Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Λαβύρινθος
Λαβύρινθος
Λαβύρινθος
Ebook405 pages5 hours

Λαβύρινθος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Ίκαρος Σκρέζος ξυπνά σε ένα Λαβύρινθο. Δεν θυμάται, πώς βρέθηκε εκεί, ούτε ποιός ήταν μέχρι χτες. Δεν αισθάνεται κόπωση, δεν νιώθει πείνα ούτε δίψα. Βυθισμένος στο σκοτάδι ξέρει, πως κάτι πολύ σοβαρό και ανεξήγητο έχει συμβεί. Οι ελπίδες του αναπτερώνονται όταν μέσα στον Λαβύρινθο συναντιέται με κάποιον άγνωστο. Πασχίζει να βρει κάποιο συνδετικό κρίκο μεταξύ τους και συνάμα να ανασύρει κομμάτια από τις αναμνήσεις του. Νέα πρόσωπα χαμένα στον Λαβύρινθο, με τις αποκαλύψεις τους έρχονται να περιπλέξουν κι άλλο την ιστορία. Ποιο είναι το κοινό στοιχείο που τους συνδέει; Ποιος από αυτούς, τους κρατά φυλακισμένους; Ποιος τους τιμωρεί; Ο τελευταίος κρίκος έχει βρεθεί. Θα ρίξει φως στο σκοτάδι;

LanguageΕλληνικά
Release dateOct 29, 2018
ISBN9781386970217
Λαβύρινθος
Author

Σωτηρία Περβανά

Η Σωτηρία Περβενά γεννήθηκε στην Μαρώνεια Κομοτηνής. Σπούδασε προγραμματισμό Η/Υ. Ασχολείται με την συγγραφή από νεαρή ηλικία. Το «Άργησες μόνο μια ζωή» αποτέλεσε το πρώτο της βιβλίο. Ακολούθησαν άλλα δύο βιβλία: «Στην άκρη του νήματος» κυκλοφόρησε το 2012 και έγινε best seller και: «Τα όνειρα μυρίζουν ταμπάκο» κυκλοφόρησε το 2015 και επανακυκλοφόρησε το 2017. Το 2018 κυκλοφορεί το βιβλίο της: «Λαβύρινθος» ψυχολογικό θρίλερ.

Related to Λαβύρινθος

Related ebooks

Related categories

Reviews for Λαβύρινθος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Λαβύρινθος - Σωτηρία Περβανά

    Κεφάλαιο 1

    Ξύπνησα μουδιασμένος. Μια υγρασία σαν κολλώδες πέπλο με είχε τυλίξει μέσα της. Το πουκάμισο μουσκεμένο, έστεκε γαντζωμένο σαν πλοκάμι στο στήθος μου. Η ανάσα μου συρτή. Θύμιζε ανάσα ετοιμοθάνατου. Δεν είχα αίσθηση του χώρου. Ούτε του χρόνου. Ένιωθα τα μέλη μου βαριά και το κορμί νωθρό. Παρατημένο. Κανείς δίπλα μου. Μονάχος. Σιωπή πηχτή ολόγυρα σαν βάλτος που με κατάπινε.

    Κοίταξα γύρω, να αναγνωρίσω το μέρος που με φιλοξενούσε. Ένας χωματόδρομος κι ολόγυρα μου ορθωμένο πέτρινο τοιχίο. Σήκωσα το κεφάλι να υπολογίσω το ύψος του, με την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια μου. Ψηλό τοιχίο. Θεόρατο. Ίσως και πέντε μέτρα ύψος. Πάσχιζα να ανασύρω κάποιες ελάχιστες μνήμες. Να καταλάβω τι ακριβώς μου είχε συμβεί. Δεν είχα μνήμη...

    Είχα κοιμηθεί πεταμένος στον αφιλόξενο εκείνο δρόμο όλη τη νύχτα; Ρίγησα. Τα δόντια μου κροτάλισαν στη σκέψη. Δεν θυμόμουν να είχα έρθει μόνος ως εκεί. Δεν θυμόμουν όμως και κανέναν να με είχε φέρει. Δεν θυμόμουν τίποτα...

    Θα είχε λόγους το κορμί που άφησε πίσω, ότι του θύμιζε σε ποιον ανήκε. Η αυτοεξορία μου σε εκείνο το κελί έψαχνε μια ύστατη δικαίωση. Μια πιθανότητα εκλογίκευσης του πεπραγμένου. Αυτόπτης μάρτυρας της εξαφάνισής μου. Κραύγαζα αλλόφρονας στο κεφάλι μου υπαινιγμούς. Ούρλιαζα αιτιολογίες του αφορισμού μου.

    Ο εαυτός μου δεινός σκοπευτής με σημάδευε εξ επαφής. Είχα καταντήσει η διάτρητη σκιά μου. Αιμορραγούσα πιθανολογίες της αδιάσειστης διαγραφής μου από τα κιτάπια της μνήμης μου. Έστεκα χαύνος. Αποδιοργανωμένος.

    Οι προοπτικές μου συρρικνωμένες. Έστεκα καρφωμένος στην απραξία. Ανήμπορος να με συναρμολογήσω. Αυτή η έσχατη βεβαιότητα της ανικανότητας μου με εξόργισε...

    Σηκώθηκα αποφασισμένος να κάνω κάτι. Τίναξα τα ρούχα μου και κοίταξα τριγύρω. Ίσως βρισκόμουν στην πίσω πλευρά κάποιου σπιτιού, κάποιου οινοποτείου από εκείνα τα περίεργα που συχνάζουν θαμώνες που λατρεύουν το αλκοόλ. Δεν θυμόμουν αν ήμουν λάτρης του, ούτε και αν είχα πιει το προηγούμενο βράδυ.

    Δεν ένιωθα μεθυσμένος. Ένιωθα απόλυτα νηφάλιος αν και το κεφάλι μου ήταν βαρύ. Γαντζωνόταν με κόπο από τους ώμους μου, έμοιαζε σχεδόν ετοιμόρροπο. Ίσως να βρισκόμουν πίσω από κάποιο κτίριο. Γιατί όμως είχα βρεθεί εκεί; Ποιος με είχε φέρει; Αν κάποιος με είχε φέρει... Αν πάλι όχι, για ποιο λόγο είχα έρθει εκεί; Που ακριβώς βρισκόμουν; Ήμουν σε κάποια πολιτεία; Σε νησί; Σε κάποιο χωριό; Μάλλον σε κάποιο χωριό.

    Ο χωμάτινος δρόμος και ο πλίνθινος εκείνος τοίχος στεκόταν στιβαρός και αδιαπέραστος απέναντι μου. Έμοιαζε με τοίχο χωριού και μάλιστα απομονωμένου. Δεν άκουγα αυτοκίνητα, κλάξον, ούτε καν ομιλίες ανθρώπων. Δεν άκουγα τον παραμικρό ήχο για την ακρίβεια. Ούτε κελάηδημα πουλιού. Ούτε αλύχτημα σκυλιού.

    Πίεσα με την παλάμη μου το μέτωπο μου σε μια απονενοημένη κι ύστατη προσπάθεια να θυμηθώ κάτι ελάχιστο από την προηγούμενη ζωή μου. Τίποτα. Από την προηγούμενη μέρα ή νύχτα έστω. Μάταιη η προσπάθεια. Η μνήμη μου παρέμενε πεισματικά άδεια. Χωρίς ήχους όπως και το τοπίο γύρω μου. Την είχε συνθλίψει ο ίδιος τοίχος που είχε υψωθεί εμπρός της.

    Πήρα βαθιές ανάσες. Προσπάθησα να χαλαρώσω. Να σκεφτώ λογικά, έστω και «αμνήμων». Να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα. Να υποψιαστώ έστω τι μου είχε συμβεί.

    Προσπάθησα να φτάσω με τη μέθοδο της ατόπου απαγωγής σε ένα ελάχιστο έστω και μηδαμινό πόρισμα. Ήμουν κάτοικος κάποιου χωριού λοιπόν. Κάτοικος σίγουρα κάποιου τόπου. Ένας κάτοικος χωρίς μνήμη. Χωρίς αναμνήσεις. Χωρίς προορισμό. Δηλώνω αυτόχθων κάτοικος του πλανήτη Γη. Είχα καταλήξει τάχιστα στο πιο αδιάσειστο συμπέρασμα... Κάτοικος Γης...

    Όνομα αυτού; Παύση... Όνομα αυτού; Παύση ξανά... Κάτοικος Γης, χωρίς όνομα. Φύλο; Άρρεν. Άρρεν σίγουρα. Ένιωθα άρρεν. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ξεκούμπωσα το πουκάμισό μου βιαστικά με τρεμάμενα χέρια. Κοίταξα το στήθος μου κάθιδρος από αγωνία, μήπως κι είχα εξαπατηθεί από το άρρωστο μυαλό μου. Με ανακούφιση είδα το ομολογουμένως όχι και τόσο δασύτριχο στήθος μου. Παρόλα αυτά ήταν στήθος αντρικό, και όχι ευτυχώς ολότελα άτριχο.

    Άνοιξα βιαστικά το φερμουάρ μου και κατέβασα το σλιπάκι μου. Ήταν εκεί η επιβεβαίωση του φύλου μου. Κρεμόταν ανυποψίαστη ανάμεσα στα σκέλια μου και μάλιστα σε μέγεθος εξαιρετικά ικανοποιητικό. Ένιωσα ανακουφισμένος και δεν ντρέπομαι να ομολογήσω και υπερήφανος για το μέγεθος του διαπιστευτηρίου μου.

    Η περηφάνια μου μάλλον λειτούργησε διεγερτικά. Ένιωσα το φαλλό μου να ορθώνεται ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Οι φλέβες του, καυτά ορμητικά ποτάμια κύλισαν πάνω του. Ασυναίσθητα τον άρπαξα στο χέρι μου και το έσυρα πάνω του απαλά, σαν να χάιδευα τη σάρκα της. Έκλεισα τα μάτια κι ακούμπησα με την πλάτη στον τοίχο. Άνοιξα τα πόδια μου και συνέχισα να ανεβοκατεβάζω την παλάμη μου πάνω στη σκληρή απόληξή μου...

    Ένιωσα την ανάσα της στο πρόσωπό μου. Πλησίασα το πρόσωπό της κι άλλο. Ζεστή ανάσα. Καίει η ανάσα της. Καίει η γλώσσα της. Σέρνεται στον κρόταφό μου. Κυλά στο μάγουλό μου. Σκορπίζει φωτιές στο διάβα της. Τρέμει σαν λαχανιασμένο σκυλί, πάνω στα χείλη μου. Τα σπρώχνει με θράσος να υποχωρήσουν. Έχω καυλώσει. Ακουμπώ το καυλί μου στην κοιλιά της... Εκείνη γλύφει τα χείλη μου αργά, βασανιστικά. Σταλάζει υγρές ηδονές στο στόμα μου. Δεν αντέχω, αυτό το μαρτύριο. Σπρώχνω τη γλώσσα μου στο στόμα της με βία. Θέλω να την καταπιώ. Η γλώσσα μου κυνηγάει την δική της. Κάνει κύκλους, την στριμώχνει στα τοιχώματα του στόματός της αφηνιασμένη.

    Την κοιτάζω στα μάτια. Το βλέμμα μου κατεβαίνει. Στέκεται στα χείλη της. Καλοσχηματισμένα χείλη. Μισάνοιχτα. Υπόσχονται οργασμούς. Η ανάσα της αργόσυρτη. Το χέρι μου πάνω στο κορμί της, ίδιο πλοκάμι βεντούζωσε το στήθος της. Το άλλο χέρι ανάμεσα στα σκέλια της. Υγρός ο κόλπος της, όπως το στόμα της. Υγρά τα μάτια της. Πλημμυρισμένα... Την κοίταξα αποσβολωμένος. Με το φαλλό μου ατσαλωμένο.

    «Σε περίμενα... ήξερα πως θα έρθεις...» μου είπε μέσα σε αναφιλητά και γραπώθηκε από τις πλάτες μου. Δεν απάντησα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω. Δεν ξέρω να παρηγορώ. Δεν είπα τίποτα...

    «Γιατί με άφησες; Γιατί έφυγες;» συνέχισε να με ρωτά. Γλύφω τα δάκρυα της. Αλμυρά δάκρυα. Γεμάτα εγκατάλειψη. Διάφανα δάκρυα. Καμωμένα από απουσία. Έχω κολλήσει πάνω της. Θέλω να την κουρσέψω. Να τη λεηλατήσω με τον φλογισμένο δαυλό μου. Καίγομαι. Θέλω να σωθώ. Βουλιάζω στην κρήνη της.

    Καίγομαι χειρότερα. Κοχλάζει το μουνί της. Σταματώ και την κοιτάζω. Την κοιτάζω στα μάτια και μπαινοβγαίνω φλεγόμενος στο σφιχτό της κόλπο. Σαλεύω βαθιά στον κρατήρα της.

    Σέρνομαι στη βάλτα της. Αδειάζω τον πόθο μου σταγόνα, σταγόνα. Εκείνη βογκίζει και είναι γραπωμένη από το λαιμό μου σαν μέγγενη. Δεν αντέχω να την κοιτάζω. Σπρώχνω βαθιά μέσα της τον εαυτό μου. Καρφώνομαι στον πυρήνα της. Το καυλί μου πασαλειμμένο με τη λάβα που αργοσαλεύει στον πυθμένα της και περιμένει καρτερικά να εκραγεί. Να με κάψει. Θέλω να καώ. Να της χαρίσω την απολιθωμένη στύση μου. Να μείνω μέσα της αιώνια.

    Εκείνη κρατά τα πόδια της ανοιχτά. Με έχει φυλακίσει. Δεν μπορώ να αποτραβηχτώ για να γλιτώσω. Είμαι καταδικασμένος. Καίγομαι. Με καταπίνει. Βιδώνεται πάνω μου. Έγινα εξάρτημα δικό της πια. Ένα εργαλείο γεώτρησης. Ψάχνω στην απύθμενη γη της. Τρυπώ βαθιά. Αγγίζω με την αιχμηρή μου άκρη το παχύρευστο υγρό της. Το νιώθω να αναβλύζει. Το πρόσωπό της μορφάζει. Ακούω την ανάσα της βαριά, κοφτή.

    Μπήγομαι πιο βαθιά. Αργά σέρνομαι μέσα της, όφις φαρμακερός να την τελειώσω. Το δόρυ μου δυνατό, αιχμηρό της καταφέρνει το ύστατο πλήγμα. Διάτρητη πια. Ανήμπορη να κρατήσει το πολύτιμο υγρό της στον πυθμένα της. Αιμορραγεί ηδονές. Αδειάζει το μέσα της πάνω μου. Νιώθω τις συσπάσεις της. Ο κόλπος της δαχτυλίδι, γίνεται στόμα που ανοιγοκλείνει και πιπιλά τον πούτσο μου, τον σφίγγει απαλά, ανοίγει και κλείνει, ανοίγει και κλείνει, ίδια γλιτζιασμένη μέδουσα με έχει γραπώσει μέσα της. Δεν αντέχω άλλο. Πονάω από καύλα. Το νιώθει. Με τραβά με δύναμη μέσα της. Έγινε δίνη. Με ρουφά στα ενάλια βάθη της. Με καρφώνει με το βλέμμα της και ορμάει στο στόμα μου.

    «Πες το όνομά μου...» με προστάζει ικετευτικά...

    Τα χέρια μου δαγκάνες, σφίγγουν τα μπράτσα της με πείσμα. Ζωγραφίζουν μελανά βραχιόλια πάνω τους και την κρατούν ακινητοποιημένη. Καρφωμένη στην ηδονή μου που πασχίζει να εκραγεί. Αφήνω τη ματιά μου να κατρακυλήσει στο σώμα της που γυαλίζει από τον ιδρώτα.

    «Πες το...» επιμένει πιο επιτακτικά.

    «Ελένη...» αδειάζω τη θύμηση μου στο κορμί της... «Ελένη...» ψελλίζω λαχανιασμένος κι εκείνη ξεσπά σε αναφιλητά.

    «Χύνω ...» ψιθυρίζω στο αυτί της. Η φωνή μου ίδιος ρόγχος ετοιμοθάνατου φωλιάζει στο λαιμό της.

    Έμεινα για λίγα λεπτά αποσβολωμένος με τα παχύρευστα υγρά μου να κυλούν στην παλάμη μου. Στάθηκα ακίνητος. Με το πρόσωπό της καρφωμένο στην άδεια μνήμη μου, σαν προβολέας που έριξε την εκτυφλωτική ριπή του στα σκοτάδια μου. Έπειτα έσβησε. Σκοτάδι ξανά. Ανέβασα το σλιπάκι και το φερμουάρ μου, εφησυχασμένος. Ήταν μια αρχή. Μια ελάχιστη αφετηρία. Έχυσα για χάρη μιας Ελένης. Μιας ωραίας Ελένης. Της δικής μου κατά πάσα πιθανότητα Ελένης...

    Παρέμενα όρθιος. Στυλωμένος στο μεγάλο πέτρινο τοίχο. Ακίνητος στο ίδιο σημείο, με τις σκέψεις μου σε έξαλλη βλάστηση να φουντώνουν παράφορα, σαν την βλάστηση της ζούγκλας του Αμαζονίου, που δεν επιτρέπει σε κανέναν να την εξερευνήσει πριν τον καταπιεί.

    Ποια ήταν η γυναίκα που μόλις πριν όρμησε πάνω μου; Κοίταξα γύρω πριν αποφασίσω να κινηθώ σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω σε κάτι που γυάλιζε πεταμένο δίπλα μου. Πλησίασα και έσκυψα πάνω του ευλαβικά.

    Μια αρμάθα κλειδιών πιασμένα με ένα μπρελόκ. Ένα μπρελόκ γεμάτο χάντρες θαλασσιές και ματάκια κι ένα μικρό χρυσαφί κουδουνάκι, πιασμένο ανάμεσα τους. Το κούνησα και ο ανεπαίσθητος ήχος του μου πρόσφερε μια ελάχιστη παρηγοριά.

    Ένας ήχος που τουλάχιστον μαστίγωνε την εκκωφαντική σιωπή. Δεν ήταν καν σκονισμένα. Δεν έμοιαζαν να ήταν εκεί καιρό. Σαν να τα είχε πετάξει κάποιος, μόλις πριν λίγο εκεί. Μια αρμάθα κλειδιών. Τα ζύγιασα στη χούφτα μου σαν να είχε σημασία το βάρος τους. Τα κοίταξα πάλι. Ψηλάφισα ένα-ένα τα κλειδιά στα δάχτυλά μου. Ένα κλειδί μιας θωρακισμένης πόρτας. Ένα κλειδί ενός αυτοκινήτου μάρκας Mercedes και κάποια άλλα, που σίγουρα δεν ήταν κλειδιά ασφαλείας.

    Δεν μου θύμιζαν τίποτα. Ίσως να ήταν δικά μου. Το πιθανότερο θα ήταν να ανήκαν σε μένα, εφόσον ήμουν μόνος μου εκεί και κανέναν άλλον δεν είχα συναντήσει. Ίσως, την ώρα που με μετέφεραν εκεί να είχαν πέσει από την τσέπη μου. Ίσως να ήταν ακόμη και του μεταφορέα μου, αλλά και πάλι... αποκλείεται να ήταν του μεταφορέα μου. Θα τα αναζητούσε αν ήταν δικά του. Θα επέστρεφε να τα πάρει. Επομένως ήταν σίγουρα δικά μου. Τα έβαλα στη τσέπη μου.

    Έριξα άλλη μια ματιά τριγύρω εξακολουθώντας να μην αποφασίζω να προχωρήσω οπουδήποτε. Λίγο πιο πέρα από μένα, αντίκρισα, ένα πεταμένο κινητό. Το άρπαξα στα χέρια μου με αγωνία. Η οθόνη του ήταν ραγισμένη. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω. Να προλάβω να κάνω μια κλήση σε οποιονδήποτε αριθμό. Κοίταξα την ημερομηνία που αναγραφόταν στην οθόνη του. Παρασκευή 17 Ιανουαρίου...

    Δεν μου θύμιζε τίποτα μια τέτοια ημερομηνία. Επισκέφτηκα τις τελευταίες μου κλήσεις. Λογικά όλες εκείνες οι κλήσεις θα είχαν γίνει σε κάποιο γνωστό ή φίλο. Θα αναγνώριζε κάποιος τον αριθμό μου. Την φωνή μου και θα έλυνε εκείνος το μυστήριο για εμένα. Ίσως να έβρισκαν και το στίγμα μου.

    Με τρεμάμενα χέρια από τη βιασύνη και την ταραχή μου, κλικάρισα τυχαία στην πρώτη κλήση που παρέμενε καταγεγραμμένη. Η οθόνη του τηλεφώνου φωτίστηκε αμυδρά. Μάνια ήταν καταχωρημένος ο τελευταίος αριθμός. Μάνια... Όχι Ελένη. Ίσως να ήταν αδερφή, συνάδελφος, φίλη, ερωμένη, σύζυγος κάτι τέλος πάντων.

    Ίσως να ήταν και η γυναίκα που μόλις πριν από λίγα λεπτά μου έκανε δώρο τον οργασμό της μα ξεστόμισα λάθος όνομα. Το τηλέφωνο δεν κάλεσε ούτε μια φορά... το κοίταξα με απελπισία. Δεν υπήρχε σήμα. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια. Ήταν άχρηστο.

    Το κράτησα στα χέρια μου και κοίταξα και πάλι τριγύρω. Είδα ένα κομμάτι χαρτί πεταμένο λίγο πιο πέρα. Στην αρχή μου φάνηκε σαν χαρτί. Ένα γαλαζωπό χαρτί. Έσκυψα και το πήρα από κάτω. Ήταν πράγματι ένα χαρτί. Γαλάζιο. Πλαστικοποιημένο. Η ταυτότητα ενός άντρα. ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ έγραφε πάνω. Από κάτω αριθμός ταυτότητας Χ953987. Γύρισα και κοίταξα τα στοιχεία του άντρα με τις οστεώδεις πλάτες που με κοίταζε κατάματα στριμωγμένος στην μικρή τετράγωνη φωτογραφία. Ονόματι Αριστείδης Αλεξίου. Όνομα πατρός Αντώνιος. Όνομα μητρός Παναγιώτα. Ημερομηνία γέννησης 23 /07/ 1976. Ύψος 1,87. Α.Τ Χαλανδρίου. Την κοίταξα ξανά και ξανά...

    Εκείνο το επίσημο έγγραφο προσπαθούσε να μου γνωστοποιήσει ποιος είμαι. Να με ταυτοποιήσει. Να χαρτογραφήσει το περίγραμμα του συνόλου μου.

    Είχα εξοκείλει στην άγνοια. Το βάρος της έσκασε με κρότο στο κεφάλι μου και το έσπασε. Τα θρυψαλιασμένα οστά του κρανίου μου κείτονταν στα πόδια μου. Οι τεκτονικές μου πλάκες αιμόφυρτες έζεχναν δηλητηριώδη αέρια που ως τότε έμεναν σφραγισμένα εντός μου. Η βίαιη πρόσμιξη τους με το οξυγόνο της απελευθέρωσης ήταν η ύστατη επιβεβαίωση του θανάτου μου.

    Η ουσία μου ήταν ακίνδυνη όσο παρέμενε φυλακισμένη. Εντός των πυλών του κουφαριού μου έχανε την δύναμή της να με βλάψει. Εκτός των ορίων μου δεν ήταν παρά μια ένεση προπανίου καρφωμένη στον κρόταφό μου. Η επίγνωση της άγνοιας για κάθε τι που με αφορούσε και με όριζε ισοδυναμούσε με σύνθλιψη.

    Είχα εκρεύσει από τον εαυτό μου. Εξαπλωνόμουν εξαϋλωμένος στα πόδια μου. Επεκτεινόμουν σε μια αιμορραγική λίμνη. Εξακολουθούσα να παραμένω ξένος. Να αρνούμαι να προβώ σε μια έστω και τυπική χειραψία μιας πρώτης γνωριμίας με τον ενδότερο εαυτό μου. Ήμουν ολόκληρος μια άρνηση. Είχα υποκύψει ηττημένος στην αυταπάρνηση ...

    Ο άγνωστος άντρας δεν μου θύμιζε κάτι. Κοίταξα προσεκτικά ξανά τη φωτογραφία του. Αυτοσυγκεντρώθηκα στο υποτιθέμενο είδωλο. Ευελπιστώντας να αφυπνίσω τις μνήμες που με είχαν εγκαταλείψει. Ίσως και να ήμουν εγώ ο Αριστείδης Αλεξίου. Άγγιξα το πρόσωπό μου. Προσπάθησα να το διερευνήσω εξιχνιαστικά. Ίσως και να έμοιαζε με το πρόσωπο της φωτογραφίας, ίσως πάλι και όχι.

    Έντονα ζυγωματικά. Μύτη ελάχιστα γαμψή. Ρουθούνια σε μέγεθος κανονικό. Χείλη σε μέγεθος ικανοποιητικό. Αυτιά όχι πεταχτά. Πυκνά μαλλιά. Πυκνά φρύδια. Αυτιά κολλημένα στο κεφάλι. Σχήμα προσώπου τετράγωνο. Ίσως να έμοιαζα με τον άντρα που απεικονιζόταν στο πλαστικοποιημένο χαρτί που κρατούσα στα χέρια μου. Τα αποτελέσματα της ψηλάφησης ταίριαζαν με τον άντρα που έβλεπα στη μικρή τετράγωνη φωτογραφία. Εκείνος είχε μεγάλα ανοιχτόχρωμα μάτια. Ίσως και τα δικά μου να ήταν πράσινα ή θαλασσιά. Ίσως πάλι και όχι. Ίσως να ήταν μαύρα ή μελιά.

    Έβαλα την ταυτότητα στην τσέπη του πουκαμίσου μου. Τι σημασία είχε άλλωστε ποιος ήταν ο κάτοχος εκείνης της ταυτότητας, εκείνης της αρμάθας κλειδιών, και του νεκρού κινητού. Σημασία είχε πως εγώ αγνοούσα τη δική μου ταυτότητα. Δεν αποκλειόταν βέβαια η δική μου ταυτότητα να ήταν εκείνη. Ήμουν μόνος, επομένως όλα εκείνα τα ευρήματα δεν θα μπορούσαν να είναι κάποιου άλλου...

    Ήμουν ο Αριστείδης Αλεξίου... τουλάχιστον μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Προείχε να ανακαλύψω που βρισκόμουν. Να βρεθώ κάπου. Με κάποιον. Να ζητήσω βοήθεια και τα υπόλοιπα θα έβρισκαν απαντήσεις εν καιρώ. Τι θα έπρεπε να κάνω; Δεν ήξερα τι οφείλει να κάνει ένας χαμένος άνθρωπος στον τόπο και στο χρόνο. Ένας άνθρωπος μετέωρος χωρίς παρελθόν, με αδιευκρίνιστο παρών και με ελάχιστες ελπίδες για το μέλλον. Μάλλον θα έπρεπε να προσπαθήσω να βγω σε κάποιο κεντρικό σημείο.

    Δεν μπορούσα να μείνω ακίνητος απέναντι από τον πανύψηλο τοίχο. Έπρεπε να περπατήσω προς μια κατεύθυνση. Προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Βεβαίως υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα. Δεν ήξερα που ακριβώς ήθελα να πάω. Έπρεπε πάντως κάπου να πάω.

    Ακολούθησα το βήμα μου, που με έσυρε μπροστά. Το πίσω πάντα με τρόμαζε, για άγνωστους λόγους κι αυτό. Τράβηξα μπροστά. Υπέθεσα πως θα ήταν το μπροστά εφόσον δεν είχα κανένα όργανο προσανατολισμού που να επιβεβαιώνει το μπρος και να ακυρώνει το πίσω. Με βόλευε να πιστεύω πάντως πως πήγαινα μπροστά.

    Κρατούσα το κεφάλι ίσια και ατένιζα τον χωμάτινο δρόμο παρατηρώντας οποιαδήποτε λεπτομέρεια, θα μπορούσε να αφυπνίσει τη μνήμη μου. Βάδιζα ανάμεσα σε πλίνθινους τοίχους.

    Ο δρόμος χωμάτινος εξακολουθούσε να ρέει σαν βρωμισμένο ποτάμι κάτω από τα πέλματά μου και να με παρασύρει στην ελικοειδή πορεία του. Δεν ήταν σίγουρα ευθεία η πορεία που ακολουθούσα. Έστριβα μα το βλέμμα μου δεν συναντούσε γωνίες. Κυλούσε στους τοίχους και έρεε παρασυρμένο από την κοίτη του συμπαγούς ποταμού. Ο τοίχος συνέχιζε δίπλα μου να με περικλείει στα εσωτερικά του τοιχώματα. Προχωρούσα. Τίποτα δεν άλλαζε γύρω.

    Οι τοίχοι παρέμεναν ψηλοί κι εγώ φυλακισμένος μέσα τους. Προχωρούσα. Με βήμα ταχύ και αποφασισμένο να τους προσπεράσει. Συνέχιζα το δρόμο αμίλητος με τα χέρια στις τσέπες και τους τοίχους να με ακολουθούν το ίδιο αποφασισμένοι κι αυτοί. Συνέχιζα ακατάπαυστα για ώρα. Δεν θυμάμαι πόση. Ώσπου ο ήλιος χαμήλωσε.

    Η σκιά που με ακολουθούσε αδιαμαρτύρητη ξωπίσω, γλίστρησε δίπλα μου. Έπειτα με προσπέρασε. Έβλεπα το σκοτεινό της περίγραμμα σαν μια αιχμηρή προέκταση του σώματος μου να προπορεύεται, ώσπου κατάλαβα πως περπατούσα ώρες. Θα πρέπει να ήταν ώρες αρκετές, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το τοπίο παρέμενε πέτρινο, δεν είχε καμία λεπτομέρεια απαλύνει την τρομακτική του όψη.

    Σταμάτησα και έστρεψα το σώμα μου πίσω. Ο ίδιος χωμάτινος δρόμος ξεμάκραινε. Οι ίδιοι πέτρινοι τοίχοι, στένευαν επικίνδυνα. Κοίταξα και πάλι στην αντίθετη κατεύθυνση που λογικά θα πρέπει να ήταν το μπροστά. Ένα αρνητικό του πίσω επαναλαμβανόταν και μπροστά. Παρέμενα αδέσποτος... περιτριγύριζα μόνος εκείνη την φυλακή. Έλπιζα να μην με βρει ο μπόγιας. Ήταν η μόνη εύλογη προσμονή.

    Όλες οι άλλες προσδοκίες ματαιωνόταν αυτοστιγμή μπρος στην σφοδρότητα της συνειδητοποίησης. Ένιωσα τα γόνατα μου να λυγίζουν για πρώτη φορά από τρόμο και να υποχωρούν στο βάρος του κορμιού μου. Κάθισα κάτω απεγνωσμένος. Κοίταξα απέναντι τον ίδιο τοίχο που με ακολουθούσε μίλια απροσμέτρητα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πόσα είχα διανύσει, αλλά θα πρέπει να ήταν αρκετά. Το μέτωπο μου το ένιωσα κάθιδρο και σκούπισα με την ανάστροφη της παλάμης μου τον ιδρώτα που έρεε από τους πόρους μου. Φόβος...

    Εκείνη η αίσθηση του εγκλωβισμού με ακολουθούσε για ώρες. Πίστευα πως θα με εγκατέλειπε. Μάταια. Είχε κορυφωθεί. Είχε απελευθερώσει τα υγρά της από τους πόρους του κορμιού μου. Ακολουθούσα την ίδια πορεία. Ήμουν στο ίδιο σημείο, ή το σημείο επαναλαμβανόταν με κάποιο τρόπο σε μια ατέρμονη διαδρομή. Έβλεπα την ίδια ακριβώς θέα. Ήθελα να ουρλιάξω. Να φωνάξω βοήθεια, μα ήμουν βαθύτατα πεπεισμένος πως κανείς δεν θα με άκουγε.

    Η σιωπή απλωνόταν σαν πάχνη ολόγυρα. Αίφνης είχα πειστεί πως δεν υπήρχε ψυχή ζώσα τουλάχιστον σε ακτίνα χιλιομέτρων. Έπειτα από όλη εκείνη την πεζοπορία, δεν ένιωθα καν κουρασμένος. Δεν ένιωθα ούτε ελάχιστα καταπονημένος. Η διαπίστωση αυτή δεν με χαλάρωσε καθόλου. Αντίθετα μου πρόσθεσε αμφιβολίες και έσπειρε μέσα μου δηλητηριώδεις βλαστούς που άπλωσαν ρίζες στα σωθικά μου. Σαν να κυλούσε στις φλέβες μου κάποιο θανατηφόρο διεγερτικό που εξόρισε κάθε ανθρώπινη ανάγκη κι αδυναμία.

    Περπατούσα ώρες. Είχα διανύσει μίλια, παρόλα αυτά δεν ένιωθα πείνα. Δίψα. Δεν ένιωθα κούραση. Αντιθέτως ένα συναίσθημα καλπάζουσας ενέργειας κατέκλυζε τα κύτταρα του κορμιού μου. Το ωθούσε να συνεχίζει. Το μόνο που λειτουργούσε ανασταλτικά στην επιθυμία μου να συνεχίζω και με καθήλωσε κόβοντάς μου τα ύπατα σαν καλοακονισμένη σπάθα, ήταν το απεχθές αίσθημα του εγκλεισμού μου σε εκείνο το πέτρινο φρούριο.

    Η αφόρητη συναίσθηση του κινδύνου σαν χίμαιρα σάλευε δίπλα μου. Χίμαιρα! Έτοιμη να με κατασπαράξει. Σηκώθηκα πάλι. Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να στηρίξω το βάρος του κορμιού μου στα υλοτομημένα μέλη μου. Συνέχισα θάβοντας τον φόβο μου. Ένιωσα μια αλλόκοτη ψυχική ανάταση μόλις αντιλήφθηκα πως το κορμί μου δεν χρειαζόταν ενέργεια για να συνεχίσει. Επαναφορτιζόταν με κάποιο ανεξήγητο τρόπο μόνο του. Ανακύκλωση ενέργειας...

    Δεν θα είχα να αντιμετωπίσω τουλάχιστον άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα. Της κόπωσης, που θα με κρατούσε καθηλωμένο στο ίδιο σημείο για κάποια ώρα, ώσπου να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και πάλι, μα αμέσως μετά η πρότερη ανακουφιστική σκέψη μου προκάλεσε ανησυχία και σώρευσε εντός μου κι άλλους φόβους. Κάποιος με είχε ποτίσει με κάποιο διεγερτικό. Ναρκωτικό. Κάποια ουσία τέλος πάντων. Κάποια ειδεχθής ουσία κυλούσε στις φλέβες μου και ντοπάριζε τα εγκεφαλικά μου κύτταρα αφού πρώτα τα είχε σκοτώσει.

    Ήμουν βέβαιος. Δεν μπορούσα να δώσω καμιά άλλη εξήγηση σε ότι μου είχε συμβεί. Κάποιος είχε ρίξει κάτι στο σώμα μου και έπειτα με πέταξε σε εκείνο το απαίσιο μέρος, ώστε να μην μπορέσω να απεγκλωβιστώ ποτέ. Ήταν η μόνη λογική εξήγηση στην οποία μπορούσα να καταλήξω. Η προηγούμενη έκρηξη της στύσης μου ήταν σίγουρα απόρροια της ντόπας.

    Συνέχισα να προχωρώ με το φως να λιγοστεύει γύρω μου απειλητικά. Ώσπου ο ήλιος με εγκατέλειψε αποκαμωμένος. Απλώθηκε γύρω σκοτάδι... Σκοτάδι πηχτό... Αδιαπέραστο... Μαύρος συμπαγής μανδύας με αποσκέπασε. Το φως με βοηθούσε να παραμείνω ψύχραιμος, μου έδινε φρούδες ελπίδες πως κάτι θα δω, κάτι θα βρω εμπρός μου και θα σωθώ, μα το σκοτάδι μου τις έκλεψε. Ο προηγούμενος φόβος μετουσιώθηκε σε πανικό...

    Συνέχιζα να προχωρώ στα σκοτεινά πια, με τα πόδια μου να δρασκελίζουν διστακτικά το επόμενο βήμα. Δεν ήξερα αν μπροστά μου θα ακολουθούσε κάποιος γκρεμός, ή κάποιο πηγάδι που θα με κατάπινε απροειδοποίητα και θα με εξαφάνιζε στο απύθμενο βάθος του ή αν θα έσπαζα τα μούτρα μου προσκρούοντας πάνω σε έναν παρόμοιο τοίχο με εκείνους που σάλευαν δίπλα μου. Τα σαγόνια μου κροτάλισαν τρομοκρατημένα σε εκείνη την φρικαλέα σκέψη. Διέταξα το μυαλό μου να πάψει να σκέφτεται για να με κρατώ σε καταστολή. Όλα συνέχιζαν να είναι ίδια.

    Οι τοίχοι εξακολουθούσαν να περπατούν δίπλα μου. Χωρίς να τελειώνουν πουθενά. Χωρίς να μειώνεται ούτε καν στο ελάχιστο το ύψος τους. Ένιωθα τον όγκο τους πανύψηλο να ορθώνεται απειλητικός πάνω από το κεφάλι μου. Ο δρόμος κάτω από τα πόδια μου εξακολουθούσε να είναι χωμάτινος. Η σύστασή του παρέμενε ίδια. Δεν γινόταν σε κανένα σημείο, πλακόστρωτος , τσιμεντένιος ή ασφαλτοστρωμένος, ώστε να αναπτερωθεί το ηθικό και οι ελπίδες μου ότι κάτι γύρω είχε αλλάξει. Παρέμενε ο ίδιος χωμάτινος δρόμος να γλιστρά κάτω από τα πέλματα μου, που συνέχιζαν να περπατούν πάνω του. Συνέχιζα με τα χέρια μου να ψηλαφίζουν εκείνο τον τοίχο.

    Με κατέκλυσε μια αλλόκοτη εμμονή να διερευνήσω τις εκδορές του. Θαρρείς και θα μου έδιναν αυτές μια κάποια ελάχιστη πληροφορία. Μια λύση. Μια αναπάντεχη σωτηρία. Μήπως κάποια οπή, κάποιο ανεπαίσθητο βαθούλωμα ή μια αδιόρατη προεξοχή που δεν είχα προσέξει θα ήταν το κλειδί του απεγκλωβισμού μου.

    Θα με απελευθέρωνε. Θα ανακάλυπτα την κρυμμένη διέξοδο. Τη μυστική έξοδο κινδύνου. Την μυστική κρύπτη που θα υποχωρούσε στην πίεση των χεριών μου και θα με οδηγούσε έξω, όπως είχα δει σε κάποιες ταινίες που ο ήρωας πίεζε κάποιο κομμάτι του τοίχου κι εκείνο υποχωρούσε με τριγμούς. Εκλιπαρούσα να συμβεί κάτι ανάλογο και στη δική μου περίπτωση. Εκλιπαρούσα τούτη τη φορά η πραγματικότητα να αντιγράψει τη φαντασία. Να συμβεί κάτι που θα σηματοδοτούσε το τέλος της ταλαιπωρίας μου. Να συμβεί οτιδήποτε τέλος πάντων.

    Έλπιζα η σωτηρία μου να βρισκόταν τοποθετημένη σε κάποιο σημείο του πλίνθινου τοίχου. Έσπρωχνα με τα χέρια μου τον τεράστιο πέτρινο όγκο με επιμονή. Τίποτα. Κανένα ύποπτο βαθούλωμα. Καμιά ύποπτη εσοχή ή προεξοχή πάνω στο παγωμένο σώμα του άσπονδου εχθρού. Μάταιη η προσπάθεια απεγκλωβισμού και σωτηρίας που όφειλα στον εαυτό μου. Δεν αποθαρρύνθηκα. Η επιθυμία μου να συνεχίσω δεν μου επέτρεπε να σταματήσω...

    Συνέχιζα. Τυφλός. Με τα χέρια να ψηλαφίζουν τον πέτρινο όγκο. Ώσπου άκουσα βήματα. Ήμουν σίγουρος. Άκουγα βήματα, ακριβώς στον ίδιο ρυθμό με τον δικό μου, να περπατούν πίσω μου. Με κόντευαν...

    Ήμουν βέβαιος πως άκουγα βήματα δίπλα μου. Σταμάτησα τρομοκρατημένος να αφουγκραστώ, καθώς δεν ήξερα αν κάποιος με πλησίαζε για να με βοηθήσει ή να μου κάνει κακό. Πόσο χειρότερο κακό από όσα ήδη μου είχαν συμβεί αναρωτήθηκα. Η σκέψη εκείνη με τρόμαζε περισσότερο και δυσχέραινε τη θέση μου επιπλέον. Τότε, αποφάσισα ακαριαία να μιλήσω...

    «Είναι κανείς εδώ;» ούρλιαξα ...

    «Επιτέλους! άκουσα δίπλα μου μια φωνή ανακούφισης σαν αντίλαλο της δικής μου φωνής».

    Έστρεψα το βλέμμα προς την πλευρά από την οποία ερχόταν ο ήχος της άγνωστης φωνής.

    «Ποιος είσαι;» Ξαναρώτησα ακινητοποιημένος στην ίδια θέση.

    «Εσύ ποιος είσαι;» Με ρώτησε ο άγνωστος.

    «Άρης Αλεξίου...» απάντησα πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε.

    «Λέγε ρε, ποιος είσαι;»

    «Αριστείδης Αλεξίου...» επέμεινα στην αρχική μου απάντηση καθώς ήταν το μόνο αντρικό όνομα που γνώριζα και είχα ελάχιστες πληροφορίες γι’ αυτό κι άλλωστε είχα πειστεί πως πράγματι ήμουν ο Αριστείδης Αλεξίου...

    Ο άγνωστος όρμησε πάνω μου κι άρχισε να με χτυπά με μανία σαν λυσσασμένο αγρίμι. Σφυροκοπούσε με τα πόδια και με τα χέρια του το σώμα μου που είχε κουλουριαστεί κάτω, ώσπου με άρπαξε με δύναμη με σήκωσε πάνω και με έστησε απέναντι του. Έσφιξε τα χέρια του στο λαιμό μου και συνέχισε να φωνάζει.

    «Πες το όνομά σου ρε, ποιος είσαι; Μίλα γιατί θα σε πνίξω».

    Το μυαλό μου είχε πυρακτωθεί ακαριαία. Είχα πειστεί πως έπρεπε να επιλέξω ένα άλλο όνομα, ένα οποιαδήποτε άλλο όνομα καθώς εκείνο για κάποιο άγνωστο λόγο τον είχε εξοργίσει...

    «Ίκαρος Σκρέζος»... Επέλεξα! Τυχαία! Ακαριαία! Συμπτωματικά! Είχα πάντως επιλέξει ένα όνομα. Κάπως έπρεπε να με αποκαλώ. Ίσως επέλεξα το Ίκαρος, από την επιθυμία που γεννήθηκε εκείνη την στιγμή μέσα μου να φυτρώσουν φτερά στις πλάτες μου σαν του Ικάρου και να πετάξω. Να σωθώ από τα χέρια που απειλούσαν να με πνίξουν. Ίσως μέσα από άγνωστες εσωτερικές διεργασίες επέλεξα να είμαι ο Ίκαρος των επικίνδυνων πτήσεων. Ο Ίκαρος που θυσιάζεται στο βωμό της ελευθερίας και της τόλμης. Ο Ίκαρος που τα φτερά του λιώνουν πλησίον της λάμψης που τον έλκει... Είχα επιλέξει το Ίκαρος... αλλά το Σκρέζος;

    Ίσως αυτό να ήταν το επίθετό μου. Ίσως να ανακάλεσε η μνήμη μου κάποιο ψήγμα θύμησης υποχωρώντας σε εκείνο τον εκφοβισμό που την απειλούσε και να λεγόμουν στ’ αλήθεια Ίκαρος Σκρέζος. Τι σημασία έχει ένα όνομα κι ένα επίθετο; Καμία. Όποιος και να ήμουν. Ήμουν χαμένος στο πουθενά και κάποιος είχε σφίξει τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου και απειλούσε να με πνίξει. Το δεύτερο όνομα που επέλεξα ευτυχώς ήταν σωτήριο. Ο άγνωστος άντρας χαλάρωσε τα χέρια του και απομακρύνθηκε προς τα πίσω.

    «Δεν θέλω να σου κάνω κακό. Με συγχωρείς, μου είπε λαχανιασμένος. Ξέρω όμως πως δεν είσαι ο Άρης Αλεξίου, γιατί ο Άρης Αλεξίου είμαι αναμφίβολα εγώ. Είναι το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιος...»

    Έμεινα αμίλητος απέναντι στη σκιά που μόλις μου είχε συστηθεί αφού πρώτα είχε χειροδικήσει εναντίον μου και την ψηλάφιζα. Ήταν εκείνος ο Άρης Αλεξίου. Άρα σίγουρα δεν ήμουν εγώ. Η ταυτότητα εκείνη ήταν αναμφίβολα δική του και επομένως όχι δική μου. Παρέμεινα αμίλητος και ήμουν βέβαιος πως με ψηλάφιζε και εκείνος με τα τυφλά μάτια του. Ήταν πάνω κάτω στο δικό μου ανάστημα και στα δικά μου κιλά. Δεν μπορούσα βεβαίως στο σκοτάδι να διακρίνω αν ήταν καστανός ή ξανθός, αν είχε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1