Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Αρλεκίνος
Ο Αρλεκίνος
Ο Αρλεκίνος
Ebook756 pages5 hours

Ο Αρλεκίνος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

"Ελάτε να δείτε! Το θέαμα αρχίζει."

Η Αμέριε χάνει την ηρεμία της όταν το «Τσίρκο της φαντασίας του Ντρεκ Γκουτάν» φτάνει στην πόλη του Βέρνο μαζί με σκοτεινά μυστικά. Οι αναμνήσεις μίας τρομαχτικής παιδικής ηλικίας εξακολουθούν ζωντανές. Είναι η στιγμή να αφαιρέσει τη μάσκα και να λάμψει η αλήθεια.

Σε αντίθεση με την Αμέριε, ο Ασέλ αγνοεί το τρομαχτικό παρελθόν του τσίρκου και σε αυτό βλέπει μία διαφυγή από το σπίτι του όπου δεν νιώθει αγάπη. Για καλή του τύχη, στη ζωή του εμφανίζεται ο Νειλάν. Όπως και αυτός, μέσα του κρύβει πράγματα που δεν μπορεί να διηγηθεί. Μαζί θα ανακαλύψουν όχι μονάχα την φιλία που ο Ασέλ δεν ένιωσε ποτέ, αλλά και έναν νέο κόσμο συναισθημάτων.

Μαγικές ικανότητες, θρύλοι, πλάσματα της φαντασίας...και ο ενοχλητικός ήχος από τα κουδουνάκια.

  

LanguageΕλληνικά
Release dateMar 9, 2021
ISBN9781393527589
Ο Αρλεκίνος

Related to Ο Αρλεκίνος

Related ebooks

Reviews for Ο Αρλεκίνος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Αρλεκίνος - Manuel Tristante

    Στους πρώτους μου αναγνώστες,

    Κάρλος Γκραν και Πατρίθια Γκόμεθ

    Τι θα γινόμουν χωρίς εσάς!

    Τα σχόλια, η κριτική και η κουβέντα στόμα με στόμα είναι πολύ σημαντικά για να έχει επιτυχία

    οποιοσδήποτε συγγραφέας. Αν σου άρεσε το βιβλίο αυτό, γράψε, σε παρακαλώ, μία κριτική, ακόμη και αν είναι ελάχιστες γραμμές. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να το απολαύσουν και άλλοι και βοηθάς το συγγραφέα να συνεχίσει να δημιουργεί.

    Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια!

    Απολαύστε την ιστορία.

    Περιεχόμενα:

    Πρελούδιο.

    Πρόλογος.

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    7

    8

    9

    10

    11

    12

    13

    14

    15

    16

    17

    18

    19

    20

    21

    22

    23

    24

    25

    26

    27

    28

    29

    30

    31

    32

    33

    34

    35

    36

    37

    38

    39

    40

    41

    42

    43

    44

    45

    46

    47

    48

    49

    50

    51

    52

    53

    54

    55

    56

    57

    58

    59

    60

    61

    62

    63

    64

    65

    66

    67

    68

    69

    70

    71

    72

    73

    74

    75

    76

    77

    78

    79

    80

    81

    82

    83

    84

    85

    86

    87

    88

    89

    90

    91

    92

    93

    94

    95

    96

    97

    98

    99

    100

    101

    102

    103

    104

    105

    Επίλογος

    Πρελούδιο

    - Κάψτε τους, ΤΩΡΑ!

    Στο άκουσμα της διαταγής, άναψαν οι προβολείς που βρίσκονταν περιμετρικά του δάσους και τα εκτυφλωτικά κανόνια τους στράφηκαν προς το εσωτερικό του. Το φως πέρασε ανάμεσα στους χοντρούς και ψηλούς κορμούς των δέντρων, τα κλαδιά και τους θάμνους, ξυπνώντας τα ζώα που κοιμόντουσαν σε απόλυτη ηρεμία.

    Ο ουρανός άρχισε πάλι να βρυχάται. Ακούστηκαν αστραπές ενώ τα σύννεφα άφησαν να πέσει σε μορφή βροχής το νερό που είχαν συγκεντρώσει. Γύρω στους εξήντα άντρες, οπλισμένοι με μαχαίρια, δίχτυα, κλουβιά, σπάγκους και δαυλούς, εισήλθαν γρήγορα σαν τον άνεμο, περνώντας ανάμεσα από τα αιωνόβια δέντρα. Βάδιζαν με κάποια καχυποψία, με τα φυλαχτά κρεμασμένα στους λαιμούς τους.

    Από αιώνες, το δάσος ήταν συνδεδεμένο με θρύλους: περιπλανώμενα πνεύματα, τέρατα, νύμφες, Δρυάδες, πράσινους δράκους...και με τη Μαύρη Μαγεία. Ελάχιστοι ήταν όσοι προσπάθησαν κάποιες φορές να το διασχίσουν, από φόβο μη χαθούν και δεν μπορέσουν να επιστρέψουν, ή μη συναντήσουν κάποιο από αυτά τα όντα που προστάτευαν την κατοικία τους με νύχια και με δόντια. Όσοι το είχαν τολμήσει τροφοδότησαν τους μύθους, αφού ποτέ δεν επέστρεψαν. Ωστόσο, δεν ένιωθαν όλοι φόβο μπροστά στο άγνωστο, όταν παρουσιάζονταν μπροστά τους άφθονο χρήμα το οποίο νικούσε τις αμφιβολίες, την ώρα που έπρεπε να δεχτούν αυτό που είχαν δεχτεί τόσες άλλες φορές σε άλλους τόπους.

    Οι άντρες έτρεχαν έχοντας στο μυαλό τους τη σκέψη του άθλου που έπρεπε να επιτύχουν, προσπαθώντας να μην σκέφτονται το μέρος στο οποίο βρίσκονταν. Αν και το μέρος έμοιαζε με όσα είχαν επισκεφτεί άλλοτε, δεν ήταν εύκολο για κάποιον να συνηθίσει την παρουσία διαφορετικών όντων.

    Το νερό έπεφτε επίμονα και σύντομα το έδαφος μετατράπηκε σε βάλτο. Τα ακονισμένα σαν τον άνεμο μαχαίρια άνοιγαν το δρόμο, κόβοντας τις βατομουριές και τους κισσούς. Τα κλουβιά ακολουθούσαν αναμένοντας τους καινούργιους ενοίκους τους. Μπροστά τους, σμήνη πουλιών πετούσαν στον ουρανό, τα αρπαχτικά που είχαν μείνει πίσω εξαιτίας του χειμώνα, μαζί με ελάφια, αγριογούρουνα, αγριόγατες καθώς και πλήθος από θηλαστικά και ερπετά. Μικρά τρωκτικά έτρεμαν στα λαγούμια τους, βγάζοντας κραυγές που πλημμύριζαν τα φυλλώματα και ακούγονταν μακριά, μαζί με το θρόισμα των φύλλων που προκαλούσε η βροχή. Δεν άργησε να εμφανιστεί η ομίχλη η οποία έκανε πιο δύσκολη την αποστολή, ενώ ένα σκούρο πέπλο, σαν τη νύχτα, εξαπλώθηκε άμεσα στο δάσος, περήφανο, θριαμβευτικό, συνοδευόμενο από το κουδούνισμα των κροταλιών.

    Οι ρίζες σηκώθηκαν από τις υπόγειες φωλιές τους, εγκλωβίζοντας τους εισβολείς οι οποίοι με τη σειρά τους τις αποκεφάλισαν με τα ακονισμένα εργαλεία τους. Το δάσος ήταν ένας δυνατός πολεμιστής, που δεν χόρταινε από μάχες. Αντιστάθηκε με τα κλαδιά, τα φυλλώματα, τους κορμούς και τις ρίζες του, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να βάλουν φωτιά με τις δάδες τους στη ζωντανή ξυλεία. Ήταν μία καταστροφική πυρκαγιά που εκείνους δεν τους επηρέαζε καθόλου, σαν να μην επιθυμούσε ο Θάνατος να τους πάρει τη νύχτα εκείνη, σαν κάποια υπεράνθρωπη δύναμη να τους προστάτευε.

    Η ομάδα είχε σκεφτεί ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και βάδιζε προετοιμασμένη, επειδή οι φλόγες τραυμάτιζαν και απειλούσαν το Λαό του Δάσους, μία πανάρχαιη φυλή, που με το τραγούδι της έκανε τα φυτά να αναπτύσσονται όπου πατούσε και η οποία αγαπούσε και φρόντιζε την φύση σαν αδερφή της, έκλαιγε σε εποχές ξηρασίας, ή όταν ένα ηλικιωμένο ζώο πέθαινε. Ο ίδιος λαός που, όπως έλεγαν, παγίδευε τους ανθρώπους για να τους χρησιμοποιήσει στις γιορτές του, θυσιάζοντας τους στους θεούς.

    Ο τρόπος για να νικηθεί ήταν να καταστραφεί η πηγή που του έδινε ζωή.

    Μοναδική αποστολή εκείνου του περίκλειστου τόπου ήταν να συνεχιστεί η αλυσίδα της ζωής, της Μητέρας -Φύσης και να κάνουν το καλό όπου πήγαιναν, δίχως να ενοχλούν κανέναν. Παρά ταύτα, για μερικούς αυτό δεν ήταν αρκετό: στα μάτια των έξω ήταν διαβολικά πλάσματα, γεννημένα με κακία, που δεν γερνούσαν, που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στο διάβολο, που έφερναν κακοτυχίες, που αφαιρούσαν τη ζωή των παιδιών που χάνονταν μέσα στο δάσος. Ένας λαός που έκρυβε μία σκοτεινή δύναμη που σου πάγωνε τα σωθικά και σου έπαιρνε τον ύπνο.

    Πολλοί είχαν προσπαθήσει να δώσουν τέλος στο καταφύγιο του Λαού του Δάσους, αλλά κανένας δεν είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι την καρδιά του δάσους, ώσπου ο Θεταέλ, ένα παιδί δώδεκα ετών, μπήκε ανάμεσα στα δέντρα, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, προσπαθώντας να κυνηγήσει ένα λαγό και χάθηκε. Περιπλανήθηκε για μία μέρα και μία νύχτα μέχρι που ο Λαός το βρήκε, το πήρε και το φρόντισε.

    Μετά από χρόνια, ο Θεταέλ βγήκε από το δάσος από την ανάγκη να δει την οικογένεια του, να δείξει ότι είχε ενηλικιωθεί, να τους ενημερώσει ότι ήταν καλά και να μην ανησυχήσουν ποτέ ξανά για εκείνον, αν και ο Λαός του είχε σθεναρά ζητήσει να μην το κάνει, για το καλό του. Αλλά, ο Θεταέλ αποφάσισε να πάρει το ρίσκο.

    Ένα βράδυ, όταν τον αντίκρισαν να βγαίνει από το δάσος σε τέλεια κατάσταση, μετά από δεκαπέντε χρόνια, τον απήγαγαν άνθρωποι παραμορφωμένοι, σακάτες και τέρατα της κοινωνίας. Τον ανέκριναν και τον βασάνισαν απίστευτα για να τους διηγηθεί πώς είχε καταφέρει να επιβιώσει τόσα χρόνια μέσα εκεί. Παρά τα χτυπήματα και την ψυχολογική πίεση, ο Θεταέλ αρνήθηκε να προδώσει το Λαό του, διότι ο μοναδικός τρόπος για να τον βρουν ήταν δίνοντας σε αυτούς τις συντεταγμένες του τόπου του, ανοίγοντας τους το δρόμο, όπως εκείνοι είχαν κάνει με αυτόν πριν από χρόνια. Με τον τρόπο αυτόν τα τείχη προστασίας θα κατέρρεαν για αυτόν που έψαχνε. Ούτε με χρυσάφι δεν θα του έπαιρναν λέξη.

    Ωστόσο, όταν η οικογένεια του βρέθηκε φιμωμένη και με το μαχαίρι στο λαιμό τους, ο Θεταέλ άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι δυνάμεις τους εξαντλούνταν. Να σώσει την οικογένεια του ή να προδώσει τον Λαό; Είχε δώσει Όρκο Αίματος, δεν μπορούσε να σπάσει τη Συμφωνία Σιωπής, αλλιώς θα ήταν καταραμένος. Δεν μπορούσε να προδώσει εκείνους που του είχαν σώσει τη ζωή, τον είχαν προστατεύσει και του είχαν δώσει μία δεύτερη ευκαιρία.

    Με δάκρυα στα μάτια, η μητέρα του τού ζήτησε να λυπηθεί εκείνη και τις αδερφές του. Ο Θεταέλ παρατήρησε τον όγκο των χρημάτων με τα οποία η οικογένεια του θα έπαυε να υποφέρει.

    Με τον όρο να αφεθούν ελεύθερες η μητέρα του και οι αδερφές τους και με το διπλό ποσό, ο Θεταέλ δέχτηκε και μίλησε. Σαστισμένος καθώς ήταν, δεν έλαβε ποτέ το χρυσάφι, ενώ η οικογένεια του αποκεφαλίστηκε. Δεν έλαβε τίποτα από όσα του είχαν υποσχεθεί. Όλα ήταν ψέμα. Ο Θεταέλ έπεσε σε θλίψη και απόγνωση. Είχε προδώσει το Λαό και είχε καταδικάσει σε θάνατο την οικογένεια του.

    Ήταν ένα κάθαρμα.

    Η κατάρα έπεσε πάνω του.

    Πρόλογος

    ––––––––

    Η καρδιά του μεγάλου δάσους χτυπούσε σε φρενήρεις ρυθμούς μπροστά στο σπουδαίο γεγονός που επρόκειτο να συμβεί: η επικείμενη γέννηση του πρωτότοκου της Βασιλικής Οικογένειας της Οξιάς. Ο Λαός ετοιμάζονταν να γιορτάσει εκείνο το τόσο σημαντικό συμβάν που σήμαινε τη συνέχιση της βασιλικής γενεαλογίας.

    Υπήρχαν φήμες ότι η βασίλισσα Γκαλανέλ ήταν στείρα. Παρά τις πολλές προσπάθειες, η βασίλισσα δεν έμενε έγκυος, γεγονός που σήμαινε ότι η γενεαλογία θα χάνονταν μετά από εκείνους. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί ότι εξαιτίας αρκετών επιδημιών, είχαν χάσει τη ζωή τους τα αδέρφια του βασιλιά Εριτέλ, συζύγου της Γκαλανέλ, λίγους μήνες μετά το θάνατο του βασιλιά Ορτέμπλα, πατέρα του Εριτέλ, από γεράματα, οπότε η βασιλική οικογένεια θα σταματούσε στη Γκαλανέλ και στον Εριτέλ.

    Τελικά, οι προσευχές εισακούστηκαν και το φως του μέλλοντος αναπτύσσονταν μέσα στη Γκαλανέλ.

    Οι κατοικίες, οχυρώσεις από καλάμια στο εσωτερικό των γιγαντιαίων και αιωνόβιων δέντρων Σεγκόβια, όπως και στα κλαδιά και στις ρίζες τους, είχαν στολιστεί για να υποδεχτούν εκείνον που φημολογούνταν ότι ήταν αγόρι. Ωστόσο, η χαρά που κυριαρχούσε στο εξωτερικό έρχονταν σε αντίθεση με  την ανησυχία και τον φόβο που επικρατούσε μέσα στο πιο όμορφο παλάτι που είχε ποτέ κατασκευαστεί και είχε δει ανθρώπινο μάτι.

    Στον πιο ψηλό πύργο του κάστρου, σε ένα από τα επτά τεράστια κλαδιά της πιο ψηλής Σεγκόβιας, ο βασιλιάς Εριτέλ είχε συνάντηση με τους Έξι Ανώτατους Ιερείς. Το πρόσωπο του, ταλαιπωρημένο ήδη από τα γηρατειά, έδειχνε σοβαρό. Ο ουρανός ποτέ πριν δεν είχε μιλήσει με τον τρόπο που το έκανε τώρα. Ο Προφήτης έτρεμε δυνατά μπροστά στις αυξανόμενες και δυσάρεστες προειδοποιήσεις.

    - Κάποιο λάθος έχει γίνει – μουρμούρισε ο Εριτέλ συνοφρυωμένος. Κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο του – Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει τώρα.

    - Κύριε μου, φοβάμαι πως δεν υπάρχει λάθος – διαβεβαίωσε εμφατικά ένας από τους ιερείς με μία αρνητική κίνηση του κεφαλιού του. Τα κοκαλιάρικα χέρια του έτρεμαν. Η επιδερμίδα του ήταν ωχρή όπως το πιο λευκό από τα μάρμαρα και το δέρμα του τόσο αρυτίδωτο σαν ο χρόνος να μην το είχε αγγίξει, ούτε το ίδιο, ούτε τα μακριά, πιασμένα σε κοτσίδα μαλλιά του, λευκά σαν το φεγγάρι - Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Έχουμε ρωτήσει πολλές φορές και η απάντηση παραμένει, δυστυχώς, η ίδια. Ο κίνδυνος πλησιάζει. Το έλεγε η προφητεία που οι πρόγονοι μας έλαβαν από τον Προφήτη. Και πλέον, από σήμερα, απομένουν δύο μέρες μονάχα. Ο χρόνος λιγοστεύει. Σε προειδοποιήσαμε να μην αφήσεις να φύγει εκείνος ο καταδικασμένος άνθρωπος, αλλά και πάλι αγνοήσατε τη συμβουλή μας, όπως και την ημέρα που σας συμβουλεύσαμε να μην του δείξετε τον τόπο μας. Πλέον έχει φτάσει η στιγμή της κακοτυχίας.

    Ο βασιλιάς ανέπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να ηρεμήσει.

    - Ποιος είμαι εγώ να τον εμποδίσω να πάει να δει την οικογένεια του; Ή ποιοι είστε εσείς;

    - Παρότι έθεσες το λαό σου σε κίνδυνο; Και με τον όρο να μπορεί να επιστρέψει μετά, γνωρίζοντας τι αυτό σημαίνει;

    - Να-Ελίτ, δεν γνωρίζουμε αν ο Θεταέλ ευθύνεται για το κακό που έρχεται – δήλωσε και τους γύρισε την πλάτη.

    - Όχι, κύριε μου! Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι ο λαός μας προστατεύεται από τη μαγική δύναμη των προγόνων, η ίδια που μας κρατάει κρυμμένους. Μονάχα κάποιος που έχει ζήσει με τον Λαό του Δάσους μπορεί να δώσει την τοποθεσία μας, δίνοντας τους την ευκαιρία να μας βρουν.

    Ο Εριτέλ έτριψε τη μύτη του, αρνούμενος να παραδεχτεί μία πιθανή προδοσία.

    - Ο ουρανός μιλάει, οι θεοί μιλάνε, αλλά δεν αποκαλύπτουν ποιος φταίει. Ο καταραμένος τρόπος τους να μην μιλάνε ξεκάθαρα. - Έδωσε μία γροθιά στον τοίχο.

    Οι Ανώτατοι Ιερείς αντήλλαξαν ματιές.

    - Φοβάμαι πως δεν είναι έτσι, κύριε μου – αντέκρουσε ο Να-Ελίτ, απλώνοντας μία περγαμηνή πάνω στο τραπέζι - Μιλάνε για μία γέννηση και έναν προδότη...οπότε θα έρθει το σκοτάδι, η σκλαβιά και ο θάνατος.

    Ο Εριτέλ αναστέναξε. Με πόνο καρδιάς έπρεπε να παραδεχτεί την αλήθεια, αν και δεν ήθελε να την παραδεχτεί.

    - Κοιτάξτε, κύριε μου.

    Ο βασιλιάς επέστρεψε πάνω στο τραπέζι και έριξε μία ματιά στην περγαμηνή. Η προφητεία, γραμμένη με επίχρυσα γράμματα, καταλάμβανε την πρώτη σειρά.

    Εκείνος που φιλοξενήθηκε θα μιλήσει,

    και θα αποκαλύψει το δρόμο σε εκείνους που ψάχνουν.

    Το γεγονός αυτό θα συσκοτίσει τη γέννηση του πρωτότοκου.

    Η βασιλική γενεαλογία θα διακοπεί

    και ο Λαός θα εξαφανιστεί.

    Διάβασε πιο κάτω και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα μπροστά σε αυτό που οι Ανώτατοι Ιερείς είχαν καταγράψει. Από τα κατακόκκινα μάτια του έτρεχαν δάκρυα αδυναμίας και πόνου.

    - Ό...όχι...Δεν μπορεί να είναι έτσι – είπε χαμηλόφωνα, σηκώνοντας το βλέμμα του –. Μιλούν για το γιο μου, για τη γέννηση του! Την ίδια τη μέρα της γέννησης του...θα γίνει η καταστροφή; - Οι Έξι Ανώτατοι Ιερείς έγνεψαν καταφατικά – .Όχι...Πρέπει να αποφευχθεί! Ο λαός μου πρέπει να σωθεί. Χρόνια προφυλασσόμαστε από οποιονδήποτε κίνδυνο και δεν θα μας βλάψει κάτι τώρα. Η γέννηση δεν μπορεί να διαταραχθεί.

    - Κύριε μου, γνωρίζετε τι πρέπει να κάνετε: αλλάξτε την ημερομηνία – είπε ο Να-Ελίτ μπροστά στη σιωπή των υπολοίπων –. Ετοιμάστε το στράτευμα. Γνωρίζαμε πως η στιγμή αυτή θα έφτανε, αν και βαθιά μέσα μας το αρνούμαστε. Θεωρούσαμε ότι βρίσκονταν μακριά, όταν επιτίθεντο σε άλλους λαούς, ωστόσο τώρα βρίσκεται πιο κοντά. Ο Θεταέλ ευθύνεται που το τέρας αυτό πέτυχε αυτό που ήθελε.

    - Ο Θεταέλ δεν είναι ο υπεύθυνος, ούτε που να το σκέφτεστε! - είπε αμυνόμενος ο βασιλιάς, αρνούμενος να αποδεχτεί ότι εκείνο το παιδάκι με τα κοκκινωπά μάγουλα, που ήταν ο γιος που πάντοτε επιθυμούσαν, ήταν ο υπαίτιος της καταστροφής που πλησίαζε.

    - Κύριε μου, ο Θεταέλ έφυγε για έξω πριν από ένα μήνα. Δύο φύλακες τον συνόδευσαν μεταμφιεσμένοι σε ανθρώπους, με την εντολή να τον παρακολουθούν για ένα διάστημα. Επέστρεψαν χθες και επιβεβαίωσαν τα λόγια των Θεών μας. Ο Θεταέλ έσπασε τη σιωπή του, μας πρόδωσε. Έσπασε τον Όρκο του Αίματος και ήδη υφίσταται τις συνέπειες.

    » Πιέστηκε, απειλήθηκε και βασανίστηκε μέχρι που μίλησε και, αν και αυτό το ανθρώπινο ον έδειχνε διαφορετικός, ξεπουλήθηκε για μία χούφτα χρυσά νομίσματα. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος εκ φύσεως καθώς και άπληστος.

    Ο Εριτέλ κοίταξε έξω, μέσα από ένα από τα παράθυρα. Το σούρουπο έφτανε στο τέλος του.

    - Έδωσε το λόγο του ότι δεν θα το έκανε...Κάτι πρέπει να συνέβη. Δεν ήταν φιλόδοξο άτομο.

    - Μεγαλειότατε, σταματήστε να τον δικαιολογείτε! Είναι άνθρωπος, δεν μοιάζει με εμάς. Γνωρίζαμε πως ο Όρκος Αίματος δεν θα είχε αποτέλεσμα στην περίπτωση του! -. Η αναπνοή του Να-Ελίτ έγινε ακανόνιστη. Μία αβάσταχτη θερμότητα έκαιγε τα σωθικά του – Ο άνθρωπος έφερε την καταστροφή από την πρώτη στιγμή που ήρθε στον τόπο μας και, αν και πονάει πολύ, δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής.

    Ο βασιλιάς στηρίχτηκε σε ένα από τα παχιά κλαδιά που λειτουργούσαν σαν στηρίγματα, έτοιμος να καταρρεύσει. Τίποτα από εκείνα δεν μπορούσε να είναι αληθινό, τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή.  Δεν μπορούσε να συμβαίνει. Κοίταξε στα μάτια του Έξι Ιερείς. Παρά τη γαλήνη στα πρόσωπα τους, στα βλέμματα τους υπήρχε τρόμος.

    - Οι θεότητες μας δεν θα το επιτρέψουν αυτό. Να κάνετε περισσότερες προσφορές! Να προσεύχεστε μέρα και νύχτα χωρίς σταματημό! Κάνετε ό,τι είναι απαραίτητο! Αλλά δεν μπορείτε να μας εγκαταλείψετε στην τύχη μας.

    Οι Έξι Ανώτατοι Ιερείς κατέβασαν τα βλέμματα τους προς το τραπέζι, σε ένδειξη απογοήτευσης.

    - Δεν μπορεί να γίνει κάτι, μεγαλειότατε, ήταν μοιραίο –. είπε ο Να-Ελίτ – Οποιαδήποτε προσπάθεια είναι μάταιη. Λυπάμαι, βασιλιά μου. Μονάχα απομένουμε εμείς να μπούμε μπροστά για να αποφύγουμε τη ζημιά που έχει προβλεφθεί...αν υπάρχει κάτι που μπορούμε εμείς να κάνουμε.

    Ο Εριτέλ βάδισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Ο λαός του εξακολουθούσε να εργάζεται για το στολισμό του βασιλείου ενόψει του μεγάλου γεγονότος. Ο βασιλιάς έσφιξε τις γροθιές του. Τίποτα και κανένας δεν θα χαλούσε την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του. Ορθώνοντας την πλάτη του, γύρισε και έπιασε τη λαβή του σπαθιού του.

    - Θα πολεμήσουμε μέχρι το τέλος – είπε αποφασιστικά – .Αν αυτό είναι που το πεπρωμένο θέλει να γίνει, αυτό θα γίνει. Να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ποιοι θα είναι οι νικητές.

    Τη στιγμή εκείνη, ένας μικροκαμωμένος νεαρός, με λευκό δέρμα και μαύρα, μακριά μαλλιά όπως το μαύρο κεχριμπάρι, εμφανίστηκε ντροπαλά από το σκοτάδι. Ήταν μαθητευόμενος των Έξι Ανώτατων Ιερέων. Μέχρι την ολοκλήρωση της μαθητείας, τα μαλλιά του δεν θα γίνονταν ασημένια. Τα μαύρα μαλλιά ήταν χαρακτηριστικό της διαδικασίας.

    - Κύριε μου, με συγχωρείτε το θάρρος μου, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να εγκαταλείψουμε το βασίλειο, να φύγουμε από εδώ και να ξεκινήσουμε μία νέα ζωή αλλού;

    Το πρόσωπο του βασιλιά έλαμψε. Η πρόταση εκείνη ήταν ελπιδοφόρα. Έστρεψε το βλέμμα του προς τους Έξι, αλλά εκείνοι την απέρριψαν.

    - Ι-Φουλ πήγαινε πίσω στη θέση σου – διέταξε το παιδί ο Να-Ελίτ. Ο νεαρός, με κατεβασμένο το κεφάλι και κάπως ταραγμένος επέστρεψε στη θέση του – .Κύριε μου, Εριτέλ, δεν είσαστε λογικός. Είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε πολλοί, δυστυχώς, αλλά, ακόμη και έτσι, δεν έχουμε χρόνο να φύγουμε όλοι. Επιπλέον, με κάτι τέτοιο θα κερδίζαμε απλώς χρόνο, τίποτα περισσότερο. Έχουν εντοπίσει το καταφύγιο μας. Και θα έρθουν.

    Ένας κόμπος σχηματίστηκε στο λαρύγγι του μονάρχη. Όλα γίνονταν πιο περίπλοκα. Οπότε, ποια ήταν η λύση; Η παραίτηση, η παράδοση στην καταστροφή;

    - Η σύζυγος και το παιδί μου πρέπει να διασωθούν, αν εγώ πέσω. Η βασίλισσα πρέπει να φύγει. Το γενεαλογικό δέντρο πρέπει να συνεχιστεί.

    - Ίσως αυτή να είναι καλή ιδέα – υποστήριξε ο ιερέας –. Βάλε σε εφαρμογή το σχέδιο όπως και τα μέτρα ασφαλείας για να προστατεύσουμε με κάθε μέσο τον τόπο μας.

    Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα εξέπληξε τους παριστάμενους. Η πόρτα άνοιξε με ορμή και ένας τύπος ψηλός, με αργυρά μαλλιά σαν το ολόγιομο φεγγάρι, μπήκε μέσα αναπνέοντας με δυσκολία. Φορούσε έναν πράσινο χιτώνα, με κεντημένα λουλούδια σε χρυσαφί χρώμα. Ήταν ένας από τους αληθινούς θεραπευτές.

    - Τι συμβαίνει, Βέρπο;

    - Κύριε μου, έσπασαν τα νερά της βασίλισσας Γκαλανέλ. Ο πρωτότοκος σας είναι καθ’οδόν.

    Τα χέρια του βασιλιά άρχισαν αν τρέμουν. Αντάλλαξε, ανήσυχος, μία γρήγορη ματιά με τον Να-Ελίτ. Ο Ιερέας σηκώθηκε και κοίταξε το σούρουπο: οι τελευταίες πορτοκαλιές αχτίδες του ήλιου χάνονταν.

    - Θα γίνει αύριο το βράδυ...- Κοίταξε τον βασιλιά –. Λυπάμαι, κύριε μου, αλλά σε αυτήν την κατάσταση η βασίλισσα Γκαλανέλ δεν μπορεί να φύγει. Φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε το πεπρωμένο. Ας αφήσουμε τα πράγματα να συμβούν και ας πιστέψουμε ότι οι θεότητες μας θα δείξουν συμπόνια, θα είναι φιλεύσπλαχνες και ότι θα αλλάξουν τις ημερομηνίες για χάρη μας και για εμάς. Τώρα, πηγαίνετε στη γυναίκα σας, πρέπει να είσαστε μαζί της. Εμείς θα ψάλλουμε, θα ξυπνήσουμε τον Κύριο του Δάσους και θα ζητήσουμε περισσότερο χρόνο.

    Ο Βέρπο μπήκε στην αίθουσα με το πρόσωπο του συνοφρυωμένο από αυτά που είχε ακούσει.

    - Τι συμβαίνει, κύριε μου; - τόλμησε να ρωτήσει, με μία χροιά τρόμου στην φωνή του. Ο βασιλιάς με μία κίνηση του χεριού του έδειξε ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό.

    - Τίποτα που πρέπει για την ώρα να σε απασχολεί, Βέρπο. Πήγαινε στην δουλειά σου.

    Ο αξιωματούχος υπάκουσε δίχως να πει λέξη και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

    - Βασιλιά μου, θα τα πούμε αργότερα – είπε ο Να-Ελίτ και σηκώθηκε. Οι συνάδελφοι του σηκώθηκαν την ίδια στιγμή.

    Οι Έξι Ανώτατοι Ιερείς, μαζί με τον μαθητευόμενο, βγήκαν από την αίθουσα των συνεδριάσεων με κατεύθυνση το Μαντείο, με τους λευκούς και ανάλαφρους χιτώνες τους να κυματίζουν.

    Ο Εριτέλ κάθισε σε μία καρέκλα, κατάχλομος. Μία προφητεία που έβγαινε αληθινή, ένα αβέβαιο μέλλον. Καταδίκη σε αφανισμό την στιγμή που η πιο πολύτιμη επιθυμία του γίνονταν πραγματικότητα. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του πέφτοντας πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Το κεφάλι του έβραζε και κόντευε να τρελαθεί από τα νεύρα του. Τι μπορούσε να κάνει; Ποια ήταν η καλύτερη λύση; Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, όχι τη στιγμή που θα γεννιόταν ο υιός του.

    Χτύπησε με δύναμη το τραπέζι, σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, μαζεύοντας τα ασημένια μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπο του.

    Ο Εριτέλ βρήκε τη σύζυγο του στον κοιτώνα τους, ξαπλωμένη πάνω στο σκεπαστό κρεββάτι, να ιδρώνει και να υποφέρει από δυνατούς πόνους. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που έσπασαν τα νερά και όλα έδειχναν ότι η γέννα θα ήταν δύσκολη:  ο τράχηλος δεν κατάφερνε να διασταλεί. Δύο θεραπευτές, ανάμεσα τους και ο Βέρπο, προσπαθούσαν να ανακουφίσουν τους πόνους της με αλοιφές της Μητέρας Φύσης και με ψαλμούς, ενώ δύο μαίες και ένα κορίτσι οχτώ ετών, που μάθαινε το επάγγελμα, παρακολουθούσαν τον τοκετό.

    - Γκαλανέλ, ζωή μου! Πώς είσαι; - είπε ανήσυχος ο σύζυγος της και κάθισε δίπλα της. Έπιασε τα χέρια της και την φίλησε στο ιδρωμένο μέτωπο. Παρά τη δύσκολη στιγμή που περνούσε, η βασίλισσα Γκαλανέλ εξακολουθούσε να είναι η πιο όμορφη. Τα αμυγδαλωτά μάτια της ήταν τεράστια, στο χρώμα του γαλάζιου του ουρανού, ενώ το δέρμα της το πιο ασημί που υπήρχε, ένδειξη της κάστας της. Τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει από την προσπάθεια. -. Το μικρό μας βιάζεται να μας δει.

    - Τα μικρά μας – τον διόρθωσε η βασίλισσα.

    Ο Εριτέλ, ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μπερδεμένος. Εννοούσε ότι ήταν δύο;

    Η Γκαλανέλ χαμογέλασε και προσπάθησε να εξηγήσει, αλλά αντί για απάντηση ακούστηκε μία κραυγή και η ίδια μαζεύτηκε μέσα στους πόνους. Έπιασε την κοιλιά της.

    - Κάνετε κάτι! - φώναξε ανήσυχος ο Εριτέλ –. Απαλύνετε τον πόνο της!

    Η βασίλισσα έκανε μία κίνηση κατευνασμού με το χέρι της.

    - Εί..είμαι καλά. Είναι η φυσιολογική διαδικασία, Εριτέλ. Και αυτοί έχουν ήδη κάνει αρκετά για εμένα. Μην ανησυχείτε. Όχι, Εριτέλ, άκουσε με. Όχι...- Έκανε έναν μορφασμό πόνου –. Μην επιμένεις.

    Ο Εριτέλ δάγκωσε τη γλώσσα του, προσπαθώντας να δείξει κατανόηση στη σύζυγο του, αν και του ήταν δύσκολο να την βλέπει στην κατάσταση εκείνη. Του ράγιζε την καρδιά.

    Από έξω, μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο, έφτασε ένα γλυκό άσμα. Ένας ορυμαγδός από εγκώμια και εκκλήσεις στο Δάσος από τους Έξι Ανώτατους Ιερείς. Ο Άρχοντας του Δάσους έλαβε τις εκκλήσεις και καινούργια, δυνατά δέντρα άρχισαν να αναπτύσσονται γύρω από το βασίλειο, δημιουργώντας ένα νέο, απρόσβλητο εμπόδιο. Όμως, αν και η Φύση μπορούσε να αναγεννιέται γρήγορα, πολλά σημεία ήταν βραχώδη και εκεί τα φυτά δεν μπορούσαν να φυτρώσουν.

    Τα φύλλα πετούσαν με τη βοήθεια του ανέμου και όλα μαζί διέδιδαν τη βούληση του Άρχοντα του Δάσους. Κλαδιά και ρίζες κινιόντουσαν, ετοιμάζονταν και δημιουργούσαν παγίδες, έτοιμα για τη στιγμή που ο πρώτος άνθρωπος θα πατούσε σε εκείνο το άγνωστο και μυστηριώδες για εκείνον έδαφος.

    ––––––––

    Ο ουρανός βρυχιόταν κάπου μακριά και τα σύννεφα του προμήνυαν βροχή. Εκείνη τη στιγμή, ο εχθρικός στρατός άναψε τις δάδες τους και ξεκίνησαν μέσα στους θάμνους, εφοδιασμένοι με όπλα. Ακούστηκε ένας κεραυνός,  που απλώθηκε όπως η σκόνη και αμέσως άνοιξαν οι ουρανοί. Αστραπές έκαναν την εμφάνιση τους και ξέσπασε μία δυνατή και έντονη καταιγίδα.

    Η ηρεμία ήταν πιο τρομαχτική από το ίδιο το δάσος. Αν μέσα εκεί υπήρχαν τόσα τέρατα, πού βρίσκονταν; Για ποιο λόγο δεν τους επιτίθεντο; Οι άντρες βάδιζαν γρήγορα, δίχως να κοιτάζουν πίσω τους, κόβοντας ό,τι τους στέκονταν εμπόδιο.

    Μετά από μερικά λεπτά, τα δέντρα αντέδρασαν, κουνώντας τα κλαδιά και τις ρίζες τους και ανέτρεψαν τον αντίπαλο. Τρύπησαν σώματα, έκοψαν κεφάλια...Ο φόβος κυριάρχησε.

    - ΜΗΝ ΥΠΟΧΩΡΕΙΤΕ! ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ! ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΔΕΝΤΡΑ, ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΛΑΣΠΗ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟΙ! - ακούστηκε η φωνή του αρχηγού εν μέσω της καταιγίδας –. ΒΑΛΕΤΕ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΦΥΓΟΥΝ! ΠΑΜΕ, ΠΑΜΕ! Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΦΥΛΗ!

    Η φωτιά εξαπλώθηκε και τα δέντρα άρχισαν να αποδεκατίζονται. Ο καπνός κυρίευσε τη νύχτα και μία κραυγή πόνου διέσχισε το δάσος, δονώντας το. Οι άντρες έμειναν ακίνητοι για ορισμένα λεπτά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Τι ήταν αυτό;

    - Προχωρήστε! ΚΑΝΕΝΑ ΔΑΣΟΣ ΟΥΤΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΕΡΑΣ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΚΛΟΝΙΣΕΙ!

    Η κουστωδία συνέχισε ανοίγοντας δρόμο, ενώ το δάσος υπέφερε από την κακία των ανθρώπων και ξέσπασε σε κλάματα αντικρίζοντας οικογένειες να υποκύπτουν στο μίσος και την απληστία.

    ***

    Η Γκαλανέλ ούρλιαξε ακόμη μία φορά, σπρώχνοντας για τελευταία φορά, κάνοντας τη γη να τρέμει, ενώ το κλάμα του τελευταίου παιδιού πλημμύρισε τη νύχτα. Έχει έρθει στη ζωή ο πρωτότοκος. Ένα όμορφο αγόρι, υγιές, με πλατινένια μαλλιά, μυτερά αφτιά και κόκκινα μάγουλα. Δυστυχώς, το πρώτο γεννήθηκε νεκρό.

    Όταν η βασίλισσα το κράτησε στα χέρια της, έκλαψε από τη συναισθηματική ένταση και τον πόνο. Ήταν μία δύσκολη και μακρά γέννα, ο ένας γιος είχε επιζήσει, ο άλλος όχι. Ένιωθε αντιφατικά συναισθήματα, αλλά, κοιτάζοντας το αγγελικό πρόσωπο του μικρού της, όλα ήταν πιο υποφερτά.

    - Είναι πανέμορφος, αφέντη μου – σχολίασε η μαμή, χαϊδεύοντας το κεφάλι του μωρού. Ο Εριτέλ, συναισθηματικά φορτισμένος, βγήκε από το δωμάτιο φωνάζοντας με όλη τη δύναμη του:

    - Γεννήθηκε ο γιος μου, γεννήθηκε ο γιος μου! - Δεν μπορούσε ακόμη να το πιστέψει. Είχε, επιτέλους, αποκτήσει εκείνο που τόσο πολύ λαχταρούσε -. Ένα αγόρι! Ο πρωτότοκος μου!

    Ο Να-Ελίτ με το δεξί του χέρι τον σταμάτησε στην πόρτα πριν επιστρέψει στο δωμάτιο. Στο πρόσωπο του διαγράφονταν η ανησυχία.

    - Να-Ελίτ...είναι αγόρι! Ήταν δύο. Το ένα πέθανε στη γέννα, αλλά...ένα αγόρι ακριβώς όπως προφήτεψαν οι Θεοί μας!

    - Επίσης προέβλεψαν την εξαφάνιση μας, αφέντη μου. Το κακό έρχεται κατά πάνω μας.

    Το πρόσωπο του βασιλιά άλλαξε έκφραση στη στιγμή -. Λυπάμαι που χαλάω την ευτυχία σας, αλλά ο εχθρός καταφτάνει από στιγμή σε στιγμή.

    Κάθε έκφραση χαράς εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του Εριτέλ τόσο γρήγορα όσο ένα βέλος σκίζει τον ουρανό κατά τη διάρκεια μιας μάχης. Κοίταξε με ένταση τον Ανώτατο Ιερέα, ελπίζοντας να ακούσει ότι, μετά από όλα αυτά, οι Θεοί είχαν επιτέλους αποφασίσει να τους βοηθήσουν, ότι υπήρχε λύση...Η έκφραση στο πρόσωπο του Ιερέα δεν άλλαξε.

    - Όχι...Ο γιος μου...Όχι...Δεν θα τον δω να μεγαλώνει;

    - Το μέλλον είναι αβέβαιο, αφέντη μου. Πρέπει να κρύψουμε τον νεαρό πρίγκηπα πριν να...

    Δύο απανωτά ουρλιαχτά έκαναν τον Ανώτατο Ιερέα να σιγήσει. Έτρεξαν γρήγορα προς το παράθυρο. Ένα τεράστιο νέφος καπνού ανέβαινε ανάμεσα στα δέντρα. Η μυρωδιά από καπνό και καιγόμενο ξύλο ήταν αφόρητη. Ο κόσμος κλαίγοντας και τρομαγμένος έτρεχε από το ένα μέρος στο άλλο. Από την άλλη, οι άνθρωποι είχαν εντοπίσει το βασίλειο και κατέφταναν με κλουβιά, τριχιές και όπλα.

    - ΣΥΛΛΑΒΕΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ! - ακούστηκε μία φωνή βαθιά, μέσα στην κόλαση. Ο Εριτέλ απομακρύνθηκε από το μπαλκόνι, τρέμοντας. Τι τρομερός εφιάλτης!

    - Αφέντη μου, απομακρύνετε την οικογένεια σας από εδώ! - του είπε με ένταση ο Ιερέας. Έβγαλε ένα κέρατο από την τσάντα του και το έδωσε στο βασιλιά -. Ήχησε με αυτό. Τώρα!

    Χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβώς κάνει, ο βασιλιάς ήχησε με το κέρατο. Αμέσως, εμφανίστηκε ένα σώμα πολεμιστών για να προστατέψει το βασίλειο. Χωρίς να κοιτάξει ξανά, ο Εριτέλ μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο, κατάχλομος. Έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε με την πλάτη του σε αυτήν, τρομαγμένος.

    - Εριτέλ; Αγάπη μου! Τι, τι συμβαίνει; - τον ρώτησε η σύζυγος του, ανήσυχη, ενώ βύζαινε το μωρό.

    Ο βασιλιάς την κοίταξε στα μάτια, γονάτισε και σύρθηκε στο πάτωμα, φοβισμένος. Οι μαμές έμειναν εμβρόντητες αντικρίζοντας τον τρόμο που σχηματίστηκε στο πρόσωπο του μονάρχη.

    Με δυσκολία και με σωματικό πόνο, η Γκαλανέλ σηκώθηκε, αφού πρώτα άφησε το μωρό στην κούνια. Πλησίασε το σύζυγο της, παρά την προσπάθεια των θεραπευτών να την πείσουν να μείνει στο κρεββάτι, αδύναμη καθώς ήταν. Έβαλε το πρόσωπο του στα χέρια της. Ο Εριτέλ την κοίταξε στα μάτια και την αγκάλιασε κλαίγοντας.

    - Δεν...Δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να φύγεις. Πρέπει να φύγεις! Πάρε το μωρό και πηγαίνετε! Για να σωθείτε! Μας έχουν βρει και οι Θεοί μας έχουν εγκαταλείψει!

    Η Γκαλανέλ σκέπασε με τα χέρια της το στόμα της, πληγωμένη. Στράφηκε προς την κούνια από επεξεργασμένο κέδρο όπου ξεκουράζονταν το μωρό της. Το μικρό της...Κανένας και τίποτα δεν θα πείραζε το γιο της.

    Τον πήρε στα χέρια της και το βλαστάρι της ξέσπασε σε κλάματα. Στράφηκε προς το σύζυγο της, εκείνον που τη στιγμή εκείνη έμοιαζε με μικρό, αδύναμο και τρομαγμένο πλάσμα.

    - Εριτέλ...

    - Όχι, Γκαλανέλ, μην σκέφτεσαι εμένα τη στιγμή αυτήν, σε παρακαλώ, όχι εμένα αλλά αυτόν. Κάποιος πρέπει να επιβιώσει. Τρέξε! Πήγαινε στην κουζίνα να πάρεις τροφή και φύγε από τους μυστικούς διαδρόμους.

    - Δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από κανέναν εδώ και χρόνια!

    - Δεν έχει σημασία, αν είναι να σωθούμε.

    Η γυναίκα ξεροκατάπιε. Δεν μπορούσε να το κάνει. Όχι μόνο διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον σύζυγο της, αλλά και διότι ήταν ακόμη αδύναμη και ο γιος της είχε μόλις έρθει στη ζωή.

    - Τι θα κάνεις, εσύ; Δεν μπορώ να φύγω χωρίς εσένα.

    Ο Εριτέλ σηκώθηκε, στηριζόμενος στη λαβή του ξίφους του. Με ραγισμένη καρδιά, έπιασε το κεφάλι της γυναίκας του με το άλλο χέρι και φωτογράφισε με το βλέμμα του την ομορφιά της για τελευταία φορά. Η Γκαλανέλ έκλαιγε απαρηγόρητη.

    - Μην σκέφτεσαι εμένα, αλλά εκείνον, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ!

    - Σε αγαπάω, Εριτέλ.

    - Κι εγώ, ζωή μου. Όπως και τον μικρό μας Ταιέλ. - Την φίλησε και στη συνέχεια ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπο του γιου του. Ο μικρός σταμάτησε να κλαίει και έπιασε το βλέμμα του πατέρα του. Ο βασιλιάς παρέμεινε δυνατός. Έπρεπε να παραμείνει, για εκείνους -. Θα σας συνοδέψω μέχρι...

    Ένας κρότος τον ανάγκασε να σιωπήσει. Περισσότερες κραυγές έκαναν το κάστρο να τρέμει: οι άνθρωποι είχαν μπει μέσα. Ο χρόνος εξαντλούνταν.

    - Για όνομα των Θεών! Γρήγορα, βιαστείτε! - Ο Εριτέλ άφησε το χέρι της γυναίκας του και, τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να βγούνε, ο Να-Ελίτ μπήκε μπροστά του.

    - Βασιλιά μου, στην κατάσταση της, η μεγαλειότατη δεν μπορεί να φύγει από το πέρασμα - Ο Εριτέλ αναζήτησε το βλέμμα της συζύγου του, ο σύμβουλος του είχε δίκιο -. Έχει κατασκευαστεί για να σώζει μικρά παιδιά, εκείνους που μπορούν να διαιωνίσουν την γενεαλογία. Αυτή ίσως να είναι η λύση τη στιγμή αυτήν.

    Οι μικρές ελπίδες που είχαν εξανεμίστηκαν από τα πρόσωπα των βασιλέων. Η Γκαλανέλ νανούρισε το μωρό της στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να αποδεχτεί ότι είχε φτάσει το τέλος. Ανέπνεε δυνατά. Για ποιο λόγο να γεννηθεί σε τέτοιες συνθήκες; Για ποιο λόγο οι Θεοί κινούσαν τα νήματα του κακού, χωρίς να τους νοιάζει ποιος θα υπέφερε; Ήταν πλέον ξεκάθαρο για εκείνη ότι δεν υπήρχαν θεοί παρά μόνο συμπτώσεις και η μοίρα. Ήταν αυτά που προκάλεσαν να συμπέσει η γέννηση του γιου της με την επίθεση στο κάστρο.

    Οι μαμές φώναξαν πανικόβλητες όταν διαπίστωσαν ότι ο καπνός πλησίαζε το δωμάτιο. Η κόρη μίας εξ αυτών ξέσπασε σε κλάματα, αναζητώντας τη φούστα της μητέρας της. Ο Να-Ελίτ κοίταξε πρώτα τη μικρή και αμέσως μετά το βασιλιά.

    - Άρχοντα μου, ίσως να υπάρχει σωτηρία ακόμη και τώρα. Αυτό το κορίτσι, η κόρη της μαίας μπορεί να σώσει τον πρίγκηπα!

    Ο μονάρχης έστρεψε το βλέμμα του αντιλαμβανόμενος ότι ο χρόνος τον πίεζε. Η μοίρα του γιου του στα χέρια μιας μικρής όχι μεγαλύτερης των οχτώ ετών;

    - Μα, είναι μονάχα μία μαθητευόμενη κα επιπλέον, κορίτσι! - διαμαρτυρήθηκε ο Εριτέλ.

    Χωρίς να χάσει χρόνο, η Γκαλανέλ γονάτισε δίπλα στη μικρή και τη χάδεψε στο πρόσωπο, ενώ η μητέρα της την έσφιγγε στην αγκαλιά της.

    - Μην δίνεις σημασία, μικρή. Σε παρακαλώ, είσαι η σωτηρία του γιου μου.

    Η μικρή κοίταξε τη μητέρα της, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Η μαία έκανε πέτρα την καρδιά της, προσπαθώντας να φανεί δυνατή. Δεν ήθελε να αποχωριστεί την μικρή της, αλλά ήταν καλύτερο να τη δει να φεύγει για να σωθεί, παρά να τη δει να πεθαίνει.

    - Κόρη μου, πρέπει να φύγεις, πρέπει να φύγεις με τον πρίγκηπα για να σωθείτε – της εξήγησε με δάκρυα στα μάτια, γονατίζοντας μπροστά της -. Κάνε με περήφανη για εσένα. Σε αγαπάω, Ναγαϊρέα.

    - Μητέρα...

    Η Γκαλανέλ έβαλε το μωρό στην αγκαλιά της μικρής.

    - Σε ικετεύω, σε παρακαλώ, φύγε με το γιο μου. Φύγετε να σωθείτε, σε παρακαλώ – την ικέτευσε -.Φρόντισε τον Ταιέλ! - Έκλεισε τα μάτια της, μουρμούρισε ένα ψαλμό, ενώ ταυτόχρονα έκανε μία κίνηση στο μέτωπο του μωρού και του κάλυψε το πρόσωπο με μία κουβέρτα.

    Η Ναγαϊρέα υπάκουσε δίχως να πει λέξη.

    - Αφέντη μου, συνοδεύσετε τους στο πέρασμα – ζήτησε ο Να-Ελίτ με το βλέμμα του στραμμένο στην πόρτα του δωματίου.

    Ο Εριτέλ κοίταξε τη σύζυγο του και στη συνέχεια τα παιδιά.

    - Θα επιστρέψω, ζωή μου – ψιθύρισε με πόνο -. Εν τω μεταξύ, φροντίστε να σωθείτε.

    Και οι δύο μητέρες αποχαιρέτησαν τα μικρά τους ενώ εκείνα τις άφησαν πίσω, στο έλεος της τύχης, απαρηγόρητες, τσακισμένες, αντιλαμβανόμενες ότι τα λατρεμένα τους παιδιά θα έφευγαν ίσως για πάντα.

    Ο Εριτέλ, με το σπαθί στο χέρι, οδήγησε τη μικρή από τα περάσματα, μέχρι την κουζίνα. Ο Ταιέλ ξέσπασε σε κλάματα, αναστατώνοντας τη μικρή και τον πατέρα.

    - Σςςς, σώπασε μικρέ μου, σώπασε.

    Γεμάτος αγωνία, ο βασιλιάς αναζήτησε ένα ψάθινο καλάθι για να βάλει τρόφιμα, ενώ η Ναγαϊρέα δεν έπαιρνε το βλέμμα της από την πόρτα. Η φασαρία των ανθρώπων πλησίαζε όλο και περισσότερο...

    - Κατάρα!

    Ο Εριτέλ πέταξε το καλάθι και έσπευσε στο τζάκι. Έβγαλε το καζάνι όπου έβραζε το φαγητό, έριξε το υγρό για να σβήσει την φωτιά και έσπρωξε μερικά τούβλα. Μία πόρτα ακούστηκε να ανοίγει. Πήρε ένα δαυλό από τα πρώτα στη σειρά, τον άναψε με ένα κάρβουνο και, ανασαίνοντας βαθιά, ζήτησε από τη Ναγαϊρέα να μπει μέσα σε εκείνο το κρύο και αφιλόξενο μέρος.

    - Φυλαχτείτε, μικρή μου. Το πέρασμα οδηγεί έξω από το δάσος όπου δεν θα κινδυνεύετε.

    Η Ναγαϊρέα έγνεψε καταφατικά, χωρίς να μπορεί να μιλήσει από τον φόβο και έτρεξε με το μωρό στην αγκαλιά της, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Λίγο αργότερα, το μονοπάτι κόβονταν στα δυο. Αναποφάσιστη, πήρε εκείνο στα δεξιά.

    Περπατούσε γρήγορα, προσπαθώντας να είναι δυνατή. Άκουσε ουρλιαχτά, το σπαθί του βασιλιά και, αίφνης, ένα τρομερό ουρλιαχτό αντήχησε στους τοίχους. Τότε αντιλήφθηκε ότι ο βασιλιάς είχε πεθάνει.

    Ο αντίλαλος δυνατών φωνών ακούστηκε μπροστά της. Η Ναγαιρέα τινάχτηκε ξαφνιασμένη με τον φόβο να την έχει παραλύσει. Αλλά, δεν μπορούσε να σταματήσει, το είχε υποσχεθεί.

    Απαρηγόρητη, επιτάχυνε το βήμα της στο μονοπάτι μη γνωρίζοντας πού τελείωνε. Τα ουρλιαχτά επανήλθαν και ο θόρυβος προκάλεσε το κλάμα του μωρού. Ο ήχος επεκτάθηκε σαν τη σκόνη.

    Η καρδιά της μικρής κόντευε να σπάσει. Η ένταση και ο τρόμος την είχαν καταλάβει. Προσπάθησε να σταματήσει το κλάμα του μωρού όπως μπορούσε, αλλά δεν είχε τύχη. Επιτάχυνε ακόμη περισσότερο, αλλά, για κακή της τύχη, σκόνταψε σε μία πέτρα και έπεσε. Απέφυγε να πέσει μπροστά ρίχνοντας όλο το βάρος της προς μία μεριά, καταφέρνοντας να πέσει με την πλάτη, χτυπώντας η ίδια αλλά χωρίς την παραμικρή γρατσουνιά στο μωρό.

    Υποφέροντας από τον πόνο και με τον πανικό να διαγράφεται στο πρόσωπο της, η Ναγαιρέα κοίταξε προς τα πίσω. Αυτό που αντανακλούσε πέρα, μακριά στους τοίχους, ήταν οι πυρσοί και ο σκιές των ανθρώπων;

    Δεν μπορούσαν να διαφύγουν...

    «Τελευταία προσπάθεια», είπε στον εαυτό της καθώς σηκώνονταν. Έπιασε τη δάδα που βρίσκονταν στο πλάι της και συνέχισε, κουτσαίνοντας.

    Η μικρή περιπλανήθηκε στο μονοπάτι ολόκληρη τη νύχτα, νιώθοντας τις ανάσες των ανθρώπων πίσω της, μέχρι που τα μικρά της πόδια δεν άντεξαν περισσότερο και κατέρρευσε σε μία εσοχή του τοίχου. Το σημείο ήταν στενό και χρειάστηκε να επικεντρώσει το βλέμμα της για να το καταλάβει. Ωστόσο, κατάφερε να βολευτεί στη γωνιά εκείνη.

    Το μωρό άρχισε να κλαίει από την πείνα. Η Ναγαιρέα το κουνούσε στην αγκαλιά της κάλυψε το πρόσωπο του για να σταματήσει το κλάμα πριν τους ανακαλύψουν. Η αγωνία διέτρεχε το σώμα της και η επιθυμία της να κλάψει γίνονταν ολοένα και εντονότερη.

    - Σώπασε, σώπασε! - το παρακάλεσε γεμάτη φόβο.

    Τα βήματα των ανθρώπων πλησίαζαν και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της μικρής. Έσβησε τη δάδα θάβοντας την στο χώμα καθώς το σκοτάδι τους κάλυπτε με τα πέπλα του.

    Έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να κάνει το χρόνο να περάσει πιο γρήγορα.

    Τα βήματα ακούγονταν μόλις λίγα εκατοστά μακριά τους. Κράτησε την ανάσα της και άκουσε τα βήματα να απομακρύνονται. Δεν τους είχαν εντοπίσει, οι άνθρωποι είχαν φύγει μακριά.

    Η Ναγαϊέρα ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο παρατηρώντας ότι τα πόδια της ήταν υγρά, καθώς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα ούρα της. Το μωρό έδειξε να θέλει να κλάψει, εκείνη ξεσκέπασε το κεφάλι του και το χάιδεψε στα μάγουλα.

    Η ώρα πέρασε και εκείνη, καταβεβλημένη από την κούραση, αποκοιμήθηκε.

    Ξύπνησε απότομα ανάμεσα σε εφιάλτες. Κοίταξε ολόγυρα της και η αναπνοή της ηρέμησε όταν θυμήθηκε ότι είχαν σωθεί. Ο Ταιέλ κοιμόταν στην αγκαλιά της. Με προφύλαξη σήκωσε το κεφάλι της. Το μονοπάτι πνίγονταν μέσα στο σκοτάδι. Έμοιαζε ότι ο κίνδυνος είχε απομακρυνθεί.

    Σκέφτηκε να πάρει τη διαδρομή της επιστροφής, αλλά απέρριψε αμέσως την ιδέα. Αφού έντυσε τον μικρό πρίγκηπα, συνέχισε στο μονοπάτι,  ψηλαφίζοντας τον τοίχο και με την κοιτάζοντας με εξαιρετική προσοχή μη τυχόν οι άνθρωποι εκείνοι βρίσκονταν κάπου κοντά.

    Η νύχτα τους αιφνιδίασε, όταν έφτασαν στα όρια του δάσους. Το φεγγάρι έφεγγε πάνω στον καθαρό ουρανό. Πόση ώρα είχαν περάσει μέσα στο δάσος; Η μυρωδιά από καπνό έπνιγε την περιοχή. Το ουρλιαχτό μιας κουκουβάγιας έκανε τη μικρή να στρέψει άμεσα το κεφάλι της, με τον φόβο μη τυχόν ήταν οι άνθρωποι. Ωστόσο, δεν υπήρχε κανένας πέρα από μία ανησυχητική ηρεμία.

    Κοίταξε γύρω της μη γνωρίζοντας πού βρισκόταν και τι να κάνει. Βρίσκονταν στην απαγορευμένη για εκείνους ζώνη. Δεν έπρεπε να βγούνε από το δάσος, δεν μπορούσαν να περάσουν το όριο. Αλλά, ποια άλλη επιλογή είχαν;

    Ο Ταιέλ έκλαψε δυνατά και ο τρόμος κυρίευσε τη μικρή πάλι. Έστρεψε το βλέμμα της ολόγυρα. Το μωρό χρειάζονταν τροφή, αλλιώς το κλάμα του θα αποκάλυπτε την τοποθεσία τους.

    Παρά το νεαρόν της ηλικίας της, η μητέρα της τής είχε μάθει τις βασικές γνώσεις για να μπορεί να επιζήσει μόνη της οποιαδήποτε στιγμή. Ωστόσο, η εκπαίδευση της ως μαμής δεν είχε φτάσει στο σημείο να γνωρίζει πώς να φροντίζει ένα νεογέννητο. Ο πρίγκηπας θα πέθαινε στα χέρια της, αν δεν το φρόντιζε κάποιος που να διαθέτει τις ικανότητες.

    Από τη στιγμή που το είχε κρατήσει στην αγκαλιά της, δεν είχε τολμήσει να το κοιτάξει. Όταν το κοίταξε, διαπίστωσε, έκπληκτη, ότι είχε ανθρώπινη όψη, σε αντίθεση με εκείνη. Το μωρό δεν είχε τα χαρακτηριστικά της φυλής του: ούτε πλατινένια μαλλιά, ούτε μυτερά αφτιά, ούτε μαργαριταρένιο δέρμα. Για ποιο λόγο;

    Με θάρρος και με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, συνέχισε το δρόμο της μέχρι που, ταραγμένη, μπήκε στους δρόμους της παράξενης και αφιλόξενης πόλης. Ένας κόσμος άγνωστος σε εκείνη.

    Ένας μεταλλικός ήχος την έκανε να γυρίσει. Η ομίχλη που ανέβαινε από το έδαφος μύριζε κόπρανα και ούρα. Κράτησε καλύτερα το μωρό και συνέχισε το δρόμο της όταν ένας ακόμη θόρυβος την τρόμαξε. Τύλιξε γρήγορα το παιδί καλύτερα και το άφησε στο μέσο του δρόμου, στα χέρια των Θεών, ενώ η ίδια χάθηκε στο άγνωστο.

    Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, το κλάμα του μωρού ξύπνησε την υπηρέτρια ενός κοντινού σπιτιού. Η γυναίκα βγήκε, ξαφνιασμένη, έξω και έμεινε έκπληκτη, όταν αντίκρισε στη μέση του δρόμου το νεογέννητο που έτρεμε από το κρύο και από την πείνα. Αναστατωμένη και θυμωμένη το πήρε μέσα.

    Τελικά, μετά από μερικές ώρες, τα αφεντικά της δέχτηκαν να το υιοθετήσουν.

    Το ονόμασαν Ασέλ.

    Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα

    1

    ––––––––

    Ο Δεκέμβρης έφτασε με χαμηλές θερμοκρασίες και τον ουρανό βαρύ, έτοιμο να ρίξει νερό πάνω στη σπουδαία πόλη Βέρνο. Η απειλή έμοιαζε να διαρκεί μέρες.

    Όπως κάθε πρωινό, οι άντρες πήγαιναν στις δουλειές τους και οι παντοπώλες ετοιμάζονταν να εκθέσουν τα καλύτερα προϊόντα τους στην κεντρική πλατεία. Για μία ακόμη μέρα, μεγάλες ποσότητες καπνού έβγαιναν από τις καμινάδες των εργοστασίων, ένδειξη ότι μία μέρα ακόμη ξεκινούσε.

    Κουρασμένος και με τα μάτια πρησμένα, ο Ασέλ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, όταν το φως της ημέρας πέρασε από το παράθυρο του ξυπνώντας τον. Τίναξε, με απόλαυση, τα ίσια και κεχριμπαρένια μαλλιά του. Στο μέσο της νύχτας, ο εφιάλτης στον οποίο κάποιος τον κυνηγούσε μέσα στο δάσος, τον είχε κάνει να χάσει τον ύπνο του και να ξυπνήσει απότομα.

    Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το όνειρο εκείνο, που ήταν πάντοτε το ίδιο: Ο Ασέλ βρίσκονταν στο μεγάλο δάσος, στα προάστια, μέσα σε απόλυτη ηρεμία και, χωρίς καμία προειδοποίηση, ένα χτύπημα στην πλάτη του έσπασε την ηρεμία. Όταν γύρισε, με κάποιον φόβο, βρέθηκε μπροστά σε ένα άτομο ίδιων με εκείνον διαστάσεων, ο οποίος φορούσε μία σκούρα, πράσινη κάπα και έναν σκούφο που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του. Από τρόμο, ο Ασέλ άρχισε να τρέχει, αλλά δεν έφτανε πουθενά, διότι έτρεχε κάνοντας κύκλους. Όταν το καταλάβαινε, τα πόδια του σταματούσαν και εκείνος ο άγνωστος τύπος βρίσκονταν πάλι μπροστά του. Τότε έβγαζε τον σκούφο του και έδειχνε το πρόσωπο του, δεν ήταν κάποιος άγνωστος αλλά εκείνος ο ίδιος.

    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Ασέλ ξυπνούσε, τρομαγμένος, δίχως να καταλαβαίνει τίποτα από εκείνον τον εφιάλτη. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο τρόμαζε, ούτε γιατί ακολουθούσε τον εαυτό του.

    Ρίγος διέτρεξε το σώμα του, όταν τα δάχτυλα των ποδιών του ακούμπησαν το κρύο πάτωμα. Είχαν πάλι ξεχάσει να ανάψουν το τζάκι; Τέτοια ώρα το δωμάτιο ήταν συνήθως ζεστό. Η Κατρίνα, η υπηρέτρια, αναλάμβανε όχι μονάχα το δωμάτιο αλλά και το παιδί, σαν νταντά. Σε πολλές περιπτώσεις, εκείνη αναλάμβανε καθήκοντα πολύ διαφορετικά από εκείνα για τα οποία την είχαν προσλάβει, καθώς δεν υπήρχε προσωπικό. Με το πέρασμα των χρόνων, το προσωπικό εγκατέλειπε το σπίτι, προς αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών, δραπετεύοντας από τη δουλεία και τη σκλαβιά που σήμαινε να δουλεύουν στα σπίτια των πλουσίων.

    Με μεγάλη προσοχή, η Κατρίνα έμπαινε το χάραμα στο δωμάτιο, παρατηρούσε για λίγα δευτερόλεπτα τον Ασέλ, χαμογελούσε και άναβε την φωτιά, με αποτέλεσμα το δωμάτιο να είναι ζεστό, όταν εκείνος ξυπνούσε. Μετά από μία ώρα, επέστρεφε και τον ξυπνούσε με πολλά κανακέματα για να πάει στο σχολείο.

    Ο Ασέλ δεν έριχνε σε εκείνη το φταίξιμο, πολύ περισσότερο που αυτήν την φορά δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Η γυναίκα ήταν πλέον μεγάλη και ήταν φυσιολογικό να ξεχνάει ορισμένα πράγματα, πολύ περισσότερο σε εκείνο το σπίτι όπου η μητέρα του επιβάρυνε το ελάχιστο προσωπικό που υπήρχε, είτε με υπερβολική εργασία είτε με ανούσιες λεπτομέρειες. Όχι μονάχα το προσωπικό, αλλά ολόκληρη την οικογένεια, αν και ο Ασέλ είχε τα πρωτεία ως προς αυτό, αφού το όνομα του ήταν εκείνο που ακούγονταν συχνότερα από το στόμα της μητέρας του. Όταν συνέβαινε αυτό, πλησίαζε κάποια τιμωρία, πάντοτε για μικροπράγματα.

    Πώς άντεχε ο πατέρας του τη  μητέρα του; Ο χαρακτήρας της ήταν απαίσιος, ένα δύσκολο άτομο για να διαχειριστείς και, για τον Ασέλ, κάπως διπολική.

    «Είναι ίδιοι», σκέφτηκε. Ναι, για αυτό ήταν τόσα χρόνια παντρεμένοι. Μονάχα οι δυο τους θα μπορούσαν να αντέξουν ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας του ήταν πιο κλειστός, αν και ήταν καλύτερο να μην είσαι κοντά, όταν έδινε διαταγές.

    Σε πολλές περιπτώσεις, ο Ασέλ είχε αναρωτηθεί αν ήταν πραγματικά γιος του, καθώς δεν μπορούσε να κατανοήσει την έλλειψη εκτίμησης προς εκείνον. Αντιθέτως, την αδερφή του δεν την τιμωρούσαν ποτέ. Εκείνη έδειχνε να είναι τέλεια σε όλα και αν έκανε κάτι μη φυσιολογικό, δεν της έλεγαν τίποτα και παρέμενε ατιμώρητη. Στην δικιά του περίπτωση, ήταν καλύτερο να φύγει τρέχοντας. Δεν αντιμετωπίζονταν ισότιμα. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντοτε εκείνος ήταν ο κακός. Είχε σκεφτεί αρκετές φορές το θέμα και δεν είχε βρει ούτε απαντήσεις ούτε κίνητρα.

    Ευτυχώς, στην περίπτωση αυτή, δεν είχε αιφνιδιαστεί.

    Ο Ασέλ σηκώθηκε, έξυσε τον πισινό του και χασμουρήθηκε. Αναζήτησε τα ρούχα του στη ντουλάπα και ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με το κρύο να φτάνει ως το κόκκαλο. Ήταν βέβαιο ότι η Κατρίνα τον είχε λησμονήσει.

    Μπήκε στην προσωπική του τουαλέτα, έπλυνε το πρόσωπο του με κρύο νερό και κατέβηκε στο καθιστικό. Εκεί, ευτυχώς, το τζάκι ήταν αναμμένο και μπόρεσε να ζεσταθεί. Έμεινε έκπληκτος όταν διαπίστωσε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

    - Όχι, όχι πάλι...- μουρμούρισε, συγκρατώντας τον εαυτό του να μην δώσει μπουνιά στην ξύλινη πόρτα.

    Το έκαναν πάλι, τον είχαν κλειδώσει μέσα για να μην εξέλθει μέχρι να το αποφάσιζαν εκείνοι. Αυτός ήταν ο λόγος που η Κατρίνα δεν είχε ανέβει να ανάψει το τζάκι και δεν τον είχε ξυπνήσει για να πάει στο σχολείο. Ήταν κλεισμένος μέσα σαν ζώο, σαν ένα περίεργο ζώο, σαν κακοποιός. Και αυτήν την φορά για κάτι ασήμαντο.

    Ο Ασέλ επέστρεψε στο κρεβάτι του δίχως να φάει και μάλλον θα περνούσε ολόκληρο το καταραμένο πρωινό χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα του. Είχε πλέον κουραστεί από τέτοιου είδους τιμωρίες. Δεν μπορούσαν να δείξουν περισσότερη κατανόηση; Δεν ήταν κακός...ήταν μονάχα...

    - Διαφορετικός από εκείνους – είπε σιγανά στον εαυτό του.

    Το προηγούμενο απόγευμα είχε μπει στο γραφείο του πατέρα του, ένα μεγάλο και ψηλοτάβανο δωμάτιο όπου το ξύλο ήταν πολύ περισσότερο από τον κενό τοίχο. Ράφια γεμάτα βιβλία, ένα μεγάλο τραπέζι από μαόνι, αρκετές προτομές...και μία έντονη οσμή από πούρα και κονιάκ. Ήταν ένα μέρος απαγορευμένο τόσο για εκείνον όσο και για την αδερφή του. Όταν ο πατέρας του επέστρεφε από τη δουλειά του στην τράπεζα, κλείνονταν εκεί μέσα και δεν ήθελε να τον ενοχλούν. Εκεί τον επισκέπτονταν ψηλοί και κοντοί τύποι, αδύνατοι και παχουλοί, με κουστούμι, καπέλο και μπαστούνι και πάντοτε, επίμονα, με ένα απαίσιο βλέμμα απέχθειας. Από μέσα ακούγονταν γέλια και μεγάλες συζητήσεις, ενώ ο καπνός έβγαινε κάτω από την πόρτα και όλα ανέδυαν ένα μυστήριο.

    Το προηγούμενο απόγευμα, ο Ασέλ κατέβηκε από το δωμάτιο του για να πάει στην κουζίνα να βρει κάτι να φάει, όταν συνειδητοποίησε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή και ένα γαλαζωπό φως, ταχύ σαν τον άνεμο, κινούνταν μέσα στο δωμάτιο. Από περιέργεια και ξαφνιασμένος καθώς ήταν, πλησίασε για να ρίξει μία ματιά. Μέσα εκεί υπήρχε μία γαλάζια φλόγα που γυρνούσε σε κύκλους. Κάποιο πνεύμα; Εκείνος δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα, καθώς δεν πίστευε τίποτα που δεν μπορούσε να δει με τα μάτια

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1