Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τα οστά των πατεράδων μας: Αδελφοί εξ αίματος, #1
Τα οστά των πατεράδων μας: Αδελφοί εξ αίματος, #1
Τα οστά των πατεράδων μας: Αδελφοί εξ αίματος, #1
Ebook250 pages2 hours

Τα οστά των πατεράδων μας: Αδελφοί εξ αίματος, #1

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Δύο αδελφοί αντιμετωπίζουν το τέλος όλων όσων γνωρίζουν, καθώς η Γη απορροφάται από κάτι που ονομάζεται Κόσμος του Πολέμου. Στη Γη ήταν ένα ανερχόμενο δίδυμο ανταγωνιστών στο ΜΑΤ (Μαχητικό Άθλημα Τεθωρακισμένων) και με αυτές τις ικανότητες μπορεί να επιβιώσουν. 

Το βιβλίο αυτό είναι ένα LitRPG Grimdark μυθιστόρημα, σκοτεινής φαντασίας. Grimdark σημαίνει ότι τα μυθιστορήματα είναι συγκρίσιμα με ταινίες κατηγορίας R ως προς την απεικόνιση της βίας, των συναισθηματικών τραυμάτων και των σεξουαλικών σχέσεων. Παρακαλώ μην το διαβάσεις αν κάτι από αυτά σε αναστατώνει.

Τα Οστά των Πατεράδων μας – Βιβλίο 1 της σειράς Αδελφοί εξ αίματος

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateFeb 9, 2024
ISBN9781667469706
Τα οστά των πατεράδων μας: Αδελφοί εξ αίματος, #1

Related to Τα οστά των πατεράδων μας

Titles in the series (1)

View More

Related ebooks

Reviews for Τα οστά των πατεράδων μας

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τα οστά των πατεράδων μας - JD Glasscock

    ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ

    Μια μικρή σφαίρα αιωρείται στο διάστημα γύρω από έναν ανυποψίαστο μπλε πλανήτη.

    Η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε. Ο πλανήτης και οι κάτοικοί του ορίζονται ως οι επόμενοι συμμετέχοντες και γίνεται ένταξή τους στον Κόσμο του Πολέμου. Η ενσωμάτωση αρχίζει... μετασχηματισμός και εκτόξευση πυλώνων μεταφοράς.

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΑΔΕΛΦΟΙ ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ

    Ένα σαραβαλιασμένο SUV κατηφόριζε σε έναν χωματόδρομο, ενώ το σούρουπο άρχιζε να πέφτει πάνω από την καταπράσινη πολιτεία της Ουάσινγκτον. Δύο άντρες γύρω στα είκοσι γυρνούν στο σπίτι τους κοντά στη μικρή τουριστική στάση του Ντιάμπλο, όπου οι κάτοικοι μαζεύονται για να φάνε υπερτιμημένα σνακ πριν πάνε πεζοπορία στη λίμνη Ντιάμπλο Λέικ, που απέχει δύο ώρες από το Σιάτλ· Ντιάμπλο: δυσοίωνο αλλά ακριβές λογοπαίγνιο, αν σκεφτεί κανείς τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Η εικόνα παγώνει στον χρόνο για ένα αφηγηματικό γεγονός.

    Επίτρεψέ μου να σου πω για το τέλος του κόσμου, ή τουλάχιστον κάποιες πληροφορίες για το ιστορικό της πτώσης, και ειδικότερα για την ιστορία μας. Αν και, ο αδελφός μου και γω –πρέπει να σου πω– δεν είμαστε αδελφοί εξ αίματος, αλλά, όπως και οι πατεράδες μας πριν από εμάς, ήμασταν πιο κοντά τότε. Ας ξεκινήσουμε την ιστορία, αν θέλεις.

    Το όνομά μου είναι Ντομινίκ Ντάνιελς, αν και στην αρένα ΜΑΤ (Μαχητικό Άθλημα Τεθωρακισμένων) με αποκαλούν «Μαγκούστα» – θα φτάσουμε σε αυτό σε λίγο. Δίπλα μου στο SUV είναι ο προαναφερόμενος αδελφός μου, ο Μέισον Ντρέικ, γνωστός ως «Κοράκι» στο ΜΑΤ. Αυτή η ιστορία, όμως, ξεκινάει μερικές δεκαετίες πριν και πραγματικά πρέπει να σου την πω πριν προχωρήσουμε, ξέρεις, στο τέλος του... κόσμου.

    Αρχίζει με τους πατεράδες μας. Οι ζωές τους διέτρεχαν πολλούς από τους ίδιους παραλληλισμούς, ακόμη και πριν συναντηθούν, πράγμα που ίσως αποδεικνύει γιατί συνδέθηκαν τόσο καλά όταν τελικά το έκαναν – και οι δύο ήταν μοναχοπαίδια, μοναχικοί εκ φύσεως.

    Κατατάχθηκαν στον αμερικανικό στρατό αμέσως μετά το λύκειο, και πήραν και οι δύο τρεις μεταθέσεις πριν αποσυρθούν από τις ένοπλες δυνάμεις και μέχρι τότε ήταν αδέλφια, αν και όχι εξ αίματος, αλλά δια του πνεύματος. Αν και νομίζω ότι προτρέχουμε, φτάνουμε στο μεδούλι χωρίς να φάμε το κρέας. Στην πραγματικότητα, δεν είδαν ο ένας τον άλλον, μέχρι την αρχή της δεύτερης μετάθεσής τους, όταν και οι δύο κλήθηκαν στους περίφημους κομάντο, τους Ρέιντζερς, μια από τις πιο αναγνωρισμένες και κορυφαίες μονάδες ειδικών δυνάμεων στον κόσμο.

    Από τη στιγμή που συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, τα βρήκαν, και ο δεσμός τους δυνάμωνε όλο και περισσότερο με τον καιρό. Κάλυπταν ο ένας τον άλλο σε κάθε τους βήμα. Γνώρισαν και οι δύο τις μελλοντικές τους συζύγους σε ένα διπλό ραντεβού στα τυφλά και παντρεύτηκαν και οι δύο μαζί, σε διπλό γάμο. Έγιναν πατεράδες με διαφορά έξι μηνών – εγώ γεννήθηκα πρώτος· ο Μέισον ακολούθησε έξι μήνες αργότερα. Όταν ήμασταν μόλις λίγων ετών, αποφάσισαν ότι η οικογένεια ήταν πιο σημαντική από τη ζωή στον στρατό και απέρριψαν και οι δύο μια τέταρτη μετάθεση.

    Τότε, χτύπησε η τραγωδία – μόλις δύο εβδομάδες μετά την απόσυρση, οι γονείς μου αποφάσισαν να πάνε να γιορτάσουν τη νέα τους ζωή και τα σχέδιά τους. Με άφησαν με τους γονείς του Μέισον και βγήκαν στην πόλη. Στον δρόμο της επιστροφής για να με πάρουν, σκοτώθηκαν και οι δύο από έναν μεθυσμένο οδηγό που είχε γιορτάσει λίγο παραπάνω. Ήμουν τεσσάρων ετών τότε. Μέχρι και σήμερα δυσκολεύομαι να τους θυμηθώ πέρα από ασάφειες και αναδυόμενες, μη εστιασμένες αναδρομές σε μια στιγμή, ή βλέμματα, απαλές λέξεις. Οι γονείς του Μέισον, ο Τζέισον και η Μάρσι Ντρέικ, με υιοθέτησαν αμέσως και, στη συνέχεια, έγιναν οι γονείς μου, ή τουλάχιστον, οι μόνοι που γνώρισα ποτέ πραγματικά, και μεγάλωσα μαζί τους αποκαλώντας τους Μαμά και Γέρο και τον Μέισον αδελφό μου.

    Θα πίστευε κανείς ότι μετά από όλη αυτήν τη σκληροπυρηνική θλίψη που με είχε στιγματίσει τότε, αυτό που θα έμενε θα ήταν να ζήσω άφθονες στιγμές «τέλος καλό όλα καλά και όλα ειρηνικά» και να έχω μια γενική αίσθηση χαράς φιλτραρισμένη από τη μοίρα. Αλλά η ζωή, όπως έμαθα με τον δύσκολο τρόπο, σπάνια είναι ευγενική.

    Για να είμαι ειλικρινής όμως, υπήρξαν πολλές όμορφες στιγμές και αναμνήσεις, με την καλύτερη να είναι όταν ο Μέισον και εγώ ήμασταν τόσο κοντά – ούτε οι πατεράδες μας δεν ήταν τόσο κοντά. Είχαμε κληρονομήσει τις μοναχικές τους προσωπικότητες, αν και σε αντίθεση με αυτούς, εμείς νιώσαμε αδελφοί πνευματικά από την αρχή.

    Μας άρεσαν και στους δύο τα ίδια πράγματα –βιντεοπαιχνίδια, παιχνίδια ρόλων, διαδικτυακά παιχνίδια με πολλούς παίκτες (MMO)– και από νεαρή ηλικία ο Γέρος μάς μύησε στο μεγαλύτερο πάθος του και, όπως έλεγε και ο ίδιος, το πάθος του πραγματικού μου πατέρα, δηλαδή τη συλλογή και τη χρήση κλασικών όπλων, από απελατίκια με καρφιά μέχρι σπάθες, δόρατα κ.ο.κ.

    Ο αχυρώνας του ράντζου που αγόρασε ο Γέρος στην Πολιτεία της Ουάσινγκτον και που μετακομίσαμε μετατράπηκε σε χώρο επίδειξης όπλων και εκπαίδευσης. Μέχρι την ημέρα που πέθανε έψαχνε μανιωδώς και σύλλεγε κάθε είδους μεσαιωνικό όπλο που μπορούσε να βρει ή πλήρωνε για να του το φτιάξουν στο χέρι. Από την ημέρα που μπορούσαμε να περπατήσουμε και να μιλήσουμε, τα έβαλε στα χέρια μας και μας εκπαίδευσε στη χρήση τους, αν και, όπως ήταν φυσικό, ο Μέισον και εγώ είχαμε τις προτιμήσεις μας και δεν ήταν σε καμία περίπτωση αντίστοιχες.

    Σκεπτόμενός τα τώρα, θα νόμιζε κανείς ότι ήταν προφητικός, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κάτι που τον ενδιέφερε από κοινού με τον πατέρα μου και ήταν ο τρόπος του να τιμήσει τη μνήμη του. Πιθανόν να νομίζεις ότι, κατά κάποιον τρόπο, προσπέρασα το σχόλιο «μέχρι τη μέρα που πέθανε»· το προσπέρασα κάπως ευλαβικά, αλλά αυτό συνέβη μάλλον επειδή με πονάει ακόμα να το σκέφτομαι, κι ας έχουν περάσει δέκα χρόνια.

    Όταν έγινα δώδεκα ετών και ο Μέισον ήταν έντεκα, ο Γέρος πέθανε από καρκίνο. Ο χρόνος που προηγήθηκε ήταν μια κατρακύλα της υγείας του, με τις χημειοθεραπείες. Ήταν μια δύσκολη χρονιά για όλους μας, ακολουθούμενη από μια ακόμα πιο δύσκολη μετά τον θάνατό του. Η Μαμά έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, παρόλο που όποιος είχε μάτια μπορούσε να δει το ταλαιπωρημένο και μελανιασμένο πνεύμα στη σάρκα της· εντούτοις εξακολουθούσε να είναι μια γερή και δυνατή κολόνα, που ήταν κατεστημένο για εκείνη – ήταν τόσο σκληρή, όσο και τα ίδια τα σκληρά ξόρκια, παρόλο που στην ηλικία μας δεν το εκτιμούσαμε, παρά μόνο το θεωρούσαμε δεδομένο. Θα το μετανιώναμε σύντομα, αλλά μιλάμε για το παρελθόν και όχι για το τι μας περιμένει. Θα φτάσουμε σ’ εκείνο το κύκνειο άσμα, το τραγούδι, κάποιο τελευταίο του-στεπ πριν πεθάνει και το τελευταίο λάλημα.

    Ας γυρίσουμε πίσω, λοιπόν, στη Μαμά, που αρνήθηκε να μας αφήσει να μελαγχολήσουμε, να μιζεριάσουμε, οπότε ανέφερε το LARP (παιχνίδι ρόλων με ζωντανή δράση), και εγώ το δοκίμασα κατευθείαν, παρασύροντας και τους άλλους. Ήταν μια οδός η οποία θα μας έκανε να αντιμετωπίσουμε τον πόνο μας, και είτε το πιστεύεις είτε όχι, πέτυχε.

    Μπήκαμε δυναμικά, στα βαθιά, από την αρχή, εμφανιζόμενοι ως αρχάριοι έφηβοι με την προσαρμοσμένη πανοπλία μας, ευγενική προσφορά του Γέρου, και τα αμβλυμένα εκπαιδευτικά μας όπλα σε κάθε εκδήλωση που διοργάνωσε το Σιάτλ, και ήταν πολλές, καθώς το LARP αποτελούσε σημαντική διασκέδαση για πολλούς. Η Μαμά μάς πήγαινε σε όλες, ντυμένη σαν μεσαιωνική κυρία της αρμονίας, δίνοντας σνακ τόσο σε εμάς όσο και σε κάθε άλλο παιδί που συναντούσε. Νομίζω ότι αυτό βοήθησε και την ίδια να θεραπευτεί και εμάς.

    Οι μέρες πέρασαν και μεγαλώσαμε, και το LARP κράτησε την προσοχή μας για μερικά χρόνια ακόμα πριν γίνουμε ανήσυχοι και θελήσουμε κάτι περισσότερο, κάτι πιο βαρύ, κάτι για να δώσουμε έμφαση στην αναπτυσσόμενη έντασή μας.

    Είχαμε αποκτήσει τη φήμη ακόμα και μεταξύ των κομπιουτεράκηδων και των ονειροπόλων ότι ήμασταν λίγο περισσότερο καμένοι στο παιχνίδι ρόλων, πράγμα που σήμαινε ότι πληγώναμε κάμποσα παιδιά στους εικονικούς μας καβγάδες. Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε, όμως, και το LARP κατέληξε να είναι η πύλη και ο δρόμος για να υλοποιηθούν αυτά τα όνειρα, οπότε μας εισήγαγε στο, ναι, το βρήκες, το ΜΑΤ, στη Μαγκούστα και στο Κοράκι.

    Το ΜΑΤ είχε αρχίσει να αναπτύσσεται λιγότερο από μια δεκαετία πριν, όπως όταν ξεκίνησε το UFC, με συμβάντα χαμηλού επιπέδου που με το ζόρι μεταδίδονταν από μικρά ανεξάρτητα κανάλια καλωδιακών τηλεοράσεων, αλλά όπως και το UFC, αναπτύχθηκε γρήγορα. Ο κόσμος πραγματικά απολάμβανε να βλέπει ανθρώπους να χτυπιούνται μεταξύ τους με σπαθιά και σφυριά. Μετατράπηκε σε βιομηχανία.

    Είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, που φτιάξανε κατηγορία για νέους και γυναικείο επαγγελματικό πρωτάθλημα, το οποίο όμως μόλις είχε ξεκινήσει όταν ο Μέισον και εγώ μπήκαμε ψημένοι στο πρωτάθλημα νέων, και δεν αστειεύομαι όταν λέω ότι μπήκαμε ψημένοι.

    Κερδίσαμε το πρωτάθλημα νέων την πρώτη χρονιά που συμμετείχαμε σε αυτό, το οποίο κάλυπτε ηλικίες από 14 έως 18 ετών, και η Μαμά ήταν εκεί για να μας ενθαρρύνει σε κάθε μας βήμα.

    Χρόνια νωρίτερα είχε πουλήσει ένα μεγάλο μέρος της γης που είχε αγοράσει ο Γέρος σε μια κυβερνητική επιτροπή οικολόγων που ήθελε να είναι όλα φυσικά ή τουλάχιστον μέχρι κάποιος άλλος πολιτικός να κρίνει διαφορετικά. Είχαν πληρώσει πολύ πάνω από την αγοραία αξία, αρκετά ώστε να μπορεί να καλύψει τα βασικά μας έξοδα συν το να μας πάει σε διάφορους διαγωνισμούς σε όλη τη χώρα, αν και με πούλμαν – τίποτα ουάου. Το χρηματικό έπαθλο στην κατηγορία νέων ήταν πολύ μικρό, μερικές εκατοντάδες δολάρια, που ούτε κατά διάνοια δεν έφταναν για να καλύψουν το κόστος του φαγητού, των ξενοδοχείων και των πτήσεων, αλλά η Μαμά δεν είπε κουβέντα και συνέχισε να μας εμπνέει και να μας παρακινεί όπως μόνο εκείνη μπορούσε, προσαρμόζοντας τις πανοπλίες μας όταν μας μίκρυναν και αντικαθιστώντας τα όπλα μας όταν τα σπάγαμε.

    Και αυτό που κάναμε ήταν να κερδίζουμε ξανά και ξανά, οπότε τα ταξίδια μας ήταν συνεχή και η αυξανόμενη φήμη μας ακόμα μεγαλύτερη. Φαντάσου δύο 14χρονους να βγάζουν από τη μέση πολλές ομάδες 17χρονων και 18χρονων ξανά και ξανά.

    Θα πρέπει να αναφέρω ότι υπήρχαν διαφορετικοί τρόποι ανταγωνισμού, μεμονωμένη μάχη, ομαδική μάχη που αποτελούνταν από επτά άτομα σε κάθε πλευρά, αλλά και δυάδες. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να μαντέψεις πώς σκεφτήκαμε να διαγωνιστούμε – σε δυάδα.

    Ο Μέισον και εγώ είτε παλεύαμε πλάτη με πλάτη είτε καθόλου, όπως οι πατεράδες μας πριν από εμάς. Βασικά, τη δεύτερη χρονιά που αγωνιζόμασταν, και οι δύο πλέον στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, κερδίσαμε το δεύτερο συνεχόμενο πρωτάθλημά μας και λάβαμε τα ψευδώνυμά μας – Μαγκούστα και Κοράκι.

    Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει γιατί μας αποκαλούσαν έτσι. Ε, λοιπόν, χάρη στο μαχητικό μας στυλ και ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι που ονομαζόταν Φέλιξ, και που μας το έδωσε αφού νικήσαμε αυτόν και τον σύντροφό του, τον Τζέικ, στους τελικούς.

    Πώς να περιγράψω τα μαχητικά μας στυλ, χμμ... Υπήρχαν πάρα πολλά διαφορετικά στυλ μεταξύ των διαγωνιζόμενων, αν και τα περισσότερα έτειναν προς κάποια εκδοχή βαριάς πανοπλίας, θώρακα και τέτοια ή κάποιου χοντρού σιδερόπλεχτου θώρακα ή αλυσόπλεκτου θώρακα με κρικάκια.

    Υπήρχαν αμέτρητοι κανόνες και κανονισμοί ασφαλείας στο άθλημα, αλλά και πολλά περιθώρια για ευελιξία όσον αφορά το στυλ. Όλες οι ζωτικές περιοχές έπρεπε να καλύπτονται από κάποιου είδους θωράκιση. Η πλήρης κάλυψη του κεφαλιού ήταν υποχρεωτική. Ακόμα κι έτσι, μπορούσες να βρεις άπειρα χρήσιμα όπλα, πολλά σπαθιά και ασπίδες ή δόρατα και ασπίδες, μερικά όπλα των δύο χεριών, κοντάρια, και πάει λέγοντας.

    Δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τόξα οποιουδήποτε τύπου. Ήταν πολύ δύσκολο να αποτρέψεις κάποιον από το να τραυματιστεί, αλλά επέτρεπαν τα ριπτικά όπλα, αν και πολύ λίγοι επέλεξαν να τα χρησιμοποιήσουν, εκτός από εμάς.

    Ο αδελφός μου και εγώ είχαμε αποφασίσει να ακολουθήσουμε μια διαφορετική στρατηγική από την πρώτη στιγμή, όχι κάτι εξτρίμ, απλώς πάντα κινούμασταν με τον δικό μας ρυθμό. Η ταχύτητα, η σφοδρότητα και η επιδεξιότητα ήταν το φαντάνγκο μας, ο χορός των δράκων μας.

    Αφού ο Γέρος μάς εκπαίδευσε για μερικά χρόνια, στραφήκαμε προς αυτό που ταιριάζει στο στυλ και την προσωπικότητά μας, με την επίβλεψή του φυσικά.

    Το είχε τόσο πολύ με την αξιολόγηση των δυνατών και αδύναμων σημείων και μας βοηθούσε να αναπτυχθούμε· άσε που μπορούσε να χρησιμοποιήσει σχεδόν κάθε όπλο που κατείχε. Ακόμα μου λείπει.

    Βελτιωθήκαμε ακόμη περισσότερο καθώς αρχίσαμε να ανταγωνιζόμαστε. Ο Μέισον χρησιμοποίησε μια προσαρμοσμένη, κοντύτερη εκδοχή ενός όπλου που έμοιαζε με αλαβάρδα, αλλά ήταν ουσιαστικά ένα φαρδύ σπαθί προσαρτημένο σε ένα κοντάρι, με το κοντάρι να έχει μήκος μόνο περίπου 1,50 μ., σε αντίθεση με τα κανονικά που ήταν περίπου 1,80 ή 2,00 μ., στο άκρο του οποίου υπήρχε μια λεπίδα περίπου 40 εκ., με μια καμπυλωμένη άκρη, για κοψίματα, και ένα στένεμα που κατέληγε σε αιχμή δόρατος, ενώ η άλλη άκρη είχε ένα μεταλλικό καπάκι που κανονικά θα ήταν αιχμή, αν επρόκειτο για ένα πραγματικό όπλο και μια πραγματική μάχη.

    Το μειωμένο μήκος τού επέτρεψε να προσθέσει περισσότερες ακροβατικές κινήσεις στις επιθέσεις του, και αυτό έκανε. Ο αδελφός μου ήταν μια αστραπή, γρήγορος σαν φίδι με αυτό το πράγμα. Κάποιοι μπορεί να σκεφτούν ότι θα έπρεπε τότε να τον ονομάσουν Οχιά ή κάτι τέτοιο, αλλά το θέμα είναι ότι ήταν γνωστός για το ότι πλευροκοπούσε τους άλλους αφού η προσοχή τους ήταν σε μένα, χτυπώντας τους στα τυφλά τους σημεία –εξού και το όνομα Κοράκι–, ψάχνοντας στο πεδίο της μάχης σαν πτωματοφάγος, σαν ένας πολύ πονηρός πτωματοφάγος.

    Έριχνε επίσης ακόντια. Είχε πάντα τρία σε μια ειδικά σχεδιασμένη φαρέτρα στην πλάτη του που τα κρατούσε σταθερά στη θέση τους καθώς πηγαινοερχόταν στο πεδίο της μάχης.

    Φορούσαμε και οι δύο μόνο δερμάτινη πανοπλία και, ειδικά εγώ, πρόσθετα μερικά ατσάλινα σφυρηλατημένα προστατευτικά εδώ και εκεί και μεταλλικά προστατευτικά πήχη για να αποκρούω τα χτυπήματα, καθώς ήμουν στην πρώτη γραμμή.

    Δεν είμαι τόσο γρήγορος όσο ο αδελφός μου, αλλά εξακολουθώ να είμαι πολύ γρήγορος και αντισταθμίζω τη διαφορά ταχύτητας με το ότι είμαι μεγαλύτερος και πιο δυνατός από εκείνον – αυτός χτυπάει με ελιγμούς, ενώ εγώ ορμάω ντουγρού. Εγώ τους απασχολώ, ενώ ο αδελφός μου βρίσκει αδυναμίες.

    Για να ταιριάζει με το στυλ μου, ο Γέρος με είχε πείσει να χρησιμοποιήσω τα αγαπημένα των αγαπημένων του όπλων – το τσεκούρι Βίκινγκ του ενός χεριού και το σαξ.

    Μου έδειξε πώς να χρησιμοποιώ το τσεκούρι για να γαντζώνω ασπίδες, να γαντζώνω πόδια, ακόμα και κεφάλια, και να βγάζω τους εχθρούς μου εκτός ισορροπίας για να είναι ευάλωτοι σε ένα κόψιμο στον λαιμό ή διάφορα άλλα χτυπήματα με το σαξ, το οποίο, αν δεν γνωρίζεις, είναι, βασικά, ένα κοντό σπαθί, με άκρη στη μία πλευρά που στενεύει σε μια αιχμή – ο πρόδρομος του κυνηγετικού μαχαιριού. Είχα, επίσης, τέσσερα μικρά ριπτικά τσεκούρια σε διπλές θηλιές στο στήθος μου.

    Πολεμούσα κρατώντας το τσεκούρι μου στο δεξί μου χέρι και το σαξ στο αριστερό με ανάποδη λαβή, η μη κοφτερή πλευρά της οποίας ακουμπούσε στον πήχη μου. Με αποκαλούσαν Μαγκούστα επειδή συνήθως τα έβαζα με βαριά θωρακισμένους αντιπάλους δίχως φόβο, δίχως αυτοσυγκράτηση και δίχως έλεος.

    Οπότε, αυτή ήταν η ιστορία της προέλευσης των ψευδωνύμων. Τώρα, πού είχα μείνει... α, ναι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1