Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ενθαλπία
Ενθαλπία
Ενθαλπία
Ebook313 pages3 hours

Ενθαλπία

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Εντίρα ζει στο νησί της Αντέλμα. Η θάλασσα γύρω της είναι μολυσμένη, το ίδιο και ο αέρας. Ευτυχώς, ο Θόλος τους προστατεύει. Δεν επιτρέπουν σε κανέναν να έρθει ή να επικοινωνήσει μαζί τους. Η ζωή αρχίζει και τελειώνει εκεί, στα εξήντα. Όλα είναι αρμονικά μελετημένα. Φροντίζει ο HIDE γι' αυτό, ο αλγόριθμος που επιλέγει την εργασία και τον σύντροφό τους. 

 

Αυτή η αυτάρκεια είναι που ξεχωρίζει την Αντέλμα από την Πενθεσίλεα, την απέναντι στεριά, εκεί που υπάρχει φτώχεια και μόλυνση και βία. Εκεί που έχουν πάει μόνο δύο: η Αρίνα και ο Φιν, η γιαγιά και ο πατέρας της Εντίρα, οι μοναδικοί Πλανόβιοι. Δεν κατάφεραν να επιστρέψουν. Κανείς δεν μιλάει για αυτούς γιατί ξέρουν τι τους συνέβη. Η Εντίρα θέλει να μάθει την αλήθεια, αλλά δεν θα γίνει κι αυτή Πλανόβια. 

 

Εκτός και αν αναγκαστεί.

 
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 23, 2023
ISBN9789998785823
Ενθαλπία
Author

Στέφανος Λίβος

Ο Στέφανος Λίβος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία και ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάζεται στη διαχείριση και ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και ως career & leadership coach. Έχει γράψει τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία, εκ των οποίων τα δύο κυκλοφορούν και στα Αγγλικά. Μετά από μια δεκαετία σε παραδοσιακούς εκδοτικούς οίκους, αποφάσισε να αυτοεκδίδει όλα τα βιβλία του ώστε να διατηρήσει την δημιουργική του ελευθερία. Είναι παντρεμένος με την Dora και έχουν έναν γιο, τον Noah.

Read more from Στέφανος Λίβος

Related to Ενθαλπία

Related ebooks

Reviews for Ενθαλπία

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ενθαλπία - Στέφανος Λίβος

    1.

    Το μόνο που είχα στο μυαλό μου εκείνη τη μέρα ήταν να αποτρέψω τον προγραμματισμένο θάνατο του παππού μου το ίδιο βράδυ, στα εξηκοστά του γενέθλια. Ο ίδιος ήταν ανένδοτος. Ήθελε να λυτρωθεί.

    Έψαχνα τρόπο κοιτάζοντας τη θάλασσα που μαινόταν έξω. Τα κύματα έσπαγαν στα βράχια και πιτσίλιζαν το τζάμι. Οι σταγόνες κυλούσαν κατακόρυφα στο γυαλί σαν σαλιγκάρια. Τις μελετούσα με προσοχή, μέχρι να με διακόψει ένα νέο κύμα και η αίσθηση ότι μας χώριζε το ενισχυμένο τζάμι του Θόλου. Χωρίς αυτό, θα τις αισθανόμουν να κυλάνε πάνω στο δέρμα μου, θα τις έφερνα στο στόμα μου και θα μάθαινα τι γεύση έχει το θαλασσινό νερό. Στα είκοσί μου χρόνια, δε γνώριζα ακόμα, και δε θα μάθαινα ποτέ.

    Τον περίμενα να έρθει. Έριξα μια κλεφτή ματιά προς τα πίσω και με κατέκλυσε η εικόνα του μανιασμένου πλήθους. Οι φωνές και τα χαμόγελά τους έσκαγαν επάνω μου, με καταμούσκευαν με τη χαρά τους. Είχαν ξεχυθεί στους Κήπους και στα τραπεζάκια της Παραλίας, σαν κοπάδι ενοχλητικές μέλισσες που σε ακολουθούν παντού. Τα πρόσωπά τους ανέμελα και ανιαρά, χαραγμένα με τεθλασμένες μαύρες γραμμές. Ήταν οι σκιές των σιδηροδοκών του Θόλου, που αυξομειώνονταν καθώς ο ήλιος έπαιζε με τα παιδιά και τους κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, για λίγο μόνο κάθε φορά.

    Κοίταξα προς τα πάνω. Ο γυάλινος Θόλος ξεκινούσε από το έδαφος δίπλα στη θάλασσα και εκτεινόταν ψηλά. Τόσο ψηλά που τις ημέρες με συννεφιά μπορούσα να ξεχάσω ότι είμαστε ερμητικά κλεισμένοι μέσα του. Τίποτα δεν μπορούσε να εισχωρήσει ή να δραπετεύσει, παρά μόνο φως. Ο μολυσμένος αέρας και η βρωμερή θάλασσα ήταν ισόβια αποκλεισμένοι. Μαίνονταν έξω διαμαρτυρόμενοι, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία. Φώναζαν αδιαφορία οι φωνές και τα γέλια των παιδιών που έτρεχαν και των μεγάλων που τα ακολουθούσαν με το βλέμμα τους. Γιόρταζαν την Κυριακή, τη μοναδική ημέρα που ήταν διαφορετική από τις άλλες μέρες, αλλά ίδια με κάθε άλλη Κυριακή. Τους κοιτούσα και έβλεπα πώς θα είναι η ζωή μου σε έναν χρόνο, σε πέντε χρόνια, σε δέκα.

    Ένα πρόσωπο στο βάθος με κοιτούσε. Ήταν ένας από τους Δασκάλους, ο κύριος Εντ. Μόλις διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, μου έγνεψε και γύρισε προς την παρέα του. Ήξερα τι σκεφτόταν και πώς με οίκτιρε. Στεκόμουν μόνη, απομακρυσμένη, με την πλάτη μισογυρισμένη, την παλάμη μου να ακουμπάει στο τζάμι. Είχα κάθε λόγο να κοιτάζω τη θάλασσα. Ήξερε κάτι που δεν ήξεραν πολλοί.

    Είδα τον Μυρντίν από μακριά. Φορούσε την επίσημη φόρμα του, μαύρη ολόσωμη, με λευκές ρίγες στο στήθος. Έκλεινε τα εξήντα εκείνη την ημέρα και τα γκρίζα μαλλιά του καθρέφτιζαν τον ήλιο στο πλήθος. Περπατούσε αργά, για να μην πέσει πάνω στους απρόσεκτους. Κάποιοι του έφραξαν τον δρόμο. Κοντοστάθηκε. Κάτι του είπαν και του έσφιξαν το χέρι. Υποκλίθηκαν ελαφρά κι εκείνος χαμογέλασε. Λίγο πιο κάτω η ίδια σκηνή. Και ξανά μετά. Όλοι ένιωθαν την ανάγκη να του πουν κάτι. Συνέχισε τον δρόμο του, χαμογελούσε τώρα σε μένα. Όχι, δε θα τον ρωτήσω τι του είπαν. Θα προσποιηθώ ότι είναι μια άλλη μέρα.

    «Αναρωτιέμαι πόσο υποφέρεις μέσα σε τόσο κόσμο», είπε, μόλις με πλησίασε. 

    «Εγώ αναρωτιέμαι πώς υποφέρουν ο ένας τον άλλον, χωρίς να το λένε. Κοίτα, κοίτα πόσο μεγάλα είναι τα κύματα σήμερα.»

    «Και πόσο ασφαλείς είμαστε εμείς», είπε και χτύπησε το τζάμι του Θόλου με το κόκκαλο των δαχτύλων του.

    «Από τι;»

    «Από τη μόλυνση του αέρα και της θάλασσας.»

    «Χρόνια πολλά», είπα.

    «Καλή Λύτρωση λένε σήμερα. Πάμε στους Κήπους», είπε και έφυγε μπροστά. Το ισχίο του δεν τον άφηνε να περπατήσει γρήγορα. 

    Διασχίσαμε το διάσπαρτο πλήθος. Απέφευγα τα τυχαία αγγίγματα των ανθρώπων σαν να ήταν αδέσποτα ηλεκτρικά καλώδια. Όταν φτάσαμε στο πρώτο παρτέρι, ανάσανα κανονικά.

    «Μόλις εχθές το σκάλισα αυτό», είπε γονατίζοντας στο χώμα. Το άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του. «Είναι ακόμα νωπό από το πότισμα. Η τελευταία μου εργασία.»

    «Δε θα σου λείψει;»

    «Δε θα είμαι εδώ για να μου λείψει. Άλλωστε, έκανα αυτήν τη δουλειά σαράντα χρόνια. Τώρα είναι η ώρα να δώσω τη σκυτάλη σε κάποιον άλλον, της δικής σου ηλικίας.»

    «Λες να κληρωθώ κι εγώ στην Κηπουρική;»

    «Εσύ που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη γαρδένια από το αγριόχορτο; Πολύ αμφιβάλλω, αν και δεν ξέρω πώς σκέφτεται ο HIDE.»

    «Τότε γιατρός.»

    «Οι ελπίδες είναι καταδίκη, το ξέρεις.» Ένα μειδίαμα αχνοφάνηκε στα χείλη του. «Όποιο επάγγελμα και όποιον σύντροφο σου κληρώσει ο HIDE, θα είναι για το καλό σου. Θα δεις.»

    Είχε την ικανότητα να αφαιρεί τη μαγεία από ό,τι ονειρευόμουν. Ήξερα ότι το έκανε για να μετριάζει τη νεανική μου αφέλεια. Για να μην απογοητευτώ. Η μόνη απογοήτευσή μου ήταν πως θα έχανε την Κλήρωση για δυο μέρες.

    «Μυρντίν...»

    «Πες μου.»

    Έσκυψα να αγγίξω κι εγώ το νωπό χώμα. «Δεν είσαι περίεργος να μάθεις τι θα γινόταν αν αρνιόσουν να λυτρωθείς απόψε;»

    «Ξέρω τι θα γινόταν.» Με τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο για να σηκωθώ.

    «Μην το κάνεις.»

    Χαμογέλασε, αλλά τα χείλη του ήταν σφιγμένα. «Πες μου, τι βλέπεις εκεί;» Έδειχνε με το χέρι του προς τα δυτικά του νησιού.

    Κοίταξα πέρα από τους Κήπους, πέρα από τον Θόλο, πέρα από τη θάλασσα. Τα μάτια μου προσγειώθηκαν σε έναν μεγάλο οικισμό στην κορυφή ενός παραθαλάσσιου λόφου. «Την Πενθεσίλεα.»

    «Λάθος. Βλέπεις τον παλιό κόσμο. Εκεί που οι άνθρωποι σκοτώνουν ο ένας τον άλλον για ένα κομμάτι ψωμί. Εκεί που αναπνέουν τον μολυσμένο αέρα και αρρωσταίνουν. Εκεί που ζηλοφθονούν τον διπλανό τους και σκέφτονται πώς θα τον βλάψουν, για να πάρουν τη θέση του. Εκεί που πήγε η γιαγιά και ο πατέρας σου. Γιατί γίνονται όλα αυτά, ξέρεις;»

    «Όχι.»

    «Όλα αυτά γίνονται, γιατί οι άνθρωποι είναι περισσότεροι απ’ όσους μπορεί μια κοινωνία να συντηρήσει. Τα ζευγάρια γεννάνε χωρίς όριο και οι ηλικιωμένοι ζουν σε βάρος των νέων. Στην Πενθεσίλεα δεν υπάρχει αυτάρκεια, άρα ούτε και ισορροπία. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει ευτυχία. Προσπαθούν να ευτυχήσουν, αποκτώντας περισσότερα υλικά αγαθά, τα οποία στερούν από άλλους, οι οποίοι έχουν ακόμα λιγότερα.»

    Το βλέμμα του θύμιζε αυτό του Δασκάλου λίγο πιο πριν. «Στην Αντέλμα φτιάξαμε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ στον αρχαίο κόσμο. Μια κοινωνία που κυβερνάται από τους ίδιους τους πολίτες και όπου όλοι είναι ελεύθεροι. Γι’ αυτό δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να έρθει στην Αντέλμα. Επειδή είμαστε αυτάρκεις και άρα ευτυχισμένοι. Φαντάσου λοιπόν τι θα συνέβαινε αν εγώ, ένας και μόνος, αποφάσιζα να μη λυτρωθώ απόψε. Θα έπρεπε να αλλάξουν τα πάντα. Ο HIDE θα έπρεπε να υπολογίσει εξ αρχής την αναδιανομή των πόρων. Από το πόσο φαγητό χρειαζόμαστε, μέχρι το πού θα μείνει το ζευγάρι που περιμένει τώρα να ζήσει στο διαμέρισμά μου.»

    Ατένισα τους Κήπους γύρω μου. Ένας χαμηλός τοίχος από πικροδάφνες εκτεινόταν ολόγυρα και τους χώριζε από την Παραλία και την Πλατεία. Στο εσωτερικό του, πέτρινα μονοπάτια έσμιγαν και χώριζαν ξανά. Οι χλοερές εκτάσεις ανάμεσά τους έσπαγαν από στρογγυλά παρτέρια, γεμάτα λευκά χρυσάνθεμα και μωβ ανεμώνες. Στη μέση του κήπου ξεχώριζε μια ξύλινη γέφυρα που περνούσε πάνω από μια μικρή λίμνη με ροζ νούφαρα. Στην άκρη των Κήπων ήταν ο λαβύρινθος από αγιόκλημα. Οι πυκνοί και πανύψηλοι τοίχοι δημιουργούσαν σκοτεινούς διαδρόμους. Μπέρδευαν ακόμα και τον Μυρντίν. Μόνο εγώ έβρισκα την έξοδο με την ίδια ευκολία που έβρισκα και τα αδιέξοδα. Κατέφευγα εκεί για ώρες, μέχρι να στερέψουν οι ανεπιθύμητες σκέψεις μου. Κάποιες επέμεναν να ξεχειλίζουν.

    «Αφού δεν τους επιτρέπουμε να έρθουν εδώ και αφού η γιαγιά και ο πατέρας μου δεν επέστρεψαν, πώς ξέρουμε ότι όλα αυτά για την Πενθεσίλεα είναι αλήθεια;» Άφησα την ερώτηση να αιωρείται πίσω μου και άρχισα να απομακρύνομαι.

    «Το ξέρουμε, γιατί από εκεί ήρθαν οι Ιδρυτές.»

    Στο βάθος, στην άκρη της Πλατείας, ξεχώριζαν οι δύο προτομές τους. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους ήταν ασαφή. Κοιτούσαν προς τα συγκεντρωμένα, ομοιόμορφα κτίρια της πόλης. Οι πλάτες τους ήταν γυρισμένες προς την Πενθεσίλεα. Τα ονόματά τους ήταν σβησμένα, δεν είχαν σημασία. Για μας ήταν απλά οι Ιδρυτές. Οι ευεργέτες μας.

    Κανείς δε μιλούσε γι’ αυτούς, γιατί κανείς δε μιλούσε για το παρελθόν. Το παρελθόν ζούσε μόνο στο Λεξικό Αρχαίων Όρων. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά περιείχε όλες τις χαμένες λέξεις που στον παλιό κόσμο σήμαιναν κάτι, αλλά στην Αντέλμα είχαν χάσει το νόημά τους: Αυτοκίνητο, Βιβλίο, Έγκλημα, Μουσική, Ταξίδι, Φαντασία, Χρήμα. Μόνο οι Δάσκαλοι είχαν πρόσβαση στο Λεξικό. Το κρατούσαν κλειδωμένο σε ένα συρτάρι και το άνοιγαν μόνο όταν μας εξηγούσαν πόσο επικίνδυνο είναι το παρελθόν. Όταν είναι άδοξο, γίνεται δικαιολογία για απραξία. Όταν είναι ένδοξο, μεταμορφώνεται σε μια απότομη πλαγιά που δεν μπορείς να ανέβεις. Έχεις μόνο την ελπίδα ότι μια μέρα θα τα καταφέρεις, αλλά η ελπίδα είναι ό,τι χειρότερο για τον άνθρωπο. Κάθε μαθητική ημέρα τελείωνε με την Κυρία Σαρλότ να παραδίδει την ίδια μαγική φράση. Τίναζε το κεφάλι της στα δεξιά, για να αποφύγει την τούφα που μόνιμα έπεφτε στο μέτωπό της, μας κοιτούσε, άφηνε μια παύση να καθαρίσει τα αυτιά μας από ό,τι είχε μόλις πει και ξεκινούσε:

    «Τελειώσαμε και για σήμερα, παιδιά μου. Και να θυμάστε, δε χρειάζονται ελπίδες. Οι ελπίδες φέρνουν φιλοδοξία, που με τη σειρά της φέρνει ματαιοδοξία. Και τι είναι η ματαιοδοξία για τον άνθρωπο;»

    «Καταδίκη», φωνάζαμε όλα τα παιδιά μαζί με έκδηλη χαρά. Με τη χρόνια επανάληψη, το χαμόγελο για το τέλος του μαθήματος έγινε αλληλένδετο με την ίδια τη φράση. Την είχα ακούσει και από τον Μυρντίν πριν λίγο. Με τα χρόνια είχε εξασθενήσει το χαμόγελο, αλλά η ελπίδα παρέμενε καταδίκη.

    2.

    Καθόμασταν τώρα σε ένα παγκάκι χαμένοι στις σκέψεις μας. Ο Μυρντίν χαμογελούσε στη θέα των ανθρώπων που έμοιαζαν δραστήριοι, ξέγνοιαστοι και αφελείς. Εγώ παρατηρούσα τον Θόλο. Έμοιαζε με την ανοιχτή αγκαλιά ενός στοργικού γονιού ή με ποτήρι, με το οποίο εγκλωβίζει κάποιος έντομα για να τα μελετήσει. Εκτεινόταν πάνω από την πόλη και στην πίσω πλευρά έσμιγε με μικρότερους θόλους. Εκείνοι προστάτευαν το Νοσοκομείο, τα Εργαστήρια, τα Θερμοκήπια και το Κτηνοτροφείο, όπου ζούσαν τα πρόβατα και οι κότες της Αντέλμα. Δίπλα τους, ξεκινούσαν τα πεύκα. Αρχικά καλύπτονταν από τους θόλους και ύστερα εκτείνονταν έξω από αυτούς, ντύνοντας πράσινο έναν λόφο που κατέληγε σε νωχελικές ανεμογεννήτριες και ηλιακούς συλλέκτες. Στην κορυφή του λόφου έστεκε ένας φάρος.

    «Έχεις πάει ποτέ στον Ενεργειακό Λόφο;», ρώτησα.

    «Φυσικά και όχι.»

    «Αναρωτιέμαι πώς να είναι εκεί, χωρίς τον Θόλο.»

    «Μην αναρωτιέσαι. Δε θα μάθεις ποτέ. Μόνο οι Μηχανικοί μπορούν να πάνε. Γνώριζα κάποιον –λυτρώθηκε πριν τρία χρόνια– που έβγαινε κάθε μήνα, πάντα με ειδική μάσκα φυσικά, για να επιθεωρήσει τις ανεμογεννήτριες. Μου είχε πει ότι η θέα από εκεί ψηλά είναι μοναδική, βλέπεις όλο το νησί. Αλλά αν βγάλεις τη μάσκα, έχεις μόνο λίγα λεπτά ζωής.»

    Προσπάθησα να φανταστώ τη θέα της Αντέλμα από ψηλά. Η φαντασία μου έκανε να πετάξει και συνετρίβη σαν χάρτινη σαΐτα. Είχα μάθει να κοιτάζω μόνο ψηλά και ευθεία, τον Θόλο, τη θάλασσα γύρω μας και τα κτίρια γύρω από την Πλατεία. Είχαν το ίδιο σχέδιο και έβλεπαν προς στο εσωτερικό της πόλης.

    «Γιατί κανένα κτίριο δε βλέπει προς τη θάλασσα;» Μόλις έβαλα το ερωτηματικό, η φωνή της μητέρας μου αντήχησε στα αυτιά μου. Σου έχω πει, μην κάνεις πολλές ερωτήσεις στον παππού σου. Συνήθως υπάκουα, αλλά σήμερα ήταν διαφορετικά. Σήμερα ο χρόνος μας τελείωνε.

    Ο Μυρντίν χτύπησε ελαφρά την παλάμη στο γόνατό του. «Δεν έχεις μάθει ακόμα να μη ρωτάς ανώφελα πράγματα», είπε και ξεφύσησε. «Αν τα κτίρια επέτρεπαν τόσο φως το πρωί, θα ενοχλούνταν ο ύπνος μας, και ειδικά το στάδιο όπου βλέπουμε όνειρα. Ο ύπνος είναι πολύ σημαντικός για όλους, γι’ αυτό έχουμε και το Σιωπητήριο, Εντίρα. Ελπίζω να το τηρείς.»

    «Ναι, βέβαια. Κοιμάμαι οχτώ ώρες κάθε βράδυ. Όπως πρέπει.» Κοίταξα το ρολόι στην Πλατεία. Δώδεκα και μισή. Το Μαγειρείο θα άνοιγε στη μία και ανυπομονούσα ήδη για το γλυκό σοκολάτας.

    «Θα με αφήσεις να δοκιμάσω σοκολάτα;»

    Γύρισε το κεφάλι του απότομα. «Η σοκολάτα είναι μόνο για όσους λυτρώνονται. Όταν έρθει η σειρά σου, θα τη δοκιμάσεις τότε.»

    «Αλήθεια δε θα με αφήσεις;»

    «Αλήθεια. Είναι η μοναδική πρωτόγνωρη εμπειρία που θα σου απομείνει όταν φτάσεις στην ηλικία μου. Αν τη δοκιμάσεις από τώρα, δε θα έχεις τι να περιμένεις.»

    «Και πού είναι το κακό;»

    «Αν τα ξέρεις όλα, δεν είσαι ελεύθερη, είσαι σκλάβος της γνώσης. Η άγνοια είναι που σε κάνει ελεύθερη.»

    Ο ίδιος αγνοούσε ότι είχα ήδη δοκιμάσει. Μου είχαν δώσει οι γονείς της μητέρας μου. Είχα παραβρεθεί και στις δύο τελετές Λύτρωσης. Η πρώτη φορά ήταν δυσβάσταχτη. Δεν είχα ξαναδεί κάποιον να ξεψυχά μπροστά στα μάτια μου. Η δεύτερη φορά ήταν το ίδιο δύσκολη, αλλά ήξερα τι να περιμένω. Είχαν περάσει αρκετοί μήνες και ένιωθα ακόμα έναν κόμπο στον λαιμό, όταν τους θυμόμουν. Το μόνο που τον μαλάκωνε ήταν η ανάμνηση του γλυκού σοκολάτας. Ήταν γλυκιά και κολλούσε στα δόντια. Περισσότερο από τη γεύση, είχα απολαύσει τον ενθουσιασμό ότι δοκιμάζω κάτι απαγορευμένο. 

    «Πάμε στο Μαγειρείο;», είπα. «Είναι παρά δέκα, αλλά ίσως κάνουν μια εξαίρεση για σένα.»

    «Πάμε, αλλά δε θα ήθελα να κάνουν καμία εξαίρεση. Λόγω των εξαιρέσεων πεθαίνουν οι κανόνες», είπε και στηρίχτηκε στο γόνατό του για να σηκωθεί. Άπλωσα το χέρι μου για να του προσφέρω ισορροπία, αλλά δεν το έπιασε.

    Περπατήσαμε προς την Πλατεία. Κοίταξα τη μαύρη επιφάνεια που κρεμόταν από τις οροφές δύο κτιρίων. Εκεί δημοσιεύονταν οι διάφορες ανακοινώσεις της Αντέλμα. Εκεί θα εμφανίζονταν σε δύο μέρες τα αποτελέσματα της ετήσιας Κλήρωσης. Τώρα ανέγραφε, ως διαρκή υπενθύμιση, τον μοναδικό νόμο της Αντέλμα:

    ––––––––

    ΌΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥΣ

    ––––––––

    «Την οθόνη κοιτάς;»

    «Ναι. Φαντάζομαι το όνομά μου και από κάτω: Ιατρική

    Πήρε βαθιά ανάσα. «Δεν κληρώνονται κάθε χρόνο γιατροί, Εντίρα.»

    «Το ξέρω. Αλλά ελπίζω φέτος να γίνει και να κληρωθώ εγώ.»

    «Οι ελπίδες είναι καταδίκη. Στο είπα και πριν. Περιμένεις και για σύντροφο κάποιο όνομα;»

    «Όχι, δε με ενδιαφέρουν τα αγόρια.»

    «Όποιος και αν είναι, δε θα έχει εύκολη ζωή μαζί σου.»

    «Επειδή είμαι διαφορετική;»

    «Ναι.»

    «Δε βαρέθηκες να μου το λες;»

    «Αφού είναι η αλήθεια.»

    Κατάλαβα, για πρώτη φορά, πως ήμουν διαφορετική στο σχολείο, όταν στο μάθημα των Επιστημών ο κύριος Εντ μας εξηγούσε πώς τα πειράματα οδηγούν στην επαλήθευση νέας γνώσης.

    «Γιατί δεν κάνουμε ένα πείραμα, στέλνοντας μια ομάδα στην Πενθεσίλεα για να επαληθεύσουμε αν αυτά που λέγονται είναι αλήθεια;»

    Για εμένα ήταν μια φυσιολογική ερώτηση. Για τους άλλους, όχι. Με κοιτούσαν με τα στόματα ανοιχτά και τα μάτια γουρλωμένα. Άρχισαν να γελάνε και να φωνάζουν «Πλανόβια!» Μόνο η Χρέθα δε γελούσε. Είχε χαμηλώσει το βλέμμα της και με κοιτούσε με απογοήτευση. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι, όπως σε εκείνο το όνειρο που είχα από μικρή, ότι περπατάω στον δρόμο ξυπόλυτη και όλοι με κοιτούν από τα παράθυρα. Η απάντηση του κύριου Εντ σφυρηλάτησε το αίσθημα της αμηχανίας. Ύψωσε τις παλάμες του για να βάλει τέλος στην αναστάτωση, με κοίταξε κουνώντας αργά το κεφάλι του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

    «Όπως γνωρίζεις καλύτερα από μένα, Εντίρα, κάναμε αυτό το πείραμα δύο φορές ήδη, μία με τη γιαγιά σου και μία με τον πατέρα σου, και κανείς τους δεν επέστρεψε.»

    Είτε δεν είχε καταλάβει τι εννοούσα είτε επίτηδες το είχε παρεξηγήσει. Δεν είχε σημασία. Είχα πάρει το μάθημά μου. Έπρεπε να προσέχω τι ρωτάω και ποιον. Ξεροκατάπια και ο Δάσκαλος συνέχισε το μάθημα. Πίστεψα ότι όλα θα επέστρεφαν στην κανονικότητα, μέχρι που βρήκα την Κέιλιν να περπατάει ανήσυχη μέσα στο σαλόνι. Είχε το ένα της χέρι στο μέτωπο και το άλλο λυγισμένο στη μέση.

    «Τι πήγες και έκανες; Τι είπες;», ρώτησε τρέχοντας κατά πάνω μου.

    Στην αρχή δεν κατάλαβα σε τι αναφερόταν. Μετά της δικαιολογήθηκα δίνοντας έμφαση στο ότι ο κύριος Εντ είχε παρεξηγήσει το σκεπτικό μου. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τον πραγματικό λόγο που δεν είχαν επιστρέψει η γιαγιά και ο πατέρας μου. Μπορεί να είχαν επιλέξει να μείνουν εκεί.

    «Κανένας άνθρωπος, Εντίρα, δεν αφήνει το παιδί του να μεγαλώσει μόνο του. Η Αρίνα και ο Φιν δεν επέστρεψαν, γιατί δεν μπόρεσαν. Γιατί τους έβαλαν φυλακή.»

    «Καλά, δε θα το ξανακάνω. Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη, όμως. Μια ερώτηση έκανα.»

    «Δεν είναι τόσο απλό, Εντίρα. Είσαι κόρη Πλανόβιου. Τι θα γίνει αν ο κύριος Εντ μιλήσει στους Φύλακες της Ισορροπίας; Τι θα γίνει αν σε θεωρήσουν κι εσένα Πλανόβια;»

    Αυτό, ναι, δεν ήταν κάτι που είχε σκεφτεί το δωδεκάχρονο μυαλό μου. Ένιωσα ντροπή. Δεν ήθελα να γίνω κι εγώ ένα κλαρί που ξεραίνεται και απειλεί να σαπίσει το δέντρο. Ήταν η αναλογία που είχε χρησιμοποιήσει ο Μυρντίν για να μου εξηγήσει τι σήμαινε Πλανόβιος. Η Αντέλμα, είχε πει, είναι ένα θαυμάσιο δέντρο με πυκνά κλαδιά και περίσσια φύλλα. Ένας Πλανόβιος είναι ένα μικρό κλαδί που ξεραίνεται από κάποια άγνωστη ασθένεια. Αν δεν κοπεί έγκαιρα, απειλεί να μεταδώσει την ασθένεια στα γειτονικά κλαδιά και κατ’ επέκταση σε όλο το δέντρο.

    Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Γέμισα ευγνωμοσύνη για την απραξία του κυρίου Εντ. Κάπου μέσα του μπορούσε να καταλάβει πώς ένιωθα. Δεν ήμουν κακοπροαίρετη, ήμουν απλά διαφορετική. Τον αποδέχθηκα οικειοθελώς τον χαρακτηρισμό και, σε κάποιο βαθμό, του επέτρεψα να με ορίζει για τα επόμενα χρόνια.

    Φτάσαμε στο μεγάλο παράθυρο του Μαγειρείου. Κανείς δεν έμπαινε μέσα, ούτε καν για μαθητική επίσκεψη. Όλες οι συναλλαγές γίνονταν μέσα από το παράθυρο. Όταν ήταν κλειστό, χτυπούσαμε για να επιστρέψουμε τα μεταλλικά δοχεία της προηγούμενης ημέρας. Όταν ήταν ανοιχτό, παίρναμε τα δοχεία με τις μερίδες της ίδιας ημέρας. Τρεις μερίδες για τις οικογένειες, δύο για όσα ζευγάρια δεν είχαν ακόμα παιδιά, δύο για μένα και την Κέιλιν και μία για τον Μυρντίν.

    Χτύπησα το τζάμι στο κλειστό παράθυρο. Ένας από τους μάγειρες εμφάνισε το κεφάλι του στην πόρτα. «Ο παππούς μου λυτρώνεται απόψε και αναρωτιόμουν αν μπορείτε να κάνετε μία εξαίρεση και να μας δώσετε τις μερίδες μας λίγο πιο νωρίς.»

    «Γιατί να κάνω εγώ την εξαίρεση και να μην περιμένετε άλλα δέκα λεπτά, μέχρι να ανοίξουμε;»

    «Γιατί ο παππούς μου δεν έχει πολύ χρόνο σήμερα. Λυτρώνεται στις εννιά το βράδυ.»

    «Οι κανόνες είναι κανόνες και ισχύουν για όλους. Σωστά;»

    «Δεν είναι έτοιμο ακόμα το φαγητό;»

    «Είναι, αλλά όπως είπα ήδη, ανοίγουμε σε δέκα λεπτά.» Έκλεισε απότομα το συρόμενο παράθυρο. Έμεινα να το κοιτάζω πιστεύοντας ότι θα ξανάνοιγε.

    Ο Μυρντίν με τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο για να φύγουμε. «Έχει δίκιο.»

    Είχε δίκιο, γιατί γι’ αυτούς τα δέκα λεπτά δεν ήταν δέκα λεπτά. Ήταν κάτι περισσότερο, κάτι που είχε να κάνει με την Αντέλμα, και την αυτάρκεια και την ισορροπία και την ελευθερία και ό,τι άλλο μπορούσε να μας καθησυχάσει ότι ζούσαμε καλύτερα από την Πενθεσίλεα. Για μένα, δέκα λεπτά ήταν δέκα λεπτά. Τίποτα περισσότερο.

    Κάθισα στο παγκάκι δίπλα στον Μυρντίν. Κοιτούσε την οθόνη και νομίζω ότι χαμογελούσε.

    «Θυμάσαι τη δική σου Κλήρωση;»

    «Ναι. Πάνε σαράντα χρόνια, αλλά μοιάζει σαν να ήταν χθες. Είδα το όνομά μου και από κάτω τη λέξη Κηπουρική. Για κάποιο λόγο νόμιζα ότι θα κληρωνόμουν Αναπληρωτής. Το νόμιζα, δεν το ήλπιζα», είπε και τέντωσε την παλάμη

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1