Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ιστορίες για Αγρίους
Ιστορίες για Αγρίους
Ιστορίες για Αγρίους
Ebook353 pages3 hours

Ιστορίες για Αγρίους

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το ηλεκτρονικό βιβλίο "Ιστορίες για Αγρίους" αποτελεί συλλογή 45 σύντομων χιουμοριστικών διηγημάτων από τον Αλέξη Κυπρίδημο τα οποία δημοσιεύθηκαν το διάστημα 2012 με 2014 μέσω της ιστοσελίδας Smashwords και τώρα διατίθενται συγκεντρωμένα σε έναν τόμο 240 σελίδων.

Τα διηγήματα καλύπτουν πληθώρα θεμάτων και καταστάσεων, από τις καθημερινές δυσκολίες επιβίωσης ενός σύγχρονου σπηλαιάνθρωπου μέχρι τις περιπέτειες των αστυνομικών Ντικ Ταγκς και Ντέηβυ Κροκέ και τις ατυχίες των διαχρονικά ηλιθίων φίλων Τζίμ και Λέων αλλά και τις διαγαλαξιακές εξορμήσεις της Σουηδής σμηναγού αστροσκάφους Άαρντβαρκ και του μηχανικού της Σίλα.

Στη συλλογή περιλαμβάνεται επίσης η ενότητα "Παρακμή", με περισσότερες από 200 μικρο-ιστορίες, τις επονομαζόμενες "postιές", που δημοσιεύονταν σε καθημερινή βάση το διάστημα 2013 με 2014 στην σελίδα www.parakmi.com.

LanguageΕλληνικά
Release dateMay 28, 2012
ISBN9781476383927
Ιστορίες για Αγρίους
Author

Alexis Kypridemos

Alexis Kypridemos lives and writes in Athens, Greece.

Read more from Alexis Kypridemos

Related to Ιστορίες για Αγρίους

Related ebooks

Related categories

Reviews for Ιστορίες για Αγρίους

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ιστορίες για Αγρίους - Alexis Kypridemos

    Επιβίωση των Ικανότερων

    Ο σπηλαιάνθρωπος Σωκράτης Δερματόβραχος εισέπνευσε τον πηκτό αέρα της ζούγκλας. Το θήραμα ήταν κοντά. Το οσφραινόταν. Ο Δερματόβραχος προχώρησε με ελαφρά, σχεδόν αθόρυβα βήματα. Κρατούσε το κέντρο βάρος του όσο πιο κοντά στο έδαφος μπορούσε, ώστε να παραμείνει κρυμμένος μέσα στη βλάστηση. Ακολούθησε την οσμή. Η πυκνή βλάστηση της ζούγκλας δεν επέτρεπε στον Δερματόβραχο να δει το θήραμα, αλλά εμπιστευόταν την όσφρηση του. Η οσμή δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. Το θήραμα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από ένα μέτρο. Τους χώριζαν μόνο τα φυτά της ζούγκλας. Αθόρυβα, ο Δερματόβραχος έβγαλε ένα βέλος από την φαρέτρα του και όπλισε το τόξο του.

    Ο Δερματόβραχος στάθηκε απότομα όρθιος. Αυτό ήταν το πιο διακινδυνευμένο βήμα του κυνηγιού του. Αν το θήραμα εντόπιζε τον Δερματόβραχο προτού εκείνος το καταβάλλει, εκείνο θα διέφευγε, και ο Δερματόβραχος θα γυρνούσε στη σπηλιά του με άδεια τα χέρια.

    Ο Δερματόβραχος όμως αμέσως εντόπισε το θήραμα του. Βρισκόταν μονάχα μερικά βήματα πιο αριστερά από εκεί που υπολόγιζε ο Δερματόβραχος ότι θα βρισκόταν. Το θήραμα έτρεμε φοβισμένο στην βάση ενός δέντρου. Ο Δερματόβραχος άφησε τη χορδή του τόξου του, στέλνοντας το βέλος προς το θήραμα.

    Παφ!

    Το βέλος διέτρησε την λαδόκολλα του πιτόγυρου.

    Ο Δερματόβραχος πλησίασε το νεκρό θήραμα και αφαίρεσε το βέλος. Το έβαλε πίσω στην φαρέτρα του. Ο Δερματόβραχος ήταν περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένος κυνηγός. Έπιασε το πιτόγυρο, έσκισε τη λαδόκολλα, και πήρε την πρώτη, θριαμβευτική μπουκιά. Την έφτυσε.

    «Πάλι βάλανε κρεμμύδι!» αναφώνησε. «Πόσες φορές πρέπει να το πω; » Αναστέναξε, πέρασε το τόξο στον ώμο του και πήρε τον δρόμο προς τη σπηλιά του, παίρνοντας παράλληλα μια δεύτερη μπουκιά από το πιτόγυρο. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε ο Δερματόβραχος. Τουλάχιστον αυτήν τη φορά δεν είχαν ξεχάσει τις πατάτες.

    Μετά από το αμφίβολης επιτυχίας κυνήγι, ο Δερματόβραχος επέστρεψε στη σπηλιά του. Ακούμπησε το τόξο και τη φαρέτρα του στον πέτρινο τοίχο της σπηλιάς και έκατσε οκλαδόν στο έδαφος.

    Με το ένα χέρι ψαχούλεψε μέσα στο δέρμα ζώου που φορούσε. Έβγαλε και φόρεσε τα γυαλιά πρεσβυωπίας του. Με το άλλο χέρι έπιασε πίσω από έναν βράχο στο έδαφος και έβγαλε τον φορητό υπολογιστή του. Τον άνοιξε και περίμενε ο υπολογιστής να πάρει μπρος και να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Ο Δερματόβραχος κοπάνησε το χέρι του πάνω στο πληκτρολόγιο με εκνευρισμό.

    «Αν αυτό το λένε WiFi εμένα να μου κλάσεις...» μούγκρισε.

    Επιτέλους ο υπολογιστής συνδέθηκε με την αρχική σελίδα της διαδικτυακής εφημερίδας, «Ο Νεάντερταλ Σήμερα». Ο Δερματόβραχος πάτησε τον σύνδεσμο στο πρωτοσέλιδο για ένα άρθρο που αφορούσε την Ο.Υ.Γ.Κ., την οργάνωση για τα δικαιώματα των Νεάντερταλ.

    Το άρθρο υποστήριζε πως οι Νεάντερταλ όχι μόνο δεν αποτελούσαν εξαφανισμένο είδος, αλλά συνέχιζαν να ζουν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους Χόμο Σάπιενς και συχνά άκμαζαν στην κοινωνία, ενίοτε φτάνοντας στα κορυφαία επίπεδα της κυβέρνησης. Το άρθρο συνόδευε φωτογραφία πρόσφατου Αμερικανού Προέδρου.

    «Με συγχωρείτε» ακούστηκε μια φωνή λίγο έξω απ’ τη σπηλιά, ξαφνιάζοντας τον Δερματόβραχο. Εκείνος έβγαλε σαστισμένος τα γυαλιά του και σήκωσε το βλέμμα του απ' την οθόνη του υπολογιστή προς τα εκεί που ακούστηκε η φωνή.

    Ένας νεαρός στεκόταν έξω απ' την σπηλιά. Φορούσε ένα σκουρόχρωμο κοστούμι, με το πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι πάνω. Ο καυτός ήλιος τον έκανε να λούζεται στον ιδρώτα.

    «Είστε ο κύριος Δερματόβραχος Σωκράτης του Γενναδίου και της Μελπομένης;» ρώτησε ο νεαρός, διαβάζοντας το όνομα από ένα επισημοφανές έγγραφο.

    «Εξαρτάται» είπε ο Δερματόβραχος. «Ποιός ζητάει;».

    «Είμαι με την Εφορία» είπε ο νεαρός. «Έχει περιέλθει στην προσοχή μας ότι δεν υποβάλατε πέρυσι φορολογική δήλωση. Κατά συνέπεια έχετε επιλεχθεί για έλεγχο». Ο νεαρός δεν πρόλαβε ποτέ να ολοκληρώσει την πρότασή του. Κάπου μεταξύ των λέξεων «Εφορία» και «φορολογική δήλωση» το ένστικτο αυτοσυντήρησης του Δερματόβραχου ενεργοποιήθηκε, και με αστραπιαία ταχύτητα εκείνος άρπαξε το ακουμπισμένο τόξο του, το όπλισε, και έριξε ένα βέλος. Ο νεαρός έπεσε στο έδαφος.

    Ο Δερματόβραχος όπλισε με άλλο βέλος το τόξο του και πλησίασε προσεκτικά τον νεαρό εφοριακό. Ο Δερματόβραχος είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις σκοπευτικές του ικανότητες, αλλά ήθελε να είναι σίγουρος. Στάθηκε πάνω απ’ τον εφοριακό και τον κοίταξε καλά. Δεν υπήρχε ανάγκη για χαριστική βολή.

    Αργότερα, εκείνο το βράδυ, όταν ο Δερματόβραχος με τη γυναίκα του δειπνούσαν με τον εφοριακό, κάτι στάθηκε στα δόντια του Δερματόβραχου. Έφτυσε το αντικείμενο στην χούφτα του για να δει τι ήταν. Ήταν το καμένο απομεινάρι μίας υπηρεσιακής ταυτότητας. Τον Δερματόβραχο τον έπιασαν τα γέλια.

    «Μα τι σ' έχει πιάσει;» ρώτησε ενοχλημένη η γυναίκα του.

    Ο Δερματόβραχος πήρε μερικές ανάσες για να ηρεμήσει και της είπε: «Το ήξερες γυναίκα ότι μόλις φάγαμε τον Αγλέορα;!».

    Της έδειξε την ταυτότητα. Αν και η περισσότερη είχε καταστραφεί απ’ την φωτιά, διακρινόταν ακόμα καθαρά το όνομα του κατόχου: «Υπάλληλος Δ.Ο.Υ, Κων/νος Αγλέορας».

    Τέλος

    Σαφάρι στο Αιγάλεω

    Ο Λέων βγήκε τρέχοντας από την έξοδο του σταθμού μετρό. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου και έκανε νόημα στο πρώτο ταξί που περνούσε. Το ταξί επιβράδυνε καθώς πλησίασε τον Λέων.

    «Για πού;» ρώτησε ο οδηγός του ταξί μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο του συνοδηγού.

    «Αιγάλεω» πρότεινε διστακτικά ο Λέων.

    Ο οδηγός δεν μπήκε καν στον κόπο να πει «όχι». Απλά προχώρησε με το ταξί στον επόμενο πελάτη, έναν καμπουριαστό γέρο που στεκόταν λίγο πιο πέρα από τον Λέων .

    Αυτήν τη φορά ο οδηγός δε μίλησε, έκανε απλά νόημα στον γέρο, την κλασσική χειρονομία απορίας σαν να στρίβει δίσκο στον αέρα. «Πού;».

    «Στο διάολο» έκραξε ο γέρος με την ανατριχιαστική, σπασμένη φωνή του.

    Ο οδηγός φάνηκε να το σκέφτεται για μερικά δεύτερα πριν μουγκρίσει βαριεστημένα «Ντάξει».

    Μετά δυσκολίας ο γέρος κατέβασε το καμπουριαστό σώμα του μέσα στο ταξί.

    Γύρισε στον οδηγό και έκραξε «Και πάτα το, ε;».

    Ο Λέων παρακολούθησε τη σκηνή με απορία και στη συνέχεια τη διέγραψε απ’ τη μνήμη του, καθώς βιαζόταν να βρει άλλο ταξί να πάει στον φίλο του, Τζίμη.

    Όμως έξι ώρες αργότερα, ο Λέων βρέθηκε στον διάδρομο του Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας, να κρατά την κοιλιά του η οποία πονούσε αφόρητα. Ο Λέων θυμήθηκε τότε το συμβάν με τον γέρο και το ταξί και αποφάσισε πως ήταν κάποιου είδους οιωνός για αυτά που μεσολάβησαν από εκείνη τη στιγμή μέχρι ο Λέων να εισαχθεί στο νοσοκομείο.

    Αφού η εύρεση ταξί δεν είχε πετύχει, ο Λέων είχε πάρει το μετρό μέχρι το τέλος της μπλε γραμμής, και είχε περπατήσει το υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι το σπίτι του κολλητού του, Τζίμη. Στον δρόμο είχε παρατηρήσει ένα αδέσποτο σκυλί να πίνει τα ούρα ενός άλλου αδέσποτου, απευθείας από την πηγή, που λέει ο λόγος. Και αυτό θα έπρεπε να το δει σαν οιωνό. Συνέχισε ακάθεκτος προς τον Τζίμη.

    Αφού έφτασε, ο Τζίμης τον είχε πείσει να βγουν για ποτό. «Ποτό» σήμαινε κρασί σε πλαστικό μπουκάλι σχήματος οβίδας από την κάβα της γειτονιάς. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή.

    Στον απέναντι πάγκο του διαδρόμου καθόταν ένας άλλος μέθυσος, επίσης κρατώντας την κοιλιά του. Κούνησε το κεφάλι στον Λέων.

    «Αμπέλια» απάντησε ο Λέων στην σιωπηρή ερώτηση, αναφερόμενος στη μάρκα του πάμφθηνου λευκού κρασιού που τον είχε στείλει στο νοσοκομείο.

    «Εσύ;» ρώτησε ο Λέων τον μέθυσο.

    «Κουήν Μάργκαρετ» είπε ο μέθυσος, αναφερόμενος σε μια μάρκα ώριμου ρουμάνικου «Σκώτς».

    Ο Λέων κούνησε το κεφάλι συμπονετικά. Έπρεπε να το παραδεχτεί, αυτό ήταν χειρότερο από τη δικιά του περιπέτεια με το κρασί.

    «Και αυτός;» ρώτησε ο μέθυσος, και έδειξε με το πηγούνι του σε δύο πόδια που αναδύονταν από το πάτωμα, εκεί που ο κάτοχός τους κειτόταν λιπόθυμος. Ο κάτοχος των ποδιών ήταν ο Τζίμης.

    «Μολότωφ» είπε ο Λέων, προφέροντας το όνομα της πιο διαβόητης βότκας των τριών ευρώ. Ο μέθυσος αποτραβήχτηκε. Αυτό ήταν μακράν χειρότερο.

    Τέλος

    Το Περβάζι

    «Εσύ τι λες;» ρώτησε ο Λέων.«Να το κάνω;»

    «Δεν ξέρω, ρε φίλε» είπε ο Τζίμης, που καθόταν δίπλα στον Λέων στο περβάζι.

    «Μην το κάνεις!» φώναξε ο πυροσβέστης.

    «Είναι μεγάλη απόφαση» είπε σοβαρά ο Τζίμης. «Αν την πάρεις, δεν υπάρχει επιστροφή.»

    «Αυτό σκεφτόμουν» αναστέναξε ο Λέων. Κοίταξε κάτω. Τα πόδια του κρέμονταν απ' την άκρη του περβαζιού.

    «Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!» είπε ο πυροσβέστης.

    «Αλλά αυτούς τους τελευταίους μήνες» συνέχισε ο Λέων, «κάποια πράγματα μου έχουν γίνει ξεκάθαρα, και είμαι αρκετά σίγουρος ότι θέλω να το κάνω.»

    «Για όνομα του Θεού, παιδί μου» είπε ο πυροσβέστης, «ξανασκέψου το!»

    «Αν νιώθεις έτσι» είπε ο Τζίμης, «τι άλλο να σου πω; Κάν' το.»

    «Μην το κάνεις!» φώναξε ο πυροσβέστης.

    «Έχεις δίκιο» είπε ο Λέων. «Θα το κάνω.»

    «Μα έχεις κάθε λόγο να ζήσεις!» επανέλαβε ο πυροσβέστης. Είχε ξεμείνει από λόγια.

    «Θα της ζητήσω να βγούμε» είπε ο Λέων.

    «Παναγία μου!» ούρλιαξε μία περαστική γυναίκα.

    Η αναφώνηση της γυναίκας τράβηξε την προσοχή του Λέων και του Τζίμη. Κοίταξαν πάνω και είδαν τον άνδρα στον οποίο φώναζε ο πυροσβέστης να πηδάει από την ταράτσα του απέναντι κτηρίου. Ο άνδρας προσγειώθηκε με έναν γδούπο στο φουσκωτό στρώμα της πυροσβεστικής.

    «Είναι τρελλοί κάποιοι άνθρωποι» είπε ο Τζίμης.

    «Ναι» είπε ο Λέων. «Πάμε να φύγουμε;»

    «Και δεν πάμε;» .

    Πήδηξαν από το περβάζι , προσγειώθηκαν στο πεζοδρόμιο, ένα μέτρο από κάτω τους, και έφυγαν.

    Τέλος

    Πανδώρα

    «Λέει εδώ ότι αυτό το σεντούκι περιέχει διάφορα είδη. Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε ο τελωνειακός τον Δήμο.

    «Ξέρω 'γω;» είπε ο Δήμος. Έλεγε την αλήθεια. Ήξερε τι ήθελε να περιέχει. Δεν είχε τρόπο να γνωρίζει τι είχε όντως μέσα.

    «Έλα, φιλαράκο. Κανόνισες την αποστολή. Ήρθες μέχρι εδώ να το εκτελωνίσεις μόνος σου. Και θες να πιστέψω ότι δεν ξέρεις τι έχει μέσα;»

    «Πίστεψε ό,τι θες» είπε ο Δήμος, «Αλλά δεν ξέρω.»

    Ο τελωνειακός κοίταξε τον Δήμο με ύφος. Ο Δήμος ήξερε ότι ο άνθρωπος θα 'χε ακούσει αυτήν την ιστορία εκατομμύρια φορές, και ποτέ δεν ήταν αλήθεια. Αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα του.

    Ο τελωνειακός βαριαναστέναξε και προχώρησε στην επόμενη ερώτηση που έπρεπε να διαγράψει απ' τον κατάλογό του.

    «Αξία;»

    «Μηδαμινή» είπε ο Δήμος. Δεν υπήρχε τρόπος να κοστολογηθεί αυτό που ίσως να βρισκόταν μέσα στο σεντούκι.

    Ο τελωνειακός κατέβασε και άλλο τα μούτρα του. Ο Δήμος κατάλαβε ότι ο τελωνειακός είχε αποφασίσει ότι ο Δήμος τον δούλευε. Ο τελωνειακός κλώτσησε τη μια πλευρά του σεντουκιού. Όπως θα περίμενε κανείς, το σεντούκι δε μετακινήθηκε.

    «Είναι θεόβαρο. Παλιά ξύλα; Είναι καμιά αντίκα;» ρώτησε τον Δήμο. Προσπαθούσε να βρει την κομπίνα. Αν το περιεχόμενο δεν ήταν πολύτιμο, τότε ίσως ήταν το ίδιο το σεντούκι το αντικείμενο κοντραμπάντου.

    «Μαόνι ίσως» πρότεινε ο τελωνειακός. Ο Δήμος ανασήκωσε τους ώμους. Δε γνώριζε από ξύλα.

    Ο τελωνειακός βαριαναστέναξε πάλι και άφησε το μάτσο χαρτιά που κρατούσε σε ένα διπλανό τραπέζι.

    «Θα το ανοίξω αυτό» είπε. «Δεν υπάρχει δασμός για διάφορα είδη». Ο Δήμος αγχώθηκε στην σκέψη του να ανοίξει ο τελωνειακός το σεντούκι. Ήταν κακή ιδέα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του. Η κίνηση δεν πέρασε απαρατήρητη από τον τελωνειακό.

    «Αν υπάρχει κάποιος τρόπος να σας μεταπείσω» είπε ο Δήμος.

    «Μιλάς για μπαξίσι;» γρύλισε ο τελωνειακός. Απ' όλους τους τελώνες στον κόσμο, σκέφτηκε ο Δήμος, εμένα μου 'τυχε ο τίμιος. Έβγαλε το χέρι από την τσέπη.

    «Δεν είπα κάτι τέτοιο».

    «Ωραία» είπε απότομα ο τελωνειακός και γονάτισε για να ανοίξει το σεντούκι. Έλυσε τις αγκράφες στα δερμάτινα λουριά. Απέμενε η κλειδαριά.

    «Έχεις κλειδί γι' αυτό;» ρώτησε τον Δήμο. Ο τόνος του έλεγε πως ήξερε ήδη την απάντηση.

    «Όχι» είπε ο Δήμος, λέγοντας ακόμα την αλήθεια.

    «Φυσικά και όχι». Ο τελωνειακός έφυγε και επέστρεψε σύντομα κρατώντας έναν λοστό. Η παλιά κλειδαριά ήταν παιχνιδάκι για τον λοστό.

    «Τώρα θα δούμε τι γίνεται με σένα» είπε με ύφος ο τελωνειακός στον Δήμο. Άνοιξε το σεντούκι και κοίταξε μέσα.

    Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ο Δήμος ήξερε αμέσως ότι το σεντούκι δεν περιείχε αυτό που ήλπιζε.

    «Ω-» είπε ο τελωνειακός. Τα μάτια του στράφηκαν άψυχα προς τα επάνω. Έπιασε τον λαιμό του, σαν να πνιγόταν. Κατέρρευσε, πέφτοντας με το κεφάλι μέσα στο σεντούκι. Τα πόδια του σωριάστηκαν στο πάτωμα.

    Ο Δήμος ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κοίταξε από το παράθυρο του μικρού τελωνειακού γραφείου. Έξω, εργάτες πηγαινοέρχονταν στη μεγάλη αποθήκη. Κανείς δεν κοιτούσε προς το μέρος τους. Αλλά ήταν ζήτημα χρόνου μέχρι που κάποιος θα έριχνε ένα βλέμμα προς τα μέσα και θα έβλεπε τον σωριασμένο τελωνειακό. Ο Δήμος κινήθηκε γρήγορα.

    Προσέχοντας ιδιαίτερα ώστε να μην κοιτάξει ο ίδιος μέσα στο σεντούκι, μάζεψε τα πόδια του τελωνειακού και τα δίπλωσε μέσα στο σεντούκι. Έκλεισε το σεντούκι πάνω στον άνθρωπο και τέντωσε τα δερμάτινα λουριά όσο πήγαιναν. Για τη σπασμένη κλειδαριά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μάζεψε το μάτσο χαρτιά από το τραπέζι και πήγε στο μπροστινό γραφείο της αποθήκης της μεταφορικής.

    «Το εκτελωνίσατε;» ρώτησε η κυρία στο ταμείο.

    «Άλλαξα γνώμη» είπε ο Δήμος.

    Η γυναίκα κοίταξε πάνω, ξαφνιασμένη.

    «Στείλτε το πίσω.»

    Τέλος

    Ένα Φρικτό Μυστικό

    Ο ψυχολόγος Δρ. Δίπολος καθόταν στο γραφείο του περιμένοντας το ραντεβού για τις τέσσερις. Κοίταξε το ρολόι του. Ο μεγάλος δείκτης δεν είχε προλάβει να περάσει από τις δώδεκα όταν άνοιξε η πόρτα. Ο Δρ. Δίπολος κοίταξε πάνω.

    Ο ασθενής ήταν ένας τριαντάρης, κάπως στρουμπουλός, κάπως καραφλός, και επιχειρηματίας, κρίνοντας από το κοστούμι του. Ο Δρ. Δίπολος ήταν σίγουρος πως, όποιο και αν ήταν το πρόβλημα του άνδρα, μπορούσε να το λύσει. Μετά από τον κατάλληλο αριθμό συνεδριών, φυσικά.

    Ο άνδρας κάθισε στον καναπέ απέναντι από το γραφείο του Δρ. Δίπολου, και άρχισε απευθείας να μιλάει για το πρόβλημά του. «Εγώ... υπάρχει κάτι» ξεκίνησε να λέει, αγχωμένος. «Ένα... μυστικό, θα το 'λεγε κανείς, κάτι που κρατάω από τους περισσότερους, μάλλον, από τους πάντες.»

    «Α!» σκέφτηκε ο Δρ. Δίπολος, «Ακόμα ένας άνδρας με κοινότυπα χαρακτηριστικά, που έμπαινε πρόωρα στη μέση ηλικία, ο οποίος, λόγω της δικαιολογημένης αποτυχίας του με τις γυναίκες, αυτόματα υποθέτει πως πρέπει να είναι κρυφός ομοφυλόφιλος». Ο Δρ. Δίπολος αντιμετώπιζε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις κάθε χρόνο. Αν και μπορούσε να τις θεραπεύσει για πλάκα, συνήθως το έκανε σε διάστημα πέντε συνεδριών, με αντίτιμο διακόσια ευρώ ανά συνεδρία. Ο Δρ. Δίπολος χαμογέλασε. «Συνεχίστε» είπε.

    Ο ασθενής κοκκίνισε. «Κάτι... ε, δεν ντρέπομαι ακριβώς γι' αυτό, ή ίσως και να ντρέπομαι, αλλά, τέλος πάντων, είναι κάπως άβολο, ρεζιλευτικό μάλλον είναι η πιο σωστή λέξη γι' αυτό...». Ο άνδρας σταμάτησε να μιλάει. Ο Δρ. Δίπολος δεν ανησύχησε. Τέτοιοι τύποι πάντα έκαναν την ώρα τους για να μπουν στο ψητό. «Παρακαλώ, με την ηρεμία σας» είπε ο Δρ. Δίπολος.

    Ο ασθενής ξερόβηξε, πήρε μια βαθιά ανάσα, και ξανάρχισε. «Βλέπετε, δεν το έχω πει αυτό σε κανέναν, μάλιστα έχει χρειαστεί να πω και ψέματα για αυτό... Δε- Δεν έχω πάει ποτέ με γυναίκα». Ο ασθενής έκανε παύση ώστε να διεισδύσει η πληροφορία.

    Πάρα τις προσπάθειές του, το πρόσωπο του Δρ. Δίπολου συσφίχθηκε μία, δύο, και μετά, μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο, έσκασε σε βίαια, υστερικά γέλια, κοκκινίζοντας ολόκληρος.

    Ο ασθενής έδειχνε πως θα πέθαινε από τη ντροπή του.

    Ο Δρ. Δίπολος σφύριξε δυνατά. «Με το πάσο σου, έτσι! Ω, Παναγία μου, ω!» σταμάτησε να πάρει ανάσα από τα ανεξέλεγκτα γέλια. «Άλλα πέντε χρόνια και θα 'σαι ο σαραντάρης παρθένος, σαν την ταινία! Α, χα, χα , χα!»

    Ο παρθένος ασθενής αγριοκοίταξε τον Δρ. Δίπολο και βγήκε από το γραφείο, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Ο Δρ. Δίπολος του φώναξε: «Πρόσεξε μην σκοντάψει καμιά γκόμενα πάνω στο πλοκάμι σου, παικταρά μου, εσύ! Α, χα, χα , χα!» Ο Δρ. Δίπολος σκούπισε τα δάκρυα από το πρόσωπό του, ανοιγόκλεισε τα μάτια κάνα δυο φορές και είπε: «Αυτός ο τύπος χρειάζεται βοήθεια».

    Τέλος

    Μπατσικό

    Οι αστυνομικοί Ρίτσαρντ «Ντικ» Ταγκς και Ντέηβιντ «Ντέηβυ» Κροκέ μπήκαν στο συνεργείο αυτοκινήτων που στεγαζόταν στο υπόγειο του κτηρίου της αστυνομικής διεύθυνσης. Τους πλησίασε ο μηχανικός Λόννυ.

    «Πρώτο στη μονάδα μάγκες. Θα 'στε οι πρώτοι που θα το οδηγήσετε» είπε ο Λόννυ και οδήγησε τους Ταγκς και Κροκέ προς το καινούργιο, ειδικά εξοπλισμένο, υπηρεσιακό αυτοκίνητό τους. Το όχημα έμοιαζε με πολιτικό, δεν έφερε διακριτικά αστυνομίας.

    «Περιλαμβάνει όλα τα βασικά αξεσουάρ» εξήγησε ο Λόννυ. «GPS, φαξ, υπολογιστή της Τροχαίας, οθόνη τηλεόρασης πλάσμα υψηλής ευκρίνειας εννέα ιντσών με δορυφορική σύνδεση, δια βίου συνδρομή στο αυστηρώς ακατάλληλο κανάλι και ραδιόφωνο που πιάνει FM και AM».

    «Όχι ρε φίλε!» αναφώνησε ο Κροκέ.

    «Είναι εντυπωσιακές οι δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία» κατέληξε ο Λόννυ.

    Οι Ταγκς και Κροκέ πάρκαραν το αυτοκίνητο τους λίγα μέτρα παρακάτω από την πολυκατοικία, εντός της οποίας είχε γίνει ανθρωποκτονία νωρίτερα εκείνη την ημέρα. Οι δύο αστυνομικοί βγήκαν από το αυτοκίνητο και προχώρησαν προς το κτήριο.

    Ένας έφηβος πέρασε δίπλα από το αυτοκίνητο. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα επέστρεψε και χαμήλωσε το πρόσωπό του στο παράθυρο για να μπορέσει να δει καλύτερα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου.

    Ο έφηβος μουρμούριζε μόνος του με ενθουσιασμό καθώς εντόπιζε ένα ένα τα αξεσουάρ του αυτοκινήτου. «GPS... φαξ... υπολογιστής... τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας... γαμ- και ραδιόφωνο».

    Κοίταξε δεξιά αριστερά προτού δοκιμάσει το χερούλι της πόρτας.

    Τρία αμάξια παρακάτω, ακριβώς μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας, ένας άνδρας άνοιξε το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του και έβγαλε από μέσα μία βαλίτσα. Ανέβηκε τις μπροστινές σκάλες της πολυκατοικίας και άφησε το πορτ μπαγκάζ του ανοιχτό. Μέσα βρίσκονταν άλλες δύο βαλίτσες εκτεθειμένες.

    Ένας άλλος άνδρας πλησίασε. Κοίταξε με τρόπο καθόλου διακριτικό δεξιά αριστερά και πήγε να πιάσει μία απ' τις βαλίτσες.

    «Ακίνητος!» φώναξε ο Ταγκς από το πλατύσκαλο της πολυκατοικίας. Εκείνος και ο Κροκέ μόλις είχαν διασχίσει την είσοδο της πολυκατοικίας και είχαν πιάσει τον κλέφτη στα πράσα. Ο Κροκέ σημάδεψε με το όπλο του τον κλέφτη καθώς ο Ταγκς έδεσε τους καρπούς του κλέφτη με χειροπέδες.

    «Εγώ απλώς πρόσεχα τα «πράματα» μέχρι να γυρίσει ο τύπος» είπε ο κλέφτης.

    «Ναι, καλά».

    Οι Ταγκς και Κροκέ έσυραν μακριά τον κλέφτη.

    Δευτερόλεπτα αργότερα, ένας δεύτερος κλέφτης εμφανίστηκε και κοίταξε με τρόπο δεξιά αριστερά. Έπιασε και τις δύο βαλίτσες και εξαφανίστηκε.

    Τρία αυτοκίνητα παραπέρα, οι Ταγκς και Κροκέ συνόδεψαν τον κλέφτη στο σημείο όπου είχαν αφήσει το ειδικό όχημά τους. Υπήρχε ένα προφανές κενό ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Το αυτοκίνητό τους δεν βρισκόταν πια εκεί. Εκείνοι πάγωσαν.

    «Τι τρέχει, ρε παιδιά;» ρώτησε ο κλέφτης.

    Οι Ταγκς και Κροκέ κοίταξαν αποσβολωμένοι τον άδειο δρόμο, σαν να περίμεναν πως το αυτοκίνητό τους θα επανεμφανιζόταν. Ύστερα κοίταξαν ο ένας τον άλλο.

    «Τι θα γίνει, ρε μάγκες; Θα με συλλάβετε, ναι ή ου;» ρώτησε ο κλέφτης.

    Ο Ταγκς γύρισε πλάτη τον κλέφτη και ξεκλείδωσε τις χειροπέδες του. Το βλέμμα του κλέφτη κινήθηκε με υποψία πέρα δώθε ανάμεσα στους δύο αστυνομικούς.

    «Έι, τι γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε. «Τι σκαρώνετε εσείς οι δύο;»

    Ο Ταγκς έσπρωξε τον κλέφτη πιο πέρα.

    «Άντε, τράβα» γρύλλισε ο Ταγκς στον κλέφτη και του έριξε μια κλωτσιά στον κώλο.

    Τέλος

    Κινέζικος Γρίφος

    Ο αστυνομικός Ρίτσαρντ «Ντικ» Ταγκς καθόταν στο γραφείο του, δακτυλογραφώντας κάπως αδέξια στον υπολογιστή του. Ο συνεργάτης του, Ντέηβιντ «Ντέηβυ» Κροκέ, περιφερόταν δίπλα του.

    «Γιανγκ... Γιανγκ...» σιγοψιθύρισε ο Ταγκς δακτυλογραφώντας τις λέξεις. «Να 'μαστε». Πάτησε ένα πλήκτρο και ένας εκτυπωτής στην γωνία του δωματίου άρχισε να ξερνάει χαρτί. Ο Κροκέ πήγε ως τον εκτυπωτή και μάζεψε τα χαρτιά.

    «Τι είν' αυτό;» ρώτησε.

    «Ο φάκελος του Γιανγκ.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1