Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Έτος χωρίς Καλοκαίρι
Έτος χωρίς Καλοκαίρι
Έτος χωρίς Καλοκαίρι
Ebook690 pages8 hours

Έτος χωρίς Καλοκαίρι

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Καλοκαίρι 1815
Τα κανόνια του Βατερλώ έχουν μόλις σιγήσει. Ο Γάλλος στρατιώτης Πιερ Λεγκέ πιάνεται αιχμάλωτος των Άγγλων, όμως η αιχμαλωσία του παίρνει μια εντελώς αναπάντεχη τροπή. Στη μακρινή Ανατολή ξυπνάει ο τρόμος, με τη μορφή ενός ηφαιστείου. Ο Πιερ θα γνωρίσει τη Φρέγια, θα πολεμήσουν για τη ζωή τους και θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν μέσα σε έναν κόσμο που βυθίζεται συνεχώς στο σκοτάδι.

Καλοκαίρι 2020
Ο Φίλιππος και ο αδερφός του Μάρκος βρίσκονται σε διακοπές στη Σκωτία, όταν ο κόσμος σκεπάζεται από την ηφαιστειακή τέφρα. Η κολοσσιαία ηφαιστειακή έκρηξη καταποντίζει την παγκόσμια θερμοκρασία, φέρνοντας σκοτάδι και θάνατο. Η μόνη διέξοδος, ο θερμότερος Νότος. Τα δύο αδέρφια θα συναντήσουν την Μπεατρίς με τον γιο της. Θα βρεθούνε κυνηγημένοι από μια φονική συμμορία που έχει ως στόχο να τους εξοντώσει, θα διασχίσουν τη μισή Ευρώπη, όμως ο αληθινός τους εχθρός είναι το ίδιο το κλίμα.

Ένα σενάριο που επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες, με την ίδια φονικότητα, ένα φυσικό φαινόμενο που κλονίζει τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού, οδηγώντας τους ήρωες στα άκρα, εκεί όπου ο χρόνος κυλάει αντίστροφα προς το Έτος Χωρίς Καλοκαίρι.

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 26, 2023
ISBN9789606262821
Έτος χωρίς Καλοκαίρι

Related to Έτος χωρίς Καλοκαίρι

Related ebooks

Related categories

Reviews for Έτος χωρίς Καλοκαίρι

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Έτος χωρίς Καλοκαίρι - Μανώλης Παλαβούζης

    etos_xoris_ebook-1040x1536.jpg

    τίτλος συγγράματος: Έτος χωρίς Καλοκαίρι

    συγγραφέας: Μανώλης Παλαβούζης

    έκδοση ebook: Απρίλιος 2020

    isbn: 978-960-626-282-1

    ο σχεδιασμός του ebook έγινε απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις iWrite

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Μανώλης Παλαβούζης γεννήθηκε στον ακριτικό Έβρο το 1994. Σπούδασε την επιστήµη του περιβάλλοντος στο Πανεπιστήµιο Αιγαίου. Λατρεύει τα βιβλία, τα παζλ και τα ταξίδια, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του, όταν δεν παρακολουθεί ξένες σειρές και ταινίες, σχεδιάζει φανταστικούς χάρτες. Όνειρό του, µια µέρα να χτίσει έναν ολόκληρο κόσµο σε κάποιον από αυτούς. Αγαπηµένοι του συγγραφείς ο Μάρτιν, ο Τόλκιν και ο Κινγκ. Του αρέσει να προβληµατίζεται για τον σύγχρονο κόσµο· έτσι έγραψε τον Τέταρτο Καβαλάρη, την πρώτη διλογία βιολογικού τρόµου από Έλληνα συγγραφέα (Εκδόσεις Πηγή). Τα διηγήµατά του Πέρα απ’ τον τάφο και Η τελευταία υπόσχεση έχουν συµπεριληφθεί στις συλλογικές ανθολογίες Το Έπος της Φαντασίας (ΙΙ) και Μετά το Τέλος αντίστοιχα (Εκδόσεις iWrite). Ανήκει στη συγγραφική οµάδα του ηλεκτρονικού περιοδικού για το φανταστικό, Will o’ Wisps. Το Έτος Χωρίς Καλοκαίρι είναι το τρίτο του µυθιστόρηµα. Ζει µε την οικογένειά του στο Σουφλί, απ’ όπου και κατάγεται, αρθρογραφώντας, κάνοντας το µεταπτυχιακό του και γράφοντας το επόµενο βιβλίο του.

    Σκοτάδι έξω και τίποτα άλλο.

    Έντγκαρ Άλαν Πόε, Το Κοράκι

    Επιστημονικό Σημείωμα

    Στις 10 Απριλίου του έτους 1815 σημειώθηκε η έκρηξη του ηφαιστείου Ταμπόρα στην Ινδονησία, η μεγαλύτερη έκρηξη που έχει παρατηρηθεί στη σύγχρονη καταγεγραμμένη ιστορία. Η ισχύς της ηφαιστειακής έκρηξης ήταν 52.000 φορές ισχυρότερη της ενέργειας που εκλύθηκε από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, ο θόρυβος της έκρηξης ακούστηκε πάνω από 2.000 χιλιόμετρα μακριά, ενώ η εκλυόμενη τέφρα κατακρημνίστηκε σε ακτίνα μεγαλύτερη των 1.300 χιλιομέτρων. Η ηφαιστειακή στήλη έφτασε στη στρατόσφαιρα, στο δυσθεώρητο ύψος των 43 χιλιομέτρων, απ’ όπου και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Η επίδραση της έκρηξης στο κλίμα ήταν καταλυτική, εμποδίζοντας την ηλιακή ακτινοβολία να φτάσει στο έδαφος, καταποντίζοντας την παγκόσμια μέση θερμοκρασία κατά 0.4-0.7ΟC, προκαλώντας ηφαιστειακό χειμώνα, κάτι που σύντομα ονομάστηκε από τους ανθρώπους της εποχής ως Έτος Χωρίς Καλοκαίρι.

    ΠΟΡΦΥΡΗ ΔΥΣΗ

    Ο άνεμος μουρμούριζε στ’ αυτιά μου χολωμένος

    κι έφερνε λόγια μακρινά, για μέρη ξεχασμένα.

    Όταν ο ήλιος χάθηκε ψηλά, το σκότος εκθρόνισε τη μέρα.

    Κι η ζωοδότρα γη έλαμνε σ’ ατέλειωτο σκοτάδι.

    Εισαγωγή

    Ο Πιερ Λεγκέ ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Για την ακρίβεια, κάτι άκρως καταστροφικό εξελισσόταν τριγύρω, κι εκείνος αδυνατούσε να αντιδράσει. Το αισθανόταν στην κουρασμένη γη που έτρεμε, αγκομαχώντας από το ποδοβολητό των αλόγων, στον μπαρουτοκαπνισμένο αέρα που χόρευε σε νέφη που στροβιλίζονταν γύρω του, στα αδέσποτα βόλια που έπεφταν ολόγυρα, τινάζοντας σβόλους χώματος και σφύριζαν στον αέρα. Στη μυρωδιά από αίμα, θάνατο και κόπρανα. Στις αγωνιώδεις οιμωγές των τραυματιών και των μελλοθανάτων.

    Και στην πληγή στο πόδι του. Τώρα θα έπρεπε να βρίσκεται στην εκκλησία του χωριού του, με την αλμύρα της θάλασσας στον αέρα να μπλέκεται στα μαλλιά του. Θα έπρεπε να προσεύχεται στον Θεό να μακροημερεύσει υπό το αιώνιο βλέμμα Του, αυτός και οι δικοί του, καθισμένος σε ένα απόμερο στασίδι, με το παράθυρο δίπλα του να του χαρίζει μια άποψη της ανταριασμένης θάλασσας, και τη μυρωδιά του θυμιάματος να τον ζαλίζει γλυκά. Όμως, κόντρα σε κάθε πιθανότητα, βρισκόταν σε ένα πεδίο μάχης, αυτήν την καταραμένη Κυριακή: 18 Ιουνίου 1815, η μέρα που στη Γαλλία ήρθε το χάος.

    Ένα βόλι είχε διαπεράσει την μπλε στολή του, στο ύψος του μηρού, και τώρα ένας σκούρος λεκές κατέβαινε γοργά μέχρι τη γάμπα του. Ανακάθισε αγκομαχώντας, στηρίχτηκε σε ένα κοίλωμα του εδάφους βρομισμένος και μπαντάρισε την πληγή όπως μπορούσε, σκίζοντας λουρίδες υφάσματος από τη στολή ενός νεκρού που δεν τη χρειαζόταν άλλο.

    Η μάχη ήταν χαμένη. Το ιππικό που διέτασσε ο στρατάρχης Νέυ είχε αποδεκατιστεί, όπως και το πεζικό στο κέντρο της παράταξης υπό τον Ντ’ Ερλόν, ενώ οι Άγγλοι κατέφθαναν από παντού κατερχόμενοι από τον λόφο του Αγίου Ιωάννη, με τη νίκη να στεφανώνει τις γελοίες περικεφαλαίες τους. Η μάχη που είχε ξεκινήσει το πρωί, είχε καταλήξει σε ένα πρωτόγνωρο αιματοκύλισμα για τον γαλλικό στρατό. Μπορούσε ακόμη να ακούσει τους θορύβους της μάχης πιο μακριά, στην πεδιάδα, στα στενά του χωριού που άκουγε στο όνομα Βατερλώ. Η Παλαιά Φρουρά συνέχιζε να μάχεται ακόμη σε παράταξη τετραγώνων στα μετόπισθεν, υποχωρώντας προς τα νότια και τα γαλλικά σύνορα, με την ουρά στα σκέλια και το ηθικό στο ναδίρ, προσπαθώντας να συγκρατήσει τις ορδές των επιτιθέμενων Άγγλων του Ουέλινγκτον και των καταραμένων Πρώσων του Μπλύχερ. Μπορούσε να φανταστεί τους αγαπημένους πολεμιστές του Βοναπάρτη να υποχωρούν, να γεμίζουν, να σκοπεύουν και, πυροδοτώντας, να φυτεύουν φονικά βλήματα στην αγγλική παράταξη, συνεχίζοντας το έργο για το οποίο έγιναν διάσημοι: να μάχονται ακόμη, όταν όλοι οι υπόλοιποι τα χάνουν και υποχωρούν. Η τελευταία γραμμή άμυνας πριν την τελική κατάρρευση της στρατιάς.

    «Καταραμένοι Άγγλοι», ψέλλισε μονάχος του και σηκώθηκε αργά, στηριζόμενος στο μουσκέτο του.

    Είχε χάσει το κράνος του όπως και το κοντό σπαθί του, πάνω στη φυγή του. Η άτακτη υποχώρηση σίγουρα δεν βρισκόταν στο μυαλό του, όταν, πριν από μέρες, ακολουθούσε τον στρατό από το Παρίσι μέχρι τα σύνορα Γαλλίας-Βελγίου¹, καθώς ο στρατός αναχωρούσε για μάχη με τη συνοδεία πολεμικών εμβατηρίων. Ο πόλεμος θα ήταν δύσκολος, αλλά ο αυτοκράτορας είχε επιστρέψει από την εξορία, και όλα έμοιαζαν ξανά δυνατά μ’ εκείνον στην κεφαλή του κράτους και του στρατού.

    Η αριστερή μπότα του έστεκε τώρα σκισμένη και κακοπαθημένη, ενώ η στολή του ήταν χιλιοτρυπημένη, γρατζουνισμένη και βρόμικη, σαν να είχε συρθεί σε όλο τον βούρκο της πεδιάδας που είχαν χάσει τη ζωή τους χιλιάδες συμπολεμιστές του. Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει με ακρίβεια των αριθμό των νεκρών, όμως ο Πιερ θα ορκιζόταν ότι ήταν ιδιαίτερα υψηλός.

    Όσο έδενε την πληγή του, αναρωτήθηκε αν τα ονόματα όλων όσων είχαν βρει τον θάνατο εκείνη τη μέρα, θα γέμιζαν αμέτρητες αράδες σε κάποιο βιβλίο που θα έφτανε στα χέρια του Άγγλου βασιλιά. Όνομα, επώνυμο, ηλικία. Όνομα, επώνυμο, ηλικία και ξανά πάλι, για σελίδες και σελίδες. Στήλες σχεδιασμένες με βιαστικά δυσανάγνωστα ονόματα αντρών που πριν λίγο ήταν ολοζώντανοι, με όλη τη ζωή μπροστά τους. Ίσως να παρέθετε και ένα πολυτελέστατο δείπνο στους σημαντικότερους υφισταμένους του. Αλλά πάλι, κανείς δεν θα έδινε σημασία στους νεκρούς του εχθρού.

    Σκούπισε με το λερό γάντι το πρόσωπό του, χωρίς να καταλάβει ότι αυτά που σκούπιζε ήταν δάκρυα αναμεμειγμένα με βρομιά και σκόνη. Έκανε στην άκρη τα καστανά μαλλιά που έπεφταν στα μάτια του και έξυσε τα αραιά γένια του. Ήταν δάκρυα ήττας αυτά που έτρεχαν, δάκρυα για τα χαμένα όνειρα της Γαλλίας για κυριαρχία στη Γηραιά Ήπειρο.

    Είχε μεγαλώσει σε χωριό δίπλα στη θάλασσα, ακούγοντας για τα κατορθώματα του Ναπολέοντα. Είχε ανδρωθεί ακούγοντας για το στρατιωτικό δαιμόνιο του άντρα εκείνου, για τον τρόμο όλης της Ευρώπης απέναντι στον τακτικό στρατό του στον οποίο έσπευσε να ενταχθεί. Είχε παρακολουθήσει και μάλιστα είχε συμμετάσχει από την αρχή στην Εκστρατεία των 100 Ημερών του Ναπολέοντα. Είχε ακολουθήσει τα βήματα του αυτοκράτορα από τη στιγμή που έφτασε στις νότιες ακτές από τη νήσο Έλβα, έπειτα από την απόδρασή του, καθώς ανακαταλάμβανε τον γαλλικό θρόνο από τα χέρια των Βουρβόνων, επελαύνοντας προς το Παρίσι και το στέμμα, που του έκανε συντροφιά την προηγούμενη δεκαετία. Είχε πιστέψει ξανά στα λόγια του για το όνειρό του για τη Γαλλία. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε.

    Είχε ακολουθήσει τον αγαπημένο του στρατηλάτη στη γαλλική εισβολή στη Ρωσία το 1812 μαζί με μισό εκατομμύριο ακόμα στρατιώτες, τη Μεγάλη Στρατιά, τον πιο οργανωμένο και αξιόμαχο στρατό που γνώρισε ο κόσμος, είχε πολεμήσει τους καταραμένους Κοζάκους, είχε ματώσει στην κατάληψη της Μόσχας, είχε παγώσει από το δριμύ ψύχος της Ρωσίας και είχε ταπεινωθεί από την άτακτη και πολύνεκρη υποχώρηση στα γαλλικά εδάφη, μετά από αιματηρές μάχες. Μποροντίνο, Μπερεζίνα… Και μετά, όταν όλα έμοιαζαν τελειωμένα, είχε πολεμήσει ξανά στη Λειψία και είχε δει τον Ναπολέοντα να χάνει, μα αυτή τη φορά, όχι εξαιτίας του ρωσικού χειμώνα, αλλά λόγω υπέρτερων δυνάμεων, αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στην υποχώρηση, καθώς ο Έκτος Συνασπισμός έπαιρνε τον θρόνο από τα χέρια του Ναπολέοντα.

    Έξι ολόκληρα χρόνια γεμάτα κακουχίες, στερήσεις, θάνατο, αίμα και πόνο. Έξι χρόνια, που τώρα έμοιαζαν να έχουν πάει στράφι. Το ένα τέταρτο της ζωής του χαμένο.

    Ο Πιερ φύσηξε τη μύτη του και υποχώρησε αργά σε μια λόχμη θάμνων. Το χέρι του χώθηκε στα απομεινάρια ενός κομμένου άκρου κάποιου άντρα και κλαψούρισε φοβισμένα, τραβώντας το με σιχασιά. Οι Γάλλοι υποχωρούσαν ολοταχώς, και ήξερε ότι αν δεν βιαζόταν, δεν θα τους προλάβαινε και θα ακολουθούσε τη μοίρα χιλιάδων άλλων αντρών προς την αιχμαλωσία. Αν, δηλαδή, κατάφερνε να επιβιώσει με κάποιον τρόπο. Όμως το πόδι του τον τρέλαινε στον πόνο, και η αιμορραγία δεν είχε σταματήσει εντελώς. Με κάθε νέα κίνηση, φρέσκο αίμα κυλούσε στην υγρή στολή, και κάποια στιγμή θα λιποθυμούσε, κι όταν θα γινόταν αυτό, ήταν τελειωμένος.

    Οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν ασταμάτητοι, ακόμα και τώρα που όλα έμοιαζαν να τελειώνουν. Άλογα χλιμίντριζαν, καθώς Βρετανοί και Πρώσοι ιππείς καταδίωκαν το πεζικό των Γάλλων. Πυροβολισμοί έρχονταν από κάθε μεριά, και με κάθε νέα ριπή, σύννεφα βρόμικου ρυπαρού καπνού σκέπαζαν το πεδίο της μάχης.

    Από μακριά άκουσε άγριες φωνές: «La Garde recule. Sauve qui peut!²», και ήξερε ότι τώρα δεν υπήρχε επιστροφή. Αφού η Παλαιά Φρουρά είχε καταρρεύσει, τότε τίποτα δεν θα έμενε όρθιο. Οι Γκρινιάρηδες του Ναπολέοντα αποτελούσαν για χρόνια την καλύτερη μαχητική δύναμη της Ευρώπης, λειτουργώντας πάντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σαν καλολαδωμένη πολεμική μηχανή, όπως του άρεσε να τους αποκαλεί. Όμως τώρα έσπευδαν να απομακρυνθούν από το πεδίο της μάχης, ενώ το σούρουπο πλησίαζε γοργά.

    Κοίταξε τα νεκρά σώματα που απλώνονταν στο έδαφος, σαν αγκαλιασμένα. Αναγνώρισε δύο συμπολεμιστές του, με τους οποίους έπαιζε ζάρια πριν από μερικές μέρες, όπως και τον λοχία που του είχε πει ότι σήμερα θα κέρδιζαν τη μάχη και το βράδυ θα πλάγιαζαν με αιθέριες πόρνες στις Βρυξέλλες. Το σώμα του τελευταίου είχε διαλυθεί από οβίδα κανονιού. Όπως και όποια φαντασίωση είχε κάνει ο Πιερ για γυναίκες, μπίρα και συντροφιά.

    Ανάμεσά στους νεκρούς συμπατριώτες του υπήρχαν άφθονα σώματα των εχθρών.

    «Τουλάχιστον πήραν πολλούς άλλους μαζί τους», ψιθύρισε, όμως αυτό δεν βελτίωσε καθόλου τη διάθεσή του.

    Άνοιξε το σακούλι του και είδε ότι δεν του απέμενε πολύ μπαρούτι. Ούτε και βόλια. Μόνο τρία, και το ένα από αυτά, με κάποιον τρόπο, είχε διαλυθεί. Θα μπορούσε να βρει μπαρούτι στις αποσκευές των νεκρών, όμως θυμόταν τα βόλια όλης της ομάδας του να τελειώνουν, πριν εκείνος δεχτεί το χτύπημα που τον έριξε για ώρα αναίσθητο. Και που είχε σώσει τη ζωή του. Οι Βρετανοί τον είχαν περάσει για νεκρό, καθώς ξεπαστρεύανε την ομάδα του και προχωρούσαν βαθύτερα στο γαλλικό μέτωπο που υποχωρούσε και λύγιζε κάτω από την πίεση της αγγλικής αντεπίθεσης. Βαθιά ρήγματα είχαν δημιουργηθεί σε όλη την πρώτη γραμμή, που μάτωναν τον γαλλικό στρατό. Οι αγροικίες στο μέσον των δύο αντίπαλων στρατιών, που είχαν καταληφθεί με κόπο μετά από ώρες ανταλλαγής πυρών, τώρα είχαν πέσει ξανά στα χέρια των Άγγλων, απ’ όπου οι τελευταίοι έστρεφαν τα κανόνια τους ενάντια στο καταδικασμένο πεζικό, ρίχνοντας σχεδόν εξ επαφής, με δεκάδες μικρές οβίδες που κατακρεουργούσαν άντρες και άλογα. Και οι Πρώσοι που έρχονταν από τον δρόμο στα ανατολικά, θα αποτελείωναν ό,τι απέμενε. Με κάποιον τρόπο, ο αυτοκράτορας είχε πιαστεί σαν ποντικός στη φάκα.

    Ένα κοράκι τον κοίταξε από το κλαδί της ιτιάς δίπλα του, που λύγιζε πάνω από τη ρεματιά. Το πουλί τον παρατήρησε για τα καλά και ύστερα υποχώρησε, φτερουγίζοντας τρομαγμένο από την πέτρα που του πέταξε. Και ο Πιερ κοκάλωσε. Όχι επειδή φοβήθηκε ξαφνικά το μελανόχρωμο πτηνό, αλλά επειδή είχε ακούσει φωνές. Που πλησίαζαν. Και μιλούσαν αγγλικά.

    Ζάρωσε ανάμεσα σε στάχυα που χρύσιζαν και θρόιζαν ατάραχα στο απαλό άγγιγμα του ανέμου. Αν ξεχνούσε τον καπνό και τον θόρυβο μυδραλιοβόλων και πυροβόλων, θα μπορούσε να βρίσκεται στο νησί του στα νότια, εκεί απ’ όπου καταγόταν και ο αγαπημένος του αυτοκράτορας, μακριά από αυτήν την καταραμένη πεδιάδα που είχε μετατραπεί σε απέραντο σφαγείο. Κούρνιασε όσο του επέτρεπε το πόδι του, και κράτησε το τυφέκιο σφιχτά. Ήταν γεμάτο, αφού είχε τραυματιστεί πριν ρίξει την επόμενη βολή του. Μία καλή ρίψη και θα έπαιρνε έναν ακόμα αναθεματισμένο Άγγλο μαζί του, πριν τον ξεκάνουν οι δικοί του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του και έστειλε ψηλά μια βουβή προσευχή.

    Είδε τρεις άντρες να έρχονται προς το μέρος του. Κρατούσαν σπάθες του ιππικού, όμως άλογα δεν φαίνονταν πουθενά. Προχωρούσαν αργά τρυπώντας κάθε τόσο με τις λάμες τους και δίνοντας τη χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους. Όμως όλα αυτά τα προσπέρασε βιαστικά, επειδή πίσω από τους άντρες προχωρούσε μια γυναίκα. Ήταν λερωμένη, εξαντλημένη και κακοπαθημένη. Δεν κατάφερε να μαντέψει ούτε την ηλικία της ούτε τον λόγο που την είχαν δεμένη. Σίγουρα όμως ήταν Γαλλίδα και σίγουρα θα βασανιζόταν, πριν τη σκοτώσουν. Ανάσανε βαθιά και ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση γι’ αυτό, αν την έβγαζε καθαρή, με κάποιον τρόπο.

    Ο μεγαλύτερος από τους τρεις σε ηλικία άντρας είχε ένα φαρδύ πορτοκαλί μουστάκι και κάτω από αυτό ούρλιαξε μια οργισμένη διαταγή. Μόνο ένας λοχίας μπορούσε να γκαρίξει έτσι και να πετύχει να εισακουσθεί η εντολή του αμέσως. Έβγαλε την αυστριακού τύπου περικεφαλαία του, και ο Πιερ κατάλαβε ότι είχε να κάνει με άντρες του συντάγματος των βασιλικών Δραγώνων. Απ’ όπου κι αν έρχονταν, ήταν Άγγλοι και ήταν εχθροί του, ενώ η δύστυχη Γαλλίδα, που είτε δούλευε ως πόρνη στο στρατόπεδο, είτε είχε ακολουθήσει τον σύζυγό της στην εκστρατεία, τώρα είχε καταλήξει αιχμάλωτη, και ο θάνατος θα έμοιαζε με λύτρωση σε σχέση με όσα θα ακολουθούσαν. Έπαιξε με την ιδέα μήπως σκότωνε εκείνη και έδινε τέλος στα βάσανά της. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, σ’ ένα πεδίο μάχης υπάρχουν και χειρότερα πράγματα από τον θάνατο.

    Οι δύο στρατιώτες απίθωσαν με αγριότητα τη γυναίκα σε ένα τμήμα του εδάφους, που αναπάντεχα δεν καλυπτόταν από πτώματα, και έκοψαν τα δεσμά της. Παράτησαν τα σπαθιά τους και ξεφόρτωσαν ό,τι περιττό κουβαλούσαν, μιλώντας μεταξύ τους.

    «Θέλω να βλέπει όλα όσα θα της κάνουμε», γάβγισε ο λοχίας, όμως εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. «Τώρα θα δει τι μπορεί να καταφέρει ένας Βρετανός», μουρμούρισε, και οι άλλοι έσπευσαν να χαζογελάσουν και να γιουχαΐσουν. Βάλθηκαν να ξεμπερδεύουν με τα παντελόνια και τις ζώνες τους.

    Όταν ο Πιερ είδε τα τριχωτά οπίσθια του άντρα, σήκωσε ασυναίσθητα το μουσκέτο του από το έδαφος, ανάσανε βαθιά, όπως έκανε πάντα όταν σκόπευε, και κοίταξε από το σκόπευτρο. Έκλεισε το αριστερό μάτι του και είδε τη μακριά κάννη να ευθυγραμμίζεται με την πλάτη του λοχία, πάνω ακριβώς από τη δερμάτινη επένδυση που συγκρατούσε τις θήκες για τις πιστόλες και τη σπάθα. Ένα ρυάκι ιδρώτα κυλούσε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, κατεβαίνοντας προς τα κάτω, μέχρι που χανόταν σε έναν τριχωτό θύσανο. Ο Πιερ με αυτό που έκανε γνώριζε ότι υπέγραφε τη θανατική καταδίκη του, όμως ένα πράγμα που δεν ανεχόταν ο Πιερ Λεγκέ ήταν η βιαιοπραγία, και πόσο μάλλον ενάντια σε μια γυναίκα, στην κατάστασή της, που δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή.

    Χωρίς να το σκεφτεί, τράβηξε τη σκανδάλη. Από αυτή τη μικρή απόσταση ήταν εκατό τοις εκατό θανάσιμη. Ακόμα και τυφλός θα μπορούσε να πετύχει έναν τέτοιο στόχο. Ο καπνός και ο μυρωδιά του μπαρουτιού έπνιξαν τα πνευμόνια του, έτσουξαν τα μάτια του, και ο θόρυβος της εκπυρσοκρότησης έκανε τα αυτιά του να βουίζουν. Το μουσκέτο αναπήδησε και χτύπησε τον ώμο του, πετυχαίνοντας την άκρη της κλείδας του. Μέσα όμως στον καπνό που άρχισε να διαλύεται, είδε τον λοχία να τινάζεται, να υποχωρεί και να πέφτει με τα γόνατα κάτω, πριν ακόμη καταφέρει να κάνει αυτό που σκόπευε στη γυναίκα. Το ρυάκι ιδρώτα στην πλάτη του βάφτηκε κόκκινο. Η γυναίκα άρχισε να χτυπιέται πέρα-δώθε τινάζοντας τα άκρα της, και όλα αυτά παραμένοντας ακόμη σιωπηλή.

    Κάποια άλλη στιγμή, ο Πιερ θα την επιβράβευε με τη σιωπή της, επειδή οι γυναικείες κραυγές θα προσέλκυαν κάθε άντρα στην πεδιάδα που γύρευε ευχαρίστηση από τη γυναικεία φύση, όμως τώρα θα προτιμούσε τις κραυγές. Ίσως να υπήρχαν τίποτα ξεχασμένοι Γάλλοι τριγύρω, που θα προσέτρεχαν για βοήθεια, όμως οι μόνοι που άρχισαν να τον πλησιάζουν με λύσσα, ήταν οι εχθροί. Οι δύο εναπομείναντες Άγγλοι πετάχτηκαν πάνω μόλις είδαν τον υπαξιωματικό να πέφτει και μόλις αναγνώρισαν την προέλευση του πυροβολισμού, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του, προσπαθώντας ακόμη να κουμπώσουν τα παντελόνια τους. Η στιγμή που θα διασκέδαζαν, βιάζοντας εναλλάξ τη γυναίκα, θα καθυστερούσε, μέχρι να αποτελειώσουν αυτόν τον αναθεματισμένο Γάλλο.

    Ο Πιερ ετοιμάστηκε να αμυνθεί όπως μπορούσε. Άρπαξε από κάτω ένα πεταμένο σπαθί και μουρμούρισε μερικές προσευχές που του είχε διδάξει η μάνα του, όταν ήταν ακόμη μικρό αγόρι και έπαιζε με το γατάκι του μπροστά στη φωτιά στο τζάκι. Αμφέβαλε αν θα τον έσωζαν, αλλά τις πρόφερε έτσι κι αλλιώς. Ο ετοιμοθάνατος δεν πρέπει να είναι εκλεκτικός στις σανίδες σωτηρίας.

    Είχε μάθει αρκετά καλά τα αγγλικά για να αναγνωρίσει τις εξαγριωμένες βρισιές των Άγγλων, και μέσα σε όλο εκείνο τον χαλασμό άκουσε τον θόρυβο περισσότερων αλόγων. Οι μόνοι που συνέχιζαν να διαθέτουν άλογα, τώρα που η μάχη είχε τελειώσει, ήταν οι Άγγλοι. Δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό του και ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον θάνατο που ερχόταν τρέχοντας εναντίον του, φορώντας κόκκινο γιλέκο και γκρίζα παντελόνια, κρατώντας προτεταμένα σπαθιά που γυάλιζαν στο φως της μέρας που αργοπέθαινε γύρω του. Η δύση φάνταζε πιο σκοτεινή και πορφυρή αυτή τη μοιραία μέρα.

    Όμως, πριν από αυτούς, ήρθαν οι άντρες του ιππικού που ξεπρόβαλαν πίσω από τα δέντρα στο βάθος. Ο Πιερ έβλεπε, χωρίς να καταλαβαίνει. Αρχικά, οι ιππείς περικύκλωσαν τους δύο άντρες και μετά κατέβασαν με δύναμη τα σπαθιά τους εναντίον τους. Οι εχθροί κατέρρευσαν σαν κεραυνόπληκτες βελανιδιές. Ο Πιερ πέταξε κάτω το σπαθί που κρατούσε και σήκωσε τα χέρια του, χωρίς να καταλαβαίνει την αναπάντεχη τροπή στην όλη υπόθεση. Δεν είναι κακό να παραδίνεσαι μπροστά σε έναν εχθρό που έχει ήδη νικήσει.

    Οι ιππείς ήταν τρεις συνολικά, δύο νεότεροι και ένας μεγαλύτερος άντρας, που αν έκρινε σωστά από τα διακριτικά στον ώμο του, θα πρέπει να διέθετε τον βαθμό του ταγματάρχη. Ενός Άγγλου ταγματάρχη που είχε μόλις σκοτώσει άντρες της δικής του στρατιάς. Ο Πιερ αναστέναξε βγάζοντας έναν λυγμό και περίμενε με την καρδιά του να ηχεί σαν πολεμικό τύμπανο. Βρέθηκε περικυκλωμένος.

    Δύο άντρες αφίππευσαν και τον πλησίασαν επιφυλακτικά. Αυτός που έμοιαζε με ταγματάρχη στεκόταν ακίνητος στη σέλα του, πιάνοντας το ξυρισμένο πιγούνι του με το γαντοφορεμένο χέρι του και παρατηρώντας τον με προσοχή. Ο Πιερ ζάρωσε από τη ματιά του άντρα, πρόλαβε όμως να δει τη γυναίκα που είχε γλιτώσει τον βιασμό να σηκώνεται και να πλησιάζει μαζεύοντας τον ποδόγυρό της. Στάθηκε δίπλα στο άλογο του ταγματάρχη, σχεδόν σαν να ήταν υπηρέτριά του, και ύστερα αυτός γύρισε προς το μέρος της, την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Έμοιαζε να τη γνωρίζει. Ίσως είναι πράγματι υπηρέτριά του, και οι άντρες την είχαν κλέψει για να την εκμεταλλευτούν, σκέφτηκε. Αυτό, τουλάχιστον, έβγαζε κάποιο νόημα.

    Ο ταγματάρχης συνέχιζε να τον κοιτάζει: «Λοιπόν, βλέπω ότι έχουμε ένα χρέος να ξεπληρώσουμε εδώ», είπε, και η χαρακτηριστική βρετανική προφορά του δεν ταίριαζε καθόλου με την όλη εικόνα θανάτου και καταστροφής που τον τύλιγε. Το αριστερό του μάγουλο ήταν λεκιασμένο με λάσπη και το σακάκι του πιτσιλισμένο με αίμα. «Βρείτε ένα άλογο!» φώναξε, και αυτό το τελευταίο είχε αποδέκτη έναν από τους άντρες του, ο οποίος έφυγε γοργά για να εκπληρώσει το πρόσταγμα του αξιωματικού.

    «Ποιος είσαι;» τραύλισε σε σπαστά αγγλικά ο Πιερ.

    «Χα, ο Γάλλος μπορεί και μιλάει. Και πίστευα ότι το μόνο που ξέρουν είναι να βγάζουν κραυγές και να το βάζουν στα πόδια», είπε, και ο δεύτερος στρατιώτης γέλασε όπως όφειλε στον ανώτερό του. Έβγαλε το κράνος του, και ο Πιερ κοίταξε το κρανίο του να στεφανώνεται από αραιά γκρίζα μαλλιά που πετούσαν στον αέρα. «Είμαι ο ταγματάρχης Λίο Κάνιγκχαμ, του 1ου Συντάγματος των Βασιλικών Δραγώνων, Βρετανός όσο δεν θα γίνεις εσύ ποτέ σου, και μέρος της σημερινής μεγαλειώδους νίκης σε αυτή τη βουτηγμένη στο αίμα πεδιάδα. Είμαι αυτός που κρατάει τη βρομερή ζωή σου στα χέρια του, και καλά θα κάνεις να το θυμάσαι αυτό για όσο χρόνο θα περάσουμε μαζί, Γάλλε», είπε και έκανε αυτό το τελευταίο να μοιάζει με τη χειρότερη προσβολή στον κόσμο, τεντώνοντας το δάχτυλό του.

    Ο Πιερ ήξερε ότι ο άντρας ήταν εχθρός του και πιθανόν έπαιζε μαζί του πριν τον αποτελειώσει. Δεν μπορούσε να βρει τον λόγο που είχε μόλις ξεπαστρέψει δύο άντρες που προφανώς ανήκαν στη δική του παράταξη, όμως ένα πράγμα για το οποίο αισθανόταν βέβαιος, ήταν ότι είτε θα κατέληγε αιχμάλωτος του αγγλικού στρατού, είτε θα πήγαινε να βρει την ψυχή της μάνας του στον άλλο κόσμο, κρεμασμένος από κάποιο δέντρο. Προτίμησε να κρατήσει το στόμα του σφραγισμένο.

    Ο ταγματάρχης τον παρατήρησε για τα καλά, έφτυσε έναν σβόλο σάλιου στη ματωμένη γη, σκούπισε με ένα γκρίζο πανί τον ιδρώτα πάνω στα κατσιασμένα μαλλιά του και έγλειψε τα χείλη του.

    «Θα σε αποτελείωνα στη στιγμή, μικρέ, και θα γλίτωνα τον κόσμο από τη γαλλική σπορά που θα βγει από τα σκέλια σου, όμως έσωσες ό,τι πολυτιμότερο έχω στον κόσμο, και αυτό είναι η κόρη μου», είπε και ένευσε προς τη γυναίκα που στεκόταν ακόμη δίπλα στο άλογό του.

    Ο Πιερ συνέχιζε να κοιτάζει δύσπιστος, μπροστά στην αναπάντεχη τροπή. Στο μυαλό του άρχιζε να σχηματίζεται η ιδέα πως ίσως κατάφερνε να επιστρέψει ζωντανός στην πατρίδα.

    Η γυναίκα στεκόταν ανέκφραστη και φανερά εξαντλημένη, με καστανά μαλλιά, μπερδεμένα και κατσιασμένα όσο και η υπόλοιπη. Τα μάγουλά της ήταν μαυρισμένα και τα χέρια της εξίσου λερά και λασπωμένα. Το φόρεμα που φορούσε θα πρέπει να ήταν κάποτε γαλάζιο από ακριβό μπροκάρ, όμως τώρα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από καφετιά ξέφτια, που μάταια προσπαθούσε να τα συγκρατήσει και να κρύψει τη γύμνια της.

    «Οι δικοί σου έχασαν οριστικά. Ο αυτοκράτοράς σου το έβαλε στα πόδια, και μέχρι την επόμενη βδομάδα το Παρίσι θα είναι δικό μας. Η Γαλλία είναι ξοφλημένη, και τώρα θα γευτεί τον πόνο που έσπειρε απλόχερα στον μισό κόσμο. Όμως εσύ δεν θα συμμετάσχεις καθόλου σ’ αυτό. Τζον, βρες αμέσως άλλο ένα άλογο», φώναξε, και ο άντρας που προηγουμένως είχε φύγει για να βρει ένα άλογο, υπάκουσε και έφυγε ξανά σε αναζήτηση ενός δεύτερου.

    Ο ταγματάρχης βοήθησε την κόρη του να ιππεύσει, χωρίς εκείνη να βγάζει, ακόμη, μιλιά, δίνοντάς της το χέρι του. Εκείνη έπιασε τα χάμουρα και κοίταξε τον Πιερ στα μάτια. Αν ήταν μια ματιά για να τον ευχαριστήσει ή κάτι που θύμιζε χαιρεκακία, ο Πιερ δεν μπορούσε να αποφασίσει. Ο στρατιώτης επέστρεψε με ένα δεύτερο άλογο και, με μισή καρδιά, έδωσε τα χαλινάρια στον Πιερ, υπακούοντας στον διοικητή του.

    Ο ταγματάρχης γύρισε νευριασμένος προς τον υποτελή του. «Μα τον Μεγαλοδύναμο, δεν βλέπεις ότι είναι λαβωμένος, ηλίθιε;» γρύλισε προς τον στρατιώτη του, κι εκείνος ξεροκατάπιε. «Κουνηθείτε, βλάκες! Αν σας έβλεπε τώρα κάποιος, θα αναρωτιόταν αν πράγματι νικήσαμε ή ο δαιμόνιος κοντοπίθαρος³ παίζει μαζί μας, γελώντας πίσω από τα δέντρα!»

    Ο στρατιώτης κοκκίνισε, όμως με τη βοήθεια του συντρόφου του έσκυψε, σήκωσε με βιασύνη τον Πιερ και τον απίθωσε στη σέλα του αλόγου. Εκείνος δαγκώθηκε για να μην ουρλιάξει από τον πόνο, όμως, χωρίς ακόμη να καταλαβαίνει τι γινόταν, βρέθηκε να ιππεύει αργά προς τον Βορρά, ακολουθώντας τον ταγματάρχη, την κόρη του και τους δύο στρατιώτες, απομακρυνόμενος από το πεδίο της μάχης που βρομούσε αίμα και θάνατο και κατευθυνόμενος προς το σκιερό δάσος και τις Βρυξέλλες που απλώνονταν μερικά μίλια πιο πέρα. Εκεί όπου οι αιθέριες πόρνες, σε κάποιον άλλον κόσμο, θα έδιναν ευχαρίστηση στον γαλλικό στρατό.

    Ο Πιερ έσκυψε το κεφάλι και πριν το καταλάβει, έκλαιγε γοερά. Πίσω του ο ήλιος βουτούσε ντροπιασμένος προς τη Δύση, καθώς ο νεαρός στρατιώτης ακολουθούσε δουλικά τους εχθρούς του στον δρόμο της αιχμαλωσίας.

    δειλινο

    Ο άνεμος τραγούδαγε στ’ αυτιά μου ντροπιασμένος,

    για πυρωμένα σώματα, για πόλεις γκρεμισμένες.

    Γι’ ανθρώπους που υποφέρανε, γι’ απελπισμένα χείλη,

    που σαν τρεμάμενα κεριά λάμπανε στο σκοτάδι.

    1

    «Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να τα καταφέρεις;»

    Ο άνεμος πήρε τη φωνή μακριά, αλλά λιγότερο από ένα μέτρο χώριζε τον Φίλιππο Βρανά από τον αδερφό του, οπότε κατάφερε να τον ακούσει και αφού χαλάρωσε κάπως τους μυς του, μπόρεσε να φωνάξει καταφατικά, με τη φωνή του να βγαίνει σφυριχτή από την πίεση των μυώνων του στήθους στους πνεύμονες. Παρά το θετικό της, η απάντηση έκρυβε περισσότερο ψέμα απ’ όσο θα ήθελε.

    Ο βράχος είχαν υπολογίσει πως είχε κλίση πάνω από 80 μοίρες, όμως το λογάριασμα αυτό είχε γίνει από την επιφάνεια της θάλασσας, όταν ακόμη μπορούσαν να κάθονται αναπαυτικά στη βάρκα που είχαν μισθώσει για μια μέρα, η οποία τώρα επέπλεε παλαντζάροντας στα κύματα. Τώρα που βρίσκονταν ήδη στα 15 μέτρα, και άλλα τόσα τους χώριζαν από την κορυφή του βράχου –και την ανάπαυση που τους περίμενε εκεί– η κλίση έμοιαζε να αποκτά νέα βαρύτητα και σημασία.

    Ο Φίλιππος απελευθέρωσε από το μποντριέ άλλη μια πιάστρα, τα λεγόμενα καρυδάκια στην αργκό των αναρριχητών, και τη σφήνωσε σε μια σχισμή του βράχου. Τη δοκίμασε και βεβαιώθηκε ότι είχε γραπωθεί καλά στο σαθρό πέτρωμα. Πέρασε βιαστικά το καραμπίνερ στο σχοινί, που διαφύλασσε ότι ακόμα και μετά από ένα δυνητικά θανάσιμο λάθος του, θα υπήρχαν ακόμα δύο ζωντανοί Βρανάδες σε αυτόν τον κόσμο και κοίταξε ξανά το κενό κάτω του. Χαλάρωσε, όσο του επέτρεπε η αναρρίχηση τους μυώνες του, και προσπάθησε να ηρεμίσει και να πάρει μερικές αναπνοές. Γιατί δέχτηκα να το κάνω αυτό; Και μάλιστα να είμαι εγώ ο οδηγός;

    Ήταν τουλάχιστον η δέκατη φορά, από την ώρα που πάτησε για πρώτη φορά στον βασαλτικό βράχο, που το ρωτούσε αυτό στον εαυτό του και για δέκατη, τουλάχιστον, φορά σκέφτηκε ότι θα πρέπει να ήταν εντελώς ηλίθιος που δέχτηκε αυτήν την πρόκληση. Ο μόνος στην οικογένεια που είχε καλή σχέση με την αναρρίχηση, ήταν ο αδερφός του. Ο κατά ΟΚΤΩ χρόνια μικρότερος αδερφός του, που ασχολούνταν με αυτό το άθλημα πάνω από τέσσερα χρόνια, ερασιτεχνικά, αλλά όπως επαναλάμβανε κάθε τόσο ο εκπαιδευτής του, είχε τις δυνατότητες να φτάσει ψηλά, αν συνέχιζε την εξάσκηση.

    Και μάλλον αυτός ο ασήμαντος αριθμός ήταν η πραγματική αιτία πίσω από την ηλιθιότητά του που τον είχε οδηγήσει τώρα εδώ, να προσπαθεί να κρατηθεί από έναν βράχο, δεκαπέντε μέτρα πάνω από την επιφάνεια της Βόρειας Θάλασσας, μερικές δεκάδες μέτρα από τη σκωτσέζικη ακτή και το Αμπερντίν, με τον αδερφό του να στηρίζεται σ’ εκείνον και το δικό του κατακόρυφο μονοπάτι που θα ακολουθούσε.

    Με κάθε σωστικό συνεργείο να απέχει αρκετά λεπτά από εδώ, χρόνος κατά τον οποίο θα μπορώ να έχω υποστεί άνετα, εγώ ή ο Μάρκος, κάταγμα, σπάσιμο οστών, υποθερμία, ρήξη οργάνων ή ό,τι άλλο με περιμένει έπειτα από μια άγρια πτώση στα βράχια και τα κύματα από κάτω. Όχι, όχι, δεν θα λιποψυχήσω. Απλώς θα παραμείνω ήρεμος, πολύ ήρεμος και προσηλωμένος, περισσότερο ακόμα κι από βουδιστή Ζεν.

    Εκτός από τον ίδιο, εκείνα τα έρμα ανάμεσα στα πόδια του δυσφορούσαν τόση ώρα από την πίεση. Είχε ιδρώσει, και το ύφασμα μεταμορφωνόταν σε μαστίγιο σε κάθε απότομη κίνηση. Κουνήθηκε και ταλαντεύτηκε λίγο για να χαλαρώσει την πίεση στους βουβώνες του, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει χειρότερα τα πράγματα. Η κουλούρα σχοινιού στη μέση του τον πίεζε, και την έκανε στην άκρη. Το κορδόνι που εξασφάλιζε ότι το κράνος του δεν θα πήγαινε βόλτα στη θάλασσα τον έτρωγε στα γένια, όμως η προοπτική να αφήσει ένα από τα χέρια του για να ξυθεί, του φάνηκε απερίσκεπτη. Τα δάχτυλά του πονούσαν ακόμα και μέσα από τα προστατευτικά γάντια. Ένιωθε τις φάλαγγες να τρίβονται μεταξύ τους και να τρίζουν. Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε ξανά προς την κορυφή που τον κορόιδευε από ψηλά, κάτω από έναν ανέφελο ουρανό με λίγα μονάχα λευκά σύννεφα που ταξίδευαν χαρωπά.

    Ο αδερφός του έμοιαζε να έχει όρεξη για πλάκα. «Τι θα γίνει, θα καθίσουμε πολύ ακόμα εδώ; Δεν λέω, όμορφα είναι, αλλά…»

    «Σκάσε, Μάρκο», γρύλισε, όμως βαθιά μέσα του ένιωθε την αδρεναλίνη σε κάθε χτύπο της καρδιάς του και αυτό του έδινε μια ευχαρίστηση που είχε καιρό να νιώσει. «Αντέχεις; Πιστεύω ότι μετά από αυτό, δεν θα καταφέρω να κάνω ποτέ μου παιδιά», είπε και έδειξε προς τους όρχεις του.

    «Κανονικά, αυτός που θα έπρεπε να αγχώνεται, είμαι εγώ, αν σκεφτείς ότι είμαι ο προικισμένος της οικογένειας», είπε και ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο. «Και για να κάνεις παιδιά, αδερφέ, θα πρέπει να βρεις και το άλλο απαραίτητο μισό για να ολοκληρωθεί η διαδικασία, τον ρόλο του οποίου, για την ώρα, έχει αντικαταστήσει αυτό», είπε και του κούνησε την παλάμη του.

    Ο Φίλιππος, για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν αντιπαρατέθηκε στον έφηβο αδερφό και τον, σεξουαλικού περιεχομένου, «φιλιππικό» του.

    Ο θύσανος από μαύρα μαλλιά που περίσσευαν κάτω από το κόκκινο κράνος χαχάνισε από τη θέση του ουραγού κάτω του, όμως ο Φίλιππος δεν συμμεριζόταν απόλυτα τον ενθουσιασμό του αδερφού του, ούτε ένιωθε ιδιαίτερα χαρούμενος μέσα σε όλο αυτό που είχε μπλέξει, ακόμα και αν δεν ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα. Βρίσκονταν στον αέρα σχεδόν περίπου μισή ώρα και τα χέρια του τον έκαιγαν, τα πόδια του τον πέθαιναν, και το μόνο που ήθελε, ήταν ένα καλό μπάνιο και ένα ακόμα καλύτερο γεύμα.

    Ο κύριος λόγος που βρίσκονταν στη Σκωτία ήταν καθαρά τουριστικός. Λάτρευε την αγγλική επαρχία, τα μεσαιωνικά κάστρα και τους πλινθόκτιστους πύργους που έβγαιναν από τους μύθους, σαν να είχε μόλις παρέλθει ο Μεσαίωνας, τις ομιχλώδεις κοιλάδες της χώρας με τα σκοτεινά δάση όπου οι θρύλοι έπαιρναν σάρκα και οστά, τα μαγευτικά Χάιλαντς και τους τυρφώνες, τις παμπ όπου μπορούσε να δοκιμάσει αμέτρητες τοπικές μπίρες, ουίσκι, υδρόμελι, λικέρ και ό,τι άλλο αλκοολούχο μπορούσε να σκεφτεί. Και αν σε αυτά πρόσθεταν την αναρρίχηση, το ίδιο πίστευε και ο Μάρκος.

    Υπήρχε και ένας δεύτερος λόγος που βρίσκονταν στη Σκωτία κι αυτός ήταν εξ ολοκλήρου διαφορετικής φύσεως, ο οποίος αναπαυόταν στην εσωτερική τσέπη του πουκαμίσου που φορούσε. Προερχόταν, εν μέρει, κι αυτός από τα βρετανικά νησιά, όμως είχε να κάνει με ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.

    Πριν από έναν μήνα περίπου, είχε λάβει με το ταχυδρομείο –με το ταχυδρομείο τον 21ο αιώνα, καλά ακούσατε– ένα γράμμα, μια προσεγμένη επιστολή με χρυσά σχέδια στην μπορντούρα του φακέλου, ο αποστολέας της οποίας βρισκόταν στην Αγγλία, ενώ ο παραλήπτης ήταν ο Φίλιππος προσωπικά. Στην αρχή, μόλις είδε τον αποστολέα, το όνομα δεν του θύμισε κάτι, όμως αμέσως μετά σωριάστηκε στην πολυθρόνα του σαν σακί. Ήταν από εκείνα τα γράμματα που έρχονται από το παρελθόν και σου χτυπάνε την πόρτα στα ξαφνικά.

    Το πρώτο που σκέφτηκε όταν το είδε, ήταν ότι είχε να κάνει με τον πατέρα τους, ο οποίος είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν, όταν ακόμη ο Μάρκος ήταν μικρό αγόρι, και με δεδομένο ότι η μητέρα τους είχε χαθεί στην εγκυμοσύνη, ο Φίλιππος ήταν, από τότε, το κοντινότερο υποκατάστατο σε πατέρα για τον εξάχρονο μικρό, και πίστευε ότι τίποτα από τη ζωή του πατέρα τους δεν θα ξυπνούσε ξανά.

    Ο πατέρας τους ήταν ένας αρκετά διάσημος επιστήμονας στον χώρο της οικολογίας, για τα ελληνικά δεδομένα, με αρκετές δημοσιεύσεις σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά του εξωτερικού, κάποιες συνεντεύξεις στην τηλεόραση, μια διόλου ευκαταφρόνητη θέση σε πανεπιστήμιο της Αθήνας, με τον βαθμό του αναπληρωτή καθηγητή, και όλα αυτά όταν είχε ακόμη την πολυτέλεια του χρόνου για να συνεχίσει να ανέρχεται επαγγελματικά και ακαδημαϊκά. Το μέλλον του προδιαγραφόταν λαμπρό. Όμως όλα σταμάτησαν ξαφνικά με το ατύχημα, εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, όταν τα δύο αγόρια ήταν ανήλικα, και η μητέρα τους από καιρό στον τάφο.

    Η επιβεβλημένα ασυνεχής πανεπιστημιακή ιδιότητα, λοιπόν, του πατέρα ήταν αυτή που του είχε ανοίξει αρκετές πόρτες στο παρελθόν, όσο ακόμη δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Είχε ταξιδέψει αρκετά, στην Ευρώπη κυρίως, είχε γνωρίσει άλλους πανεπιστημιακούς και μάλιστα είχε κάνει και κάποιες φιλίες με μερικούς από αυτούς, τις οποίες διατηρούσε παρά την απόσταση και τις περιστασιακές συναντήσεις. Ήταν από τους ανθρώπους που κρατούσαν τις φιλίες που άξιζαν. Έτσι, λοιπόν, όταν εκείνο το πρωινό, πριν από έναν μήνα, ο Φίλιππος είδε το όνομα του αποστολέα να φιγουράρει με καλλιγραφικά γράμματα στην πάνω αριστερή γωνία της επιστολής, σκέφτηκε πως είτε η όρασή του είχε ξαφνικά κάνει περίπατο, είτε το μυαλό του είχε υποστεί κάποια σοβαρότερη βλάβη και του έπαιζε παιχνίδια.

    Τελικά, ούτε το ένα είχε συμβεί ούτε το άλλο, αφού ανοίγοντας, με τρεμάμενα χέρια, το κολλαριστό και σκληρόφυλλο χαρτί, κάτω από ένα θολό παραπέτασμα υγρασίας στα μάτια, καθώς σκεφτόταν εικόνες από το παιδικό παρελθόν του με τον μπαμπά του παρόντα, ολοζώντανο και δραστήριο, διάβασε τον λόγο για τον οποίο είχε λάβει τη συγκεκριμένη επιστολή.

    Ο άντρας που την είχε αποστείλει δεν ήταν άλλος από τον καλύτερο ίσως φίλο που είχε ο πατέρας του, έναν επιφανή Άγγλο λόγιο και ακαδημαϊκό, με ειδίκευση στην ύστερη ιστορία του Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, μέχρι και τη ναπολεόντεια περίοδο. Έναν άντρα για τον οποίο είχε χρόνια να ακούσει, πόσο μάλλον να δει. Ένα γέρικο φάντασμα από το παρελθόν, που όμως τώρα είχε ζωντανέψει ξανά. Και τον προσκαλούσε στην Αγγλία, έχοντας να του πει κάτι σημαντικό, χωρίς όμως να περιγράφει τι και πώς, ούτε να δίνει άλλες λεπτομέρειες. Υπήρχε μια υπόνοια στα λόγια του πως ίσως ήθελε να του δώσει κάτι, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι βέβαιος τι μπορεί να ήταν αυτό. Ίσως και τίποτα. Όπως κάθε μυστικοπαθής Άγγλος, με μεσαιωνική ακόμη αρχοντιά, δεν επιδεχόταν ερωτήσεις και τηλεφωνήματα. Έτσι, τα χέρια του ήταν δεμένα.

    Είχε κρύψει το γράμμα, γιατί η γιαγιά τους ήταν στο σπίτι και δεν ήθελε να τον δει, και το είχε διαβάσει ξανά το ίδιο βράδυ, όταν βρισκόταν στο κρεβάτι του, μακριά από τον Μάρκο, λογαριάζοντας αν μια κουβέντα για το θέμα θα αναστάτωνε τον αδερφό του, την περίοδο, μάλιστα, που ξεκινούσε τις προετοιμασίες του για τις σχολικές εξετάσεις. Τελικά, αποφάσισε να μην πει απολύτως τίποτα, να κρατήσει αυτό το μυστικό για τον ίδιο, τουλάχιστον για την ώρα, όμως η επιστολή ήταν η βέλτιστη ευκαιρία για ένα ολιγοήμερο καλοκαιρινό ταξίδι στη Σκωτία που φημιζόταν για τις εξέχουσες θέσεις αναρρίχησης, όπως το παγκοσμίου φήμης όρος Μπεν Νέβις, κάτι που ο αδερφός του, όπως σωστά μάντεψε, θεώρησε το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δεχτεί ποτέ του. Φυσικά, δεν θα δεχόταν ποτέ να κάνει αναρρίχηση στο Μπεν Νέβις, κανένας από τους δύο δεν ήταν τόσο απερίσκεπτος για το τεράστιο χάσμα που προσέλκυε λάτρεις της περιπέτειας από κάθε ξεχασμένη γωνιά του κόσμου, όμως, τελικά, έκλεισε δύο αεροπορικά εισιτήρια σε προσφορά και ένα μοτέλ κοντά στο κέντρο του Αμπερντίν, απ’ όπου, με αυτό σαν βάση, θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στη χώρα και να αναρριχηθούν σε αυτόν τον βράχο καταμεσής της θάλασσας – και να συναντήσουν τον Άγγλο φίλο του πατέρα τους, αλλά και να διαλύσουν το πέπλο μυστηρίου που τύλιγε την επιστολή του.

    Και να που τώρα φτάσαμε εδώ, σκέφτηκε ο Φίλιππος, καθώς άρπαζε έναν ακόμα κοφτερό βράχο και τραβούσε με έλξη το σώμα του ψηλότερα. Σκούπισε με το μανίκι του τον ιδρώτα που έτρεχε στο μέτωπο, όμως το προστατευτικό κράνος εμπόδιζε τις περισσότερες κινήσεις, και για άλλη μια φορά ένιωσε αλμυρό ιδρώτα να τσούζει τα μάτια του. Με τις μύτες των ποδιών του αναζήτησε σημεία για να πατήσει και βρήκε ένα όπου η τρακτερωτή μπότα του χωρούσε ικανοποιητικά.

    Είχε κάποια εμπειρία από αναρριχήσεις–ήταν μέρος του προγράμματος σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, απ’ όπου είχε πάρει το πτυχίο του στην περιβαλλοντολογία–, όταν αναγκαζόταν να παίρνει μέρος σε έρευνα πεδίου, ένα μέρος της οποίας περιλάμβανε και κάποια υποτυπώδη αναρρίχηση, όμως ο αδερφός του παρέμενε ικανότερος, πιο λεπτοκαμωμένος, αν και ψηλός όσο κι εκείνος, σχεδόν κοκαλιάρης, κατά τα εφηβικά πρότυπα, και χωρίς το κρυφό μυστικό να τον βαραίνει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– σ’ αυτήν την επίπονη, φυσικά και πνευματικά, δραστηριότητα. Έτσι, όταν το χέρι του γλίστρησε, το μυαλό του σχεδόν πάγωσε τον χρόνο γύρω του, αδυνατώντας να καταλήξει σε κάποια λογικά συμπεράσματα. Εκτός από το γεγονός ότι η ελλιπής του εκπαίδευση τα είχε κάνει μούσκεμα.

    Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, είδε τον πελεκημένο και εύθρυπτο, από τον άνεμο, βράχο από τον οποίο μέχρι τώρα κρατιόταν, να διαλύεται στα δάχτυλά του, μικρά κομματάκια να τινάζονται σαν σε αργή κίνηση και να σκορπίζονται τριγύρω – ένα μικρό νέφος που τον τύφλωσε. Πρόλαβε να δει τις φωλιές των πουφίνων, απ’ όπου τα θαλασσοπούλια αυτά –που συνήθως συναντώνται στη βόρεια Ευρώπη και τον Ατλαντικό– έκρωζαν δυνατά όλη αυτήν την ώρα, ανασηκώνοντας τα μικρά κεφαλάκια τους, μια πρασινωπή σαύρα να τον κοιτάζει βαρύθυμα, καιροφυλακτώντας ανάμεσα από μικροσκοπικές συστάδες βρύων και μούσκλιων, και ύστερα ένιωσε να πέφτει. Το σώμα του άρχισε την κατάβαση, από την οποία περίμενε ότι θα τον έσωζαν οι πιάστρες, που τόση ώρα σφήνωνε σε κενά και χάσματα του βράχου. Όμως ο βασάλτης υποχώρησε κάτω από την πίεση, και το ένα μετά το άλλο, όλα τα κρατήματά του ελευθερώθηκαν με εκκωφαντική σιωπή. Το μόνο που άκουγε, ήταν η τρομαγμένη του καρδιά.

    Ένα από τα κρατήματά του φάνηκε να βαστά περισσότερο και με ορμή χτύπησε πάνω στον βράχο. Το κράνος του απορρόφησε την περισσότερη ενέργεια της σύγκρουσης, όμως ένιωσε τα αυτιά του να κουδουνίζουν, και τον εγκέφαλό του να πηγαίνει περίπατο. Ο ώμος του τον πέθαινε στον πόνο. Η νέα αυτή ορμή έκανε και αυτό το κράτημα να υποχωρήσει και βρέθηκε ξανά να πέφτει με ταχύτητα. Αισθάνθηκε το σώμα του να χτυπάει σε εκείνο του Μάρκου, άκουσε έναν δυνατό γδούπο, και ύστερα βρέθηκαν και οι δύο να πέφτουν μπερδεμένοι σε ένα κουβάρι σωμάτων, σκοινιών και αναρριχητικού εξοπλισμού.

    Καθώς έπεφταν, το μόνο που σκεφτόταν ο Φίλιππος, ήταν ότι μαζί μ’ εκείνον, έπεφτε κι ο αδερφός του. Ο αδερφός του που, αν δεν τα παρατούσε στο μέλλον, θα μπορούσε να καταφέρει πολλά. Πριν οι τύψεις πάρουν τη μορφή ενός γιγάντιου τέρατος στις σκέψεις του και τον καταβροχθίσουν με τα κοφτερά τους δόντια, ένιωσε παγωμένο νερό να τον τυλίγει, καθώς η πτώση τους τερματιζόταν με θεαματικό τρόπο.

    Και μετά σκοτάδι.

    2

    Το αγόρι ένιωθε τον άνεμο να απλώνει τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του και να διαπερνάει τα αδύναμα τοιχώματα της σκηνής. Το ένιωθε σαν κάποιο τερατόμορφο πλάσμα, έτσι όπως τράνταζε τη σκηνή και τα κλαδιά πεύκων που τη συγκρατούσαν και ανασήκωνε τα πλέον φθαρμένα τμήματα από δέρμα ταράνδων που είχαν σκοτώσει οι κυνηγοί της φυλής, πριν ακόμη δει το αγόρι το φως του ήλιου για πρώτη φορά.

    Η γιαράνγκα⁴ ήταν παλιά και τα δέρματα ταράνδων, που χώριζαν το μικρό σπιτικό από τον έξω κόσμο, απαιτούσαν άμεση αντικατάσταση. Πήγαιναν μέρες από την τελευταία φορά που είχαν πιάσει κάποιον βαρβάτο αρσενικό τάρανδο, αλλά ακόμα κι όταν έφεραν το σώμα του ζώου πίσω, χρειάζονταν τουλάχιστον δυο ντουζίνες δέρματα για να επισκευάσουν τη γιαράνγκα. Και πολλές άλλες ντουζίνες, για να επισκευαστούν και οι υπόλοιπες σκηνές. Η φατρία τους δεν ήταν πολυάριθμη, όμως ήταν φτωχή. Και μία από τις τελευταίες που ζούσαν αυτόνομα στον Νότο αυτής της άγριας γης. Η χερσόνησος της Καμτσάτκα δεν ήταν μέρος κατάλληλο για λιπόψυχους.

    Πέρα από τη λιγοστή τροφή, αναγκάζονταν να προσφέρουν κάθε τόσο τα καλύτερα κομμάτια κρέατος, από τα ήδη περιορισμένα αποθέματα τροφής που φυλούσαν στον θεό του βουνού. Όμως ο κατευνασμός των πνευμάτων τούς είχε ωθήσει σχεδόν στο κατώφλι του λιμού, και μεταξύ των πρεσβύτερων και σοφότερων αντρών της φυλής καμία λύση δεν έπεφτε στο τραπέζι, εκτός από την ελπίδα για μια καλύτερη σοδειά και σε κάποιο πλουσιότερο κυνήγι, αν τα κοπάδια ταράνδων του Βορρά αποφάσιζαν να κατέβουν νοτιότερα προς αναζήτηση τροφής. Διαφορετικά, θα έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ θανάτου και επαιτείας. Και οι Κοριάκες⁵δεν είχαν ζητιανέψει ποτέ τους από τους Ρώσους, ακόμα κι αν τώρα η πατρογονική τους γη τούς ανήκε.

    Άφησε στην άκρη το καμάκι που έφτιαχνε και αφουγκράστηκε τον άνεμο. Του τραγουδούσε κάθε μέρα από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, όταν έβοσκε τα ζώα της φατρίας ή όταν μάζευε μικροσκοπικούς καρπούς στα θαμνοτόπια που απλώνονταν στα ριζά των βουνών. Ήταν ένας ήχος που τελικά γινόταν κομμάτι της γης γύρω του. Το τραγούδι του ανέμου, ένας θόρυβος που πλεκόταν ατέρμονα γύρω από το νήμα της ζωής κάθε Κοριάκα, σε αυτή τη μακρινή εσχατιά της Ευρασίας, τη Γη της Φωτιάς και του Πάγου.

    Άκουσε θόρυβο έξω από τη σκηνή και προχώρησε προς το άνοιγμα που παλαντζάριζε σαν πανί σε καταιγίδα. Η λοφοπλαγιά έστεκε ντυμένη στα πράσινα του καλοκαιριού και το λευκό του χιονιού, ενός καλοκαιριού που οι γηραιότεροι είχαν προφητέψει ότι δεν θα κρατούσε για πολύ, αυτή τη χρονιά. Γκρίζα σύννεφα μαζεύονταν στην Ανατολή, ιπτάμενοι οιωνοί που προμήνυαν δυσκολίες και λιμούς. Οι σαμάνοι είχαν προσφέρει τις προφητείες τους. Όμως το αγόρι ήξερε καλά την ιστορία του λαού του. Την είχε μάθει από τον ίδιο τον πατέρα και τη μητέρα του και κάθε μέρα συμπλήρωνε τις γνώσεις του με κάποια νέα ιστορία για το παρελθόν του λαού του.

    Ήταν μια ιστορία πόνου, ασθενειών και πείνας. Όπως κάθε Κοριάκας, έτσι κι αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του, απευθείας από το Υπέρτατο Ον, και το πρώτο καμωμένο, από τα δικά του θεϊκά χέρια, ανθρώπινο πλάσμα, τον Κουϊκίλ, το Μεγάλο Κοράκι. Η γραμμή αίματος ήταν μακρά και έφτανε χιλιάδες καλοκαίρια πίσω στον χρόνο, πίσω ακόμα κι από αυτόν που οι Ρώσοι αφέντες της γης αποκαλούσαν Μεσσία, τον παντοδύναμο Θεό τους, όμως ούτε η κατάκτηση από τους Ρώσους, ούτε ο τύφος, ούτε η χολέρα και η ευλογιά είχαν καταφέρει να διακόψουν αυτή τη γραμμή από τον Κουϊκίλ μέχρι τον παππού του, τον πατέρα του και τώρα εκείνον. Και ήταν υποχρέωσή του να κάνει κι εκείνος το ίδιο με τα δικά του παιδιά, μέχρι ο κόσμος να έπεφτε σε ένα αιώνιο σκοτάδι.

    Για την ώρα, ο ήλιος ήταν λαμπερός έξω από τη σκηνή και ο αέρας καθαρός, σε πλήρη αντίθεση με τον καπνισμένο αέρα εντός της γιαράνγκα, όμως η ζεστασιά που χάριζε ήταν λιγοστή. Έτρεξε στο κοντό χορτάρι, περνώντας ανάμεσα από άλλες γιαράνγκα, που λικνίζονταν στον παγωμένο αγέρα που κατέβαινε από τα βουνά στον Βορρά, ένα μικρό αγόρι με καπνισμένα μάγουλα, σκεπτικό βλέμμα και τα βάρη της νομαδικής ζωής να κυρτώνουν από τώρα τους παιδικούς του ώμους. Κάποια κοτόπουλα που είχαν επιβιώσει από τον χειμώνα, λούφαξαν μακριά του, καθώς διέλυε τη φασαριόζικη σύναξη.

    Το επιβλητικό Κοριάκσκι έστεκε αγέρωχο και πανάρχαιο, με την κορυφή του καλυμμένη από τα χιόνια του χειμώνα που ακόμη δεν είχαν λιώσει και που τώρα έλαμπαν σαν διαμάντια και πολύτιμοι λίθοι, σαν δάκρυα του θεού του βουνού. Ο παγετώνας στην κορυφή του γιγάντιου βουνού τροφοδοτούσε ακούραστα τα αμέτρητα ρέματα και ρυάκια, που γίνονταν οκνηρά ποτάμια, πριν χυθούν στον Ειρηνικό και χαθούν για πάντα στο ατελείωτο Αλμυρό Νερό. Όμως τώρα, τη στιλπνότητα και λάμψη του χιονιού σκίαζε ένα μαύρο σύννεφο που σκέπαζε την κορυφή του βουνού, και ο καπνός ανέβαινε ψηλά, γέρνοντας προς την κατεύθυνση του ανέμου, σαν σύννεφα που μόλις είχαν ξεφυτρώσει από την Ανατολή.

    Άλλοι Κοριάκες της φατρίας του στέκονταν όρθιοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, ντυμένοι με δέρματα και γούνες ταράνδων, σκιάζοντας τα χλωμά τους πρόσωπα με τις χούφτες τους. Κάποιες γυναίκες αγκάλιαζαν τα παιδιά τους κι εκείνα του έριξαν μερικές ταραγμένες ματιές. Άλλοι μουρμούριζαν σιωπηλά κουνώντας μόνο τα χείλη τους, κάποιοι άλλοι έσκυβαν το κεφάλι προσευχόμενοι στον μεγάλο θεό, που φώλιαζε στην καρδιά του ηφαιστείου, να παραμείνει σιωπηλός, όπως έκανε πάντα από την αρχή του χρόνου. Το αγόρι είδε έναν άντρα να το κοιτάζει φευγαλέα, πριν συνεχίσει το μουρμουρητό του, παρατηρώντας το πατημένο χώμα και τα ίχνη που είχαν αφήσει οι γούνινες μπότες του. Η μητέρα του βρισκόταν κάπου στο ποτάμι τώρα και ψάρευε με τον πατέρα, πιστεύοντας πως κι αυτή θα ήταν μια μέρα όπως οι προηγούμενες.

    Το

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1