Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αστερινή
Αστερινή
Αστερινή
Ebook433 pages5 hours

Αστερινή

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Όλα ξεκίνησαν με ένα μυστηριώδες ναυάγιο που δεν άφησε κανένα ίχνος. Και μετά άρχισαν τα ερωτήματα. Υπάρχουν μαύροι γλάροι; Μπορείς να ταξιδέψεις με το ανέμισμα μιας εσάρπας; Τι είναι το ρήγμα στην άκρη του σύμπαντος; Τι γίνεται η ψυχή όταν το σώμα πεθαίνει; Η Αστερινή και ο παιδικός της φίλος Καρμέλο, με τη συνδρομή δύο ασυνήθιστων γιαγιάδων, θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια περιπέτεια που θα τους φτάσει μακριά, σε κόσμους όπου το Καλό και το Κακό δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμη τους λογαριασμούς τους.

Ο Άρης, δεκαετίες αργότερα, θα βρει ένα βιβλίο γραμμένο από την Αστερινή και, χωρίς να το επιδιώξει, θα γίνει μέρος της ιστορίας της, μαζί με τη φίλη του την Ελένη.

Ο Καίσαρας, ένας πανέξυπνος σκύλος, και η καλύτερή του φίλη, η Κλεοπάτρα, μια γάτα-ντίβα που αρνείται να λερώσει τα πατουσάκια της, αψηφούν τους περιορισμούς, ταξιδεύουν στον χρόνο και μιλούν ανθρώπινα, σε όσους είναι πρόθυμοι να τους ακούσουν.

Μαζί με τους παραπάνω, ένας αιώνια ερωτευμένος παππούς σκαλίζει το παρελθόν που διακόπηκε απότομα, αγωνιώντας να βρει την εξιλέωση.

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 28, 2023
ISBN9789606262357
Αστερινή

Related to Αστερινή

Related ebooks

Reviews for Αστερινή

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αστερινή - Βάνα Πράνταλου

    asterini1_ebook.jpg

    τίτλος συγγράματος: Αστερινή - Ταξίδι στον Κόσμο των Ψυχών

    συγγραφέας: Βάνα Πράνταλου

    έκδοση ebook: Μάιος 2020

    isbn: 978-960-626-235-7

    ο σχεδιασμός του ebook έγινε απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Η Βάνα Πράνταλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεσσήνη.

    Σπούδασε Γαλλική Γλώσσα και Φιλολογία στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε για αρκετά χρόνια. Είναι παντρεμένη και εργάζεται με τον σύζυγό της σε οικογενειακή επιχείρηση. Ζει στις Αλυκές Βόλου με τα τρία τους σκυλιά και τον γάτο τους. Το βιβλίο «Αστερινή – Ταξίδι στον κόσμο των ψυχών», είναι η πρώτη της συγγραφική απόπειρα.

    Στους γονείς μου, Θανάση και Γιαννούλα,

    που μου έμαθαν να αγαπώ τα γράμματα.

    Στον Βασίλη,

    που πάντα στέκεται δίπλα μου.

    Στα παιδιά

    που με καλωσόρισαν στον μαγικό τους κόσμο...

    Θάλεια, Φίλιππε, Ανναστέλλα σας αγαπώ πολύ!

    Γιώργο, Εβελίνα, Θανάση,

    σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας!

    Πρόσκληση

    Οι ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί είναι σαν το καβούκι της χελώνας: βάρος και καταφύγιο. Τις κουβαλάς σε όλη σου τη ζωή και κρύβεσαι στην ασφάλειά τους κάθε φορά που θέλεις να αποδράσεις από την πραγματικότητα. Μερικές φορές νιώθεις τις λέξεις έτοιμες να σκάσουν, σα μπουμπούκια σε ανοιξιάτικο παρτέρι, και τότε αποφασίζεις ν’ ανοίξεις το μυστικό σου κήπο και να επιτρέψεις σε όλους να μυρίσουν τις λέξεις σου, να αγγίξουν τις προτάσεις σου, να ζήσουν τις αναμνήσεις σου. Την ίδια στιγμή όμως φοβάσαι, τρέμεις μήπως βοριάδες και καταιγίδες σου καταστρέψουν το δημιούργημα, διστάζεις και αναβάλλεις. Κι έτσι περνούν τα χρόνια, ο κήπος μεταμορφώνεται σε λόγγο και το καβούκι σου γίνεται βαρύτερο, σε σώμα κάθε χρόνο πιο αδύναμο.

    Όχι άλλο πια… Το βάρος είναι μισό και η χαρά διπλή όταν μοιράζεται. Μόνο κέρδος μπορώ να έχω ανοίγοντας την ψυχή μου. Οι φίλοι θα με τιμήσουν πρώτοι, θ’ ακολουθήσουν οι γνωστοί, μετά θα έρθουν κι άλλοι. Μαζί θα καθίσουμε στο γρασίδι κι απλά θα απολαύσουμε. Για την ίαση της ψυχής...

    Πρώτα όμως θα ταξιδέψω στο χρόνο, θα ανοίξω μπαούλα, θα τραβήξω συρτάρια, θα ξεθάψω κλειδιά και θα βάλω τα πάντα σε τάξη. Είναι όλα τόσο μπερδεμένα και ανάκατα, που χρειάζεται ένας μάγος για να τα βάλει σε σειρά. Αλλά ποιος είπε ότι εγώ είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος;

    Το Ναυάγιο

    Με λένε Αστερινή. Όταν γεννήθηκα όλοι είπαν ότι ήμουν πολύ όμορφο μωρό, σαν αγγελάκι σε πίνακα ζωγραφικής. Και να το πρώτο περίεργο: ποιος δίνει τέτοιο όνομα στο παιδί του;

    Τα παράξενα γεγονότα με συνοδεύουν από τη στιγμή που γεννήθηκα, αλλά αυτό είναι αναμενόμενο μιας και οι γιαγιάδες που με μεγάλωσαν δεν αποτελούσαν τυπικά δείγματα γιαγιάδων. Στην ίδια κατηγορία των ασυνήθιστων ανθρώπων ανήκαν και οι γονείς μου, που δεν τους γνώρισα. Οι γιαγιάδες πάντα τους χαρακτήριζαν «ξεχωριστούς» αλλά όταν έλεγαν αυτή τη λέξη εννοούσαν «πολύ διαφορετικοί από τους συνηθισμένους ανθρώπους». Ας αρχίσω από την αρχή όμως…

    Όλα ξεκίνησαν με ένα ναυάγιο. Την αποφράδα εκείνη μέρα, ένα μικρό κρουαζιερόπλοιο, η «Γαλάζια Πόλη», ταξίδευε κάπου στα νερά της Μεσογείου με οχτακόσιους επιβαίνοντες, πλήρωμα και ταξιδευτές, σε μια κρουαζιέρα αναψυχής. Χαρούμενα πρόσωπα, γέλιο, διασκέδαση, ασημογάλαζα νερά, όλα όπως πρέπει να είναι σε ένα καλοκαιρινό ταξίδι διακοπών. Ανάμεσα στους άλλους, στο πλοίο ταξίδευαν οι γονείς μου και μαζί τους εγώ, σε ηλικία βρεφική.

    Το δεύτερο περίεργο ξεκινά εδώ. Έχω αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα, αν και ήμουν μόνο έξι μηνών. Θυμάμαι το εκρηκτικό γαλάζιο του ουρανού, το απαλό κύμα που μουρμούριζε το αιώνιο τραγούδι της θάλασσας και, το πιο σημαντικό, θυμάμαι τη μυρωδιά των γονιών μου και την απαλότητα των χεριών τους, καθώς με αγκάλιαζαν προστατευτικά. Νιώθω μέσα μου πως με αγαπούσαν πολύ, έστω κι αν δεν πρόλαβα να γευτώ την αγάπη τους. Ακόμη έχω στ’ αυτιά μου το νανούρισμα της μαμάς μου: «Κοιμήσου, αγγελούδι μου…». Και θυμάμαι με χαρά και λύπη την ευχαρίστηση που ένιωθα όταν ο μπαμπάς με πετούσε ψηλά για να με ακούσει να γελάω.

    Το κακό κανείς δεν ξέρει πώς άρχισε. Μέχρι σήμερα το μυστήριο εξακολουθεί να είναι μυστήριο και, όπως φαίνεται, θα παραμείνει. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν για την εξαφάνιση ενός κρουαζιερόπλοιου, του οποίου ελάχιστα απομεινάρια βρέθηκαν να επιπλέουν στη θάλασσα, και 799 αγνοούμενους. Εγώ θυμάμαι ένα τεράστιο σχηματισμό που έμοιαζε, αλλά δεν ήταν, κύμα. Ήταν ένας μεγάλος αέρινος όγκος με βαθύ μπλε χρώμα, που εγκλώβισε το πλοίο, το σήκωσε ψηλά και το κατάπιε. Δεν ξέρω κάτι παραπάνω, δεν γνωρίζω λεπτομέρειες, κανονικά ούτε αυτό θα έπρεπε να θυμάμαι. Α όχι, να κάτι που αναδύθηκε από τις μπερδεμένες μου αναμνήσεις μόλις τώρα: δεν ένιωσα να κατακλύζει ο φόβος τους γονείς μου, θυμάμαι μόνο να ψάχνουν μέσα στην τεράστια τσάντα της μαμάς και μετά τίποτα… Σκοτάδι.

    Όπως μου διηγήθηκαν οι γιαγιάδες όταν μεγάλωσα, δυνάμεις του Λιμενικού και του Ναυτικού έψαχναν επί μήνες να ανακαλύψουν ίχνη του ναυαγίου. Δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα, πέρα από κάποια μικρά, επιπλέοντα κομμάτια μετάλλου. Όταν μαθεύτηκε για το περίεργο φαινόμενο που αφάνισε το πλοίο, οι δορυφόροι πρόβαλαν τις εικόνες μιας σκούρας σφαίρας -νερού ή αέρα;- να στροβιλίζεται πάνω στη γαλήνια θάλασσα, αλλά πέρα από αυτό μηδέν. Το πιο περίεργο ήταν ότι δεν βρέθηκε ποτέ κανένας από τους εξαφανισμένους επιβαίνοντες. Δεν ήταν Τιτανικός, δεν σώθηκαν κάποιοι τυχεροί, δεν ξεβράστηκαν σε ακτές άλλοι, δεν περισυνέλεξαν ποτέ επιπλέοντα πτώματα.

    Μετά από λίγο καιρό, ήταν σαν αυτό το πλοίο να μην υπήρξε ποτέ. Οι επιστήμονες σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Αργότερα, οι αρχές παραιτήθηκαν από την έρευνα και το ανεξήγητο δυστύχημα αφέθηκε να σβηστεί από τη συλλογική μνήμη. Ύστερα από χρόνια, κανείς δε μιλούσε για το τραγικό γεγονός. Το μυστηριώδες ναυάγιο είχε μεταλλαχθεί σε ένα συμβάν με σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις και, ως εκ τούτου, οι παραφιλολογίες που έδιναν κι έπαιρναν είχαν αφαιρέσει πολλή από τη σοβαρότητα με την οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται το δυστύχημα. Η έλλειψη πληροφόρησης, η μειωμένη προβολή και η αναποτελεσματικότητα των ερευνών βύθισαν το ναυάγιο για δεύτερη φορά... Στη λήθη.

    Μία από τις φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συνωμοσιολόγους έλεγε ότι οι συγγενείς των θυμάτων αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα, με τον όρο να συμμετέχουν σε προγράμματα αποκατάστασης ψυχικής ισορροπίας, που περιλάμβαναν μαζικές συνεδρίες σε μυστικές κυβερνητικές εγκαταστάσεις. Υπήρχε όρος στο συμβόλαιο των συμμετεχόντων που όριζε ότι ποτέ δε θα αποκαλύψουν την τοποθεσία και όσα διαμείβονταν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων. Οι διαδίδοντες τις φήμες υποστήριζαν ότι πολλές χώρες συνεργάστηκαν σε αυτό το πρόγραμμα, διάρκειας έξι μηνών. Τα επίσημα νέα μιλούσαν για τις άοκνες προσπάθειες των κρατών, που οι πολίτες τους είχαν πληγεί από την τραγωδία, να απαλύνουν τις πληγές τους από τις τραγικές απώλειες των αγνοουμένων και να τους βοηθήσουν, μέσω αποζημιώσεων, να συνεχίσουν τις ζωές τους.

    Πολλά χρόνια αργότερα, όταν κατάφερα να βρω σκόρπιες δημοσιεύσεις και φωτογραφίες για το γεγονός, κανείς δε θυμόταν τίποτα. Όσο κι αν συζήτησα με φίλους και γνωστούς, κανείς δεν ήξερε κάτι γι’ αυτό το τραγικό δυστύχημα. Έτσι, λοιπόν, έχουμε ένα εξαφανισμένο κρουαζιερόπλοιο με 799 επιβαίνοντες και τον οκτακοσιοστό να πλέει κάπου στη μέση της θάλασσας, μέσα σε ένα φουσκωτό παιδικό σωσίβιο. Έτσι σώθηκα από το ναυάγιο εγώ…

    Η Διάσωση

    Στην αρχή δεν κατανοούσα πώς και γιατί σώθηκα εγώ, από όλους τους άτυχους επιβάτες και το πλήρωμα του πλοίου. Δεν έχω καμία ανάμνηση από τη διάσωσή μου. Το μόνο που θυμάμαι αμυδρά είναι οι αγωνιώδεις κινήσεις του μπαμπά και της μαμάς, όπως έψαχναν να βρουν κάτι μέσα στην τσάντα της. Απ’ ό,τι μου είπαν οι γιαγιάδες, με βρήκε ένας ψαράς, ο καπετάν Θαλάσσης, στα ανοιχτά του Ιονίου. Δεν έκλαιγα, δεν είχα τραύματα, ήμουν σα να με είχαν βγάλει μόλις από την πισίνα. Πάνω στο σωσίβιό μου ήταν δεμένο ένα πλαστικό σακουλάκι, με ένα σημείωμα που έγραφε: «Ήμασταν στη Γαλάζια Πόλη. Φροντίστε η κόρη μας να πάει στις γιαγιάδες της και να ανατραφεί όπως αυτές ξέρουν. Αστέριος-Ουρανία».

    Ο καπετάν Θαλάσσης όταν με βρήκε πίστεψε στα θαύματα, γιατί η σωτηρία μου και η καλή μου κατάσταση δεν εξηγούνταν διαφορετικά. Μου έλεγε συχνά: «Το θαύμα σε σημάδεψε από τα μικράτα σου, σου χάρισε τη ζωή, και η ζωή σού χάρισε το θαύμα της. Να θυμάσαι ότι εσύ κι αυτό πάτε χέρι χέρι πια, μέχρι το τέλος».

    Όταν με βρήκε λοιπόν ο καλός ψαράς, με έβαλε στη βάρκα του, με τύλιξε σε ένα μάλλινο πουλόβερ και η βαρκούλα του έγινε άνεμος πάνω στη γυάλινη επιφάνεια της θάλασσας. Υπάκουσε κι αυτή στο θαύμα και πέταξε σχεδόν πάνω στο αρυτίδωτο νερό, με μια ταχύτητα που ο καπετάν Θαλάσσης δε θυμόταν να έχει ξαναπιάσει ποτέ. Όταν έφτασε κοντά στην ακτή πήδηξε στο νερό βαστώντας με προσεκτικά και τσαλαβουτώντας στα νερά, έτρεξε στην κυρά του. Έξω από το σπίτι του άρχισε να φωνάζει σαν παλαβός:

    -Καπετάνισσα, τρέξε! Τρέξε και φέρε κουβέρτες, φέρε γάλα, φέρε ό,τι να ‘ναι. Σου έφερα ένα δώρο από τη Μεγάλη Κυρά.

    - Τι ‘ναι, βρε τρελοκαπετάνιε; Θα βάλεις τις τσιπούρες να κοιμηθούνε σε κουβέρτες και θα τις ποτίσεις με γάλα; Τρελάθηκες τελείως;

    - Ποιες τσιπούρες; Γοργόνα σου έφερα, γοργόνα που τη γέννησε η θάλασσα και την έφερε σε μας.

    - Αχ, Θαλάσση μου, νηστικοί θα μείνουμε σήμερα με τις παλαβομάρες που λες.

    - Θα μας χορτάσει το θαύμα, μη φοβάσαι.

    Με την τελευταία λέξη, άνοιξε το κουβαριασμένο πουλόβερ και η καπετάνισσα ήρθε αντιμέτωπη με την έκπληξη. Η ίδια μού είχε εξομολογηθεί: «Όταν ξετύλιξε το πουλόβερ, ένα χρυσό φως έλουζε το προσωπάκι σου, σα φωτοστέφανο. Γελούσες και πείραζες τα γένια του Θαλάσση που κι εκείνος έλαμπε, σα να είχε κατέβει από τους κομήτες. Τα μαλλιά σου ήταν τόσο φωτεινά σα να είχαν πάρει φωτιά, αλλά τι λέω, είχαμε πάρει όλοι φωτιά. Ήμασταν σε ένα μαγικό κύκλο, εσύ, ο Θαλάσσης κι εγώ. Νιώθαμε ότι το θαύμα μάς είχε αγγίξει, όπως κι εσένα. Η ζωή ποτέ πια δε θα ήταν ίδια. Ο καημένος ο καπετάνιος σε κοιτούσε και έλιωνε από αγάπη. Κάθε σου χάδι ήταν σα να του χάριζε δέκα χρόνια ζωής. Εκεί, όπως σε κρατούσε, τον είδα να γίνεται νέος ξανά, φύγανε οι ρυτίδες, δραπέτευσαν τα χρόνια από την πλάτη του και κύλησαν στο χώμα. Του φώναξα:

    -Θαλάσση, έγινες νέος ξανά!

    Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα μου έπεσε στα χέρια μου, που τα είχα απλώσει να σε πιάσω, και ξεφώνισα:

    -Παναγιά μου, έγινα κοπέλα!

    Τα μαλλιά μου ήταν πάλι μαύρα και μακριά ως τη μέση. Μείναμε λίγες στιγμές και οι τρεις ακίνητοι να χαζεύουμε τα παιχνίδια του χρόνου που πήγαινε και ερχότανε, και συ γελούσες στη μέση ακτινοβολώντας ζωή».

    Πόση αγάπη ένιωσα να παίρνω από αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Σα σφουγγάρι ρουφούσα τη λατρεία που μου έδειχναν κι αυτή η αγάπη καθαγίαζε τα γερασμένα πρόσωπά τους, λείαινε τις ρυτίδες τους και τους σκέπαζε με ένα φως τόσο δυνατό, που μόνο τα νιάτα έχουν. Με κράτησαν λίγο καιρό και κάθε βράδυ που με έβαζαν για ύπνο, διάβαζαν ξανά και ξανά το σημείωμα στο φως μιας λάμπας και τότε τα νιάτα τούς εγκατέλειπαν, γιατί ήξεραν πως έπρεπε να με δώσουν εκεί που έλεγε το χαρτί. Και δεν το ήθελαν καθόλου, όμως ήξεραν πως η Μεγάλη Κυρά είχε τον πρώτο λόγο και έπρεπε να κάνουν αυτό που τους πρόσταζε. Έτσι, με πόνο καρδιάς, με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται.

    Ήταν θέμα χρόνου να βρεθώ με τις γιαγιάδες μου. Έχω ακόμα την ανάμνηση της θλίψης του ζευγαριού όταν με ακουμπούσαν στα χέρια της γιαγιάς Έλλης. Το φως γύρω τους είχε σβήσει και οι καρδιές τους είχαν φορτωθεί όλες τις νύχτες του χειμώνα. Όταν τους αφήσαμε κρατούσαν τα χέρια κι έμοιαζαν σαν ξερόκλαδα που αγκαλιάζονται για να μη σπάσουν, την ώρα που η θύελλα λυσσομανάει γύρω τους. Η γιαγιά Έλλη είχε υποσχεθεί να μη χαθούν, αλλά ποιος δίνει πίστη στα λόγια μιας πρωτευουσιάνας;

    Δεν τους συνάντησα πολλές φορές στη ζωή μου, δεν πρόλαβα κιόλας με όσα συνέβησαν. Πάντα όμως ήταν δίπλα μου και πάντα εγώ δίπλα τους, όσο κι αν μας χώριζαν τα χιλιόμετρα, και τελικά ήταν αυτοί που πάλι έστρωσαν το δρόμο της σωτηρίας μου, όταν η ζωή μου παιζόταν κορώνα-γράμματα. Το αποτύπωμά τους πάνω στη γη ήταν ένα ίχνος αγάπης και ελπίδας σε έναν κόσμο γεμάτο πίκρα. Ακόμα κι όταν δεν το επιδίωκαν, απ’ όπου κι αν περνούσαν φύτρωνε ο σπόρος του καλού. Ήταν το θαύμα που τους είχε αγγίξει ή το θαύμα ήταν η ύπαρξή τους;

    Η Βάπτιση

    Οταν ήρθε η ώρα να μου δώσουν το όνομά μου, οι γιαγιάδες αποφάσισαν ότι θα ήταν ασέβεια να μη ζητήσουν και τη γνώμη του ανθρώπου που του χρωστούσα τη ζωή. Έτσι, συναντηθήκαμε ξανά με το αγαπημένο ζευγάρι, ένα χρόνο σχεδόν μετά τη σωτηρία μου.

    Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, οι γιαγιάδες ήθελαν ένα όνομα που να περικλείει μέσα του την ψυχή των γονιών μου, που είχαν χαθεί ξαφνικά και τόσο νέοι. Η μητέρα μου ήταν ένα αερικό, ήταν πλάσμα του ουρανού και των αστεριών. Η γιαγιά Αύρα, η μαμά της, μου έλεγε ότι έσερνε πίσω της μια αύρα σαν την ουρά του κομήτη, που ώρες ώρες την κύκλωνε και νόμιζες ότι και η ίδια ήταν ένα ουράνιο σώμα, σε έναν γαλαξία που στροβιλιζόταν στο δικό του ρυθμό, αποκομμένος από το υπόλοιπο σύμπαν. Η μητέρα μου δεν ζούσε χωρίς ουρανό. Το γαλάζιο του ήταν ο καμβάς που κεντούσε τα όνειρά της. Η απεραντοσύνη του δεν της έφτανε για να περιγράψει το μέγεθος της ευτυχίας, όταν ξαπλωμένη στην παραλία παρατηρούσε τα αφράτα συννεφάκια και μάντευε με τι μοιάζουν. Όταν ήταν μικρή, οι γονείς της της είχαν αγοράσει ένα τηλεσκόπιο και η μαμά μου μόνο που δεν κοιμόταν μαζί του. Περνούσε νύχτες ολόκληρες χαζεύοντας τ’ αστέρια και χαρίζοντάς τους ονόματα δικής της έμπνευσης. Ο πατέρας της προσπάθησε να την κατευθύνει προς την επιστήμη της αστρονομίας αγοράζοντάς της βιβλία, αλλά η μαμά μου αρνήθηκε. Ο ουράνιος θόλος ήταν γι’ αυτήν ένα μυστήριο που ήθελε να το εξερευνήσει, όχι κάτω από το πρίσμα της λογικής και της επιστήμης, αλλά μέσα στα δικά της ποιητικά και μυθικά πλαίσια. Η μαμά δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ επιστήμων, η μαμά ήταν μια νεράιδα του ουρανού.

    Ο πατέρας μου, από την άλλη, ήταν ο γιος της θάλασσας, το καμάρι της και ο χαϊδεμένος της. Η γιαγιά Έλλη έλεγε ότι, μωρό ακόμη, το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν μια μάσκα με αναπνευστήρα που του είχαν δωρίσει. Ο πατέρας μου ένιωθε τη θάλασσα για σπίτι του. Χανόταν στην αγκαλιά της με τις ώρες, χαζεύοντας τη ζωή που ανακάλυπτε κάτω από την άμμο και ανάμεσα στα βότσαλα. Αισθανόταν σα να λάμβανε μέρος σε ένα μυστικό διάλογο με τα πλάσματα του βυθού, έμψυχα και άψυχα, και δεν τα διαχώριζε, γιατί γι’ αυτόν η θάλασσα ήταν μια ζωντανή και πανέμορφη γυναίκα και ό,τι ζούσε μέσα της είχε ζωή. Όταν μεγάλωσε, ο μπαμπάς ξεκίνησε τις καταδύσεις και τότε ήταν που έχασε το μυαλό του από έρωτα. Ερωτεύθηκε με πάθος τον πολύχρωμο υποθαλάσσιο κόσμο, που του αποκαλυπτόταν πρόθυμα σε κάθε αναζήτηση. Δεν υπήρχε σπηλιά που να μην έχει εξερευνήσει και ναυάγιο που να μην έχει ακουμπήσει τα σκουριασμένα απομεινάρια του. Η μαμά, πριν παντρευτούν, του είχε κάνει δώρο ένα χαριτωμένο κάδρο: δύο αστερίες στο βυθό της θάλασσας, που είχαν πλέξει τα πόδια τους προχωρώντας πάνω σε ένα αμμουδερό λοφάκι. Για τον μπαμπά αυτό ισοδυναμούσε με πρόταση γάμου που την έκανε αμέσως δεκτή.

    Αυτά κουβέντιαζαν οι γιαγιάδες με τον καπετάνιο, στην αυλή του σπιτιού του, όταν ο Θαλάσσης πετάχτηκε όρθιος. «Θα το πούμε Αστερινή το κορίτσι! Βάλε τ’ αστέρια του ουρανού, βάλε και τους αστερίες του βυθού, όλα μαζί σε ένα όνομα. Αστερινή θα τη φωνάξουμε γιατί είναι ένα μαγικό όνομα ταιριαστό σ’ ένα μοναδικό πλάσμα, που θα κλείνει μέσα του τον ουρανό και τη θάλασσα, την ψυχή της μάνας του και του πατέρα του, το σύμπαν ολόκληρο».

    Έτσι με βάφτισαν Αστερινή σ’ ένα εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, προστάτη των θαλασσινών, στο χωριό του καπετάνιου, με τον ίδιο νονό μου. Τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δεν με άφησε να τον πω νονό, τον φώναζα κι εγώ όπως κι οι άλλοι «καπετάνιο». Αυτή ήταν η επιθυμία του και τη σεβάστηκα. Μου εξηγούσε ότι η προσφώνηση «καπετάνιος» τον έκανε περήφανο και γεμάτο ζωή κι όταν τον φώναζα έτσι ισοφάριζα τη ζωή που μου έσωσε. Οπότε για μένα έμεινε για πάντα ο καπετάν Θαλάσσης.

    Με βάφτισαν δύο φορές, ευτυχώς με το ίδιο όνομα, άλλο ένα από τα παράξενα γεγονότα της ζωής μου. Την προηγουμένη της βάφτισής μου στην εκκλησία, ο καπετάνιος ζήτησε από τις γιαγιάδες την άδεια για να με πάρει μαζί του μια βόλτα στη θάλασσα. Οι γιαγιάδες, γνωρίζοντας από τι κακό είχα γλιτώσει ήδη, δεν φοβήθηκαν και με εμπιστεύτηκαν στο σωτήρα μου. Τα κύματα με αγαπούσαν, είπαν, όταν με βόλεψαν στη βαρκούλα του νονού μου. Όταν απομακρυνθήκαμε ο καπετάνιος με τύλιξε σε ένα μεταξωτό ύφασμα, που μάλλον είχε βουτήξει από τα προικιά της γυναίκας του, και με απίθωσε σ’ ένα μεγάλο καλάθι, που είχε στρώσει με μαλακά πανιά. Με πήγε σε μια μικρή παραλία όπου τα βράχια σχημάτιζαν μικρούς λάκκους γεμάτους θαλασσινό νερό, σαν κολυμπήθρες. Εκεί, ο καπετάνιος με βάφτισε πρώτη φορά, βουτώντας με στο αστραφτερό γαλάζιο. Στην προσευχή του παρακάλεσε τη θάλασσα να μη θυμώσει που δε με χαρίζει μόνο σε κείνη αλλά και στον ουρανό, γιατί έτσι ήταν δίκαιο. Η θάλασσα με είχε σώσει αλλά και ο ουρανός είχε βάλει τους ανέμους μέσα στο ασκί του, οπότε δεν θα ήταν σωστό να μην αποδώσει και σ’ αυτόν τις τιμές που του άρμοζαν. Έτσι ακούστηκε για πρώτη φορά το όνομά μου, με ένα βούτηγμα στον αφρό της θάλασσας και με ένα πέταγμα στον καλοκαιρινό αέρα.

    Οι Γιαγιάδες

    Οι γιαγιάδες, αν και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, έζησαν ένα βίο παράλληλο. Ήταν μια ζωή συναρπαστική, γεμάτη ευχάριστα απρόοπτα αλλά και γεγονότα ισοπεδωτικά. Είδαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους να χάνονται και όταν έγινε αυτό, αντί να βουλιάξουν στην απογοήτευση, ένωσαν τις δυνάμεις και τις μοναξιές τους για να μεγαλώσουν εμένα, ώστε να μην καταλήξω σε κάποιο ίδρυμα όπου κανείς δεν θα κατανοούσε τις ιδιαιτερότητες και την κληρονομιά που κουβαλούσα. Είχαν και οι δύο τόσο έντονη παρουσία, που ακόμη και σήμερα μπερδεύομαι και δεν ξέρω αν στέκονται δίπλα μου ή με ξεγελά η φαντασία μου. Ο ενεστώτας ανακατεύεται με τον παρατατικό και τον αόριστο, αλλά κάπως έτσι αισθάνομαι κι εγώ μονίμως, για όλα.

    Η γιαγιά Έλλη, η μητέρα του μπαμπά μου, δεν ήταν καθόλου κλασική γιαγιά. Νέα, μοντέρνα και πάντα σε άλλη διάσταση, δεν ήταν από τις γιαγιάδες που διαβάζουν παραμύθια μπροστά στο τζάκι στα εγγονάκια τους. Ταξίδευε σε όλο τον κόσμο και στα περισσότερα ταξίδια με έπαιρνε μαζί της -με έναν αλλόκοτο τρόπο η αλήθεια είναι- από τότε που ήμουν μωρό. Πράγμα περίεργο, τα χρήματα ποτέ δεν της τελείωναν. Η γιαγιά Έλλη είχε μια μεγάλη συλλογή από εσάρπες, μια ντουλάπα ολόκληρη, και δεν άφηνε κανέναν να τις αγγίξει, ούτε εμένα. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου τις χάριζε όλες όταν θα πήγαινε να συναντήσει τον παππού και το γιο της, αλλά εγώ δεν ήθελα να πεθάνει κι ας μην άγγιζα ποτέ το θησαυρό της.

    Η γιαγιά Αύρα, η μητέρα της μαμάς μου, επίσης με τον τρόπο της δεν ήταν μια συνηθισμένη γιαγιά. Μιλούσε με τα πουλιά, διάβαζε τόνους βιβλία, διάβαζε και τις επιθυμίες στα μάτια μου και τις πραγματοποιούσε, όταν δεν έκαναν κακό στην υγεία και την ανατροφή μου. Ήταν πιο μεγάλη από τη γιαγιά Έλλη, αλλά ο χρόνος δεν ήταν κάτι που την απασχολούσε. Όταν έχασε τον άντρα της και την κόρη της, η έννοια του χρόνου έγινε γι’ αυτήν ακόμα πιο σχετική απ’ ό,τι ήταν κι έτσι δεν θεωρούσε παράξενο να κοιμάται το πρωί και τη νύχτα να φτιάχνει γλυκά και κουλουράκια.

    Πάνω απ’ όλα, οι γιαγιάδες μου ήταν μια όαση αγάπης, ένας σταθμός ανεφοδιασμού τρυφερότητας και σοφίας. Και οι δύο, παρά τις πίκρες των βαριών απωλειών τους, ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τη ζωή, ποτέ δεν παραπονέθηκαν για τη μοίρα τους, ποτέ δεν ζήλεψαν τη ζωή κάποιου άλλου. Μάλλον οι ζωές τους ήταν γεμάτες από μικρά θαύματα που τους επιβεβαίωναν καθημερινά ότι τίποτα και κανένας δεν πεθαίνει, απλά αλλάζει μορφή και διαιωνίζει την ύπαρξή του διαφορετικά. Ούτως ή άλλως, η ψυχή μας δεν είναι ορατή ακόμα και όταν ζούμε, άρα πώς ξέρουμε ότι πεθαίνει, αφού ποτέ δεν τη βλέπουμε; Μπορεί να υπάρχει κάπου και να συνεχίζει την κοσμική της πορεία χωρίς σάρκα ή να βρίσκει καταφύγιο σε άλλο σώμα, καινούριο και διαφορετικό. Οι γιαγιάδες, για να μην πονούν, είχαν επιλέξει να πιστεύουν την τελευταία εκδοχή και, εφόσον ζούσαν καλά, εγώ χαιρόμουν γι’ αυτές και δε μου έπεφτε λόγος.

    Οι παππούδες μου «έφυγαν» την ίδια ημέρα που χάθηκαν οι γονείς μου στο ναυάγιο. Δεν άντεξαν την απώλεια και πέταξαν μαζί, την ώρα που έπαιζαν χαρτιά κι άκουσαν την είδηση από την τηλεόραση. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πόση ψυχική δύναμη ξόδεψαν οι γιαγιάδες για να αντεπεξέλθουν στο διπλό χτύπημα. Δεν θέλω να προσπαθήσω καν, φοβάμαι να το συλλογιστώ.

    Μετά τα τραγικά γεγονότα, ένωσαν τις απώλειές τους και αποφάσισαν να συγκατοικήσουν και να με μεγαλώσουν από κοινού. Καθώς δεν άντεχαν να ζουν σε σπίτια όπου οι αναμνήσεις ξεμύτιζαν από κάθε χαραμάδα και αναδύονταν βασανιστικά μαζί με οικείες αλλά χαμένες μυρωδιές, πούλησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν κι έφυγαν από την πόλη, για να κάνουμε όλοι μαζί μια νέα αρχή σε ένα καινούριο σπίτι που δε θα τις έδενε με το παρελθόν.

    Το Σπίτι

    Το καινούριο σπίτι ήταν σε μια μικρή παραλιακή πόλη. Για να λέμε την αλήθεια ήταν στην άκρη της πόλης, στην κορυφή ενός λόφου με καταπράσινα πεύκα και με τη θάλασσα να ξεδιπλώνεται στην κόψη του, σαν ιστορία δίχως τέλος.

    Το σπίτι μας δεν γειτόνευε με άλλο, ήμασταν κοντά αλλά ταυτόχρονα μακριά από την πόλη. Στα διακόσια μέτρα από τους πρόποδες του λόφου, άρχιζαν να διακρίνονται οι αυλές των άλλων σπιτιών, χρωματιστές και γεμάτες λουλούδια. Όποιος ήθελε να μας επισκεφτεί έπρεπε να ανηφορίσει τον χωματόδρομο που ανέβαινε στριφογυριστά το λόφο, πράγμα που αποθάρρυνε τις κοινωνικές επισκέψεις. Στα πλαϊνά του χωματόδρομου που έφτανε μέχρι το σπίτι μας, πεύκα και κυπαρίσσια δημιουργούσαν με τις απρόβλεπτες σκιές τους ένα σκηνικό απόκοσμο για όποιον δεν έχει μάθει να ζει στη φύση, αλλά εμένα μου φαινόταν παράδεισος. Ήταν φανερό ότι οι γιαγιάδες είχαν επιλέξει να με μεγαλώσουν μέσα σε ένα προστατευμένο περιβάλλον διακριτικής απομόνωσης.

    Το σπίτι μας είχε δύο ορόφους. Στον επάνω όροφο υπήρχαν τα τρία υπνοδωμάτια. Το δικό μου είχε ένα μεγάλο γραφείο όπου οι γιαγιάδες μού έκαναν μαθήματα, γιατί ως τα οκτώ μου χρόνια δεν πήγαινα σχολείο. Ήθελαν να μεγαλώσω πρώτα και να δυναμώσει ο χαρακτήρας μου, πριν με ρίξουν στην αρένα της κοινωνικής ζωής. Επίσης ήθελαν να έχω τις καλύτερες δυνατές βάσεις, ώστε να μην υπάρχει τίποτα για το οποίο θα μπορούσε κάποιο άλλο παιδί να με κοροϊδέψει. Άδικα ανησυχούσαν, όλοι οι συμμαθητές μου ήταν καλοί, αν και δεν έκανα ποτέ αυτό που λέμε κολλητούς φίλους... εκτός από τον Καρμέλο.

    Στο δωμάτιο της γιαγιάς Έλλης υπήρχε ένα μεγάλο και συναρπαστικό μυστήριο που προκαλούσε τη φαντασία μου σε πνευματικές ακροβασίες, τις ώρες που δε με έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν ένα μικρότερο δωμάτιο μέσα στο δωμάτιο, ένας χώρος που η γιαγιά έλεγε ότι ήταν ντουλάπα και όπου χανόταν με τις ώρες. Το δωμάτιο αυτό, πάντα κλειδωμένο, ήταν το απωθημένο μου. Είχα σκεφτεί πολλές φορές να παραβιάσω το άδυτο αλλά ήταν αδύνατο, η γιαγιά πάντα κουβαλούσε το κλειδί πάνω της. Φυσικά, ποτέ δεν πίστεψα ότι η γιαγιά Έλλη περνούσε τις ώρες της εκεί μέσα δοκιμάζοντας τις καινούριες και τις παλιές της εσάρπες, όπως έλεγε ότι έκανε, αλλά όσες φορές κι αν τη ρώτησα απέφευγε ν’ απαντήσει.

    Στο δωμάτιο της γιαγιάς Αύρας δέσποζε μία τεράστια βιβλιοθήκη, που κάλυπτε απ’ άκρη σ’ άκρη τον έναν τοίχο του δωματίου της. Βιβλία κάθε είδους, μεγέθους και εμφάνισης ισορροπούσαν με μια ισορροπία του τρόμου στα βαρυφορτωμένα ράφια της, απειλώντας να πέσουν στο παραμικρό κούνημα. Ξεχωριστή θέση στα ράφια κατείχαν κάτι ξεφτισμένοι τόμοι που η γιαγιά είχε τοποθετήσει έτσι, ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση. Η γιαγιά Αύρα δε με άφησε ποτέ να αγγίξω τα συγκεκριμένα βιβλία, μου έλεγε ότι αν τα άνοιγα θα καταστρέφονταν αυτοστιγμεί. Υποστήριζε ότι οι σελίδες τους ήταν ζωντανές κι αν τις άγγιζαν χέρια που δεν ήταν εξουσιοδοτημένα, θα γίνονταν στάχτη. Όταν της ζητούσα να μου τα διαβάσει η ίδια, χωρίς εγώ να αγγίξω τίποτα, μου έλεγε ότι η ιστορία τους δεν είχε ακόμα επίλογο, άρα δε θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να ξεκινήσουμε κάτι που θα με αφήσει με πολλά ερωτηματικά στο τέλος. Το μόνο σχετικό που μου είχε αποκαλύψει ήταν ότι αυτά τα παλιά βιβλία αντιπροσώπευαν έναν κύκλο που θα έκλεινε όταν κάποιος έγραφε τον επίλογο. Ποιος μπορούσε να μπει στο μυαλό της γιαγιάς Αύρας για να καταλάβει τι εννοούσε; Κανένας… Πάντως στα υπόλοιπα βιβλία είχα απεριόριστη πρόσβαση, όπως και στην κουνιστή της πολυθρόνα, όταν δεν την είχε πάρει ο ύπνος πάνω της, διαβάζοντας.

    Στον κάτω όροφο ήταν η κουζίνα, το καθιστικό και ο ξενώνας. Το καθιστικό ήταν μεγάλο και άνετο, γεμάτο όμορφα χρώματα από την παλέτα του μπλε και πινελιές λευκές. Στη μια του γωνία ήταν το τζάκι, που γινόταν το κέντρο της ζωής μας τους κρύους μήνες. Απέναντι από το τζάκι, ένας μεγάλος και άνετος καναπές που σε προκαλούσε να χωθείς μέσα του και να χαθείς ανάμεσα στα μαλακά μαξιλάρια. Μια πολυθρόνα δίπλα του, που άνετα χωρούσε δυο μικροκαμωμένα άτομα, συμπλήρωνε το ζεστό σκηνικό, που έγινε το καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων. Το παλαιωμένο ξύλινο πάτωμα και το φθαρμένο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ, μαρτυρούσαν ότι το κτίριο στεκόταν εκεί πολλές δεκαετίες πριν το κατοικήσουμε εμείς κι αυτή η παλαιότητα μου άρεσε. Οι ζωές που είχε ζήσει το σπίτι τού είχαν χαρίσει ψυχή που είχε ποτίσει όλες του τις επιφάνειες. Μια μεγάλη μπαλκονόπορτα, με τα πατζούρια πάντα ανοιχτά για να μπαίνει άπλετο το φως, οδηγούσε από το καθιστικό στην υπαίθρια βεράντα με το βαρύ μοναστηριακό τραπέζι και τους πάγκους από τη μια και από την άλλη πλευρά του. Όταν ο καιρός το επέτρεπε, ξεχνούσαμε το καθιστικό και βγαίναμε έξω στον καθαρό αέρα. Καθόμασταν στους πάγκους και αφήναμε τη φύση να μας μαγέψει με τα χρώματά της.

    Η κουζίνα μας, ευάερη και ευήλια, ήταν χώρος χαράς και γέλιου. Οι αποτυχημένες προσπάθειες της γιαγιάς Έλλης να μαγειρέψει, οι θεϊκές μυρωδιές που μας μεθούσαν όταν η γιαγιά Αύρα αναλάμβανε να μας χορτάσει... Όλα τα όμορφα πρωινά γύρω από το τραπέζι, όταν δεν μπορούσα να αποφασίσω από πού να ξεκινήσω, από την πίτα, από τα κουλουράκια, από το δροσερό γιαούρτι με μέλι… Το μεγάλο παράθυρο πάνω από το νεροχύτη είχε θέα στα οπωροφόρα δέντρα του κήπου και όταν οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές ήταν ανθισμένες, το είχα πάντα ανοιχτό για να λιγώνομαι από το άρωμα των λουλουδιών τους. Αχ εκείνες οι στιγμές, που τα ευωδιαστά ίχνη ζωγράφιζαν μονοπάτια στον αέρα κι εγώ τα ακολουθούσα βήμα βήμα, μέχρι που έφτανα ψηλά στον ήλιο κι έλεγα: «Εδώ είναι το σπίτι μου». Και μετά κοιτούσα χαμηλά και έβλεπα τη θάλασσα να λάμπει γαλήνια κι έλεγα: «Όχι, εκεί είναι το σπίτι μου». Και μετά, σα να ξυπνούσα από όνειρο, άνοιγα τα μάτια και έβλεπα τις γιαγιάδες να με κοιτούν με το χρυσό τους χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπο κι έλεγα: «Μπα, εδώ είναι το σπίτι μου».

    Ο ξενώνας δεν είχε τίποτα ξεχωριστό εκτός από τον ένοικό του. Ήταν ένα ζεστό δωμάτιο που ο Καρμέλο δε θέλησε να κάνουμε τίποτα για να το φτιάξουμε ομορφότερο. Μας έλεγε ότι η ομορφιά του σπιτιού ήμασταν εμείς και δε χρειαζόταν να του προσφέρουμε τίποτα παραπάνω από την αγάπη μας. Εξάλλου, ούτε εγώ ούτε ο Καρμέλο περνούσαμε και πολλή ώρα στα δωμάτιά μας. Ήταν πολύ όμορφα εκεί έξω για να κλειστούμε μέσα.

    Το σπίτι μας είχε και σοφίτα στην οποία μου απαγορευόταν η είσοδος. Καλύτερα να έκανα ότι δεν υπήρχε. Εκεί οι γιαγιάδες είχαν καταχωνιάσει όλες τους τις αναμνήσεις, είχαν αμπαρώσει και είχαν θάψει το κλειδί κάπου, που κι οι ίδιες δε θυμόνταν πια, για να μην μπουν στον πειρασμό να ξεκλειδώσουν το πορτάκι κι αφήσουν τις πληγές να ανοίξουν. Η σοφίτα βρισκόταν στην οροφή και η είσοδος ήταν ενσωματωμένη στο ταβάνι. Δεν διακρινόταν εύκολα, παρά μόνο αν στεκόσουν στο κεφαλόσκαλο της εσωτερικής σκάλας και σήκωνες τα μάτια ψηλά. Αλλά και τότε ακόμα, θα έβλεπες ένα τετράγωνο σχήμα πάνω στο ταβάνι που μόνο αν είχες φαντασία θα καταλάβαινες ότι ήταν πορτάκι σοφίτας. Βλέπετε, η οροφή είχε παντού σχέδια. Τετράγωνα μικρά και μεγάλα, σχήματα που το ένα έμπαινε μέσα στο άλλο, όλα σε αποχρώσεις του γαλάζιου και του αχνοκίτρινου. Σε μερικά τετράγωνα υπήρχαν μικρές μεταλλικές τρύπες στρογγυλές σαν κουμπιά που έμοιαζαν με στοιχεία της διακόσμησης, αλλά σε ένα μόνο υπήρχε κλειδαριά. Εγώ, πάντως, ούτε είχα δει ούτε ξαναείδα ποτέ μου παρόμοια κλειδαριά. Το καμουφλάζ της σοφίτας ήταν τέλειο κι αν δε μου το είχαν πει οι γιαγιάδες, δε θα μάντευα ποτέ την ύπαρξή της.

    Τελευταίος ο κήπος, αυτός ο υπέροχος κήπος με τα οπωροφόρα δέντρα και τα ζωηρόχρωμα λουλούδια, όπου η γιαγιά Αύρα περνούσε τον υπόλοιπο χρόνο της, όταν δεν διάβαζε, δεν κοιμόταν ή δε μαγείρευε. Από την είσοδο του σπιτιού ως την αυλόπορτα, ένα μονοπάτι με πέτρινες πλάκες περνούσε μέσα από τα δέντρα και τα λουλούδια αλλά μέχρι να διασχίσεις την απόσταση είχες μυρίσει και είχες αισθανθεί το μεγαλείο της φύσης. Φυσικά το μονοπάτι δεν ήταν σε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1