Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Καρδιά του Ανέμου: Φοίνιξ
Η Καρδιά του Ανέμου: Φοίνιξ
Η Καρδιά του Ανέμου: Φοίνιξ
Ebook237 pages2 hours

Η Καρδιά του Ανέμου: Φοίνιξ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η πιο όμορφη χώρα του κόσμου έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Μόνο η τέφρα και τα αποκαΐδια συνθέτουν τώρα τα άλλοτε καταπράσινα τοπία της Ανάρκτιας, στον μακρινό Βορρά. Το ατσάλι και η φωτιά του τελευταίου μεγάλου πολέμου σάρωσαν τη ζωή, αφήνοντας πίσω τους τη δυστυχία και την απόγνωση να σφυρίζουν γοερά μέσα από τα ερείπια. Μα, όπως ο Φοίνικας αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του, έτσι και ο Τοξότης εγείρεται απ’ το σκοτάδι για να ξαναφέρει την ελπίδα στους ανθρώπους του Βορρά.

Το πρώτο βιβλίο της Καρδιάς του Ανέμου μιλάει για την ανάσταση μιας ρημαγμένης χώρας, την ελπίδα που αναπτύσσεται μέσα στον Όλεθρο, την αποστολή ενός άντρα να ξεριζώσει το κακό που με τόση μοχθηρία έσπειραν οι ξένοι στον τόπο του, αλλά και την εμφάνιση ενός νέου πολέμου στον ορίζοντα που φαίνεται να απειλεί άμεσα το μέλλον της πατρίδας του, καθώς επίσης κι όλο τον υπόλοιπο κόσμο της Όλδης.

Ο Φοίνιξ τραγουδάει για την απροσδόκητη αναγέννηση, για το πεπρωμένο του Τοξότη, για τις ευθύνες που απορρέουν από την μεγάλη δύναμη που κατέχουν οι άνθρωποι ανεξαρτήτως προέλευσης, φύλου και πεποιθήσεων.

LanguageΕλληνικά
PublisherVasil Meg
Release dateJun 17, 2023
ISBN9798215694855
Η Καρδιά του Ανέμου: Φοίνιξ

Read more from Βασίλης Μέγας

Related to Η Καρδιά του Ανέμου

Related ebooks

Reviews for Η Καρδιά του Ανέμου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Καρδιά του Ανέμου - Βασίλης Μέγας

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    «Κανείς δεν περίμενε αυτή την καταστροφή. Ήρθε σαν απρόσμενος χειμώνας πάνω στην άνοιξη της χαράς μας. Δίχως έλεος σκότωσε και έσφαξε χιλιάδες. Έκανε στάχτη τα πανέμορφα δάση μας, μόλυνε τους αγρούς και τα χωράφια, αιματοκύλισε τα χωριά και ερήμωσε τις πόλεις μας. Ένα ατσαλένιο τέρας με χιλιάδες κεφάλια. Μια ανίκητη στρατιά που έσπειρε τον θάνατο στα πλούσια εδάφη μας.

    Αυτοί ήταν σκοτεινοί καιροί. Όσοι επέζησαν προτίμησαν να φύγουν μακριά, στα υπερβόρεια βουνά ή στις γαλάζιες θάλασσες της Ανατολής. Πολύ λίγοι έμειναν πίσω. Κατά πόσο ήταν γενναίοι ή χαζοί οι μελλοντικές γενιές θα το κρίνουν.

    Ετοιμοθάνατοι σκλάβοι, η ιστορία τους ξεκινάει μέσα από ένα σκοτεινό, υγρό κελί. Δεκάδες άντρες και γυναίκες που απέμειναν να σαπίζουν στα μπουντρούμια της πρωτεύουσας…»

    Τα χρονικά του Θώρενου

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: Χαιρέκακα Κτήνη

    Ένα πυκνό στρώμα στάχτης κάλυπτε τα πάντα. Σκέπαζε σαν σάβανο τα χώματα της Ανατολής, σηκώνοντας ένα αποκρουστικό παραπέτασμα πνιγηρής σποδού. Ψηλά στον γκρίζο ουρανό ο ήλιος έκαιγε με δύναμη. Οι ακτίνες του διαπερνούσαν τα πυκνά νέφη χαμηλά, μα η αλλοίωση του φωτός απ’ τους καπνούς έβαφε την καταχνιά με ένα έντονο χρυσοκόκκινο χρώμα. Το χρώμα του πένθους. Μια συννεφιά τέφρας κάλυπτε τα πάντα. Μια μπρούτζινη ομίχλη που προϊδέαζε για την ολοκληρωτική καταστροφή.

    Μια μεγάλη πυρκαγιά έκαιγε τώρα τα τελευταία δάση της ορίνδης. Οι άνεμοι που έπνεαν νότια, φυσούσαν με τέτοια μανία που παρέσερναν γρήγορα τις φλόγες πάνω απ’ τις τελευταίες συστάδες των βελανιδιών. Ό,τι δέντρο είχε απομείνει σ’ αυτή την κάποτε πράσινη χώρα καιγόταν αυτή τη στιγμή. Ο απόηχος του Oλέθρου εξακολουθούσε να ακούγεται στον Βορρά.

    Κοντά στον αφανισμό, δεκάδες ψηλές σκιές τρεμόπαιζαν μπροστά απ’ τις φλόγες. Τα γέλια των κατόχων τους αντηχούσαν με δύναμη πάνω απ’ τους βρυχηθμούς της πυρκαγιάς. Η πορφυρή αντάρα με τις χρυσές λάμψεις τούς έντυνε με το πέπλο της μυστικότητας και της εξωπραγματικής ύπαρξης. Παρόλα αυτά ήταν εκεί, τριάντα σαδιστικά τέρατα που παρακολουθούσαν με χαρά τη φρικτή σκηνή. Δεν φαίνονταν καλά κι ούτε μπορούσαν να δουν ξεκάθαρα τις εικόνες της φθοράς. Θωρούσαν όμως τα φωτεινά περιγράμματα των πύρινων γλωσσών που περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια τους και γελούσαν μ’ αυτό που είχαν καταφέρει.

    Μέρες και μέρες περίμεναν να φυσήξει ο δυνατός άνεμος που θα φούντωνε και θα εξάπλωνε την πύρινη λαίλαπα. Η προσμονή τους είχε λήξει αυτό το πρωινό. Στην πρώτη ισχυρή πνοή πήραν τους δαυλούς και άναψαν αμέσως τις εστίες μέσα στην πυκνή βλάστηση. Από ‘κει κι έπειτα δεν χρειάστηκε να κάνουν τίποτα άλλο. Η φωτιά ξέσπασε γρήγορα και με τη βοήθεια του αέρα επεκτάθηκε σ’ όλο το δάσος.

    Μέσα σε λίγες ώρες όλα είχαν μετατραπεί σε στάχτη και κάρβουνα. Το απαλό θρόισμα των φύλλων είχε δώσει τη θέση του στο ανατριχιαστικό σύριγμα των καψαλισμένων κορμών. Οι ευωδιές των σπάνιων θυμαριών είχαν αντικατασταθεί από την κάπνα που μπούκωνε τα ρουθούνια. Και η πράσινη χλωρίδα που τόσο όμορφα έντυνε τα εδάφη της περιοχής, είχε μεταβληθεί σ’ εκείνο το απαίσιο γκρίζο σεντόνι που σκεπάζει κάθε καμένο τόπο.

    Χιόνιζε στάχτη όταν οι μοχθηρές σκιές αποχώρησαν απ’ το σημείο του εμπρησμού, καγχάζοντας για το κατόρθωμα τους. Στα σιωπηλά τους βήματα γράφτηκε ο επίλογος μιας θλιβερής ιστορίας. Μιας τραγωδίας…

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: Σκοτάδι

    Ήχος. Ένας ήχος. Ένας μονότονος ήχος ακούγεται μες στο σκοτάδι. Σταγόνες που πέφτουν πάνω σε τσακισμένο μάρμαρο. Παγωμένες σταγόνες και στο βάθος μια φωνή.

    ‘‘Γνωρίζω πως δεν υπάρχει ήλιος. Γνωρίζω πως ο κόσμος γεννήθηκε μες στο σκοτάδι.’’ ψιθυρίζει. ‘‘Γεννήθηκα νεκρός ή όχι ακόμα;’’

    Δεν υπάρχει φως, καμία λάμψη. Όλα μοιάζουν νεκρά. Οι σταγόνες πέφτουν πάνω στο τσακισμένο μάρμαρο. Το υπόκωφο χτύπημα ηχεί σαν πένθιμη καμπάνα. Μα ο θάνατος έχει φύγει πια.

    ‘‘Πριν από δέκα χρόνια ήρθε στον Βορρά, στην πανέμορφη γη της Ανάρκτιας… και τη μετέτρεψε σε στάχτη!’’ ψελλίζει.

    Η ιστορία για την οποία μιλάει είναι πραγματική. Αμέτρητες φορές την έχει αφηγηθεί στο έρεβος. Σε διαφορετική περίπτωση ο ήχος της τρέλας θα τον είχε αποτελειώσει. Και περισσότερο εάν εκείνος είχε αποφασίσει να δοθεί στο έλεος της πείνας. Συνεχίζει όμως, με πείσμα ενάντια στις σταγόνες που χτυπάνε το τσακισμένο μάρμαρο.

    ‘‘Κανένας δεν θυμάται τα πρόσωπα τους. Κανένας δεν θυμάται τα μάτια τους. Εγώ όμως ξέρω, ξέρω πως αυτοί ήταν κάποτε σαν κι εμένα. Όχι τώρα… αλλά κάποτε όπως ήμουν κι εγώ. Μια μορφή που φοβάμαι να τη φανταστώ, τρέμω να τη φανταστώ… ΌΧΙ!!!’’ ουρλιάζει ‘‘Όχι άνθρωπος! Όχι άνθρωπος! Όχι…’’

    Ένας κρότος τραντάζει το κορμί του.

    ‘‘Κάποιος είναι στην πύλη! Στην πύλη κάποιος είναι!’’ φωνάζει και βάζει τα κλάματα. ‘‘Κάποιος είναι στην πύλη… του Θανάτου!’’

    Εκτυφλωτικό λευκό φως πλημμυρίζει τα μάτια του. Τον τυφλώνει. Αφουγκράζεται. Ένα ανέμισμα.

    ‘‘Λύτρωση!’’ φωνάζει και χάνει τις αισθήσεις του. Πίσω στο σκοτάδι… πίσω στη Λήθη…

    Η σμαραγδένια χροιά λαμπυρίζει σαν χρυσάφι. Το απαλό γρασίδι κυματίζει κάτω απ’ τον Όρειο Άνεμο. Αετοί κατεβαίνουν απ’ τα απόκρημνα βουνά και φτερουγίζουν μέσα από τα σύννεφα. Μια πρωτόγνωρη γαλήνη ξεκουράζει την ψυχή. Αυτός είναι ο πανέμορφος κάμπος της Λήδας. Η μεγάλη πεδιάδα της Ανάρκτιας, το στολίδι του Βορρά.

    Κάποτε, μα όχι πια. Τα όνειρα του σκλαβωμένου έχουν φυλάξει την όμορφη ανάμνηση βαθιά μέσα στην καρδιά του. Έχουν κρατήσει την ιδανική εικόνα της Φύσης όπως ήταν κάποτε. Κάποτε, μα όχι πια.

    «Γιατί καταστρέφουν την Φύση; Γιατί μολύνουν τα ποτάμια; Γιατί καίνε τα δάση;» μιλάει η βοή του λήθαργου.

    «Δεν αντέχω άλλο θάνατο. Θέλω να σταματήσει. Θέλω να πεθάνω!» ουρλιάζει, και μια μειλίχια φωνή του απαντά:

    «Όχι ακόμα. Η ζωή δεν τελειώνει έτσι ξαφνικά. Περνάει από πολλά στάδια προτού σβήσει για πάντα. Η φλόγα αντέχει. Είναι πολύ νωρίς για το τέλος. Όχι ακόμα»

    Επανέρχεται, ανοίγει τα μάτια, αλλά δεν βλέπει τίποτα. Ένα λευκό φως τον τυφλώνει.

    ‘‘Πού είμαι;’’ ψελλίζει.

    ‘‘Ησύχασε. Σε βγάλαμε έξω γιατί κατέρρευσε η φυλακή’’ αποκρίνεται μια γυναικεία φωνή. Ακούγεται τόσο όμορφη μες στο μυαλό του ώστε παραμερίζει για λίγο τις μαύρες σκέψεις του.

    ‘‘Ποια είσαι;’’ τη ρωτάει αμέσως.

    ‘‘Με λένε Ευήνη’’

    ‘‘Γιατί δεν μπορώ να σε δω;’’ αναδεύεται ταραγμένος κάτω στο χώμα.

    ‘‘Ήσουν δέκα χρόνια μες στα σκοτάδια. Είναι λογικό να μην μπορείς να δεις τίποτα ακόμα’’

    ‘‘Ήσουν κι εσύ μέσα;’’

    ‘‘Ναι, αλλά είμαι μια ημέρα έξω και τώρα μπορώ να δω.’’

    ‘‘Ο αέρας είναι πολύ πηχτός. Είμαστε μέσα σε κανένα καλύβι; Τι είναι αυτή η απαίσια μυρωδιά που μου κάθεται στον λαιμό;’’ βήχει και σκαλίζει νευρικά το έδαφος με τα χέρια του. Βρίσκει μόνο σκόνη. Δεν είναι άμμος ή χώμα, μα κάτι σάπιο. Στάχτη. Τα νύχια του σπάνε και σφίγγει τα δόντια απ’ τον πόνο.

    ‘‘Μη, είσαι πολύ αδύναμος ακόμα’’ κάνει η Ευήνη και του πιάνει αμέσως τα χέρια.

    ‘‘Πού βρισκόμαστε;’’ αρχίζει να πανικοβάλλεται ‘‘Εδώ μέσα μυρίζει καμένο’’

    ‘‘Έχεις δίκιο’’ του λέει εκείνη. ‘‘Είναι καμένο, αλλά δεν είμαστε μέσα’’

    ‘‘Τι εννοείς;’’ τα μάτια του αρχίζουν να γιάνουν. Το λευκό φως υποχωρεί αργά μπροστά στα θολά περιγράμματα. Βλέπει έναν άνθρωπο. Είναι η Ευήνη που του μιλάει. Δεν μπορεί να τη διακρίνει, γνωρίζει όμως ότι είναι αυτή. Στέκεται μπροστά του και έχει μακριά μαύρα ή καστανά μαλλιά. Δεν μπορεί να δει ακόμα.

    ‘‘Τι είναι εδώ;’’ ξαναρωτάει σε πιο ήρεμο τόνο και ύστερα σωπαίνει.

    ‘‘Κάθεσαι πάνω στην πυρπολημένη γη που ήταν κάποτε ο κάμπος της Λήδας’’

    Δεν ξαναμιλάει. Είναι τέτοια η είδηση που φτάνει στ’ αυτιά του ώστε αδυνατεί να αρθρώσει άλλη λέξη. Ο πόνος της νεκρής Φύσης τον καρφώνει στο έδαφος. Ξαπλώνει και γέρνει το δακρυσμένο βλέμμα του στο πλάι. Βλέπει μια γκρίζα έκταση που τρεμοπαίζει κάτω απ’ το λευκό φως του ήλιου. Σαν αχλή που μόλις έχει κάτσει στη γη. Δεν είναι έτσι όμως. Είναι ο γκρίζος καπνός που πάλλεται στον ορίζοντα. Τον βλέπει, αν και είναι μισότυφλος. Τον βλέπει και αυτό τον πληγώνει. Γυρνάει το κεφάλι προς τον ουρανό, κλείνει τα μάτια και ψιθυρίζει με μια φωνή τόσο εύθραυστη όσο και η καρδιά του:

    ‘‘Δεν θέλω να ξαναδώ. Προτιμώ να μείνω τυφλός για πάντα ώστε να μην κοιτάξω ποτέ τον θάνατο που βρήκε την πατρίδα μου. Είναι τόσο πικρές οι εικόνες που αντίκρισαν τα αδύναμα μάτια μου. Δεν έχω κουράγιο για τίποτα. Θέλω να πεθάνω κι εγώ όπως πέθαναν όλοι οι άλλοι γύρω μου’’

    Η Ευήνη δεν μιλάει. Συμμερίζεται τον πόνο του άντρα που βρίσκεται δίπλα της και δεν μιλάει καθόλου. Απομακρύνεται για να μην ακούει τους λυγμούς του, αλλά κι εκείνη πνίγει τα δάκρυα της. Κρύβει το πρόσωπό της και κλαίει σιωπηρά.

    ‘‘Δάκρυα σηκώνουν τη στάχτη των νεκρών

    Μνήμες που θα μείνουν ως το τέλος των καιρών’’

    Η επωδός του Ανάρκτιου Θρήνου - Τα χρονικά του Θώρενου

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο: Φως

    ‘‘Αυτή την εικόνα έχω για το τέλος του κόσμου: Καταγάλανος ουρανός πάνω απ’ το κεφάλι μου. Με λίγα σύννεφα στον ορίζοντα, λευκά σαν το χιόνι, και αγέρηδες να σφυρίζουν εδώ και εκεί. Και από κάτω... ο Θάνατος!

    Ρημαγμένος τόπος, νεκρός από κάθε είδους ζωή. Ένα απέραντο πεδίο πνιγμένο μες στην τέφρα και τα αποκαΐδια. Και τα βουνά που χάσκουν στον Βορρά, πιο γκρίζα από ποτέ, να θρηνούν μέσα απ’ τις πέτρινες πλαγιές και τις χιονισμένες τους κορφές. Οι κατολισθήσεις που ακούγονται στην απόσταση είναι το θλιβερό άσμα αυτού του εφιάλτη.

    Δέκα χρόνια έστεκα στο σκοτάδι, δέκα χρόνια κάτω απ’ τη βαριά σκιά του Θανάτου. Το μόνο που με κρατούσε στη ζωή ήταν η ελπίδα ότι κάποτε θα ξανάβλεπα τα πράσινα λιβάδια της Λήδας, θα ξανάκουγα το γλυκό θρόισμα της χλόης καθώς ο ζέφυρος θα φυσούσε πάνω απ’ τους λόφους του Ονειρευτή, θα ένιωθα για μια τελευταία φορά την αγαλλίαση της αυγής ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω στον πλούσιο κάμπο.

    Μα, το γλυκό ποτό της ελευθερίας μετατράπηκε σε στάχτες μόλις άγγιξε τα χείλη μου, στάχτες που σκέπασαν την πυρπολημένη πατρίδα μου’’ μίλησε ο άγνωστος άντρας, φανερώνοντας την οδύνη που του έσκιζε την καρδιά. Ακροατές του σ’ αυτή την ιστορία θλίψης ήταν η Ευήνη και οι δύο αδερφοί της, ο Δάλγωρας και ο Πύφορος. Κάθονταν και οι τέσσερις γύρω από μία μεγάλη φωτιά. Τα πρόσωπα τους φωτίζονταν κατακόκκινα απ’ τις φλόγες που τσιτσίριζαν κάτω απ’ τον νυχτερινό άνεμο. Τα βλοσυρά βλέμματα των αδερφών, η ανέκφραστη γυναίκα και δύο μάτια που νότιζαν μελανή φωτιά μέσα από έναν σκοτεινό μανδύα.

    ‘‘Δεν μας είπες το όνομα σου, φίλε μου’’ έκανε ο Πύφορος με τη βαριά φωνή του.

    ‘‘Λησμόνησα το όνομα αυτού του κορμιού, όπως και όλα τα καλά που προηγήθηκαν σ’ αυτό τον τόπο’’ απάντησε εκείνος, σκεπάζοντας κι άλλο το πρόσωπο του μες στο μαύρο ρούχο που φορούσε.

    ‘‘Τουλάχιστον, πες μας κάτι για σένα, πες μας κάτι για τον εαυτό σου’’ επέμεινε με τη σειρά του ο Δάλγωρας.

    ‘‘Το μόνο που θυμάμαι είναι πως κάποτε κυνηγούσα ζαρκάδια στο δάσος πίσω απ’ τους λόφους στα νοτιοδυτικά. Επίσης, το ότι χρησιμοποιούσα ένα μεγάλο τόξο από ξύλο κέδρου’’

    ‘‘Τότε θα σε λέμε Τοξότη’’ κατέληξε η Ευήνη κοιτάζοντας τον στα μάτια.

    ‘‘Καλό μου ακούγεται’’ συμφώνησε εκείνος, ανταποδίδοντας το ζεστό βλέμμα στην κοπέλα.

    ‘‘Θα σε φωνάζουμε Τοξότη ωσότου θυμηθείς το πραγματικό σου όνομα’’ είπε ο Πύφορος.

    ‘‘Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;’’ ρώτησε ο Δάλγωρας.

    ‘‘Θέλω να μείνω λίγο καιρό μόνος μου για να μπορέσω να δεχτώ την καταστροφή που έπληξε τη χώρα μου’’ αποκρίθηκε ο Τοξότης κι αμέσως μετά, θωρώντας κατάματα τα τρία αδέρφια, διόρθωσε λέγοντας με μια προσηνή έμφαση: ‘‘Τη χώρα μας’’

    Έπειτα, η σιωπή σκέπασε την παρέα. Μια νεκρική σιγή που όμως δεν κράτησε για πολύ καθώς ξένοι άνεμοι άρχισαν σύντομα να ψιθυρίζουν ολόγυρά τους. Σαν θρηνητικές κραυγές αγγέλου έτρεχαν όλη τη νύχτα και γέμιζαν τη νεκρή πεδιάδα. Η φωτιά συνέχιζε να σφυρίζει μέχρι που έλαμψαν τα πρώτα χρώματα της αυγής. Κι ύστερα ο ήλιος φώτισε με θλίψη τη γενιά των ανθρώπων κάτω στα γκρίζα χώματα.

    Ο αέρας είχε καθαρίσει από τις πρώτες κιόλας ημέρες της άνοιξης. Αυτή όμως δεν ήταν άνοιξη που έντυνε τον κάμπο της Λήδας, στην ορίνδη της Ανάρκτιας. Μια δόλια, φαιά σάρκα έπνιγε τα καμένα εδάφη του Βορρά. Ένας χειμώνας σήψης που είχε ριζώσει βαθιά σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου. Και η ελπίδα που υπήρχε παλιά εδώ είχε πεθάνει μαζί με τους ανθρώπους της, πριν από δέκα χρόνια. Ακόμα και στις καρδιές εκείνων που είχαν φύγει μακριά.

    «Τόσες χιλιάδες και μόνο τέσσερις έμειναν πίσω. Είναι βαρύ το πλήγμα τόσο που η καρδιά μου δεν τ’ αντέχει. Άραγε ποια ελπίδα να έχει επιζήσει σ’ αυτό το καταραμένο μέρος; Μήπως αυτοί οι τρεις;»

    Η ματιά του Τοξότη πέφτει πάνω στον Δάλγωρα. Είναι ψηλός, έχει μακριά καστανά μαλλιά και σκούρα μάτια. Φοράει έναν μεγάλο, φθαρμένο μανδύα από πορφύρα, ο οποίος κρύβει το αδύνατο κορμί του. Τα λιπόσαρκα χέρια του φαίνονται έτοιμα να πέσουν και το πρόσωπο του είναι τόσο άσπρο ώστε ο ήλιος το κάνει να μοιάζει με θωριά νεκρού ανθρώπου. Ο Πύφορος είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά κι εκείνος φοράει έναν μεγάλο βαθυκόκκινο μανδύα προκειμένου να καλύψει το σκελετωμένο του σώμα. Η ζωή μες στα μπουντρούμια τον έκανε να χάσει όλα του τα μαλλιά. Παρ’ όλα αυτά, τα καστανοπράσινα μάτια του σπινθηρίζουν ακόμα τη θέληση για ζωή. Δίπλα του στέκεται η Ευήνη. Μια γυναίκα που πρέπει να ήταν πολύ όμορφη πριν από τον Όλεθρο. Έχει χάσει πολλά κιλά κι αυτό φαίνεται πολύ καθαρά πάνω στη ζαρωμένη της όψη. Τα καστανόξανθα μαλλιά της είναι τόσο βρώμικα που λαμπυρίζουν κόκκινα κάτω απ’ τον πρωινό ήλιο ενώ τα πράσινα μάτια της έχουν χάσει την ώρια λάμψη που πιθανότατα να είχαν στο παρελθόν, και φέγγουν πια μόνο την απόγνωση και τη λύπη.

    Οι ερυθροί χιτώνες που φοράνε τα τρία αδέρφια θυμίζουν πολλά πράγματα στον Τοξότη. Οι μνήμες επιστρέφουν σιγά - σιγά:

    «Θυμάμαι το στράτευμα που έφερε αυτούς τους μανδύες. Θυμάμαι το εκτυφλωτικό άλικο χρώμα που προήλαυνε τις παραμονές κάθε μάχης. Τους άντρες με τις ασημένιες περικεφαλαίες, τις λόγχες, τα σπαθιά με τις πλατιές λεπίδες και την πολεμική ιαχή που αντηχούσε σ’ όλη την Λήδα και έκανε τη γη να τρέμει: Ενεώ!!!

    Πώς κατάντησαν έτσι αυτά τα ένδοξα ενδύματα; Κουρέλια για να κρύβουν την ασχήμια μερικών λιμασμένων πλασμάτων. Κι όμως, η ντροπή δεν με αγγίζει με το να θωρώ αυτό το θέαμα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να σκεφτώ και έργα αρκετά για να τελέσω. Μακάρι αυτοί οι τρεις να μην είναι η μοναδική ελπίδα της Ανάρκτιας»

    Τυλιγμένος μες στον μαύρο του μανδύα ο Τοξότης σηκώθηκε αργά και κοίταξε για μία τελευταία φορά τα τρία αδέρφια. Τα μελαχρινά μαλλιά και τα μελανά του μάτια αποτυπώθηκαν γερά στις θύμησές τους. Μια μυστήρια μορφή που μοιράστηκε τον πόνο της μαζί τους. Μια σκοτεινή φιγούρα που έμεινε για λίγο κι έπειτα έφυγε από κοντά τους.

    Ο άγνωστος άντρας πέρασε πάνω απ’ τις πλαγιές του Ονειρευτή και χάθηκε γρήγορα στο σκοτάδι της Δύσης. Σ’ έναν τόπο όπου οι θεοί είχαν καταραστεί κάθε είδους ζωή, έναν τόπο απαγορευμένο για τους ανθρώπους.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο: Άνθρωποι από κάρβουνο

    Ησυχία. Το φεγγάρι είχε πνιγεί μέσα στη σκοτεινιά της νύκτας και τα άστρα έφεγγαν με μια αδίστακτη λησμονιά που τρέλαινε κάθε λογική ύπαρξη. Αλλά μέσα στο έρεβος του ουρανού, μια ανθρώπινη σπίθα βάδιζε τον δύσκολο δρόμο της επιβίωσης. Μια φλόγα που έψαχνε τη λύτρωση.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1