Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου
Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου
Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου
Ebook166 pages2 hours

Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

«Το δάσος έχει πνιγεί μέσα στην υγρασία που σταλάζει σαν το αίμα στο σχισμένο αμφιβληστροειδή, σφαλίζοντας την όραση μέσα σε κόκκινο πέπλο – έτσι κι εγώ δε βλέπω, μονάχα ακούω το δάσος και το γεύομαι, καθώς φτιάχνω ένα κύπελλο στο χέρι μου και πίνω από αυτό τη νοτισμένη κραυγή των δέντρων. Τινάζω το κεφάλι μου και χύνω το νερό, μόλις ακούω πίσω μου για άλλη μια φορά τον καλπασμό και το μαστίγιο. Κι αρχίζω πάλι να τρέχω…»

 

Οχτώ αλλόκοτα διηγήματα, οχτώ πρόσωπα που αναζητούν ταυτότητα.

 

Αυτή η συλλογή διηγημάτων κυκλοφόρησε αρχικά το 1999 από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

LanguageΕλληνικά
Release dateFeb 18, 2021
ISBN9781536558357
Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου
Author

Στέλλα Σαμιώτου Φιτσάιμονς

Η Στέλλα Σαμιώτου Φιτσάιμονς γεννήθηκε στο Μαρούσι και ζει στο Λος Άντζελες. Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, τη συλλογή διηγημάτων «Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου», τη νουβέλα "Μέχρι να γίνεις γάτα", το μυθιστόρημα «Ο κόσμος από την ανάποδη», τη νεανική σειρά επιστημονικής φαντασίας «The Plantation» και την σειρά φανταστικού «Mist Riders» που έγιναν best seller σε Amazon και Barnes&Noble. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και ποίηση σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και την Αμερική.

Related to Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου

Related ebooks

Reviews for Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου - Στέλλα Σαμιώτου Φιτσάιμονς

    Της ίδιας:

    *

    Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου,

    Εκδόσεις Οδός Πανός, 1999

    Μέχρι να γίνεις γάτα,

    Εκδόσεις Butterfly Electric Press, 2012

    Ο κόσμος από την ανάποδη,

    Εκδόσεις Butterfly Electric Press, 2021

    ––––––––

    Στην αγγλική γλώσσα

    The Plantation, 2012

    The Dark Legion, 2013

    The Shadow Empire, 2013

    Beyond the River of Time, 2013

    Rise of the Saviors, 2014

    Plantation Origins, 2018

    Luna, 2019

    Winter, 2019

    Silver Dust, 2020

    Shadow Fall, 2021

    *

    https://sfitzsimons.wixsite.com/stellasamiotou

    Shape Description automatically generated

    ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

    «Το δάσος έχει πνιγεί μέσα στην υγρασία που σταλάζει σαν το αίμα στο σχισμένο αμφιβληστροειδή, σφαλίζοντας την όραση μέσα σε κόκκινο πέπλο – έτσι κι εγώ δε βλέπω, μονάχα ακούω το δάσος και το γεύομαι, καθώς φτιάχνω ένα κύπελλο στο χέρι μου και πίνω από αυτό τη νοτισμένη κραυγή των δέντρων. Τινάζω το κεφάλι μου και χύνω το νερό, μόλις ακούω πίσω μου για άλλη μια φορά τον καλπασμό και το μαστίγιο. Κι αρχίζω πάλι να τρέχω...

    Ο ήχος των τυμπάνων γίνεται πιο απειλητικός από πριν, αφού τώρα δε με ακολουθεί μόνο, αλλά βρίσκεται και μπροστά μου, με πλησιάζει από δεξιά κι από αριστερά, με περικυκλώνει, ο καλπασμός σταματά, τη θέση του παίρνει ο ξερός κρότος φύλλων που ποδοπατούνται από γυμνά πόδια, αν δε βιαστώ, σε λίγο θα είναι πολύ αργά, θα με προλάβουν, θα με πιάσουν, θα με οδηγήσουν στο θυσιαστήριο, όπου ο ιερέας θα σκεπάσει το πρόσωπό μου με το χέρι του και θα περάσει το λεπίδι στο λαρύγγι μου, ενώ τριγύρω οι κυνηγοί θα υψώνουν τα χέρια τους στον ουρανό και θα κοιτάζουν το μέλλον μέσα από το ασπράδι των ματιών τους, αν δε βιαστώ, αν δε βιαστώ... αν δειλιάσω...»

    Οχτώ αλλόκοτα διηγήματα, οχτώ πρόσωπα που αναζητούν ταυτότητα.

    Αυτή η συλλογή διηγημάτων κυκλοφόρησε αρχικά το 1999 από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

    α.

    Φύγε...

    «Φύγε», του είπε, «είσαι ένας βλάκας, ένας ηλίθιος, δε θέλω να σε ξαναδώ! Κουνάς την ουρά σου πέρα δώθε, στηρίζεσαι στα πίσω πόδια κι ανασηκώνεις τα μπροστινά και νομίζεις ότι κάτι κάνεις. Φύγε λοιπόν, μου ‘ρχεται να κάνω εμετό όταν σε βλέπω να γλείφεσαι, σιχαμερό πλάσμα. Έχεις ένα δόντι χαλασμένο. Βρωμάει σαν σκουπιδοτενεκές. Οι τρίχες σου πέφτουνε κι έχεις ένα απαίσιο σημάδι στην πλάτη. Είσαι άσχημος, άσχημος, άσχημος... Κι όλη την ώρα γκρινιάζεις. Με ταλαιπωρείς πολύ, το ξέρεις; Βαρέθηκα πια να σε ταΐζω. Τράβα και πουθενά αλλού. Αηδιαστικέ. Μάζεψε το κοκαλιάρικο σώμα σου και πήγαινε στα κομμάτια. Ξεκουμπίσου από δω πέρα! Ήρθες και μου στρογγυλοκάθισες σα να ‘σουνα στο σπίτι σου, βρωμιάρη. Αναίσθητε, αχάριστε, βλάκα... Δε σε θέλω εδώ μωρέ, το καταλαβαίνεις;»

    Έτσι του είπε, μα αυτός δεν έφυγε. Και μετά τον αγάπησε. Κι αυτός πέθανε σε δύο μήνες.

    β.

    Το ατύχημα

    Έκανε τη συνηθισμένη διαδρομή για το γραφείο του, όταν την είδε να πατά το πόδι της στο οδόστρωμα για να διασχίσει το δρόμο, ενώ τα αυτοκίνητα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Κοίταξε το φανάρι και είδε πως ήταν κόκκινο για τους πεζούς. Αντέδρασε αστραπιαία. Σαν να έπαιζε σε κινηματογραφική ταινία. Την άρπαξε από το μανίκι με δύναμη και την τράβηξε προς το μέρος του. Έπεσαν και οι δύο κάτω, αυτή σχεδόν πάνω του, η τσάντα της γλίστρησε από το χέρι της, κυλίστηκε μερικά μέτρα πιο πέρα, άνοιξε, από μέσα πετάχτηκαν διάφορα αντικείμενα – κέρματα, ένα κραγιόν, ένας αναπτήρας – και σκορπίστηκαν, άλλα στο πεζοδρόμιο κι άλλα στο δρόμο. Τη σήκωσε τσαντισμένος, την κράτησε από τους ώμους και την τράνταξε. «Γιατί δεν βλέπεις πού πας; Θέλεις να σκοτωθείς; Και τι φταίνε οι οδηγοί των αυτοκινήτων; Τι φταίμε εμείς οι πεζοί για να δούμε ένα δυστύχημα πρωί πρωί;» Αυτή δεν απαντούσε. Τώρα εκείνος εκνευρίστηκε για τα καλά. «Άντε, πήγαινε στη δουλειά σου κι αν θέλεις να σκοτωθείς, φρόντισε να το κάνεις κάπως αλλιώς. Ή τουλάχιστον, κάπου αλλού, μακριά από μένα.» Εκείνη ανασήκωσε τα μάτια της – έπρεπε να το κάνει, ήταν αρκετά πιο κοντή από αυτόν. «Μου έσωσες τη ζωή», ψέλλισε. Και ξανά ύστερα από λίγο: «Μου έσωσες τη ζωή.» Έτρεμε ολόκληρη, ειδικά το κάτω χείλος της δεν έλεγε να σταματήσει να τρέμει. Εκείνος κάπως μαλάκωσε βλέποντας την ευγνωμοσύνη της –αυτό που εκείνος θεώρησε ευγνωμοσύνη. «Δεν έγινε τίποτα», απάντησε, «κι εσύ στη θέση μου το ίδιο θα έκανες. Ο καθένας θα τα έκανε. Πήγαινε στη δουλειά σου και ξέχνα το.» Κι έκανε να φύγει. «Είχα μισή ζωή και μπορούσα να την εγκαταλείψω εύκολα. Τώρα, εξαιτίας σου, έχω πάλι μια ολόκληρη ζωή και μου είναι δύσκολο να την αποχωριστώ. Δεν ξέρω όμως και τι να την κάνω. Γι’ αυτό, σ’ τη  χαρίζω. Την έσωσες και σου ανήκει. Πάρ’ την, η ζωή μου είναι δική σου.» Την κοίταξε σαν χαμένος με το στόμα ανοιχτό. Τι έλεγε αυτή; Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση – τρελή. Μουρμούρισε ένα «πίσω μου σ’ έχω», έκανε στροφή και ξεκίνησε για το γραφείο. Τα τακούνια της πίσω του τον έκαναν να σταματήσει. Δεν έκανε λάθος, τον ακολουθούσε. «Τι θέλεις, κοριτσάκι μου; Είσαι στα καλά σου; Κάνε μου τη χάρη κι άσε με ήσυχο.» Αντί άλλης απάντησης, εκείνη πρόφερε τις εξής ακατάληπτες λέξεις: «Σου ανήκω. Όπου πας, πηγαίνω.» Χριστούλη μου, όρεξη για δούλεμα έχει αυτή πρωί πρωί. Δε βαριέσαι, αυτός θα πάει στο γραφείο του κι αυτή ας πάει να κουρεύεται. Ξεκίνησε αδιαφορώντας για το αν τον ακολουθούσε ή όχι. Μπήκε στο κτίριο με την ταμπέλα «Ασφαλιστική Εταιρεία Φοίνικας», ανέβηκε στο δεύτερο όροφο, πήγε στο γραφείο του, έκατσε στην καρέκλα του. Είχε αργήσει έξι λεπτά.

    Έκανε διάλειμμα για να πιεί έναν καφέ. Πλησίασε στο παράθυρο. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν φοβερό. Για μια στιγμή ένιωσε να πανικοβάλλεται. Κατάφερε να αυτοκυριαρχηθεί. Έμεναν τέσσερις ώρες μέχρι να σχολάσει. Δεν μπορεί, θα βαριόταν και θα έφευγε. Κάποια δουλειά θα είχε να κάνει, διάολε, θα πεινούσε. Δεν μπορεί να τον περίμενε μέχρι να σχολάσει. Κι έτσι να ήταν, όμως, δεν ήταν υποχρεωμένος να ασχοληθεί μαζί της. Θα τραβούσε κατευθείαν για σπίτι του.

    ~~~

    Καθώς άνοιγε την πόρτα για να βγει στο δρόμο, κρατούσε το βλέμμα του χαμηλωμένο. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα παπούτσια του. Αν εκείνη ήταν ακόμα εκεί, δεν ήθελε ούτε να την αντικρίσει. Έπεσε κυριολεκτικά πάνω της. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, εκείνη έπεσε πάνω του. Έντρομος την είδε να πιάνει το χέρι του. Τραβήχτηκε απότομα. Του ήρθε να τη χαστουκίσει. Έκανε να ανοίξει το στόμα του, αλλά σκέφτηκε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να την αγνοήσει. Πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Εκείνη ασφαλώς τον πήρε στο κατόπι. Άρχισε να σκέφτεται όλες τις πιθανές κινήσεις του. «Μπορώ να γυρίσω απότομα, να την αρπάξω από τα μαλλιά και να την πλακώσω στις ανάποδες. Αυτό βέβαια θα προκαλέσει την προσοχή των περαστικών κι άντε μετά να ξεμπερδέψεις. Θα καταλήξω σε κανένα κελί και να δεις που θα ‘ρθει κι αυτή να με επισκεφτεί. Αποκλείεται. Απ’ την άλλη, μπορώ να αρχίσω να τρέχω. Γυναίκα είναι αυτή, από ό,τι φαίνεται όχι και πολύ υγιής, δεν μπορεί, θα της ξεφύγω. Αλλά και να τρέχω σαν τρελός μέσα στον κόσμο... Αν την πιάσω και της μιλήσω και της εξηγήσω πως το αστείο παρατράβηξε, αν την παρακαλέσω τέλος πάντων... Α μπα, σιγά μην πέσω και στα πόδια της τρελάρας. Ξέρω τι θα κάνω. Θα πάρω ένα ταξί. Το σπίτι είναι μόλις εκατό μέτρα από δω, αλλά τι να γίνει, θα κάνω μια βόλτα με το ταξί και θα έχω διπλό κέρδος. Και θα με χάσει αυτή και θα φανταστεί ότι μένω κάπου μακριά.»

    Χωρίς άλλη σκέψη, σήκωσε το χέρι του και σταμάτησε ένα ταξί. Έμπαινε ήδη μέσα, όταν συνειδητοποίησε ότι εκείνη είχε ανοίξει την άλλη πόρτα. Πώς τα κατάφερνε και αντιδρούσε τόσο γρήγορα; Ο ταξιτζής ρώτησε βαριεστημένα: «Μαζί είστε;» «Ναι», απάντησε εκείνη. «Όχι!» βροντοφώναξε αυτός. «Αποφασίστε, σας παρακαλώ, γιατί δε θα βραδιαστούμε εδώ πέρα.» Αυτό πια ξεπερνούσε κάθε όριο. Πετάχτηκε έξω από το ταξί σαν να τον είχαν περιλούσει με καυτό λάδι. Πώς στο διάολο κατέληξε εδώ; Αυτός είχε ξεκινήσει ήρεμος και φρέσκος το πρωί για να πάει στη δουλειά του. Έκανε μια αγαθοεργία και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει όλη αυτήν την παράνοια; Όχι και πάλι όχι. Σκασίλα του και για όλους τους ηλίθιους που κοίταζαν καλά καλά ενώ έτρεχε σαν μανιακός. Τι ήξεραν αυτοί για όσα περνούσε εκείνος; Ένα μάτσο ζωντόβολα που νομίζουν ότι τα γνωρίζουν όλα, ότι έχουν βρει το νόημα της ζωής και μπορούν να κρίνουν τους άλλους. Έξω από το χορό, ξέρουν όλοι ένα σωρό τραγούδια.

    Επιτέλους, αντίκρισε το σπίτι του. Τι σπίτι του δηλαδή; Μια πολυκατοικία με τριάντα διαμερίσματα-κλουβιά κι ένα από αυτά τα κλουβιά το έλεγε «σπίτι του» γιατί... γιατί δεν ήξερε και πώς αλλιώς να το πει. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά της εξώθυρας. Σε λίγο θα ήταν ασφαλής κι άσ’ την τρελή να περιμένει απέξω αν ήθελε. Μα τι έπαθε κι αυτή η πόρτα; Δεν άνοιγε με τίποτα. Αντιλήφθηκε καθυστερημένα ότι προσπαθούσε να ανοίξει με λάθος κλειδί. Κι αυτή ήταν ήδη εκεί, μύριζε την ανάσα της, άκουγε το σάλιο της καθώς κατέβαινε στον οισοφάγο της. Το χέρι της, κάτασπρο και λεπτό, τον ακουμπούσε πάλι. «Μην τρέχεις τόσο», του είπε, «πάει καιρός που δεν αθλούμαι πια.» Εξοργίστηκε έτσι όπως την είδε, μικροκαμωμένη, ιδρωμένη, αξιολύπητη. Αυτή φοβόταν; Γι’ αυτήν έτρεχε σαν παλαβός μέσα στο κέντρο της πόλης; Άι σιχτίρ, θα της έδειχνε αυτός της παλιοσκρόφας. Έβαλε το χέρι του στο λαιμό της και την έσπρωξε μέχρι που την κόλλησε στον τοίχο. «Άκου δω, βρωμιάρα, ή εξαφανίζεσαι αυτή τη στιγμή ή σε κάνω τόπι στο ξύλο, το ‘πιασες;» «Καλά, κάνε ό,τι θέλεις, εγώ δεν ορίζω πια ούτε τη ζωή μου, ούτε το σώμα μου. Μπορείς και να με σκοτώσεις αν θέλεις.» Όλη του η διάθεση για ξύλο πήγε περίπατο. Μπορεί και να μην το έκανε επίτηδες αυτή. Μπορεί πραγματικά να είχε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, να είχε κλονισμένο νευρικό σύστημα. Ή ίσως απλώς να μην είχε πού να πάει και να προσπαθούσε να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί, κάτι να φάει. «Κοίτα», της είπε, «θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα μείνεις να κοιμηθείς εδώ ένα βράδυ για να ξεκουραστείς και να συνέρθεις από το σοκ. Όταν γυρίσω όμως αύριο από τη δουλειά, δε θα σε βρω εδώ πέρα.» Ανέβηκαν στον τρίτο όροφο με το ασανσέρ. Θα προτιμούσε να μη βρισκόταν μόνος μαζί της σε έναν τόσο κλειστό χώρο. Δεν υπήρχε όμως άλλη λύση. Η ώρα ήταν ήδη έξι. Θα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1