Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μόλις Δηλητηριάστηκες
Μόλις Δηλητηριάστηκες
Μόλις Δηλητηριάστηκες
Ebook300 pages3 hours

Μόλις Δηλητηριάστηκες

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

«Έχω σκοτώσει άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, με τις πιο φρικτές μεθόδους. Ο τρόπος των εκτελέσεων μου ήταν με πιστόλι, με μαχαίρι, με πνιγμό, με δηλητήριο, με χαλασμένα φρένα στο αυτοκίνητο, με πυρκαγιά και με πολλά άλλα μέσα που ο περισσότερος κόσμος δυσκολεύεται να φανταστεί ότι μπορούν να αποτελέσουν φονικά εργαλεία. Και ποτέ μου δεν ένιωσα την παραμικρή ενοχή για όλες αυτές τις δολοφονίες...»

Μέσα από τις διεστραμμένα έξυπνες και εμπνευσμένες ιστορίες του, ο Γιώργος Λάμπρος περιγράφει τον Έλληνα του χθες και του σήμερα, τον Έλληνα της κρίσης και του κορωνοϊού. Τον Έλληνα που αποφασίζει ότι η μοίρα δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη και που θεωρεί ότι η ηθική είναι καθαρά θέμα οπτικής γωνίας.

Με άλλα λόγια...

Τον Έλληνα δολοφόνο.

LanguageΕλληνικά
Release dateMay 14, 2021
ISBN9798201359928
Μόλις Δηλητηριάστηκες

Related to Μόλις Δηλητηριάστηκες

Related ebooks

Related categories

Reviews for Μόλις Δηλητηριάστηκες

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μόλις Δηλητηριάστηκες - George Lampros

    Λίγα λόγια του συγγραφέα

    Γεννήθηκα στον Πειραιά , το 1969. Από πολύ νωρίς στη ζωή μου, τέσσερα πράγματα ήταν που πραγματικά είχαν μαγέψει την καρδιά μου: η φωτογραφία, τα ζώα, τα ταξίδια και η διαλεύκανση γρίφων και μυστηρίων. Για να μπορέσω να τα συνδυάσω όλα αυτά, έγινα φωτογράφος, οπερατέρ, εκπαιδευτής σκύλων, ναυτικός και τώρα, αφού είναι ίσως αργά πια για να γίνω ντετέκτιβ, επέλεξα να γίνω συγγραφέας.

    Οι παλαιότεροι συνηθίζουν να λένε ότι για να πει κάποιος πως έζησε τη ζωή του, θα πρέπει να έχει φυτέψει ένα δέντρο, να έχει χτίσει ένα σπίτι, να έχει κάνει τουλάχιστον ένα παιδί και να έχει γράψει ένα βιβλίο. Μετά από πολλές εθελοντικές δενδροφυτεύσεις και τέσσερα παιδιά, έγραψα και το βιβλίο. (Πλέον, μου απομένει να χτίσω το σπίτι...)

    Η αλήθεια είναι ότι το παρόν βιβλίο δεν είναι το πρώτο μου, είναι όμως το πρώτο λογοτεχνικό. Ήδη από το 2009 έχει εκδοθεί το «Ο σκύλος μου κι εγώ», ένα εξειδικευμένο βιβλίο για τους νέους ιδιοκτήτες σκύλων, ενώ εκκρεμεί προς έκδοση το «Οδηγός για τον ηλικιωμένο σκύλο», ένα βιβλίο με συμβουλές για όσους έχουν ηλικιωμένο κατοικίδιο αλλά και όσους αγάπησαν τα ζώα όπως κι εγώ.

    Γράφοντας το «Μόλις δηλητηριάστηκες» θέλησα να προσεγγίσω, χωρίς να ερμηνεύσω και να κρίνω όμως, το μυστήριο της ψυχικής διαταραχής που οδηγεί έναν άνθρωπο στο έγκλημα. Ξεκίνησα λοιπόν να πλάθω μέσα στο μυαλό μου τον χαρακτήρα του κάθε εγκληματία μέχρις ότου να ξεφύγει τελείως από την δική μου λογική αλλά και την ηθική μου. Τότε μόνο το έμβρυο-ήρωας αποκτούσε πνοή και έβγαινε σαν νεογέννητο μωρό από μέσα μου. Χωρίς πλέον να μπορώ να του αντισταθώ, καθοδηγούσε το χέρι μου στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Και παρέμενε εκεί, ένα ανεξάρτητο πλάσμα, άρρηκτα δεμένο όμως μαζί μου μ’ έναν μυστικό, αόρατο ομφάλιο λώρο μέχρι το τέλος του διηγήματος. Και ήταν τότε που έγραφα την τελευταία μου φράση όταν καλούμουν κάθε φορά να πιάσω στα χέρια μου το ψαλίδι που, ναι, αποτελεί κι αυτό ένα όπλο φονικό, και να κόψω αυτόν τον δεσμό για να ξαναρχίσω την ίδια διαδικασία με τον επόμενο εγκληματία.

    Τους συμπάθησα, τους συμπόνεσα καλύτερα, τους ήρωές μου. Θύτες και θύματα μαζί, όλοι ξεχωριστοί χαρακτήρες, «δηλητηριασμένοι» και οι ίδιοι από τα ιδιαίτερα βιώματα τους, απέκλιναν, συνειδητά ή ασυνείδητα, από το μόνο πράγμα που θα τους οδηγούσε στη χαρά της ζωής και την κάθαρσηˑ την αυτογνωσία. Καλή ανάγνωση...      

    Περιεχόμενα

    Η αυτοπροσωπογραφία

    Έχει και το μυαλό γυρίσματα

    Πάνω απ’ όλα είμαι άνθρωπος

    Τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά

    Μια καλή χριστιανή

    Κανόνες του savoir vivre

    Η κληρονομιά

    Θαλασσινή αύρα

    Φαύλος κύκλος

    Μόλις δηλητηριάστηκες

    Το τελικό πρόβλημα

    Ρόδα είναι και γυρίζει

    Η κρυφή γοητεία των άκρων

    Πάτερ Ημών

    Ημέρες κορωνοϊού

    Η  ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

    "... ΕΙΜΑΙ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΆΝΝΟΥ. Αν και με βάφτισαν Θεόδωρο, από την μέρα που γεννήθηκα, τον Μάϊο του ‘86, όλοι με φωνάζουν Τεό. Γεννήθηκα στον Πειραιά, αλλά όλη την παιδική μου ηλικία την έζησα σε ένα προάστιο του Λονδίνου, στο Κεντ. Εκεί πήγα σχολείο εκεί και γυμνάσιο. Μόνο για το κολέγιο απομακρύνθηκα λίγο, αφού φοίτησα στο University of Plymouth, το τοπ κολλέγιο της Αγγλίας για ναυτιλιακές σπουδές. Εδώ που τα λέμε, δεν είχα κι άλλες επιλογές. Όντας γόνος μιας από της μεγαλύτερης οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο, δεν θα μου επέτρεπαν οι γονείς μου τίποτα διαφορετικό.

    Όχι ότι δεν προσπάθησα, βέβαια γι’ αυτό το διαφορετικό. Όμως αυτό που είχα επιλέξει ήταν η ζωγραφική, κάτι καθ’ όλα  μη αποδεκτό από τον πατέρα μου. Έτσι, όσα βραβεία κι αν είχα πάρει από μικρό παιδί κιόλας στα καλλιτεχνικά, όσο κι αν οι διδάσκαλοί μου του έλεγαν ότι είχα μεγάλο ταλέντο, εκείνος ήταν ανένδοτος.

    «Μπορείς να διατηρήσεις το χόμπι σου και να κάνεις το κέφι σου, αν θες», μου έλεγε «αλλά ένας Χατζηιωάννου δεν μπορεί παρά να σταδιοδρομήσει στα ναυτιλιακά. Εκατόν πενήντα χρόνια οικογενειακής παράδοσης, δεν θα τα γκρεμίσεις εσύ για να γίνεις μπογιατζής!» ήταν τα λόγια του, συνηθέστερα συνοδευόμενα κι από μια σφαλιάρα. Και είχε βαρύ χέρι ο πατέρας μου. Οπότε, ούτε εγώ, ούτε ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Νικόλας τολμούσαμε να αντιμιλήσουμε στον πατέρα.

    Η μητέρα πάλι, ήταν άλλο πράγμα: ένα σφουγγάρι. Πάντοτε μας άκουγε και τους δυο ό,τι κι αν μας συνέβαινε. Δεν είχαμε λόγο να της κρύψουμε τίποτα. Τα παράπονα μας, τα μυστικά μας... όλα της τα λέγαμε. Εκείνη πάλι ποτέ δεν μιλούσε. Δεν μας συμβούλεψε ποτέ, δεν μας ενθάρρυνε, δεν μας αγκάλιασε. Μόνο ήταν εκεί. Ίδια μια πέτρινη σιωπή που άκουγε ό,τι εμείς θέλαμε να βγάλουμε στο φως μες απ’ της ψυχής μας τα γκρίζα. Αλλά τουλάχιστον, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο το βγάζαμε από μέσα μας. Αχ, και να ’χε μιλήσει μια φορά, να ’χε εξηγήσει στον πατέρα... Ίσως και να ’ταν αλλιώς τα πράγματα...

    Κι έτσι του έκανα τη χάρη. Μπήκα κι εγώ στο ίδιο καλούπι με όλη την οικογένεια. Σπούδασα ναυτιλιακά και συνέχισα με μεταπτυχιακό στο Διεθνές Εμπόριο και τη Ναυτιλιακή Διοίκηση. Αγγλικά, Ισπανικά μέχρι και Κινέζικα έμαθα για να μπορώ να συναναστρέφομαι με τους κινέζους προμηθευτές ναυτιλιακών προϊόντων, που τα τελευταία χρόνια έχουν κατακλύσει την αγορά λόγω της εξαιρετικά χαμηλής τους τιμής. Με όλα αυτά, ήμουν πλέον έτοιμος, ή μάλλον άξιος, να μπω στην επιχείρηση του πατέρα μου δίπλα στον αδελφό μου. Κι όσο για τη ζωγραφική, κλειδώθηκε μέσα μου σαν μια μακρινή ανάμνηση. Κάτι σαν το πρώτο φλερτ, τον πρώτο παιδικό και ανεκπλήρωτο έρωτα.

    Η σχέση μου με τις γυναίκες ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Όλα τα κοριτσάκια τριγύριζαν βέβαια τον Νικόλα, μιας και είχε πάρει τα χαρακτηριστικά του πατέρα. Ψηλός, γεροδεμένος, με γαλανά μάτια. Εγώ από την άλλη, είχα πάρει τα σκούρα μαύρα μάτια της μητέρας, το μέτριο ανάστημα και το χειρότερο, εκείνη την μακριά, γαμψή μύτη. Όχι ότι ήμουν άσχημο παιδί, μέτριο θα μ’ έλεγε κανείς. Όμως χάρη στην γοητεία του αδελφού μου κι επειδή πάντα μ’ έπαιρνε μαζί του στις βόλτες με τις παρέες του, τις περισσότερες φορές «έγλυφα κι εγώ κανένα κοκαλάκι!» στο τέλος. Κι όταν ο Νικόλας τελικά συνειδητοποίησε ότι προτιμάει τα αγόρια από τα κορίτσια, τότε πια το πεδίο έμεινε τελείως ελεύθερο για μένα.

    Ήμουν πολύ δεμένος με τον Νικόλα γιατί δεν ήταν απλά ο αδελφός μου, ήταν και ο μοναδικός μου φίλος. Το ξέρω ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πολύ συνηθισμένο ανάμεσα στα αδέλφια. Συνήθως αισθάνονται ότι οι γονείς αγαπούν τον άλλον αδελφό περισσότερο κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ζήλεια και τους συνεχόμενους καυγάδες μεταξύ τους. Στην δική μας όμως περίπτωση, δεν εισπράξαμε καμία αγάπη από τους γονείς. Η μητέρα έδειχνε πάντα αδιάφορη για μας, όπως και για τα πάντα γύρω της άλλωστε. Όσο για τον πατέρα, μας αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε τους υπαλλήλους του. Μόνο που εμείς είμαστε επιφορτισμένοι με το βαρύ φορτίο του ονόματός μας κι έτσι δεν μας συγχωρούσε κανένα λάθος. Ήταν αμείλικτος. Κι εμείς τον μισούσαμε γι’ αυτό. Ίσως αυτό τελικά να αποτελούσε τον λόγο που είμαστε τόσο δεμένοι μεταξύ μας. Είχαμε τα ίδια βιώματα και μόνο μεταξύ μας μπορούσε να καταλάβει ο ένας τον άλλον. 

    Έτσι, χωρίς να είμαι αντικοινωνικός, μάλλον το αντίθετο, σχεδόν δημοφιλής θα έλεγα, από πολύ μικρός κρατούσα κάποιες αποστάσεις ασφαλείας από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μολονότι είχα το χάρισμα να μπορώ να κουβεντιάζω για οποιοδήποτε θέμα με οποιονδήποτε συνομιλητή μου, ανεξάρτητα από την κοινωνική του τάξη, δεν μπορούσα να δεθώ πραγματικά με κανέναν. Δεν μπορούσα να εμπιστευθώ αλλά ούτε και να συμπονέσω κανέναν. Όσο σκληρά κι αν ακούγονται αυτά τα λόγια ειλικρινά ένιωθα ότι το πηγάδι είχε για μένα στερέψει. Ότι δεν είχα άλλη αγάπη να δώσω. Την είχα δώσει όλη στον αδελφό μου. Άλλωστε, αυτό μας είχε εμφυσήσει και ο πατέρας. Από μικρά παιδιά μας έλεγε ότι η αγάπη είναι αδυναμία. Αν δεν αγαπάς κανέναν, κανένας δεν μπορεί να σε πληγώσει.

    Όταν ο Νικόλας αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα για την ιδιαιτερότητα του, εγώ τον πίεζα, τον εκλιπαρούσα να μην το κάνει. Αλλά εκείνος επέμενε. Το είπαμε πρώτα στη μητέρα, κι η αντίδρασή της ήταν να τον κοιτάξει μονάχα για μια στιγμή επίμονα στα μάτια και αμέσως μετά να κατεβάσει και πάλι το βλέμμα της χαμηλά άπραγη, αόρατη... Αν του είχε μιλήσει τότε, αν... Παρασυρόμενος απ’ το τρομερό του πείσμα κι έναν υπόκωφο θυμό που με απελπισία έμοιαζε περισσότερο, ο Νικόλας αποκάλυψε το μυστικό του στον πατέρα.

    Ποτέ δεν έμαθα τι ειπώθηκε ανάμεσα τους μιας κι ο αδελφός μου αρνήθηκε να μου πει το παραμικρό. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι πώς όταν βγήκε από εκείνο το δωμάτιο δεν ήταν πια ο ίδιος. Μια πληγή κι ένας ποταμός από δάκρυα έγινε ο αδελφός μου. Κι από εκείνη τη στιγμή κλείστηκε τελείως στον εαυτό του. Λες κι ένα φράγμα υψώθηκε ανάμεσα σε αυτόν και τον υπόλοιπο κόσμο αφήνοντας έξω τους πάντες, ακόμη κι εμένα. Σχεδόν παράλληλα, κάτι άλλαξε και σε μένα τον ίδιο. Το μέχρι τότε μίσος για τον πατέρα μου, μεγάλωσε τόσο πολύ που αισθανόμουν σαν ένα μπαλόνι που το γεμίζεις διαρκώς αέρα κι αυτό μεγαλώνει, μεγαλώνει τόσο που πραγματικά σε εκπλήσσει σαν να μην περίμενες ότι μπορεί να γίνει τόσο πολύ μεγάλο. Και παρότι ξέρεις ότι αν συνεχίσεις να το φουσκώνεις αυτό στο τέλος θα σκάσει, ο ενθουσιασμός σου είναι τόσο μεγάλος που εξακολουθείς να φυσάς, αδιαφορώντας για το βέβαιο καταστροφικό αποτέλεσμα.

    Αν και η δική του στάση  απέναντι μου καλυτέρεψε μιας και έδιωξε τον Νικόλα από την εταιρία κι έγινα από την μια μέρα στην άλλη ο μοναδικός διάδοχος του, εγώ δεν έπαψα από εκείνη την ημέρα να ονειρεύομαι τον θάνατο του. Αλλά βαθιά μέσα μου ήξερα ότι δεν είχα ούτε την δύναμη, ούτε το θάρρος για να προκαλέσω κάτι τέτοιο.

    Για κάποιο διάστημα η ζωή μου συνέχισε να κυλάει κανονικά. Το πρωί στα γραφεία της επιχείρησης στον Πειραιά, το βράδυ σε διάφορα privé clubs, λέσχες, εκδηλώσεις και συνεστιάσεις. Έπαιζα, σκάκι, τένις, γκολφ, έκανα ιππασία. Με λίγα λόγια όλα εκείνα τα ανούσια πράγματα που μου επέβαλε το κοινωνικό μου πρεστίζ συναντώντας καθημερινά βαρετούς ανθρώπους με μοναδικό σκοπό τις επαγγελματικές δημόσιες σχέσεις. Αυτούς τους κανόνες μου είχαν ορίσει κι αυτό το παιχνίδι έπαιζα χωρίς επιλογή.

    Η οικονομική μου κατάσταση, γνωστή σε όλους, με είχε κάνει περιζήτητο γαμπρό, αλλά οι σχέσεις μου με το άλλο φύλο ήταν χλιαρές και περιοριζόντουσαν στην εκτόνωση ορμονών. Το ήξερα ότι δεν μπορούσα να δεθώ συναισθηματικά με κανέναν άνθρωπο. Αισθανόμουν ότι όλοι απλά με χρησιμοποιούσαν όπως ακριβώς και ο πατέρας μου. Αυτή η σχέση είχε στοιχειώσει μέσα μου κι όπως ήταν φυσικό δεν μ΄ άφηνε ούτε να σκεφτώ την πιθανότητα να δημιουργήσω μια δική μου οικογένεια. Όχι, δεν σκόπευα να αναπαράγω αυτό το «λάθος» που τόσο βασανιστικά βίωνα κι εγώ ο ίδιος.

    Βρισκόμουν στο γιοτ ενός φίλου, ενός «γνωστού» θα ήταν το πιο σωστό να πω, κάπου ανάμεσα σε όμορφα στήθη, μπόλικο αλκοόλ και κοκαΐνη, όταν χτύπησε το κινητό μου. Και τότε γκρεμίστηκε όλος μου ο κόσμος...

    Ο μπάτλερ του σπιτιού μας, με πήρε να με ενημερώσει ότι βρήκε τον Νικόλα κρεμασμένο στο δωμάτιο του. Φυσικά και είχε ενημερώσει πρώτα τον πατέρα στο γραφείο του, ενώ η μητέρα το ήξερε ήδη, μιας και σπανίως έβγαινε από το σπίτι. Ακόμα κι αυτήν την τραγική στιγμή, το πρώτο συναίσθημα που μου βγήκε στην επιφάνεια ήταν η απέχθεια μου για τον πατέρα, που αντί να με ενημερώσει ο ίδιος,  έβαλε τον μπάτλερ να μου τηλεφωνήσει και να μου μεταφέρει την μοιραία είδηση. Έκλεισα το τηλέφωνο και με παγωμένη ματιά κοίταξα τα δυο γυμνόστηθα κορίτσια δίπλα μου που χαζογελούσαν εκνευριστικά με εκείνο το ανόητο και προσωρινό κέφι που φέρνει η μαστούρα μαζί με την αίσθηση ότι όλα στον κόσμο είναι τέλεια και τα προβλήματα ανύπαρκτα. Δεν υπήρχε λόγος να τους πω τι είχε μόλις συμβεί. Ο αδελφός μου, ο μοναδικός μου φίλος είχε εγκαταλείψει τη ζωή, κι εμένα μαζί. Κι αφού αυτός είχε χαθεί κανένας πλέον δεν υπήρχε στον κόσμο αυτό που να με νοιάζει και να με νοιάζεται. Κανένας που να αξίζει να ζει. Και τότε ένιωσα κι εγώ αυτό το τείχος που είχε υψώσει νωρίτερα κι ο αδελφός μου. Από την μία πλευρά του εγώ μονάχος, μετέωρος κι από την άλλη πλευρά όλοι οι άλλοι, όλοι οι εχθροί. Αλλά εγώ δεν σκόπευα να δώσω τέλος στη ζωή μου.

    Τα πράγματα κύλησαν για μένα ως έμελλαν να γίνουν. Την δεύτερη κιόλας μέρα μετά την κηδεία, έκανα τον πρώτο μου φόνο. Δεν ήταν ακριβώς «φόνος» δηλαδή, μιας και το μόνο που έκανα ήταν ότι κάλεσα στο σπίτι τον κτηνίατρο για να κάνει ευθανασία στο αγαπημένο σκυλάκι του Νικόλα.

    «Μα γιατί δεν θέλετε να το δώσετε κάπου αλλού; Είναι κρίμα να το θανατώσουμε το ζωντανό», με παρακάλεσε ο κτηνίατρος, αλλά ήμουν ανένδοτος. Ποτέ μου δεν συμπαθούσα τα ζώα, όπως και τους ανθρώπους άλλωστε, ενώ παράλληλα δεν ήθελα κανείς άλλος να κρατήσει κάτι τόσο προσωπικό απ’ τον Νικόλα. Κι όταν ανήκεις σ’ έναν κύκλο σαν τον δικό μου και σε επισκέπτεται ο κτηνίατρος σου στην Εκάλη, όσο φιλόζωος κι αν είναι ο γιατρός, δεν θα σε απογοητεύσει. Έτσι, παρ’ όλη την καλή υγεία και το νεαρό της ηλικίας του σκύλου, χωρίς πολλές κουβέντες, έγινε η ευθανασία.

    Ο κτηνίατρος μου πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος την ταφή αλλά του ζήτησα να το αφήσει σε εμένα. Κράτησα λοιπόν το πτώμα του σκύλου με σκοπό να το θάψω στον κήπο. Αν και ο κήπος μας είναι αρκετά στρέμματα, επέλεξα να τον θάψω μπροστά στο σπίτι, ακριβώς κάτω από το παράθυρο του δωματίου του Νικόλα, κάτω από το μέρος που έδωσε τέρμα στη ζωή του. Αφού έσκαψα έναν μεγάλο λάκκο, αποκαμωμένος κοίταξα το άμοιρο πτώμα και τότε ένοιωσα ότι κάτι λείπει απ’ αυτό το ιδιόμορφο μνημόσυνο για τον αδελφό μου. Μια τελευταία «πινελιά» είπα, για να ολοκληρώσω το έργο μου. Η θλίψη μου βαθιά, απροσπέλαστη πάγωσε τότε το χρόνο και σ’ ένα από εκείνα τα άξαφνα παιχνίδια του μυαλού, γύρισα πίσω στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, τότε που ήμουν αγνός, τότε που ζωγράφιζα.  Ο πιο αγαπημένος μου ζωγράφος ήταν ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ.

    Πήγα στην κουζίνα και επέστρεψα με ένα μαχαίρι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έσκυψα κι έκοψα το αριστερό αυτί του σκύλου. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μεγάλη περηφάνεια. Όπως τότε που ο δάσκαλος εκφωνούσε το όνομα μου μπροστά σε όλη την τάξη και μου έδινε το βραβείο για τη ζωγραφική μου. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του:

    «Τα συγχαρητήρια μου, κύριε Χατζηιωάννου, για το αριστούργημα σας με θέμα την νεκρή φύση».

    Στη συνέχεια έθαψα το κουφάρι του ζώου ενώ το αυτί το τύλιξα σε μια πετσέτα και το έβαλα στην τσέπη μου. Επιστρέφοντας στο σπίτι είδα το πρόσωπο της μητέρας μου πίσω από το παράθυρο του σαλονιού, που με κοιτούσε με το γνωστό αποχαυνωμένο της ύφος. Είχε δει ότι είχα κάνει αλλά όπως ήταν αναμενόμενο μόλις μπήκα μέσα έστρεψε το βλέμμα της στο πάτωμα χωρίς να πει κουβέντα.

    Αποφάσισα να διατηρήσω το αυτί του σκύλου μέσα σ’ ένα βαζάκι με φορμόλη, κάτι σαν ενθύμιο από τον Νικόλα, και χωρίς να το καταλάβω αυτό το μακάβριο σύμβολο έγινε το αγαπημένο μου αντικείμενο.

    Παρόλο που ο θάνατος ενός μέλους μιας οικογένειας συνήθως φέρνει μεγάλες αλλαγές, ο πατέρας μας επέβαλε σε όλους τη σιωπή γύρω από αυτό το θέμα και την επιστροφή στην καθημερινή ρουτίνα, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό το τραγικό γεγονός.

    «Η ζωή συνεχίζεται», μας είπε ψυχρά, χωρίς καν να προσπαθήσει να κρύψει από το πρόσωπο του μια δόση ανακούφισης, απόλυτα δικαιολογημένης αφού όλοι διακρίναμε πως ένιωθε σαν να του είχε φύγει ένα βάρος με την απώλεια του «ελαττωματικού» του παιδιού.

    Πόσο πολύ μισούσα αυτόν τον άνθρωπο! Το βράδυ, στον ύπνο μου, έβλεπα τον εαυτό μου να σηκώνομαι από το κρεβάτι, να παίρνω και πάλι το μαχαίρι από την κουζίνα, να πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα και εκεί που κοιμάται και ροχαλίζει να του κόβω το αυτί! Έβλεπα αυτό το όνειρο ξανά και ξανά. Πεταγόμουν στον ύπνο μου, αλλά δεν είχα την αίσθηση ότι έβλεπα κάποιον εφιάλτη. Αντίθετα ξυπνούσα με τέτοια ικανοποίηση που ένα βράδυ είχα ακόμη και ονείρωξη. Μισούσα τον πατέρα, μισούσα όλο τον κόσμο, μα πιο πολύ μισούσα τον εαυτό μου που δεν είχε την τόλμη να εκτελέσει αυτήν μου την φαντασίωση.

    Είχα, εδώ και πολλά χρόνια πάψει να πιστεύω σε κάποιον Θεό, κάποια ανώτερη δύναμη που φρόντιζε και αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και είχα χάσει κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κοίταζα μπροστά μου και το μόνο που έβλεπα από τη ζωή μου ήταν να μεγαλώνει ο πόνος, το βασανιστήριο και να με κυριεύει ολόκληρο. Καταλάβαινα ότι μιας και δεν μπορούσα να ξεφύγω από τον πατέρα, έπρεπε να βρω μια άλλη διέξοδο, κάπου να ξεσπάσω τον θυμό και την οργή μου. Διψούσα για εκδίκηση προς αυτόν, αλλά και προς όλους. Καθόμουν ώρες ολόκληρες στο δωμάτιο μου και κοιτούσα το βαζάκι σαν να περίμενα από αυτό να μου δώσει την λύση.

    Και μου την έδωσε. Έρχεται μία στιγμή που η αγανάκτηση ξεπερνάει την λογική κι ενώ γνωρίζεις τις συνέπειες αδιαφορείς.  Γιατί νιώθεις σαν να πνίγεσαι και, τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορείς παρά να αφεθείς στην μοναδική πηγή που σου προσφέρει το πολύτιμο οξυγόνο...

    Το δεύτερο βαζάκι είχε μέσα το αυτί μιας από τις γνωστές μου. Κόρη ενός άλλου εφοπλιστή, που πριν από μερικά χρόνια είχε επιχειρήσει ο πατέρας μου να μου προξενέψει, σε μια προσπάθεια συγχώνευσης των δύο εταιριών. Αν και ποτέ δεν εναντιώθηκα στον πατέρα και ήταν σίγουρο ότι, εάν επέμενε, θα προχωρούσα σε γάμο, η Τζένη διέκρινε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αισθανθώ κάτι παραπάνω γι’ αυτήν κι έτσι φρόντισε από την μεριά της να αντισταθεί στον δικό της πατέρα. Από τότε πάψαμε μεν να είμαστε ζευγάρι, αλλά βλεπόμασταν αραιά και που.

    Από τα σχολικά μου χρόνια διακρινόμουν σε όλα τα τεστ για την ευφυία μου και ήξερα καλά ότι ένα σχέδιο για να πετύχει πρέπει να είναι πολύ απλό. Ένα κρυφό, απόμερο ραντεβού με μια προοπτική επανένωσης, ένας στραγγαλισμός και στη συνέχεια, αφού πρώτα κράτησα το λάφυρό μου, θάψιμο στον όμορφο κήπο μας. Η μητέρα με κοίταζε από το παράθυρο στενοχωρημένη που της κατέστρεφα τις αγαπημένες πολύχρωμες πετούνιες της, αλλά παρόλη την μεγάλη έκταση του κήπου δεν ήθελα να αλλάξω το τελετουργικόˑ Η ταφή έπρεπε να γίνει κάτω από το παράθυρο του Νικόλα, ως ύστατη προσφορά στον αδικοχαμένο αδελφό μου. 

    Το αυτί στο τρίτο βαζάκι ήταν από μια άγνωστη προς εμένα κοπέλα. Απλώς έτυχε να βρίσκεται την λάθος στιγμή στο λάθος μέρος. Η Εκάλη δεν έχει πολυσύχναστους δρόμους κι έτσι δεν μου ήταν δύσκολο να φροντίσω να μη με δει κανείς, όταν την αντίκρισα τυχαία, να περπατάει μόνη στο δρόμο. Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής έχουν βέβαια εγκαταστημένες κάμερες καταγραφής, μέσα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1