Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Κλεφτές Ματιές
Κλεφτές Ματιές
Κλεφτές Ματιές
Ebook129 pages1 hour

Κλεφτές Ματιές

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Τι κοινό έχουν μια έκρηξη σουπερνόβα, ένα σπίτι με θέα το Σηκουάνα, ένας ζωγράφος που φτιάχνει το πορτρέτο της ζωής του, ένας έρωτας που μένει κρυφός για μια ζωή, τα ματαιωμένα όνειρα μιας γυναίκας, και ένα φυλαχτό που ομολογεί μια αμαρτία;

 

Είναι όλα κομμάτια αυτού του βιβλίου, δεκατρείς ιστορίες σαν κλεφτές ματιές στις ζωές κάποιων ανθρώπων που αγαπάνε, πληγώνονται, μένουν μόνοι τους, θρηνούν τα όνειρά τους και κάνουν παθιασμένο έρωτα…

 
LanguageΕλληνικά
Release dateSep 29, 2023
ISBN9781447650607
Κλεφτές Ματιές
Author

Στέφανος Λίβος

Ο Στέφανος Λίβος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία και ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάζεται στη διαχείριση και ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και ως career & leadership coach. Έχει γράψει τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία, εκ των οποίων τα δύο κυκλοφορούν και στα Αγγλικά. Μετά από μια δεκαετία σε παραδοσιακούς εκδοτικούς οίκους, αποφάσισε να αυτοεκδίδει όλα τα βιβλία του ώστε να διατηρήσει την δημιουργική του ελευθερία. Είναι παντρεμένος με την Dora και έχουν έναν γιο, τον Noah.

Read more from Στέφανος Λίβος

Related to Κλεφτές Ματιές

Related ebooks

Related categories

Reviews for Κλεφτές Ματιές

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Κλεφτές Ματιές - Στέφανος Λίβος

    Στιγμές

    Ξύπνημα πρωινό και δυο πλατιές δρασκελιές ως το παράθυρο. Οι λευκές νιφάδες είναι εκεί και με περιμένουν, καθώς πέφτουν ασταμάτητα από τον θολό ουρανό. Η αυλή στρωμένη με πάπλωμα χιονιού και τα δέντρα ντυμένα με λευκά ρούχα. Γρήγορα μέσα το σπίτι, δίπλα στο τζάκι, με ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα να ζεσταίνει τις παλάμες, και οικογενειακή θαλπωρή. Πάμε, ο χιονάνθρωπος μας περιμένει να παίξουμε.

    ––––––––

    Μες στη νύχτα, ο σκοτεινός δρόμος προς την εκκλησία φωτίζεται από τις λαμπάδες μας. Χαρούμενες φωνές από τα μικρά παιδιά, συζητήσεις των μεγαλύτερων. Φτάσαμε. Θεία Λειτουργία και τα φώτα σβήνουν. Δεύτε λάβετε φως... και η εκκλησία αρχίζει να φωτίζεται ξανά. Βγαίνουμε στο προαύλιο με τις λαμπάδες αναμμένες. Οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Χριστός ανέστη, χρόνια πολλά.

    ––––––––

    Ξημερώνει στο χωριό. Η γιαγιά στην κουζίνα ετοιμάζει τηγανίτες. Οι μανάδες μας στρώνουν τα κρεβάτια. Εμείς, οι πιο μικροί, ξυπνάμε ο ένας τον άλλον. Τηγανίτες με ζάχαρη και γάλα, στη βεράντα. Οι άντρες έχουν σηκωθεί πιο νωρίς. Ήδη σουβλίζουνε το μεσημεριανό μας γεύμα. Ποτηράκια με τσίπουρο, μεζέδες, πειράγματα, προπόσεις κι ευχές. Το μισοχαλασμένο ραδιόφωνο αρχίζει να παίζει τις δικές του μελωδίες. Γέλια και τραγούδια και ο ήχος των ποτηριών που τσουγκρίζουνε. Εις υγείαν...

    ––––––––

    Με την κοπέλα που μεγαλώσαμε μαζί καθόμαστε σε μια αποβάθρα, στην άκρη ενός αυτοσχέδιου λιμανιού. Όσο κι αν το θέλω, δεν θα καταφέρει να μου καθορίσει τη ζωή. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που πρέπει να γνωρίσω. Χωριζόμαστε τώρα, ώστε αν το θέλει η τύχη, οι δρόμοι μας να συναντηθούνε ξανά. Γι’ αυτό, εντελώς αθώα ανταλλάσσουμε ένα φιλί, το πρώτο μας και ίσως το τελευταίο, που όμως θα μας μείνει αξέχαστο, ώστε όταν μετά από πολλά χρόνια και πολλά φιλιά βρεθούμε ξανά, να έχουμε κάτι ξεχωριστό μέσα στα άλλα τόσα ασήμαντα να θυμηθούμε.

    ––––––––

    Κάτω από τα πέπλα μιας ρομαντικής βραδιάς, βρισκόμαστε μαζί. Πόνος στο στομάχι και αγωνία, ίσως και λίγος φόβος, αλλά όλα μαζί με τόση γλυκύτητα περιτυλιγμένα, μάς χαρίζονται για να απολαύσουμε την κάθε στιγμή εκείνης της βραδιάς. Αδάμ κι Εύα θα ονόμαζε ένας ζωγράφος τον πίνακα που ζωγραφίζαμε μαζί εκείνο το βράδυ με τα χρώματα των ενστίκτων μας. Λίγες στιγμές αργότερα, με κοιτάζει τρυφερά και δειλά μου ψιθυρίζει: Σ’ αγαπώ...

    ––––––––

    Στην παραλία, ξυπνάω λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, στην αγκαλιά της κοπέλας που με κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο. Τα κύματα παφλάζουν καθώς χαϊδεύουν την υγρή αμμουδιά λίγα μέτρα μακριά μου, όσο ο ήλιος αναδύεται μέσα από τη θάλασσα, δίνοντάς της ένα κιτρινωπό χρώμα. Εκεί κοντά, η στάχτη από τη χτεσινοβραδινή φωτιά που σιγόκαιγε πλάι μας. Τα δυο γλυκά της μάτια ανοίγουν και, με τη λάμψη που έκλεψε από την Πλάση, μου στέλνει ένα υπέροχο, σα ζωγραφιά, χαμόγελο, μαζί με μια ευχή: καλημέρα...

    ––––––––

    Σ’ ένα ξεχασμένο από τον κόσμο κουτούκι, μαζί με φίλους λέμε τραγούδια της παρέας, συντροφιά με μια ρεμπέτικη ορχήστρα. Κοιταζόμαστε παράξενα, λες και αυτά τα χρόνια της νιότης και της αθωότητας κυλήσανε γρήγορα, όπως μια πέτρα στον γκρεμό. Προσπαθούμε να ζήσουμε τη στιγμή, πίνοντας άλλοι παλιό κρασί, άλλοι ρετσίνα, αλλά όλοι με την πικρή σκέψη στο νου ότι αυτή η βραδιά είναι η τελευταία, πριν ο καθένας από μας τραβήξει το δικό του δρόμο.

    ––––––––

    Το ξημέρωμα με βρίσκει ταξιδιώτη, με άγνωστο προορισμό. Ο ήλιος ανατέλλει, ο ουρανός έχει πάρει ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα με βαφές απαλού κίτρινου. Η πάχνη αρχίζει να γλιστράει στο χώμα. Κάπως έτσι γλιστράω κι εγώ αργά αργά σε μια καινούργια ζωή, πατάω το γκάζι και το ταξίδι συνεχίζεται.

    ––––––––

    Σ’ ένα μοναστήρι, νωρίς το πρωί, κάπου μακριά. Έχω σταματήσει και σαν απλός επισκέπτης κάθομαι στο πέτρινο πεζούλι, αγναντεύοντας έναν απέραντο κάμπο. Η υγρασία με κάνει να έρχομαι πιο κοντά στον εαυτό μου καθώς συλλογίζομαι πώς έφτασα εκεί, ψάχνοντας έναν τόπο μακριά από τον πολιτισμό. Τα ξύλινα σήμαντρα καλούν τους μοναχούς στην πρωινή προσευχή, όσο εγώ συνομιλώ με τον ποιητή όλων αυτών: Εκείνον που με κοιτάει από ψηλά αγουροξυπνημένος.

    ––––––––

    Κάπου στη μέση ενός πελάγου, πάνω σε ένα ιστιοπλοϊκό, έχω κατεβάσει τα πανιά, έχω σβήσει τη μηχανή και το μόνο που ακούγεται είναι η ηρεμία του μυαλού μου. Ο Ήλιος ετοιμάζεται να κρυφτεί στην αγκαλιά της φίλης του, της Θάλασσας, πορφυρώνοντάς την τρυφερά. Κοιτάζω την ατελείωτη γραμμή του ορίζοντα και το πνεύμα μου ταξιδεύει ως την άκρη της, κάνοντας κάθε στιγμή και διαφορετικό ταξίδι. Κι όταν πια ο Ήλιος κοιμηθεί στην αγκαλιά της, κι εγώ μείνω μόνος, θα έρθει η Σελήνη για να με συντροφεύσει στο ταξίδι μου, ώσπου να με βρει και πάλι το ξημέρωμα και ο Αυγερινός.

    ––––––––

    Η βραδινή χειμωνιάτικη καταιγίδα με βρίσκει μόνο σ’ ένα φάρο δίπλα στον ωκεανό. Σβήνω τα φώτα και με μόνο σύντροφο μου ένα κερί αναρριχώμαι στον κλωβό, όπου ο μεγάλος φανός χορεύει κυκλικά. Κοιτάζω το σβάρνισμα της ορμητικής θάλασσας επάνω στα βράχια. Ο χρόνος κυλά αργά· όπως και οι σταλαγματιές επάνω στο τζάμι.

    ––––––––

    Περασμένα μεσάνυχτα και το τηλέφωνο μού χαρίζει ένα βίαιο ουρλιαχτό μες στην νεκρική σιωπή της νύχτας. Οι χτύποι της καρδιάς εντείνονται, αλλά όλα είναι για ένα φίλο που ζητάει χέρι βοηθείας. Του το απλώνω εγκάρδια, γνωρίζοντας ότι σε κάποια άλλη δύσκολη στιγμή, θα είμαι εγώ αυτός που, μέσα στη νύχτα, θα σχηματίσω έναν αριθμό τηλεφώνου, αυτόν που τόσο καλά γνωρίζω.

    ––––––––

    Περπατώντας σε πολυσύχναστους δρόμους, ανάμεσα σε αδιάφορους ανθρώπους, κάτω από έναν θλιμμένο ουρανό με σταχτιές πινελιές, την είδα. Περπατούσε γλυκά, με τα λαμπερά της μαλλιά ν’ ανεμίζουν στον άνεμο και το βλέμμα της να περιπλανιέται ανήσυχο, ώσπου –σαν κάτι να βρήκε– σταμάτησε επάνω μου. Με κοίταξε. Την κοίταξα. Ο κόσμος άλλαξε. Τα πουλιά κελάηδησαν, τα μπουμπούκια άνθισαν, ο ουρανός έλαμψε και χαμογέλασε. Μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα. Αγαπηθήκαμε...

    ––––––––

    Στο παραθαλάσσιο σπίτι όπου περνούσα μικρός τα καλοκαίρια μου, κάθομαι μαζί της στη βεράντα. Εκεί που κάποτε ξενυχτούσα τις δροσερές βραδιές του Αυγούστου, με εκείνα τα πρόσωπα που είχα αγαπήσει και τώρα δεν υπάρχουν πια. Της διηγούμαι ιστορίες που είχα ακούσει σαν παιδί, καθώς το ηλιοβασίλεμα φωτίζει τα πρόσωπά μας. Όλη ετούτη η σκηνή έχει μια μαγεία τέτοια, που λες πως έτσι θα μας βρει το πρωί, να κοιταζόμαστε παραδομένοι και σιωπηλοί.

    ––––––––

    Φθινοπωρινός αέρας που γδύνει τα δέντρα. Σ’ ένα πάρκο, περιμένω να φανεί. Να την, έρχεται. Ρίγος –όχι από κρύο– με διαπερνά ολάκερο. Φθάνει κοντά, την φιλώ τρυφερά. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Την κοιτάζω για να βεβαιωθώ ότι κάνω το σωστό και βγάζω δειλά δειλά από την τσέπη το μαγικό κουτάκι. Το ανοίγω και από μέσα ξεπροβάλλει η λάμψη ενός συμβολικού δαχτυλιδιού. Γονατίζω μπροστά της. Θα μου χαρίσεις το χορό του Ησαΐα; Με κοιτάζει, δακρύζει, απλώνει τα χέρια της και μ’ αγκαλιάζει. Θαρρώ πως μου απάντησε με το δικό της τρόπο.

    ––––––––

    Καλοκαιρινό βραδάκι και περίπατοι στο λιμάνι κάτω από το φως των λυχνιών. Καλή παρέα, που βρέθηκε ξανά μετά από χρόνια. Καλοπροαίρετα λογοπαίγνια και αστείες ιστορίες. Στο τέλος της διαδρομής μια ψαροταβέρνα. Στιγμές αργότερα, φρέσκο ψαράκι, ψημένο στα κάρβουνα και παλιό, βαρελίσιο κρασί με άρωμα μεθυστικό. Τα παιδιά μας παίζουν πιο πέρα τα παιχνίδια που διασκέδαζαν και μας πολλά χρόνια πριν. –Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια από εκείνο το βράδυ στο υπόγειο κουτούκι;– Το μαγαζί πλημμυρίζει με γέλια από εύθυμες συντροφιές, που μαζί με μια κιθάρα, αρχίζουν να τραγουδούν παλιές αγαπημένες μουσικές. Κι όλοι μαζί να αναπολούμε περασμένες, μα όχι ξεχασμένες στιγμές.

    ––––––––

    Σε εκείνο το μισητό νοσοκομείο με την λευκή ψυχρότητα, περιμένω με ανυπομονησία έξω από μια πράσινη πόρτα. Οι κακές σκέψεις μοιάζουν με κάρβουνα που έχουν γεμίσει το πάτωμα και με κάνουν να μην μπορώ να σταθώ σε ένα σημείο. Ο χρόνος στο μεταλλικό ρολόι του τοίχου μοιάζει να έχει σταματήσει, σαν να διασκεδάζει κι αυτός με την αγωνία και

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1