Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μπλε Οθόνη του Θανάτου
Μπλε Οθόνη του Θανάτου
Μπλε Οθόνη του Θανάτου
Ebook615 pages4 hours

Μπλε Οθόνη του Θανάτου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Μαγε α και τα ΚοινωνικÎ  ΔÎ κτυα συγχωνεÏονται

Ο ΚÏλμπι &epsil

LanguageΕλληνικά
Release dateOct 11, 2016
ISBN9781943924271
Μπλε Οθόνη του Θανάτου

Related to Μπλε Οθόνη του Θανάτου

Titles in the series (4)

View More

Related ebooks

Reviews for Μπλε Οθόνη του Θανάτου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μπλε Οθόνη του Θανάτου - J. Steven Young

    Κεφάλαιο Ένα

    Μερικές φορές όταν είμαστε μικροί και υποκρινόμαστε πως έχουμε μαγεία, την έχουμε. Η μαγεία βρίσκεται μέσα σε όλους μας, αλλά πολύ λίγοι αποκτούν ποτέ πραγματικά την ικανότητα να χρησιμοποιήσουν τέτοια υπέροχα και μυστηριώδη δώρα. Επιπλέον κάποιοι άλλοι, έχουν περιορίσει τη φυσική τους κλίση ή την έχουν χάσει.

    Ο μικρός Κόλμπι Στίβενς κάθισε να παίξει με το καινούριο κουρδιστό τρενάκι του φορώντας το αγαπημένο ρολόι του μπαμπά του. Καθώς τοποθέτησε την κουρδιστή μηχανή του κάτω από τη σκεπαστή γέφυρα του τρένου-παιχνιδιού του, έσπρωξε μικρά τουβλάκια με σύμβολα επάνω τους.

    «Άμπρα – κατάμπρα», τσίριξε και γέλασε.

    Ένας μπλε  γάτος τεντώθηκε επάνω σε ένα ψηλό ράφι, κοιτώντας μέσα από τα σαν σχισμές μάτια της με αυξανόμενο ενδιαφέρον. Οι τρίχες της πλάτης του άρχισαν να σηκώνονται και η ουρά του, σε σχήμα ερωτηματικού, φούντωσε τρεις φορές το φυσιολογικό του μέγεθος.  Πήδηξε κάτω από το ράφι και πλησίασε στην άκρη του κρεβατιού από όπου θα μπορούσε να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Μπλε-Ρωσικός παρακολούθησε τον Κόλμπι να σηκώνει τη σκεπαστή γέφυρα για να αποκαλύψει πως το τρενάκι του εξαφανίστηκε από τις ράγες. Το γέλιο του μικρού αγοριού, κάποτε παιχνιδιάρικο και κεφάτο, τώρα διαστρεβλώθηκε στο λαιμό του και γαργάρισε καθώς μεταμορφώθηκε σε μια απελπισμένη κραυγή.

    Ο γάτος πετάχτηκε από το θόρυβο του καλέσματος του Κόλμπι για βοήθεια αλλά και των ποδοβολητών που έρχονταν από κάτω με αυξανόμενη ένταση καθώς έτρεχαν προς την πόρτα. Κάτω από το κάλυμμα του κρεβατιού, μέσα στις σκιές, δύο κίτρινα μάτια λαμπύριζαν καθώς ο γάτος συνέχισε να παρατηρεί.

    Ο πατέρας του Κόλμπι άκουσε με ενδιαφέρον καθώς ο μικρός του γιος τελείωσε τις εξηγήσεις για το πως συναρμολόγησε και κούρδισε τη μηχανή του ξύλινου τρένου πριν το αφήσει να ταξιδέψει κατά μήκος των γραμμών.

    Ο μπλε γάτος παρακολούθησε τις πρώτες εκφράσεις ευτυχίας και χαράς του παιδιού να ζεσταίνουν την καρδιά του πατέρα του μέσα από τη λάμψη των ματιών του. Μετά έγειρε το κεφάλι του και εξέτασε περαιτέρω τις άκρες των ματιών του μεγαλύτερου άντρα καθώς μάζευαν και να ζάρωναν για να ταιριάξουν με τις πτυχές του μετώπου του.  Η ανησυχία για την κατάσταση και ο φόβος στη φωνή του αγοριού έφεραν μια ξαφνική συνειδητοποίηση που υπερκάλυψε μια διαφορετικά τρυφερή στιγμή.

    Ο Τζάροντ Στίβενς ήξερε πως υπήρχε μια πιθανότητα οποιοδήποτε παιδί είχε αυτόν για πατέρα να είναι προικισμένο, αλλά όταν ο γιος του του είπε πως το τρένο του «εξαφανίστηκε», η καρδιά του φούσκωσε από περηφάνια και βυθίστηκε στο στομάχι του στη στιγμή. Έσκυψε για να πιάσει το ρολόι του που είχε πέσει από τον καρπό του Κόλμπι. Η σύζυγός του και μητέρα του Κόλμπι, Άρια, κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι.

    Η είσοδος περισσότερων ποδιών στο δωμάτιο οδήγησαν το μπλε γάτο να βυθιστεί περισσότερο μέσα στις πίσω σκιές έως ότου το σκοτάδι κατάπιε ακόμη και το κίτρινο των λαμπερών ματιών του.

    Όταν ρωτήθηκε πως συναρμολόγησε το τρένο χωρίς να είναι σε θέση να διαβάσει τις οδηγίες, ο Κόλμπι ανασήκωσε τους ώμους του και για την ακρίβεια απάντησε «Έδειχνε πως είναι ο σωστός τρόπος, μανούλα. Όπως όταν παίζω με αυτούς τους μουντζουρωμένους κύβους».

    Ο Τζάροντ κοίταξε εκεί που έδειξε ο Κόλμπι αρκετά τουβλάκια απλωμένα στο πάτωμα δίπλα στις γραμμές του τρένου. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα βλέποντας τη διάταξη από τα τουβλάκια και τα αρχαία σύμβολα χαραγμένα επάνω τους.

    Ο Κόλμπι εξήγησε πως ήθελε απλά να παίξει με το δώρο των γενεθλίων του και απλώς δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι «ο μπαμπάς να είναι έτοιμος να βοηθήσει να το φτιάξουμε».

    «Ρώτα τον Φίζι-Γουίζλι, τα είδε», είπε ο Κόλμπι.

    Με ανεβασμένο ηθικό από τη ξαφνική θύμηση του μάρτυρά του, ο Κόλμπι έψαξε το δωμάτιο ελπίζοντας να βρει το φίλο του.

    Μπερδεμένος, ο Τζάροντ κοίταξε τη γυναίκα του που ανασήκωσε τους ώμους της. «Ποιος είναι ο Φίζι-Γουίζλι γιε μου;»

    Ο Κόλμπι πήγαινε γύρω γύρο αλλά δε μπορούσε να βρει το μικρό μπλε φίλο του. «Ήταν εδώ, αλλά τώρα χάθηκε!». Ο Κόλμπι άρχισε να κλαίει.

    Ο Τζάροντ χάιδεψε το γιο του στο κεφάλι και τον έσπρωξε προς τη νταντά του που έφτασε για να πάρει μαζί της το αγόρι.

    «Πάρε τον κάτω σε παρακαλώ και απόσπασε την προσοχή του», είπε ο Τζάροντ στην πεθερά του.

    Της κούνησε νευρικά τους ώμους του και επέστρεψε στο μυστήριο μπροστά του καθώς η γυναίκα του κάθισε δίπλα του στην άκρη του κρεβατιού.

    Η γιαγιά του Κόλμπι τον μάζεψε και τον πήγε κάτω με τη μητέρα του σύντομα να ακολουθεί για να του δώσει ένα μπισκότο ενώ ο πατέρας του έμεινε πίσω για να ψάξει το δωμάτιο.

    Κοίταξε τριγύρω, σηκώνοντας τις κουβέρτες, κοιτάζοντας κάτω από τα μαξιλάρια και ψαχουλεύοντας μέσα στο κουτί παιχνιδιών. Δεν μπορούσε να βρει το τρενάκι πουθενά, Η προσοχή του επέστρεψε στα απλωμένα τουβλάκια στο πάτωμα.

    «Γιατί αρνείσαι κάτι που ήδη γνωρίζεις Τζάροντ;»

    Η φωνή ήρθε από επάνω του. Ο Τζάροντ γύρισε για να δει το γάτο να πηδάει από το ράφι κάτω στο κρεβάτι και μετά να μορφώνεται σε έναν μικρό μπλε άνθρωπο που κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Κόλμπι.

    «Ο Φίζι-Γουίζλι στα αλήθεια», είπε ο Τζάροντ. «Ελπίζεις ακόμη υποθέτω, Φίζλιγουινκ ». Ο Τζάροντ κοίταξε επίμονα τον ρυτιδωμένο αλλά σε μέγεθος παιδιού μπλε άνθρωπο. Τα μαλλιά του ήταν λευκά και απαλά σαν σύννεφα τραβηγμένα προσεκτικά σε κοτσίδες στα πλάγια του κεφαλιού του. «Είσαι εδώ καιρό;»

    «Αρκετό». Ο Φίζλιγουινκ σταύρωσε τα πόδια του και κοίταξε πλαγίως τις γραμμές του τρένου στο πάτωμα. «Υπάρχει σημαντικό υπόλοιπο εκεί και μπορείς να στοιχηματίσεις πως άλλοι θα έχουν νιώσει το μικρό μαγικό που εκτέλεσε ο γιος σου.»

    Ο Τζάροντ κοίταξε έντονα τον Φίζλιγουινκ  ελπίζοντας πως θα ακούσει τι πρέπει να κάνει.

    «Είχες προειδοποιηθεί για αυτή τη ζωή που ήθελες για τον εαυτό σου Τζάροντ. Τι περίμενες και ειδικά με αυτή τη γυναίκα που διάλεξες για να παίξεις μαζί της οικογένεια». Ο Φίζλιγουινκ  έστριβε διαρκώς το μακρύ αριστερό του φρύδι. «Είχες προειδοποιηθεί περαιτέρω να μην κάνεις παιδιά με το ταίρι που διάλεξες, και ειδικά αρσενικό παιδί. Θα υπάρξουν συνέπειες.»

    «Είχα χρόνο να σκεφτώ για αυτό το θέμα παλιές μου φίλε», είπε ο Τζάροντ. Έγνεψε στον Φίζλιγουινκ  και άρπαξε τη σκεπαστή γέφυρα από το παιχνίδι του Κόλμπι. «Η εντολή θα παραμείνει, μπορώ να αποτρέψω την  πρόωρη αναζωπύρωση της μαγείας της Εμάσσα και παράλληλα να προστατέψω το γιο μου.»

    Ο Φίζλιγουινκ  βημάτισε μπρος πίσω στο  πλατύσκαλο. Τα μικρά του πόδια και πέλματα κινούνταν γρήγορα και ανάλαφρα κατά μήκος του δαπέδου, όλη την ώρα έστριβε τα μακριά λευκά φρύδια του που εξείχαν αρκετές ίντσες από τις άκρες του γατόμορφου κεφαλιού του.

    «Έχεις ιδέα τι θα συμβεί; Ξεχνάς τι συνέβη τη τελευταία φορά που άνοιξαν τα πηγάδια της δύναμης, πιέζοντας την εύθραυστη ειρήνη μεταξύ υμών και των εχθρών μας;» Τα μάτια του Φίζλιγουινκ  ικέτεψαν τον Τζάροντ να ξανασκεφτεί το σχέδιό του.

    Ο Τζάροντ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι ακριβώς εχθροί και δε νιώθουν όλοι τους εχθρότητα, Φιζ. Τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν προς το παρόν και η ζωή θα συνεχίσει σύμφωνα με το σχέδιο στη μικρή μας κοινότητα. Δουλεύω επάνω στο θέμα από τη μέρα που γεννήθηκε ο Κόλμπι.»

    «Θα υπάρξουν παρενέργειες από αυτό το μπέρδεμα με τη φύση, Τζάροντ. Δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα σταματήσεις το κύμα για πολύ καιρό.»

    Ο Τζάροντ στάθηκε ίσια και αποφάσισε. «Όχι, δε θα υπάρξουν συνέπειες. Μπορώ να το κάνω.» Ο Τζάροντ δρασκέλισε έξω από το δωμάτιο με τον Φίζλιγουινκ  ξοπίσω του αλλά σταμάτησε στην κορυφή της σκάλας. Σήκωσε τη σκεπαστή γέφυρα στον αέρα και επάνω από το κεφάλι του. «Θα δημιουργήσω μιαν ασπίδα που θα κρατήσει τη δύναμη σε απόσταση ώσπου είναι αρκετά μεγάλος για να τη διαχειριστεί.»

    Ο Φίζλιγουινκ  σκόνταψε πίσω από τον ψηλό άνδρα προσπαθώντας να τον φτάσει καθώς έτρεξε από το δωμάτιο του Κόλμπι, ανέβηκε τις σκάλες σε ένα γραφείο στον τρίτο όροφο. Παρακολούθησε καθώς ο Τζάροντ μάζεψε ρούνους, κάποια αντικείμενα και ένα παλιό σκονισμένο βιβλίο. Όταν είδε το σύμβολο που κοσμούσε το εξώφυλλο του βαριού δερματόδετου βιβλίου, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και το χρώμα στραγγίστηκε από το μπλε πρόσωπό του.

    «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό Τζάροντ. Ξέρεις τι θα σημαίνει αυτό για εσένα και τη μικρή σου οικογένεια,» διαμαρτυρήθηκε ο Φίζλιγουινκ , «Δεν αξίζει να χάσεις τα πάντα.»

    Ο Τζάροντ σταμάτησε στο πλατύσκαλο και κοίταξε τον ανθρωπάκο πίσω του. «Δεν έχω επιλογή παλιέ μου φίλε. Πρέπει να τους προστατέψω όσο καλύτερα μπορώ.» Άρχισε να κατεβαίνει τα υπόλοιπα σκαλοπάτια όταν σταμάτησε και κοίταξε πίσω τον Φίζλιγουινκ . «Να τους επισκέπτεσαι από καιρού εις καιρόν.»

    Ο Φίζλιγουινκ  έγνεψε. «Που θα κεντράρεις την ασπίδα;»

    «Στο σχολείο που δημιούργησα για τα παιδιά των φυλών μας για να μάθουν και να μεγαλώσουν. Θα αποτελεί ένα τελευταίο ασφαλές μέρος αν τα πράγματα πάνε στραβά και ένα μέρος να αποθηκεύσω αυτά που πρέπει να πάρω από το γιο μου.»

    Ο Τζάροντ κατέβηκε τις σκάλες, σπρώχνοντας πίσω τους ώμους του και ζωγραφίζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του.

    Κάτω, ο Κόλμπι είχε κατευναστεί με ένα κουλουράκι κι ένα ποτήρι γάλα ενώ η μεγαλύτερη αδελφή του Σέλι ψιθύριζε έξω από την πίσω πόρτα της κουζίνας.  Η πεθερά του Τζάροντ τον αγριοκοίταξε με μίσος καθώς στεκόταν δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα ανακατεύοντας μια κατσαρόλα με κάτι που πιθανόν ήλπιζε να περάσει για στιφάδο. Η γυναίκα του Άρια καθόταν στο τραπέζι σφίγγοντας ένα χαρτομάντιλο. Τους οδήγησε στο καθιστικό.

    Η Σέλι είχε αγκαλιά έναν μεγάλο μπλε γάτο που βρήκε έξω στο πίσω μπαλκόνι.

    Ο Κόλμπι έτρεξε στην ανοιχτή αγκαλιά του μπαμπά του, με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του  και αφήνοντας σκούρους λεκέδες επάνω στο ανοιχτό μπλε πουκάμισό του.  Αγνόησε τα λόγια που έλεγε ο μπαμπάς του, επιλέγοντας αντ’ αυτού να εστιάσει στο ρολόι στον καρπό του που άναβε όταν πίεζε τα κουμπιά. Ένα ξαφνικό ζούληγμα στο πόδι του απέσπασε την προσοχή από το ρολόι.

    «Άουτς, μπαμπά. Γιατί με τσίμπησες;» Ο Κόλμπι σήκωσε το πόδι του για να επιθεωρήσει τα δάχτυλα του. «Τρέχει αίμα.»

    «Συγνώμη αγόρι μου, ο μπαμπάς μάλλον σε κάρφωσε με τα εργαλεία του.»

    Ο Τζάροντ παράχωσε το κομμάτι χαρτιού με την κόκκινη κηλίδα στη τσέπη του ημερολογίου του και κάθισε τον Κόλμπι στον καναπέ. Έσκυψε για να φιλήσει το γιο του στο μέτωπο και απέστρεψε το βλέμμα του για να σκουπίσει τα μάτια του.  Μετά πλησίασε τη Σέλι, την κόρη του και τη ζούληξε και τη φίλησε επίσης στο  μέτωπο.

    «Ήρθε η ώρα αγαπητέ μου,» είπε και τίποτα περισσότερο. Τους μάζεψε όλους στο καθιστικό και είπε μερικές λέξεις που κανείς δεν πρόσεξε εκτός από τη γιαγιά.  Ένιωσαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά και τα παιδιά έκλαιγαν.

    Ο Τζάροντ κοίταξε πίσω καθώς έβγαινε από την πόρτα έξω στη νύχτα, με τη γυναίκα του να τον ακολουθεί σαν απρόθυμος συνεργός σε ένα τρομερό έγκλημα.

    ***

    Ένα δυνατό φως έξω από την πόρτα του σπιτιού έβγαλε την οικογένεια Στίβενς από τη σύγχυση που τους είχε καταλάβει. Ενώ η γιαγιά βγήκε έξω από τη μπροστινή πόρτα με τη Σέλι, ο Κόλμπι έμεινε πίσω στον καναπέ.

    Η Άρια γύρισε σπίτι από εκεί από όπου είχε ακολουθήσει το σύζυγό της και άφησε κάτω μια περγαμηνή και μια δεσμίδα δεμένη με σπόγγο μαζί με το ρολόι του Τζάροντ. Προχώρησε στην είσοδο του σπιτιού για να παρατηρήσει τα παιδιά έξω καθώς οι αναμνήσεις της εξασθενούσαν. Η Άρια στάθηκε δίπλα στο παράθυρο, βάζοντας ένα ποτό, από ένα δίσκο με ποικίλα κρυστάλλινα μπουκάλια γεμάτα με διάφορα ποτά, για πρώτη φορά.

    Ο Κόλμπι παρατήρησε το ρολόι του πατέρα του που ήταν απλωμένο στο τραπέζι δίπλα στον καναπέ και κοιτούσε καθώς οι δείκτες σταμάτησαν. Πήγε να το πάρει και έπεσε στο πάτωμα καθώς το ακούμπησε. Πριν μπορέσει ο Κόλμπι να σκύψει και να πιάσει το ρολόι, η γιαγιά του φώναξε να την ακολουθήσει έξω. Έκλαψε καθώς προχώρησε προς τη μπροστινή πόρτα και ακολούθησε τη γιαγιά του.

    Η Άρια παρακολούθησε καθώς η μητέρα της και τα δύο παιδιά προχώρησαν αργά στο δρομάκι κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό. Η Άρια κοίταξε επάνω για να δει τον ίδιο στρόβιλο χρωμάτων και φωτός που κατάπιε το νυχτερινό ουρανό και φώτισε τα πάντα γύρω τους. Σήκωσε το ποτήρι με το υγρό θάρρος στα χείλη της και το ήπιε μονορούφι.

    Ο Κόλμπι παρακολουθούσε τα εκτυφλωτικά φώτα να στροβιλίζονται στον ουρανό σαν κορδέλες που απλώνονταν από χαρταετό που τιναζόταν στον άνεμο. Πήδηξε πολλές φορές, απλώνοντας τα χέρια του για να πιαστεί, μόνο για να επιστρέψει στο έδαφος με άδεια χέρια.

    Καθώς τα φώτα άρχισαν να σβήνουν, τα μάτια του Κόλμπι άρχισαν να κλείνουν. Ένας φωτεινός κόκκινος και μπλε στρόβιλος λαμπερού φωτός ακτινοβόλησε από το δέρμα του για κλάσματα δευτερολέπτου και χάθηκε καθώς ο Κόλμπι βυθίστηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς του.

    Η γιαγιά είχε καταρράκτη, αλλά και πάλι είδε το σπινθήρισμα του φωτός επάνω στον εγγονό της κι ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνάει καθώς κρατούσε σφιχτά το αγόρι που κοιμόταν. Το βλέμμα της στένεψε καθώς κοίταξε πρώτα το αγόρι και μετά τον ουρανό και μετά την κόρη της που στεκόταν κοιτάζοντας επίμονα πίσω από το μεγάλο παράθυρο.

    «Τι ήταν αυτό;» είπε η γιαγιά και έτεινε ένα κοκαλιάρικο δάχτυλο προς τη μύτη της κόρης της. «Κάτι μου μυρίζει εδώ πέρα.»

    Η Άρια απλώς κοίταξε τη γιαγιά με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.

    Η γιαγιά τραβήχτηκε πίσω, με μάτια διάπλατα και στόμα που έτρεμε. «Είναι απλά η Άριά μου πίσω από αυτά τα μάτια;»

    Η Άρια κατέρρευσε και γύρισε να κοιτάξει το πακέτο που άφησε στο ακριανό τραπέζι, δίχως να προσέξει το ρολόι που είχε πέσει στο πάτωμα και έλειπε. Κράτησε το πακέτο στο στήθος της και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες αφήνοντας τη μητέρα της κάτω να τη φωνάζει.

    Ο Κόλμπι ξύπνησε στον καναπέ και μετά γλίστρησε κάτω στο πάτωμα όταν τα μάτια του είδαν το ρολόι του μπαμπά. Κοίταξε τριγύρω και είδε μόνο τη μπλε γάτα στη γωνία, να τον παρακολουθεί. Ο Κόλμπι έβγαλε τη γλώσσα του στη γάτα και έσπρωξε το ρολόι στη τσέπη του πριν ανέβει τρέχοντας τις σκάλες.

    ***

    Το καλό του να είσαι γάτα, ή ένα από τα καλύτερα, είναι η ικανότητα να αναμιγνύεσαι με το περιβάλλον και να παρατηρείς. Από την πρώτη μέρα που αυτό το μικροκέφαλο και με μπλε μάτια μάτσο από θόρυβο και κακά ήρθε στον κόσμο, ο Μπλε-Ρωσικός γάτος παρακολουθούσε τον Κόλμπι Στίβενς, περιμένοντας. Γιατί να ενδιαφέρεται για τη ζωή κάποιου βρομερού ανθρώπινου κακομαθημένου παιδιού θα ρωτούσε κάποιος; Δε δημιουργούνται όλοι οι άνθρωποι ίσοι και αυτό το μικρό αγόρι είναι εξαιρετικής σημασίας, δεδομένου πως δεν έπρεπε να έχει συλληφθεί εξαρχής. Και δεν είναι εντελώς ανθρώπινος. Κι έτσι η παράξενη μπλε γάτα παρακολουθούσε κρυφά καθώς το παιδί μεγάλωνε.

    Κεφάλαιο Δύο

    Ο Κόλμπι Στίβενς μεγάλωσε σε έναν αδιάφορο δρόμο σε μια αδιάφορη γειτονιά στη βόρεια πλευρά του Σικάγο. Ωστόσο πάντα ένιωθε πως ήταν αδιάφορα. Οι στρωμένοι με αυτοκίνητα δρόμοι προσέθεταν ένα περίεργο αίσθημα προαστίου σε αυτό το μικρό κομμάτι της πόλης όπου ουρανοξύστες, πολυκατοικίες, καταστήματα και πολυώροφα χωρίς ανελκυστήρες στεκόταν περιβάλλοντας την περιοχή. Όχι, ο Κόλμπι δεν είδε τίποτα το παράξενο σχετικά με το σπίτι του και γιατί να δει, ήταν σχεδιασμένο να αναμιχθεί με την υπόλοιπη πόλη.

    Ο Κόλμπι σηκώθηκε από το τραπέζι του δείπνου και πήγε το πιάτο του στην κουζίνα. Αφού τελείωσε το δείπνο, αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να αποσυρθεί νωρίς ώστε να προετοιμαστεί για τους πανηγυρισμούς της επόμενης μέρας. Αύριο δεν ήταν μόνο τα γενέθλια του Κόλμπι, αλλά ήταν επίσης η πρώτη ημέρα του καλοκαιριού. Το θερινό ηλιοστάσιο ήταν μια από τις μεγαλύτερες γιορτές που γιόρταζε η γιαγιά του Κόλμπι. Πάντα ισχυριζόταν πως δεν αποτελούσε σύμπτωση η γέννησή του μια τόσο σημαντική ημέρα.  Αυτά τα δύο γεγονότα σε συνδυασμό με κάποιες παλιές ιστορίες σχετικά με το ότι ήταν το πρωτότοκο αρσενικό σε πέντε γενεές, μπλα, μπλα, μπλα... ο Κόλμπι δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να κλείσει τα δεκαέξι και να πάρει το δίπλωμα οδήγησης.

    Πριν ξεκινήσει για το κρεβάτι, ο Κόλμπι αποφάσισε να συνδεθεί στον υπολογιστή του και να ελέγξει τους διάφορους λογαριασμούς του στα κοινωνικά δίκτυα. Δυστυχώς, πριν ξεκινήσει, δεν μπόρεσε να κάνει καμία δουλειά. Ο υπολογιστής του παρουσίασε το σφάλμα της τρομερής μπλε οθόνης του θανάτου, αλλά αυτή τη φορά κάτι ήταν διαφορετικό από το τυπικό σφάλμα κατάτμησης λόγω κακού προγραμματισμού και έφυγε βιαστικά για την αγορά λογισμικού. Παράξενα λευκά σύμβολα εμφανίστηκαν στην οθόνη και στροβιλίστηκαν μέσα στο μπλε υπόβαθρο. Αναγνώρισε πολλά από τα σημάδια ως παρόμοια με τους ρούνους από ένα δημοφιλές παιχνίδι στο σχολείο. Στο κέντρο αυτών των συμβόλων υπήρχε ένα κυρίαρχο χρυσό και κυκλικό σύμβολο που δε μπορούσε να διακρίνει καλά όταν άρχισε ένας πονοκέφαλος.

    Ο Κόλμπι έκλεισε τα μάτια του λόγω του αυξανόμενου πονοκεφάλου πίσω τους. Η ζάλη στριφογύριζε στο κεφάλι του καθώς χρώματα αναβόσβηναν πίσω από τα σφιχτά κλειστά του βλέφαρα. Έγειρε πίσω το κεφάλι του και κρεμάστηκε στο πλάι καθώς γλίστρησε και έπεσε από την καρέκλα του.

    Από το σκοτάδι, τα μάτια του μετά βίας μπορούσαν να διακρίνουν την εικόνα σχημάτων να κινούνται στο βάθος. Δύο άντρες, ψηλοί και αδύνατοι, τόσο όμοιοι που δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις. Κινούνταν στις σκιές θολού ημίφωτος.  Πέραν της λάμψης της κάθε μορφής, έμοιαζαν πανομοιότυποι. Ο ένα έλαμπε με μια μπλε αύρα που λαμπύριζε σαν τη Θάλασσα της Καραϊβικής υπό το φως του ηλίου μιας λαμπερής ημέρας, Ο άλλος παρατηρούσε σαν περικυκλωμένος από κοκκινωπό σκοτάδι που έμοιαζε να καταπίνει το φως,

    Πάλευαν και φώναζαν αλλά ο Κόλμπι δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν οι άντρες. Προσπάθησε να ακούσει για ποιο λόγο οι δύο παράξενοι άνδρες μάλωναν, αλλά μπορούσε να ξεχωρίσει μόνο μία φράση καθώς είδε το αντικείμενο που και οι δύο είχαν αρπάξει προσπαθώντας να το ελευθερώσουν ο ένας από τα χέρια του άλλου. «Δε θα ελέγξεις το Νιμπίρου.» Σκοτάδι κατάπιε τον Κόλμπι, αφήνοντάς τον στη μαυρίλα του κενού μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης.

    ***

    Τα όνειρα του Κόλμπι Στίβενς ήταν συχνά αρκετά ζωντανά για να τον πείσουν πως ήταν αληθινά. Για την ακρίβεια τόσο ζωντανά, που απέκτησε το συνήθειο να μην καταναλώνει υγρά μετά τις οκτώ το απόγευμα, φοβούμενος μην ονειρευτεί πως ήταν στο μπάνιο. Ένα βρεγμένο κρεβάτι μπορεί να είναι εντάξει όταν είσαι μικρό παιδί. Αλλά αυτό δεν ισχύει όταν ξυπνάς για τα δέκατα έκτα γενέθλια σου και είσαι μουσκεμένος ως το κόκκαλο από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

    Ακολούθησε τον κανόνα του το προηγούμενο βράδυ και δεν ονειρεύτηκε να χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις, αλλά ξύπνησε βρεγμένος ούτως ή άλλως. Αυτή τη φορά ξύπνησε βρεγμένος από τον ιδρώτα που απέβαλλε ενώ έτρεχε μακριά από κάτι που δεν είχε φανταστεί ξανά. Έτρεχε να γλιτώσει από ένα όραμα του εαυτού του. Επίσης δε θυμόταν να ξαπλώνει στο κρεβάτι. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν τα παράξενα οράματα ήταν ή μπλε οθόνη του θανάτου στον υπολογιστή του.

    Σήμερα υποτίθεται πως θα ήταν η καλύτερη μέρα της μέχρι τώρα ζωής του. ΄Ηταν ένας δεκαεξάχρονος έφηβος πλέον και αυτό σήμαινε πως δεν ήταν πια ένα αγοράκι. Καταλάβαινε πως η γιαγιά του προσπαθούσε να του φτιάξει το αγαπημένο του πρωινό, μπανάνα και φυστικοβούτυρο.  Προσπαθούσε, γιατί η γιαγιά δεν είναι ούτε κατά διάνοια η καλύτερη μαγείρισσα. Η μυρωδιά καμένων φυστικιών και τσουρουφλισμένης μπανάνας αναδύθηκε από την κουζίνα και επιτέθηκε στα ακάλυπτα ρουθούνια του Κόλμπι καθώς ξύπνησε. Αν δεν τον είχε ξυπνήσει η μυρωδιά, θα τον είχε ξυπνήσει ο συναγερμός καπνού.

    «Αγαπημένε μου Κόλμπι, κατέβα για πρωινό,» φώναξε η γιαγιά. «Έφτιαξα το αγαπημένο σου και θα κρυώσει.»

    Ο Κόλμπι σκούπισε τα μάτια του και τα άνοιξε για να ανακαλύψει την αδελφή του να στηρίζεται στην πόρτα του δωματίου του. «Χάθηκες Σέλι;» Ο Κόλμπι σήκωσε το φρύδι του καθώς κοίταξε τα σαν αίμα κόκκινα χείλη της αδελφής του, τα βαμμένα μαύρα μάτια της και το πουδραρισμένο της πρόσωπο. Του θύμιζε πτώμα φρεσκοβαμμένο για να επιθεωρηθεί.

    «Γιατί είσαι μουσκεμένος; Κατούρησες το κρεβάτι;» ρώτησε δίχως να κουνήσει έναν μυν στο κενό, ανέκφραστο πρόσωπό της.

    Ο Κόλμπι σηκώθηκε από το κρεβάτι, στεγνός από τη μέση και κάτω. «Προφανώς όχι, μάλλον έχω νυχτερινή εφίδρωση ή κάτι τέτοιο.» Είπε ψέματα, ξέροντας πως έτρεχε στον ύπνο του και πως η εφίδρωσή του μούσκεψε τα σεντόνια. Ξέστρωσε το κρεβάτι του, γύρισε και περπάτησε προς την αδελφή του και μετά της έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. «Η μαμά κοιμάται ακόμα;»

    Η Σέλι γέλασε βραχνά και χωρίς ευθυμία. «Η μαμά πήρε άδεια από τη δουλειά σήμερα. Είμαι σίγουρη πως της πονάει το κεφάλι μιας και σύρθηκε πίσω στο κρεβάτι.»

    «Κυριακή της Σαγκρία εχθές; Ούτε ο συναγερμός καπνού θα τη ξυπνήσει,» είπε ο Κόλμπι μετά αναστέναξε και ξεκίνησε να καθαρίζει.

    «Καλύτερα να βιαστείς και να κατέβεις πριν η μάγισσα κάψει την κουζίνα φτιάχνοντάς σου αυτό το λαπά,» είπε η Σέλι έξω από την πόρτα. «Α, και χρόνια πολλά τυρόπηγμα.» Η φωνή της έσβησε συνοδευόμενη από το ποδοβολητό που έκαναν τα πέντε πόντων παπούτσια της καθώς περπατούσε προς το χολ.

    «Ευχαριστώ,  βρωμούσα Σέλι,» είπε ο Κόλμπι.

    Μισούσε το χαϊδευτικό που του είχε βγάλει η αδελφή του, αλλά δεν είναι το χειρότερο όνομα που τον φωνάζουν. Ο Κόλμπι πήγε στο μπάνιο ρίχνοντας τα σεντόνια του στα άπλυτα. Αφού βγήκε από τη ντουζιέρα, ξόδεψε αρκετό χρόνο μπροστά στον καθρέφτη, ελέγχοντας το πρόσωπο και το σώμα του για ίχνη τριχών. Το παραπάνω έγινε μέρος του πρωινού του συνήθειου νωρίς στα παιδικά του χρόνια όταν ο μπαμπάς του του είπε πως θα γινόταν άντρας σύντομα αφού θα ξεκινούσε το ξύρισμα. Δε θυμόταν καν να ακούει τον πατέρα του να το λέει εφόσον έλειπε εδώ και δέκα χρόνια, αλλά κάπως ένιωθε τη φωνή του πατέρα του στο πίσω μέρος του μυαλού του.

    «Κανένα ίχνος ακόμη,» είπε στην αντανάκλασή του. «΄Ισως αύριο.»

    Αφού τελείωσε τον έλεγχο του ψιλόλιγνου κορμιού του και του χνουδωτού πιγουνιού του, ο Κόλμπι ντύθηκε και βούρτσισε τα μαλλιά και τα δόντια του. Πριν φύγει από το δωμάτιο, σταμάτησε στο ράφι των βιβλίων του και πήρε το παλιό ρολόι που άφησε πίσω του ο πατέρας του. Ο Κόλμπι φυλούσε σαν θησαυρό το ρολόι από τότε που ο πατέρας του εξαφανίστηκε δίχως να αφήσει ένα σημείωμα ή κάποιο ίχνος του που πήγαινε. Ποτέ πριν δε σκέφτηκε να φορέσει το σκονισμένο παλιό ρολόι, αλλά σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα, και το να δέσει το ρολόι του πατέρα του γύρω από τον καρπό του  έμοιαζε με κάποιον τρόπο σωστό. Φόρεσε το πολυκαιρισμένο παλιό αξεσουάρ, θαυμάζοντας την κοσμημένη με πετράδια όψη του και την «εκτός λειτουργίας» quartz χρονομέτρησή του.

    Το ρολόι δε δούλευε από τότε που θυμόταν, αλλά αυτό δεν απομάκρυνε την επιθυμία να το κρατήσει κοντά του. Ήταν το μοναδικό οικείο κομμάτι που απέμεινε από τον πατέρα του, και πάντα ένιωθε μια βαθιά ανάγκη να το κρατάει ασφαλές μέχρι τη μέρα που θα μπορούσε να το τοποθετήσει πίσω στο χέρι του πατέρα του.

    Έσπρωξε τον πίρο και έθεσε τη σωστή ώρα και μετά κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ποτέ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός πως το ρολόι δε δούλευε ποτέ. Παρόλο που ο Κόλμπι είχε μια έμφυτη ικανότητα να αποσυναρμολογεί αντικείμενα και να τα φτιάχνει ή να τα βελτιώνει, ποτέ δεν τόλμησε να προσπαθήσει κάτι τέτοιο με το ρολόι. Αυτό το πρωί το αναπάντεχο χτύπημα του ρολογιού σταμάτησε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1