Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Χάρτινο Κουτί
Το Χάρτινο Κουτί
Το Χάρτινο Κουτί
Ebook680 pages9 hours

Το Χάρτινο Κουτί

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η δραματική ιστορία μιας γυναίκας που έσπασε τα συμπεριφορικά πρωτόκολλα που συνήθως απαιτούν από το ασθενές φύλο να είναι το θύμα και όχι ο θύτης. Που κολύμπησε σε ένα ωκεανό πόνου και που στο τέλος άφησε τα νερά του να την παρασύρουν στον πάτο του. Μια συναρπαστική αφήγηση που καθηλώνει τον αναγνώστη απο την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJun 2, 2022
ISBN992578820X
Το Χάρτινο Κουτί

Related to Το Χάρτινο Κουτί

Related ebooks

Reviews for Το Χάρτινο Κουτί

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Χάρτινο Κουτί - Thea Christodoulidou


    Θέα Χριστοδουλίδου

    Το Χάρτινο Κουτί


    Copyright © ΘΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Λευκωσία 2022

    email: taksthea@gmail.com

    www.theachristodoulidou.com

    Tηλέφωνο επικοινωνίας 96754716

    Όλα τα δικαιώματα επιφυλάσσονται.

    Διόρθωση Επιμέλεια: Μαρία Κιλέ

    Σελίδωση: Αλεξία Ζαβού

    Σχεδιασμός εξωφύλλου: Πάμελα Παπαϊακώβου

    Επιμέλια e-book: Ανδρέας Κομής

    Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του συνόλου ή μέρους αυτής της έκδοσης κατά οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιανδήποτε μορφή χωρίς την έγγραφη άδεια της κατόχου των δικαιωμάτων.

    Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις του βιβλίου είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι συμπτωματική.


    Σε αυτούς που με γέννησαν

    Σε αυτούς που γέννησα

    Στον Αντώνη μου


    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Η Θέα Χριστοδουλίδου, μετά το πρώτο της μυθιστόρημα «η Κούκλα», επανέρχεται στην πεζογραφία αυτή τη φορά με «Το χάρτινο κουτί». Μια σύγχρονη συγκλονιστική ιστορία που παραπέμπει σε αρχαία ελληνική τραγωδία μιας και η πλοκή περιέχει όλα τα στάδια του σχήματος: ύβρις→ άτη→ νέμεσις→ τίσις. Μια καθηλωτική αφήγηση με κεντρική ηρωίδα την Φαίδρα η οποία πλαισιώνεται από τα πρόσωπα που θα καθορίσουν την πορεία και τη μοίρα της.

    Μια γυναίκα που ενώ το μόνο που θέλησε «ήταν να ζήσει μια ήσυχη ζωή, όπως τόσοι άνθρωποι σ’ αυτή τη γη», βρέθηκε στη δύνη συμβάντων και γεγονότων που την οδήγησαν σε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι χωρίς επιστροφή.

    Μια γυναίκα, που όπως η ίδια ομολογεί, «μια άσπρη κόλλα χαρτί ήταν η δική μου ζωή, που τίποτα δεν με άφησαν να γράψω επάνω. Άλλοι κρατούσανε τις πένες και τα μολύβια και γράφανε αυτά που θέλανε εκείνοι».

    Η Θέα Χριστοδουλίδου παίρνοντας τη δική της πένα δίνει σώμα και πνοή στη Φαίδρα και την βάζει να αφηγηθεί την τραγική ιστορία της. Άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε διά μέσω του επινοημένου αφηγητή, καταθέτει στον αναγνώστη κάτι πολύ περισσότερο από ένα μυθιστόρημα:

    «Το χάρτινο κουτί» περιέχει τη λαχανιασμένη ανάσα εκείνων των γυναικών της Κύπρου του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Των γυναικών που έζησαν (ή και επέζησαν) στη σκιά των συζύγων, των πατεράδων, των γιων και των αδελφών τους. Των γυναικών που η μοίρα και η τύχη τους, από τη στιγμή της γέννησής, τους βρισκόταν αποκλειστικά στο έλεος των αντρών. Των γυναικών που μάτωναν τα χείλη τους πνίγοντας στη σιωπή ποταμούς δακρύων που έτρεχαν μόνο στα σκοτεινά, θάλασσες λέξεων που δεν αρθρώθηκαν ποτέ, κραυγές πόνου που έσκαβαν αργά αργά το δέρμα τους αφήνοντας βαθιές χαρακιές στα άλλοτε κοριτσίστικα πρόσωπά τους. Γυναικών που υπέμεναν χωρίς να ζητούν, περιμένουν, χωρίς να ελπίζουν...

    Και εκείνων των γυναικών που σήκωσαν το σακατεμένο τους ανάστημα παίρνοντας πίσω το δίκιο τους με τα ίδια τους τα χέρια. Κι ας ήξεραν ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν. Κι ας ήξεραν ότι το βαρύ τίμημα που θα πληρώσουν θα έμοιαζε με χάδι μπροστά στο τίμημα που πλήρωναν μια ζωή επειδή γεννήθηκαν... γυναίκες. Μια τέτοια γυναίκα ήταν η Φαίδρα. Μια γυναίκα που κάθε φορά που επιχειρούσε μια απονενοημένη έξοδο, έπεφτε σε χειρότερη δύνη. Μια γυναίκα που ακόμα και τη μοναδική φορά που της χαμογέλασε η ζωή, επέλεξε να γυρίσει την πλάτη της πεπεισμένη πια πως δεν της αξίζει ούτε μια πιθανότητα ευτυχίας. Μια γυναίκα που έσβησε την ύπαρξη της από τα κατάστιχα κι έζησε με άλλο όνομα περιμένοντας κάτι να αλλάξει. Μια γυναίκα που με τη δική της ιστορία, άξιζε να γίνει μυθιστορηματική ηρωίδα. Και η Θέα Χριστοδουλίδου κατάφερε να δημιουργήσει μια τόσο αληθινή ηρωίδα, που ο αναγνώστης παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια του, δύσκολα μπορεί να αποχωριστεί.

    Ο αναγνώστης ζει ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, μεταφέρεται αβίαστα στον τόπο και τον χρόνο. Και αυτό είναι νομίζω, το βασικό κριτήριο για να αξιολογήσει κανείς ένα μυθιστόρημα. Αυτό συνιστά το ένστικτο και το αισθητήριο του αναγνώστη. Να μπορέσει να ζήσει ανάμεσα στις σελίδες του. Να γίνεται αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας, να αποκτά υπόσταση μέσα στην πλοκή σαν να είναι παρόν σε κάθε σκηνή.

    Το πλάσιμο και η ψυχογράφηση των χαρακτήρων που ζωντανεύουν, η εναλλαγή στις αφηγήσεις, οι μονόλογοι, η παραστατική περιγραφή των χώρων και του τοπίου και η εμπνευσμένη σκηνογραφία συνθέτουν και αναπαριστούν με απόλυτο ρεαλισμό την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Η Θέα Χριστοδουλίδου επιτυγχάνει σε τέτοιο βαθμό τη δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας ώστε πολύ σύντομα ο αναγνώστης γίνεται μέρος της, μοιράζεται τα πάθη και τις αγωνίες των ηρώων, ταυτίζεται, παίρνει θέση και διαμορφώνει στάση.

    Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία της Φαίδρας μέσα από ένα ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας αλλά και αποκάλυψης του παρελθόντος. Μιας ιστορίας που αναδιπλώνεται με φόντο την Kύπρο του προηγούμενου αιώνα, που εστιάζει στα πάθη της μικρής κοινωνίας, στην βαρβαρότητα του ηθικώς ορθού, στις επιταγές της πατριαρχίας και στους νόμους της αγίας κυπριακής οικογένειας... Κάτω από το σκληρό περίβλημα μιας αρχέγονης ηθικής τάξης, πάλλεται η ανθρώπινη αδυναμία, ο φλογερός αδιέξοδος έρωτας, η ανεκπλήρωτη αγάπη. Πάλλεται να γεννηθεί ο νέος κόσμος... που δεν κατάφερε να γεννηθεί ακόμα.

    Όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, την «Κούκλα», η Θέα Χριστοδουλίδου καταπιάστηκε και πάλι συνειδητά με την μοίρα των γυναικών της Κύπρου, με την πάλη και τον αγώνα τους, με την «α-σθένεια» και το σθένος του φύλου τους. Η Θέα Χριστοδουλίδου καταφέρνει για άλλη μια φορά να καταγράψει πολύ γλαφυρά την εποχή όπου η γυναίκα χωρίς υπόσταση και χωρίς φωνή αποτελούσε κτήμα της πατριαρχικής κυπριακής οικογένειας, ήταν υπόλογη στην κοινωνία, ήταν αναγκασμένη εξ’ ορισμού να θάψει βαθιά μέσα της κάθε όνειρο, κάθε της επιθυμία, κάθε προσωπική της ανάγκη, κάθε σκέψη ή ιδέα. Ήταν καταραμένη από την ομορφιά και την αρχέγονη μοίρα της να είναι απλώς μια άφωνη ύπαρξη, μια παράταιρη παρουσία, ένα ψυχικά και ηθικά ακρωτηριασμένο ον, ένα χάρτινο κουτί.

    «Το χάρτινο κουτί» είναι λοιπόν ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί και να ταξιδέψει σε πολλά χέρια. Είναι ένα μυθιστόρημα που φωτίζει μια σκοτεινή εποχή στην κοινωνική ιστορία της Κύπρου, που αποκαλύπτει την τραγική μοίρα των γυναικών, που ψηλαφεί τις πιο σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης φύσης και που τελικά μας οδηγεί στην απόλυτη κάθαρση...

    Ελίζα Χριστοφόρου, Φιλόλογος


    ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΚΟΥΤΙ

    Άφησε το ακουστικό να πέσει σχεδόν από το χέρι του και άναψε τσιγάρο. Έγειρε πίσω στην καρέκλα, έκλεισε τα μάτια και η μορφή της κατακυρίευσε τη σκέψη του. Η είδηση του θανάτου της ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει σήμερα. Αργά το απόγευμα της προηγούμενης μέρας, ήξερε πως η επιτροπή θα συνεδρίαζε για την αποφυλάκισή της. Είχαν περάσει κιόλας δώδεκα χρόνια από τότε που πέρασε το κατώφλι των κεντρικών φυλακών και γνωρίζοντας την άριστη διαγωγή της, ήταν απόλυτα σίγουρος πως όλοι θα ψήφιζαν υπέρ της μείωσης του χρόνου της ποινής της και θα της επέτρεπαν να βγει και να ζήσει ελεύθερη.

    Μες στο μυαλό του στριφογύριζαν οι λέξεις με τις οποίες ο διευθυντής των φυλακών, στο τηλεφώνημα που προηγήθηκε, του εξήγησε τον τρόπο θανάτου της.

    «Αυτοχειρία κύριε Ράλλη, βρέθηκε σήμερα το πρωί στο κελί της, κρεμασμένη από ένα σεντόνι, από την επί καθήκοντι δεσμοφύλακα».

    Στην ερώτηση του Νάσου αν έδειξε καθόλου σημάδια ότι θα προέβαινε σε αυτή την πράξη, ο διευθυντής του απάντησε πως, από μια σύντομη έρευνα που διέταξε, όχι, ό,τι και αν έλεγε όμως θα ήταν απλώς εικασίες. Ποιος ξέρει τι συνέβαινε μέσα στην ψυχή της.

    Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Ποιος μπορούσε να καταλάβει όντως τι συνέβαινε μέσα στην ψυχή της. Θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει σε μια από τις πρώτες συναντήσεις τους.

    «Πιστεύω κύριε Ράλλη, πως η εφημερίδα πρέπει να σε αναφέρει μονάχα τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ζωής σου. Στη γέννηση, στο γάμο και στο θάνατό σου. Με ενοχλεί το ότι αποτέλεσα πρώτη είδηση, επί σειρά ημερών. Μακάρι να μπορούσα να το αποφύγω».

    Αυτό θα γινόταν σίγουρα και τώρα. Ο ημερήσιος τύπος δεν θα ενημέρωνε απλώς τους αναγνώστες για τη μέρα, ώρα και τον τόπο της κηδείας της. Τα κείμενα που θα γράφονταν θα ανέλυαν εξαντλητικά όλα τα σενάρια για την επιλογή της, να θέσει τέρμα στη ζωή της, ενώ θα μπορούσε να ζήσει επιτέλους ελεύθερη. Απαλλαγμένη και από την ποινή που της επιβλήθηκε, αλλά και από την υποχρέωση που η ίδια έθεσε στον εαυτό της. Να σκοτώσει το βιαστή και δολοφόνο της εξάχρονης κόρης της, αποδίδοντας δικαιοσύνη με τον τρόπο που αυτή ήθελε. Ο λόγος που την έκανε να ξεχωρίσει και να αφήσει ανεξίτηλη την παρουσία της στις σελίδες της κυπριακής ειδησεογραφίας, ήταν γιατί αποτέλεσε ίσως την πιο ανοιχτή δίοδο προς τη σκοτεινή όψη της ψυχοσύνθεσης μιας γυναίκας. Μιας αλλιώτικης γυναίκας που έσπασε τα συμπεριφορικά πρωτόκολλα, που συνήθως απαιτούν από το ασθενές φύλο να είναι το θύμα και όχι ο θύτης. Που ξεπέρασε τα επιβεβλημένα όρια της εποχής της. Που έμεινε στην ιστορία όχι με το συμβατικό τρόπο που μένουν άλλοι. Που κολύμπησε σε έναν ωκεανό πόνου και που στο τέλος άφησε τα νερά του να την παρασύρουν στον πάτο του.

    Αυτή ήταν η Φαίδρα Σωκράτους. Η περιβόητη «Φαίδρα της Λεμεσού», όπως συνήθιζαν να την αποκαλούν. Που γεννήθηκε σε ένα ορεινό απομακρυσμένο χωριό της Πάφου και ήταν για τους περισσότερους ένα κορίτσι που εκδιδόταν από την ηλικία των δεκαέξι χρόνων. Μια πουτάνα που της βίασαν και της σκότωσαν τη μοναδική κόρη, πρωτού αυτή φοιτήσει στο δημοτικό σχολείο. Μια γυναίκα που σε ηλικία είκοσι τριών χρόνων ανέλαβε η ίδια το μπουρδέλο που δούλευε και που τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την καταδίκη του βιαστή του παιδιού της, τον σκότωσε με βίαιο και πρωτοφανή τρόπο, τη μέρα της αποφυλάκισής του, αποδίδοντας η ίδια τη δικαιοσύνη που χρόνια επιζητούσε.

    Σηκώθηκε από το γραφείο, έκλεισε το παράθυρο και πήρε το τηλέφωνο για να καλέσει την ιδιαιτέρα του και να την ενημερώσει ότι έπρεπε να ακυρώσει όλα του τα ραντεβού. Όλα όσα έπρεπε να διευθετηθούν για την κηδεία της θα τα αναλάμβανε αυτός, σαν το τελευταίο αντίο που δεν πρόλαβε να της πει. Πέρα από την υποχρέωση που αισθανόταν να τη φροντίσει, ήξερε πως, αν δεν το έκανε αυτός, δεν υπήρχε κανείς άλλος να το κάνει. Κανένας συγγενής της δεν βρισκόταν εν ζωή και διαφορετικά όμως να ήταν τα πράγματα, ένιωθε πως της το χρωστούσε ως ελάχιστη ένδειξη εκτίμησης προς τη γυναίκα που πήρε το χέρι του πριν από δώδεκα χρόνια, τότε που ξεκίνησε την καριέρα του ως άπειρος ιατροδικαστικός ψυχολόγος και τον οδήγησε στους δαιδαλώδεις δρόμους της ψυχής της, που έμοιαζαν σαν στοιχειωμένο δάσος και που στο μαύρο σκοτάδι του κρεμόντουσαν κομματιασμένες οι σάρκες από τα όνειρα, τα θέλω, την ίδια τη ζωή της.

    «Άφησε κάτι για σας», ήταν τα τελευταία λόγια του διευθυντή φυλακών. «Περάστε να το πάρετε. Έχω δώσει εντολές να σας επιτρέψουν.

    Κατανοώ επίσης πως θα θέλατε να τη δείτε προτού μεταφερθεί για να γίνουν οι απαραίτητες ιατροδικαστικές εξετάσεις».

    Ένα χάρτινο κουτί. Αυτό του είχε αφήσει. Η δεσμοφύλακας τον οδήγησε από ένα μακρύ διάδρομο στην είσοδο του κελιού της που ήταν ανοιχτό. Του είπε πως θα περιμένει απ’ έξω για να τον αφήσει μόνο μαζί της να την αποχαιρετήσει. Τον ενημέρωσε ότι το βράδυ, όπως της είχε πει η συνάδελφος της προηγούμενης βάρδιας, η Φαίδρα ξενύχτησε γράφοντας. Τον ευχαρίστησε γιατί ομόρφυνε τα τελευταία της χρόνια. «Γνωρίζετε ότι δεν είχε κανέναν», του είπε, «και να είχε όμως, μπορεί κάποτε όλοι να σε ξεχάσουν. Ο κόσμος νομίζει άλλα, και γι’ αυτούς που είναι πίσω από τα σίδερα και για μας που τους φυλάμε. Η αλήθεια είναι όμως πως όλοι πλάσματα του Θεού είμαστε, που πορεύονται με το καλό ή το κακό και όποιο νικήσει αυτό βγαίνει μπροστά. Ό,τι και αν ήταν αυτή η γυναίκα, για όλους εμάς εδώ υπήρξε μια αληθινή κυρία». Ένα μεγάλο πανεπιστήμιο ζωής, θέλησε να της πει προτού μπει μέσα, μα δεν το έκανε ξέροντας πως σε εκείνη δεν άρεσαν τα μεγάλα λόγια και σίγουρα θα χαμογελούσε αποδοκιμαστικά αν μπορούσε να τον ακούσει να την αποκαλεί έτσι.

    Την πλησίασε και σήκωσε απαλά το λευκό σεντόνι, που κάλυπτε το νεκρό της σώμα. Έκλεισε τα μάτια και επανέφερε τη μορφή της, έτσι όπως συνήθιζε να κάθεται απέναντί του, όταν τη συναντούσε στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο των κεντρικών φυλακών. Εκείνος, ένας νεαρός επιστήμονας που φιλοδοξούσε να γράψει ένα βιβλίο για άγρια και πρωτοφανή εγκλήματα, με αφετηρία τη ζωή μιας γυναίκας δολοφόνου και ο οποίος ευελπιστούσε ότι θα κρατούσε αδιάπτωτη την αγωνία του αναγνώστη, μιας που η δομή της ιστορίας θα εξελισσόταν αποκλειστικά σε ψυχολογικό επίπεδο. Εκείνη, σχεδόν απόμακρη, και διστακτική στην αρχή μπροστά στον ιδιότυπο χαρακτήρα της σχέσης αυτής, για να αντικατασταθεί όμως με το πέρασμα του χρόνου η απροθυμία της αυτή, με μια αληθινή, ανθρώπινη επαφή, μια συντροφική πορεία θεραπευτικής αναζήτησης.

    Φορούσε πάντοτε ένα μαύρο φουστάνι. Το ίδιο. Σε όλες τις συναντήσεις. Στην αρχή προσπάθησε αυτός να την οδηγήσει μαλακά στην πορεία των πρώτων παιδικών της χρόνων, σύντομα όμως εκείνη με δεξιοτεχνία και θάρρος τον οδήγησε στις πιο σκοτεινές περιοχές της ζωής της.

    Τότε, χρόνια πριν, η στάση του ψυχαναλυτή καθοριζόταν, άλλωστε, από την άποψη ότι έπρεπε να είναι απελπιστικά ουδέτερη, ώστε να μην επηρεαστεί η ανάδυση ασυνείδητου υλικού από τον ασθενή. Η Φαίδρα όμως δεν ήταν μια γυναίκα όπως αυτές που, κάποια μέρα της ζωής τους, αποφασίζουν να ζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού και να συμπράξουν μαζί του σε μια θεραπευτική συμμαχία. Δεν επέλεξε αυτή να τον βρει, αυτός επιθύμησε διακαώς να συναντηθεί μαζί της, ώσπου τελικά τα κατάφερε να εξασφαλίσει την άδεια μέσω του τότε διευθυντή φυλακών.

    Η πρώτη εντύπωση που του έδωσε ήταν ότι ντρεπόταν. Όχι μόνο για τη συνάντησή τους. Περπάτησε τα βήματα που τους χώριζαν στην αίθουσα σαν ένα πλάσμα που σχεδόν ζητούσε συγγνώμη, γιατί ο ήχος από τα ψηλά της παπούτσια διατάρασσε τη σιωπή.

    Την παρατήρησε για μερικά δευτερόλεπτα ανενόχλητος, μιας που το βλέμμα της παρέμεινε χαμηλωμένο, ακόμα και όταν κάθισε απέναντί του, και προσπάθησε να διαβάσει το πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο, που γρήγορα θα αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για δυσεπίλυτο γρίφο. Τον φόβισε η σκέψη της απόρριψης. Ακόμα και αν είχε εξασφαλιστεί η άδεια για τις συναντήσεις, τον τελευταίο λόγο εκείνη θα τον έλεγε. Εάν ήταν απορριπτική, ή περνούσε μία συναισθηματική κατάσταση απονέκρωσης και κενού, τότε θα του ήταν αδύνατο να μπορέσει να τη δεσμεύσει για να μοιραστεί μαζί του κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής της.

    Σήκωσε αργά τα μάτια της και τον κοίταξε. Εκείνο το βλέμμα, τον έκανε να διαισθανθεί ακαριαία τις δυνητικές επιπτώσεις, αφού μια λάθος πρώτη λέξη, ή φράση, που θα ξεστόμιζε, θα μπορούσε να την έκανε να εξαφανιστεί σαν καπνός και να τον αφήσει να καταριέται την αδυναμία του να μπορέσει να την κρατήσει εκεί, απέναντί του, για όσες ώρες, μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρειαζόταν μέχρι να μπορέσει να νιώσει έτοιμος να αφηγηθεί τη ζωή της μέσα από ένα βιβλίο.

    Συνέχισε να τον κοιτά χωρίς να μιλά. Σκέφτηκε πως αν έπαιζε πόκερ θα ήταν σίγουρα πολύ κακός παίκτης, μιας που το βλέμμα του σίγουρα εκείνη τη στιγμή μαρτυρούσε την ανάγκη να την ακούσει να λέει κάτι.

    «Τι θέλετε να μάθετε κύριε Ράλλη;» «Την αλήθεια».

    «Και γιατί είστε σίγουρος ότι θα σας την πω;» «Δεν είμαι σίγουρος, το ελπίζω».

    Έστρεψε αργά το πρόσωπό της αλλού. Έσπευσε να τη διαβεβαιώσει ότι το βιβλίο του δεν θα είχε πρόθεση ούτε να την εκθέσει ούτε να τη δικαιώσει, θα κατέγραφε απλά τα γεγονότα που την οδήγησαν σε ένα ειδεχθές έγκλημα και από ψυχολογικής σκοπιάς θα παρέθετε την άποψή του, για το πώς αυτά καθόρισαν τη συμπεριφορά της. Θα ωθούσε τον αναγνώστη να αντιληφθεί πως ίσως κάποτε η μοίρα και πιθανότατα η διαγεγραμμένη της πορεία, μας φέρνει σε τέτοια θέση που το σωστό είναι λάθος και το λάθος σωστό.

    «Ποια αλήθεια ακριβώς ζητάτε να μάθετε κύριε Ράλλη; Τη δική μου; Αυτήν που αντέχετε να ακούσετε; Ή αυτήν που η κοινωνία αντέχει να ακούσει χωρίς να διαταραχθεί η ηρεμία και ο καθωσπρεπισμός της; Ακόμα και αν το αρνηθείτε, νομίζω πως ήρθατε κοντά μου προγραμματισμένος να δικαιολογήσετε μια γυναίκα δολοφόνο. Μια γυναίκα που θα μπορούσε να ήταν η μάνα σας ή κάποια συγγενής σας ίσως.

    Όχι ένα ανθρωπόμορφο τέρας, γιατί αυτό νομίζω ότι είμαι, ένα τέρας, αναπαραγωγή ενός άλλου μεγαλύτερου τέρατος. Και ξέρετε ποιο ήταν αυτό; Ο πατέρας μου. Κάποτε μου είπαν ότι όταν γεννήθηκε είχε αίμα στα χέρια και το στόμα. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα. Ποιος ξέρει; Ίσως της κατασπάραξε τα σπλάχνα αυτός. Ανοίξτε την κάμερα κύριε Ράλλη. Θα σας πω την ιστορία μου, γιατί οι ιστορίες με τέρατα έχουν πάντα ενδιαφέρον».

    Έκλεισε απαλά τα μάτια της και άρχισε να μιλάει.

    «Ονομάζομαι Φαιδρονίκη Σωκράτους, η Φαίδρα της Λεμεσού όπως με ξέρουν. Γεννήθηκα στις 10 Νοεμβρίου το 1925, σε ένα ορεινό, απομακρυσμένο χωριό της Πάφου. Πατέρας μου ήταν ο Άνθιμος Σωκράτους και μητέρα μου η Περσεφόνη Γεωργίου. Είχα δύο αδέλφια, την Ιουλιανή και τον Ιάσονα. Στην ταυτότητά μου δεν αναγράφεται το πραγματικό μου επάγγελμα. Είμαι ιερόδουλη. Πουτάνα, όπως συνήθισα να με φωνάζουν. Βρίσκομαι στις κεντρικές φυλακές και εκτίω ποινή για το φόνο του Μιχαήλ Βασιλείου, άλλως «Σάλα», δολοφόνου και βιαστή της εξάχρονης κόρης μου. Συνελήφθηκα την ημέρα που μπήκα στον αστυνομικό σταθμό, κρατώντας ένα χάρτινο κουτί που μέσα περιείχε τα δύο του χέρια κομμένα. Όταν ομολόγησα το έγκλημά μου, έγιναν προσπάθειες για να διακριβωθεί η νοητική μου ευστάθεια. Είχα σώας τας φρένας κύριε Ράλλη όταν τον σκότωσα και σε καμία περίπτωση δεν αισθάνθηκα φόβο ή τύψεις για την πράξη μου.

    Θυμάμαι μονάχα ότι κρύωνα. Γεννήθηκα όμως και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου σ’ ένα χωριό που το κρύο διαπερνούσε ανεμπόδιστα τα πολυφορεμένα ρούχα μας και τρυπούσε τα κόκκαλά μας.

    Έμαθα να το αντέχω. Ακούστε όμως την ιστορία μου από την αρχή».

    «ΙΟΥΛΙΑ, Ιουλία, πού είναι η Φαίδρα;» Η Ιουλία καθιστή σε μια παλιοκαρέκλα, κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό αδελφό της, τον Ιάσονα, γυμνό από τη μέση και πάνω, με την πλάτη κατακόκκινη και σημαδεμένη από τις βουρδουλιές.

    «Πού είναι η Φαίδρα; Πού την έστειλες;» Έσφιξε το εξασθενημένο παιδί επάνω της φιλώντας το στα μαλλιά, σαν να ’θελε να του ρουφήξει τον πόνο από τα μάτια. Τι να ’λεγε στη μάνα της; Ότι έστειλε τη μικρή της αδελφή να ζητιανέψει ένα κρεμμύδι απ’ το χωριό για να το κοπανήσει και να το βάλει στις πληγές του; Ήξερε πως η περηφάνια της Περσεφόνης νικούσε την ανάγκη της. Το ένιωθε κάθε φορά που την έβλεπε να πασχίζει να δώσει λύση χωρίς να προστρέξει για βοήθεια.

    «Σε ρωτάω, πού είναι η Φαίδρα; Πού της είπες να πάει;» «Στην Λεονού, τη χήρα».

    Ένιωσε το βλέμμα της να πέφτει σαν κεραυνός.

    «Γιατί την έστειλες σ’ αυτήν;» «Γιατί αυτή θα τη λυπηθεί και θα της δώσει».

    Η Περσεφόνη έστρεψε αργά το κορμί της αλλού. Δεν ήθελε η κόρη της να διαβάσει στο πρόσωπό της αυτό που εκείνη τη στιγμή αισθανόταν. Δεν ήταν μόνο ο πόνος γιατί ο γιος της υπέφερε από τις πληγές που τα χέρια του ίδιου του πατέρα του, του κατάφεραν, ήταν και το αλίμονο που αισθανόταν κάθε φορά που σαν μάνα αδυνατούσε να προσφέρει στα παιδιά της ακόμα και τα απαραίτητα.

    Κάθισε αποκαμωμένη στο κρεβάτι. Κοίταξε τα χέρια της, χέρια που από τις δουλειές και τις κακουχίες δεν έμοιαζαν να είναι γυναίκας τριάντα χρονών, κι αναρωτήθηκε πόσο ακόμα, ετούτα τα χέρια, θα τα κρατούσε η φτώχια αδειανά. Πόσες φορές απελπισμένα παρακάλεσε τον Θεό να της στείλει ένα ζευγάρι φτερά να τα περάσει πάνω σε τούτα τα χέρια, να αρπάξει τα παιδιά της, να τα πάρει από εκεί μέσα, να τα πάει μακριά από εκείνο το σπίτι που κρύωναν και πεινούσαν, μακριά από τον άνθρωπο που ήθελε να λέγεται πατέρας τους και που κάθε άλλο παρά σαν πατέρας συμπεριφερόταν. Μακριά από το σκυλί, που έβλεπε τα παιδιά του σαν κόκκαλα που επάνω τους ακόνιζε τα δόντια του.

    «Δεν έπρεπε να τη στείλεις στην Λεονού». Η Ιουλία απέφυγε να ρωτήσει τη μάνα της το γιατί. Ήξερε πως δεν θα έπαιρνε απάντηση για την αποστροφή που έβλεπε στο πρόσωπο της Περσεφόνης κάθε φορά που γινόταν αναφορά στη νεαρή χήρα. Όλο το χωριό ήξερε αλλά κανείς δεν μιλούσε. Τις μέρες εκείνες όπου ο Άνθιμος εξαφανιζόταν από το σούρουπο και επέστρεφε ξημερώματα της άλλης μέρας, η γυναίκα και τα παιδιά του υποπτευόντουσαν πού τις περνούσε. Ποιος τολμούσε όμως να ρωτήσει. Οι χωριανοί τον έβλεπαν να βγαίνει από το σπίτι της, τα ίδια τα παιδιά και η γυναίκα του έτυχε να τον δουν, όλοι όμως σώπαιναν από φόβο.

    «Μάνα, γιατί ο πατέρας μας δεν μας αγαπά;» Η Φαίδρα επέστρεψε και στεκόταν πλάι στη σαρακοφαγωμένη πόρτα του χαμόσπιτου.

    «Γιατί το λες αυτό Φαίδρα μου;» Το μικρό κορίτσι, βουρκωμένο, έσφιξε στο χέρι το κρεμμύδι που κρατούσε.

    «Γιατί έδειρε πάλι τον Ιάσονα;» Η Περσεφόνη έστρεψε το κεφάλι προς την Ιουλία, λες και το βλέμμα της ζητούσε να δώσει εκείνη την απάντηση.

    «Μας αγαπά, μας αγαπά Φαιδρού μου». Δεκαπέντε χρονών κορίτσι η Ιουλία είχε μάθει από νωρίς μέσα σε εκείνο το σπίτι πότε να λέει την αλήθεια και πότε, σκύβοντας το κεφάλι, να σωπαίνει ή να λέει ψέματα για να βοηθήσει την κατάσταση.

    «Και το άλογο του το βιτσίζει με το καμτσίκι, πα’ να πει πως δεν το αγαπά;» Η μάνα τους σηκώθηκε αργά, πήρε το κρεμμύδι από τα χέρια του κοριτσιού, το έβαλε σε ένα μαντήλι και βγήκε έξω να πάρει μια πέτρα να το κοπανήσει.

    Η Φαίδρα πήγε προς το κρεβάτι, έβγαλε τα λιωμένα της παπούτσια, τα τοποθέτησε στο πλάι και ξάπλωσε ήσυχα.

    «Φέρε μου τον Γιασή εδώ Ιουλία, κοιμήθηκε, βάλ’ τον να ξαπλώσουμε μαζί να τον κρατήσω αγκαλιά».

    Ατροφικά δάκτυλα ενός αδύναμου χεριού ήταν τα παιδιά του Άνθιμου και της Περσεφόνης. Η φτώχια και η κακοριζικιά μάστιζαν όλη την επαρχία της Πάφου τη δεκαετία του 1930. Όσο φτωχοί και να ήταν οι κάτοικοι εκείνου του ορεινού χωριού όμως, κανενός η ανέχεια δεν έμοιαζε με τούτης της οικογένειας. Ατροφικά δάκτυλα ενός αδύναμου χεριού η Ιουλία, η Φαίδρα και ο μικρός Γιασής, που ο πόνος για τις πράξεις και τη συμπεριφορά του πατέρα τους, τα έκανε να ενώνονται και να γίνονται μια ισχυρή γροθιά, που πάλευε να νικήσει το φόβο και τον πόνο τους.

    Δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι ήταν η Περσεφόνη, ορφανή από μάνα, όταν της ανακοίνωσε ο πατέρας της ότι θα παντρευόταν τον Άνθιμο.

    Δεν σήκωσε κεφάλι ούτε αντιστάθηκε στην απόφασή του, όσο και αν το ένστικτό της την προειδοποιούσε πως η ζωή της στο πλάι ετούτου του άντρα με τα γαλανά, άγρια, διαπεραστικά μάτια, δεν θα ήταν εύκολη. Ο δεσποτισμός μπορεί να ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του ανδρισμού την εποχή εκείνη, στο σπίτι του πατέρα της όμως δεν τον ένιωσε, γιατί εκείνος, πλάσμα σεβαστικό και ήρεμο, τη μεγάλωσε με φροντίδα και περισσή αγάπη. Στα δεκαπέντε γέννησε την Ιουλία και στα είκοσι την Φαίδρα και τον Ιάσονα τα δίδυμά της. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη και τη δεύτερή της γέννα, έχασε δυο παιδιά που πίστεψε πως ο Θεός δεν ήθελε να γεννηθούν, μα εκείνο που στην ουσία τα σκότωσε, ήταν το ξύλο που έτρωγε από τον άντρα της, κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος και άφηνε να ξεσπάσουν επάνω της τα νεύρα και ο θυμός του.

    Ποτέ της δεν κατάλαβε σε τι έφταιγε. Τα πρώτα χρόνια του ’δινε συγχωροχάρτι και σκεφτόταν πως έφταιγε το ποτό. Σιγά σιγά κατάλαβε πως της φερόταν έτσι, γιατί ήταν άνθρωπος κακός που στην καρδιά του φώλιαζε μονάχα μίσος.

    Στο χωριό κανένας δεν τον ήθελε. Οι ασωτίες και τα γλέντια του δεν τους αφορούσαν και όσο και αν λυπόντουσαν τη γυναίκα και τα παιδιά του, ήξεραν πως έπρεπε να κάνουν τα στραβά μάτια από φόβο μη βρούνε τον μπελά τους. Ποιος τολμούσε να τα βάλει με πλάσμα ύπουλο, που σαν σκορπιός μπορούσε να κρυφτεί μες στο σκοτάδι και να σου καταφέρει, την ώρα που δεν το περίμενες, θανατηφόρο πλήγμα; Το ξύλο και τις προσβολές του, καρτερικά έμαθε να τα υπομένει, όπως το καημένο το άλογό του, που η πλάτη του μάτωνε από τις αλλεπάλληλες βιτσιές. Εκείνο όμως που την πονούσε περισσότερο, ήταν που δεν είχε τον τρόπο, ή τη δύναμη, να προστατεύσει τα παιδιά της, που σαν ξερόκλαδα τα έβλεπε να τα σπαν τα χέρια του και να τα ρίχνει στη φωτιά για να τα κατακάψει.

    «Μάνα, η κατσαρόλα επάνω στη φωτιά βράζει».

    Η Ιουλία διέκοψε τις σκέψεις της. «Τι θα βάλεις μέσα;» Σάμπως ήξερε τι θα έβαζε μέσα; Τα τελευταία χόρτα που μάζεψε, τους τα τάισε αποβραδίς. Τι να της έλεγε; Ο χειμώνας ήτανε βαρύς εφέτος, μίλια να περπατούσες, τα χωράφια γύρω, δύσκολα θα σου ’διναν φαΐ να βάλεις στο τραπέζι.

    «Θα πάω στον Νικολή που έχει το μπακάλικο να του πω να μου δώσει λίγο ρύζι, πρέπει να φάει ο Γιασής».

    Την άρπαξε από το μπράτσο. Δεν ήθελε να αφήσει την κόρη της να ακούσει τις προσβολές του για τα χρωστούμενα που πολλές φορές της ζήτησε να του πληρώσει και αυτή αδυνατούσε. Όσο περήφανη και να ’ταν, πώς μπορούσε να τα ξοφλήσει; Η ζήλια του άντρα της και η μανία του να ελέγχει κάθε της βήμα, δεν την άφησαν ποτέ να ξενοδουλέψει. Ο τόπος τους ήταν τόπος ορεινός και άγονος, μα όποιος είχε όρεξη, ένα κομμάτι ψωμί μπορούσε να το κερδίσει και να το βάλει στο τραπέζι. Εκείνος πουθενά δεν στέριωσε, σε όσες δουλειές προσπάθησε να κάνει. Στη ζωή του, αφέντης δεν μπορούσε εύκολα να μπει.

    Καβαλούσε το άλογό του και ολημερίς γυρνούσε μες στα ορμάνια, λεύτερος να κάνει του κεφαλιού του. Τα λίγα λεφτά που έβγαζε από τη φιλανθρωπία του Μακράντωνα, που του ανέθετε διάφορα από οίκτο για την κατάντια της γυναίκας και των παιδιών του, τα έτρωγε στα χαρτιά και στο ποτό αφού στιγμή δεν σταματούσε να βρέχει το λαρύγγι του.

    «Μην πας κόρη μου, κάτι θα βρω να μαγειρέψω». Η Ιουλία την προσπέρασε γρήγορα, για να μην προλάβει να δει ακόμα μια φορά το βλέμμα της να βουρκώνει. Λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν γινόντουσαν τα μάτια της μάνας της, κάθε φορά που απελπιζόταν γιατί δεν είχε τίποτα να ταΐσει τα παιδιά της.

    «Ιουλία, γύρνα πίσω σε παρακαλώ»! Το κορίτσι, με την πλάτη γυρισμένη, είπε: «Δεν είναι ατιμία να πεινά το πλάσμα μάνα» και συνέχισε ακάθεκτη την πορεία της. Πρόλαβε τον Σωτήρη, τον παραγιό του Νικολή, την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόταν να κλείσει το μπακάλικο. Η καρδιά της σκίρτησε μόλις τον είδε. Στιγμή δεν ησύχασε από την τελευταία τους συνάντηση και όσο και αν φοβόταν για τα αισθήματά της, η καρδιά της δεν έκανε προσπάθεια να τα συμβιβάσει. Ασυγχώρητο έγκλημα θα ήταν για τον Άνθιμο αν μάθαινε ποτέ πως η κόρη του σήκωσε τα μάτια της να δει άντρα, άλλον από ’κείνον που αυτός θα της επέλεγε. Εκτός από τον πατέρα της ήταν και ο Νικολής, ο θείοςτου Σωτήρη, που από μικρό παιδί, όταν ορφάνεψε, τον πήρε στη δουλειά του και τον μεγάλωσε και για κανένα θεό, δεν θα συναινούσε στο σμίξιμό τους. Όπως και για τους άλλους χωριανούς, έτσι και για τούτον, ο Άνθιμος ήταν ένας λεχρίτης, ένα ελεεινό σκάρτο πλάσμα, κι αν οι άλλοι δεν είχαν τη δύναμη να του το δείξουν, εκείνος μπορούσε να σταθεί απέναντί του και να του το φτύσει μες στα μούτρα.

    Όσο και αν ο φόβος όμως φώλιαζε στις καρδιές των δυο παιδιών, δεν ήταν ικανός να εμποδίσει την εξέλιξη του έρωτά τους. Οι λαθραίες τους ματιές, κάθε φορά που συναντιόντουσαν στα στενά του χωριού, σαν καθαρή βενζίνη πυροδοτούσε τον πόθο του ενός για τον άλλο.

    Ένα φευγαλέο του βλέμμα, ή το κοκκίνισμα στα μάγουλα του κοριτσιού, γινόντουσαν δεκανίκι, που επάνω του ακουμπούσε η ελπίδα πως κάποτε θα έσμιγαν και οι καρδιές τους θα ξαλάφρωναν από τον καημό που τις χάραζε.

    «Σε πρόλαβα Σωτήρη; Θα κλείσεις;» Την κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλά.

    «Τι έχεις Ιουλία; Γιατί είσαι έτσι;» Σαν λαβωμένο ζώο κοίταξε πίσω της να δει μήπως ερχόταν κάποιος συγχωριανός τους και τους έβλεπε που μιλούσαν.

    «Ο πατέρας μου έδειρε τον Γιασή».

    «Γιατί; Τι του έκανε;» Κάθε λογικός άνθρωπος αυτό θα ρωτούσε. Τα χρόνια ήταν δύσκολα.

    Η φτώχια, η ανέχεια, οι δυσκολίες της καθημερινότητας, συχνά γινόντουσαν αιτία να ξεσπά ένας γονιός επάνω στα παιδιά του. Ετούτο, όμως, σπάνια γινόταν χωρίς να υπάρχει αφορμή. Στην περίπτωση του Άνθιμου δεν ίσχυε αυτό. Όταν γυρνούσε σπίτι με το μυαλό θολωμένο από το ποτό, ακόμα και ο ανεπαίσθητος θόρυβος, που μπορεί να έκανε μια καρέκλα που μετακινούσε ένα του παιδί, πυροδοτούσε το θυμό και την τρέλα του.

    «Μπορείς να σκεφτείς ένα λόγο που να είναι αρκετά σοβαρός, για να ξεγυμνώσεις με τη βία το γιο σου και να τον δέσεις μες στο κρύο πάνω σε ένα δέντρο Σωτήρη; Τίποτα δεν του έκανε».

    Τι να του έλεγε; Ότι το έρμο παιδί κατούρησε το στρώμα του το προηγούμενο βράδυ; Σάμπως έφταιγε το φτωχό που κάθε νύχτα έβλεπε εφιάλτες, στριφογυρνούσε σαν τρομαγμένο φιδάκι μες στα ρούχα του και ξυπνούσε ουρλιάζοντας από τρόμο; «Τίποτα δεν του έκανε, αλήθεια σου λέω».

    Δεν αμφισβήτησε τα λόγια της. Όλοι ήξεραν, και τα παιδιά ακόμη, την τίμια βασανισμένη γυναίκα του Άνθιμου, που μοναδικό λάθος που μπορούσαν να της προσάψουν ήταν το ότι παντρεύτηκε εκείνο το διαβολικό πλάσμα.

    «Η μάνα σου;» «Τίποτα δεν μπορεί να κάνει η μάνα μου», του είπε σκύβοντας το κεφάλι της στη γη.

    «Η γλώσσα της μένει άπραγη μπρος στις πράξεις του και το κορμί της γίνεται κουβάρι που κυλάει να κρυφτεί μες στις γωνιές».

    Άπλωσε το χέρι του απαλά να της χαϊδέψει τα μαλλιά, το κορίτσι πισωπάτησε σχεδόν φοβισμένο. Όσο και να το ποθούσε ετούτο το άγγιγμα, με τον ήλιο να λάμπει πάνω από τα κεφάλια τους, εκεί στη μέση του δρόμου που ο καθένας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους δει, δεν θα το επέτρεπε.

    «Τι θέλεις, πες μου Ιουλία. Ό,τι μου ζητήσεις δεν θα διστάσω να το κάνω για σένα».

    «Λίγο ρύζι».

    «Μονάχα ετούτο;» «Να κάνει σούπα η μάνα μου να φάει ο Γιασής. Ας μη φάμε εμείς, εκείνο το καημένο όμως είναι κρίμα».

    Τα μάτια του στένεψαν από θυμό. Ένιωσε την ντροπή της να ζητιανεύει μια χούφτα ρύζι, για τον αδελφό της μονάχα που το είχε ανάγκη, λες και εκείνη, η Φαίδρα και η μάνα τους, δεν είχαν στομάχια που από την πείνα είχαν συρρικνωθεί.

    «Θα σου βάλω να φάτε κι εσείς»! «Όχι σε παρακαλώ, δεν μπορώ να το πληρώσω τώρα, αν το καταλάβει ο θείος σου, θα βρεις τον μπελά σου».

    «Ας τον βρω»! Το είπε αποφασιστικά και μπήκε μέσα. Βγήκε σε λίγο κρατώντας ένα μαντήλι που είχε μέσα τυλιγμένη κοντά μια οκά ρύζι.

    «Πάρ’ το», της είπε, «χαλάλι σας. Το έβαλα σε μαντήλι γιατί τις σακούλες τις μετρά. Τίποτα δεν θα καταλάβει, μη φοβάσαι. Το ρύζι δεν μπορεί να το μετρήσει».

    Προτού απομακρυνθεί το κορίτσι, ο Σωτήρης πρόλαβε να δει μες στα μάτια της τη χαρά που ο αδελφός της θα μπορούσε τώρα να φάει ένα πιάτο σούπα. Αισθάνθηκε και εκείνος την ίδια χαρά. Μια οκά ρύζι δεν ήταν η λύση στα τόσα προβλήματά τους, όμως ένιωσε την ικανοποίηση ότι άπλωσε το χέρι του και τράβηξε πίσω, έστω για μια φορά, το μαχαίρι που τους έβαλε η πείνα στο λαιμό.

    Έκλεισε το μπακάλικο και έφυγε για το σπίτι. Κάθε του βήμα και μια σκέψη, μια ευχή για να μπορέσει να βρει τρόπο να αρπάξει την Ιουλία και να τη βγάλει από κει μέσα. Να μην ξαναδεί στα μάτια της την τυφλή υποταγή στον πόνο.

    Σε ποιον θα μιλούσε; Από ποιον θα ζητούσε βοήθεια; Ο θείος του ο Νικολής δεν αποτελούσε επιλογή. Όσο και αν τον αγαπούσε, ήταν σκληρός άνθρωπος και σίγουρα θα αντιμετώπιζε με περιφρόνηση τα αγνά αισθήματά του για μια κοπέλα, πόσο μάλλον για την κόρη του Άνθιμου. Οι εχθρικές διαθέσεις του για εκείνον γινόντουσαν αρνητικό ποτάμι, που συμπαρέσυρε, σαν χαλίκια στο πέρασμά του, και την καημένη την Ιουλία, τη μάνα και τ’ αδέλφια της.

    Στον Δημητρό. Στον Δημητρό θα μιλούσε. Φίλους άλλους δεν είχε.

    Κλεισμένος όλη μέρα στο μπακάλικο δεν έβγαινε έξω στα χωράφια για να συναναστραφεί με άλλους νέους της ηλικίας του, που δούλευαν τη γη ή έβοσκαν ζώα. Με τον Δημητρό, ακόμα και αν τους χώριζαν καμιά εικοσαριά χρόνια, τους ένωνε μια αμοιβαία εκτίμηση και πολλές φορές είδε στα μάτια του φίλου του, την αγάπη, αγάπη όμοια με εκείνη που πατέρας τρέφει για το γιο του.

    Όρθια, στη μέση μιας πολύ φτωχικής κάμαρης, η Λεονού γέμισε την κούπα με νερό από το παρακείμενο τσίγκινο μπάνιο και την άδειασε στην κορυφή του κεφαλιού της. Το νερό ταξίδεψε στα μακριά μαύρα μαλλιά και κύλησε από το γυμνό της σώμα στο πάτωμα.

    Η πόρτα άνοιξε μαλακά χωρίς να τρίξει και στην είσοδο στάθηκε ο Άνθιμος. Το φως του δειλινού, έτσι όπως έπεφτε πίσω του, τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο ψηλός και άγριος. Η γυναίκα άρπαξε ένα κομμάτι ύφασμα από την καρέκλα που βρισκόταν δίπλα της και ταραγμένη προσπάθησε να καλύψει το κορμί της. Εκείνος κάρφωσε άπληστα τα μάτια του επάνω της και με ειρωνικό χαμόγελο αποδοκίμασε την κίνηση να καλύψει τη γύμνια της.

    «Τι προσπαθείς να κρύψεις; Θα δω κάτι που δεν έχω ξαναδεί;» «Τρόμαξα, δεν περίμενα να ’ρθείς τώρα. Έπρεπε να περιμένεις να πέσει πρώτα το φως. Δεν σε είδαν να μπαίνεις;» Ήταν σχεδόν σίγουρη, πως στο χωριό γνώριζαν για τον παράνομο δεσμό τους. Ακόμα και αν κανένας ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να της το πει κατάμουτρα, το διάβαζε στα βλέμματα και τις σιωπές τους που μιλούσαν πιο πολύ και από τις λέξεις. Τον Άνθιμο δεν τον ένοιαζε και οι προσπάθειές της να τον αποτρέψει να έρχεται να τη βρίσκει στο σπίτι της, όποτε του έκανε κέφι, έπεφταν πάντα στο κενό. Ο πατέρας της, που θα έβαζε σίγουρα ένα φραγμό σ’ αυτή τη σχέση, είχε πεθάνει όταν ήταν μικρό κορίτσι, το ίδιο και ο άντρας της πριν από μερικά χρόνια, που την άφησε χήρα προτού προλάβουν να κάνουν έστω ένα παιδί. Ακόμα και αν δεν είχε όμως να λογοδοτήσει σε κάποιον, ένιωθεένοχη που αφέθηκε να τη συμπαρασύρει στα κανάλια του βρώμικου πόθου του. Δέσμια του θέλω και των αποφάσεών του, ζούσε ένα μεθυστικό πρόστυχο πάθος, που νύχτες πολλές έφερνε στα μάτια της θάλασσες δάκρυα, που μούσκευαν το μαξιλάρι της.

    Δεν μπορούσε όμως να του πει όχι. Ο Άνθιμος δεν ήταν από τους άντρες που μπορούσες εύκολα να μπεις εμπόδιο στο τι αποφάσιζε να αποκτήσει, και εκείνη τι ήταν; Ένα αδύναμο πλάσμα που όσο και αν το ταρακουνούσαν οι τύψεις και η ντροπή, παθητικά τον άφηνε να διαφεντεύει το σώμα και την καρδιά της, στα μονοπάτια μιας κρυφής ζωής που γινόταν αιτία για αγωνία και φόβο. Φόβο μεγαλύτερο και από αυτόν που αισθάνθηκε όταν ο άντρας της πέθανε και την άφησε φτωχή και μόνη σε ένα χωριό που η επιβίωση για μια γυναίκα εκείνη την εποχή ήταν άγρια και σκληρή. Προχώρησε αργά προς το μέρος της, την άρπαξε από τη μέση και έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Η ανάσα του έζεχνε ποτό.

    «Γιατί να περιμένω να νυχτώσει; Φοβάμαι κανέναν;» «Περίμενε να κλειδώσω την πόρτα».

    «Γιατί να την κλειδώσεις; Περιμένεις και άλλον εκτός από ’μένα και φοβάσαι μην μπει;» Τα χέρια του την έσφιξαν κτητικά επάνω του. Τα λόγια του την πρόσβαλαν, μα ήξερε πως η γλώσσα του δεν γνώριζε περιορισμούς.

    «Άντρας άλλος εκτός από εσένα δεν πέρασε το κατώφλι μου από τότε που χήρεψα».

    «Και ούτε θα το περάσει ποτέ! Είσαι δική μου, θα τον ταΐσω στα σκυλιά όποιον τολμήσει να σ’ αγγίξει»! Λέγοντάς της αυτό, τράβηξε το πανί που κάλυπτε το γυμνό κορμί της, την άρπαξε, τη σήκωσε πάνω του, οδηγώντας τα πόδια της να γαντζωθούν πίσω στην πλάτη του και φιλώντας την άγρια όπου έβρισκε, την έριξε στο κρεβάτι. Τα μάτια της γύρισαν επάνω του φοβισμένα και ήταν λες και το ένα κοιτούσε την κόλαση και το άλλο τον παράδεισο.

    Αυτό ένιωθε στην αγκαλιά του. Τη γαλήνη του εμβρύου που κούρνιαζε στη σιγουριά της μήτρας της μάνας του και που κατόπιν γεννιόταν και αντίκριζε το χάος και τη φρίκη του κόσμου.

    Της έκανε έρωτα, χωρίς εκείνη να αντισταθεί στις βίαιες κινήσεις και την ορμητική επιθυμία του. Άφησε το κορμί της ξαπλωμένο από κάτω του σαν ένα σακί γεμάτο από κόκκαλα και σάρκα, χωρίς σκέψεις και περιορισμούς που επέβαλλαν τα όρια της ευπρέπειας.

    Το σώμα της το διαφέντευε όπως το άλογό του που καβαλούσε. Χωρίς χάδι. Μονάχα με το βίτσισμα και την επιβολή του σίγουρου για τις επιδόσεις του αναβάτη. Σπαρτάρησε επάνω της και έπεσε αποκαμωμένος δίπλα της. Στο βλέμμα του χρυσογυάλισε ένα στρογγυλό φως, μετάλλιο της έκστασής του. Εκείνο το φως που το ’χε δει πολλές φορές η Λεονού και που της ξέσκιζε την καρδιά κάθε φορά που το ’βλεπε, γιατί ήξερε πως για τον Άνθιμο τίποτε περισσότερο δεν ήταν παρά η πουτάνα του. Αυτή που θα ικανοποιούσε τις ορέξεις του, θα του έσβηνε την κάψα και μετά θα τον έβγαζε κρυφά απ’ το σπίτι για να γυρίσει πίσω στη γυναίκα του.

    «Βάλε μου να πιω και άναψε τη φωτιά, το δωμάτιο είναι κρύο».

    Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη. Είχε συνηθίσει να της ζητά ποτό κάθε φορά που την επισκεπτόταν, η ζιβανία έπρεπε να του βρέχει το λαρύγγι από το χάραμα μέχρι την ώρα που ξάπλωνε να κοιμηθεί. Το τζάκι όμως γιατί της ζητούσε να το ανάψει; Αφού θα έφευγε. Μέχρι να ζεσταθεί το δωμάτιο, αυτός θα έφευγε. Φοβόταν να τον ρωτήσει γιατί.

    Ακόμα και μετά που έκαναν έρωτα, δεν σταματούσε ποτέ να φοβάται αυτόν τον άντρα. Ο φόβος της δεν ήταν μια στιγμιαία ψυχική κατάσταση, ήταν ένα μόνιμο συναίσθημα γιατί ποτέ δεν μπορούσε να προβλέψει την αντίδραση ή το ξέσπασμά του.

    Προχώρησε προς το βάθος, πήρε την μπουκάλα και του γέμισε το ποτήρι μέχρι τη μέση. Του το πρόσφερε και έμεινε όρθια πλάι του σαν να τον περίμενε να το πιει και να σηκωθεί να φύγει.

    «Γιατί με κοιτάς έτσι;» Με μάτια υγρά και σκοτεινιασμένα, σαν ουρανός που ήταν έτοιμος να βρέξει, του είπε: «Ήρθε η κόρη σου η μικρή από δω σήμερα το πρωί».

    «Τι ήθελε;» «Να της δώσω ένα κρεμμύδι, μην της πεις τίποτα, θα καταλάβουν ότι σου το ’πα».

    «Τότε γιατί μου το ’πες;» Τα μάτια του στένεψαν και καρφωμένα επάνω της αποζητούσαν την απάντηση. Τι να του έλεγε; Ότι ντρεπόταν και ένιωθε φριχτά κάθε φορά που απαντούσε ένα του παιδί; Που έσκυβε το κεφάλι και προσπερνούσε γρήγορα τη γυναίκα του, φοβούμενη μήπως η Περσεφόνη την ξεμπροστιάσει και αυτή θα ήταν ανίκανη να αρνηθεί πως κοιμόταν με τον πατέρα των παιδιών της; Αν ετούτη η σχέση ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο για εκείνην, που μονάχη της πάλευε με τη ζωή, ίσως να ένιωθε έτοιμη και δυνατή να αντιμετωπίσει το μανιασμένο κύμα θυμού και απαξίωσης που θα ερχόταν με δύναμη να την πνίξει. Δεν ήταν όμως. Η επιρροή και η κυριαρχία που ασκούσε ο Άνθιμος επάνω της, δεν της έδιναν το δικαίωμα να αισθανθεί πως οι δυο τους ενωμένοι, αν και με κίνητρα διαφορετικά, θα πολεμούσαν για να μην μπορέσει τίποτα και κανείς να μπει ανάμεσά τους. Ο Άνθιμος ήταν η κατάρα του πεπρωμένου της. Απεγνωσμένα αποζητούσε να βρει τρόπο να ξεφύγει απ’ αυτόν, αλλά δεν τα κατάφερνε, όχι μόνο γιατί δεν θα την άφηνε αλλά γιατί εκείνη λύγιζε στη σκέψη να τον χάσει. Ανεξήγητα συναισθήματα, καλά κρυμμένα στα τρίσβαθα της καρδιάς της, την έσπρωχναν να υπομένει παθητικά την ομηρία που της επέβαλλε.

    Άναψε το τζάκι και ξάπλωσε δίπλα του στο κρεβάτι. Η αγωνία για το τι θα της έλεγε, βελόνιαζε την καρδιά της με μικρά, απανωτά τσιμπήματα. Εκείνος σιωπούσε εσκεμμένα σαν να απολάμβανε την αμηχανία της.

    «Δεν θα φύγεις;» Του είπε ψιθυριστά, ίσα που ν’ ακουστεί, «Όχι». Είπε εκείνος μετά από παύση.

    «Θα μείνω εδώ μέχρι που να ξημερώσει».

    «Και τι θα της πεις, αν γυρίσεις σπίτι το χάραμα;» Δεν της απάντησε. Ό,τι είπε το είπε σαν τελεσίδικη δήλωση και όχι σαν κάτι που θα ’θελε να συζητήσουν. Άφησε το ποτήρι να πέσει στο πάτωμα, χωρίς να τον νοιάζει αν αυτό θα έσπαγε σε κομμάτια και με δύναμη σαρκοφάγου πουλιού βούτηξε επάνω στο σώμα της, διψώντας να ξεσκίσει τη σάρκα της και να πιει αίμα.

    Απόψε θα της έκανε έρωτα όσες φορές ήθελε. Κεραυνοί να έπεφταν και να κατέστρεφαν τη στέγη πάνω απ’ τα κεφάλια τους, εκείνος θα συνέχιζε με το κορμί γυμνό, βρεγμένο από τη θεομηνία, να καβαλάει το σώμα της με την ίδια τρέλα και ευχαρίστηση που ίππευε το άλογό του, ακόμα και μέσα στην καταιγίδα. Ούτε γυναίκα ούτε παιδιά τον ένοιαζαν, λεύτερος ήταν μια ζωή, με ανήσυχα, άγρια ένστικτα και χαρακτήρα που ποτέ δεν υπολόγισε τα όρια του επιτρεπτού.

    Ο Δημητρός έκλεισε την ξώπορτα και κατηφόρισε προς το καφενείο.

    ΄Ηξερε πως εκείνη την ώρα ο Μακράντωνας θα έπινε τον καφέ του, προτού κινήσει για τα χωράφια με τα παλληκάρια του. Υποπτευόταν το θυμό που θα προκαλούσαν στον αφέντη αυτά που θα του έλεγε, είχε όμως υποχρέωση να του αναφέρει την άρνηση του Άνθιμου να πάει να μιλήσουν, όπως πρόσταξε εκείνος.

    Περίμενε στο παράθυρο καρτερικά, μέχρι που ο Μακράντωνας να τον δει για να του κάνει νόημα να βγει έξω. Εκείνος βγήκε και στάθηκε απέναντί του, επιβλητικός όχι μονάχα με το ανάστημά μα και χάρη στην περιουσία και την ατάραχη σοβαρότητα του χαρακτήρα του, που του έδιναν τη μεγαλύτερη δύναμη μες στο χωριό και τη γύρω περιοχή.

    «Τον βρήκες;» «Ναι αφέντη».

    Έσκυψε το κεφάλι με υποταγή και σεβασμό. Η αγριεμένη ματιά του Μακράντωνα που τον διαπερνούσε, δεν του έδωσε περιθώρια να σωπάσει για πολύ.

    «Τα αρνήθηκε όλα, μου είπε πως...» Κόμπιασε προτού συνεχίσει.

    «Λέγε»!! «Μου είπε πως γέρασες και δεν θυμάσαι πού κρύβεις το πουγκί σου, πως αυτός τίποτα δεν πείραξε από το σπίτι σου και πως...» Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει τη φράση του. Σήκωσε μαλακά το χέρι προς τα πάνω, σαν να του έλεγε πως δεν χρειάζεται να πει τίποτα περισσότερο.

    «Είσαι σίγουρος πως είναι εκείνος;» είπε δειλά ο Δημητρός, συναισθανόμενος ότι αυτή η ερώτηση μπορεί και να προκαλούσε άγριο ξέσπασμα του αφέντη του, που δεν είχε ποτέ συνηθίσει να αμφισβητούν τα λεγόμενα και τις αποφάσεις του.

    «Φυσικά και είμαι σίγουρος», είπε αργά και σταθερά και το ύφος του εκείνη τη στιγμή δήλωνε πως μέσα στο μυαλό του είχε ήδη επεξεργαστεί και τον τρόπο που θα τιμωρούσε τον Άνθιμο.

    «Εκείνος είναι. Μπήκε στο σπίτι μου για να πληρωθεί που έφερε το άλογό του να ζευγαρώσει με τη φοράδα μου. Με είδε από πού έβγαλα το πουγκί, έφυγε, και μέχρι το βράδυ τα λεφτά έλειπαν».

    «Καλά, με ποια αφορμή ξαναγύρισε; Ποιος του άνοιξε; Πώς μπόρεσε να τα πάρει;» «Δεν πρέπει να έφυγε, κρύφτηκε κάπου στην αυλή και παραμόνευε μέχρι να φύγω εγώ. Ήξερε πως οι γυναίκες έλειπαν στον ποταμό να πλύνουν τα ρούχα, μπήκε ξανά μέσα και τα άρπαξε».

    Λέγοντας την τελευταία φράση έφερε τα δύο του δάκτυλα στο στόμα και σφύριξε. Η σφυριά του, σαν πρόσταγμα έσκισε τον αέρα και έφτασε στα αυτιά των παλληκαριών του, που ευθύς πετάχτηκαν έξω για να παραταχθούν στο πλάι του.

    Ήξερε ο Δημητρός τι σήμαινε ετούτο το κάλεσμα.

    «Αφέντη να χαρείς, μη γίνει κανένα κακό, λυπήσου την καημένη την Περσεφόνη και τα παιδιά τους, δεν φταίνε σε τίποτα αυτά».

    «Αυτός τους λυπήθηκε ποτέ και θα τους λυπηθώ εγώ;», του απάντησε με απαξίωση και προτού ο Δημητρός αντιδράσει, έκανε νόημα στους άντρες του, που σαν πιστά σκυλιά ακολουθούσαν τον αφέντη τους, να φύγουν.

    Κίνησε και εκείνος σκεφτικός προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έπρεπε να βρει την Περσεφόνη και να της μιλήσει. Ήξερε πως τα πρωινά έβγαινε με ένα από τα παιδιά της, να πάνε να μαζέψουν ξερόκλαδα για τη φωτιά. Μετρημένες ήταν οι κουβέντες που αντάλλαζαν μεταξύ τους, όχι μονάχα γιατί τότε οι γυναίκες ούτε έξω από το καφενείο του χωριού δεν περνούσαν, για να αποφύγουν τα βλέμματα των αντρών, αλλά και γιατί ήταν γυναίκα του Άνθιμου, που μια και μόνη καλημέρα που θα αντάλλαζε με συγχωριανό της, ήταν ικανή να πυροδοτήσει την τρέλα του και να ξεσπάσει επάνω της.

    Πόσες φορές ο Δημητρός καταράστηκε τη δειλία του. Πόσες χιλιάδες φορές ευχόταν να μπορούσε να πάει το χρόνο πίσω, τότε που μικρό κορίτσι ακόμα την ξεχώρισε από όλες στο χωριό του και την ερωτεύτηκε. Δεν τόλμησε ποτέ να μιλήσει. Δεν βρήκε το θάρρος και τη δύναμη να πάει να σταθεί απέναντι στον πατέρα της και να του πει πως θέλει να παντρευτεί την κόρη του. Δεν τον κράτησε πίσω η φτώχια του, και εκείνη φτωχή ήταν, και σίγουρα δεν θα γινόταν ετούτο εμπόδιο να σμίξουν. Περίμενε πρώτα να βρει κάποιον να σκεπάσει το κεφάλι της αδελφής του, μια που νωρίς ορφάνεψαν από πατέρα, και μετά να κανονίσει εκείνος τη ζωή του. Ο Άνθιμος όμως τον πρόλαβε.

    Πέτυχε τον πατέρα της σε μια δύσκολή του στιγμή, που έχασε τη γυναίκα του, και παρόλο που λίγο πολύ εκείνος ήξερε το χαρακτήρα του, τον έπεισε να του δώσει το κορίτσι, λέγοντάς του πως στο χρόνο επάνω θα του έκανε και εγγόνι, που μες στο σπίτι που το έδερνε το πένθος, θα έφερνε τη χαρά.

    Δεκατεσσάρων χρονών την παντρεύτηκε και δεκαπέντε έκαναν και το πρώτο τους παιδί, την Ιουλία. Χαρά το σπίτι, όμως, δεν έμελλε να δει.

    Η Περσεφόνη περπατούσε στους δρόμους του χωριού σαν σκιά, που γρήγορα και ανεπαίσθητα χανόταν μέσα στα σκοτάδια, και τα μάτια της, που τα ’χε πάντα σκυμμένα στη γη, όσο προλάβαιναν να τα δουν, έβλεπαν πως ήταν πάντα κατακόκκινα από το κλάμα. Την ίδια εικόνα παρουσίαζαν και τα παιδιά του ένα ένα μεγαλώνοντας. Η Ιουλία, η Φαίδρα και ο Γιασής δεν ήταν σαν όλα τα άλλα τα παιδιά που έτρεχαν μες στα στενά. Η σκληρή, σχεδόν χυδαία συμπεριφορά του πατέρα τους, το ξύλο, οι βρισιές και οι προσβολές, είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο επάνω τους και από αυτή ακόμα την πείνα που εξαντλούσε τα λιπόσαρκα κορμιά τους.

    Τη βρήκε στην άκρη του δάσους να προσπαθεί να δέσει ένα μεγάλο δεμάτι από ξερόκλαδα για να τα φορτωθεί και να γυρίσει πίσω. Πλάι της, πάνω σε μια φαγωμένη και ξεφτισμένη από τη χρήση κουβέρτα, ξάπλωνε ο μικρός της γιος, ο Γιασής. «Περσεφόνη», της φώναξε από μακριά για να μην εμφανιστεί απότομα μπροστά της μέσα στις ερημιές και να την κάνει να τρομάξει. Σήκωσε το κεφάλι της αργά και τον κοίταξε απορημένη. Τι να ’θελε από ’κείνην ο Δημητρός; Ο άντρας περπάτησε με γρήγορα βήματα. Το βλέμμα της, που πλανήθηκε ένα γύρο για να δει αν κάποιος τους έβλεπε, τον έκανε να σταματήσει σε κάποια απόσταση και να μην την πλησιάσει.

    «Πρέπει να σου μιλήσω».

    Έκανε παύση προσπαθώντας να ζυγιάσει προσεκτικά τα λόγια που θα της έλεγε.

    «Τι έγινε Δημητρό; Συνέβηκε κάτι;» «Ναι, και νομίζω πως πρέπει να το ξέρεις».

    Του ήταν δύσκολο να σταθεί εκεί απέναντί της και να αρχίσει να κατηγορεί τον άντρα της. Όχι πως θα δυσκολευόταν να βρει λέξεις και φράσεις που θα χαρακτήριζαν τις πράξεις και τη συμπεριφορά ενός λεχρίτη, μα από σεβασμό στο πρόσωπο εκείνης και από φόβο που ξεπηδούσε από τα βάθη της ψυχής του. Ο φόβος που ένιωθε κάθε φορά που την αντίκριζε, μήπως η Περσεφόνη καταλάβει, τόσα χρόνια μετά, πως εκείνος ήταν ακόμα βαθιά ερωτευμένος μαζί της.

    «Μη με τρελαίνεις, μίλα». Του είπε και η φωνή σαν φοβισμένη άχνα βγήκε από το στόμα της και όχι σαν προσταγή.

    «Ο Άνθιμος...» «Τι έκανε;» «Έκλεψε λεφτά από τον Μακράντωνα. Του άρπαξε το πουγκί από το σπίτι. Τον μυρίστηκε και έβαλε εμένα να τον πάω εμπρός του να του μιλήσει. Ο άντρας σου αρνήθηκε και τώρα ο αφέντης, όπως κατάλαβα, είναι αποφασισμένος να τον εκδικηθεί».

    «Ο άντρας μου;» Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει λέγοντας όλα όσα ήθελε να πει. Σαν τσεκουριά έπεσαν τα λόγια της, που ξύλο γερό θα το μοίραζαν στη μέση από το πρώτο χτύπημα.

    «Μακάρι άθαφτο να μείνει το κορμί του όταν ξεψυχήσει και να το κατασπαράξουν τα όρνεα ως το τελευταίο κομμάτι, που θα τον πεις άντρα μου».

    Πρώτη φορά την άκουε να μιλάει έτσι. Όλοι στο χωριό την εκτιμούσαν για τον πράο χαρακτήρα της και όλοι ήξεραν πως μια πιο καπάτσα, που θα στεκόταν εμπόδιο στις πράξεις του Άνθιμου και στα όσα υπέφερε κοντά του, σίγουρα θα κατέληγε σκοτωμένη και αυτή και τα παιδιά της.

    «Γύρνα δες τον Γιασή πώς τον έχει καταντήσει. Δέκα χρονών παιδί στην πλάτη μου τον φορτώθηκα και τον έφερα για να μην μπει στο σπίτι και να τον δει στο κρεβάτι και να μου τον μαυρίσει στο ξύλο πάλι».

    Του έδειξε τρεμάμενη τα χέρια της, χωρίς η ίδια να σκύψει να τα δει.

    «Τα βλέπεις ετούτα τα χέρια; Για ρώτα με πόσες φορές τα άπλωσα για να ξεδέσω από το δέντρο ετούτο το παιδί, που ο ίδιος ο πατέρας του το δένει και το βιτσίζει, αφού το ξεγυμνώσει πρώτα! Άντρας μου είναι αυτός ο καταραμένος διάβολος που φώλιασε μες στη ζωή μου;» Θλίψη βαθιά έζωσε την καρδιά του Δημητρού. Δεν άντεχε να τη βλέπει έτσι, ξέροντας πως τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να τη βοηθήσει.

    «Σ’ ευχαριστώ Δημητρό που ήρθες να μου το πεις, μα σήκω και φύγε, γύρνα μας την πλάτη σου κι εσύ, όπως το έκανε και ο Θεός τόσα χρόνια»! Η φράση της ετούτη δεν είχε πίκρα παρά μόνο πόνο. Δεν κατηγορούσε κανένα γι’ αυτά που ζούσε και αυτή και τα παιδιά της. Ήξερε πως και αυτοί που ήθελαν, αδυνατούσαν να τους βοηθήσουν.

    «Θα μιλήσω ξανά στον αφέντη, θα προσπαθήσω να τον καλμάρω, μη σας βρει και άλλη συμφορά, σας φτάνουν τα όσα περνάτε».

    Προχώρησε αργά και κάθισε δίπλα από το παιδί της, κοιτώντας μπροστά σαν χαμένη. Ήθελε να του πει «γιατί να το κάνεις αυτό Δημητρό;» και εκείνος να βρει το θάρρος να της πει το γιατί. Να της πει πως, όσες ώρες, μέρες, χρόνια και αν πέρασαν από την πρώτη φορά που κοίταξε μέσα στα μάτια της, δεν έπαψε να νιώθει τον ίδιο βασανιστικό έρωτα για εκείνην. Πως έβλεπε τα παιδιά της να γεννιούνται και να μεγαλώνουν και βαθιά μέσα του ευχόταν να ’ταν δικά του παιδιά. Πως εκείνος, αν και είχε φτάσει κοντά στα σαράντα, ποτέ δεν σκέφτηκε να παντρευτεί και να μοιραστεί τη ζωή του με άλλη γυναίκα που δεν θα ήταν εκείνη. Δεν είπαν τίποτα άλλο, ούτε ο Δημητρός ούτε η Περσεφόνη.

    Προτού φύγει πέρασε από το μυαλό του να της πει να τη βοηθήσει, να κουβαλήσει το παιδί που έμοιαζε αδύνατο και ταλαιπωρημένο, μα απέφυγε να το κάνει, ξέροντας πως εκείνη δεν θα συναινούσε.

    Μπορούσαν να περπατήσουν ο ένας πλάι στον άλλο και να κουβαλά το γιο της; Τι της ήταν; Και οι πιο καλοπροαίρετοι από αυτούς που θα απαντούσαν, δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι αυτή του την πράξη και τα κρυφά βέλη του κουτσομπολιού και των εικασιών τους, επάνω σε ’κείνην

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1