Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Πουέντ
Πουέντ
Πουέντ
Ebook90 pages49 minutes

Πουέντ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Δανάη, πρίμα μπαλαρίνα στη Νέα Υόρκη, αφηγείται τα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή της.

Η μητρική αγάπη τη συντροφεύει σε κάθε της βήμα. Ο έρωτας την καθορίζει και τη μετουσιώνει. Κρυμμένα μυστικά που έρχονται στην επιφάνεια και ανομολόγητες μνήμες, κηρύττουν ανελέητο πόλεμο στην αγάπη.

Οι φιλίες της δοκιμάζονται. Ο θάνατος την πληγώνει ανεπανόρθωτα.

Το βίαιο πάθος ενός άντρα τη στιγματίζει. Όλα αλλάζουν για τη Δανάη. Η ψυχή και το σώμα της καταρρέουν. «Η Λίμνη των Κύκνων» του Τσαϊκόφσκι γίνεται το κύκνειο άσμα της στο Ηρώδειο.

Είναι αυτή η αρχή του τέλους ή το ξεκίνημα μιας ολότελα νέας ζωής, δίχως επιλογές;

Δεκαεννιά σπονδυλωτά διηγήματα,
για τις ρωγμές της ζωής που αλλάζουν σχήμα και χρώμα.

«Kάποτε χόρευα, θυμάσαι;».

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 27, 2023
ISBN9789606262579
Πουέντ

Related to Πουέντ

Related ebooks

Reviews for Πουέντ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Πουέντ - Αλίσια Παρσεκιάν

    pouent_ebook.jpg

    τίτλος συγγράματος: ΠΟΥΕΝΤ

    συγγραφέας: Αλίσια Παρσεκιάν

    έκδοση ebook: Μάιος 2020

    isbn: 978-960-626-257-9

    ο σχεδιασμός του ebook έγινε απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Η Αλίσια Παρσεκιάν γεννήθηκε το 1985. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος DEREE, απ’ όπου έλαβε το πτυχίο της με διάκριση, καθώς και τον μεταπτυχιακό της τίτλο (MBA). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το παρόν βιβλίο αποτελεί την πρώτη της συγγραφική προσπάθεια.

    Στην οικογένειά μου,

    στους φίλους μου.

    «…Εδώ να μείνω ακόμα, θα σαπίσω από σιγουράδα, τεμπελιά και καλοπέραση. Άνοιξε την πόρτα να φύγω! - Αδάμ, Αδάμ, πήλινο πλάσμα, μην αυθαδιάζεις- Δεν είμαι άγγελος, δεν είμαι μαϊμού, είμαι άνθρωπος. Άνθρωπος πάει να πει πολεμιστής, εργάτης, αντάρτης. Έξω ψυχανεμίζουμαι θεριά που δαγκώνουν, ποτάμια που πνίγουν, φωτιές που καίνε· Θα βγω να πολεμήσω! Άνοιξε την πόρτα να φύγω!».

    Νίκος Καζαντζάκης. Ο φτωχούλης του Θεού.

    Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2008.

    Μάνα, Μανούλα

    Στη μητέρα μου.

    Σε φανταζόμουν. Σ’ ονειρευόμουν. Έπλαθα το πρόσωπό σου με κάθε λεπτομέρεια, φρόντιζα να σχεδιάζω τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου. Ζωγράφιζα και τα χέρια σου, τ’ ακροδάχτυλά σου. Ένιωθα το χαμόγελό σου. Με πλήγωνε πολύ που δεν μπορούσα να σε δω. Ζούσα με την εικόνα σου, που είχα δημιουργήσει μόνη μου. Καρτερούσα να σε γνωρίσω, να μιλήσουμε. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε και άλλα τόσα αμέτρητα να ζήσουμε.

    «Πού είσαι, χρόνε; Κουνήσου λίγο πιο γρήγορα!».

    Λοιπόν, που λες, όσο πλησίαζε ο καιρός, γελούσα ακατάπαυστα, ξεκαρδιζόμουν. Όλες τις υπόλοιπες στιγμές, βαριόμουν απέραντα.

    «Μαμά, ξενέρωνα απίστευτα πολύ».

    Πόσο ν’ αντέξω, ένα μικροσκοπικό πλασματάκι ήμουν, εκτελώντας μια και μοναδική κίνηση συνέχεια. Πλατσούριζα σ’ έναν σάκο γεμάτο νερό, μπλουμ από εδώ, πλατς από εκεί, τεντωμένα τα χεράκια, λυγισμένα τα ποδαράκια. Κρόσσια είχαν γίνει τα νεύρα μου. Προσπάθησα να βρω τρόπους να σπάσω τη μονοτονία μου, μπας και δω προκοπή. Έπειτα από σοβαρή σύσκεψη, εγώ και ο εαυτός μου, αποφασίσαμε από κοινού, δημοκρατικά πάντα, να πατήσω το κουμπί για να επισπεύσω το πέρασμά μου από την έξοδο κινδύνου, μια ώρα αρχύτερα.

    «Πω, ρε παιδί μου, τι βάσανα και αυτά!».

    «Αμάν δηλαδή, να θες να βγεις από εκεί μέσα και να μην μπορείς».

    Κούνια που σας κούναγε. Φυσικά και μπορούσα να δραπετεύσω. Δεν είχα καθορίσει με ακρίβεια την ώρα. Σταμάτησα τις τούμπες και το κολύμπι, που τελειωμό δεν είχαν και είπα να ξεκουραστώ. Τσίμπησα κάτι και αποκοιμήθηκα για να δυναμώσω.

    «Εσύ με τάιζες, μαμά μου».

    «Κοιμήθηκες και εσύ μαζί μου, ηρέμησες».

    «Ευελπιστώ πως δεν έχεις ξεχάσει το αποψινό πάρτι, το μεγαλύτερο της ζωής σου. Το πάρτι που έμελλε να με φέρει στον κόσμο. Όλοι κοντά σου θα βρίσκονται, ακόμα και εγώ».

    Όταν σηκώθηκες, με χάϊδεψες. Εγώ χοροπηδούσα, ευτυχισμένη. Συνέχεια έβαζες το χέρι σου στο κεφάλι μου, είχα φροντίσει από πριν να είμαι έτοιμη, στη σωστή θέση. Ο μπαμπάς να δεις χαρούλες που μου έκανε. Τρελαινόμουν. Κλώτσαγα με περίσσια δύναμη, για να καταφέρω να πετύχω την ένωση, που θα γινόταν παντοτινή.

    «Τρεις άνθρωποι, που σμίγουν για πρώτη φορά. Κοίταξε αυτό το καρέ, μανούλα. Όλος ο κόσμος, κρύβεται στις χούφτες των χεριών μας. Πόσο υπέροχος είναι!».

    Μαμά, ήθελα να σου πω πως έχω φτιάξει και μια ζωγραφιά για τον μπαμπά. Είναι τόσο όμορφος. Είσαι και εσύ παραμυθένια. Είστε οι καλύτεροι γονείς που θα μπορούσα να ’χω. να το θυμάστε πάντα.

    «Βλακείες λέω, ε; Μην σας καθυστερώ άλλο. Θ’ αργήσετε. Σας περιμένουν».

    Φόρεσες ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, μια ροζ ανοιχτή εσάρπα και τις μπεζ μπαλαρίνες σου. Έβαψες τα χείλη σου με κόκκινο κραγιόν και κυμάτισες απαλά με τη βούρτσα, τα μαλλιά σου. Πόσο όμορφη ήσουν, με νεράϊδα έμοιαζες! Ένας κούκλος και ο μπαμπάς, σε περίμενε στην έξοδο. Φορούσε μπλε σκούρο σακάκι, παντελόνι στην ίδια απόχρωση, άσπρο πουκάμισο και γαλάζια γραβάτα. Ξεκινήσατε για τον προορισμό σας. Ήμουν κι εγώ μαζί

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1