Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο
Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο
Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο
Ebook558 pages6 hours

Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο

Rating: 1 out of 5 stars

1/5

()

Read preview

About this ebook

Στον κόσμο της Έρεμορ η μάχη μεταξύ καλού και κακού δεν είναι απλά θέμα συνειδήσεων, είναι ένας πραγματικός πόλεμος μεταξύ των ελευθέρων λαών και των δυνάμεων του Σκότους. Στην Αραγκόν, ο νεαρός Γουίλλιαμ του Νέρακ έρχεται στο κάστρο των Αετών, την έδρα της Ιπποσύνης για να γίνει δόκιμος Ιππότης. Από την πρώτη στιγμή θα βρεθεί στο επίκεντρο αυτού του πολέμου, θα αποκτήσει καλούς και πιστούς φίλους, θα πολεμήσει και θα αγαπήσει.Θα αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του εχθρού αλλά θα πληρώσει το τίμημα γι' αυτό;

LanguageΕλληνικά
PublisherMichail Fanos
Release dateMay 13, 2020
ISBN9780463256824
Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο
Author

Michail Fanos

Ονομάζομαι Μιχαήλ Φανός, εργάζομαι στο χώρο των οικονομικών αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι το γράψιμο και ειδικά το φανταστικό. Γράφω πολλά χρόνια τώρα και δεν σκοπεύω να σταματήσω τώρα σύντομα! Αλλά ήρθε η ώρα να μοιραστώ με όλους εσάς εκεί έξω τα μαγικά ταξίδια που το γράψιμο προσφέρει.

Read more from Michail Fanos

Related to Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο

Related ebooks

Reviews for Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο

Rating: 1 out of 5 stars
1/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οι Ιππότες Του Όρκου Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Πρώτο - Michail Fanos

    Κεφάλαιο Πρώτο

    Το Κάστρο Των Ιπποτών

    Ήταν πολύ μεγάλο δάσος και απλωνόταν για μίλια προς κάθε κατεύθυνση. Το μονοπάτι που ακολουθούσαν το διέσχιζε ολόκληρο και έβγαζε στο δυτικό άκρο του. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους υψώνονταν αιωνόβιες βελανιδιές. Παρότι ήταν ένα ζεστό και φωτεινό απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού μέσα στο δάσος επικρατούσε δροσιά και ημίφως. Οι μεγάλες βελανιδιές έκοβαν τον ήλιο επιτρέποντας μόνο στον αέρα να φτάνει ως το έδαφος. Τα πανύψηλα δέντρα δημιουργούσαν έναν υπέροχο θόλο πάνω από τα κεφάλια τους – σε ύψος που έκανε το δάσος να μοιάζει με καθεδρικό ναό αφιερωμένο στη φύση - ενώ τα χαμηλότερα φυτά και δέντρα ολοκλήρωναν την εικόνα της πυκνής βλάστησης.

    Τα δέντρα που δεν είχαν την ικανότητα της βελανιδιάς να διατηρεί στο διηνεκές τα φύλλα της ετοιμάζονταν για τον χειμώνα. Τα φυλλώματα τους είχαν αρχίσει να χρυσίζουν. Έπαιρναν το χρώμα που μαρτυρούσε πως ήταν έτοιμα να παραδοθούν στην ανάπαυση του φθινοπώρου και τον ύπνο του χειμώνα.

    Οι οπλές των αλόγων τους δεν ακούγονταν καθόλου γιατί το έδαφος ήταν καλυμμένο από ένα παχύ στρώμα χόρτου και από τα πρώτα πεσμένα φύλλα. Αλλά αυτό δεν σήμαινε πως το δάσος ήταν σιωπηλό. Το δάσος του Λουμαΐλιον ήταν απ’ τα δάση με τη μεγαλύτερη ποικιλία πανίδας σ’ όλη την Έρεμορ. Έτσι το ταξίδι τους συνόδευε το συνεχές κελάηδημα των πουλιών. Κάποιες φορές έβλεπαν σκίουρους να τρέχουν πάνω στα χοντρά κλαδιά των βελανιδιών ή κάποιο ελαφάκι πεταγόταν μπροστά τους στο μονοπάτι.

    Το μεγάλο δάσος του Λουμαΐλιον ήταν το σπίτι και μιας σπάνιας μορφής ζωής, των Λέρμα, μα ως τώρα δεν είχαν δει κανένα. Μπορεί και να κρύβονταν βέβαια. Υπήρχαν κυνηγοί που τα καταδίωκαν ανηλεώς για τους πολύτιμους χαυλιόδοντές τους. Καθώς τα Λέρμα δεν ήταν παρά μικρόσωμα ζωάκια, με μικροσκοπικούς χαυλιόδοντες, χρειάζονταν πολλά για να έχουν αξία οι χαυλιόδοντες που συγκεντρώνονταν. Έτσι οι κυνηγοί τα καταδίωκαν απηνώς και ήταν μόνο χάρη στην καλή τους γνώση του δάσους που γλίτωναν τον αφανισμό.

    Ήταν επτά όλοι και ίππευαν ισάριθμα άλογα ενώ είχαν μαζί τους κ’ ένα μουλάρι φορτωμένο μ’ ένα μπαούλο και δέματα με προμήθειες. Τα άλογα ήταν εκλεκτής ράτσας και η ιπποσκευή τους έδειχνε πως ανήκαν σε κάποιον άρχοντα. Οι επτά ιππείς ταξίδευαν ανά δύο στο μονοπάτι που επέτρεπε μόνο δύο ιππείς να βρίσκονται δίπλα-δίπλα. Οι δύο πρώτοι ιππείς φορούσαν θώρακες και ήταν οπλισμένοι με σπάθες. Οι επόμενοι ήταν το ίδιο οπλισμένοι όπως και οι τρεις που έκλειναν την μικρή αυτή πομπή, όμως οι δύο μεσαίοι δεν φορούσαν θώρακες όπως οι υπόλοιποι.

    Οι δύο μεσαίοι ιππείς έμοιαζαν μεταξύ τους φυσιογνωμικά. Ο Όριν, άρχοντας του Νέρακ, ήταν ψηλός άντρας με καστανά μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους του ενώ τα γένια του έφταναν ως το στήθος του. Ήταν φοβερός πολεμιστής και η φήμη του μεγάλη σ’ όλη την Αραγκόν. Τώρα όμως ντυμένος με τη γκριζόλευκη επίσημη φορεσιά δεν θύμιζε σε τίποτα πολεμιστή πέρα από την τεράστια σπάθα που αστραφτερή κρεμόταν στο πλευρό του.

    Ο γιος του ονομαζόταν Γουίλλιαμ. Ήταν ψηλός για τα δεκαπέντε χρόνια του μα όχι τόσο ψηλός όσο ο πατέρας του. Είχε γαλανά μάτια - όπως η πλειοψηφία των κατοίκων της Αραγκόν - και ξανθά μαλλιά μακριά ως τους ώμους. Τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν άτομο ευγενικό και καλόκαρδο. Ήταν πράγματι έτσι ο νεαρός Γουίλλιαμ.

    -Κοντεύει νύχτα, είπε με τη βαθιά φωνή του ο Όριν. Θα πρέπει να βρούμε ένα καλό σημείο για να διανυκτερεύσουμε.

    Ο Γουίλλιαμ ένευσε καταφατικά μα το μυαλό του ήταν στο κάστρο των Αετών. Το κάστρο όπου εκπαιδεύονταν οι Ιππότες της Αραγκόν για να' ναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους. Οι δυνάμεις τους ήταν θρυλικές και οι Ιππότες είχαν γίνει γνωστοί ως οι Ιππότες του Όρκου των Μελντόρα.

    Η εκπαίδευσή τους ήταν μακροχρόνια και αρκετά δύσκολη. Όμως ήταν μεγάλη τιμή για κάποιον να είναι ανάμεσα σ’ αυτήν την ελίτ των πολεμιστών. Παρ’ ότι επρόκειτο για μια εκλεκτή κάστα πολεμιστών δεν ήταν προνόμιο μόνο των ευγενών αλλά κάθε γόνος της Αραγκόν μπορούσε να φοιτήσει στο Κάστρο αν έδειχνε να έχει τις απαιτούμενες προοπτικές.

    Ο Όριν είχε μεγαλώσει τον Γουίλλιαμ με την ανατροφή που ταίριαζε σ’ έναν ευγενή χωρίς να τον πιέσει ποτέ να γίνει Ιππότης. Όμως ο Γουίλλιαμ το' χε επιλέξει μόνος του. Η εκτίμηση που όλοι έτρεφαν για τους Ιππότες και η αγάπη του για την Αραγκόν τον ώθησαν να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι στη ζωή του.

    Τώρα αναρωτιόταν αν θα στεκόταν άξιος. Αν θα κατάφερνε να αποφοιτήσει από το κάστρο για να γίνει ένας Ιππότης της Αραγκόν. Δεν ονειρευόταν δόξα και μεγάλα πολεμικά κατορθώματα, ούτε να πάρει αξιώματα. Οι Ιππότες πολλές φορές έπαιρναν αξιώματα ως άρχοντες πόλεων και περιοχών ή στο στρατό της Αραγκόν και κάποιοι γίνονταν μέλη του Συμβουλίου του Στέμματος που συμβούλευε το βασιλιά. Αν χρειαζόταν να πολεμήσει για τη χώρα του θα το έκανε, αυτό ήταν όλο. Παρ’ ότι σαν γιος του Όριν ήταν ο κληρονομικός άρχοντας του Νέρακ δεν τον έθελγαν τα αξιώματα. Ήθελε να γίνει Ιππότης για να μπορέσει να υπηρετήσει την πατρίδα του και να προστατέψει τους ανθρώπους που μια μέρα θα ήταν άρχοντάς τους.

    Θα μπορούσε όμως να τα βγάλει πέρα με τη δύσκολη εκπαίδευση του κάστρου; Αυτό τον προβλημάτιζε, τον φόβιζε. Ήταν σίγουρος πως οι θρυλικές ικανότητες των Ιπποτών θα ήταν το αποτέλεσμα μακρόχρονης και εξαντλητικής εκπαίδευσης που θα απαιτούσε άριστους σπουδαστές.

    -Μάλλον έχουμε παρέα, είπε ο Όριν, αποσπώντας τον από τις σκέψεις τους.

    Ο Γουίλλιαμ κοίταξε εκεί που έδειχνε ο πατέρας του. Από ένα μονοπάτι που ερχόμενο από δεξιά ενωνόταν με το δικό τους άρχιζε να ξεπροβάλλει μια άλλη ομάδα ιππέων. Το σημείο που τα δυο μονοπάτια ενώνονταν ήταν μπροστά τους και οι δύο ομάδες ιππέων έφτασαν εκεί ταυτόχρονα. Ο Γουίλλιαμ παρατήρησε τους άλλους.

    Ήταν λιγότεροι από αυτούς. Προπορεύονταν δύο άνδρες με θώρακες και ακολουθούσε ένας άντρας με ένα αγόρι. Ο πέμπτος κουβαλούσε ένα τόξο καθώς και σπάθα. Ο Όριν σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό:

    -Καλησπέρα, είμαι ο Όριν του Νέρακ.

    -Καλησπέρα άρχοντα, απάντησε ο άντρας που ίππευε τρίτος με το αγόρι δίπλα του. Είμαι ο Ντέρεκ απ’ τη Λύρια. Αυτός είναι ο γιος μου ο Λάιαμ.

    Ο Όριν κοίταξε το αγόρι που ήταν στην ηλικία του Γουίλλιαμ.

    -Να υποθέσω πως ταξιδεύετε για το κάστρο των Αετών; ρώτησε.

    -Μάλιστα άρχοντα, απάντησε ο Ντέρεκ.

    -Όπως και' μεις. Αυτή η μέρα φτάνει στο τέλος της. Ήμασταν έτοιμοι να σταματήσουμε για τη νύχτα. Αν θέλετε μείνετε μαζί μας και συνεχίζουμε το πρωί το δρόμο μας προς το κάστρο.

    -Τιμή μας άρχοντα.

    Σταμάτησαν σ’ εκείνο το σημείο που συναντήθηκαν και ήταν αρκετά ευρύχωρο για να στήσουν το μικρό καταυλισμό τους. Ένας από τους άνδρες της ακολουθίας απ’ το Νέρακ φρόντισε για το άναμμα της φωτιάς. Τα άλογα αλαφρώθηκαν από τις ιπποσκευές και τα φορτία τους και δέθηκαν στα γύρω δέντρα. Ενώ γίνονταν αυτές οι ετοιμασίες ο Γουίλλιαμ κάθισε κοντά στη φωτιά. Το άλλο αγόρι ήρθε και κάθισε δίπλα του κάπως δειλά.

    -Με λένε Γουίλλιαμ, είπε ο γιος του άρχοντα του Νέρακ.

    -Λάιαμ, είπε συνεσταλμένα το άλλο αγόρι.

    -Πας και εσύ για να σπουδάσεις στο κάστρο;

    -Ναι, αν και δεν ξέρω πως θα τα πάω.

    -Γιατί; ρώτησε ο Γουίλλιαμ. Η ομολογία του άλλου αγοριού του είχε προκαλέσει μια ανακούφιση που δεν ήταν ο μόνος που ανησυχούσε αν θα κατάφερνε.

    -Οι αδερφοί μου μου' χουν πει για τις δυσκολίες που έχει η φοίτηση στο κάστρο.

    -Έχεις πολλά αδέρφια;

    -Ναι, τρεις μεγαλύτερους αδερφούς. Εσύ;

    -Έχω μόνο μια μικρή αδερφή τη Λουάνα, είπε ο Γουίλλιαμ. Όλοι οι αδερφοί σου είναι Ιππότες;

    -Όχι και οι τρεις. Ο Σίμους είναι ήδη Ιππότης, ο Έρικ είναι πεμπτοετής. Αυτή είναι οι τελευταία του χρονιά στο κάστρο. Ο Κέβιν είναι τριτοετής.

    -Κατάλαβα.

    -Η Λουάνα θα σε ακολουθήσει στο κάστρο;

    -Ίσως, δεν ξέρω τι θα αποφασίσει. Είναι πολύ μικρή ακόμα.

    Οι υπόλοιποι είχαν ήδη καθίσει γύρω από τη φωτιά και ετοίμαζαν το βραδινό. Ο άρχοντας του Νέρακ είχε φροντίσει να έχουν αρκετές προμήθειες για το τριήμερο ταξίδι τους από το Νέρακ ως το κάστρο τις οποίες γενναιόδωρα προσφέρθηκε να μοιραστεί με τους ταξιδιώτες από τη Λύρια. Κατά το δείπνο έμαθε πως δεν ήταν όλοι τους μια ομάδα όπως είχε αρχικά υποθέσει. Ο Ντέρεκ και ο Λάιαμ ταξίδευαν για το κάστρο και οι άλλοι τρεις άνδρες είχαν προορισμό το κοντινό Ανάρ και ταξίδευαν μαζί για μεγαλύτερη ασφάλεια.

    -Πως και δεν ταξιδεύετε οικογενειακώς για το κάστρο; ρώτησε ο Γουίλλιαμ τον Λάιαμ.

    -Τις τελευταίες μέρες ο Σίμους ήταν στο σπίτι κι έτσι ο Έρικ με τον Κέβιν ταξίδεψαν μαζί του. Ήταν απεσταλμένος από το βασιλιά σε διπλωματική αποστολή και επιστρέφοντας πέρασε από το σπίτι πηγαίνοντας για το Κάστρο. Στην έναρξη της χρονιάς είναι πάντοτε παρόντες και οι Ιππότες που έχουν αποφοιτήσει. Όλοι οι Ιππότες -πλην όσων βρίσκονται σε εντεταλμένη υπηρεσία -παρίστανται στην έναρξη και τη λήξη της χρονιάς. Στη λήξη χρίονται Ιππότες οι αποφοιτήσαντες και όλοι οι Ιππότες μαζί ανανεώνουν την υπόσχεση πίστης στην Αραγκόν και τον βασιλιά.

    -Ξέρεις ήδη πολλά για το κάστρο και τους Ιππότες, είπε ο Γουίλλιαμ.

    -Α, και' συ θα' ξερες αν είχες τρία αδέρφια που έχουν πάει πριν από σένα στο κάστρο των Αετών, απάντησε ο Λάιαμ. Αλλά μην ανησυχείς. Θα μάθεις και εσύ πολλά και πολύ γρήγορα.

    Ο Όριν κοίταξε τους δύο συνομήλικους που συζητούσαν και είπε:

    -Οι δύο νεαροί, νομίζω πως ήρθε η ώρα να ξαπλώσετε.

    Ο Ντέρεκ συμφώνησε με ένα νεύμα.

    Οι δύο νεαροί ξάπλωσαν δίπλα δίπλα και κοντά στη φωτιά. Ο Λάιαμ κοιμήθηκε αμέσως αλλά όχι και ο Γουίλλιαμ. Έμεινε να σκέπτεται. Έξω από το φωτεινό κύκλο που δημιουργούσε η φωτιά το σκοτάδι ήταν απόλυτο και δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Άκουγε όμως μια ολόκληρη σειρά ήχων που προέρχονταν απ’ τα νυκτόβια ζώα του δάσους. Δεν φοβόταν, σκεπτόταν την αυριανή μέρα και όλα όσα αυτή θα' φερνε.

    Τελικά με το απαλό αεράκι να φυσάει στο πρόσωπό του και ακούγοντας το τριζοβόλημα των ξύλων στη φωτιά αποκοιμήθηκε.

    Τον ξύπνησε ο Όριν. Ο Γουίλλιαμ ανακάθισε και είδε τους υπόλοιπους σε διάφορα στάδια ξυπνήματος. Ένας απ’ τους ακόλουθους του πατέρα του ήταν ολότελα ξύπνιος και οπλισμένος μάλιστα. Ήταν αυτός που είχε φυλάξει σκοπιά τελευταίος αυτή τη νύχτα. Ήταν κάτι που γινόταν πάντα, ταξιδιώτες που διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο έβαζαν σκοπούς.

    Ο Γουίλλιαμ άπλωσε το χέρι και σκούντηξε ελαφρά τον Λάιαμ. Ο συνομήλικος του άνοιξε αμέσως τα μάτια του και κοίταξε γύρω του λίγο σαστισμένος. Ήταν μάλλον η πρώτη φορά που κοιμόταν στο δάσος.

    -Καλημέρα, είπε ο Λάιαμ.

    Ανακάθισε και κοίταξε γύρω.

    -Καλημέρα, είπε ο Γουίλλιαμ.

    Οι δύο νεαροί και μελλοντικοί συμμαθητές πήραν μαζί το πρωινό τους και όταν ξεκίνησαν όλοι για να συνεχίσουν το ταξίδι πήραν θέση δίπλα-δίπλα.

    -Πως αποφάσισες να γίνεις Ιππότης; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.

    -Αποτελεί μια οικογενειακή παράδοση. Ακολουθώ τα βήματα των αδερφών μου. Βέβαια – εδώ η φωνή του Λάιαμ πρόδωσε μια απογοήτευση – έχοντας τρεις μεγαλύτερους αδερφούς δεν υπάρχουν περιθώρια να διακριθείς. Εσύ πως το αποφάσισες;

    -Ήθελα να' μαι σε θέση να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και την Αραγκόν από τότε που έμαθα για τους πολέμους που η χώρα μας έχει αναγκαστεί να δώσει.

    Η Αραγκόν ήταν ένα έθνος με μεγάλη ιστορία και στη διάρκεια αυτής της μακραίωνης ιστορίας είχε πολλές φορές αναγκαστεί να υπερασπιστεί την ελευθερία της με την χρήση των όπλων κάτι που είχε συνεργήσει και στη δημιουργία των Ιπποτών.

    Ο Όριν και Ντέρεκ που επίσης ταξίδευαν δίπλα - δίπλα είχαν μια διαφορετική συζήτηση.

    -Από πού είσαι Ντέρεκ;

    -Απ’ το Βέηθ. Είναι ένα μικρό χωριό βόρεια της Λύρια.

    -Το ξέρω.

    Ο άρχοντας του Νέρακ έδειξε το σπαθί που κρεμόταν στο πλευρό του Ντέρεκ. Ήταν βαρύ με πλατιά λάμα αλλά όχι τόσο μακρύ όπως μια σπάθα.

    -Αυτό είναι όπλο που δεν το συναντά κανείς εύκολα. Πες μου φίλε, που το βρήκες;

    -Δικό μου είναι, είπε βιαστικά ο Ντέρεκ.

    -Δεν ήθελα να πω το αντίθετο, είπε ο Όριν. Απλά πρόσεξα πως είναι λίγο ασυνήθιστο.

    -Το έχω από την εποχή του πολέμου του Μαύρου Φεγγαριού.

    -Πολέμησες σ’ εκείνον τον πόλεμο;

    -Ναι ήμουν στη φρουρά της Λύρια.

    -Είμαστε συμπολεμιστές τότε, είπε ο άρχοντας του Νέρακ. Πολέμησα και εγώ τους Άρχοντες του Σκότους σε' κείνον τον πόλεμο πριν από δέκα πέντε χρόνια.

    Το δάσος ήταν το ίδιο ήσυχο και γαλήνιο όπως την προηγούμενη μέρα. Αν και γύρω τους έβλεπαν διάφορα ζώα δεν είχαν δει ακόμα τα περίφημα Λέρμα. Ο Λάιαμ εξέφρασε αυτήν την επιθυμία τους.

    -Ξέρουν να αποφεύγουν τους ανθρώπους, είπε ο Όριν. Δεν είναι εύκολα θύματα για τους κυνηγούς που θέλουν να τα σκοτώνουν κατά δεκάδες.

    Έφτασαν σε ένα σημείο όπου το μονοπάτι που ακολουθούσαν διασταυρωνόταν με ένα άλλο. Ο Ντέρεκ το έδειξε στους τρεις συνταξιδιώτες τους απ' τη Λύρια και είπε:

    -Οδηγεί στο Ανάρ. Αυτό το μονοπάτι ήταν που σας είχε πει.

    Οι τρεις άνδρες τον ευχαρίστησαν και πήραν το δρόμο για το Ανάρ αποχαιρετώντας τους υπόλοιπους.

    -Ξέρεις καλά το δρόμο, είπε ο Όριν.

    -Τον έχω ταξιδέψει τόσες φορές τα τελευταία χρόνια.

    -Καταλαβαίνω.

    Ενώ ο Όριν και ο Ντέρεκ ίππευαν συζητώντας οι δύο γιοι τους έκαναν το ίδιο αναρωτώμενοι πως θα ήταν να ζουν στο κάστρο των Αετών.

    -Ο Κέβιν λέει πως τα μαθήματα είναι δύσκολα μα έχει περάσει τόσο ωραία στο κάστρο που δεν μετάνιωσε ποτέ που πήγε, έλεγε ο Λάιαμ.

    -Ας ελπίσουμε πως θα περάσουμε και' μεις το ίδιο καλά, ήταν η απάντηση του Γουίλλιαμ.

    Κανείς από τους δυο δεν φανταζόταν τι θα ζούσαν κατά την παραμονή τους στο κάστρο των Αετών.

    Είχαν μόλις ξεκινήσει και πάλι μετά από μια στάση για να γευματίσουν και να ξεκουραστούν τα άλογά τους όταν είδαν έναν ιππέα να πλησιάζει μέσα από τα δέντρα. Ήταν μόνος του, κάτι ασυνήθιστο αφού ελάχιστοι άνθρωποι ταξίδευαν μόνοι. Αυτός ο άντρας δε φαινόταν αγγελιοφόρος και κάποιος που θα ήξερε θα αναγνώριζε πως τα ρούχα του, παρότι απλά. ήταν ακριβά. Ήταν ντυμένος με άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και μαύρες μπότες. Πάνω απ’ τα ρούχα του είχε ριγμένο έναν λευκό μανδύα με κουκούλα. Είχε τυπικά Αραγκόνια χαρακτηριστικά, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Τους είχε δει και ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Γουίλλιαμ δεν τον γνώριζε μα ο Όριν μόλις τον είδε είπε με έκπληξη:

    -Μάικ. Απίστευτο.

    Ο άλλος πλησίασε και ο Όριν έσπευσε να τον προϋπαντήσει. Μόλις συναντήθηκαν ο Όριν έτεινε το δεξί του χέρι και ο νεοφερμένος το' σφιξε δυνατά.

    -Μάικ! Δεν ήξερα πως βρίσκεσαι στην Αραγκόν.

    -Ήρθα για λίγο.

    -Χαίρομαι που σε βλέπω

    -Και' γω Όριν.

    Ο άρχοντας του Νέρακ σύστησε το νεοφερμένο στους υπόλοιπους:

    -Ο Μάικ Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης.

    Ο Γουίλλιαμ απόρησε με τον τίτλο αυτό. Όσους άρχοντες ήξερε είχαν έναν τίτλο αξιώματος ή από κάποια περιοχή του βασιλείου. Δεν ήθελε να ρωτήσει τον πατέρα του μπροστά στον ξένο, δεν ήταν ευγενικό.

    -Ώστε πάτε στο κάστρο, είπε ο Μάικ. Και' γω εκεί πάω.

    -Αλλά αυτό το μονοπάτι δεν το ήξερα, είπε ο Όριν. Εσύ; ρώτησε στρεφόμενος στον Ντέρεκ.

    -Όχι άρχοντα. Και' χω κάνει πολλές φορές αυτό το ταξίδι.

    -Εγώ δεν έρχομαι απ’ το Νέρακ ή τη Λύρια, υπενθύμισε ο Μάικ. Και η αλήθεια είναι πως δεν είναι κανονικό μονοπάτι μα εξυπηρετούσε το σκοπό μου. Να κερδίσω χρόνο και να μειώσω την απόσταση.

    -Θα ταξιδέψεις μαζί μας; ρώτησε ο Όριν. Ή βιάζεσαι να συνεχίσεις το ταξίδι σου;

    -Θα ταξιδέψω μαζί σας, είπε ο άρχοντας με τον αινιγματικό τίτλο.

    Συνέχισαν το δρόμο τους στο μεγάλο δάσος του Λουμαΐλιον.

    Κόντευε το ηλιοβασίλεμα όταν το δάσος άρχισε να αραιώνει και τα δέντρα να λιγοστεύουν. Τελικά βγήκαν απ’ το μεγάλο δάσος του Λουμαΐλιον. Τότε το αντίκρισαν.

    Μπροστά τους ορθωνόταν το Κάστρο των Αετών. Ήταν σκαρφαλωμένο στην κορυφή ενός μεγάλου λόφου αντικριστά στο δάσος. Οι δύο μελλοντικοί του κάτοικοι έμειναν να θαυμάζουν. Τα ψηλά του τείχη ήταν χτισμένα από γκρίζα πέτρα, επιβλητικά έστεκαν για αιώνες απόρθητα απ’ την πάροδο του χρόνου και κάθε εισβολέα. Οι δυο σειρές που τα απάρτιζαν χτισμένες με τεράστιες τετραγωνισμένες πέτρες κατέληγαν σε επάλξεις με επίσης τετράγωνο σχήμα. Η εσωτερική σειρά των τειχών ήταν ψηλότερη από την εξωτερική μερικά μέτρα, αμφότερες ήταν επανδρωμένες με πολλούς φρουρούς.

    Στην εξωτερική περίμετρο των τειχών ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ διέκριναν πύργους να υψώνονται κατά τακτά διαστήματα ενώ δυο υψώνονταν εκατέρωθεν της πύλης του κάστρου.

    Μέσα από τα τείχη του κάστρου υψωνόταν ο όγκος των κτιρίων του με αναρίθμητες στέγες από μπλε – σαν του συννεφιασμένου ουρανού – κεραμίδι και τους πυργίσκους που κατέληγαν επίσης σε επάλξεις.

    Όπως πλησίαζαν μπορούσαν να διακρίνουν όλο και πιο πολλές λεπτομέρειες. Στην κορυφή του ψηλότερου πυργίσκου κυμάτιζε η σημαία της Αραγκόν, ερυθρή με δύο λευκά ρόδα που οι μίσχοι τους μπλέκονταν χαμηλότερα από τα άνθη τους και μια σπάθα κάθετα σε αυτούς. Στον διπλανό κυμάτιζε – λίγο πιο χαμηλά από την εθνική σημαία – η σημαία των Ιπποτών που εικόνιζε σε κόκκινο φόντο έναν μαύρο αετό που με τα γαμψώνυχα πόδια του κρατούσε ένα χρυσό σπαθί και ένα ανοιχτό βιβλίο.

    Οι φρουροί στα τείχη και την πύλη του κάστρου ήταν με πλήρη πολεμική αμφίεση και πάνοπλοι. Ήταν σ’ εγρήγορση και παρακολουθούσαν τους ταξιδιώτες που έφταναν στην πύλη. Πολλά παράθυρα ήταν φωτισμένα, το κάστρο φαινόταν γεμάτο ζωή.

    Γύρω από το κάστρο η εξοχή της Αραγκόν καταπράσινη και στα δυτικά ένα μικρό χωριό με τις καμινάδες του να καπνίζουν καθώς οι κάτοικοί του ετοίμαζαν το δείπνο τους.

    Φτάσανε στην πύλη του κάστρου όπου επικρατούσε έντονη κινητικότητα καθώς δεν ήταν οι μόνοι ταξιδιώτες που έρχονταν στο κάστρο. Οι δύο μελλοντικοί μαθητές κοίταζαν με δέος την είσοδο στο κάστρο που για τα επόμενο πέντε χρόνια θα ήταν το σπίτι τους. Ήταν μια ψηλή καμάρα - oρθάνοιχτη τώρα μα με βαριές συμπαγείς πόρτες – με το έμβλημα των Ιπποτών χαραγμένο στην πέτρα στο ψηλότερο σημείο της.

    Μπροστά στην πύλη κατέφθαναν όλο και περισσότεροι μελλοντικοί Ιππότες. Εδώ οι συνοδοί τους τους αποχαιρετούσαν αφού οι δόκιμοι Ιππότες έπρεπε να μπουν μόνοι τους στο κάστρο. Οι συνοδοί τους έμπαιναν στο κάστρο μόνο αν ήταν Ιππότες που θα παρέμεναν για την έναρξη όπως ήταν η παράδοση.

    Ο Γουίλλιαμ κοίταξε τους νεαρούς και τις νεαρές που αποχαιρετούσαν τους δικούς τους και έμπαιναν στο κάστρο. Αναρωτήθηκε πως θα ήταν η ζωή του σ’ ένα κάστρο που δεν ήξερε παρά μόνον έναν άνθρωπο και αυτόν λίγο, τον Λάιαμ. Αυτό τον φόβιζε κάπως.. Ήταν τόσο διαφορετικό απ’ αυτό που είχε συνηθίσει. Στο Νέρακ, στο κάστρο του πατέρα του, δεν υπήρχε κανένας που να μην τον γνώριζε ο Γουίλλιαμ.

    Ο Μάικ, Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης, είπε στον Όριν:

    -Θα προχωρήσω να δω τον Λιουέλλιν. Θα μείνεις για τη γιορτή;

    -Όχι. Θα πρέπει να ξεκινήσω για τη Βάλλιαντ, απάντησε ο άρχοντας του Νέρακ. Ο βασιλιάς ζήτησε από τους έπαρχους να μεταβούν στην πρωτεύουσα αύριο. Πήρα την έγκρισή του να παρουσιαστώ μεθαύριο μπροστά του για να φέρω τον Γουίλλιαμ στο κάστρο. Τώρα πρέπει να βιαστώ.

    -Εις το επανιδείν, είπε ο Μάικ. Και θυμήσου Όριν…

    -Ναι, να μην αναφέρω ότι συναντηθήκαμε.

    Ο Μάικ πριν προχωρήσει στο εσωτερικό του κάστρου ευχήθηκε καλή παραμονή στο κάστρο στους δυο δόκιμους Ιππότες και καλή επιτυχία στις σπουδές τους σ’ αυτό.

    Ο Όριν πήρε παράμερα το γιο του και του είπε:

    -Εδώ πρέπει να σε αφήσω Γουίλλιαμ. Θέλω να είσαι υπάκουος στους δασκάλους του κάστρου και να προσπαθείς για το καλύτερο στην εκπαίδευσή σου. Αλλά να θυμάσαι πως ο πραγματικός Ιππότης πρώτα φαίνεται εδώ – ο Όριν ακούμπησε το χέρι του στο στήθος του Γουίλλιαμ στο σημείο της καρδιάς.

    -Θα κάνω το καλύτερο δυνατό.

    -Το ξέρω, είπε ο Όριν. Σου εύχομαι καλές σπουδές.

    Καθώς ο άρχοντας του Νέρακ αποχαιρετούσε το γιο του πρόσεξε έναν άλλο νεαρό που πέρασε δίπλα τους. Το έμβλημα στο μανδύα του ήταν τελείως άγνωστο στον Όριν. Αυτό του έκανε εντύπωση μιας και γνώριζε τους περισσότερους από τους ευγενείς της Αραγκόν και αναγνώριζε τα εμβλήματά τους.

    Έστρεψε την προσοχή του στον Γουίλλιαμ και πάλι. Αποχαιρέτησε τον γιο του με συγκίνηση. Παρ’ ότι ποτέ δεν τον είχε πιέσει ποτέ για την πορεία που θ’ ακολουθούσε στη ζωή του ήθελε να τον δει να γίνεται Ιππότης.

    Μόλις ο Γουίλλιαμ πέρασε την πύλη και ο Όριν δεν τον έβλεπε πια ανέβηκε στο άλογό του και το οδήγησε προς το δάσος του Λουμαΐλιον με τη συνοδεία του να τον ακολουθεί.

    Ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ περνώντας την πύλη του έμειναν άφωνοι. Μπροστά τους υψωνόταν η δεύτερη σειρά τειχών και από κοντά έμοιαζε πολύ πιο ψηλή και επιβλητική απ’ όταν την είχαν πρωτοδεί.

    Γύρω τους ο χώρος ήταν σχετικά μικρός. Δύο τοίχοι ένωναν την πρώτη και τη δεύτερη σειρά τειχών – πιο χαμηλοί απ’ αυτά και έτσι αόρατοι απ’ έξω – αφήνοντας χώρο όσο το πλάτος της πύλης. Στους δύο τοίχους υπήρχαν καμάρες – μια στον καθένα – αλλά είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ο Γουίλλιαμ δεν μπορούσε να δει τι υπήρχε πέρα από αυτές αν και οι πόρτες ήταν ανοικτές.

    Στον περίπου τετράγωνο αυτό χώρο βρισκόταν και άλλοι νέοι και νέες. Καθώς οι παραδόσεις των Ιπποτών των Μελντόρα το επέτρεπαν όλοι οι νέοι ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης μπορούσαν να γίνουν Ιππότες ενώ επιτρεπόταν και σε κοπέλες να φοιτήσουν στο κάστρο.

    Όπως έμπαιναν στα δεξιά τους βρισκόταν ένα τραπέζι όπου ένας Ιππότης ντυμένος με την καθημερινή στολή του κάστρου έπαιρνε τα προσκλητήρια γράμματά τους και έδινε στον καθένα ένα μενταγιόν με το έμβλημα των Ιπποτών και μια περγαμηνή με τους κανονισμούς του κάστρου. Οι νέοι και οι νέες που είχαν εκδηλώσει την επιθυμία τους να φοιτήσουν στο κάστρο λάμβαναν ένα προσκλητήριο γράμμα που τους καλούσε να παρουσιαστούν στο Κάστρο των Αετών το βράδυ της 31ης Αυγούστου και τους όριζε τι χρειαζόταν να έχουν μαζί τους. Αυτά τα γράμματα παρέδιδαν τώρα αποδεικνύοντας πως είχαν κληθεί στο κάστρο των Αετών.

    Ο Γουίλλιαμ ξετύλιξε λίγο την περγαμηνή για να διαβάσει του κανονισμούς μα τον πρόλαβε μια δυνατή φωνή:

    -Ακολουθήστε με.

    Ανέβλεψε από το ρολό που κρατούσε και είδε πως η πύλη στο εσωτερικό τείχος είχε ανοίξει και ένας Ιππότης στεκόταν εκεί.

    -Μην ανησυχείτε για τις αποσκευές σας. Θα μεταφερθούν στους κοιτώνες σας.

    Ακολούθησαν τον Ιππότη σ’ έναν διάδρομο και μετά σε μια μεγάλη αίθουσα. Ήταν μια πραγματικά μεγάλη αίθουσα, πολύ πιο μεγάλη απ’ την κεντρική αίθουσα του κάστρου του Νέρακ. Φωτιζόταν από πολλούς πυρσούς που ήταν τοποθετημένοι σε ειδικές υποδοχές στον κάθε τοίχο. Λάβαρα στόλιζαν τους τοίχους και κρέμονταν από την οροφή. Ήταν η τραπεζαρία του κάστρου. Ήταν γεμάτη με μεγάλα μακρόστενα τραπέζια. Ήταν ενωμένα σε τρεις σειρές παράλληλα με την πόρτα κατά μήκος της μεγάλης αίθουσας. Κάθετα στα άλλα ήταν ακόμα ένα τραπέζι.

    Σ’ όλα τα τραπέζια ήταν στρωμένα χρυσά λαμπερά σκεύη ενώ είχαν σερβιριστεί πλούσια εδέσματα. Ο Γουίλλιαμ είδε πως στα τραπέζια βρίσκονταν πολλοί Ιππότες ήδη. Ήταν αυτοί που είχαν αποφοιτήσει απ’ το κάστρο και είχαν χρισθεί Ιππότες. Τώρα που είχαν έρθει για την έναρξη της χρονιάς είχαν καθίσει στα τρία παράλληλα τραπέζια απ’ την αντίθετη πλευρά απ’ αυτή που ήταν το τέταρτο τραπέζι αφήνοντας κενές τις θέσεις που ήταν πιο κοντά σ’ αυτό.

    Ο Γουίλλιαμ κοίταξε τους Ιππότες με σεβασμό. Αυτοί ήταν οι επίλεκτοι πολεμιστές – υπερασπιστές τις Αραγκόν. Βρίσκονταν στο σημείο που ο ίδιος έλπιζε να φτάσει.

    Στο τέταρτο τραπέζι κάθονταν λίγα άτομα. Ο Γουίλλιαμ δεν ήξερε το λόγο που αυτοί κάθονταν χωριστά σε περίοπτη θέση μα τον φαντάστηκε, ήταν οι δάσκαλοι του κάστρου.

    Δίπλα στον Γουίλλιαμ ο Λάιαμ κοίταζε το θέαμα της μεγάλης αίθουσας με θαυμασμό. Αν και ήξερε πολλά για το κάστρο ανακάλυπτε τώρα πως είναι πολύ διαφορετικό να γνωρίζεις κάτι από διηγήσεις τρίτων απ’ ότι να το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια. Παρακολουθούσε με προσοχή καθώς οι δόκιμοι Ιππότες έπαιρναν τις θέσεις τους στην αίθουσα αφήνοντας μόνο τους πρωτοετείς να περιμένουν.

    Οι δόκιμοι Ιππότες των μεγαλυτέρων ετών έπιασαν τις περισσότερες θέσεις που είχαν μείνει άδειες. Οι θέσεις που είχαν μένει τώρα πια άδειες ήταν οι κοντινότερες προς το τραπέζι των δασκάλων του κάστρου. Αφού κάθισαν οι δόκιμοι των μεγαλύτερων ετών ο Ιππότης που τους είχε συνοδέψει ως εδώ μπήκε στην αίθουσα. Τους ένευσε να τον ακολουθήσουν. Κρατούσε τώρα μια περγαμηνή που ξετύλιξε και ανακοίνωσε:

    -Άρθουρ γιος του Νέβιλ, Λευκός κοιτώνας.

    Ο νεαρός δόκιμος Ιππότης προχώρησε στο πιο μακρινό απ’ τα τρία τραπέζια. Ο Γουίλλιαμ κατάλαβε πως κάθε τραπέζι αντιπροσώπευε έναν κοιτώνα. Ήξερε πως οι δόκιμοι Ιππότες χωρίζονταν σε τρεις κοιτώνες κατά την παραμονή τους στο κάστρο, τον Ερυθρό, τον Λευκό και τον Γαλάζιο. Ο νεαρός Ιππότης που είχε μόλις ακούσει το όνομά του έφτασε στο τραπέζι του Λευκού κοιτώνα όπου οι ήδη καθισμένοι Ιππότες του έσφιξαν το χέρι. Ο Γουίλλιαμ κοίταξε να δει αν η υποδοχή ήταν το ίδιο θερμή και στους υπόλοιπους κοιτώνες. Στον Γαλάζιο κοιτώνα υποδέχονταν τους νεοφερμένους με χειροκροτήματα ενώ στον Ερυθρό η υποδοχή γινόταν φωνάζοντας τρεις φορές το όνομα του νεοφερμένου.

    -Άιαν της Λύρια, Ερυθρός κοιτώνας.

    Ο πρωτοετής δόκιμος προχώρησε προς το τραπέζι του Ερυθρού κοιτώνα που ήταν το πιο κοντινό στην πόρτα. Οι Ιππότες εκεί τον υποδέχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Ο Γουίλλιαμ δεν είδε τι έγινε μετά γιατί έφτασε η σειρά του.

    -Γουίλλιαμ του Νέρακ, Ερυθρός κοιτώνας.

    Ο Γουίλλιαμ προχώρησε προς το τραπέζι του Ερυθρού κοιτώνα. Τον υποδέχθηκαν με την τριπλή δυνατή εκφώνηση του ονόματος του που είχε ήδη παρατηρήσει.

    Κάθισε σε μια θέση. Δίπλα του βρισκόταν ένας Ιππότης με επίσημη ενδυμασία. Ο Γουίλλιαμ δεν τον γνώριζε μα κατάλαβε πως κατάγονταν απ’ την ίδια πόλη γιατί στο στήθος του έφερε το θυρεό του Νέρακ, ένα κάστρο μ’ ένα χρυσό στέμμα από πάνω.

    -Καλώς ήρθες νεαρέ Γουίλλιαμ, είπε ο Ιππότης.

    -Με γνωρίζετε; εκπλάγηκε ο Γουίλλιαμ.

    -Θα μπορούσες να το πεις και αυτό, είπε ο Ιππότης. Την τελευταία φορά που σε είδα ήσουν ακόμη μωρό. Τι κάνει ο πατέρας σου;

    -Καλά είναι. Πηγαίνει στη Βάλλιαντ.

    -Ναι ξέρω, για την συνάντηση των έπαρχων με το βασιλιά.

    Ο Γουίλλιαμ έστρεψε την προσοχή του στη είσοδο της τραπεζαρίας. Ήταν η σειρά του Λάιαμ να μάθει σε ποιο κοιτώνα θα είναι. Ο Γουίλλιαμ ευχήθηκε να ερχόταν ο Λάιαμ στον Ερυθρό κοιτώνα. Θα ήταν ευχάριστο να έχει μαζί του κάποιον που γνώριζε, έστω και λίγο.

    -Λάιαμ γιος του Ντέρεκ, Ερυθρός κοιτώνας.

    Ο Γουίλλιαμ χαμογέλασε και φώναξε το όνομα μαζί με τους υπόλοιπους Ιππότες για να υποδεχθεί το Λάιαμ. Ο Λάιαμ ήρθε και κάθισε δίπλα του.

    -Χαίρομαι που είμαστε στον ίδιο κοιτώνα, είπε.

    Οι πρωτοετείς είχαν όλοι καθίσει τώρα και ο Γουίλλιαμ αναρωτήθηκε τι είχε τώρα σειρά.

    Ένας άντρας σηκώθηκε από το τραπέζι που βρισκόταν αντικριστά στα υπόλοιπα. Καθόταν στη μέση του τραπεζιού σε μια πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο και μόλις σηκώθηκε όρθιος κάθε ήχος στην αίθουσα έπαψε μονομιάς. Ο Γουίλλιαμ τον ήξερε αν και δεν το είχε συναντήσει ποτέ προσωπικά. Ήταν ο Μεγάλος Δάσκαλος Λιουέλλιν, ο Άρχοντας του Κάστρου.

    Ο Άρχοντας του κάστρου των Αετών και Ηγέτης των Ιπποτών ήταν ψηλός και ευθυτενής. Είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα, αμφότερα λευκά σαν το χιόνι. Φορούσε και εκείνος την επίσημη στολή του.

    -Καλωσορίζω απόψε τους νέους Ιππότες που ήρθαν από σήμερα να προστεθούν στην ευγενή μας αδελφότητα.

    Η φωνή του Λιουέλλιν ήταν βροντερή και ακουγόταν εύκολα από όλους στην αίθουσα. Η έκφρασή του προσώπου του παρότι αυστηρή φανέρωνε πως χαιρόταν που τους έβλεπε εδώ. Αλλά και από τον τόνο της φωνής του ήταν φανερό πως εννοούσε αυτά που έλεγε.

    -Εύχομαι να σταθούν άξιοι όπως και όλοι όσοι προηγήθηκαν αυτών. Στους νέους μας αδερφούς τονίζω πως πρέπει να σέβονται και να υπακούν τους παλαιότερους Ιππότες σαν πιο έμπειρους. Από σήμερα εισέρχονται σε μια ζωή δύσκολης εκπαίδευσης και πολλών καθηκόντων. Στη δύσκολη πορεία τους προς το χρίσμα της Ιπποσύνης θα' χουν για βοηθούς και συμπαραστάτες τους παλαιότερους Ιππότες. Στους παλαιότερους αυτούς Ιππότες λέω πως θα πρέπει να προσέχουν και να προστατεύουν τους νέους αδερφούς μας. Ας μην ξεχνάμε τον όρκο που δίνουν οι Ιππότες πριν χρισθούν. Λέει: αδερφός προς αδερφό στη ζωή και στο θάνατο.

    Ο Λιουέλλιν κάθισε. Ήταν το σύνθημα για την έναρξη του γεύματος. Ο ήχος από τα μαχαιροπίρουνα αναμίχθηκε με αυτόν των συζητήσεων. Ο Γουίλλιαμ πήρε λίγο κρέας στο πιάτο του και άρχισε να τρώει.

    -Ζαρκάδι ψημένο σε χαμηλή φωτιά, είπε ο Ιππότης απ’ το Νέρακ, πολύ καλό.

    Ο Γουίλλιαμ που είχε ήδη φάει δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Αποτόλμησε μια ερώτηση:

    -Ποιος μαγείρεψε αυτό το φαγητό;

    -Τα ξωτικά-γνώμοι, απάντησε ο Ιππότης και βλέποντας την απορία στο πρόσωπο του Γουίλλιαμ εξήγησε:

    Τα ξωτικά-γνώμοι είναι μια αρχαία φυλή που προήλθε απ’ την επιμιξία γνώμων με ξωτικά. Οι γνώμοι εξαφανίστηκαν μα αυτή η φυλή επέζησε. Ζούσαν στο βασίλειο του Ρομίριον. Όταν το Ρομίριον πέρασε στη σκοτεινή πλευρά τα ξωτικά-γνώμοι ζήτησαν καταφύγιο στην Αραγκόν. Ο τότε βασιλιάς της Αραγκόν Μάικ ο Ζ’ τους επέτρεψε να εγκατασταθούν και ο Λιουέλλιν τους ζήτησε να βοηθήσουν στο κτίσιμο του κάστρου. Όταν το χτίσιμο ολοκληρώθηκε τα ξωτικά-γνώμοι διεκδίκησαν το κάστρο για δικό τους. Ο Μεγάλος Δάσκαλος Λιουέλλιν κάλεσε τον αρχηγό τους – τον Έρλιν – σε μια παρτίδα σκάκι. Ο Έρλιν περηφανευόταν για τις ικανότητές του στο σκάκι. Δέχτηκε αν κέρδιζε την παρτίδα να πάρει το κάστρο για έπαθλο αλλά αν χάσει να μπουν τα ξωτικά-γνώμοι στην υπηρεσία των Ιπποτών. Μετά από μια παρτίδα που διήρκεσε 64 ώρες – δεν περηφανευόταν επί ματαίω για τις ικανότητές του στο σκάκι ο Έρλιν – ο Λιουέλλιν νίκησε. Μετά από αυτό τέθηκαν στην υπηρεσία των Ιπποτών. Κάνουν τις δουλειές επιτρέποντας στους Ιππότες να ασχολούνται με την εκπαίδευση και την τελειοποίηση των ικανοτήτων τους.

    -Ο πρώτος Μεγάλος Δάσκαλος ονομαζόταν επίσης Λιουέλλιν; ρώτησε ο Λάιαμ.

    -Οι Ιππότες έχουν γνωρίσει μόνο έναν ηγέτη, είπε ο Ιππότης απ’ το Νέρακ.

    Ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ κοιτάχτηκαν άφωνοι από την έκπληξη ενώ ο Ιππότης χαμογελούσε.

    -Δεν συστηθήκαμε, είπε, είμαι ο Ραμίρ Γκάνελον από την Ελέντια του Νέρακ.

    -Γουίλλιαμ του Νέρακ, είπε ο Γουίλλιαμ συστηνόμενος και επίσημα.

    -Λάιαμ γιος του Ντέρεκ, είπε ο Λάιαμ δειλά και πρόσθεσε, δεν είμαι από οικογένεια ευγενών.

    -Δεν έχει σημασία είπε ο Ραμίρ Γκάνελον. Από σήμερα ανήκεις στους Ιππότες του Όρκου των Μελντόρα. Για μας δεν έχουν σημασία οι κοινωνικές τάξεις, αλλά η προσωπική αξία καθενός.

    Ο Γουίλλιαμ έριξε μια ματιά γύρω. Στα τέσσερα τραπέζια οι Ιππότες και οι δόκιμοι έτρωγαν και συζητούσαν. Το δείπνο ήταν πλούσιο, εκτός από το ζαρκάδι, που ο Ραμίρ είχε επιδοκιμάσει, υπήρχε κοτόπουλο στα κάρβουνα και χοιρινό ψημένο σε χαμηλή φωτιά.

    Τα διαφορετικά κρέατα συνοδεύονταν από σαλάτες και αφράτο λευκό ψωμί. Υπήρχαν ακόμη στο τραπέζι λευκά μαλακά τυριά και κίτρινα κεφαλοτύρια. Το φαγητό συνοδευόταν από μια ποικιλία χυμών φρούτων από το μεγάλο δάσος του Λουμαΐλιον.

    -Θα έχουν αρκετή δουλειά τα ξωτικά-γνώμοι είπε ο Γουίλλιαμ κοιτάζοντας το χρυσό κύπελλο από το οποίο έπινε μονολογώντας περισσότερο παρά απευθυνόμενος σε κάποιον.

    -Όχι τόση όση φαντάζεσαι είπε ο Ραμίρ, που είχε ολοκληρώσει το γεύμα του. Με τις μαγικές δυνάμεις που διαθέτουν τα καταφέρνουν πολύ καλά.

    -Οι Ιππότες όμως δεν εξασκούν, την μαγεία είπε ο Λάιαμ λίγο πιο θαρραλέα τώρα.

    -Όχι, είπε ο Ραμίρ αφού άδειασε το κύπελλο του. Δεν εξασκούμε μαγεία, οι πνευματικές μας δυνάμεις είναι κάτι το τελείως διαφορετικό.

    Το δείπνο έφτασε στο τέλος του και δόθηκε το σύνθημα για να αποσυρθούν. Οι νεοφερμένοι ακολούθησαν τους παλαιότερους στους κοιτώνες τους. Μέσα από διαδρόμους και σκάλες οι δόκιμοι του Ερυθρού κοιτώνα έφτασαν στους δικούς τους που ήταν στο βόρειο πυργίσκο.

    Ο κοιτώνας του Γουίλλιαμ και του Λάιαμ ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Στα πόδια κάθε κρεβατιού ήταν οι αποσκευές του κατόχου του. Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν μια ξύλινη θήκη για όπλα.

    Ο Γουίλλιαμ κοίταξε τα παράθυρα απέναντί του όπως στάθηκε στην πόρτα. Η νύχτα είχε πέσει και στο στερέωμα είχαν εμφανιστεί τα πρώτα αστέρια. Στο βάθος φαίνονταν τα φώτα από το κοντινό χωριό.

    Κοίταξε το δωμάτιο και πάλι. Τα κρεβάτια ήταν χωρισμένα τρία και τρία. Για το Γουίλλιαμ προοριζόταν το κρεβάτι που ήταν τρίτο στα αριστερά, όπως έβλεπε κανείς το δωμάτιο μπαίνοντας. Ήταν δίπλα στο ένα παράθυρο. Διαπίστωσε πως τα πράγματά του βρίσκονταν ήδη εκεί.

    Έξι νεαροί άνδρες βρίσκονταν τώρα στο δωμάτιο. Όλοι ήταν στην ηλικία του Γουίλλιαμ. Εξέταζαν με προσοχή το νέο τους περιβάλλον, όλοι λίγο-πολύ ξαφνιασμένοι με όσα είχαν δει απόψε όπως και ο ίδιος. Άρχισαν, σιγά-σιγά, να ετοιμάζονται για ύπνο και να τακτοποιούνται στην νέα τους κατοικία.

    Ο Γουίλλιαμ κοίταξε έξω. Η νύχτα ήταν ήσυχη και γλυκιά. Στο κοντινό χωριό είχαν ανάψει φώτα στα περισσότερα πια σπίτια και κάπου-κάπου έφταναν ήχοι από αυτό ως το κάστρο. Γαβγίσματα σκυλιών, φωνές, κυρίως από μητέρες που μάζευαν τα παιδιά τους απ’ τα παιχνίδια και τους φίλους τους για το δείπνο στο σπίτι, και βελάσματα προβάτων.

    Ο Λάιαμ ήρθε δίπλα του.

    -Ήρθαμε λοιπόν στο κάστρο. Τι κάνουμε όμως από δω και πέρα; είπε κοιτώντας και εκείνος έξω.

    -Ανησυχείς για το πώς θα τα πάμε με τις σπουδές μας εδώ;

    -Ναι. Είχα ακούσει τόσα για το κάστρο και τους Ιππότες. Τώρα όμως που είμαι εδώ… Είναι τελείως διαφορετικό. Ανησυχώ λοιπόν.

    -Και ποιος δεν ανησυχεί, είπε ένας νεαρός πίσω τους.

    Γύρισαν και αντίκρισαν έναν συνομήλικο τους που τους χαμογέλασε φιλικά.

    -Είμαι ο Μαξιμίλιαν από την Βάλλιαντ.

    -Ανησυχείς και εσύ; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.

    -Φυσικά. Οι δυνάμεις των Ιπποτών σίγουρα δε θα αποκτούνται καθόλου εύκολα. Αλήθεια δε μου είπατε τα ονόματά σας.

    Ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ συστήθηκαν. Ο Μαξιμίλιαν ένας νεαρός με ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά έσφιξε το χέρι και των δυο.

    -Χαίρω πολύ, είπε.

    -Τι λέτε να εξερευνήσουμε λίγο το κάστρο; Πρότεινε ένας νεαρός που το κρεβάτι του βρισκόταν απέναντι από του Γουίλλιαμ. Ήταν ξανθός με γαλανά μάτια, όπως η πλειονότητα των κατοίκων της Αραγκόν, αλλά το χρώμα που είχαν πάρει τα μαλλιά του έδειχνε πως είχε περάσει αρκετό χρόνο στην ύπαιθρο.

    -Άιαν της Λύρια, συστήθηκε.

    -Γουίλλιαμ του Νέρακ, είπε ο Γουίλλιαμ και το έσφιξε το χέρι.

    Ο νεαρός ήταν γιος άρχοντα όπως και ο Γουίλλιαμ. Ο Λάιαμ συστήθηκε με τη σειρά του.

    -Λάιαμ γιος του Ντέρεκ από τη Λύρια, είπε κάπως δειλά.

    -Απ’ τη Λύρια; ρώτησε ο Άιαν. Από πού;

    -Από το Βέηθ.

    -Ωραίο μέρος, έχω πάει.

    Ο Λάιαμ φαινόταν να νιώθει κάπως άβολα με τον Άιαν μιας και ο νεαρός ήταν γιος του άρχοντα της περιοχής από την οποία καταγόταν.

    -Λοιπόν; είπε ο Άιαν. Πάμε;

    -Δε θα πρέπει να επιτρέπεται είπε ο Μαξιμίλιαν, αλλά γιατί όχι;

    Ο Γουίλλιαμ το σκεπτόταν ακόμα.

    -Τι λες είπε στο Λάιαμ;

    -Δε ξέρω.

    -Πάμε, πήρε την απόφαση ο Γουίλλιαμ.

    Οι τέσσερις νεαροί δόκιμοι στράφηκαν προς τους άλλους δύο που βρίσκονταν στο δωμάτιο.

    -Θα έρθετε; ρώτησε ο Άιαν.

    Ο ένας από τους δύο είχε ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι του και είπε:

    -Είμαι σίγουρος πως δεν επιτρέπεται, όχι δεν θα έρθω.

    Ο Άιαν στράφηκε προς τον έκτο νεαρό, που είχε το κρεβάτι δίπλα στην πόρτα, δίπλα στον ήδη ξαπλωμένο.

    -Εσύ τι λες;

    -Θα' ρθω.

    -Ωραία, ποιο είναι το όνομά σου;

    -Ρικ γιος του Άρθουρ, απ’ το Ανάρ.

    Οι υπόλοιποι συστήθηκαν. Ο Ρικ ήταν γεροδεμένος, τα μαλλιά του έφταναν ως τους ώμους και ήταν καστανά όπως και τα μάτια του.

    Ο Λιουέλλιν, ο Μεγάλος Δάσκαλος και ηγέτης των Ιπποτών μετά το δείπνο επέστρεψε στα προσωπικά του διαμερίσματα. Τα διαμερίσματα του βρίσκονταν στο μεγάλο πύργο που υψωνόταν στο κεντρικό τμήμα των κτισμάτων του κάστρου.

    Μπαίνοντας έριξε μια ματιά γύρω του. Βιβλιοθήκες γέμιζαν τους τοίχους. Το δωμάτιο είχε δυο μεγάλα αψιδωτά παράθυρα και ένα πέτρινο τζάκι. Ο Λιουέλλιν αναζήτησε με το βλέμμα τον επισκέπτη του που τον περίμενε εδώ. Καθόταν σε μια πολυθρόνα κοντά στο τζάκι που έκαιγε η φωτιά. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο. Ο Άρχοντας του κάστρου χαμογέλασε.

    -Καλησπέρα Μάικ, είπε.

    Ο επισκέπτης του που δεν ήταν άλλος από τον

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1