συνεπικουρούμενος από τις πνευματικές του δυνάμεις που αποπροσανατόλιζαν και σάστιζαν πολλές φορές τους αντιπάλους του.

    Οι αμυνόμενοι πολεμούσαν σκληρά και με αποφασιστικότητα, δεν προστάτευαν μόνο τις ζωές τους αλλά και τις οικογένειές τους που βρίσκονταν πίσω τους. Είχαν χάσει κάμποσους από τους άνδρες τους αλλά είχαν προκαλέσει και πολλές απώλειες στους αντιπάλους τους.

    Ο καταυλισμός των Φενρίρ ήταν ορατός από αρκετή απόσταση, τόσο βαθιά μέσα στα εδάφη τους δεν φοβούνταν επίθεση και είχαν ανάψει φωτιά που πρόδιδε τη θέση τους. Καθώς ο Άιαν και οι σύντροφοί του πλησίασαν καλυμμένοι από το δάσος και με το χιόνι στο έδαφος να πνίγει των ήχο των βημάτων τους μπορούσαν να δουν ότι οι Φενρίρ και οι Λανάρ είχαν ήδη ξαπλώσει, οι δεύτεροι κοντά στη φωτιά και τυλιγμένοι με γούνες μοκόθ ενώ οι Απολινάρι κοιμούνταν μακριά από τη φωτιά και χωρίς πολλά σκεπάσματα, είτε δεν τους πείραζε το κρύο είτε κάποιο ξόρκι τους τους κρατούσε ζεστούς. Δυο Φενρίρ στέκονταν σκοποί σε δυο σημεία στην περίμετρο του μικρού καταυλισμού.

    Ο Άιαν και η Ίνγκα συνεννοήθηκαν με το βλέμμα και προχώρησαν μπροστά. Ο νεαρός Ιππότης ξεθηκάρωσε το σπαθί της Τερ και πλησίασε σε σχεδόν λιγότερο από ένα μέτρο από το σκοπό πριν τιναχθεί όρθιος και ορμήσει μπροστά. Ο Φενρίρ αιφνιδιάστηκε αλλά αμύνθηκε εγκαίρως για να σώσει τη ζωή του, δεν πρόλαβε ωστόσο να σημάνει συναγερμό. Καθώς απέκρουε την επίθεση του Άιαν δίπλα του βρέθηκε ο Μάρκος που αβίαστα τον διαπέρασε στο λαιμό με το δικό του σπαθί. Ένα βέλος της Ίνγκα είχε ήδη σιωπήσει για πάντα τον άλλο σκοπό.

    Ο Άιαν ξεθηκάρωσε και το άλλο σπαθί του και προχώρησε στον καταυλισμό με την Ίνγκα και τον Μάρκο να ακολουθούν. Ο Ιππότης είχε διαλέξει να εξουδετερώσει τους Απολινάρι πρώτους σαν πιο επικίνδυνους αντιπάλους. Με υπεράριθμους πολεμιστές αντιπάλους θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα, αλλά οι μάγοι ήταν κάτι πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμο όπως είχε μάθει στο κάστρο του Βίναλοντ όπου είχε δυσκολευθεί να σκοτώσει έναν τέτοιο σκοτεινό μάγο παρά τον αιφνιδιασμό και τη βοήθεια του Ρικ. Και εδώ υπήρχαν τέσσερις. Εξάλλου πιθανότατα εκείνοι θα είχαν και το αντικείμενο που αναζητούσε.

    Μόλις περάσανε την περίμετρο και βρεθήκανε μέσα στον καταυλισμό μια δυνατή απόκοσμη οιμωγή ακούστηκε. Επαναλήφθηκε αμέσως σχεδόν. Οι κοιμισμένοι αρχίσανε να ξυπνούν.

    -Να πάρει! φώναξε ο Άιαν. Είχαν θέσει κάποιο ξόρκι προστασίας και το ενεργοποιήσαμε. Γρήγορα, πριν ξυπνήσουν.

    Επιτέθηκε χτυπώντας και με τα δυο σπαθιά τους Απολινάρι ενώ ο Μάρκος ακολουθούσε το παράδειγμά του. Η Ίνγκα στάθηκε κοντά τους περνώντας ένα βέλος στο τόξο της. Το χρησιμοποίησε πάνω σε έναν Φενρίρ που είχε ξυπνήσει και σηκωνόταν ήδη όρθιος. Εκείνος έπεσε νεκρός αλλά όχι πριν ουρλιάξει αποτελειώνοντας το έργο της οιμωγής από το ξόρκι. Είχαν ξυπνήσει όλοι οι αντίπαλοί τους τώρα.

    Ο Άιαν και ο Μάρκος είχαν προλάβει ωστόσο να θέσουν τέρμα στη ζωή των σκοτεινών μάγων αν και δεν προλάβαιναν να ψάξουν για το κομμάτι του Θυρεού του Λέοντος που μετέφεραν. Έπρεπε να πολεμήσουν. Ο Άιαν προχώρησε μπροστά και σκότωσε δύο Λανάρ ενώ ο Μάρκος δύο Φενρίρ, ένας ακόμα έπεσε από βέλος της Ίνγκα.

    Μια σκληρή μάχη ξέσπασε καθώς οι Φενρίρ ορμούσαν μπροστά κραδαίνοντας τα πριονωτά σπαθιά τους. Ο Άιαν χτυπούσε δυνατά και γρήγορα χωρίς να μετακινείται από τη θέση του. Ήθελε να καλύπτει την Ίνγκα και να μην απομακρυνθεί από τους νεκρούς μάγους για να μη ρισκάρει την απώλεια του αντικειμένου που είχαν έρθει να πάρουν.

    Μαχόταν με δύο Φενρίρ κάθε φορά μοιράζοντας χτυπήματα και με τα δυο σπαθιά του. Το γεγονός ότι ήταν αμφιδέξιος εμπόδιζε τους αντιπάλους του και τους ανάγκαζε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί μιας και με την ξαφνική επίθεση δεν είχαν χρόνο να φορέσουν πανοπλίες και δεν είχαν περιθώρια να δεχθούν κάποιο χτύπημα. Δίπλα στον Αραγκόνιο Ιππότη ο Νεμούριος κατάσκοπος μαχόταν επίσης δυναμικά αν και όχι το ίδιο αποτελεσματικά με εκείνον. Ο Μάρκος βασιζόταν στην ευκινησία του και την ταχύτητα για να αντιμετωπίζει τους Φενρίρ ενώ καλυμμένη από εκείνους η Ίνγκα μπορούσε να τοξεύει τους αντιπάλους τους. Κατάφερε να χτυπήσει και τον ένα Λανάρ με ένα βέλος στο λαιμό σκοτώνοντάς τον.

    Οι Φενρίρ έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο νεκροί και ο Άιαν άρχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζαν την μάχη και θα έβγαιναν και από την δύσκολη αυτή κατάσταση νικητές, όταν άκουσε την Ίνγκα να ουρλιάζει. Στράφηκε και είδε την πριγκίπισσα των Ξωτικών στα χέρια του τελευταίου Λανάρ που είχε καταφέρει να βρεθεί στα νώτα τους και να της επιτεθεί από πίσω. Τα δυνατά χέρια του την είχαν αγκαλιάσει και την είχαν ακινητοποιήσει. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο πάνω από το λαιμό της. Η κουκούλα δεν τον άφηνε να δει το κεφάλι του αλλά δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει τι γινόταν. Η Ίνγκα ούρλιαξε, το τόξο έπεσε από τα χέρια της και σπασμοί άρχισαν να διατρέχουν το σώμα της ενώ αίμα έτρεξε από τα χείλη της.

    Με μια κραυγή αγωνίας ο Άιαν έτρεξε προς το μέρος της. Ο Λανάρ σήκωσε το κεφάλι του από το λαιμό της για να εντοπίσει την προέλευση της κραυγής και της ενδεχόμενης απειλής. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ο Άιαν τον χτύπησε με το σπαθί της Τερ στο κεφάλι τσακίζοντάς το. Ο Λανάρ σωριάστηκε στο χιονισμένο έδαφος αλλά το ίδιο έκανε και η Ίνγκα. Ο Άιαν έσκυψε από πάνω της, η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε κουρασμένα.

    -Τελείωσα Άιαν, είπε βραχνά.

    Εκείνος την κράτησε στην αγκαλιά του αλλά δεν είχε καμία ψευδαίσθηση, ήταν ήδη παγωμένη, πέθαινε. Το φως έσβηνε από τα μάτια της. Χάιδεψε τα μαλλιά της και έσκυψε να τη φιλήσει.

    -Σε αγαπώ, ψιθύρισε εκείνη και τα μάτια της έκλεισαν για πάντα.

    Για μια στιγμή ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Σαν να είχαν παγώσει όλα γύρω του. Σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου και τα πάντα στην Έρεμορ είχαν ακινητοποιηθεί στην τελευταία αυτή στιγμή. Ύστερα απίθωσε στο χιόνι την νεκρή αγαπημένη του και με μια κραυγή γεμάτη μανία όρμησε στους Φενρίρ. Τώρα ήταν ακόμα πιο θανάσιμος από πριν και χτυπούσε με δύναμη που πολλαπλασίαζε η οργή και η θλίψη. Δεν έμεινε κανένας Φενρίρ ζωντανός. Τότε μόνο ο Άιαν σταμάτησε και στάθηκε στη μέση του αιματοβαμμένου πεδίου της μάχης.

    Οι άμαχοι είχαν περάσει σχεδόν όλοι απέναντι, οι τελευταίοι ήταν στα μισά της γέφυρας

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1