Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μάθε με να σ' αγαπώ
Μάθε με να σ' αγαπώ
Μάθε με να σ' αγαπώ
Ebook177 pages2 hours

Μάθε με να σ' αγαπώ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Επτά αυτοτελή διηγήματα, επτά ιστορίες έρωτα και αγάπης, που με τη βοήθεια της ψυχολογίας ξεμπλέκουν το κουβάρι των συναισθημάτων της ανθρώπινης φύσης.
Μια φοιτήτρια που ασυνείδητα θυσιάζει τον εαυτό της στον βωμό του έρωτα.
Ένα ζευγάρι που φοβάται το συναισθηματικό δέσιμο και κρύβεται πίσω από ψέματα.
Μια υπερπροστατευτική μητέρα σε ναυαγισμένο γάμο που διεκδικεί έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.
Μια γυναίκα καριέρας που πληγώνει την αγάπη.
Μια μοναχική κοπέλα που ψάχνει το πατρικό πρότυπο στην αγκαλιά ενός μεγαλύτερου άντρα.
Μια χωρισμένη μητέρα που συμβουλεύει την κόρη της στα θέματα των σχέσεων.
Κι ένα ζευγάρι που, έχοντας βιώσει ο καθένας ξεχωριστά τις δικές του ατέλειες,
μαθαίνει από την αρχή το «μαζί», δίχως φόβο, δίχως «πρέπει» και κανόνες.
Κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, σεξουαλικά προβλήματα, ψυχοσωματικά συμπτώματα, αυτοάνοσα νοσήματα, μορφές εξάρτησης, που όλο και πιο συχνά συναντάμε στις μέρες μας. Αλλά και ελπίδα, αισιοδοξία, επιθυμία για αυτογνωσία και αποδοχή του εαυτού μας.
Ένα βιβλίο στο οποίο η ψυχολόγος Αννέτα Μαρκογιαννάκη υμνεί τα δώρα της αγάπης και βοηθά τον αναγνώστη να βρει το φως και την αλήθεια για να γευτεί το δικό του ελιξήριο ζωής!
LanguageΕλληνικά
Release dateOct 27, 2020
ISBN9791220213226
Μάθε με να σ' αγαπώ

Related to Μάθε με να σ' αγαπώ

Related ebooks

Related categories

Reviews for Μάθε με να σ' αγαπώ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μάθε με να σ' αγαπώ - Αννέτα Μαρκογιαννάκη

    ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα έντεκά μου χρόνια σ’ ένα χωριό της Κρήτης, το Νιο Χωριό Αποκορώνου. Είχα την τύχη ως παιδί, καθώς όλα μου τα ξαδέρφια και τ’ αδέρφια ήταν αγόρια, μην έχοντας κάποιο κοριτσάκι για να παίξω, να περνάω αρκετό χρόνο στην αυλή της γιαγιάς μου της Γιαννούλας, που τώρα που το καλοσκέφτομαι λειτουργούσε ως ψυχολόγος της εποχής για τις γυναίκες της γειτονιάς, οι οποίες της εκμυστηρεύονταν τα πάθη και τον πόνο από τα μικρά ή μεγάλα βάσανα της ζωής. Οι συζητήσεις τους μου έμοιαζαν συναρπαστικές. Παρατηρούσα τα πρόσωπά τους, τις κινήσεις τους, τις σιωπές τους, μα πάνω απ’ όλα το ξεδίπλωμα των συναισθημάτων τους. Συχνά μιλούσαν για ανησυχίες που αφορούσαν τα παιδιά τους, παράπονα για τους άντρες τους, αλλά και κουτσομπολιά για ανομολόγητους έρωτες και ναυαγισμένες αγάπες που, κατά τη γνώμη τους, παγιδεύουν το μυαλό και την καρδιά.

    Κομβικός σταθμός της ζωής μου το διαζύγιο των γονιών μου, γεγονός που μ’ έκανε τότε να πιστέψω ότι η ρομαντική αγάπη είναι μια αυταπάτη, μια ψευδαίσθηση. Οι σπουδές μου στην ψυχολογία ήταν μια προσωπική αναζήτηση της αλήθειας, στην προσπάθειά μου να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου αλλά και να βρω απαντήσεις σε υπαρξιακά ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο ανά τους αιώνες, όπως είναι η πανανθρώπινη ανάγκη του για ασφάλεια αλλά και η οικουμενική ανάγκη τού «ανήκειν». Η αλήθεια είναι πως η ερωτική αγάπη συνήθιζε ν’ αποτελεί ένα μυστήριο για μένα.

    Αναρωτιόμουν συχνά πώς είναι δυνατόν η αγάπη να δίνει τόση χαρά και, ταυτόχρονα, τόσο πόνο. Τι είναι άραγε αυτό που βραχυκυκλώνει δυο ανθρώπους που έλκονται δυνατά και αγαπιούνται τόσο βαθιά; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να διατηρεί την ατομικότητά του, τη δημιουργικότητά του και, παράλληλα, να συνδέεται βαθιά με τον άνθρωπό του, δίχως να μπερδεύει τα «θέλω» του με τα «θέλω» του άλλου, δίχως να αλλοτριώνεται; Γιατί φοβόμαστε να ερωτευτούμε; Γιατί φοβόμαστε να αφεθούμε και να φανερώσουμε στον άλλον ποιοι πραγματικά είμαστε; Άλλωστε, τέλειοι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Όλοι παρόμοιους φόβους έχουμε, παρόμοιες επιθυμίες και ανησυχίες. Πόσο διαφορετικά όμοιοι είμαστε οι άνθρωποι!

    Στις ιστορίες που σας διηγούμαι ίσως βρείτε κάποια κομμάτια του εαυτού σας, των παιδικών σας βιωμάτων, της μοναξιάς σας, της σχέσης σας, του γάμου σας, του «τώρα» ή του «τότε» σας. Ηθικά διλήμματα, ταλαντεύσεις της καρδιάς και του μυαλού, όμορφα όνειρα, δυνατές επιθυμίες, κρυφά μυστικά και ανείπωτα πάθη. «Όλα για τους ανθρώπους είναι» που έλεγε με σοφία και η γιαγιά μου η Γιαννούλα.

    Άλλωστε, η ερωτική αγάπη δεν υπακούει σε κανόνες, δεν υπάρχουν μυστικές συνταγές ούτε μαγικά φίλτρα. Η καρδιά δεν γνωρίζει από μαθηματικές έννοιες, δεν ξέρει να λύνει εξισώσεις. Πολύπλοκα τα νήματα και τα υφάδια του έρωτα, όπως η ανθρώπινη φύση μα και τα βιώματα του καθενός.

    Αλήθεια, πόσο μας γαληνεύει αυτή η γλυκιά αίσθηση του «σ’ αγαπώ», όχι «γιατί» αλλά «παρόλο...»

    Πόση δύναμη παίρνουμε στο άκουσμα του: «Είμαι εδώ για σένα».

    Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Απλά, όχι όμως και αυτονόητα...

    Ένα όμως είναι σίγουρο. Αν δεν φωτίσουμε τα «τυφλά» μας σημεία, αν δεν δουλέψουμε τα μελανά κομμάτια του εαυτού μας, δεν ηρεμούμε, δεν ευτυχούμε, όσες σχέσεις και αν κάνουμε, όσα διαζύγια και αν πάρουμε. Πάντα τους ίδιους ανθρώπους θα έλκουμε ή το εντελώς αντίθετο, το άλλο άκρο.

    Απ’ όλους μπορούμε να κρυφτούμε, εκτός από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτός πάντα γνωρίζει.

    Τον κουβαλάμε πάντα μαζί. Και όλο μιλάει, και όλο λέει. Και συχνά παραπονιέται και γκρινιάζει πως νιώθει μόνος, πως τίποτα δεν είναι όπως θα ήθελε να είναι.

    Κάποτε διάβασα ότι «ο τρόπος που επιλέγεις να δεις τον κόσμο είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο θα ζεις». Και εγώ έχω επιλέξει να είναι όμορφος, με εμπιστοσύνη, αγάπη και έρωτα.

    Εύχομαι το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας να σας κάνει όμορφη παρέα και να σας ταξιδέψει, όπως έκανε και σ’ εμένα, μεσημέρια, βράδια, άγουρα πρωινά.

    Αυτά τα χέρια θα ήθελα να χαιρετίσω και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για το «μοίρασμα».

    Συναισθημάτων, σκέψεων, επιθυμιών.

    ΔΥΪΣΜΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

    Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του,

    θα ’χει μεθαύριο μερτικό στον δικό του ήλιο.

    Οδυσσέας Ελύτης

    Πάντοτε απολάμβανε τις κυριακάτικες εκδρομές με το αυτοκίνητο, πλάι του. Της άρεσε να κοιτά πότε τις παιχνιδιάρικες αχτίδες του ήλιου να χαϊδεύουν τις βουνοκορφές και πότε τα χέρια του να κρατούν το τιμόνι. Ατένιζε τη γραμμή του ορίζοντα που συναντά τη θάλασσα και αναλογιζόταν την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Ήταν μια συνειδητή επιλογή της να αφήνεται στην εσωτερική περιγραφή τού τι βλέπει, τι ακούει, τι οσμίζεται συνδέοντας το είναι της με τη φύση. Η ξεγνοιασιά ήταν αυτό που της έλειπε περισσότερο, η ξεγνοιασιά από την αμείλικτη ακρίβεια του χρόνου και της δουλειάς της, μες στους σκληρούς ρυθμούς της καθημερινότητας.

    Η κοπέλα είχε αποφασίσει να υιοθετήσει μια εύθυμη αδιαφορία και ελαφρότητα στη συμπεριφορά της, τουλάχιστον τις ώρες που περνούσε μαζί του. Αισθανόταν ερωτευμένη, και αυτό αρκούσε για να δραπετεύει από τα υπαρξιακά της άγχη. Συνήθιζε να γλιστράει εύκολα σε μια κατάσταση φόβου και άγχους. Μήπως τον χάσει, μήπως ξελογιαστεί από κάποια συνάδελφο ή φοιτήτριά του. Ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, και μάλιστα πολύ γοητευτικός. Αυτό που εκείνη έβρισκε ακόμη πιο γοητευτικό ήταν το μυστήριο μέσα του, καθώς ήταν λιγομίλητος και αινιγματικός. Η γνωριμία τους ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες, και εκείνη ήθελε αυτή τη φορά να προστατεύσει τον εαυτό της από το σκοτεινό και απρόβλεπτο πέπλο του έρωτα.

    Η καπάτσα κολλητή φίλη της, που στα είκοσι πέντε της νόμιζε ότι ήξερε τους άντρες, την είχε συμβουλέψει να πάψει πια να τα αναλύει όλα και να τα παίρνει τόσο σοβαρά. «Οι άντρες, κούκλα μου, δεν θέλουν πολλές σκοτούρες. Γι’ αυτό καλοπερνάνε οι αλαφροΐσκιωτες· γιατί το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι το μαλλί, το νύχι, το κορμί λαμπάδα και οι τάσεις της μόδας. Σεξ και γέλιο θέλουν οι άντρες, η πολυπλοκότητα του γυναικείου εγκεφάλου τούς κουράζει».

    Αυτό είναι που μπέρδευε τη νεαρή κοπέλα. Στα είκοσι πέντε της δεν μπορούσε να συνδυάσει το σοβαρό με το ανάλαφρο, την ψυχή, την πνευματική καλλιέργεια με το σώμα. Θεωρούσε ότι η γυναικεία ομορφιά λειτουργούσε κυρίως ως σεξουαλική πρόκληση. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να του προσφέρει ελαφρότητα, ξεγνοιασιά, ξεδιαντροπιά. Στο μυαλό της πλανιόταν μια γκριζωπή σκιά από τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που απαιτούσε σε καθημερινή βάση το επάγγελμά της ως κοινωνική λειτουργού.

    Κάπου είχε διαβάσει ότι ο εγκέφαλος λατρεύει τις συνήθειες. Μακάρι να υπήρχε ένα κουμπί, μια κρεατοελιά στο σώμα της, που μ’ ένα πάτημα να έβγαινε από τον ρόλο της ευσυνείδητης κοπέλας που όλα τα προγραμματίζει και τα κοιτά σφαιρικά, με συνέπεια. Σαν το νεαρό κεφαλάκι της να ήταν γεμάτο με κουτάκια και όρια, τα οποία, αν τολμούσε να υπερβεί, θα έχανε τον εαυτό της, θα ξεχνούσε ποια πραγματικά είναι. Αυτό που της πρότεινε η φίλη της έμοιαζε με την κλωστή που περνά στη βελόνα· μα με την πρώτη απρόσεκτη βελονιά, η κλωστή έβγαινε και κρεμόταν στο ύφασμα της ζωής μετέωρη.

    Η μητέρα της, στη βιοπάλη μια ζωή, της σιγοψιθύριζε τις παγερές νύχτες στο χωριό, σαν το κοριτσάκι της έτρεμε μόλις πλάγιαζε στα παγωμένα σεντόνια του κρεβατιού: «Διάβαζε να φύγεις από ’δώ». Το κοριτσάκι ποτέ δεν ρώτησε τι εννοούσε η μαμά της λέγοντας το «από ’δώ». Κάποια χρόνια αργότερα, στην κουπαστή του πλοίου για Αθήνα, σχεδιάζοντας το άγνωστο μέλλον μιας φοιτητικής ζωής που απλωνόταν μπροστά της, συνειδητοποίησε το νόημα που είχαν τα λόγια τής μητέρας της. Να ξεφύγει από την ίδια της τη μοίρα. Να ανοίξει τα φτερά της και ελεύθερη να χτίσει το δικό της πεπρωμένο. Αισθανόταν δυνατή και έδωσε όρκο στον εαυτό της να τα καταφέρει. Σκλήρυνε, ωρίμασε πριν από την ώρα της, έγινε ο γονιός του εαυτού της. Έφτιαξε τους δικούς της χάρτες και τους περπάτησε με πυξίδα τον ορθολογισμό και το «σωστό». Μόνο στον χάρτη του έρωτα η πυξίδα της καρδιάς της έχανε τον έλεγχο. Νόμιζε πως όσο πιο καλή και σωστή είναι, τόσο πιο πολλή αγάπη και αφοσίωση θα εισπράττει. Πόσο έξω έπεσε! Δεν γνώριζε καλά καλά τον εαυτό της, ήταν θολά τα σκιερά κομμάτια του· και καθώς δεν τα γνώριζε, δεν μπορούσε και να τα αποδεχτεί.

    Σαν μολύβι ο εαυτός έξυνε και έξυνε, με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, για να γράψει στη λευκή κόλλα ενός νέου έρωτα, ώσπου τα ξυστρίδια ήταν πολύ περισσότερα από το αφήγημα του έρωτα πάνω στο χαρτί. Η ιστορία κοβόταν άγαρμπα και άκομψα, με το εύθραυστο μολύβι να ’χει γίνει μια σταλιά. Όμως η γερή μύτη του έδινε πάντα την εντύπωση και την ελπίδα ότι μπορούσε να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Έλιωνε το μολύβι, όπως το λιώσιμο των δύο εαυτών στον έρωτα που γίνονται ένα.

    Αυτά σκεφτόταν η κοπέλα, μέχρι που ο ήχος της φωνής τού καλού της διέκοψε τους αναστοχασμούς της.

    «Πού ταξιδεύει το μυαλό σου;» τη ρώτησε με εκείνον τον καθηλωτικό τρόπο του. Ο νεαρός κύριος στα τριάντα πέντε του συνδύαζε τον ανδρισμό με μια αθώα παιδικότητα. Πολλές φορές έμοιαζε σαν να ντρέπεται και να χάνει τα λόγια του. Αυτό ήταν κάτι που εκστασίαζε την κοπέλα, καθώς υπέθετε ότι αυτό το προκαλούσε ο έρωτάς του για εκείνη. Θα ήθελε να του πει πόσο της αρέσει το χαμόγελό του, η χροιά της φωνής του, το «καρύδι» στον λαιμό του καθώς ξεροκαταπίνει, μα κυρίως τα χέρια του, τα χέρια του που γυρίζοντας το τιμόνι έμοιαζαν σαν να το χαϊδεύουν.

    Το βλέμμα του το κατέβαζε ή το άλλαζε όταν τύχαινε να κοιταχτούν. Κανένα βράδυ δεν είχαν κοιμηθεί μαζί. Μετά την ερωτική τους συνεύρεση την επέστρεφε σπίτι της προφασιζόμενος ότι ξυπνάει πάρα πολύ νωρίς το πρωί, πότε για να πάει στο πανεπιστήμιο, πότε για να μελετήσει για το άρθρο του, πότε για άλλες υποχρεώσεις. Πολλές φορές τής είχε περάσει από το μυαλό μήπως είχε αποφευκτική προσωπικότητα ή σχιζοειδή διαταραχή προσωπικότητας, αλλά αμέσως μάλωνε τον εαυτό της και θύμωνε με τη θλιβερή διαπίστωση της επίδρασης των ακαδημαϊκών της γνώσεων στην κρίση της για τους ανθρώπους. Δεν της άρεσαν οι ταμπέλες και οι ετικέτες· πίστευε ότι η χρήση τους ήταν αποκλειστικά για τα ρούχα και τα προϊόντα στα εμπορικά καταστήματα, όχι για τους ανθρώπους.

    Αντί για φιλοφρόνηση ή λόγια αγάπης η κοπέλα άνοιξε το καθρεφτάκι της τσεκάροντας τάχα το μακιγιάζ της και μουρμούρισε αδιάφορα: «Απλά σκεφτόμουν πότε θα φτάσουμε, ανυπομονώ να πιω καφεδάκι δίπλα στη λίμνη»

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1