Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο
Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο
Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο
Ebook487 pages5 hours

Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο πόλεμος έχει σκεπάσει με τα μαύρα φτερά του την Έρεμορ, η Αυτοκρατορία απειλεί να υποτάξει τα πάντα στην αμείλικτη εξουσία των Αρχόντων του Σκότους. Ο Γουίλλιαμ και οι σύντροφοί του βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του πολέμου και οι σπουδαιότερες αποστολές για να νικηθεί ο αδυσώπητος εχθρός πέφτουν στους ώμους τους.

LanguageΕλληνικά
PublisherMichail Fanos
Release dateJun 12, 2022
ISBN9781005593636
Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο
Author

Michail Fanos

Ονομάζομαι Μιχαήλ Φανός, εργάζομαι στο χώρο των οικονομικών αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι το γράψιμο και ειδικά το φανταστικό. Γράφω πολλά χρόνια τώρα και δεν σκοπεύω να σταματήσω τώρα σύντομα! Αλλά ήρθε η ώρα να μοιραστώ με όλους εσάς εκεί έξω τα μαγικά ταξίδια που το γράψιμο προσφέρει.

Read more from Michail Fanos

Related to Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο

Related ebooks

Reviews for Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Θυρεός Του Λέοντος Τα Χρονικά Της Έρεμορ Βιβλίο Τρίτο - Michail Fanos

    Το δωμάτιο γύρω της ήταν σκοτεινό και αχανές, το ένιωθε αν και δεν το έβλεπε με το μόνο φως να είναι αυτό που την έλουζε όπως ήταν γονατισμένη στο παγωμένο πάτωμα πάνω στο εγχάρακτο πεντάκτινο αστέρι.

    Ήταν ολόγυμνη και ήξερε πως το θέαμα που παρουσίαζε ήταν προκλητικό, ή θα ήταν αν αυτοί που βρίσκονταν γύρω της και την παρατηρούσαν ήταν άνθρωποι. Ήταν κανονικού ύψους με σφριγηλό σώμα, γυμνασμένο και δυνατό. Είχε μακριά καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Τα μαλλιά της πλαισίωναν ένα όμορφο και συμπαθητικό πρόσωπο που έκρυβε την πραγματική της ιδιότητα. Τα μαλλιά της έφταναν ως το στήθος της πάνω στο οποίο κρεμόταν ένα χρυσό φυλαχτό.

    -Άρλα Ριόμιαν, είπε μια παγερή φωνή, η αποστολή σου είναι εξαιρετικά κρίσιμη, απέτυχε και θα νιώσεις τον απόλυτο πόνο! Φέρε την επιτυχώς σε πέρας και θα αμειφθείς πλουσιοπάροχα!

    Η Άρλα δεν αντέδρασε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε. Το δέρμα της μυρμήγκιασε καθώς αθέατοι κάτοχοι παγωμένων φωνών άρχισαν να απαγγέλλουν συνθέτοντας ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ξόρκι. Μια παγωμένη αύρα την τύλιξε και ένιωσε κρύο ως την καρδιά της σαν να την είχε αγγίξει ένα ψυχρό σαν μάρμαρο χέρι.

    -Αυτό το ξόρκι θα εμποδίσει οποιονδήποτε απ’ το να διαβάσει τη σκέψη σου, είπε η παγερή φωνή.

    Η Άρλα Ριόμιαν, μια απ' τους καλύτερους δολοφόνους της Αδελφότητας της Σιδηράς Χειρός, δεν μίλησε.

    -Σήκω, είπε η ίδια φωνή, ο Γουίλλιαμ του Νέρακ βρίσκεται στην Αμίνα της Οπέλια.

    -Ξέρω το μέρος, είπε η Άρλα, η φωνή της ήταν ήσυχη και γλυκιά.

    -Πρέπει να γίνει δικός μας, είπε η φωνή, ή να πεθάνει!

    Κεφάλαιο Πρώτο

    Ένα Μεγάλο Συμβούλιο

    Η μεγάλη αίθουσα ήταν πολυτελής, με πλούσια χαλιά απ’ τη Ριόμα στο πάτωμα και ξύλινη επένδυση στους τοίχους ενώ το ταβάνι ήταν ζωγραφισμένο με θέματα απ' την μυθολογία της Οπέλια. Ήταν γεμάτη με άνδρες που έπιναν και έτρωγαν, πολλοί τραγουδούσαν κιόλας. Τα μεγάλα τραπέζια ήταν γεμάτα με εκλεκτά εδέσματα, κρέατα, σαλάτες, τυριά και ψωμιά, ενώ το κρασί έρεε άφθονο.

    Ήταν η αίθουσα συμποσίων του παλατιού του βασιλιά της Οπέλια Ιβάν του Δ΄. Το παλάτι βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πρωτεύουσας Ελέντια και οι εξώστες της αίθουσας είχαν θέα σ’ ολόκληρη την πόλη. Οι παριστάμενοι στο βασιλικό συμπόσιο ήταν πολύ απασχολημένοι με το φαγητό και το ποτό για να κοιτάξουν τη θέα. Είχαν βέβαια σπουδαίο λόγο για εορτασμό, τέσσερις μέρες νωρίτερα μπροστά στα τείχη της Αμίνα της βορειότερης πόλης της χώρας είχε συντριβεί μια στρατιά των Αρχόντων του Σκότους που επιχειρούσε εισβολή. Ήταν η πρώτη φορά που ηττούνταν απ’ όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος.

    Περήφανοι για τη νίκη, που δεν είχαν πετύχει μόνοι τους, και σίγουροι ότι ήταν ασφαλείς τώρα οι ευγενείς της Οπέλια έτρωγαν, έπιναν, έκαναν προπόσεις και τραγουδούσαν.

    Ο νεαρός άνδρας που στεκόταν στον εξώστη και ατένιζε την πανοραμική θέα της Ελέντια δεν συμμεριζόταν το κέφι τους. Ήταν μια νίκη αλλά ο πόλεμος κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει. Οι Άρχοντες του Σκότους θα επιτίθονταν ξανά. Αυτό έκαναν από τη αρχή. Και αυτός ήταν ο στόχος τους, η κυριαρχία πάνω σ' όλους τους λαούς της Έρεμορ.

    Ήταν ο Γουίλλιαμ του Νέρακ, γιος του άρχοντα της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της πατρίδας του της Αραγκόν, και Ιππότης του Όρκου των Μελντόρα, Ιππότης των Μελντόρα όπως είχε επικρατήσει να λέγονται. Ήταν ένας ψηλός νέος άνδρας στα δεκαοχτώ του με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, χαρακτηριστικά τυπικά για Αραγκόνιο, και ντυμένος με τη στολή των Ιπποτών, ψηλές μαύρες μπότες, γκρίζο παντελόνι και χιτώνιο με μαύρη ζώνη και γκρίζο μανδύα.

    Μέχρι πριν από τέσσερις μέρες ήταν δόκιμος Ιππότης. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος οι περισσότεροι Ιππότες βρίσκονταν στη Νεμούρια με επικεφαλής τον ηγέτη τους τον Μεγάλο Δάσκαλο Λιουέλλιν για να βοηθήσουν τους Νεμούριους κατά των Φενρίρ. Όταν οι Άρχοντες του Σκότους ξεκίνησαν τον πόλεμο ο Γουίλλιαμ προσφέρθηκε να κάνει το μεγάλο, και επικίνδυνο, ταξίδι για να ειδοποιήσει τον Λιουέλλιν και τους υπόλοιπους. Μαζί του ταξίδεψαν και μια ομάδα δοκίμων. Στο πεδίο της μάχης της Αμίνα είχαν πάρει το χρίσμα της Ιπποσύνης όλοι τους.

    Ο Γουίλλιαμ επέστρεψε στην αίθουσα, ξεγλίστρησε στην πόρτα που οδηγούσε σ’ ένα διάδρομο και τον ακολούθησε ως ένα μικρό σιντριβάνι. Στάθηκε κοντά στο σιντριβάνι και άφησε τις σκέψεις του να κυλήσουν στα όσα είχαν γίνει. Ο ίδιος και οι σύντροφοί του είχαν περάσει πολλά και όχι όλα ευχάριστα.

    Οι σκέψεις του διακόπηκαν από τα βήματα που άκουσε πίσω του. Στράφηκε φέρνοντας το χέρι του στη λαβή της σπάθας στη μέση του. Αυτός που πλησίαζε ήταν φίλος και όχι εχθρός, ήταν μάλιστα ο στενότερος φίλος του. Ο σερ Λάιαμ ήταν ένα νέος άνδρας στην ίδια ηλικία με τον Γουίλλιαμ με ξανθά μαλλιά αρκετά μακριά ώστε να φτάνουν στο γιακά του χιτώνιού του και φωτεινά γαλανά μάτια. Φορούσε την ίδια στολή με τον Γουίλλιαμ αλλά ο δικός του μανδύας ήταν λευκός για να συμβολίζει μια ιδιαιτερότητά του. Ο Λάιαμ ήταν μέλος της Αδελφότητας της Υψηλής Φύλαξης, μια ομάδας Ιπποτών που διακρίνονταν για τις ανεπτυγμένες πνευματικές δυνάμεις τους. Ο Λάιαμ ήταν μαζί του στο ταξίδι που είχε εκτελέσει.

    -Σκεφτικό σε βλέπω, είπε ο Λάιαμ.

    -Αναλογιζόμουν όλα αυτά που ζήσαμε τον τελευταίο καιρό, και αυτά που μάθαμε. Νιώθω μπερδεμένος Λάιαμ. Εντάξει, νιώθω διαφορετικά τώρα, πιο δυνατός ... αλλαγμένος. Αλλά είμαι ο Εκλεκτός;

    Ήταν η μεγάλη αποκάλυψη που είχε φέρει μαζί του το χρίσμα της Ιπποσύνης. Ήταν ο Εκλεκτός, εκείνος που είχε προορισθεί να φέρει με τις πράξεις του το τέλος των Αρχόντων του Σκότους και γι’ αυτό είχε έρθει στα χέρια του η σπάθα που αιώνες πριν είχαν σφυρηλατήσει οι Μελντόρα, το Δάκρυ του Ουρανού. Η σπάθα κρεμόταν στο πλευρό του τώρα, υπενθύμιση της βαριάς κληρονομιάς του.

    -Είσαι ο Εκλεκτός, είπε ο Λάιαμ με σιγουριά. Το είχα μαντέψει από καιρό. Όταν μίλησα με το πνεύμα του Γουόρικ και είδα τη σπάθα του.

    -Γιατί δεν μου είπες τίποτα;

    -Ήθελα να βεβαιωθώ, αυτό μου πρόσφερες εσύ λέγοντάς μου για το όραμά σου όταν ήσουν αιχμάλωτος, και έπειτα έπρεπε να έρθει μόνη της αυτή η γνώση.

    Ο Γουίλλιαμ δεν απάντησε. Είχε πει την αλήθεια όταν είχε πει πως ένιωθε αλλαγμένος. Όντως ένιωθε πιο δυνατός και την αντίληψή του διευρυμένη, ένιωθε πως οι ιδιαίτερες ικανότητές του, που χαρακτηρίζουν τους Ιππότες, είχαν βελτιωθεί. Όμως ένιωθε αβέβαιος, το έργο του θα ήταν το πιο δύσκολο που είχε αναλάβει ποτέ. Η Αυτοκρατορία των Αρχόντων του Σκότους υπήρχε εδώ και αιώνες, δεν θα ήταν απλό να νικηθεί.

    -Καταλαβαίνω πως νιώθεις, είπε ο Λάιαμ. Όμως εμείς θα είμαστε πάντα δίπλα σου όπως ορκιστήκαμε, θυμάσαι;

    Ο Γουίλλιαμ ένευσε ότι θυμόταν. Όταν βρίσκονταν στο Κάστρο των Αετών, την έδρα των Ιπποτών, στο τέλος του πρώτου έτους ο ίδιος και οι πέντε φίλοι του, που μοιράζονταν τον ίδιο θάλαμο στο Κάστρο, είχαν δώσει ένα όρκο να βοηθήσουν ο ένα τον άλλο σ’ ό,τι κι αν αντιμετώπιζαν στο μέλλον. Τον είχαν γράψει και τον είχαν υπογράψει ο Γουίλλιαμ, ο Λάιαμ, ο Άιαν της Λύρια, ο Ρικ γιος του Άρθουρ απ’ το Ανάρ, ο Μαξιμίλιαν γιος του Ντέμιεν και ο πρίγκιπας Μαρκ γιος του βασιλιά Ερρίκου του Α΄ της Αραγκόν. Ο τέσσερις σύντροφοί του είχαν έρθει μαζί του, ο Μαρκ βρισκόταν στη Λεώνη, σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι.

    -Έλα, πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους.

    Ο Γουίλλιαμ ακολούθησε το φίλο του σε ένα γειτονικό δωμάτιο όπου περίμεναν δυο νεαροί άνδρες και δυο κοπέλες. Ο Γουίλλιαμ χαμογελούσε και πλησίασε τους συντρόφους του, οι δυο νεαροί άνδρες φορούσαν τη στολή των Ιπποτών και ο Γουίλλιαμ δεν είχε πολύ που τους είχε δει. Ο Μαξιμίλιαν , ένας μεγαλόσωμος άνδρας με φαρδιές πλάτες και τεράστια μυϊκή δύναμη, ξανθός και γαλανομάτης, και ο Ρικ, ένας γεροδεμένος μα όχι τόσο ψηλός και σωματώδης άνδρας με καστανά μαλλιά και καστανά μάτια, ανταπέδωσαν το χαμόγελο.

    -Τι κάνετε εδώ; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.

    -Ετοιμαζόμασταν να αποσυρθούμε, είπε ο Μαξιμίλιαν. Εσύ θα μείνεις;

    -Όχι, οι ευγενείς αυτού του βασιλείου νομίζουν πως τελείωσε ο πόλεμος και το γλεντάνε. Δεν τους έβγαλα απ’ την πλάνη τους, απάντησε ο Γουίλλιαμ και στράφηκε προς τις δυο κοπέλες. Είχαν ταξιδέψει μαζί του απ’ την Αραγκόν ως εδώ και είχαν γίνει καλές φίλες στο ταξίδι. Η μια ήταν η λαίδη Ελβίρα Μαγκράθ, η άλλη ήταν η Βάλντα, μια νομάδας απ’ την Άγρια Χώρα – Κεμί στη γλώσσα των νομάδων.

    Η Ελβίρα ήταν κανονικού ύψους, λεπτή και - φαινομενικά τουλάχιστον – πολύ ντελικάτη για πολεμίστρια. Είχε ξανθά μαλλιά, μακριά ως τη μέση της πλάτης της και μαζεμένα σε μια κοτσίδα, και γαλανά μάτια. Ήταν επίσης δόκιμος του Κάστρου και είχε ακολουθήσει τον Γουίλλιαμ στο επικίνδυνο ταξίδι του. Είχε αποδειχθεί γενναία πολεμίστρια και δεν είχε ποτέ παραπονεθεί για τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει.

    Η Βάλντα είχε ταξιδέψει μαζί τους για να φέρει σε πέρας μια δική της αποστολή, είχε ένα μήνυμα να παραδώσει στον Λιουέλλιν απ’ τον πατέρα της που ήταν αρχηγός των Βαλντάι, μιας απ’ τις νομαδικές φυλές. Η νομάδας φορούσε μπότες, παντελόνι και χιτώνιο από δέρμα. Ήταν ψηλή με γεμάτο σώμα και καμπύλες, είχε καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια.

    Τις τελευταίες μέρες η Ελβίρα, η Βάλντα, η Ίνγκα – μια δόκιμος που καταγόταν απ’ τα Ξωτικά – και ο μάγος Άλνταν Βέντορ είχαν μείνει πίσω ταξιδεύοντας με την οπισθοφυλακή των Ιπποτών και ο Γουίλλιαμ υποδέχθηκε τις δυο κοπέλες με χαρά.

    -Χαίρομαι που σας βλέπω!

    Η Βάλντα του έτεινε το χέρι και αντάλλαξαν μια γερή χειραψία ενώ η Ελβίρα ρίχτηκε στην αγκαλιά του και τον φίλησε στα δυο μάγουλα.

    -Καλώς σας βρήκαμε, είπε η κοπέλα.

    -Που είναι η Ίνγκα και ο Άλντον; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.

    -Ο Άλντον έφυγε αμέσως μόλις συναντήσαμε τον Λιουέλλιν, είπε η Ελβίρα, πριν ακόμα παραδώσουμε τα μηνύματα μας. Δεν είπε για που. Είπε μόνο ότι αφού εμείς δεν κινδυνεύουμε πια είναι ώρα να μεριμνήσει για κάτι επείγον.

    -Η Ίνγκα;

    -Όταν πλησιάζαμε τις πύλες της Ελέντια άκουσε ότι έρχεται ο βασιλιάς των Ξωτικών απ’ το Λόθιαν και έκρινε ότι έπρεπε να τον συναντήσει.

    -Είναι Ξωτικό, είπε ο Λάιαμ. Ίσως είναι η πρώτη φορά που βλέπει δικούς της εδώ και πολύ καιρό.

    -Ίσως είναι έτσι, συμφώνησε ο Γουίλλιαμ.

    Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξεραν πολλά πράγματα για την Ίνγκα πέρα απ’ το γεγονός ότι ήταν δόκιμος στο Κάστρο στο ίδιο έτος μ’ εκείνους και είχε καταγωγή Ξωτικού.

    -Άρα θα τη δούμε κάποια στιγμή αύριο, είπε η Ελβίρα.

    -Ας αποσυρθούμε για απόψε, είπε η Βάλντα. Απ’ ό,τι μου είπε ο Μαξιμίλιαν αύριο μας περιμένει μια γεμάτη μέρα.

    Πήραν όλοι μαζί το δρόμο για τα δωμάτια που τους είχαν παραχωρηθεί στο παλάτι. Ήταν η πτέρυγα όπου φιλοξενούνταν οι ξένοι όπως οι ίδιοι. Αυτή τη στιγμή ο βασιλιάς της Οπέλια είχε πολλούς ξένους με δυο βασιλείς ανάμεσά τους.

    Ανακατεύτηκαν με μια ομάδα γλεντοκόπων ευγενών – πολλοί ήταν τόσο μεθυσμένοι που δεν θα θυμούνταν ούτε το όνομά τους ακόμα και αν απ’ αυτό εξαρτιόταν η ζωή τους – που έπιναν, τραγουδούσαν και επιδίδονταν σε ερωτικές περιπτύξεις, καθώς πήγαιναν στα δωμάτιά τους. Μια νεαρή γυναίκα υπερβολικά αρωματισμένη και το ίδιο υπερβολικά ξεγυμνωμένη αγκάλιασε τον Μαξιμίλιαν κολλώντας το σώμα της στο δικό του.

    -Έλα Ιππότη, είπε μ’ έναν αποπλανητικό τόνο, έλα να περάσουμε τη νύχτα μαζί.

    Η Βάλντα επενέβη πριν προλάβει ο Μαξιμίλιαν ν’ αντιδράσει. Τράβηξε τη γυναίκα απ’ το μπράτσο.

    -Κάνε πέρα κυρά μου! Δεν βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι κουρασμένος; είπε άγρια.

    Η γυναίκα την κοίταξε και μάλλον φοβήθηκε την αγριεμένη όψη της. Απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας για τους «βάρβαρους απ’ τα βόρεια».

    -Έπρεπε να είχε πέσει πάνω στον Άιαν, είπε μ’ ένα χαμόγελο ο Ρικ.

    -Ναι, βέβαια, είπε ο Γουίλλιαμ. Αλήθεια, που είναι ο Άιαν;

    -Έφυγε νωρίς απ’ το γλέντι, είπε ο Λάιαμ.

    -Εντάξει, άσε με να μαντέψω, είπε ο Γουίλλιαμ κοιτώντας τους ευγενείς που γλεντούσαν, με κάποια νεαρή ευγενή.

    Έφτασαν στα δωμάτιά τους και αντάλλαξαν καληνυχτίσματα πριν αποσυρθούν ο καθένας στο δικό του.

    Το πρωινό της εικοστής μέρας του Ιανουαρίου του έτους 1302 ήταν δροσερό. Στην Οπέλια ο χειμώνας ήταν εξαιρετικά ήπιος αντίθετα με τις βορειότερες περιοχές που αυτήν την εποχή ήταν σκεπασμένες με χιόνι. Ο χειμώνας αυτής της χρονιάς ειδικά είχε δειχθεί ο βαρύτερος που είχε ζήσει η Έρεμορ εδώ και αιώνες.

    Ο Γουίλλιαμ του Νέρακ ξύπνησε με το πρώτο φως και ντύθηκε με την επίσημη στολή αυτή τη φορά. Ήταν σκούρα μπλε αντί για γκρι και είχε κεντημένο στο στήθος το έμβλημα των Ιπποτών του Όρκου των Μελντόρα, τον αετό που κρατούσε στα γαμψώνυχα πόδια του ένα σπαθί και ένα ανοιχτό βιβλίο. Στο πλευρό του είχε το Δάκρυ του Ουρανού, ήταν το μόνο όπλο που έφερε.

    Άφησε το δωμάτιό του και περιπλανήθηκε στο παλάτι που ήταν απολύτως ήσυχο τόσο πρωί. Αντιθέτως με το προηγούμενο βράδυ, σκέφθηκε και χαμογέλασε. Οι υπηρέτες του παλατιού πρέπει να είχαν δουλέψει μέχρι πολύ αργά για να είναι όλα καθαρά και τακτοποιημένα το πρωί. Ο Γουίλλιαμ διέσχισε τους χώρους που είχε γίνει η γιορτή συναντώντας μόνο μερικούς υπηρέτες οι οποίοι υποκλίνονταν με σεβασμό στο πέρασμά του.

    Ο νεαρός Ιππότης κατευθύνθηκε προς την κεντρική είσοδο και περνώντας ανάμεσα στους σκοπούς, οι οποίοι στάθηκαν προσοχή, βγήκε στον μεγάλο κήπο του παλατιού. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και μετά προχώρησε στο χώρο που βρισκόταν το μεγάλο ξύλινο περίπτερο, ήταν στην καρδιά του κήπου τριγυρισμένο από γρασίδι και δέντρα ενώ στην περίμετρο του είχαν φυτεύσει τριανταφυλλιές. Ήταν εξ’ ολοκλήρου κατασκευασμένο από στιλπνό ξύλο μελιάς με ψηλή σκεπή και στηρίγματα σε τακτικές αποστάσεις. Καθίσματα είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά ενώ στο κέντρο ήταν απλωμένος ένα μεγάλης κλίμακας χάρτης της Έρεμορ. Εδώ θα γινόταν το συμβούλιο.

    Ο Γουίλλιαμ μπήκε στο περίπτερο και κοίταξε τα ξύλινα καθίσματα, το γυαλισμένο ξύλο τους στο ίδιο ακριβώς χρώμα με το υλικό κατασκευής του περιπτέρου. Το βλέμμα του στράφηκε στον χάρτη στο δάπεδο. Με μαύρο χρώμα ήταν ζωγραφισμένη η Αυτοκρατορία του Σκότους και τα εδάφη που είχε υποτάξει. Ο νεαρός Ιππότης απέστρεψε το βλέμμα απ’ το μαύρο αυτό που συμβόλιζε το σκοτάδι που απειλούσε να καταπιεί ολόκληρο τον κόσμο. Κοίταξε προς το παλάτι νιώθοντας πως κάποιος τον παρακολουθούσε. Δεν είδε τίποτα όμως.

    Άφησε το περίπτερο και περπάτησε στην δροσιά του κήπου. Έφτασε στην πύλη την ώρα που την πέρναγε ένα καβαλάρης. Ίππος και καβαλάρης ήταν πολύ γνωστά στον Γουίλλιαμ. Ο νεοφερμένος ήταν ο Μάικ, ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης, ένας απ’ τους πλέον έμπειρούς Ιππότες και επέβαινε στο Δράκο, το άλογο του μάγου Άλντον Βέντορ.

    -Μάικ!

    Ο Γουίλλιαμ έσπευσε να συναντήσει τον άλλο Ιππότη που έτεινε το χέρι του για χειραψία.

    -Χαίρομαι που σε βλέπω Γουίλλιαμ, είπε. Έμαθα πως τα καταφέρατε περίφημα.

    -Κάναμε αυτό που έπρεπε.

    -Ναι, αυτό το ξέρω, μου είπε και ο Άλντον.

    -Άρα όντως αυτός είναι ο Δράκος.

    Το μεγαλόσωμο άτι κούνησε το κεφάλι του σαν να κατάλαβε τι είχε λεχθεί.

    -Μου το έστειλε ο Άλντον για να επισπεύσω το ταξίδι μου.

    -Έφυγε ξαφνικά από κοντά μας. Που βρίσκεται;

    -Θα έρθει για το συμβούλιο, μην ανησυχείς. Δεν είναι πολλοί εκείνοι που μπορούν να βλάψουν τον Άλντον Βέντορ. Δράκε! Τα ταξίδι μας τελείωσε.

    Το άλογο χλιμίντρισε και κάνοντας μεταβολή ξεχύθηκε στους δρόμους της Ελέντια.

    -Πάει να βρει τον Άλντον, είπε ο Μάικ. Πες μου για την πολιορκία της Αμίνα.

    Ο Γουίλλιαμ δεν είχε κάνει λάθος νιώθοντας πως κάποιος τον παρακολουθούσε. Αυτός ο κάποιος ήταν μια γυναίκα ντυμένη με μια αραχνοΰφαντη ρόμπα που δεν έκρυβε ούτε το στήθος της ούτε καμία άλλη λεπτομέρεια του γυμνού σώματός της. Απομακρύνθηκε απ’ το παράθυρο και στράφηκε προς το εσωτερικό του δωματίου ακριβώς τη στιγμή που ο Γουίλλιαμ κοίταζε προς την κατεύθυνση της.

    Δεν ήταν μόνη της. Στο δωμάτιο βρισκόταν ένα ακόμα πρόσωπο, ένας νέος άνδρας. Ήταν ημίγυμνος καθώς είχε και εκείνος μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι και ντυνόταν τώρα. Φορούσε την καθημερινή στολή των Ιπποτών των Μελντόρα και δίπλα ήταν ακουμπισμένα τα όπλα του.

    -Μ’ αρέσει ο Γουίλλιαμ του Νέρακ, είπε. Θα έπεφτα ευχαρίστως μαζί του στο κρεβάτι.

    Ο άνδρας γέλασε.

    -Με την επιθυμία θα έμενες! Ο Γουίλλιαμ δεν επιθυμεί ούτε εσένα ούτε καμία άλλη γυναίκα. Ο θάνατος της Πενθεσίλας ήταν μεγάλο πλήγμα για εκείνον.

    -Ποια είναι η Πενθεσίλα; ρώτησε η γυναίκα και ήρθε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού.

    -Ήταν δόκιμος στο Κάστρο και σκοτώθηκε στη Θουλή, είπε ο νεαρός άνδρας. Θα παντρεύονταν με τον Γουίλλιαμ μόλις επιστρέφαμε. Εγώ θα τους πάντρευα.

    -Κρίμα, είπε η γυναίκα. Θα μ’ άρεσε...

    -Είσαι απίθανη, είπε ο άνδρας και σηκώθηκε. Πέρασε στη μέση του τη ζώνη όπου κρέμονταν δυο θηκαρωμένα σπαθιά.

    -Θα σε δω το βράδυ; είπε λάγνα η γυναίκα.

    -Αυτό θα εξαρτηθεί απ’ τις αποφάσεις του συμβουλίου, είπε ο άνδρας. Μπορεί να φύγουμε για την Αραγκόν αμέσως.

    -Ελπίζω πως όχι, είπε η γυναίκα.

    Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και αγκάλιασε τον εραστή της. Τον είχε προσέξει απ’ τη στιγμή που οι Ιππότες των Μελντόρα είχαν μπει στην πόλη. Ήταν ψηλός με καστανόξανθα μαλλιά και ίδιου χρώματος γένια που τον έκαναν να δείχνει μεγαλύτερος. Τα γαλανά μάτια του έδειχναν κάποιον που είχε δει πολλά. Είχε γρήγορα μάθει για αυτόν πως ήταν ευγενής, μόνος γιος του άρχοντα της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της πατρίδας του, και ένας φοβερός πολεμιστής. Έτσι είχε δοθεί αμέσως στον Άιαν της Λύρια.

    -Θα σου δώσω δέκα χιλιάδες λίρες, είπε φιλώντας τον, για να καταφέρεις να βρεθώ με τον Γουίλλιαμ του Νέρακ.

    Ο Άιαν γέλασε.

    -Δεν καταλαβαίνεις ε; είπε. Ο Γουίλλιαμ δεν πρόκειται να κοιμηθεί με γυναίκα αν δεν υπάρχει ο κατάλληλος δεσμός και αυτό δύσκολα θα ξαναγίνει.

    -Εσύ δεν καταλαβαίνεις! είπε ψυχρά η γυναίκα. Ο πατέρας μου έχει μόνο δυο παιδιά. Ο αδερφός μου είναι εξόριστος και οι γυναίκες είναι αποκλεισμένες απ’ το θρόνο. Μόνο αν μείνω έγκυος απ’ τον Γουίλλιαμ του Νέρακ θα μπορούσα να κυβερνήσω ως αντιβασίλισσα του γιου μου.

    Ο Άιαν κοίταξε την πριγκίπισσα Σεάνα της Οπέλια. Δεν του άρεσε το ψυχρό υπολογιστικό μυαλό που κρυβόταν πίσω απ’ την εξωτερική όμορφη εμφάνιση. Θα προειδοποιούσε τον Γουίλλιαμ γι’ αυτή με την πρώτη ευκαιρία. Όχι ότι ο φίλος του θα πήγαινε οικειοθελώς μαζί της αλλά θα έπρεπε να προσέχει.

    -Ο Γουίλλιαμ δεν έχει δικαιώματα στο θρόνο της Οπέλια, είπε χωρίς ν’ αφήσει τις σκέψεις του να φανούν στο πρόσωπό του, γιατί να έχει το παιδί του;

    -Αν ο πατέρας μου πεθάνει χωρίς να ανακαλέσει τον αδερφό μου, και δεν πρόκειται να τον ανακαλέσει, τότε ο κάτοχος του σπαθιού του Γουόρικ μπορεί να εκλέξει βασιλιά σύμφωνα με τις παραδόσεις μας. Κατάλαβες τώρα;

    -Κατάλαβα ότι είσαι πιο διεφθαρμένη απ’ ό,τι νόμιζα, είπε ο Άιαν.

    -Αλλά το βράδυ θα είμαστε μαζί, είπε η πριγκίπισσα λάγνα, έτσι δεν είναι;

    -Θα εξαρτηθεί, απάντησε ο Άιαν και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

    Ο Γουίλλιαμ και ο Μάικ μπήκαν στο περίπτερο και προχώρησαν στα καθίσματα που προορίζονταν για τους Ιππότες. Ο Λιουέλλιν καθόταν ήδη στο κεντρικό απ’ αυτά με τον Ραμίρ Γκάνελον και τον Ροβέρτο της Αβέρν στα δεξιά του. Ο Μάικ και ο Γουίλλιαμ κάθισαν στ’ αριστερά του. Ο νεαρός Ιππότης κοίταξε με περιέργεια τους υπόλοιπους παριστάμενους. Κάποιους τους ήξερε, κάποιους όχι.

    Δίπλα στους Ιππότες κάθονταν οι απεσταλμένοι της Μέρκια της συμμάχου της Αραγκόν, πέντε Ιππότες του Όρους απ’ τους οποίους ο Γουίλλιαμ γνώριζε δυο απ’ την εκστρατεία της Θουλής, την εκστρατεία που δεν ήθελε να θυμάται μιας και ήταν εκείνη που κόστισε της ζωή της αγαπημένης του. Οι Ιππότες του Όρους ήταν η ελίτ των πολεμιστών της Μέρκια αλλά η οργάνωσή τους θύμιζε θρησκευτικό τάγμα παρά πολεμιστές στα μη πολεμικά θέματα.

    Απ’ την άλλη πλευρά και πιο κοντά στον Γουίλλιαμ κάθονταν οι απεσταλμένοι του βασιλείου της Ριόμα και της Νεύστρια. Αυτούς δεν τους ήξερε αλλά μαζί τους είχε έρθει ο Άλντον Βέντορ και ο Ιππότης χαιρόταν που τον έβλεπε. Ο γηραιός μάγος με τα μακριά λευκά μαλλιά και την ιδίου χρώματος γενειάδα έδειχνε ανήσυχος, σαν να είχε μάθει άσχημα νέα.

    Οι εκπρόσωποι της Οπέλια ήταν οι περισσότεροι, κάτι το αναμενόμενο αφού βρίσκονταν στην πρωτεύουσά τους, αλλά ο βασιλιάς Ιβάν δεν βρισκόταν ανάμεσά τους καθώς μαζί με τον βασιλιά Ρίβιν της Εντόρα, που βρισκόταν εδώ απ’ το προηγούμενο βράδυ, είχαν πάει να συναντήσουν και να προϋπαντήσουν τον βασιλιά του Λόθιαν.

    Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος της Νεμούρια βρισκόταν εδώ με μερικούς αξιωματούχους του. Ήταν γκριζομάλλης και στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η αποφασιστικότητα και η θέληση του να κρατήσει τη χώρα του έξω απ’ τη σκιά των Αρχόντων του Σκότους.

    Οι σκοποί τριγύρω στάθηκαν προσοχή και φάνηκαν οι βασιλείς. Οι παριστάμενοι σηκώθηκαν όρθιοι για να τους υποδεχθούν. Οι νεοφερμένοι μπήκαν στο περίπτερο και άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους ενώ ανταλλάζονταν χαιρετισμοί. Ο Γουίλλιαμ άκουσε τον Μάικ δίπλα του να μιλάει με κάποιον μα η δική του προσοχή ήταν στραμμένη στα Ξωτικά. Ο βασιλιάς Ελενλίλ και η ακολουθία του φορούσαν πράσινους μανδύες, αγαπημένο χρώμα του λαού τους που ήταν στενά συνδεδεμένος με τη φύση. Δίπλα στο βασιλιά καθόταν μια κοπέλα με πράσινο μανδύα, τα φλογάτα κόκκινα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της χτενισμένα λιτά και χωρίς κάποιο στολίδι.

    - Η Ίνγκα! μουρμούρισε.

    Όλοι είχαν πάρει πλέον τις θέσεις τους και ο Λιουέλλιν σηκώθηκε όρθιος.

    -Φίλοι και σύμμαχοι, είπε με την ήσυχη αλλά επιβλητική φωνή του, βρισκόμαστε όλοι εδώ για να μιλήσουμε για το πως θα αντιμετωπίσουμε τους Άρχοντες του Σκότους που για άλλη μια φορά ζητούν να κυριεύσουν τον κόσμο. Απέναντί τους κανείς δεν μπορεί να σταθεί μόνος του. Χωρισμένοι θα υποκύψουμε, αργά ή γρήγορα, ο ένας μετά τον άλλο. Μόνο ενωμένοι μπορούμε να σταθούμε.

    Ο Μεγάλος Δάσκαλος σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε αφού κοίταξε τους συγκεντρωμένους έναν προς έναν.

    -Πρώτα θα μιλήσουμε για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και μετά θα συζητήσουμε το τι πρέπει να κάνουμε.

    Ο Λιουέλλιν κάθισε γνέφοντας στους απεσταλμένους απ’ τη Ριόμα να πάρουν το λόγο. Ο άνδρας που σηκώθηκε να μιλήσει φορούσε απλά ρούχα εμφανώς ταλαιπωρημένα από το ταξίδι και είχε μια έκφραση βαθιάς απελπισίας.

    -Η χώρα μου βρίσκεται σε δυσχερέστατη κατάσταση, είπε. Η πρωτεύουσά μας Σιένα βρίσκεται ασφυκτικά κυκλωμένη και η κατάσταση δυσκολεύει όλο και πιο πολύ. Ο βασιλιάς μας διευθύνει την άμυνα αλλά τραυματίσθηκε πρόσφατα και ίσως να μην επιζήσει. Το τμήμα του εθνικού εδάφους που είχε διατηρηθεί ελεύθερο καταλήφθηκε και πολλοί σφαγιάσθηκαν. Οι υπόλοιποι βρήκαν άσυλο στην Εντόρα και εκεί βρίσκεται ο πρίγκιπας Βίκτωρ – Εμμανουήλ. Ευχαριστούμε το λαό των Ντρόνταριν - ο άνδρας έκανε σ’ αυτό το σημείο μια υπόκλιση προς τον Ρίβιν που τη δέχθηκε με μια κίνηση του χεριού του. Κάποιοι έχουν καταφύγει στο μοναστήρι των Ησυχαστών και πολιορκούνται στενά. Οι ελπίδες μας είναι λίγες.

    -Καλύτερες λίγες ελπίδες παρά η απελπισία, είπε ο Λιουέλλιν.

    Ο απεσταλμένος της Ριόμα κάθισε και το λόγο τον πήρε ο Νευστριανός.

    -Η πατρίδα μου δεν βρίσκεται στη δύσκολη κατάσταση της συμμάχου μας Ριόμα μα φοβάμαι πως δεν θ’ αργήσει. Οι δυτικές περιοχές μας έχουν πέσει στα χέρια του εχθρού και κρατάμε μια γραμμή αμύνης απ’ το σημείο που τα σύνορά μας ενώνονται με της Ριόμα και της Αντίνεια ως τη Φερίνα και από εκεί ως τα σύνορα με το Οστάλγκεν στο ύψος της Αλέμα. Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσουμε ειδικά αν κινηθεί η Ισχιρίγια στα νώτα μας ή αν οι Δρυίδες καταφέρουν ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο στην Αντίνεια. Αυτή είναι η κατάστασή μας.

    Ο απεσταλμένος στράφηκε στον Λιουέλλιν.

    -Άρχοντά μου, είπε, έχω ένα προσωπικό ερώτημα. Ο πρίγκιπας Άρνολντ που βρίσκεται;

    Ο πρίγκιπας Άρνολντ της Αραγκόν ήταν σύζυγος της Αϊνίσια της κόρης του βασιλιά Κόνραντ της Νεύστρια. Η Αϊνίσια βρισκόταν στην Νεύστρια τους τελευταίους μήνες που ο σύζυγός της συμμετείχε στην εκστρατεία στη Νεμούρια.

    -Ο πρίγκιπας Άρνολντ συμμετείχε με το εκστρατευτικό Αραγκόνιο σώμα στην καταδίωξη των Φενρίρ μετά τη μάχη της Αμίνα και μας περιμένει εκεί τώρα.

    Ο Νευστριανός υποκλίθηκε και κάθισε. Ο Λιουέλλιν ένευσε σε κάποιον. Ο άνδρας που καθόταν δίπλα στον Μάικ σηκώθηκε. Ο Γουίλλιαμ τον είχε ξαναδεί άλλη μια φορά στο παρελθόν. Ονομαζόταν Ροντρίγκο Βιβάρ Ντε Χάρο και ερχόταν απ’ το βασίλειο της Λεώνης. Φορούσε θώρακα και ήταν οπλισμένος.

    -Οι Ιζάκοι πάτησαν τη συνθήκη που υπογράψαμε πριν στεγνώσει καλά – καλά το μελάνι της. Επιτέθηκαν στην πατρίδα μου λεηλατώντας και σφάζοντας. Ο πρίγκιπας Μαρκ της Αραγκόν τους απέκρουσε στο Πουέμπλο Νέγκρο μα ο αριθμός τους, τους κάνει δύσκολους να σταματηθούν. Εδώ και μια εβδομάδα περίπου ο βασιλιάς Φερδινάνδος και ο πρίγκιπας Μαρκ μάχονται με τους Ιζάκους στο φρούριο του Χάθαρος, ο Λεωνέζος έδειξε ένα σημείο στο χάρτη στα ανατολικά της πόλης του Ναβάρ. Αυτή είναι η κατάσταση.

    Ο δον Ροντρίγκο κάθισε. Ο Γουίλλιαμ πρόσεξε ότι ψιθύρισε κάτι στον Μάικ και ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης κούνησε το κεφάλι του.

    Ο επόμενος που πήρε τον λόγο ήταν ο βασιλιάς Ρίβιν της Εντόρα. Ο βασιλιάς των Θεμελίων Της Γης – όπως ονομαζόταν ο βασιλιάς των Ντρόνταριν – ήταν ένας μάλλον σωματώδης νάνος με καστανά μαλλιά και ιδίου χρώματος γενειάδα. Ανέφερε με σύντομες κοφτές προτάσεις πως οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας είχαν καταδιώξει τους πρόσφυγες απ’ τη Ριόμα και είχαν δοκιμάσει να εισβάλουν στην Εντόρα. Η προσπάθειά τους είχε στεφθεί με παταγώδη αποτυχία.

    Τον Ρίβιν διαδέχθηκε σαν ομιλητής ο Χάραλντ ο Δ’ του Οστάλγκεν. Ήταν ένας μεγαλόσωμος πολεμιστής που έφερε μια τεράστια σπάθα θηκαρωμένη στο πλευρό του. Είχε ξανθά μαλλιά και γένια. Φορούσε μπότες και παντελόνι σε μαύρο χρώμα κ’ ένα χιτώνιο χωρίς μανίκια που άφηνε ακάλυπτα τα μυώδη μπράτσα του.

    -Οι μάχες που δίναν οι λαοί της Ριόμα και της Νεύστρια είναι και δικές μας, είπε ο βασιλιάς του Οστάλγκεν. Πολεμήσαμε με τους Νευστριανούς στην προσπάθειά να κρατήσουν τις δυνάμεις του Σκότους έξω απ’ την πατρίδα τους και ακόμα πολεμάμε. Δικοί μας βρίσκονται στη Σιένα και πολεμάνε στην πολιορκία. Τώρα προσπαθούμε να σταματήσουμε τα στρατεύματα τους εχθρού απ’ το να μπουν στη χώρα μας. Αν κατορθώσουν να προελαύσουν ως την Αλέμα η επικοινωνία μεταξύ των συμμάχων θα γίνει δύσκολη.

    Ο Γουίλλιαμ άκουγε τις αναφορές αυτές με αυξανόμενη ανησυχία. Ο πόλεμος έβαινε κατά τους. Οι δυνάμεις του Σκότους κέρδιζαν σ’ όλα τα μέτωπα. Ήταν δύσκολη η κατάσταση όσων τις αντιμάχονταν. Μπορούσαν να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο;

    Άκουσε με μια αίσθηση τρόμου τον απεσταλμένο της Μέρκια που ανέφερε πως υπήρχαν συγκρούσεις στα σύνορά της με την Ισχιρίγια και επιβεβαίωνε ότι η Αντίνεια γλιστρούσε στα χέρια των Δρυίδων. Άκουσε με τον τρόμο αυτό ν’ αυξάνει τον βασιλιά Ελενλίλ να διηγείται πως οι Ιζάκοι προετοίμαζαν εισβολή στο Οριέντο που είχε ζητήσει βοήθεια απ’ το Λόθιαν και τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο της Νεμούρια που μίλησε για το δύσκολο αγώνα του έθνους του κατά των Φενρίρ που ενισχύονταν με στρατιές της Αυτοκρατορίας.

    Όταν κάθισε ο Αλέξανδρος σηκώθηκε ο Λιουέλλιν. Ο Γουίλλιαμ τον κοίταξε. Τι θα έλεγε ο ηγέτης των Ιπποτών; Είχε βέβαια αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του Σκότους για αιώνες μα τώρα η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο εχθρός είχε υπέρτερες δυνάμεις και η εξέλιξη των επιχειρήσεων σ’ όλα τα μέτωπα ήταν ευνοϊκή γι’ αυτόν. Πως θα τον αντιμετώπιζαν;

    Ο Μεγάλος Δάσκαλος όμως δεν πρόλαβε να μιλήσει. Μια ομάδα Ιπποτών και φρουρών της Οπέλια πλησίασαν το συμβούλιο φέρνοντας ανάμεσά τους δυο τελείως διαφορετικές φιγούρες. Η πρώτη ανήκε σ’ έναν άντρα με κανονικό ύψος, η δεύτερη σε μια νεαρή γυναίκα. Ο άνδρας ήταν μελαμψός με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, φορούσε μια πολυτελή μπλε κελεμπία και λευκό κέφια. Στο στήθος του κρεμόταν ένα χρυσό μενταγιόν. Στη ζώνη του ήταν περασμένο ένα στιλέτο ενώ στο πλευρό του κρεμόταν ένα γιαταγάνι. Ο Μάικ τον ήξερε, ήταν ο αμιράς Σαχ Αντίν Αζιζ Ελ Μούταμιν, ένας Ιζάκος ευγενής που είχε καταδικασθεί σε θάνατο απ’ το σουλτάνο εξ’ αιτίας της πίστης του στον προηγούμενο κάτοχο του θρόνου της Ισχιρίγια.

    -Άρχοντα Μούταμιν! είπε και συνέχισε, εγγυώμαι εγώ για τον άνθρωπο αυτό.

    Ο Ιζάκος έφερε το δεξί του χέρι στο στήθος, ύστερα στα χείλη και τέλος στο μέτωπό στον παραδοσιακό χαιρετισμό του λαού του και ευχήθηκε σε όλους:

    -Είθε ο Μανιχάν να σας χαρίζει σοφία και δύναμη για να αντιμετωπίσετε τις δυνάμεις του Σκότους.

    Ο Ιζάκος γνώριζε αρκετά καλά την Αραγκόνια κοινή για να μπορεί να μιλήσει στο συμβούλιο χωρίς να χρειάζεται διερμηνέα.

    Ο Μάικ τον σύστησε στους παριστάμενους και όλα τα βλέμματα στράφηκαν στην γυναίκα. Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε όπως και οι υπόλοιποι και ένιωσε την καρδιά του να σταματάει για μια στιγμή. Το πρόσωπό του χλόμιασε και ψέλλισε ένα αδύναμο «δεν μπορεί» που άκουσε μόνο ο Μάικ. Ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης ήξερε τι ήταν αυτό που είχε ταράξει τον Γουίλλιαμ. Η Άρλα Ριόμιαν – γιατί αυτή ήταν η γυναίκα - έμοιαζε με την Πενθεσίλα, την αγαπημένη του Γουίλλιαμ, σαν δίδυμη αδερφή της. Λίγους μήνες μετά το θάνατο της Πενθεσίλα ήταν οδυνηρό να βλέπει μπροστά του κάποια που να του τη θυμίζει τόσο πολύ σαν να την ξανάβλεπε ζωντανή.

    Υπήρχε μόνο μια διαφορά που να ξεχωρίζει τη γυναίκα απέναντί τους απ’ τη νεκρή Πενθεσίλα. Τα μάτια της αγαπημένης του Γουίλλιαμ ήταν γαλανά ενώ της Άρλα ήταν φωτεινά καστανά, μια διαφορά που δεν γινόταν αμέσως αντιληπτή.

    -Ποια είσαι; είπε ο Μάικ. Και τι ζητάς σ’ αυτό το συμβούλιο;

    -Με λένε Άρλα Ριόμιαν, είπε η γυναίκα με ήσυχη γλυκιά φωνή που έμοιαζε με αυτή της Πενθεσίλας. Είμαι μέλος της Αδελφότητας της Σιδηράς Χειρός.

    Μουρμουρητά ακολούθησαν αυτή τη δήλωση και δεν ήταν λίγα τα χέρια που πήγαν σε λαβές όπλων.

    -Τι ζητάς εδώ; είπε ατάραχος ο Μάικ.

    -Έρχομαι να σας προειδοποιήσω. Πολλοί από μας πήραν συμβόλαια θανάτου για εστεμμένους, και όχι μόνο, που αντιτίθενται στους Άρχοντες του Σκότους.

    -Και γιατί μας προειδοποιείς;

    -Δεν επιθυμώ, εγώ αλλά και ανώτεροί μου στην Αδελφότητα, να νικήσει η Αυτοκρατορία. Σ’ έναν κόσμο που θα κυβερνά ο Αγκερόν...

    -Μη λες το όνομά του! μούγκρισε ο Ιβάν.

    -...δεν θα υπάρχει θέση για μας. Δεν θα του χρειαζόμαστε και γρήγορα θα ζητήσει να μας εξοντώσει.

    -Στις περισσότερες χώρες, μεταξύ τους και η Οπέλια, οι δολοφόνοι της Αδελφότητας είναι επικηρυγμένοι και η ποινή τους είναι θάνατος, το ξέρεις; ρώτησε ο Χάραλντ του Οστάλγκεν. Ερχόμενη εδώ μπορεί να θυσίασες τη ζωή σου.

    -Έκανα αυτό που διατάχθηκα.

    Ο Μάικ κοίταζε την κοπέλα που απαντούσε με θάρρος στις ερωτήσεις. Φαινόταν άφοβη και σίγουρη για τον εαυτό της. Ο Ιππότης κοίταξε τον Ραμίρ και μετά και οι δυο την Άρλα.

    Ο Γουίλλιαμ ένιωσε την προσπάθεια των δυο Ιπποτών να διεισδύσουν στο μυαλό της Άρλα και ένιωσε την ανάγκη να τους σταματήσει. Συγκράτησε όμως τον εαυτό του.

    «Δεν είναι η Πενθεσίλα,» σκέφθηκε, δεν είναι εκείνη. Είναι μια ξένη.»

    Ήταν τόσο οδυνηρό. Έγειρε πίσω στο κάθισμά του και πέρασε το χέρι του μπροστά απ’ τα μάτια του για να τη δει μπροστά του χαμογελαστή όπως τη μέρα που τη γνώρισε. Δεν περνούσε μέρα που να μη τη βλέπει με τα μάτια της φαντασίας του ή να μην ονειρεύεται τη μοιραία μάχη στη Θουλή που της κόστισε τη ζωή.

    Κοίταξε την Άρλα και διαπίστωσε μ’ έκπληξη πως τον κοιτούσε και εκείνη. Το βλέμμα της έμοιαζε να εκφράζει μια απρόσμενη κατανόηση για τον πόνο του. «Ξέρει ποιος είμαι!» Συνειδητοποίησε ξαφνικά ο νεαρός Ιππότης. «Και αφού ξέρει, συνειδητοποιεί τι βλέπω σ’ εκείνη;»

    Ο Μάικ στράφηκε προς τον Λιουέλλιν και επικοινώνησε τηλεπαθητικά μαζί του.

    «Δεν μπορούμε να διαβάσουμε τις σκέψεις της, υπάρχει κάποιο ξόρκι που προστατεύει το μυαλό της. Μπορούμε να δοκιμάσουμε να το νικήσουμε αλλά ίσως της κάνουμε κακό».

    Ο Λιουέλλιν έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα στον

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1