Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ιστορίες 2 Pana
Ιστορίες 2 Pana
Ιστορίες 2 Pana
Ebook473 pages5 hours

Ιστορίες 2 Pana

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Συλλογή ιστοριών, από αυτές που γράφω και μοιράζομαι καθημερινά με τους φίλους μου στα Social Media.

Ιστορίες με γέλιο, δάκρυ, θυμό, αγαλλίαση και έντονο άρωμα Θεσσαλονίκης.

Χρονογραφήματα της νέας εποχής.

Ελπίζω να περάσετε καλά διαβάζοντας τες.

Εάν, διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες, δεν γελάσετε τουλάχιστον μια φορά και δεν κλάψετε τουλάχιστον μια φόρα, τότε σας επιστρέφω τα χρήματα που δώσατε για το βιβλίο.

LanguageΕλληνικά
Release dateAug 1, 2019
ISBN9781393212157
Ιστορίες 2 Pana
Author

Panayiotis Michalopoulos

Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος είναι πολιτικός μηχανικός. Ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε να γράφει στα social media, για να προωθήσει ένα μικρό κατάστημα με upcycled προϊόντα, που είχε ανοίξει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής κρίσης. Το κατάστημα έκλεισε, αλλά η αγάπη για το γράψιμο έμεινε. Καθημερινά μοιράζεται με τους ιντερνετικούς φίλους του, ιστορίες των ανθρώπων της διπλανής πόρτας.  

Related to Ιστορίες 2 Pana

Related ebooks

Reviews for Ιστορίες 2 Pana

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ιστορίες 2 Pana - Panayiotis Michalopoulos

    Θερμιδίαση

    Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα και χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Ίσως, κάποιος από εσάς, να μπορεί να με βοηθήσει.

    Ο καιρός έφτιαξε. Σήμερα το πρωί, ανέβηκα στο πατάρι να κατεβάσω κανένα καλοκαιρινό ρούχο. Με τρόμο διαπίστωσα ότι όλα τα ρούχα μου είχαν πάθει «Θερμιδίαση».

    Για όσους δεν γνωρίζουν, «Θερμιδίαση» είναι αυτό που παθαίνουν τα ρούχα όταν δέχονται επίθεση από τις θερμίδες.

    Θερμίδες, είναι κάτι πολύ μικρά ζωύφια μοδιστρούλες (δεν φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού) που όσο εσύ κοιμάσαι, μπαίνουν μέσα στην ντουλάπα και στενεύουν τα ρούχα σου. Συμπαθέστατες, κατά τα άλλα. Περνάς υπέροχα μαζί τους. Γλυκιές, σαν την αμαρτία, δούλευαν ακούραστα όλο τον χειμώνα και να τώρα τα ολέθρια αποτελέσματα. Κατάφεραν να φέρουν εις πέρας το τεράστιο project και να μικρύνουν όλα τα ρούχα μου.

    Δεν μου μπαίνει τί-πο-τα. Χιούστον έχουμε πρόβλημα.

    Γκουκλάρισα και είδα ότι καταπολεμούνται μόνο με «κελεμπία». Μια τέτοια πρόκειται να προμηθευτώ αμέσως και με αυτή θα κοιμάμαι, με αυτή θα ξυπνάω. Με αυτή θα πάω και στην παραλία και θα με δείτε στη Χαλκιδική, που σαν αυτή δεν έχει, να κάνω μπάνιο σα να βαφτίζομαι στον Ιορδάνη τον ποταμό.

    Κάποια άλλη ιδέα; Κάθε βοήθεια δεκτή.

    Ανοιξιάτικος περίπατος

    Είναι πλέον βέβαιο. Ήλθε η άνοιξη!

    Ξύπνησα το πρωί και είχε ήλιο. Ναι, στις 7:00 το πρωί ο ήλιος έλαμπε. Δεν χρειάστηκε να δώσω μάχη για να βγω από το πάπλωμα. Το ραδιόφωνο έπαιζε Νέο Κύμα. Χαμόγελα.

    Κάτι μέρες σαν και αυτήν είναι που ακούω στα αυτιά μου «και είναι βάσανο ο φίλος που φωνάζει εκδρομή». Ναι, βρε παιδιά. Να ζητήσουμε να μας πάνε ένα περίπατο. Όπως τότε στο σχολείο που μας πήγαιναν στον Μέγα Αλέξανδρο και την παλιά Νέα Παραλία. Κατεβαίναμε την Ικτίνου, περνούσαμε από την «Ωραία» και βγαίναμε στην παραλία. Φτάναμε στο καινούργιο τότε άγαλμα του Μεγαλέξανδρου και μετά πάνω κάτω στο πλακόστρωτο. Πόλεμο με τα κόκκινα μπαλάκια του πυράκανθου και κάτι άλλων μεγαλύτερων πράσινων, που δεν ξέρω πώς τα λέγανε αλλά έκαναν μεγαλύτερη ζημιά όταν έπεφταν κάτω και έσκαγαν σαν πρώιμα καρπούζια. Είχε μπόλικα από αυτά στους θάμνους στο φρέσκο «Πάρκο Κυκλοφοριακής Αγωγής», που αν κρίνω από τις συμπεριφορές των οδηγών στον δρόμο, μάλλον δεν έκανε δουλειά...

    Περιμέναμε να ανοίξουν οι αγωγοί της αποχέτευσης, να γίνει η θάλασσα καφέ και να αρχίσουμε να γιουχάρουμε. Να πλειοδοτούμε ποιόν θέλουμε να ρίξουμε μέσα. Θυμάμαι ότι παίρναμε και μια εφημερίδα συνοικεσίων (τι σας λέω τώρα παιδιά μου, αρχαία ιστορία!) και διαβάζαμε τις μικρές αγγελίες «κράζοντας» και κάνοντας χοντρά εφηβικά αστεία.

    Τα παγκάκια! Αχ τα παγκάκια, τα μπετονένια με τα χιλιοβαμμένα κόκκινα ξύλα, να είχαν φωνή να μιλήσουν και τι δεν θα έλεγαν! Εγώ δε θα πω τίποτα. What happens in Nea Paralia stays in Nea Paralia!

    Δεν ξέρω αν πηγαίνουν ακόμα «περίπατο» τα σχολεία στη Νέα (πλέον) Νέα Παραλία. Ξέρω ότι αν πηγαίναμε σήμερα εμείς, μάλλον θα ανήκαμε στη μεγάλη τιμημένη ομάδα που περπατάει «όπως διέταξε ο γιατρός». Οι φίλοι είναι ευτυχώς οι ίδιοι. Η σπιρτάδα και ο χαβαλές, αμφότεροι παρόντες. Τα παγκάκια μάλλον άχρηστα, εκτός ίσως για ξεκούραση αν και ευτυχώς όχι απαραίτητα ακόμα.

    Γι’ αυτό σε λέω. Πάμε εκδρομή. Σήμερα θα κάνει μια μέρα, να βγάλουν τα γυφτούδια τις κοιλιές τους απέξω, που θα έλεγε και η γιαγιά μου που δεν ήταν πολιτικώς ορθή.

    Ο πενηντάρης

    Άτιμο πράμα αυτά τα πενήντα. Όποτε και να έλθουν σε βρίσκουν απροετοίμαστο. Δεν είσαι πια παιδί, αλλά δεν είσαι και γέρος. «Μεσήλικας». Απαίσια λέξη, σχεδόν βρισιά. Σε λίγο θα βγαίνει Silver Alert  για συνομήλικο και θα λέει «εξαφάνιση ηλικιωμένου». Εσύ βέβαια, ακόμα πιάνεις την πέτρα και την στύβεις να βγάλει νερό, που λέγανε παλιά. «Παλιά», η λέξη κλειδί. Όλο και πιο συχνά την αναφέρεις, όλο και πιο συχνά κοιτάς προς τα πίσω, ίσως γιατί το μπρος έχει έλθει πολύ κοντά.

    Φυσικά υπάρχει αυτό που βλέπει το μάτι στον καθρέφτη και αυτό που νιώθει η καρδιά. Υπάρχει αυτό που βλέπεις εσύ και αυτό που βλέπουν οι άλλοι σε σένα. Πότε ήταν που κόπηκε ο ενικός από τους τριαντάρηδες και από τους σαραντάρηδες συνεργάτες στη δουλειά; Δεν τους έβγαινε...  Ανάθεμα την καλή σας ανατροφή, παλιόπαιδα! «Κύριε Παναγιώτη» το πιο οικείο που μπορούν να πουν. «Κυρ Παναγιώτης» ήταν ο γαλατάς που παίρναμε γιαούρτια όταν ήμουν μικρός, και ήταν γέρος, όχι εγώ. Πότε ήταν που κοίταξες την πιτσιρίκα στο λεωφορείο και αντί να σου ανταποδώσει το κοίταγμα και με τρόπο να σου δώσει το τηλέφωνό της, να γίνει «παιχνίδι», σηκώθηκε και σου έδωσε τη θέση της!

    Έχεις δει παρέα φίλων από το γυμνάσιο να συναντιέται σε αυτή την ηλικία; Κανονική πενθήμερη στη Ρόδο. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο ο ένας,  επιτυχημένος επιχειρηματίας ο άλλος, μεγαλοστέλεχος σε πολυεθνική ο τρίτος και αν τους δεις είσαι έτοιμος να τους πιάσεις από το αυτί για να τους επαναφέρεις στην τάξη. Λες και κάτι μαγικό συμβαίνει με το που θα βρεθούν και ξαναγυρίζουν στο τότε. Τα ξεχνούν όλα. Ποιοι είναι, τι κάνουν. Όλα! Τις συζητήσεις συνεχίζουν, βέβαια,  να μονοπωλούν γυναικεία ονόματα, μόνο που τη θέση της Μαρίας, της Ελένης, της Κατερίνας (τυχαία ονόματα αγάπη μου...) έχουν πάρει η Υπέρταση, η Χοληστερίνη, η Πρεσβυωπία. Αυτή η τελευταία είναι και η υπεύθυνη για το «τρομπόνι effect» κάθε φορά που έρχεται ο κατάλογος για να παραγγείλουν. Παλιά μάλωναν για αρχικά, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΑΟΚ και τώρα πάλι με αρχικά ασχολούνται HDL, LDL, Fe.

    Η αλήθεια είναι ότι ο σημερινός πενηντάρης ανταποκρίνεται καλύτερα στο τραγούδι του Ζαμπέτα. Είναι ένας νέος της εποχής... Κάνει την φιγούρα του Κωνσταντάρα, στη γνωστή ταινία,  λιγότερο αστεία. Ολέ ο ταύρος! Μικρές οι πιθανότητες να βρεθεί ένας Παπαγιαννόπουλος να τον κουλαντρίσει με ένα «χούφτωστην, χούφτωστην». Είναι «νεότεροι» οι σημερινοί πενηντάρηδες από εκείνους στα χρόνια των πατεράδων και των παππούδων μας ή μήπως φαίνονται σε μένα νεότεροι, πια;

    Είναι μια φάση της ζωής σου που αρχίζεις να συνειδητοποιείς, όχι με ευχαρίστηση, ότι αυτά που έχεις μπροστά είναι λιγότερα από αυτά που έχεις από πίσω σου. Είναι η φάση που κάνεις απολογισμό. Τι έκανες σωστό και τι λάθος. Ποια λάθη θα μπορούσες να είχες αποφύγει και πια θα επαναλάμβανες ευχαρίστως!

    Ο χρόνος ο αληθινός, που λέει και ο Σαββόπουλος, είναι ο γιός μας ο μεγάλος και ο μικρός. Και οι κόρες θα προσθέσω εγώ, Νιόνιο μου! Μεγαλώνουν αδυσώπητα και υποχρεώνουν και τους γονείς τους να μεγαλώσουν μαζί τους. Κάποτε ανησυχούσες για τον εαυτό σου, για το μέλλον σου. Τώρα τα παιδιά έχουν τον πρώτο λόγο. Από εκεί οι αγωνίες, τα άγχη αλλά και οι ελπίδες.

    Τα έργα και οι ημέρες καθορίζουν την πραγματική ηλικία. Τα έργα αλλά και η φυσική κατάσταση. Κατά την προσφιλή μόδα της εποχής, στη φάση αυτή της ζωής, γίνονται συναντήσεις  παλαιών συμμαθητών. «Reunion» στα Ελληνικά.  Σε αυτά έρχονται κάποιοι με άσπρα ή χωρίς μαλλιά, κοιλιές και αμφίεση «σαν του παππού μου βρε παιδί μου», μέχρι τζόβενα που διηγούνται πιπεράτες ιστορίες που κάνουν τους πρώτους άλλοτε να πρασινίζουν από ζήλεια και άλλοτε να κουνούν το κεφάλι με αποδοκιμασία.  Όλοι αυτοί έχουν την ίδια ηλικία κανονικά και με τη βούλα που λένε. Τουλάχιστον έτσι γράφει η ταυτότητα.

    Ερχόμαστε λοιπόν στη διανοητική ηλικία. Πώς το έλεγε η Βλαχοπούλου; «Είμαι όσο φαίνομαι και όσο νιώθω». Φυσικά μερικές φορές αυτά δεν συμβαδίζουν με την ηλικία που γράφουν τα χαρτιά και δημιουργούν γκροτέσκες καταστάσεις. Ας μπούμε λοιπόν στα άυλα που δεν χρειάζονται και απόδειξη... Έχω θαυμάσει γεροντάκια με φρεσκάδα μυαλού και ιδεών που δύσκολα συναντάς σε εφήβους και έχω απογοητευτεί από εφήβους που απέπνεαν μπαγιατίλα και βαρεμάρα. Σκουριασμένα μυαλά εκ γενετής.

    Αν καβατζάρισες λοιπόν τα πενήντα, πρόλαβες την εποχή που λίγοι είχαν τηλεόραση στο σπίτι και αυτοκίνητο, είδες κασετόφωνα κρεμασμένα στον ώμο με δερμάτινη θήκη, πειρατικούς σταθμούς, τη Χαλκιδική (που σαν αυτή δεν έχει) αγνή παρθένα, άχτιστη. Παρήγγειλες ξένα περιοδικά και βιβλία στον «Μόλχο» και τον «Προμηθέα» και έτρεξες να προλάβεις το νέο LP εισαγωγής που έφερε ο «Πάτσης» και το Stereo Disk. Είδες ιδεολογίες να συγκρούονται,  ψυχρό πόλεμο, την Κύπρο ενιαία και αγόρασες τον πρώτο σου υπολογιστή με 1Κ μνήμη. Δεν είχες ίντερνετ και θεωρούσες μεγάλη ευκολία το fax. Είδες χούντα και βασιλιά, γέρο Καραμανλή και Ανδρέα και τώρα κοιτάς φοβισμένος και θυμωμένος μνημόνια και διαχειριστές που τότε δεν θα τους εμπιστευόσουν ούτε τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας. Έφαγες παγωτό από την «Ωραία» και hamburger από τα πρώτα «Goody’s» και έσκυψες για να μη φας στο κεφάλι γιαούρτι στον πόλεμο ανάμεσα στα φρικιά και τα τσινάρια. Είδες στο «Αχίλλειο» εγγονάκια να τρώνε πάστα με τον παππού και τη γιαγιά πριν να αλλάξει μορφή και να προσπαθήσει να κλέψει τη δόξα του όμορου BEL AIR. Έφαγες σουτζουκάκια στη Ρογκότη και μηλαράκι με κόκκινη καραμέλα στην παραλία. Είδες φωτογράφους με κίτρινες μηχανές σε τρίποδες να βγάζουν φωτογραφίες στην παραλία και μετά να τις τυπώνουν επιτόπου παραδίπλα από την «Ιουλία» που σε πήγαινε στην Περαία για μπάνια.  Ανέβηκες σε τραπέζι στο «Ακρόαμα», μίσησες ή αγάπησες τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά.  Είδες το μπάσκετ να είναι Θεσσαλονικιώτικη υπόθεση και τρύπες να ανοίγουν και να κλείνουν στο έδαφος της «Πρωτεύουσας των Βαλκανίων» για μεγάλα έργα που ποτέ δεν έγιναν και που ποτέ δε θα γίνουν. 

    Έχοντας όλα αυτά τόσο φρέσκα στο μυαλό σου, σε ενοχλεί το πόσος λίγος χρόνος πέρασε από το προηγούμενο σημείο καμπής. «Τα σαράντα». Έκλεισες τα μάτια και όταν τα ξανάνοιξες, είχες γίνει πενήντα. Κάτι παίζει με τον χρόνο σε αυτές τις ηλικίες, να το κοιτάξουμε.

    Πενήντα είσαι για έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά περισσότερο το σκέφτεσαι την ημέρα των γενεθλίων σου. Σου λέει ο άλλος «χρόνια πολλά» και δεν ξέρεις αν είναι ευχή ή διαπίστωση! Να τον ευχαριστήσεις ή να τον βρίσεις.  Σε ενοχλεί που κάποιοι από τους συνομήλικους, ίσως και εσύ, δεν μπορούν να φάνε τούρτα γιατί έχει πολλά λιπαρά. Κάποιοι θα σταματήσουν στο πρώτο ποτό, το οποίο θα πιούν «για το καλό», ενώ παλιότερα δεν σταματούσαν αν δεν άδειαζε η κάβα. Το «πάρτι» θα σχολάσει νωρίς και ... χωρίς να έλθει η αστυνομία, (ελπίζεις, ούτε το ΕΚΑΒ).  Το άλλο πρωί θα ξυπνήσεις άρρωστος, γιατί έφαγες και ήπιες το βράδυ, και θα αναρωτιέσαι πώς γινόταν παλιά και έτρωγες δύο πιτόγυρα πριν πας να κοιμηθείς σουρωμένος τα ξημερώματα «έτσι, για να κάνεις καλό ύπνο». Θα σου πουν some age others mature και για κρασιά που παλιώνουν και βελτιώνονται. Εσύ όμως, μέσα σου, ξέρεις την αλήθεια. Αυτός που είναι 60 ή 70, και διαβάζει αυτό το κείμενο, θα χαμογελάσει με τον ίδιο τρόπο που θα χαμογελάσεις και εσύ με ένα ανάλογο κείμενο ενός τριαντάρη.

    Εμένα, φυσικά, όλα αυτά δε με αφορούν. Έχω όμως, τη  δίδυμη αδελφή μου που σήμερα γιορτάζει, η καημένη,  τα γενέθλιά της για πεντηκοστή φορά και είπα να της γράψω κάτι για να πάρει δύναμη!

    Ο Πειρατής

    Διάβασα την είδηση ότι συνέλαβαν έναν ραδιοπειρατή στη Θεσσαλονίκη. Διάβασα μόνο τον τίτλο και έμεινα παγωτό, που λένε. Έτος 2019 και υπάρχει ραδιοπειρατής. Σε λίγο θα βρούνε και κανένα δεινόσαυρο να κόβει βόλτες μαζί με τα αγριογούρουνα στο Πανόραμα. Αντί να τον πάρουν, τον πειρατή, και να τον βάλουν στο μουσείο, να πηγαίνει να τον θαυμάζει ο κόσμος, τον συνέλαβαν. Δεν πάμε καλά.

    Με αυτά και μ’ αυτά άνοιξε το κουτάκι των αναμνήσεων. Δεκαετία του ογδόντα και τα FM είχαν τους κρατικούς σταθμούς και τους πειρατές. Στους κρατικούς σταθμούς μπορούσες να βρεις μερικές εκπομπές πραγματικά διαμάντια, αλλά μπορούσες και να περάσεις ώρες ακούγοντας τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, το κλείσιμο του χρηματιστηρίου (πολύ πριν από την εποχή της δόξας του) και πληροφορίες για φάρους. Ναι, φάρους! Οδηγίες προς ναυτιλομένους.

    Εκείνα τα χρόνια είχε και άλλη πρακτική αξία το ραδιόφωνο. Ο παππούς μου, πχ, έβαζε κάθε μεσημέρι να ακούσει τις ειδήσεις στο «Ενόπλων» για να συντονίσει με την ώρα του ραδιοφώνου τα ρολόγια του, που ήθελε πάντα να δείχνουν τη σωστή ώρα. «Ώρα Ελλάδος δεκατρείς».

    Αν λοιπόν δεν ήθελες να ακούσεις τις πληροφορίες για τους φάρους και την ώρα, γυρνούσες τη βελόνα (ναι, έτσι το λέγαμε τότε) του ραδιοφώνου στους πειρατές. Αυτοί, όπως είναι φυσικό, δεν ήταν ένα πράγμα όλοι.

    Υπήρχαν αυτοί που χρησιμοποιούσαν τα FM κάπως σα να λέμε σήμερα Chat Room. Συνομιλίες με άλλους πειρατές, κυρίως για τεχνικά θέματα, αλλά και για ό,τι τους κατέβαζε η γκλάβα τους. Πολλοί από αυτούς σπουδαστές του θρυλικού «Ευκλείδη» (όχι του Τσακαλώτου αλλά της τεχνικής σχολής) πειραματιζόταν με όσα μάθαιναν και πιο πολύ τους ενδιέφερε η δύναμη του «μηχανήματος» τους και λίγο ως καθόλου, το περιεχόμενο της εκπομπής. Μιλάμε για εποχές, που οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ήταν φτιαγμένοι με λυχνίες με πλέον δημοφιλή την περίφημη EL504 που έδωσε την δύναμή της σε δεκάδες ή εκατοντάδες τέτοιους αυτοσχέδιους ραδιοφωνικούς σταθμούς.

    Στη Θεσσαλονίκη, σε αντίθεση με την Αθήνα, τα πράγματα ήταν πιο ποιοτικά, δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί πειρατές με διαφημίσεις και πρόγραμμα εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου. Θα έλεγα ότι υπήρχαν πειρατές, που ήταν κανονικοί προπομποί της ελεύθερης (ή ιδιωτικής, αν προτιμάτε) ραδιοφωνίας. Πρόγραμμα που θα το ζήλευαν οι περισσότεροι από τους σημερινούς ιδιωτικούς σταθμούς και τεχνικά μέσα του ανθρώπου του Νεάντερταλ .

    Το ραδιόφωνο είναι επικοινωνία. Μέσα από αυτό έβρισκαν διέξοδο καταπιεσμένοι έρωτες και γινόταν καμάκι επιστημονικό. Αφιερώσεις τύπου Άρλεκιν «Αφιερώνει το καστανό αγόρι στην ξανθιά ύπαρξη που πολύ τον πίκρανε χθες». Αφιερώσεις καψούρικες και εξαιρετικά συγκεκριμένες «Αφιερώνει ο Μήτσος ο ΤΑΧΙτζής στο Κατινάκι και της λέει να βάλει τηγάνι για τα ψάρια γιατί σε λίγο σχολάει».

    Οι αφιερώσεις είχαν και παρατράγουδα. Ο ανταγωνιστής πειρατής ή ερωτικός ανταγωνιστής μπλόκαρε το τηλέφωνο του «σταθμού» και κοβόταν η επικοινωνία. Μιλάμε για εποχές χωρίς αναγνώριση αριθμού κλήσης. Ο καλός ο πειρατής έλεγε οργισμένος. «Το φιλαράκι που κάνει πλάκες με το τηλέφωνο, να κλείσει γιατί θα του ρίξω 220V στη γραμμή και θα του κάψω το τηλέφωνο!».

    Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε Youtube και MP3. Όταν έβγαινε ένα νέο τραγούδι, πρώτα το άκουγες στο ραδιόφωνο. Οι μερακλήδες ζητούσαν από τον εκφωνητή να μην μιλήσει «επάνω στο τραγούδι» για να μπορέσουν να το γράψουν σε κασέτα. Υπήρχαν ψαγμένοι πειρατές με διασυνδέσεις εκτός Ελλάδας, που έφερναν δίσκους που θα έβρισκες μήνες μετά στα μαγαζιά της πόλης.

    Μπορώ να γράφω ώρες για «τον πειρατή, τον πειρατή, ψίθυροι και παράσιτα» αλλά όσο περισσότερο γράφω, τόσο πιο δεινόσαυρος νιώθω.

    Ο Ψαράς

    Ήταν τότε που ξεκινούσε η δεκαετία του 2000, που η δουλειά με έστελνε συχνά πυκνά στην Αθήνα, που φτιαχνόταν για τους Ολυμπιακούς αγώνες και ήταν ένα μεγάλο εργοτάξιο γεμάτο ταλαιπωρία αλλά και ελπίδα για το μέλλον. «Η ταλαιπωρία είναι παροδική, τα έργα μόνιμα» ή κάπως έτσι έγραφαν οι πινακίδες. The future is so bright I’ve got to wear shades.

    Εμείς πάλι, που νομίζαμε ότι είχαμε γίνει σπουδαίοι και τρανοί, σχεδιάζαμε επιχειρήσεις, κάναμε meeting σε εταιρείες στοιβαγμένες σε γυάλινους πύργους, με γρανίτες στα πατώματα και μοντέλα για γραμματείς. «Αναφερόμασταν» σαν νεοσύλλεκτοι στον σεκιουριτά της εισόδου, που επιβεβαίωνε το ραντεβού μας με τον «μεγάλο» και μας ζητούσε να κοιτάξουμε λίγο προς την κάμερα, πριν μπούμε μέσα, με το καρτελάκι «visitor» για περιλαίμιο.

    Τότε ακόμα η βενζίνη ήταν φτηνή, σε σχέση με σήμερα, τα διόδια λιγοστά και ο δρόμος παλιός με την «καρμανιόλα στο πέταλο του Μαλιακού» συχνά πυκνά στην επικαιρότητα για λόγους τραγικούς. Ακόμα και αν το ραντεβού μου ήταν στις δέκα το πρωί στην Κηφισίας, μου άρεσε να παίρνω το, καινούργιο τότε, υπερηχητικό αυτοκινητάκι μου, να βάζω το νέο κοσκινάκι μου cd με τα mp3 και να ξεκινάω αξημέρωτα για τη μεγάλη πόλη. Ένιωθα ανεξάρτητος σε σχέση με τα ταξίδια με το αεροπλάνο και με βοηθούσε να ηρεμίσω και να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, ιδίως όταν είχα να πάρω σοβαρές αποφάσεις. Έπαιζα μάλιστα ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου, για το αν μπορώ να φτάσω με ακρίβεια στην ώρα του ραντεβού, την εποχή που συν ή πλην μισή ώρα προσέλευσης θεωρείτο απολύτως φυσιολογική και αποδεκτή, στην Αθήνα.

    Ο δρόμος τότε περνούσε υποχρεωτικά μέσα από τον Άγιο Κωνσταντίνο και σε κάποια σημεία ακριβώς δίπλα στο κύμα της θάλασσας. Από το σημείο αυτό συνήθως περνούσα την ώρα που άρχιζε να χαράζει. Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να φέρω μπροστά μου την σκηνή. Η θάλασσα είναι λάδι και έχει το σκούρο χρώμα που παίρνει πριν την αυγή. Μια βαρκούλα με έναν ερασιτέχνη ψαρά σχίζει ήρεμα τα νερά, με τη λιγοστή δύναμη μιας εξωλέμβιας που κάνει ένα διακριτικό θόρυβο. Τον φαντάζομαι να ακούει στο ράδιο Δεύτερο πρόγραμμα, να πίνει ζεστό Ελληνικό από θερμός και να μασουλάει το χθεσινό ψωμί με λίγο τυρί.

    Στο μυαλό του, η ψαριά που θα του εξασφαλίσει τον μεζέ για το μεσημεριανό ουζάκι και τον θαυμασμό της κυράς και των φίλων στο καφενείο. Πιάνω τον εαυτό μου να τον ζηλεύει ενώ αρνούμαι να σταματήσω να αγχώνομαι για τα πέντε ραντεβού που δύσκολα χωράνε μέσα στην ημέρα, τα meeting, την success και τα σχέδια για το μέλλον, που τότε έμοιαζε λαμπρό χωρίς τίποτα να μπορεί να το σκιάσει.

    Τώρα, ως άλλος «Σταύρος και κυρ Σταύρος και αφέντης τσουτσουλομύτης», κάθομαι σε μια ρημαγμένη χώρα και σκέφτομαι ότι η εικόνα του ψαρά με τη βαρκούλα του, εξακολουθεί να με ηρεμεί. Αναρωτιέμαι βέβαια, αν ο ψαράς εξακολουθεί να είναι ήρεμος με την πετσοκομμένη σύνταξη, τους παράλογους φόρους που δεν πληρώνονται με τίποτα, και το παιδί που έφυγε για τα ξένα για να έχει ελπίδα και ένα κομμάτι ψωμί.

    Η ιστορία του Βαυαρού

    Κοίταξε, μου λέει, με βαριά βαυαρέζικη προφορά στα αγγλικά του, έχω ιστορία με την Ελλάδα. Ο τύπος έχει περάσει τα πενήντα (ΕΣΟ μας...), είναι σίγουρα πάνω από 120 κιλά, έχει μαλλιά στο χρώμα που παίρνουν τα ξανθά όταν αποφασίζουν να ασπρίσουν και αξούριστα μάγουλα με ζωγραφισμένα τα αιμοφόρα αγγεία που μαρτυρούν την αγάπη του στην μπύρα και τα λουκάνικα.

    Κάθεται σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και ρουφάει την μπύρα του. Κάθε τόσο ρίχνει και από κανένα κούτσουρο μέσα, πιο πολύ από συνήθεια, παρά επειδή το χρειάζεται η φωτιά. Φοράει ένα φαρδύ τζιν με τιράντες και ένα καρό λευκό – γαλάζιο πουκάμισο με δύο ανοιχτά κουμπιά, που αφήνουν να φαίνεται ένα σταυρουδάκι κρεμασμένο με ένα πέτσινο κορδόνι από τον λαιμό. Βρισκόμαστε στο σπίτι που μας νοικιάζει, μέσω Airbnb, στο Μόναχο. Είναι άνοιξη αλλά ακόμα κάνει κρύο εδώ και ας έχει ήλιο από τότε που ήρθαμε.

    Ιστορία μεγάλη και θαυμαστή, μου ξαναλέει και σκάει στα γέλια. Πριν από καμιά τριανταπενταριά χρόνια, που λες, ταξίδευα στην Ευρώπη με low budget. Τι low budget δηλαδή, άφραγκος ήμουν και έκανα auto stop με ένα σακίδιο στους ώμους, για να φτάσω μέχρι την Ελλάδα. Προορισμός μου ο Πειραιάς και μετά έχει ο Θεός... Ήθελα να πάω στα Ελληνικά νησιά, ό,τι και αν σήμαινε αυτό.

    Ανέβα - κατέβα στ’ αυτοκίνητα, πότε ΙΧ, πότε νταλίκες, έφτασα κάπου στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Μεγάλο κατόρθωμα, αν και από την αρχή δεν το είχα υπολογίσει πόσο δύσκολο θα ήταν. Ήθελα να πιώ ένα NESCAFE FRAPE, μου λέει και γελάει. Δεν έβλεπα τα χάλια μου, ήθελα και γούστα. Αλλά, ξέρεις, δεν έχει εδώ τέτοια πράγματα. Εδώ όλοι οι καφέδες είναι ζεστοί. Κάθομαι σ’ ένα καφέ και παραγγέλνω. Ήταν μεσημέρι και δεν είχε κόσμο. Ρωτάω τους σερβιτόρους ας ξέρουν να μου πουν για κάποιο ξενοδοχείο για να μείνω. Τα λεφτά μου, σίγουρα δεν έφταναν για τέτοιες πολυτέλειες αλλά είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον άνθρωπο.

    Ένας από τους σερβιτόρους με κοίταζε και δε μιλούσε. Μυστήριος τύπος. Με έκοβε από πάνω μέχρι κάτω. Σα να με μετρούσε. Θα πρέπει να είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα, όταν σηκώθηκε και ήλθε προς το μέρος μου. Μου έδωσε ένα κλειδί και ένα χαρτί. Στο χαρτί έγραφε τη διεύθυνση του σπιτιού του στα Excharchia. Μου είπε ότι ζούσε εκεί με την κοπέλα του. Εκείνος είχε ακόμα 8 ώρες να δουλέψει. Μου έδωσε το κλειδί, δείχνοντάς μου εμπιστοσύνη την οποία, φυσικά, δεν είχα κερδίσει. Επωφελήθηκα από φιλοξενία που είναι αδύνατο να βρεις στον τόπο μου.

    Έμεινα εκεί οχτώ μέρες. Μετά από αυτό, τους επισκέφτηκα πολλές φορές καθώς μεγάλωνα, υπό άλλες συνθήκες. Δεν υπήρχε πλέον σακίδιο και auto stop. Σταματάει για να βάλει ένα ακόμα κούτσουρο στη φωτιά και ν’ ανοίξει μια ακόμα μπύρα την οποία σερβίρει με στυλ σε ένα μεγάλο ποτήρι και συνεχίζει. Η δουλειά μου τα έφερε έτσι, που ταξίδεψα πολύ σε όλο τον κόσμο. Σε βεβαιώνω ότι αυτό το πράγμα δεν το βρήκα πουθενά.

    Τώρα έχω μετατρέψει τον ξενώνα του σπιτιού μου σε κατάλυμα Airbnb. Η νέα μόδα. Είσαι ο πρώτος Έλληνας που έρχεται και θα είσαι το τιμώμενο πρόσωπο του resort μου. Τα τελευταία λόγια τα λέει και σκάει στα γέλια, ενώ μου τσουγκρίζει με δύναμη το ποτήρι.

    Η αλήθεια είναι, ότι την ίδια έκπληξη με τον φίλο μου τον Γερμανό, ένιωσα και εγώ. Φαίνεται ότι κάπου υπάρχουν, καλά κρυμμένοι, οι απόγονοι του Ξένιου Δία, και την κατάλληλη στιγμή εμφανίζονται στους τυχερούς ή σε αυτούς που πιστεύουν στους ανθρώπους.

    Οδηγοί

    Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Κάθε οδηγός είναι διαφορετικός. Μερικοί όμως μοιάζουν μεταξύ τους.

    «Ο θεριακλής». Το εσωτερικό του αυτοκινήτου φαίνεται σα να έχει πάρει φωτιά. Είναι γεμάτο με καπνούς, από το τσιγάρο του οδηγού και ίσως και του συνοδηγού. Ακούς στα αυτιά σου την Θεοδωρίδου να τραγουδάει «στα ντουμάνια». Οι επιβάτες μετά βίας φαίνονται. Τοπίο στην ομίχλη! Το παράθυρο του οδηγού είναι ανοιχτό ακριβώς όσο χρειάζεται για να περάσει ένας φάκελος ή μια λεπτή φέτα μορταδέλα. Αυτό τον απενοχοποιεί. «Έχω ανοιχτό το παράθυρο». Συνήθως οι οδηγοί αυτοί μεταφέρουν μαζί και τα παιδιά τους, κατά προτίμηση στην μπροστινή θέση, στην αγκαλιά της μαμάς και χωρίς ζώνη.

    «Ο λεωφορειοδρομάκιας» Οδηγεί στον λεωφορειόδρομο γιατί  δεν είναι κανένα κορόιδο και βιάζεται. Δυστυχώς γι’ αυτόν κάθε τόσο πρέπει να βγαίνει και να συναγελάζεται με την πλέμπα, που οδηγεί κανονικά στον δρόμο. Άλλοτε ένα αυτοκίνητο ξεχασμένο από το βράδυ, άλλοτε κάποιος που ξεφορτώνει ή που μπήκε σε ένα μαγαζί «δύο λεπτά ρε αδελφέ να πάρω κάτι». Φυσικά έξω από τα «καφέ» αφού, είναι γνωστό ότι, αν θέλεις να αγοράσεις ή να πιείς καφέ, μπορείς να παρκάρεις όπου θέλεις και οπωσδήποτε σε θέση που θα έχεις οπτική επαφή με το όχημα.

    «Ο τηλεφωνάκιας» Οδηγεί ζιγκ ζαγκ σαν σκιέρ του θαλάσσιου σκι. Δεν το κάνει επίτηδες. Μιλάει στο τηλέφωνο με το χέρι στερεωμένο στην πόρτα του οδηγού και κάθε τόσο ξεχνιέται και το αυτοκίνητο του φεύγει. Η διόρθωση της πορείας δίνει αυτό το εφέ του σκιέρ. Πάει, πάει του φεύγει και ωωωωπ πάλι στα ίσια.

    «Ο κάπου εδώ στρίβω ή ψάχνω να παρκάρω» Οδηγεί αργά, σαν υπνωτισμένος. Ο δρόμος, η κυκλοφορία, τα άλλα αυτοκίνητα δεν τον ενδιαφέρουν. Αυτός κάπου εδώ έχει να στρίψει αλλά δεν ξέρει ακριβώς πού. Κάθε τόσο μπορεί να βγάζει και το κεφάλι μπροστά στο παρμπρίζ για να κοιτάξει τον ουρανό, σε μια μορφή ικεσίας ή χρησιμοποιώντας ένα ενσωματωμένο σε αυτό, αόρατο σε μας GPS. Την ίδια περίπου κίνηση κάνει και αυτός που κάνει κύκλους για να παρκάρει. Όταν βρει την θέση, θα κοκαλώσει το αυτοκίνητο, μετά από λίγο θα βγάλει alarm και θα αρχίσει μανούβρες. Αν ακολουθείς, τόσο το χειρότερο για σένα.

    «Ο βιάζομαι, μόνο εγώ βιάζομαι». Τον έχεις δει εκεί που περιμένεις να στρίψεις αριστερά στο φανάρι. Παρακάμπτει όλη την ουρά και έρχεται και στήνεται μπροστά σου, μπροστά και από το φανάρι. Είναι σίγουρος ότι δεν κάνει κάτι κακό. Είναι απλά εκτός σειράς «εσένα τι σε κόφτει;». Τα φανάρια και οι ουρές δεν είναι γι’ αυτόν. Αυτός έχει δουλειές και δεν μπορεί να περιμένει. Αν του κορνάρεις ή του πεις κάτι, απλά θα σε βρίσει.

    «Ο συνταξιούχος» Μπορεί να είναι ο παππούς σας, ο πατέρας σας ή μπορεί να είσαστε και εσείς και απλά να μην το έχετε καταλάβει. Ξεκινάει το πρωί από το σπίτι. Έχει μια δουλειά να κάνει όλη την ημέρα. Πρέπει να ενημερώσει το βιβλιάριο της τράπεζας ή να ποτίσει τις ντομάτες στο αυθαίρετο στην Καλλικράτεια. Σηκώνει την κουκούλα του αυτοκινήτου. Ανοίγει το πορτ-μπαγάζ, βγάζει το φτερό και ξεκινάει να ξεσκονίσει το ήδη καθαρό αυτοκίνητο. Όλη αυτή την ώρα έχει αναμένει την μηχανή για να «ζεστάνει» το αυτοκίνητο. Όταν τελειώσει, τινάζει σχολαστικά το φτερό, το τοποθετεί και πάλι στη θέση του και μπαίνει στο αυτοκίνητο που πλέον είναι αρκετά ζεστό. Όταν με το καλό έλθει η ώρα για να ξεκινήσει, οδηγεί αργά χωρίς να έχει επαφή με τον δρόμο. «Όταν εγώ οδηγούσα, πενήντα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στη Θεσσαλονίκη».

    «Ο πωλητής». Οδηγεί άσπρο KIA ή SEAT, το οποίο ευωδιάζει σαν ΤΑΧΙ από το δεντράκι το κρεμασμένο στον καθρέφτη και το after save του. Παίζει δυνατά Κιάμο, στο στέρεο, και έχει ανοιχτό το παράθυρο για ακούνε όλοι και ας του χαλάει ο αέρας το μαλλί με το τζελ. Οδηγεί και μιλάει με τους πελάτες στο κινητό, τρώει τυρόπιτα, πίνει καφέ, γράφει παραγγελίες, ψάχνει τιμές στον τιμοκατάλογο και αλλάζει τις λωρίδες δυο-δυο καθώς μπαίνει στον μεγάλο δρόμο, γιατί η λωρίδα του είναι μια. Η αριστερή. Το φλας είναι διακοσμητικό, που ποτέ δεν κατάλαβε τι θέση έχει στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Ζει μέσα στο αυτοκίνητο, σπίτι του είναι, ό,τι θέλει κάνει.

    «Η χήρα». Είναι η θεία σας, η γιαγιά σας, η μαμά, μπορεί και εσείς. Είχε δίπλωμα αλλά δεν το χρησιμοποιούσε γιατί οδηγούσε «εκείνος». Εκείνος όμως τώρα μας άφησε, και ας του έλεγε να κόψει τα τηγανιτά, να χάσει βάρος και να περπατάει, πριν να είναι πια αργά. Εκείνος δεν άκουσε και έτσι τώρα πρέπει εκείνη να οδηγήσει την αρχαία μερσεντές για να πάει να του ανάψει το καντήλι, να επισκεφτεί τα εγγονάκια και να συναντήσει τις φίλες για την μπιρίμπα . Οδηγεί και έχει αγκαλιά το τιμόνι. Είναι σαφές ότι δεν ελέγχει το όχημα. Κράτα απόσταση από αυτήν είτε είσαι οδηγός είτε πεζός. Μπορεί να σε πατήσει και να μην το καταλάβει. Σε κάθε περίπτωση θα σου ζητήσει συγνώμη. Είναι ευγενής.

    «Η νέα οδηγός». Οδηγεί μικρό αμαξάκι, που της πήραν οι γονείς με 36 δόσεις και δώρο τα service για τρία χρόνια. Το έχει στην τρίχα. Μέσα υπάρχουν όλα τα κουκλάκια που δεν είχαν πλέον θέση, στο τέως παιδικό δωμάτιο. Μαζί με αυτά, στα μουλωχτά κριμένα να μην τα βλέπει η μαμά, κανένα δυο αρκουδάκια που της έκανε ο δώρο το αίσθημα, του Αγίου Βαλεντίνου ανήμερα. Έχει πάει το κάθισμα, του οδηγού, τόσο μπροστά που νομίζεις ότι θέλει να αλλάξει λάδια εν κινήσει. Το σημαντικότερο κομμάτι του αυτοκινήτου είναι το στερεοφωνικό. Αν έχεις την σωστή μουσική όλα είναι δρόμος. Οδηγεί και τραγουδάει.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1