Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Εξόριστη Θεά
Εξόριστη Θεά
Εξόριστη Θεά
Ebook599 pages7 hours

Εξόριστη Θεά

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Όταν ο πρίγκιπας Αρές προκαλεί τον αδερφό του για τον θρόνο της Ιμούρ, εκείνος προκειμένου να του τον παραχωρήσει, του αναθέτει ως αποστολή να βρει και να φέρει πίσω την ημίθεη ιέρεια που ζούσε στην πόλη τους πριν από πεντακόσια χρόνια. Κυνηγημένος από τους εχθρούς του, ξεκινάει την αναζήτηση της μυστηριώδους αυτής γυναίκας ακολουθώντας το ταξίδι μιας Εξόριστης Θεάς στον επάνω και στον κάτω κόσμο.

LanguageΕλληνικά
Release dateMar 22, 2024
ISBN9798224735211
Εξόριστη Θεά
Author

MARINA KLONARI

Marina Klonari was born in Thessaloniki, Greece. She graduated from Experimental School of Aristotle University of Thessaloniki and continued her studies in Statistics and Insurance Science at the University of Piraeus, Attica, Greece. After completing her studies, she returned to Thessaloniki where she now lives. Her love for reading has led her to her own writing attempts in the field of fantasy literature. She draws inspiration mostly from mythology. Already author of two published books by Greek publishing houses, she is in a constant search for new ways to contact the reading public and share her stories, after all, stories are made to travel, not to be left as a pile of paper locked in some drawer.

Related to Εξόριστη Θεά

Related ebooks

Reviews for Εξόριστη Θεά

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Εξόριστη Θεά - MARINA KLONARI

    Η επιθυμία ενός ετοιμοθάνατου βασιλιά

    Ηπόρτα του δωματίου του Αρές άνοιξε σχεδόν αθόρυβα και έκλεισε ξανά. Ο πρίγκιπας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του άκουσε τα ελαφριά βήματα κάποιου που ερχόταν προς το μέρος του. Προσεκτικά, χωρίς να ξυπνήσει τις γυναίκες που κοιμόνταν δίπλα του και χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον άγνωστο που είχε εισβάλει στην κάμαρά του έπιασε το μαχαίρι που είχε κρυμμένο στα στρωσίδια του. Άκουσε τον άγνωστο να γονατίζει δίπλα στο κρεβάτι του, τον ένιωσε να σκύβει προς το μέρος του πάνω από την πλάτη του. Εκείνη τη στιγμή γύρισε απότομα κι έφερε το μαχαίρι στο λαιμό του.

    Η μικρή υπηρέτρια που στεκόταν στα γόνατα δίπλα του ξαφνιάστηκε και κοκάλωσε τρομαγμένη. «Σας παρακαλώ άρχοντά μου, μη μου κάνετε κακό» τον παρακάλεσε ψιθυρίζοντας. «Είμαι εδώ μόνο για να σας υπηρετήσω».

    Ο Αρές κράτησε το μαχαίρι στο λαιμό της μέχρι που αναγνώρισε το πρόσωπό της. Ήταν η μία από τις δύο υπηρέτριες που είχε δει στο δωμάτιο του πατέρα του πριν από λίγες μέρες. Τώρα τον κοίταζε τρομαγμένη.

    «Αλήθεια;» Απομάκρυνε το μαχαίρι προσεκτικά. «Και ποιο καλό πνεύμα σε φέρνει στο κρεβάτι μου, τότε;»

    «Ο πατέρας σας με έστειλε». Πήρε ανάσα και ξεκίνησε να μιλάει πάλι εκείνη.

    Ο Αρές χαμογέλασε. «Έτσι, ε;» Την κοίταξε καλύτερα και ξαναρώτησε «Είσαι ακόμη παρθένα;» Άπλωσε το χέρι του και την έπιασε από το λαιμό, τραβώντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του έτοιμος να τη φιλήσει.

    «Όχι, άρχοντά μου» είπε η κοπέλα έκπληκτη και συνέχισε μπερδεύοντας τα λόγια της. «Εννοώ, ναι! Εννοώ...» Κούνησε το κεφάλι της για να το πει σωστά. «Ο πατέρας σας μου ζήτησε να σας φωνάξω, θέλει να σας μιλήσει».

    Ο Αρές την άφησε με μιας και τινάχτηκε γρήγορα από το κρεβάτι. Ντύθηκε βιαστικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια της νεαρής κοπέλας και μετά οι δυο τους γλίστρησαν αθόρυβα έξω από το δωμάτιο. Προχώρησαν τους μισοσκότεινους διαδρόμους του παλατιού και ο Αρές θαύμασε την ικανότητα της υπηρέτριας και την προνοητικότητά της να επιλέξει τις πιο ήσυχες και έρημες μεριές για να τον οδηγήσει όσο πιο διακριτικά γινόταν στο δωμάτιο του βασιλιά πατέρα του.

    Όταν έφτασαν εκεί, πρώτη άνοιξε εκείνη την πόρτα και αφού έριξε μια ματιά μέσα, παραμέρισε βιαστικά για να περάσει ο πρίγκιπας. Έπειτα έκλεισε σιγά την πόρτα πίσω του αφήνοντάς τους μόνους στο δωμάτιο. Ήταν ήσυχα και σκοτεινά, μόνο το φως του φεγγαριού και των αστεριών έμπαινε από το παράθυρο.

    Ο Αρές πλησίασε αργά, επιφυλακτικά στο κρεβάτι του πατέρα του. «Πατέρα; Με κάλεσες» είπε χαμηλόφωνα.

    Ο βασιλιάς Σαλφάρες κινήθηκε μέσα στα στρωσίδια του και στράφηκε προς τη μεριά του απλώνοντας αδύναμα το χέρι του. «Έλα γιε μου, γονάτισε δίπλα μου και δώσε μου το χέρι σου, ας μιλήσουμε οι δυο μας».

    Ο Αρές υπάκουσε και γονάτισε δίπλα του σφίγγοντας με τα δυο του χέρια το δικό του. «Τι συμβαίνει πατέρα; Γιατί με κάλεσες μέσα στη νύχτα με τέτοια μυστικότητα;»

    Ο βασιλιάς στράφηκε ακόμη περισσότερο. Άπλωσε και το άλλο του χέρι και χάιδεψε τα πυκνά, κυματιστά μαλλιά του γιου του. «Γλυκέ μου Αρές!» του είπε χαμογελαστός αλλά μετά παρέμεινε σιωπηλός.

    Ο πρίγκιπας περίμενε για ένα λεπτό αλλά μετά ενθάρυνε τον γέρο βασιλιά να μιλήσει. «Πατέρα;»

    «Πώς είναι έξω, γιε μου; Πώς είναι η πόλη;» τον ρώτησε εκείνος ξέπνοα.

    «Η πόλη είναι μια χαρά πατέρα, ασφαλής και ισχυρή!»

    «Και οι άνθρωποι; Είναι ευτυχισμένοι;» επέμεινε ο βασιλιάς.

    «Μα φυσικά!»

    «Ωραία! Έτσι θα έπρεπε να είναι! Να μείνει έτσι... Η πόλη θα σε χρειαστεί, γιε μου, τώρα που θα φύγω εγώ!»

    «Πατέρα;» Ο Αρές σήκωσε ξανά τα μάτια του στα μάτια του βασιλιά.

    «Η πόλη μας θα σε χρειαστεί τώρα που φεύγω εγώ!» επανέλαβε αργά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις, σοβαρός ο βασιλιάς.

    «Πάντα υπηρετούσα την πόλη μας!» επιβεβαίωσε ο νεαρός πρίγκιπας.

    «Και θα το κάνεις ξανά! Πρέπει να τα καταφέρεις Αρές, είναι ο μόνος τρόπος! Η πόλη δεν έχει άλλη επιλογή! Πρέπει να φανείς αντάξιος! Όταν έρθει η ώρα να προκαλέσεις τον αδερφό σου για το θρόνο... Θα πρέπει να είσαι ικανός να ανταπεξέλθεις σε οτιδήποτε σου ζητηθεί να κάνεις, οτιδήποτε σου ανατεθεί από εκείνον!» Η φωνή του έσβησε καθώς για άλλη μια φορά δυσκολευόταν να πάρει ανάσα.

    «Να προκαλέσω τον αδερφό μου για το θρόνο; Εντάξει, θα τα καταφέρω!» Ο Αρές ένευσε τώρα που καταλάβαινε τελικά τι ήταν αυτό που του ζητούσε ο βασιλιάς.

    Ήταν μόλις πριν από οχτώ ημέρες όταν οι μεγάλες πύλες της Ιμούρ άνοιξαν για να υποδεχτούν το νεαρό πρίγκιπα Αρές. Ίππευε επικεφαλής του στρατού του ντυμένος με την επίσημη στολή που έφερε όλα τα εμβλήματα της πόλης. Πίσω του βρίσκονταν οι δύο στρατηγοί του και παιδικοί του φίλοι, ο Καλίμου και ο Παρουσό, και ακολουθούσαν όλοι οι συμπολεμιστές τους, οι άντρες της Ιμούρ, εξαντλημένοι και καταπονημένοι από τις κακουχίες του περασμένου χρόνου που πότισε με αίμα την άμμο και τη θάλασσα στις ακτές αυτές.

    Ο Αρές είχε κατορθώσει να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στο στρατό των Δαράδιων Νησιών. Μετά την πρώτη ναυμαχία, διέταξε το στόλο να υποχωρήσει και να κρυφτεί σε ένα μακρινό μυστικό κόλπο, αφήνοντας τον εχθρό να πιστέψει ότι η Ιμούρ ήταν επιτέλους ευάλωτη σε μία πολιορκία. Όταν οι Δαράδιοι ξεκίνησαν να συγκεντρώνουν μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη, περίμενε, γνωρίζοντας ότι η Ιμούρ μπορεί να αντέξει. Περίμενε μέχρι ο μεγαλύτερος αριθμός των καλύτερων πολεμιστών τους να έχει κατασκηνώσει πλέον στις ακτές του και τα καλύτερα καράβια των Δαράδιων να έχουν ήδη σταλεί κι αυτά. Τότε έκανε την κίνησή του. Πρώτα έστειλε το στόλο του να καταστρέψει τη δίοδο εφοδιασμού και επικοινωνίας του εχθρού, ενώ ταυτόχρονα, αυτός με μία μικρή ομάδα αντρών του, βγήκαν έξω από τα τείχη μέσα από ένα κρυφό πέρασμα και έβαλαν φωτιά στο στόλο του εχθρού. Όσο ριψοκίνδυνο κι αν ήταν, αποδείχτηκε άκρως αποτελεσματικό. Ο στρατός των Δαράδιων αιφνιδιάστηκε και καθώς οι φλόγες κατέτρωγαν τα καράβια τους, γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτή θα ήταν η τελευταία τους μάχη. Δεν ήταν, όμως, καθόλου προετοιμασμένοι για τη σφοδρότητα της επίθεσης, όταν οι πύλες άνοιξαν και ξεχύθηκε από μέσα ο στρατός της Ιμούρ. Ακόμη πανικόβλητοι από τις φωτιές στα καράβια τους, οι πολεμιστές των Δαράδιων κυνηγήθηκαν μέχρι τον τελευταίο τους και έχυσαν όλοι το αίμα τους σε αυτές τις ακτές, μέχρι που δεν υπήρχε άλλο αίμα για να χυθεί. Κανένας τους δεν έμεινε ζωντανός.

    Όταν ο στρατός της Ιμούρ επιτέλους επέστρεψε, οι πολίτες της πόλης έτρεξαν να τους προϋπαντήσουν και να ενωθούν ξανά με τους συζύγους, τους γιους και τους αδερφούς τους. Άπλωναν τα χέρια τους ακόμη και προς τον πρίγκιπά τους, ήθελαν να τον αγγίξουν και να τον αγκαλιάσουν ενώ γελούσαν και τραγουδούσαν για να δοξάσουν το όνομά του. Παντού υπήρχαν χαρούμενα πρόσωπα και ακούγονταν λόγια ευτυχίας και ανακούφισης.

    Αλίμονο όμως, ο Αρές είχε επιστρέψει από μία ακόμη νίκη μόνο για να ανακαλύψει ότι η υγεία του πατέρα του είχε χειροτερέψει τον τελευταίο χρόνο που εκείνος ήταν μακριά και κυνηγούσε τους Δαράδιους στις ακτές τους. Το αυλακωμένο από τις ρυτίδες δέρμα του και τα λεπτά κάτασπρα μαλλιά του δεν θύμιζαν σε τίποτα τον άντρα που όλοι φοβούνταν κάποτε. Ο γέρος βασιλιάς ξάπλωνε ανήμπορος στην κάμαρά του, χτυπημένος από βαριά αρρώστια, περιμένοντας τα πνεύματα να τον οδηγήσουν στον Κάτω Κόσμο για να ανταμώσει και πάλι με τους προγόνους του, τους άλλους γενναίους βασιλιάδες της Ιμούρ.

    Οι συνθήκες κατά τις οποίες είχε γίνει αυτή η συνάντηση, όλη αυτή η μυστικότητα, τον έκαναν να νιώσει ανασφάλεια. Κάτω από τη γιορτινή ατμόσφαιρα που είχε υπνωτίσει όλους τους κατοίκους της Ιμούρ, υπήρχε μια νευρικότητα σχετικά με το θέμα της διαδοχής που γινόταν όλο και πιο αισθητή.

    Καθώς περνούσε γρήγορα μέσα από τους διαδρόμους των ανακτόρων, όλα του φαίνονταν ύποπτα. Οι υπηρέτες που σηκώνονταν από πολύ νωρίς για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, οι μεθυσμένοι αυλικοί που ξάπλωναν στα ανάκλιντρα μέσα στις σάλες εξαντλημένοι από το χθεσινό ξενύχτι, ήταν στα αλήθεια κοιμισμένοι ή παρακολουθούσαν; Η φρουρά; Δεν τους γνώριζε όλους και δεν ανήκαν όλοι στο στρατό του, πόσο πιστοί του ήταν ή μήπως υπηρετούσαν μόνο τον αδερφό του;

    Επέστρεψε στο δωμάτιό του, αλλά ξαφνικά ούτε κι εκεί αισθανόταν άνετα. Οι γυναίκες που ήταν εκεί το προηγούμενο βράδυ, τα ποτά που έπιναν... Σήκωσε ένα ποτήρι και το μύρισε. Το μυαλό του γύριζε με χίλιες στροφές. Ήταν τόσο προφανές και ήταν ολόγυρά του. Θα μπορούσε να το δει κι αυτός, αλλά είχε παρασυρθεί. Το παλάτι δεν του παρείχε σιγουριά πια, ήταν παγίδα. Το παλάτι ήταν το μέρος που έμενε ο αδερφός του τόσο καιρό που αυτός έλειπε. Έφυγε από το δωμάτιό του και ξεκίνησε για τους στρατώνες.

    Κινήθηκε μόνος μέσα στην αγορά, ανάμεσα στους πάγκους, μπροστά από τα εργαστήρια και τα σπίτια. Ποτέ δεν αισθανόταν την ανάγκη να κυκλοφορεί μέσα στον κόσμο με συνοδεία. Οι άνθρωποι χαίρονταν όταν τον έβλεπαν, γνώριζε πολλούς από τους έμπορους και τους τεχνίτες, οι γιοι και οι αδερφοί τους ήταν συμπολεμιστές του και κάθε φορά που περνούσε από εκεί, κάποιος βρισκόταν πάντα για να μιλήσει μαζί του, να πουν αστεία και να τον κεράσουν. Τον αγαπούσαν και τον ένιωθαν σαν δικό τους άνθρωπο, κάποιον που τους καταλαβαίνει και συμπάσχει μαζί τους, στα καλά και στα κακά.

    Εκείνη τη μέρα, όμως, προχωρούσε πιο προσεκτικός. Έψαχνε για πρόσωπα μέσα στο πλήθος, για ανθρώπους που δεν χαμογελούσαν. Δεν του πήρε πολύ να αντιληφθεί αυτούς που τον ακολουθούσαν, αλλά συνέχισε την πορεία του.

    Βγήκε από τη πολύβουη πλατεία και προχώρησε στο στενότερο δρόμο που οδηγούσε στους κοιτώνες των στρατιωτών, στο γυμνάσιο και στις αποθήκες. Οι δυο άντρες που τον είχαν πάρει από πίσω γλίστρησαν κι αυτοί στον ίδιο δρόμο σαν σκιές. Ο Αρές δε μίκραινε το βήμα του, αλλά ούτε και επιτάχυνε. Συνέχισε σαν να μην τους είχε καταλάβει, έτοιμος όμως πάντα να τους αντιμετωπίσει αν χρειαστεί.

    Έφτασε στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις ανενόχλητος κι εκεί αναστέναξε με ανακούφιση. Οι άντρες του τον υποδέχτηκαν με σεβασμό. Σύντομα ένιωσε καλύτερα ανάμεσά τους. Αναζήτησε τους φίλους του, τον Παρουσό και τον Καλίμου. Βρίσκονταν στην αρένα και παρακολουθούσαν την πάλη μεταξύ των αντρών που εξασκούνταν στα όπλα και στη μάχη σώμα με σώμα. Με το που τον είδαν τον χαιρέτησαν χαμογελαστοί από μακριά και τον φώναξαν να πάει κοντά τους. Τους πλησίασε αργά σοβαρός. Και οι δύο πρόσεξαν τον προβληματισμό στην έκφρασή του.

    «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε πρώτος ο Καλίμου.

    «Πρέπει να μιλήσουμε» του απάντησε ο πρίγκιπας. Κοίταξε ανήσυχος γύρω του αναζητώντας και πάλι για κατασκόπους.

    «Τι σ’ απασχολεί;» ρώτησε και ο Παρουσό.

    «Όχι εδώ, πάμε κάπου πιο ήσυχα. Δε θέλω να μας ακούσει κανείς».

    Οι δύο στρατηγοί του σηκώθηκαν και τον ακολούθησαν. Οι στρατώνες σχεδόν συνόρευαν με τα τείχη. Από ένα πέρασμα που λίγοι γνώριζαν την ύπαρξή του, τους έβγαλε έξω και βρέθηκαν μόνοι τους στην αμμουδιά. Τώρα ήταν πλέον μόνο οι τρεις τους. Ο Αρές τους αφηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ.

    «Ώστε λοιπόν έγινε όπως το περιμέναμε!» Ο Ανούζ αναστέναξε. Πίσω στα βασιλικά ανάκτορα, ο μεγαλύτερος αδερφός του Αρές και νόμιμος διάδοχος για το θρόνο δεχόταν ενημέρωση αναφορικά με τη δραστηριότητα του αδερφού του από τον σύμβουλό του.

    «Ναι, άρχοντά μου. Οι άνθρωποί μου τον είδαν να φεύγει από τα δωμάτια του βασιλιά λίγο πριν χαράξει» επιβεβαίωσε ο Μέσουλα.

    «Ο γερο - ξεκούτης νομίζει ότι μπορεί ακόμη να κάνει τέτοια κόλπα χωρίς να το καταλάβω εγώ». Έκανε ένα βήμα προς το παράθυρο και κοίταξε έξω την πόλη που απλωνόταν μπροστά του. «Είναι ανόητοι! Είναι και οι δύο ανόητοι!» Έκανε μια παύση. Μετά ρώτησε πάλι απότομα «Και όσον αφορά στην υγεία του πατέρα μου; Τι λέει ο γιατρός του;»

    «Η κατάσταση του βασιλιά έχει χειροτερέψει πολύ, πρίγκιπά μου. Ο γιατρός Μαντάς μου είπε ότι δεν αντιδράει πλέον σε τίποτα. Έχει χάσει πια την επαφή του με αυτόν τον κόσμο και πιστεύει ότι είναι μόνο θέμα μιας ή δύο το πολύ ημερών το πότε θα ξεκινήσει το ταξίδι του».

    «Ώστε άφησε επιτέλους τα πνεύματα να κάτσουν γύρω από το κρεβάτι του! Ωραία!» Ένα αμυδρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.

    Η σύζυγός του Βερίνια, επίσης παρούσα στο δωμάτιο, τους άκουγε όλη αυτή την ώρα να μιλάνε, αλλά δεν είπε τίποτα.

    «Δεδομένου του γεγονότος ότι ο αδερφός σας είναι ο αρχηγός του στρατού, μήπως θα έπρεπε να μας ανησυχεί το ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, άρχοντά μου; Λέτε να ήταν αυτό το αντικείμενο της νυχτερινής τους συζήτησης;»

    Ο Ανούζ χαμογέλασε πικρά. «Είναι γεγονός ότι ο πατέρας μου ευνοεί περισσότερο τον αδερφό μου, πάντοτε το έκανε. Αλλά να παρακάμψει με τέτοιο τρόπο τα κληρονομικά μου δικαιώματα; Να κάνει κάτι τόσο ριζοσπαστικό; Όχι, όχι, δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θα χειριζόταν τα πράγματα. Ο πατέρας μου έδειχνε πάντοτε σεβασμό στις παραδόσεις μας και όσο αξιομνημόνευτος κι αν θέλει να είναι ο αποχαιρετισμός μας σε αυτόν, δεν θα πήγαινε ποτέ κόντρα στις παραδόσεις που υπηρέτησε με τέτοια αφοσίωση καθόλη τη διάρκεια της ζωής του». Το σκέφτηκε για λίγο και τελικά πρόσθεσε «Για να ανεβεί στο θρόνο ο Αρές αντί εγώ υπάρχει μόνο ένας τρόπος σύμφωνα με τους νόμους μας, και εάν είναι όντως αυτή η επιθυμία του πατέρα μας θα τον ενθάρρυνε να το κάνει μόνο με αυτόν τον τρόπο. Ναι, ο πατέρας μας μεγάλωσε τον αδερφό μου κάνοντάς τον να πιστεύει ότι είναι ικανός να καταφέρει τα πάντα. Γέμιζε το μυαλό του διαρκώς με μεγάλες ιδέες». Στράφηκε προς το σύμβουλό του σοβαρός. «Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο είναι η αποστολή που θα του αναθέσω όταν θα έρθει να με προκαλέσει. Όταν έρθει εκείνη η ώρα θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι».

    «Εσύ θέλεις το θρόνο, Αρές;» ο Παρουσό ρώτησε τον φίλο του κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.

    «Έτσι όπως το βλέπω την επόμενη φορά που θα έρθουν οι Δαράδιοι, ο αδερφός μου, ως βασιλιάς, θα προτιμήσει να συνθηκολογήσει μαζί τους παρά να τους αντιμετωπίσει. Γιατί; Γιατί από μόνος του δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει το στρατό στη μάχη και η υπερηφάνειά του, δε θα του επιτρέψει να ζητήσει καμία βοήθεια. Ούτε από εμένα, ούτε από εσάς ούτε από κανέναν άλλο... Σίγουρα δεν θα αφήσει να αναλάβω εγώ και πολύ φοβάμαι ότι θα πάρει όλες τις λάθος αποφάσεις και αργά ή γρήγορα θα μας κάνει όλους σκλάβους! Και όσον αφορά στους ανθρώπους αυτής της πόλης, ο Ανούζ πάντοτε ήταν απόμακρος. Προτιμούσε να απολαμβάνει τις πολυτέλειες μέσα στο παλάτι παρά να βρίσκεται κοντά τους. Δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε ποτέ να...» Σταμάτησε για λίγο προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του. Πήρε βαθιά ανάσα. «Άρα τι επιλογή μου μένει; Ναι, τον θέλω το θρόνο. Πώς μπορώ να αφήσω έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν να διοικήσει, κάποιον που τον ενδιαφέρει μόνο η εξουσία και όχι η διαχείριση! Κάποιον που δεν αγαπάει όσο πρέπει αυτήν την πόλη!»

    «Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή η πόλη αγαπούσε πάντοτε εσένα περισσότερο!» επισήμανε ο Παρουσό και ύστερα χαμογέλασε στο φίλο του.

    «Αυτό είναι κάτι για το οποίο...» Ο Αρές πήγε να πει κάτι αλλά μετά το μετάνιωσε. Κούνησε τα χέρια του μορφάζοντας. «Τι να πω τώρα εγώ γι’αυτό;»

    «Τίποτα! Δώσε μας μόνο τις εντολές σου! Ο στρατός είναι μαζί σου ό,τι κι αν προστάξεις» του απάντησε ο Καλίμου σοβαρός.

    Τώρα και οι δύο στρατηγοί του τον κοίταζαν περιμένοντας να πάρει την απόφασή του. Μετά από λίγο ο Αρές μίλησε ξανά.

    «Όχι». Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε και επανέλαβε. «Όχι, φίλε μου». Του έπιασε το χέρι. Όταν μίλησε ακούστηκε ήρεμος πια. «Θέλω το θρόνο, ναι, το ξαναλέω. Αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος για να γίνει. Πρέπει να ακολουθήσουμε τις παραδόσεις, όπως είπε και ο πατέρας μου. Ο κόσμος τώρα με αγαπάει. Και, ναι, με αγαπάνε περισσότερο από τον αδερφό μου, αν τον σκότωνα όμως, αν κατέφευγα στη βία άνομα, τότε ο κόσμος μόνο θα με φοβόταν. Χρειάζομαι την αγάπη τους αν πρόκειται να γίνω βασιλιάς τους. Η μόνη μου επιλογή είναι να τον προκαλέσω για το θρόνο σύμφωνα με τους νόμους μας».

    «Μα είναι ένας παλιός ξεχασμένος νόμος...» Ο Καλίμου αντέδρασε.

    «Όταν θα έρθει η ώρα, θα σου αναθέσει κάτι εξαιρετικά δύσκολο! Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». Ο Παρουσό σχεδόν αγνόησε το σχόλιο του Καλίμου και είπε κι αυτός την άποψή του.

    «Δύσκολο;» Ο Αρές γέλασε κοφτά. «Μάλλον ακατόρθωτο, φίλε μου, μάλλον ακατόρθωτο!»

    «Σκεφτόμουν το εξής», ο Μέσουλα ξεκίνησε να λέει μετά από λίγη ώρα περισυλλογής, «αυτή η αποστολή θα πρέπει να αφορά σε ένα σκοπό που θα στείλει τον πρίγκιπα Αρές μακριά, πολύ μακριά από αυτήν την πόλη όπου υπάρχουν άνθρωποι που τον γνωρίζουν και τον αγαπούν...»

    «Κάπου μακριά όπου θα είναι μόνος, πιο μακριά και από εκεί όπου φτάνουν τα καραβάνια των εμπόρων μας, στον Άγνωστο Κόσμο...» συμφώνησε ο πρίγκιπας.

    «Κάπου όπου μπορεί και να χαθεί; Να μη βρίσκει ξανά το δρόμο της επιστροφής;» επενέβη και η Βερίνια.

    «Για να μείνει εκεί και να σαπίσει!» μούγκρισε ο Ανούζ.

    «Άρα κάπου όπου θα μπορούσε να... σκοτωθεί;» συμπλήρωσε η σύζυγός του ξανά.

    Οι δύο άντρες γύρισαν και την κοίταξαν. Έπειτα ο Μέσουλα συνέχισε το σκεπτικό του.

    «Για να πάει τόσο μακριά, θα πρέπει να ψάχνει κάτι... Μμμ, ναι, η αποστολή του θα μπορούσε να είναι μια αναζήτηση. Ναι, αυτό θα μας βόλευε!» Ύστερα πρόσθεσε «Θα πρέπει να βαδίσει σε δύσκολους και επικίνδυνους δρόμους για να βρει κάτι... πολύ σπάνιο ίσως;»

    «Δεν μου αρκεί αυτό... Θα πρέπει να ψάξει για κάτι που δε θα μπορούσε ποτέ να βρει! Κάτι που δεν υπάρχει πια!» απαίτησε ο Ανούζ αποφασισμένος να απαλλαγεί από τον αδερφό του.

    Ιερές τελετές

    Παρά τα λόγια που ειπώθηκαν στο σκοτάδι, οι εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν της νίκης του πρίγκιπα Αρές συνεχίστηκαν κανονικά. Όπως και τις προηγούμενες ημέρες έτσι και αυτή, η γιορτή ξεκίνησε με την μεγάλη πομπή προς το ναό του θεού Μασούν, του πατέρα όλων των πνευμάτων που καθοδηγούν τους ανθρώπους σε όλες τις πράξεις τους στη ζωή, αλλά και αφού αυτοί πεθάνουν, μιας και τα πνεύματα είναι αυτά που θα τους οδηγήσουν στον Κάτω Κόσμο και μπροστά στο μεγάλο δικαστήριο των ψυχών.

    Πρώτοι πορεύονταν νέοι και νέες, βαμμένοι στο πρόσωπο και στα χέρια και ντυμένοι με μακριούς γκρίζους χιτώνες στους οποίους είχαν σκαλώσει επάνω κορδέλες, φύλλα δέντρων και φτερά πουλιών, αναπαριστάνοντας έτσι τα πνεύματα. Έψαλλαν συνοδεύοντας τον ιερέα του ναού που ακολουθούσε στη συνέχεια αναπληρώνοντας τον πρώτο ιερέα που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο το βασιλιά Σαλφάρες, τον οποίο όμως η αδυναμία είχε κρατήσει στο κρεβάτι. Εκείνος έφερνε μαζί του και τον ταύρο που προοριζόταν για τη θυσία της ημέρας. Οι δύο πρίγκιπες προχωρούσαν πλάι πλάι πίσω του. Έπειτα έρχονταν η Βερίνια και ο μικρός Μερίφ. Στη συνέχεια, οι υπόλοιποι ιερείς του ναού του θεού Μασούν, ψάλλοντας κι αυτοί. Μετά, οι στρατηγοί με τους στρατιώτες για να ζητήσουν από τα πνεύματα καλό δρόμο και από τον Μασούν δίκαιη κρίση για τους συμπολεμιστές τους που χάθηκαν στη μάχη. Τέλος, ο απλός λαός.

    Μετά την πομπή και τη θυσία του ταύρου στο βωμό μπροστά στο ψηλό πλίνθινο ναό που δέσποζε στο κέντρο της πόλης, σειρά είχε ένα μεγάλο τραπέζι και η κατανάλωση άφθονου κρασιού που θα έσβηνε τη στεναχώρια και τον πόνο από τα σώματα των ανθρώπων και θα αγαλλίαζε τις ψυχές τους. Οι πολίτες της Ιμούρ θα μεθούσαν, θα τραγουδούσαν και θα χόρευαν γύρω από τις φωτιές που θα έκαιγαν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακόμα και οι ψυχές των πεθαμένων που θα τους άκουγαν βαδίζοντας στον κάτω κόσμο θα χαίρονταν, γιατί θα καταλάβαιναν ότι δεν πολέμησαν, ούτε και πέθαναν άσκοπα.

    Η νύχτα έφτασε καθώς ο Αρές βυθιζόταν κι αυτός αργά σε μία κατάσταση μέθης. Μέσα του θρηνούσε για τον επικείμενο θάνατο του πατέρα του αναλογιζόμενος ταυτόχρονα το νέο αυτό βάρος που είχε τοποθετηθεί στους ώμους του.

    «Βλέπεις κανένα πλοίο των Δαράδιων να πλησιάζει;» τον ρώτησε ο Παρουσό εκεί που κάθονταν στην αμμουδιά έξω από τα τείχη της Ιμούρ.

    Η φωτιά έκαιγε μπροστά στα χαλιά που είχαν στρώσει στην άμμο και οι γυναίκες με τις οποίες είχαν κάνει έρωτα πιο πριν, κοιμόνταν ήσυχα ανάμεσά τους. Ο Αρές είχε τα μάτια του καρφωμένα στη σκοτεινή θάλασσα και με το ένα του χέρι χάιδευε τη γυμνή πλάτη μιας από αυτές. Με το άλλο κρατούσε την κούπα του. Την έφερε σκεπτικός στα χείλη του και ήπιε λίγο ακόμη πριν απαντήσει αργά στον φίλο του.

    «Όχι, ο Νέαμ φροντίζει γι’ αυτό εκεί που τον αφήσαμε» είπε αναφερόμενος στον τρίτο στρατηγό και εξίσου καλό του φίλο που είχε αφήσει πίσω να φυλάει τα παράλια.

    Ο Παρουσό χαμογέλασε. «Ο καλός μας ο Νέαμ χάνει όλο το γλέντι!»

    «Ο Νέαμ είναι όμορφος» παραδέχτηκε ο Αρές επίσης χαμογελαστός. «Δε χρειάζεται να μεθύσουν οι γυναίκες για να πλαγιάσουν μαζί του!» Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια και η γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στα πόδια του ανασαλεύτηκε μέσα στον ύπνο της. «Για σένα ανησυχώ, καλέ μου Παρουσό!» Του έριξε ένα πονηρό βλέμμα καθώς τα δάχτυλά του διαπερνούσαν τα μαύρα μαλλιά της καλλίγραμμης ερωμένης του.

    Ο Παρουσό γέλασε ξανά δυνατά. «Βρίσκω τρόπο να τα βολεύω κι εγώ κάθε φορά, αρκεί να είμαι μαζί σου, κάτι μένει και για μένα!»

    Ο Αρές έγειρε το κεφάλι του πίσω στα μαξιλάρια αναστενάζοντας βαθιά. Το χαμόγελό του έσβησε αργά από το πρόσωπό του. Τα υγρά του μάτια έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι όταν ξαναμίλησε. «Παρουσό, σ’ αγαπώ πάρα πολύ...» Ύστερα σταμάτησε για λίγο. Ο Παρουσό περίμενε με ανασηκωμένα τα φρύδια να συνεχίσει ο πρίγκιπάς του. «Εσύ και ο Καλίμου και ο Νέαμ είστε οι αγαπημένοι μου! Είστε τα αδέρφια που θα ήθελα να έχω, οι σύντροφοί μου... οι συμπολεμιστές μου». Χαμογέλασε θλιμμένα.

    «Ναι, είμαστε και έχουμε περάσει πολλά μαζί από τότε που ήμασταν ακόμη παιδιά και όποιος απ’ τους τρεις μας να ήταν εδώ αυτή τη στιγμή θα αναγνώριζε αυτό το βλέμμα. Είναι το βλέμμα που έχεις όταν κάτι σε βασανίζει. Τι είναι αυτή τη φορά, άρχοντά μου; Κάποιος άλλος εχθρός πλησιάζει στα τείχη μας;»

    Ο Αρές άρχισε να κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε. «Όχι, όχι, όχι...» έλεγε και ξανάλεγε. Έβγαλε μια κραυγή και σηκώθηκε απότομα ξυπνώντας και τρομάζοντας τις γυναίκες που ξάπλωναν δίπλα του. Έκανε λίγα βήματα επάνω στην αμμουδιά μπερδεύοντας τα πόδια του από το μεθύσι. Προχώρησε λίγο προς τη θάλασσα τρεκλίζοντας και μετά γονάτισε ξανά. Τα χέρια του βυθίστηκαν στην άμμο και με τις χούφτες του έσφιξε τους κόκκους της. Ο Παρουσό τον ακολούθησε ανήσυχος και γονάτισε δίπλα του. Του Αρές του ξέφυγε άλλη μια απελπισμένη κραυγή. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του.

    «Τι σου συμβαίνει πρίγκιπά μου; Τι σε στεναχωρεί τόσο;» θέλησε να μάθει.

    «Ο πατέρας μου πεθαίνει Παρουσό, ο πατέρας μου πεθαίνει!» φώναξε βογκώντας ο Αρές και γραπώθηκε επάνω του.

    «Το ξέρω αδερφέ μου, αλλά πρέπει να φανείς γενναίος, όπως πάντα!» προσπάθησε να τον παρηγορήσει ο φίλος του αγκαλιάζοντάς τον.

    Ο πρίγκιπας βόγκηξε ξανά και σωριάστηκε πίσω στην άμμο. «Αλίμονο Παρουσό! Τι γενναιότητα θα μας σώσει τώρα που ο εχθρός γέρνει ήδη επάνω στο θρόνο;» Τα μάτια του άνοιξαν ορθάνοιχτα και ανέπνευσε βαθιά. «Ο εχθρός βρίσκεται ήδη μέσα στα τείχη της πόλης, είναι εκεί και περιμένει, περιμένει, να έρθει η ώρα του!»

    «Πρίγκιπά μου, ηρέμησε!» Ο Παρουσό προσπάθησε να τον συγκρατήσει αλλά δεν τα κατάφερε.

    Ο Αρές σηκώθηκε ξανά και σέρνοντας τα πόδια του προχώρησε πάλι προς τα τείχη. Άνοιξε τα χέρια του, τέντωσε το λαιμό του και φώναξε προς την πόλη όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Ιμούρ! Ιμούρ! Ο εραστής σου είναι ανίκανος! Με άκουσες, σπουδαία πόλη; Ο εραστής σου είναι ανίκανος!» Πέταξε τη ρόμπα από πάνω του και έβγαλε με άτσαλες κινήσεις τα ελαφριά ρούχα που φορούσε από μέσα. Στάθηκε γυμνός μπροστά στα τείχη και ούρλιαξε «Ανίκανος! Ανίκανος!»

    «Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε έκπληκτος ο Παρουσό έτοιμος να βάλει τα γέλια.

    Οι γυναίκες που είχαν ξυπνήσει πια για τα καλά, γέλασαν με τις φωνές τους και την τρέλα που έπιασε ξαφνικά τον πρίγκιπά τους. Ο Παρουσό έτρεξε πάλι δίπλα του για να τον προλάβει πριν σωριαστεί ξανά.

    Ο Αρές γέλασε μόνος του καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του φίλου του. «Αχ καλέ μου Παρουσό, πάλι καλά που έχω και σένα! Μοιάζεις να μην έχεις πιει τόσο πολύ όσο εγώ. Θα μπορέσεις να μας πας στα δωμάτιά μας!»

    Ο Παρουσό σκόνταψε προσπαθώντας να τον στηρίξει και να στηρίξει και τον εαυτό του. Παραλίγο να πέσουν. «Προσπαθούσα να μη πίνω πολύ για να σε προσέχω άρχοντά μου, αλλά φοβάμαι πως αυτή τη στιγμή, ούτε κι εγώ τον θυμάμαι ακριβώς το δρόμο. Μην ανησυχείς όμως θα τον βρούμε!» του απάντησε λαχανιασμένος.

    «Πήγαινέ με τότε στις γυναίκες!» διέταξε ο Αρές δείχνοντας τις κοπέλες που ξάπλωναν ακόμη στα χαλιά επάνω στην άμμο. Εκείνες γελούσαν και τους καλούσαν με χειρονομίες. «Θα πλαγιάσουμε μαζί τους και θα κάνουμε έρωτα προς τιμήν του τελευταίου μεγάλου βασιλιά της Ιμούρ! Στις γυναίκες φίλε μου! Στις γυναίκες!»

    Ο Μέσουλα βάδιζε σκεπτικός επάνω στα τείχη. Από νωρίς το πρωί πηγαινοερχόταν αμίλητος, ανήσυχος, βυθισμένος στις σκέψεις του. Όλο το προηγούμενο βράδυ μελετούσαν με τον πρίγκιπά του τους χάρτες και τα κείμενα της βιβλιοθήκης της Ιμούρ, ψάχνοντας να βρουν τις πιο μακρινές πολιτείες και τους πιο αφιλόξενους τόπους για να στείλουν τον πρίγκιπα Αρές όταν αυτός θα προκαλούσε τον αδερφό του για το θρόνο.

    Έψαξαν να βρουν για θησαυρούς και κειμήλια, για φυλαχτά και ιερά σκεύη, για πολύτιμους λίθους και σπάνια βοτάνια με θεραπευτικές ιδιότητες, για παλιούς εχθρούς, ήρωες και πολέμαρχους, για άγρια θηρία και τρομερά τέρατα, για μυστικές σπηλιές και σκοτεινά περάσματα μέσα από τα οποία θα έπρεπε να βαδίσει ο Αρές και να χαθεί για πάντα. Ονόματα και λέξεις, θρύλοι και ιστορίες, σημάδια επάνω σε χάρτες από μέρη που καλύφτηκαν από την άμμο, πόλεις που έγιναν σκόνη, όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του. Ο νεότερος πρίγκιπας θα έπρεπε να φύγει μακριά, κάπου όπου να μη μπορεί να τον βρει κανείς για να τον βοηθήσει, κάπου όπου να μην τον γνωρίζει κανείς. Στον Άγνωστο Κόσμο, εκεί όπου κανείς δεν θα ξέρει πώς να πάει, ούτε καν ο ίδιος!

    Τελικά σταμάτησε το κουραστικό πήγαινε έλα. Στηρίχτηκε στις πολεμίστρες και αναστέναξε. Ακόμα κι όταν σταμάτησαν την αναζήτηση το προηγούμενο βράδυ κι επέστρεψε στο κρεβάτι του, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, μόνο στριφογυρνούσε στο στρώμα του με τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό γεμάτο.

    Κοίταξε προς τη θάλασσα. Αναρωτήθηκε μέχρι πού έφτανε και πόσο βαθιά ήταν και μετά στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση προσπαθώντας να διακρίνει τα όρια της Ιμούρ και τη γη που απλωνόταν πίσω από αυτήν. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Ο ήλιος τον τύφλωσε και χαμήλωσε ξανά τα μάτια γυρίζοντας για άλλη μια φορά προς τη θάλασσα.

    Μόλις το βλέμμα του καθάρισε, αντίκρισε στην αμμουδιά τους Μάγους. Ο Έλα Με και οι άνθρωποί του, ντυμένοι στους μπλε χιτώνες τους, προχωρούσαν κατά μήκος της ακτής για να τελέσουν ένα από τα ακαταλαβίστικα και ξεχασμένα από καιρό μυστήριά τους. Ήταν οι Παλαιοί, οι Γνώστες που για ένα εξίσου ακατανόητο λόγο, μέχρι σήμερα όλοι οι βασιλιάδες της Ιμούρ ανέχονταν την παρουσία τους και τη συνύπαρξή τους στην πόλη.

    Η μικρή πομπή σταμάτησε και οι Μάγοι εναπόθεσαν τα αγγεία που κουβαλούσαν στην άμμο. Στάθηκαν όλοι σε μια σειρά κατά μήκος της ακροθαλασσιάς, με πρόσωπο στα γαλάζια νερά και κοίταξαν προς τον ήλιο. Τα μάτια του Μέσουλα άνοιξαν ξαφνικά διάπλατα. Το μυαλό του άρχισε να παίρνει πάλι στροφές και οι σκέψεις του να κινούνται προς μια καινούργια κατεύθυνση. Την επόμενη στιγμή ένα μικρό κορίτσι, μέλος της πομπής των Μάγων, στράφηκε προς τα πίσω και με τα μάτια της αναζήτησε τα τείχη. Ο Μέσουλα όμως δεν την είδε. Είχε κιόλας φύγει από εκεί και προχωρούσε βιαστικός προς τη βιβλιοθήκη. Το μυαλό του είχε φυλακίσει μια ιδέα και έπρεπε να συνεχίσει τη μελέτη.

    Ο βασιλιάς Σαλφάρες, ο δέκατος έκτος μεγάλος βασιλιάς της ένδοξης Ιμούρ πέθανε το πρωί της ενδέκατης ημέρας των εορτασμών.

    «Κοίταξέ τους, Μέσουλα» είπε σιγανά η Βερίνια.

    Εκείνη και ο σύμβουλος του συζύγου της στέκονταν πίσω από μια κουρτίνα, μιας και δεν επιτρεπόταν στους δυο τους να παρευρεθούν στο ίδιο δωμάτιο με το νεκρό. Η Βερίνια είχε καρφωμένα τα μάτια της στα δύο αδέρφια, τους δύο πρίγκιπες που κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, αμίλητοι και ανέκφραστοι, έχοντας το σώμα του νεκρού πατέρα τους ανάμεσά τους, τυλιγμένο σε λωρίδες από λινό ύφασμα.

    Σύμφωνα με το έθιμο, οι γιοι του νεκρού θα έπρεπε να μείνουν δίπλα του τρεις μέρες και τρεις νύχτες για να τον αποχαιρετήσουν πριν τον εναποθέσουν στον τάφο του. Επιπλέον, επειδή ήταν βασιλιάς και αρχιερέας, στο ίδιο δωμάτιο βρίσκονταν τα ανώτατα μέλη της αυλής, καθώς και οι ιερείς. Επίσης, οι δύο στρατηγοί, ο Παρουσό και ο Καλίμου.

    Οι υπηρέτες είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν τα αγαπημένα αντικείμενα του βασιλιά, τις χρυσές του κούπες και τις γαβάθες από τις οποίες έτρωγε και έπινε, τα είδη για την καθημερινή του υγιεινή και κάποια μικρά εργαλεία. Μάζεψαν, επίσης τα πιο ωραία του κοσμήματα, χρυσές χάντρες και πολύτιμες πέτρες, τα αγαπημένα του φυλαχτά και ό,τι άλλο του άρεσε να φοράει και τα τοποθετούσαν προσεκτικά μέσα σε σκεύη από ασήμι, αλάβαστρο και λάπις λάζουλι.

    Οι στρατιώτες, μετά από εντολή του Αρές, ετοίμασαν το χρυσό άρμα του βασιλιά, το κράνος και την πανοπλία, όλα τα όπλα που χρησιμοποιούσε κάποτε όταν ήταν ακόμη νέος και επικεφαλής του στρατού, τα σπαθιά και τα μικρότερα ξιφίδιά του, το τόξο και τα βέλη του από την εποχή που πήγαινε ακόμη για κυνήγι και την όμορφα διακοσμημένη του ασπίδα. Τέλος, κλήθηκαν οι καλύτεροι τεχνίτες της Ιμούρ για να κατασκευάσουν ένα προσωπείο από λαμπερό χρυσό για να καλύψει το πρόσωπο του βασιλιά όταν θα τοποθετούσαν τη σορό του στη σαρκοφάγο, όπως και έναν αριθμό από μικρά ειδώλια και μία σφραγίδα. Επίσης, τους ανατέθηκε να ετοιμάσουν πολλές πλάκες και επιγραφές, στις οποίες θα ήταν καταγεγραμμένες οι ιστορίες από τα πολυάριθμα κατορθώματα του λαμπρού αυτού βασιλιά.

    «Μοιάζουν τόσο διαφορετικοί» συνέχισε η Βερίνια. Η φωνή της ακούστηκε κουρασμένη, γεμάτη θλίψη.

    «Πράγματι» συμφώνησε μαζί της ο Μέσουλα διατηρώντας κι αυτός χαμηλά τον τόνο της φωνής του. «Ο βασιλιάς Σαλφάρες είχε τρεις συζύγους στη ζωή του και αμέτρητες ερωμένες, είχε εφτά νόμιμα παιδιά και ποιος ξέρει πόσα... μη νόμιμα. Από όλους αυτούς, συζύγους και παιδιά, επέζησαν μόνο οι δυο τους. Έγιναν πόλεμοι, μας βρήκαν αρρώστιες, ατυχήματα...»

    Η Βερίνια γύρισε και του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία. Μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Μόνο ένας από τους ιερείς έψελνε ένα πένθιμο σκοπό για το ξεπροβόδισμα.

    «Υπήρχαν και κάποιοι ανεξήγητοι θάνατοι βέβαια» βιάστηκε να συμπληρώσει εκείνος.

    Ο Αρές είχε μοιάσει περισσότερο στη μητέρα του και τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν την μακρινή της καταγωγή. Εκείνη είχε καταφτάσει σ’ αυτά τα μέρη ένα πρωινό πριν από περίπου εικοσιπέντε χρόνια μ’ ένα καραβάνι από το βορά. Ήταν μια πανέμορφη νέα κοπέλα, μέλος ενός θιάσου που ταξίδευε από πόλη σε πόλη και μαζί με τα άλλα μέλη του, κέρδιζε χρήματα χορεύοντας και τραγουδώντας στις παραστάσεις που έδιναν όπου πήγαιναν. Η ομορφιά και η χάρη της δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον βασιλιά που αποφάσισε να την καλέσει στο παλάτι του και πολύ σύντομα την πήρε για τρίτη γυναίκα του.

    Ένα χρόνο μετά ήρθε στον κόσμο και ο πρίγκιπας Αρές, ο μικρότερος γιος του βασιλιά Σαλφάρες. Ένα παιδί με ανοιχτόχρωμα καστανά, κυματιστά μαλλιά, χλωμό δέρμα και λαμπερά γαλάζια μάτια σαν κανενός άλλου στην πόλη. Τώρα, μεγάλος άντρας πια, ψηλός και δυνατός, με μυώδες σώμα και ηλιοκαμμένο δέρμα, καθόταν σιωπηλός μπροστά στον μοναδικό αδερφό που του είχε απομείνει, τον πρωτότοκο γιο του βασιλιά, τον πρίγκιπα Ανούζ.

    Εκείνος αντιθέτως, είχε τα τυπικά χαρακτηριστικά της φυλής τους. Η μητέρα του, η πρώτη σύζυγος του βασιλιά, καταγόταν κι αυτή από την Ιμούρ. Ήταν η απόγονος μιας από τις πιο παλιές και πιο ισχυρές οικογένειες της πόλης. Ο πρίγκιπας Ανούζ είχε μαύρα μαλλιά, σκούρο δέρμα και μαύρα μάτια και το σώμα του, αγύμναστο και μαλθακό, με κάποια παραπανίσια κιλά, τους έκανε να δείχνουν ακόμη πιο διαφορετικούς.

    Μέχρι τη γνωριμία του με την τρίτη σύζυγό του, ο βασιλιάς Σαλφάρες είχε μείνει ήδη χήρος από τη δεύτερη σύζυγό του και είχε χάσει και το μεγαλύτερο γιο του από αυτόν τον γάμο. Αντιθέτως, η πρώτη του σύζυγος παρέμενε στο παλάτι, ισχυρή όπως και πρώτα, αφού εξακολουθούσε να διατηρεί το δικαίωμα να ζει στο παλάτι, και φρόντιζε καθημερινά ώστε να μη θίξει κανείς τα συμφέροντα και τα προνόμια του μεγαλύτερου γιου της και των άλλων δύο παιδιών της. Δυστυχώς όμως, τα έφερε η μοίρα έτσι ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον, τα δύο μικρότερα αδέρφια του Ανούζ να μην επιζήσουν ούτε κι αυτά τελικά.

    Ήταν φυσικό, η πρώτη βασίλισσα να μη δει ποτέ αυτόν τον τρίτο γάμο με καλό μάτι, πόσο μάλλον τη γέννηση ενός ακόμη γιου, που αν και το μικρότερο από όλα τα παιδιά του βασιλιά, ξεχώριζε ανάμεσα στα αδέρφια του για τη ζωηράδα του, το πείσμα και την ευρηματικότητά του.

    Έτσι λοιπόν, όλοι λυπήθηκαν για τον ξαφνικό θάνατο και της τρίτης νεαρής και όμορφης συζύγου του βασιλιά, λίγα μόλις χρόνια μετά τη γέννηση του μικρού Αρές, αλλά προτίμησαν να μην πουν τίποτα, όταν η πρώτη βασίλισσα στάθηκε χαμογελαστή πάνω από το κρεβάτι της νεκρής, φορώντας τα ακριβότερα και ομορφότερα ρούχα και κοσμήματά της, σαν να γιόρταζε μια μυστική νίκη. Τα χρόνια όμως πέρασαν και με τον καιρό ήρθε κάποια στιγμή και η δικιά της η σειρά να ακολουθήσει τα πνεύματα, πολύ πριν από τον βασιλιά που τόσο είχε αγαπήσει αρχικά και ύστερα μισήσει.

    «Και όμως» συνέχισε σκεπτικός ο Μέσουλα περισσότερο σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Μπορώ να διακρίνω και μία κάποια ομοιότητα μεταξύ των δύο».

    Η Βερίνια γύρισε ξανά προς τη μεριά του ενθαρύνοντάς τον με το βλέμμα της να ολοκληρώσει.

    «Θα έλεγα ότι είναι και οι δυο ιδιαίτερα φιλόδοξοι και αποφασισμένοι!»

    Ένα κοφτό, ανάρμοστο, λόγω των συνθηκών, γέλιο ξέφυγε από το στόμα της Βερίνιας. Έβαλε γρήγορα το χέρι της πάνω από τα χείλη της για να το κρύψει. «Όπως όλοι μας!» ψιθύρισε τελικά.

    Η Πρόκληση

    Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πέρασαν και το σώμα του βασιλιά Σαλφάρες τοποθετήθηκε στον τάφο του, δίπλα σε όλα τα αγαπημένα του αντικείμενα.

    Αργότερα το ίδιο βράδυ ο Αρές άκουσε βήματα έξω από την πόρτα του. Αυτός που πλησίαζε προχωρούσε βιαστικά, πατώντας ελαφριά σαν να μην ήθελε να τον αντιληφθεί κανείς. Κάθισε στο κρεβάτι του έχοντας το σπαθί του κοντά και περίμενε. Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε γρήγορα και μέσα στο δωμάτιο μπήκε η Βερίνια.

    Είχε καλυμμένα τα μαλλιά και το πρόσωπό της με ένα βέλο επειδή δεν ήθελε να την δει κανείς. Όταν το σήκωσε τα μάτια της αντάμωσαν τα δικά του. Προχώρησε αργά προς το μέρος του βγάζοντας το πανωφόρι της, εξακολουθώντας να τον κοιτάζει κατάματα. Ο Αρές δεν κουνήθηκε από τη θέση του, την κοίταζε κι αυτός περιμένοντας. Τον έφτασε και στάθηκε όρθια μπροστά του, τυλιγμένη μόνο με ένα λεπτό χιτώνα που αναδείκνυε το όμορφο σώμα της.

    «Λοιπόν», τη ρώτησε τελικά, «γιατί ήρθες εδώ;»

    «Ήρθα για να μιλήσουμε» του απάντησε και του χαμογέλασε. Ύστερα κάθισε αργά στο κρεβάτι δίπλα του.

    Ο Αρές έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοίταξε πάλι περιμένοντας. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια της στο σπαθί του. Άπλωσε το λεπτό, φορτωμένο με πολύτιμα βραχιόλια και δαχτυλίδια, χέρι της και χάιδεψε την αστραφτερή του λεπίδα. Σήκωσε τα μάτια της ξανά στα δικά του.

    «Δεν θα μου προσφέρεις κάτι να πιω;» τον ρώτησε.

    Ο πρίγκιπας χαμογέλασε. «Ξέρεις τα κατατόπια πολύ καλά εδώ μέσα, γιατί δε βάζεις μόνη σου;»

    Η Βερίνια ενοχλήθηκε με την απότομη απάντησή του, αλλά δεν το έδειξε. Σηκώθηκε πάλι αργά και προχώρησε προς το τραπεζάκι πάνω στο οποίο άφηνε ο Αρές την κανάτα με το κρασί και τις κούπες του. Εκείνος την παρακολουθούσε καθώς κινούνταν και εκείνη το ήξερε. Έβαλε κρασί σε μια κούπα και την έφερε στα χείλη της. Πριν πιει, όμως, γύρισε προς τη μεριά του για να του μιλήσει.

    «Σταμάτα να με κοιτάζεις έτσι με τα παράξενα μάτια σου!»

    Ο πρίγκιπας χαμογέλασε. «Παλιότερα αυτό ήταν κάτι που σου προκαλούσε ευχαρίστηση!»

    «Ωωω... μην κάνεις τον έξυπνο σε μένα!»

    Ο Αρές παρέμεινε να την κοιτάζει έτσι όπως στεκόταν όρθια, όπως είχε σταθεί στο ίδιο σημείο πολλές φορές στο παρελθόν, αφήνοντάς τον να θαυμάσει τα κάλλη της, ντυμένη ή γυμνή αφού είχαν προηγουμένως πλαγιάσει μαζί. Τότε ακόμη, τον πρώτο καιρό που η Βερίνια είχε έρθει στα ανάκτορα, όταν την είχε πάρει για γυναίκα του ο αδερφός του κι αυτός είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της και την ήθελε για δικιά του.

    Η Βερίνια είχε αισθανθεί αμέσως έλξη για τον γοητευτικό νεαρό πρίγκιπα που έλεγχε το στρατό και ήταν ξακουστός για τα γενναία κατορθώματά του και τη μεγάλη φυσική του δύναμη. Την πρώτη φορά που είχε έρθει στο δωμάτιό του, την είχε σπρώξει επάνω στην πόρτα και είχε μπει μέσα της άγρια, απότομα, αγνοώντας τον κίνδυνο κάποιος περαστικός απέξω να την ακούσει και να αναγνωρίσει τις φωνές της. Του είχε δοθεί εύκολα, χωρίς δεύτερη σκέψη, με πάθος και μετά από εκείνη την πρώτη φορά, επέστρεψε ξανά και ξανά, ζητώντας κι άλλο.

    Στο τέλος, όμως, προτίμησε την εξουσία που θα αποκτούσε παραμένοντας στο πλευρό του Ανούζ, όταν αυτός θα γινόταν μια μέρα βασιλιάς της Ιμούρ. Τώρα, μετά από τόσο καιρό, στεκόταν για άλλη μια φορά μπροστά στο κρεβάτι του, μόνο που πλέον, ο Αρές είχε ωριμάσει και έβλεπε τον πραγματικό της εαυτό, έστω κι αν αυτός παρέμενε καλά κρυμμένος στο εντυπωσιακό του περιτύλιγμα.

    «Και τώρα που έχεις το ποτό σου, θα μου πεις γιατί ήρθες εδώ;»

    Εκείνη επέστρεψε ξανά και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του μ’ ένα χαμόγελο. «Επισκέφτηκες τον πατέρα σου στα κρυφά πριν πεθάνει εκείνος». Περίμενε να δει την αντίδρασή του.

    Ο Αρές κατάφερε να κρύψει την ενόχλησή του κι έκανε τη φωνή του να ακουστεί αδιάφορη. «Και λοιπόν;»

    «Ο Ανούζ το ξέρει ότι ο Σαλφάρες σε ενθάρρυνε να τον προκαλέσεις».

    «Και λοιπόν;»

    «Λοιπόν... Ο Ανούζ και αυτός ο σύμβουλός του βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του βασιλιά και μελετούν όλους τους χάρτες που μπορούν να βρουν, ψάχνοντας το μακρινότερο μέρος για να σε στείλουν όταν προκαλέσεις τον αδερφό σου για το θρόνο».

    Ο Αρές της χαμογέλασε ειρωνικά. «Και έστειλαν εσένα εδώ για να με πείσεις να μην τον προκαλέσω; Πες τους να συνεχίσουν το ψάξιμο!»

    Η Βερίνια γέλασε μαζί του. «Πάντα μου άρεσε αυτή η αγριάδα σε σένα!»

    «Τότε ήρθες γιατί θέλεις να πλαγιάσεις μαζί μου μία τελευταία φορά πριν να φύγω;»

    Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρύψει την ενόχλησή της από τα μονίμως ειρωνικά σχόλιά του. Σηκώθηκε απότομα και άφησε το ποτήρι της στο τραπέζι του. Στράφηκε ξανά προς τη μεριά του και του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα.

    «Θέλω εσένα κι θέλω εσύ να έχεις το θρόνο!» σχεδόν του φώναξε.

    Ο Αρές γέλασε δυνατά. Σηκώθηκε απότομα και την άρπαξε από το μπράτσο. «Κάποτε με είχες, αλλά συμβιβάστηκες μόνο με το θρόνο!» της είπε θυμωμένος και την άφησε. Της γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε από κοντά της.

    «Μπορείς να το αλλάξεις αυτό τώρα κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω!» επέμεινε εκείνη.

    «Να αλλάξω τι;» της φώναξε κι αυτός. «Το ξέρω ότι μπορώ να έχω το θρόνο, αλλά τι σε κάνει να νομίζεις ότι χρειάζομαι ή έστω ότι με ενδιαφέρει στο παραμικρό η βοήθειά σου;»

    «Θα μπορούσα να σε ενημερώσω εγκαίρως σχετικά με το τι σκοπεύουν να ζητήσουν από σένα για να είσαι προετοιμασμένος. Θα μπορούσα ακόμη να πείσω τον Ανούζ να ζητήσει κάτι που δε θα ήταν και τόσο δύσκολο να το καταφέρεις! Ή να τους πείσω να σου ζητήσουν αυτό που θέλεις εσύ, αρκεί να μου το πεις. Και αρκεί να με πάρεις μετά ως γυναίκα σου!»

    «Χα! Θα έπρεπε να τρελαθώ πρώτα και μετά να σε θελήσω ξανά! Θα προτιμούσα να κοιμηθώ με μια δράκαινα παρά με σένα! Δεν υπάρχει τίποτα πάνω σου που να με ελκύει πια!» της φώναξε κοροϊδεύοντάς την.

    Η προσβολή αυτή την εξόργισε. «Πώς τολμάς; Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Ή μήπως νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις μόνος σου; Ο αδερφός σου θα σε στείλει σίγουρα σε ταξίδι το ίδιο μακρινό μ’ αυτό που θα σε οδηγήσουν τα πνεύματα μια μέρα, μπορεί ακόμη και πιο μακρυά. Δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα χωρίς τη βοήθειά μου!»

    «Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου, ούτε και τη θέλω, τώρα φύγε από μπροστά μου, χάσου από τα μάτια μου!»

    «Είσαι τρελός;» Η Βερίνια προσπάθησε να τον λογικεύσει. «Νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα; Δεν έχεις τίποτα, είσαι μόνος σου! Αρές, θα σε στείλουν στον Άγνωστο Κόσμο μόνο σου!»

    «Και λοιπόν; Δεν φοβάμαι τον Άγνωστο Κόσμο! Δεν φοβάμαι τίποτα!» Ο πρίγκιπας είχε χάσει την υπομονή του πια. «Δεν φοβάμαι ούτε τον Ανούζ! Ό,τι κι αν μου ζητήσει, μπορώ να το κάνω!»

    Η Βερίνια κούνησε το κεφάλι της με απόγνωση. «Είναι ο νόμιμος διάδοχος και εσύ σκοπεύεις να διεκδικήσεις αυτό που λαχταράει όλη του

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1