Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η δική μου Αρκαδία
Η δική μου Αρκαδία
Η δική μου Αρκαδία
Ebook644 pages9 hours

Η δική μου Αρκαδία

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

To γλυκό βασανάκι της Αρκαδικής πατρίδας, που ύπουλα και ανεπαίσθητα υπονομεύει την μετριοφροσύνη των Αρκάδων ως αρετή, απασχολεί τον συγγραφέα, και αυτός με τη σειρά του μπαίνει στον πειρασμό "να βάλει στο παιχνίδι" τον αναγνώστη. Φιλοδοξία του, να τον υποχρεώσει να συμφωνήσει μαζί του, πως η μετριοφροσύνη για τους Αρκάδες είναι μέτρια αρετή...

Η παράθεση των διαχρονικών βιβλιογραφικών επιχειρημάτων τον απαλλάσσει από κάθε κατηγορία περί αυθαιρέτων συμπερασμάτων κλπ.

Καταδύεται λοιπόν ο "κασκαντέρ" της νοσταλγίας και της αρκαδολαγνείας στον πλούσιο μυθολογικό, προϊστορικό και ιστορικό βυθό του αρκαδικού παρελθόντος και ανασύρει κοράλλια και μαργαριτάρια και το άπιαστο "γιούσουρι" που θα στεριώσει επιχειρηματολογώντας το ανά χείρας γραπτό του.

Στοιχεία παρμένα από το βάθος των αιώνων, που μιλάνε για την αρκαδική πρωτοπορία στη βασανιστική πορεία του ανθρώπου, από τα σπήλαια στους Παρθενώνες. Για πολιτικό πολιτισμό ανώτερο, δημοκρατία, θεσμούς, κράτος δικαίου, για κρατική πολιτική πολιτιστικής ανάπτυξης του πνεύματος των ελεύθερων πολιτών της Αρκαδίας. Για θεσμούς και αρχές που διέπουν και που καθοδηγούν την εξωτερική πολιτική, και τις ενδοελλαδικές σχέσεις.
Η ιδιότυπη -κάποτε και χιουμοριστική- γλώσσα, σχεδόν "προφορική" γραφή, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από σελίδα σε σελίδα. Δεν μοιάζει με καμία αντίστοιχη μελέτη του είδους και κάνει το διάβασμα απολαυστικό και όχι "εκπαιδευτική διαδικασία".

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 30, 2018
ISBN9780463313220
Η δική μου Αρκαδία
Author

Μπάμπης Αναστόπουλος

Ο Μπάμπης Αναστόπουλος γεννήθηκε το 1944 στο Βυζίκι Γορτυνίας. Είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Ενώ "Η ελιά του τρία" αποτέλεσε το πρώτο του λογοτεχνικό βήμα (2010-2011), δημοσιεύτηκαν πρώτα το "Οδεβεβού" (2013) και το "Η δική μου Αρκαδία' (2016). Αξεκόλλητη από μέσα τους η Αρκαδία. Και στα τρία.

Related to Η δική μου Αρκαδία

Related ebooks

Related categories

Reviews for Η δική μου Αρκαδία

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η δική μου Αρκαδία - Μπάμπης Αναστόπουλος

    αφήγημα

    Αφιερωμένο σ' εκείνους που με διαμόρφωσαν Αρκαδικά.

    Στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου

    και στα παιδιά των παιδιών μου

    παρόντα και μέλλοντα

    …Θυμοῦμαι: Κάποιας λίμνης σου φανταχτερῆς μία μέρα

    θωριά, σὰ νὰ μὲ φτέρωσε σ᾿ ἄλλου πλανήτη ἀέρα,

    καὶ τ᾿ Ἀσπροπόταμου ἄκουσα κι ἀπὸ μακριὰ τὸ ρέμα

    νὰ μοῦ βουίζῃ, ὁρμὴ ἑνὸς πλάστη κόσμου.

    Δειλός, ὀκνός, μὰ ὀρθώνονταν μὲ ξαναμμένο τὸ αἷμα

    τὰ νιάτα ἐμπρός μου.

    Τῆς Μούσας ὑποτακτικός, δικούς μου ἀνοίγω δρόμους

    καὶ δένω τὶς ἀγάπες μου στῆς ἁρμονίας τοὺς νόμους.

    –Πρόκοβε, γῆ, πληθαίνοντας τὸ γνώριμο βοτάνι,

    τὴν ὥρα, ἡδονικὰ σὰν τὸ ροφοῦμε,

    μὲς στοὺς ἀχνούς του γαλανοὺς πιὸ γαληνὴ μᾶς κάνει

    νὰ τὴ χαροῦμε.

    Πρόκοβε, χώρα εὐλογητή, καθάρια, καρποφόρα.

    Μέρες καὶ Μοῖρες τάχα ποιές μᾶς καρτεροῦνε, χώρα;

    Καὶ ὁ καταλύτης πόλεμος κι ἡ πλουτοδότρα εἰρήνη

    θυσίας βωμοί, πάντα νὰ ζῇ ἡ Πατρίδα.

    Γιὰ ὅσα περνοῦν ἢ μέλλονται βοηθὸς Θεὸς ἂς δίνῃ

    θύμηση, ἐλπίδα.

    K. Παλαμάς («To Bραχώρι», Αθήνα 1926)

    «Παλιέ μου φίλε, συλλογίσου, σιγά σιγά θα συνηθίσεις, η νοσταλγία σου έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους…»

    Μας τρουπήσανε κάτι ξένοι, κάτι αιώνες τώρα, με κείνο το ακατανόητο και μυστικοπαθές ET IN ARCADIA EGO τους, που το ζωγραφίζουνε, το λένε και το ξαναλένε, το γράφουν και το ξαναγράφουν, χωρίς να μας εξηγούν καθαρά τι θέλουν να μας ειπούνε με δαύτο.

    Μιλούν αόριστα για «το αρκαδικό ιδεώδες», χωρίς να ξεκαθαρίζουν με σιγουριά τι εννοεί ο καθένας τους μ’ εφτούνο φτου το EGO τους.

    Ο Βιργίλιος, ο Ρωμαίος ποιητής, μιλάει για Αρκαδία, αφού προηγουμένως έχει νηστέψει σαράντα μέρες! Τέτοια ευλάβεια! Από κείνα τα χρόνια.

    Κολλημένος σε έναν κόσμο που είτε υπήρξε και δεν υπάρχει πια, είτε τον δημιούργησε η φαντασία του, νοσταλγεί τους απλοϊκούς και ισορροπημένους ποιμένες της πατρίδας μου, που συναγωνίζονται τον Πάνα στη δεξιοτεχνία της μουσικής. Τον είχε πείσει ο Πολύβιος, το πατριωτάκι μας, που έγραψε με σιγουριά ότι η μουσική και το τραγούδι βόηθαγε τους ενάρετους Αρκάδες να ζουν γαλήνια και ισορροπημένα, κάτω από τις σκληρές συνθήκες που γένναγε η φύση του τόπου τους.

    Από κουνούσβελα ακόμα, μαθαίνανε να τραγουδάνε και να χορεύουνε, να παίζουν ένα τουλάχιστον μουσικό όργανο, να συνθέτουν τραγούδια και ύμνους και, το κυριότερο, με τη μουσική, τους παιάνες και τους ύμνους να διατηρούν και να διαδίδουν την πανάρχαια παράδοσή τους.

    ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΕΠΑΙΔΕΥΟΝΤΟ

    «Μουσικής επαιδεύοντο» αυτοί που τρώγανε βελάνια από τα δέντρα και έτσι κρατηθήκανε μακριά από την αποκτήνωση και τη βαρβαρότητα. Εκεί και τότε, που ακόμα ο άνθρωπος έτρωγε ανίδρωτη τροφή, ευτυχισμένος και μονιασμένος. Αργότερα, με μουσική μαθαίνανε τους νόμους και τις παροιμίες.

    ΕΚΕΙ η μάνα μου, με δεκαπεντασύλλαβο μας έλεγε τις συνταγές της μαγειρικής, τα διδακτικά αινίγματα, τις παροιμίες και την ερμηνεία των καιρικών φαινομένων: «Τ’ αλάτι λύνει λάχανα και δένει τα φασόλια». Ή: «Να λείψουν τα πιπέρια μου, να ιδώ τα μαγειριά σου», «Κρασί, σε πίνω για καλό, κι εσύ με πας στον τοίχο», «Με γέρο γάτο κάθεσαι; Ποντίκια μη φοβάσαι».

    Ή το ανέφικτο: «Εσύ που ξέρεις γράμματα, κι έχεις γερό κεφάλι, δέκα οκάδες σίδερο, πόσες βελόνες βγάνει;» Κι αν είσαι έξυπνος απάνταγες, έμμετρα πάλι: «Να ’ταν ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι, τότε κι εγώ θα σου ’λεγα πόσες βελόνες βγάνει». Ή: «Το Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια», ή «Τσίτζιρας ελάλησε, καλοκαίρι μύρισε». Ή: «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις», «Σ’ όσους μήνες έχουν ρο, στο κρασί όχι νερό» ή «Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεγμένη» κ.λπ. κ.λπ.

    Χιλιάδες χρόνοι δούλεψαν, για να κουβαλάει ο λαός τέτοιες κουμπάνιες, εφόδια παναπεί του μυαλού και της ψυχής, εργαλεία που κάνανε τον αβίωτο βίο, συνετότερο και μαλακότερο. Μέσα απ’ το μνήμα τους μας γνέφουν χαμογελώντας ευχαριστημένοι οι προγόνοι μας, που κουβαλάμε, έστω και ανυποψίαστοι, έστω και κουτσά στραβά, κάτι λίγα ψίχαλα από την κληρονομιά τους αυτή.

    Ο πρώτος δάσκαλος στη μουσική, ο Πάνας ήτανε. Τυχαία κι αυτός, από ατύχημα. Όταν κυνήγαγε τη Νύμφη Σύριγγα, ο αλήτης, κακό χρόνο να ’χει. Στρίμωξε την ορφανή στη Βάναινα, στα μέρη τα δικά μου, στον Λάδωνα κοντά, κι αρπακολλήθηκε από δαύτη, στσιαγμένη εκείνη ζήτησε από τον ποταμό να τη γλιτώσει. Την καταπίνει ο Λάδωνας, την κρύβει από τον Πάνα, που το ξερό του τέντωσε την τσιούπα μας να πιάσει. Μα, μ’ ένα καλάμι έμεινε ο κερατάς στο χέρι (ο μόνος είναι άραγε;) και τσαντισμένος κίνησε να φύγει, το ποταμίσο εύρημα κρατώντας και βλαστημώντας «γαμώ το Δία μου, γαμώ την ατυχία μου».

    Τότε η καλαμιά άρχισε ήχο να φτιάχνει ολόγλυκο, απ’ τ’ αγεριού τη βιάση. Τσαλαβουτώντας στα ποταμίσια τα νερά, ευχάριστα ξαφνιασμένος απ’ το καλάμι και τον άνεμο, κι άλλες καλαμιές τραβολογούσε και τις κοίταζε περίεργος. Τις δένει δέσμη με κερί, αφού τις τρύπησε, κι αρχίζει να φυσάει με το στόμα του, ήχο γλυκό ν’ ακούσει. Τρελάθηκε ο ανήθικος και μουρνταράκος Παν,

    Αρχίζει τη μαμουρίτσα στα μανταρώματα… με το καινούριο άθλημα, που τον έκανε πιο κυριλέ, πιο σοβαρό και μετρημένο στις γυναίκες. Μουσικός ο κύριος. Το Μέγαρο του λείπει.

    Ο Κλωνάς ήταν και ποιητής και μουσικός, κι ήτανε Τεγεάτης. (Ουδεμίαν έχει σχέσιν με τα πάλαι ποτέ γνωστά Κλωνατζίδικα της Τριπόλεως.) Σύγχρονος και ισάξιος με Τέρπανδρο κι Αρχίλοχο. Εκείνος επινόησε τους αυλωδικούς νόμους, των πνευστών δηλαδή οργάνων, ενώ ο Τέρπανδρος τους κιθαρωδικούς νόμους, των εγχόρδων δηλαδή.

    Με αυλό έπαιξε δική του σύνθεση άσματος ο Εγχέμβροτος ο Αρκάς, στα Πύθια το 582 π.Χ. και άρπαξε το πρώτο το βραβείο. Απ’ τη χαρά του, τρίποδο ολόχαλκο στον Ηρακλή αφιερώνει. Το ίδιο, στην 8η Πυθιάδα, σόλο κιθάρα έπαιξε, το παλικάρι ο Αγέλαος απ’ την Τεγέα, κι έσχισε χασέδες. Το ίδιο αργότερα, στο ίδιο μέρος, σόλο κιθάρα επίσης, ο Πυλάδας απ’ τη Μεγαλόπολη, μούρη μεγάλη κι άξια στο όργανο απάνω.

    Ανάγκη πρώτη είχανε τη μουσική οι Αρκάδες, γιατί ο τόπος κρύος και άγριος ήτανε, και έπρεπε τη φύση των ανθρώπων τη σκληρή, εξαιτίας της σκληρής δουλειάς, να ημερώσει η μελωδία. Έπρεπε δηλαδή να μαλακώσει η ψυχή τους κι ο χαρακτήρας τους με την καλλιέργεια της μουσικής. Από μικρά, τσιούπες και παιδιά, τραγούδαγαν και χόρευαν, του καλού καιρού, από τον πανάρχαιο του τραγοπόδαρου Πάνα τον ρυθμό, που όλοι γνώριζαν. Τραγούδια έβαζαν δικά τους, με σειρά και τάξη τραγουδώντας, άντρες γυναίκες, συναλλάσσοντας στροφές, απάντηση δίνοντας η μια μεριά στην άλλη.

    Στους γάμους, στο χωράφι και στ’ αλώνι, και στο τραπέζι απάνω του γλεντιού, ακόμα σήμερα, ποτέ δεν λείπει το τραγούδι. Στα πανηγύρια μάλιστα, τα τραγούδια των γλεντζέδωνε, οι ζυγιές τα όργανα κι οι κομπανίες των μουσικών ημερώναν τις ψυχές των τραχιών ανθρώπων και παιδαγωγούσαν τα παιδιά, που μαγεμένα χάζευαν τραγουδιστές και μουσικούς και χορευτάδες. Και καταγράφαν στον «σκληρό τους δίσκο» ήχους και εικόνες ανεξίτηλες, πληγωτικές μορφές και εικόνες ανεκπλήρωτης νοσταλγίας. Μέχρι το «παραπέντε» της ζωής τους. Σαν εμένα.

    Τόειπα και σ’ άλλονε άλλοτε και θα σ’ το ξαναειπώ, γιατί είναι αλήθεια και μ’ αρέσει: Αχ, να μπορούσα, ρε παιδί, να σου αγόραζα ένα άλογο, που να μην πάταγε τη γης, ακριβώς σαν το δικό μου, και να ξετάζαμε βήμα το βήμα, δρόμο τον δρόμο, μονοπάτι μονοπάτι, άνθρωπο τον άνθρωπο, ψυχή την ψυχή, άκρη σ’ άκρη της πατρίδας που σου μιλάω. Να μετράμε μαζί, αμίλητα, σταλιά σταλιά, τις απουσίες που μας πονάνε. Τα μάτια μου τρέχοντας. Και μιλιά δεν θα ’βγαζα, όσο θα διαρκούσε το ταξίδι εκείνο. Μου φτάνει που θα ’βλεπες ό,τι είδα…

    Της Ελλάδας, της πατρίδας, που σε κάθε της εφτά χιλιόμετρα, υπάρχει και διαφορετικό μουσικό ιδίωμα. Χωριό και τραγούδι. Διαφορετικοί χοροί. Διαφορετικά κουρδίσματα στα έγχορδά τους. Διαφορετικοί άνθρωποι. Αραιότερα, διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα. Ηχόχρωμα της ανθρωπολαλιάς διαφορετικό. Χιλιάδων χρόνων χρωματίσματα, με αποχρώσεις ανεπαίσθητες.

    Στην Αρκαδία οι διαφορές το ίδιο συχνές. Όσοι δεν τραγουδάγαν και δεν χόρευαν, ήσαντε «για τα μπάζα» και κατώτεροι άνθρωποι. Σαν εμένα, τον φάλτσο και τον άταρο μπίτι. Για φτούνο ο Πολύβιος ο σεβάσμιος έγραψε για το θέμα πως:

    Σχεδόν παρά μόνοις Αρκάσι,

    πρώτον μεν οι παίδες εκ νηπίων

    άδειν εθίζονται κατά νόμους τους

    ύμνους και παιάνες, οίς έκαστοι

    κατά τα πάτρια τους επιχωρίους

    ήρωας και θεούς υμνούσι

    (Πολυβ. Ιστορ. Δ΄20)

    (Σχεδόν μονάχα στους Αρκάδες, πρώτα από νήπια τα παιδιά τα συνηθίζουν να τραγουδάν με μουσικούς κανόνες, ύμνους και παιάνες, που υμνούν ντόπιους θεούς και ήρωες).

    Τυχαίο δεν είναι, που ο Μίκης έβαλε μέσο και τον εξορίσανε οι χουνταίοι στην Ζάτουνα, στον τόπο του Δημήτρη Μητρόπουλου κοντά, επίτηδες για να βελτιωθεί στην αρμονία, προστατευμένος από τον Ερμή κι από τον Πάνα, τα πατριωτάκια μας τα τσιοπανόπουλα, τους αρχιμουσικούς.

    Ο Φιλόστρατος, στον βίο του Απολλωνίου Τυανέως, μιλάει για μια αρκαδική πόλη Δάφνη στην Ασσυρία, έξω απ’ την Αντιόχεια, με ποτάμι Λάδωνα –στην Ασσυρία μιλάμε, Λάδωνα– και ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα. Η Δάφνη, κόρη του Λάδωνα, μεταμορφώθηκε από τον Απόλλωνα σε φυτό: τη δάφνη. Γι’ αυτό έχουμε τη σημερινή Δάφνη (Στρέζοβα), στην Κυναιθώνα την Αρκαδία, Νομός Αχαΐας σήμερα, αλλά δίπλα στου Λάδωνα τη Λίμνη, σύνορο με Γορτυνία.

    Ο Απολλώνιος λοιπόν περίμενε να ιδεί όμορφη αρκαδική πόλη, με αρκαδική κουλτούρα και τσιφτιά, ως συνήθως. Αλλά βλέποντας τους ανθρώπους ημιβάρβαρους και άμουσους, αφού μπίτι δεν νογάγανε από μουσική και άνοστη πόλη είχανε, πολύ του εκακοφάνη. Άλλα περίμενε από αρκαδική πόλη και άλλα συνάντησε. Γυρίζει λοιπόν και λέει στο γερο-Λάδωνα το ποτάμι:

    Ουχ’ η θυγάτηρ σοι

    μόνη μετέβαλεν, αλλά συ το

    δόξαι βάρβαρος εξ Έλληνος

    Αρκάδος

    (Όχι μονάχα η τσιούπα σου σε δέντρο μεταβλήθηκε, αλλά και συ στα χούγια άλλαξες κι έγινες βάρβαρος, αν και Έλληνας, και μάλιστα Αρκάδας).

    Τα εφόδια του Αρκαδικού Πολιτισμού τα κουβαλάγανε στις αναγκαστικές υπερωρίες τους οι Αρκάδες σαν εργαλεία πολύτιμα, για άνοιγμα καινούργιων δρόμων και θεμέλια στη νέα τους εγκατάσταση. Αυτό το ξέρανε όλοι οι Έλληνες, αλλά και οι γύρω λαοί, που πολύ το σεβόσαντε και το καμαρώναν. Ωφέλιμο για όλους ήτανε, ο παλαιός να δασκαλεύει τον νεότερο λαό. Να παίρνει και να δίνει. Γι’ αυτό ο Απολλώνιος τσαντίστηκε σαν είδε Αρκάδες, ανθρώπους άμουσους και μιξοβάρβαρους, και στο ποτάμι «τα ’χωσε», τον Λάδωνα της Ασσυρίας. Του Νέου Λάδωνα, της Νέας Δάφνης. Κάτι σα Νέα Σμύρνη ή Νέα Ιωνία παναπεί.

    Είδες πλακίτσες που σκαρώνει η ιστορία, γριά γυναίκα, σα δε ντρέπεται; Ο κοσμάκης πέρα δώθε, καψερός και ματωμένος; Γι’ αυτό λοιπόν, σαν πήγα πριν λίγα χρόνια στη Συρία, αιστάνθηκα σαν σε δικό μου τόπο, στο Χαλέπι; Τις όψεις των ανθρώπων, πολύ οικείες και φιλικές, σα να συνωμοτούσε ο ρομαντισμός μου με το αγαπητό στους ξένους όνομα του Έλληνα, που κουβαλάω. Σα να είχα ξαναζήσει εκεί σ’ άλλη ζωή. Αίσθημα ζωντανό μέχρις ανατριχίλας. Μεταφυσικό…

    Χιλιάδες χρόνια πίσω, χώματα ελληνοπατημένα, με την ελληνική λαλιά χιλιοτραγουδισμένη απ’ τους λαούς που σμίξαμε, και την αποδοχή τους προς τη ράτσα μας, το «φχαριστώ» τους για ό,τι ευεργετικό τούς μάθαμε… Με τη γη τους κατάσπαρτη και καταφορτωμένη με ελληνικά τεκμήρια γλώσσας και πολιτισμού. Μονάχα ελληνικά! Με τον μεγάλο ψαλμωδό και ποιητή Ιωάννη Δαμασκηνό, που την ελληνική γλώσσα έκανε τραγούδια του Θεού, θεόπνευστα.

    Με τους τόσους συγγραφείς και ποιητές στα ελληνικά, παλαιότερους και νέους. Με τις στρατιές μαρτύρων και αγίων της Ορθόδοξης πίστης μας, να ’χουν ποτίσει με αίμα τα ίδια χώματα που πάτησαν οι δικοί μας πριν πολλούς πολλούς αιώνες πίσω.

    Θέλει πολύ ο άνθρωπος για να σαλτάρει; Προσέχτε με! Εικασίες κάνω. Αλλά σε λίγο υπάρχει κίνδυνος, από το άπλωμα της φαντασίας μου, να καίω λάδια, ο καψερός….

    Και τον χορό, από μικρά μαθαίναν τα παιδιά, ρυθμό και κίνηση στην αρχή, κι αργότερα σαν τσάπωναν λιγάκι, χορούς θεσπέσιους, θεαματικούς, με μικρά βήματα κοφτά, κουνώντας χέρια και πόδια στον ρυθμό και το κορμί ταυτόχρονα λυγιώντας.

    Σε γάμους, σε χαρές, σε κάθε γλεντοκόπι, το κάθε τι λεγόταν κι ακουγότανε με σύνεση και προσοχή μεγάλη, αφού όσα παιδιά βλέπανε κι ακούγαν τον χορό, μαθήματα ξεσήκωναν και κανόνες. Σοφά τα πάντα ρυθμισμένα, αφού το κάθε τι που ακούει και βλέπει, αχόρταγα το ρουφάει η παιδική ψυχή.

    Εδωπά θυμάμαι να σας πω για το παιδί τον Γιώργη απ’ την Ποδογορά, 1952, στις κατασκηνώσεις της Βυτίνας: Ο Γιώργης, κουνούσβελο δέκα χρονών ήταν – δεν ήτανε, τραγούδαγε καταπληκτικά και μάγευε το ακροατήριο, με άρθρωση και ρυθμό έμφυτο και σοβαρός σαν εκατό χρονώνε. «Έβγα στο παρεθύρι κατά τη θάλασσα, να ιδείς την αδερφή σου πώς την αγκάλιασα…» Τον αγαπάγανε οι κοινοτάρχισσες και οι ομαδάρχισσες ούλες. Μια ημέρα, μετά το τραγούδι, στο ημιυπαίθριο εστιατόριο με τους ξύλινους πάγκους, ακούμε το παιδί να σκούζει, να κλαίει και να χυδεύεται. Ξαφνικά, στα καλά καθούμενα. Μπακαλιάρο πλακί στη λαμαρίνα στο φούρνο. Είχε πέσει λαδιά απάνου στο παλτό που φόρηγε –Αλωνάρη μήνα παλτό στη Βυτίνα– και ήτανε λέει τ’ αδερφού του και πώς θα πήγαινε στο Γυμνάσιο τον Σεπτέμβρη… Συφορές.

    Του το κουμανταρίσανε με άσπρη καθαρή βενζίνα το παλτό οι Κοινοτάρχισσες και μόνον τότε σταμάτησε τα κλάηματα ο Γιώργης, το ενήλικο παιδί από την Ποδογορά. Άσχετο; Εμένα όμως με γαληνεύει, την άγια φτώχεια να θυμάμαι, που μας έθρεψε με τέτοιους χυμούς και ώριμους μας έκανε, πριν μεγαλώσουμε.

    Ο Αριστόξενος, που γράφει για τους χορούς, τους δικούς μας πολύ παινεύει σαν καλύτερους, ανάμεσα σε άλλους ελληνικούς χορούς, «Λακωνικούς, Τροιζηνικούς, Επιζεφύριους, Κρητικούς, Ιωνικούς, Μαντινικούς», που κι αυτοί του αρέσουν για την κίνηση των χεριών των χορευτάδων.

    Μα και χίλιοι Αριστόξενοι να γράφανε, και μάλιστα με βίντεο και υπολογιστάδες ηλεκτρονικούς, πάλι ακατάγραπτη θαλάμενε η ποικιλία και ο πλούτος των ελληνικών χορών από τόπο σε τόπο, από χωριό σε χωριό. «Πούχουν τα γυρίσματα τα βεργολυγίσματα».

    Στη Γορτυνία, την αγαπημένη μου μανούλα, λέμε χαιρέκακα για τους Περαμερήσιους Σφακοκέφαλους χορευτάδες, λόγο απαξιωτικό και περγελαστικό και τους μπαρτζολετάμε αβέρτα, όταν χορεύουν άτσαλα κατά τη γνώμη μας: «Χόρεψε βαχλιώτικα, πήδα διβριτσιώτικα, κούνα και τον κώλο σου κοντοβαζαινίτικα…»

    Για μας δεν ξέρω τι λένε εκείνοι, γιατί έφυγα μικρός, και φίλους Περαμερήσιους ακόμα δεν έχω κάνει. Δεν ξέρω αν μεγαλώσω τι θα γίνει. Πάντως, κάτι θα λένε, δεν μπορεί…

    Και θα μου ειπείτε τώρα εσείς και με το δίκιο σας: η φτώχεια φτώχεια, αλλά τα γλέντια στην ημερήσια διάταξη. Άλλος θα σας απαντήσει για λογαριασμό μου, μ’ εκείνον που μας έλεγε μικρά όταν είμαστε: «Ακούτε, ρέη, και βάλτε το βαθιά μες στο μυαλό σας: Κάλλιο σε λεν για κερατά, παρά για κακομοίρη».

    Έτσι λοιπόν βουρ στην επίθεση, με κέφι, γλέντι, τραγούδι της κάθε περίστασης, ανοιχτή καρδιά, κι η φτώχεια παίρνει η αναμαλλιάρα τα ρέματα και κρύβεται ντροπιασμένη. Η πόρτα πάντα ανοιχτή, για τον καθένανε: διακονιάρη, καταλαχάρη ξενομερίτη, ξένο ή δικό, επίσημο ή ταπεινό, για γέρο ή για νέον, για εχθρό ή για φίλο…

    Με τι, λεβέντες μου, γλεντάγαμε; Πρώτα με την καρδιά. Μετά με ό,τι βρεθεί. Κρασί μάς δίναν βρεσιγέ οι ταβερνιαραίοι και γράφανε στο ολόγεμο βρεσιγέδια οικογενειακό δευτέρι. Ξερό κρεμμύδι, αν είχε, και ψωμί; Τραχανά; Μεγάλη ευλογία. Και τραγούδι αδέρφια, ατέλειωτο τραγούδι ώσπου να ξημερώσει. Τραγούδι του παράπονου, τραγούδι της αγάπης, της ξενιτιάς, της λεβεντιάς, της λευτεριάς, του σκώμματος και της αποκριάς τραγούδι. Ένας έκοβε κι άλλος έραβε. Και οι γυναίκες, είτε σεγόντο, είτε σόλο, είτε χορωδία, πολλές φορές τα μάτια τρέχοντας, ανάλογα με το θέμα.

    Υπάρχει περίπτωση να τραγουδάς «θέλω να σκίσω το βουνό με της ελιάς το φύλλο, να βρω πουλάκι έμπιστο να σου το παραγγείλω» και να μη γιομίσουνε τα μάτια σου; Για κάποιονε φευγάτο, στην ξενιτιά ή στους Ουρανούς; Πώς τους κρατάγαν λέτε τους καημούς, παρά με το τραγούδι; Αναρίθμητα τραγούδια, στον στίχο και στη μουσική, διαμάντια ένα κι ένα. Με ύφος λιτό και μεστά λόγια, απ’ την καβάτζα της αρχαίας κληρονομιάς μας τρυγημένα. Μέσα στο γονιδίωμα του λαού μας φυτεμένα, γενιά γενιά, ανεπαισθήτως.

    Να σου «το λεν» μικρά παιδιά και να μην το πιστεύεις. Μακρόσυρτο, αφηγηματικό, γλυκό, με τους δεκάδες στίχους, μέχρι να ξημερώσει. Ερωτικό, ιστορικό, της ξενιτιάς, της παροιμίας, της διδαχής, της βουκολικής και της αγροτικής ζωής.

    Τους νόμους της οικογένειας, της φυσικής σειράς και συνοχής, τους λέγαν με τραγούδια:

    ΜΙΑ ΧΗΡΑ ΕΧΕΙ ΟΜΟΡΦΟΝ ΥΓΙΟ

    Μες στην απάνου γειτονιά, πώς δε ραΐζουν τα βουνά.

    Μια χήρα έχ’ όμορφον υγιό, βάστα καρδιά μου να το ειπώ.

    Τόνε ζηλεύει η γειτονιά, πώς δε ραΐζουν τα βουνά;

    Τόνε ζηλεύει η ρούγα, για ιδές, πουλάκια μην λαλήσετε ποτές.

    Τόνε ζηλεύει κι η μάνα του, τρομάρα και λαχτάρα του.

    Άντρα να τόνε πάρει, για ιδές, λουλούδια μην ανθίστε ποτές.

    Μάνα ζουρλή, μάνα τρελή, ποια μάνα παίρνει το παιδί;

    ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΞΑΔΕΡΦΙΑ

    Ο Γιάννος και η Μαρουδιά το δυο πρώτα ξαδέρφια,

    σ’ ένα σχολειό παγαίνανε σ’ ένα χαρτί αναγνώνουν.

    Τρία χρόνι’ αγαπιόσαντε, τρία χρόνια αγαπιώνται.

    Από τα τρία και στερνά το μαρτυράει ο Γιάννος.

    Μάνα τη Μάρω ν’αγαπώ, γυναίκα να την πάρω.

    Φίδι να φάει τη γλώσσα σου παρά το λόγο που είπες.

    Κάλλιο να μπεις στη μαύρη γη σαράντα οργιές του βάθου.

    Παρά την εξαδέρφη σου γυναίκα σου να πάρεις.

    Τη Μάρω αρρεβωνιάζουνε κι ο Γιάννος αρρωστάει.

    Τη Μάρω στεφανώνουνε, το Γιάννο παραστέκουν.

    Τη Μάρω παν στην εκκλησιά, το Γιάννο παν στον τάφο.

    Συμπεθεριό και λείψανο εσυναπαντηθήκαν.

    Στέκεται η νύφη και ρωτάει και λέει στους συμπεθέρους:

    Τίνος είναι το λείψανο και το χρυσό κρεβάτι;

    Του Γιάννου του μπραζέρη σου, του πρωτοξάδερφού σου.

    Η Μάρω εγίνη καλαμιά κι ο Γιάννος κυπαρίσσι.

    Φυσάει βοριάς τον κάλαμο, φιλεί το κυπαρίσσι.

    Κι η μάνα τους τ’ αγνάντευεν από το παρεθύρι.

    Για τήρα τα μαριόλικα και τα μαριολεμένα,

    Και ζωντανά αγαπιόσαντε και τώρα πεθαμένα.

    Στρώστε τραπέζια χλιβερά, πισκίρια λερωμένα,

    Κι αυτά τα κρασοπότηρα στη μέση ραγισμένα.

    Τους νόμους της φύσης επίσης:

    Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, γινόνται πέντε χρόνια,

    αν φύτευα μια λεημονιά, θα έκανε λεημόνια.

    Ή τις παραξενιές της φύσης:

    Μωρή πουτάνα μυγδαλιά, π’ ανθίζεις το Γενάρη

    Δεν καρτερείς την άνοιξη ν’ ανοίξουμε ούλα αντάμα;

    Ή τις γυναικείες ασχολίες της οικοτεχνίας με τις δυσκολίες τους:

    Το κέντισμα είναι γλέντισμα και η ρόκα είναι σεριάνι.

    Κι ο πικραμένος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.

    Ή τα πικρά συμπεράσματα της ζωής:

    Ξάστερα γράφει το χαρτί, το μολογάει το γράμμα,

    Ποτέ δε γίνεται η μητριά σαν την καημένη μάνα.

    Τα γεράματα τα τραγουδά, πάντα στα πλαίσια των φυσικών νόμων, άλλοτε με εγκαρτέρηση και άλλοτε με απελπισία:

    ΤΡΕΙΣ ΣΤΑΥΡΑΪΤΟΙ ΚΑΘΟΣΑΝΤΕ ΣΕ ΤΡΙΑ ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ

    Και κλαίγανε τα ντέρτια τους και τα παράπονά τους.

    Ο ένας κλαίει που μέθυσε και πια δεν ξεμεθάει,

    κι ο άλλος πόχασε πουλιά και πια πουλιά δε βγάνει.

    Κι ο τρίτος κλαίει που γέρασε και πια δεν ξανανιώνει.

    Γυρίζει αυτός που γέρασε και λέει του μεθυσμένου:

    Αϊτέ μου, εσύ κι αν μέθυσες πάλε θα ξεμεθύσεις.

    Και συ κι αν έχασες πουλιά, πάλε πουλιά θα βγάλεις.

    Εγώ να κλαίω που γέρασα και πια δεν ξανανιώνω.

    Κοντύνανε τα πόδια μου και πέσαν τα φτερά μου…

    Πόπιανα την αυγή λαγούς, το γιόμα τα περδίκια,

    κι αυτό το κακοδειλινό έπιανα ’λαφομόσκια.

    Και τώρα πώς κατάντησα; Σούρνωντας περπατάω…

    Η ξενιτιά, η πανάρχαια πληγή που τρώει τα σωθικά μας των Αρκάδωνε, είτε αυτών που φεύγουνε είτε αυτών που μένουν, πόσο γλυκά, πόσο όμορφα και πόσο πονεμένα, τραγουδήθηκε!

    Το βλες εκείνο το βουνό, πόνε ψηλά από τ’ άλλο;

    Εκεί ’ναι πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια.

    Μέσα κοιμάται μια ξανθιά, μιας χήρας δυχατέρα.

    Μα πώς να την ξυπνήσουμε, μα πώς να της το ειπούμε;

    Ξύπνα, καημένη Αναστασιά, ξύπνα καημένη κόρη.

    Ξύπνα, Τασούλα, φώτισε κι έπεσε το φεγγάρι.

    Ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, να σβήσεις το λυχνάρι.

    Παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι γιέμορφες στη βρύση,

    Κοντεύει να φωτίσει…

    Παίρνω κι εγώ το Γρίβα μου και πάου να τον ποτίσω,

    Να πιω και να γιομίσω.

    Βρίσκω την κόρη κι έπλενε, την κόρη να λευκαίνει.

    Λίγο νερό της γύρεψα, να πιω και να γιομίσω,

    το Γρίβα να ποτίσω.

    Σαράντα τάσια μούδωκε, τα μάτια της δεν τάειδα.

    Και πάνου στα σαρανταδυό, τη βλέπω να δακρύζει.

    Τι έχεις, κόρη, και δάκρυσες, γιατί είσαι λυπημένη;

    Άντρα είχα στην ξενιτιά, κι άντρα είχα στα ξένα.

    Κι άλλοι μου λεν πως πέθανε, κι άλλοι μου λεν πως θά ’ρθει…

    Κόρη μ’, ο άντρας που ζητάς επέθανε στα ξένα…

    Κερί, λιβάνι του ’βαλα, ποιος θα μου τα πληρώσει;

    Κερί λιβάνι αν του ’βαλες, Θεός να σ’ τα πληρώσει.

    Κόρη μ’, εγώειμαι ο άντρας σου, που γύρισα απ’ τα ξένα…

    Πες μου αν είσ’ ο άντρας μου, σημάδια του σπιτιού μας.

    Μηλιά έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,

    Κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσκάτο.

    Κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλι αναζητά το.

    Και πίσω από την πόρτα σου καντήλι έχεις και φέγγει.

    Σου φέγγει να χτενίζεσαι να πλέκεις τα μαλλιά σου…

    Κάποιος κακός μου γείτονας σου τάειπε και τα ξέρεις…

    Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.

    Έχεις ελιά στα στήθια σου κι ελιά στην αμασκάλη,

    Κι ανάμεσα στα δυο βυζιά τ’ αντρού σου φυλαχτάρι.

    Ξένε μου, εσύ ’σαι ο άντρας μου, εσύ ’σαι κι ο καλός μου...

    Η παράδοση λέει πως, αν η απουσία του ξενιτεμένου κράτηγε πάνω από δώδεκα χρόνους, τότε η γυναίκα του είχε δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί, σα νάειτανε πεθαμένος… Μας το επιβεβαιώνει και το όμορφο τραγούδι, που μας παραπέμπει στην εποχή της βενετσιάνικης ναυτικής παντοκρατορίας:

    Καράβιν εταξίδευε στη Βενετιά να πάει.

    Αναστενάζει ο ναύτης του και το καράβι εστάθη.

    Κι ο καπετάνιος ερωτάει κι ο καπετάνιος λέει:

    Ποιος είναι π’ αναστέναξε και το καράβι εστάθη;

    Αν είναι από τους δούλους μου, φλωριά να του χαρίσω.

    Κι αν είναι από τους σκλάβους μου, να τόνε λευτερώσω.

    Κι ο ναύτης αποκρίθηκε στέκεται και του λέει:

    Εγώημουν π’ αναστέναξα και εστάθη το καράβι.

    Δώδεκα ημέρες νιόγαμπρος, δώδεκα χρόνους σκλάβος.

    Κι απόψε είδα στον ύπνο μου είδα και στ’ όνειρό μου

    παντρεύεται η γυναίκα μου και παίρνει τον εχτρό μου.

    Κι ο καπετάνιος φώναξε κι ο καπετάνιος λέει:

    Ποιος είν’ άξιος κι ογλήγορος, άξιος και παλικάρι,

    Τριών μερών περπατησιά τρεις ώρες να την κάνει;

    Κι όσ’ άλογα τ’ αγρίκησαν εκατουρήσαν αίμα.

    Κι όσες φοράδες τ’ άκουσαν όλες τους απορρίξαν.

    Μα ένας γρίβας παλιόγριβας, σαραντοδυοπληγιάρης,

    Εκείνος αποκρίθηκε και λέει του καπετάνιου.

    Εγώειμαι άξιος κι ογλήγορος, άξιος και παλικάρι

    τριών μερώνε τρέξιμο τρεις ώρες να το κάνω.

    Να μ’ αβγατίσεις την ταγή σαράντα πέντε χούφτες.

    Και δένει ο νιος την κεφαλή με δυο με τρια μαντήλια.

    Κι ώσπου να ειπεί το έχε γεια πάει σαράντα μίλια.

    Κι ώσπου να ειπούνε στο καλό πάει σαράντα πέντε.

    Ο νιος φτάνει στον τόπο του φτάνει και στο χωριό του.

    Βρίσκει στ’ αμπέλια έναν δικό χωρίς να τον γνωρίσει.

    Από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει:

    Ώρα καλή σου δουλευτή.

    Καλώς το παλικάρι.

    Για πες μου, πες μου, δουλευτή, χαμπέρι απ’ το χωριό σου.

    Σήμερα στεφανώνεται του σκλάβου η γυναίκα.

    Σκαλιά βάρεσε τ’ άλογο να βγάλει ογληγοράδα.

    Και πήγε και ξεπέζεψε στης εκκλησιάς την πόρτα.

    Πάψε, παπά, τα γράμματα, πάψε και το Βαγγέλιο,

    Τι εμένα τη γυναίκα μου άλλος δεν θα την πάρει…

    Ή το άλλο το σπαρακτικό:

    Κινήσαν τρεις αρχόντισσες και τρεις καλές κυράδες,

    και παν στην ακροπελαγιά στην άκρη της θαλάσσης,

    και χαλικάκια μάζευαν, τα δέναν στο μαντήλι.

    Λιθοβολούν τη θάλασσα την πικροκυματούσα:

    Μωρή πουτάνα θάλασσα και πικροκυματούσα,

    γιατί τα ψάρια σου είν’ γλυκά κι ατή σου φαρμακούσα;

    Κι επίνιξες τους άντρες μας, τα φύλλα της καρδιάς μας;

    Δεν φταίω ’γώ η θάλασσα η πικροκυματούσα.

    Σας φταίν’ οι φραγκομαραγκοί που φτιάχνουν τα καράβια,

    Και βάνουνε παλιά καρφιά και τα σανίδια σάπια,

    κι επίνιξαν τους άντρες σας, τα φύλλα της καρδιάς σας.

    Τον ίδιο πόνο και την ίδια αγωνία κουβαλάει και ο ξενιτεμένος στις ξενιτιές του, διχασμένος από την ανάγκη της επιβίωσης, που τη θεραπεύει το όποιο «καζάντι» της ξενιτιάς, και από τον πόνο, τη νοσταλγία της πατρίδας και των δικών του:

    Ήθελα πάω στην ξενιτιά να κάνω τριάντα ημέρες,

    Κι η ξενιτιά με γέλασε κι έκανα τριάντα χρόνους.

    Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια μη μου δώσεις.

    Η αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει παχύ στρωσίδι,

    θέλει μανούλας γόνατα, θέλει αδερφής αγκάλες,

    θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,

    θέλει το σπίτι να ’ν’ πλατύ, να στρώνουν να ξιστρώνουν.

    Όσο ’χε ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.

    Μα ’ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει,

    Κι ο ξένος αναστέναξε κι η γης αναταράχτη.

    Νάειχα νερό απ’ τον τόπο μου και μήλο απ’ τη μηλιά μου,

    Σταφύλι ροδοστάφυλο απ’ την κληματαριά μου.

    Με τέτοιους καημούς ήτανε φορτωμένος ο λαός, και η λαϊκή μούσα δεν ήταν δυνατόν να μην καταγράψει τον πόνο της ξενιτιάς που κατάτρωγε τα σωθικά του γερο-Θοδωρή Κολοκοτρώνη την ώρα π’ αγνάντευε τον Μωριά απ’ της Ζάκυνθος το κάστρο:

    Ν’ο Θοδωράκης κάθεται στης Ζάκυνθος το Κάστρο,

    Πιάνει το κιάλι και κοιτά και το Μωριά αγναντεύει.

    Γλέπει τη θάλασσα πλατιά και το Μωριάν αλάργα.

    Γλέπει και τ’ Αρκουδόρεμα, τη δόλια του πατρίδα.

    Γλέπει λημέρια κλέφτικα, λημέρια δίχως κλέφτες.

    Τον πιάνει το παράπονο και σα γυναίκα κλαίει.

    Και ο Κολίνος τον ρωτά και ο Κολίνος λέει:

    Τι έχεις, πατέρα μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις;

    Και ο Θοδωράκης απαντά με μάτια δακρυσμένα:

    Ό,τι έχουν όλοι οι Γέλληνες πόναι μακριά στα ξένα…

    Ντροπολογιότανε το μαμούρι να τραγουδήσει και το ’βαλε ο θείος πίσω απ’ τη μισάντρα να μη φαίνεται, αλλά ν’ ακούγεται. Λουκούμι τάζοντας για να το δελεάσει, αλλά και να το ενθαρρύνει. Οχτώ χρονώνε, ήτανε - δεν ήτανε:

    Θέλω ν’ ανέ, μαυρομάτα μου, θέλω ν’ ανέβω στο βουνό.

    Θέλω ν’ ανέβω στο βουνό, να πιάσω φίλο τον αϊτό.

    Να του γυρέψω ένα φτερό, να βγω κι εγώ να κυνηγώ.

    Να κυνηγώ τις όμορφες κι ούλες τις μαυρομάτες.

    Να κυνηγήσω το λαγό π’ αρνιέται τα παιδιά του.

    Να κυνηγώ την πέρδικα την αηδονολαλούσα,

    που κάνει δεκαοχτώ πουλιά, κανένα δεν αρνιέται.

    Κι αν πέσει αϊτός και πάρ’ ένα, ένα από τα παιδιά της,

    μήνες κάνει να πιει νερό, χρόνους για να βοσκήσει.

    Όπ’ εύρει γάργαρο νερό, θολώνει το και πίνει,

    κι οπό βρει μαύρη καψαλιά, κει κάθεται και βόσκει.

    Κλαίγε με, η μάνα, κλαίγε με τη νύχτα με φεγγάρι

    και την αυγή με το δροσιό, ώστε να πάρει η μέρα.

    Κοκκίνιζε από την ντροπή του, έστω και πίσω από τις τάβλες της μισάντρας, έβανε το χεράκι του στο δεξί του μάγουλο και, κοιτάζοντας πέρα μακριά στο πουθενά, απογειωνότανε, ένα με το τραγούδι γίνονταν. Διεκπεραίωνε αποστολή και εντολή προαιώνια το παιδάκι.

    Σήμερα στην Ελλάδα μας, η Αρκαδία μου είναι που κρατάει στα σεντούκια της ψυχής της, τα πιο πολλά τραγούδια αληθινής παράδοσης, λες και ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που της ανάθεσε η Ιστορία. Όλοι οι Έλληνες καλοί είμαστε, καλή ’ναι η ράτσα μας, μα στο τραγούδι ειδικά, της παράδοσης, της τα βγάλαμε τα μάτια… Οι καμπίσιοι δίπλα μας, λίγο παρακατούλια, πήξανε στα σκυλάδικα και στα γυφτομουρμούρικα, τις ανοστίλες…

    Κοπιάστε σ’ ένα γλέντι μας, σ’ ένα στενό πανηγυράκι μας, χωρίς ηχεία και υστερόβουλους «χορηγούς», πάρτε μολύβι και χαρτί και γράψτε τα τραγούδια μας, που ταίρι τους δεν έχουνε στην ομορφιά και στα μηνύματα που στέλνει ο ποιητής λαός μας στους αιώνες.

    Αν κάποιος σαν κι εμένα θέλει να τεκμηριώσει αυτά που γράφει, θέλει καταγραφής δουλειά δεκαετιών, χωριό χωριό και στρούγκα με τη στρούγκα, και μουσικό κριτήριο, ο δόλιος που δεν το ’χω. Εσύ αν είσαι μερακλής, κιμπάρης και πατριώτης, πάρε το μαραφέτι σου, βίντεο ή πώς το λένε, και πάρε σβάρνα τα χωριά, ιδίως καλοκαίρι, και γράψε, γράψε ως την αυγή, ώσπου να ξημερώσει, αν εν τω μεταξύ δεν πάθεις από το πολύ μεράκι σου κι από την τόση ομορφιά.

    Δεν υπερβάλλω. Για κάθε σου συναίσθημα, για κάθε σου μεράκι, υπάρχει πάντα έτοιμο, για σένα ετοιμασμένο, τραγούδι της περίστασης. Άλλος σκοπός, άλλος ρυθμός, άλλη παραλλαγή, σε κάθε μέρος μακρινό ή και σε κοντινό ακόμα. Το φρόντισαν οι προγόνοι. Την άγια μας παράδοση ν’ αφήκουν στα άδεια χέρια μας, στις άδειες τις ψυχές μας.

    Τον αναστάτωνε τον παλαιό άνθρωπο το ξαφνικό και αναπάντεχο, είτε χαράς είτε λύπης αναπάντεχο, και το ’κανε διδαχτικό τραγούδι αλλά και μέσο καταγραφής συνταρακτικών ειδήσεων και αρνητικών κοινωνικών φαινομένων:

    Στην Πέρα Κοντοβάζαινα, Μαρία μωρ’ Μαρία,

    στη μέσα πολιτεία.

    Που φαρμακώθη η Μαριγώ, αμάν το Μαριγάκι,

    μ’ ένα σπυρί φαρμάκι.

    Κι η μάνα της της έλεγε, αμάν το Μαριγάκι,

    πού το ’βρες το φαρμάκι;

    Στα μαγαζιά το πούλαγαν, Μαρία μωρ’ Μαρία,

    και το ’πια σαν κρασάκι.

    Στην κάμαρά μου κλείστηκα, αμάν το Μαριγάκι,

    και το ’πια σαν φαρμάκι…

    Κι άλλο ένα όμορφο πικραμένο:

    Την αυγή, την κονταυγή π’ ανοίγει το λελούδι,

    Ν’ ακούστε για να μάθετε της Λένης το τραγούδι:

    Η Ελενίτσα η γέμορφη της Πάτρας το καμάρι,

    αγάπησ’ ένα Αλή Πασιά και θέλει να τον πάρει.

    Ο Αντρέας τ’ αρχοντόπουλο της Πάτρας ξακουσμένος

    κείνη την ώρα βρέθηκε λίγο βαρυπιωμένος.

    Απ’ το παζάρι πέρασε και πήρε δυο πιστόλια,

    στη μέση του τα πέρασε με δυο ασημένια βόλια.

    Παίρνει και πάει στης Ελενιώς για να την χαιρετήσει.

    Κατά την ώρα πούητανε να την ωρακαλήσει,

    στην πόρταν όπου έμπαινε, στη σκάλα π’ ανεβαίνει,

    μια κοπελιάν ερώτησε το πού είναι η Ελένη.

    Η Γελενιώ που τ’ άκουσε, στο παρεθύρι βγαίνει:

    Καλώς τονε τον ξάδερφο, καλώς τονε, του λέει.

    Ελένη, φτιάξε μας καφέ, καφέ πικρό να πιούμε

    και ύστερα από τον καφέ κάτσε για να τα ειπούμε.

    Τα μάτια σου με κάνανε να μην ηξέρω πούειμαι.

    Ελένη, τι ακώ εδώ και τι μου λέει ο κόσμος;

    Σώπα, καημένε ξάδερφε, μην είσαι μεθυσμένος,

    και κουβεντιάζεις σαν τρελός, σαν παραλογισμένος;

    Μια μπαταριά της έριξε, την έκανε κομμάτια.

    Δεν ελυπήθη ο άσπλαχνος τα δροσερά της νιάτα;

    Η μάνα της η αρχόντισσα, δεκάξι χρόνους χήρα,

    κείνη την ώρα έλειπε στο χτήμα στη σταφίδα.

    Επήγαν και της είπανε: «Καυγάς στη γειτονιά σου.

    Νάρθεις το γληγορότερο, μαλώνουν τα παιδιά σου».

    Το άτι της καβάληκε, στο σπίτι της πηγαίνει.

    Λαχτάρα της φουρτούνα της, το τι έπαθε η Γελένη…

    Στο σπίτι της σαν έφτασε, στη σκάλα π’ ανεβαίνει

    Ακούει καμπάνες να χτυπούν και τον παπά να ψέλνει.

    Βλέπει την Ελενίτσα της στη σάλα ξαπλωμένη.

    Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε, ψιλή φωνίτσα βάνει:

    Γιατροί, ν’όσα ζητήσετε τις τσιέπες σας γιομίστε.

    Της Ελενίτσας τη ζωή να μου τήνε χαρίστε.

    ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ…

    Ταιριάζει λοιπόν αδέρφια –και αδερφές– να φορτώσω το σεμνό και γεμάτο εβραϊκή μετριοφροσύνη αρχαιο-αρκαδολάγνικο γραφτό μου με δυο-τρία λόγια που ’μαθα πρόσφατα για τη μουσική στην αρχαιότητα, κάτι που δεν διάβασα και δεν το άκουσα απ’ τα νιάτα μου, τόσων χρόνων θρανία, και που πολύ χαίρομαι να το μοιραστώ μαζί σας.

    Λένε λοιπόν τα χαρτιά, πως 3.000 χρόνους π.Χ., 5.000 από σήμερα, οι Προέλληνες των Κυκλάδων είχανε άρπες, διπλούς αυλούς και σύριγγες, όπως παρασταίνονται στα μαρμάρινα ειδώλιά τους. Στην Αρκαδία μου, η αρκαδική λύρα είναι όργανο της ίδιας περίπου εποχής, φτιαγμένο από καβούκι αρκαδικής τεράστιας χελώνας, που έδινε σεγόντο στον ρυθμό της σύριγγας του Πάνα.

    Δεν μπορώ με βεβαιότητα να σας πληροφορήσω για την εποχή που θεσπίστηκε το Δωδεκάθεο και σε ποια εποχή εμφανίστηκαν οι σχετικές «Θεογονίες» κ.λπ., προκειμένου να χρονολογήσουμε την καθιέρωση της αρκαδικής λύρας του Ερμή. Είναι δύσκολο ζήτημα, με πολλές υποθέσεις και πολλά «ίσως». Γι’ αυτό ας το αφήσουμε στους αρχαιολόγους.

    Αρχαιολόγος είναι και ο Π. Φάκλαρης, που μας περιγράφει στη σελ. 121 του τόμου των πρακτικών του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου για την αναβίωση του Αρκαδικού Ιδεώδους, τις πληροφορίες σχετικά με την λύρα του Ερμή, καθώς και λεπτομέρειες για τον τρόπο κατασκευής της και τεχνικά χαρακτηριστικά της. Εμείς οι νοσταλγοί παίρνουμε μυρουδιές και απολαμβάνουμε σταχυολογήματα από τούτη τη δουλειά.

    Ένα όργανο που παράγει μελωδίες και ήχους που τέρπουν και μετατρέπουν την ανθρώπινη ψυχή, μερώνοντάς την, δεν μπορεί παρά να είναι έργο θεού και όχι ανθρώπου. Έτσι την ευρεσιτεχνία της αρκαδικής λύρας οι Αρκάδες την «κατοχυρώσανε» στον Ερμή, με τους σχετικούς τους μύθους.

    «Σαν βγήκε απ’ την κοιλιά της μάνας του ο Ερμής, διόλου δεν έκατσε στην κούνια του, τέτοιο ζερζέκι πού ήτανε. Φαγώθηκε, κι όλο τον τόπο γύρισε, τα βόδια του αδερφού του, του Απόλλωνα, να βρει.

    Καθώς πάει να περάσει την ποριά μιας ψηλοτάβανης σπηλιάς, βλέπει ξάφνου στα πόδια του να βόσκει με νωχελικό περπάτημα στο παχύ χορτάρι μιαν όμορφη χελώνα και καταχάρηκε, βλέποντας πρώτη φορά το ωραίο καβούκι της να λάμπει.

    Τύχη πούηχαμε κι εσύ κι εγώ, κυρα-χελώνα μου όμορφη! Συντρόφισσά μου θα σε κάνω στο τραγούδι, στο γλέντι, στο χορό. Μεγάλη μου ’δωκες χαρά, βουνίσια μου ομορφοστόλιστη κυρά. Αλήθεια, που τό ’βρες τ’ ώριο φόρεμά σου; Πάμε τώρα μαζί, μείνε μέσα στο σπίτι, να με βοηθήσεις να σε κάνω διάσημη και ξακουστή. Μη μείνεις άγνωστη και περιφρονημένη στον κίνδυνο της ερημιάς, ζωντανό φυλαχτό για το κακό το μάτι. Πεθαμένη όμως, όμορφα θα τραγουδάς, της είπε, και με τα δυο χεράκια του τη σήκωσε, μέσα στο σπήλαιο κουβαλώντας το ωραίο παιγνίδι του, τρελή χαρά γεμάτος.

    Μετά, με κοφτερό εργαλείο τής κόβει το κορμί, και το αποσπάει από το ωραίο κέλυφός της, το ομορφοστόλιστο. Τα φρύδια σμίγει σκεφτικός ο Ερμίκος, μια φλασιά άστραψε ξαφνικά στα δυο του μάτια, και βάζει εμπρός το σχέδιό του: κόβει καλάμια ίσα και όμοια, ένα μπόι συνταιριασμένα, και διαπερνά το κέλυφος, απ’ τη μια μεριά στην άλλη. Μετά, με μαστοριά δέρμα βοδιού τεντώνει απάνω τους, κι αφού περνάει τις πήχες και το ζυγό, τεντώνει εφτά χορδές, άντερα προβατίνας ξεραμένα.

    Στο τέλος, τ’ όμορφο παιγνίδι του κρατώντας, μια μια τις κόρδες του χτυπάει με το πλήκτρο. Τότε, σε κάθε του άγγιγμα, μέσα απ’ τα χέρια του αντήχησε ήχος υπέροχος και δοκιμάζοντας ο θεός τη μαστοριά του, ψιλοτραγούδαγε νεανικά αυτοσχέδια τραγουδάκια, τέτοια που αρμόζουνε στον Δία τον γιο του Κρόνου και στην Μαία την ομορφοπεδιλούσα, που πριν καιρό είχανε σμίξει σε φιλιά, ονοματίζοντας το κάθε τι που έχει σχέση με τη δική του ένδοξη σύλληψη».

    Εκτός απ’ τον Ομηρικό ύμνο στον Ερμή, ο Παυσανίας μάς λέει πως συνέχεια της Κυλλήνης είναι το όρος Χελυδόρεα, όπου βρήκε ο Ερμίκος τη χελώνα, της άρπαξε τ’ όμορφο σκληρό της φόρεμα και το ’κανε θεϊκό παιγνίδι, λύρα. Την πρώτη αυτή λύρα του Ερμή ο Απόλλωνας δέχθηκε δώρο αδερφικής αγάπης και ποτέ του δεν άφηκε απ’ τα χέρια του. Μόνο θεός μπορεί να τέρπει και να μετατρέπει προς το καλό την ψυχή τ’ ανθρώπου, με τέτοιο όργανο.

    Θερίες χελώνες έχουμε στην Αρκαδία αβέρτα, στα μέρη της Ψωφίδας και στα δικά μας τα χωριά. Στο Παρθένιον όρος οι ντόπιοι κάτοικοι δεν άφηναν κανένα να πειράξει τις χελώνες, ούτε κι αυτοί τις πείραζαν. Του Πάνα ήτανε ιερές.

    Στις ανασκαφές στα 1976, στο ιερό του Επικούρειου Απόλλωνα, στις Βάσσες, βρήκε η ανασκαφή λύρα πρωτόγονη του Ερμή, μονάχα το καβούκι της να σώζεται, θρυμματισμένο, σκόρπιο. Με κόπο και επιμονή αρχαιολογική και μέθοδο, ξανάγινε το όστρακο ακέριο, σχεδόν όπως ήτανε απ’ τη φύση του, διαστάσεων 0,15 x 0,12 μ.

    Αυτό το μοναδικό εύρημα μας δίνει μιαν εικόνα του μεγέθους του οργάνου, που σύμφωνα με την προσωπική μου παιδική εμπειρία, δεν προέρχεται από ιδιαίτερα μεγαλόσωμη χελώνα, αφού συχνά έχω συναντήσει μεγέθη κυμαινόμενα στα 0,15 x 0,30 μ., ακόμα και εκτός μεγαλοχελωνούσας Αρκαδίας.

    Όποιος από σας θέλει να φτιάξουμε μαζί τη λύρα του Ερμή, να ’ρθει να περπατήσουμε τον Μάη μήνα στα χωριά μας, να βρούμε την κυρα-χελώνα, το καβούκι να της πάρουμε ζητώντας της συγγνώμη και διάσημοι όλοι μας να γίνουμε, πατώντας πάνω στους μύθους των προγόνων μας, χτυπώντας τις χορδές της. Για μπούσουλα θα έχουμε την εργασία του Παναγιώτη Φάκλαρη, στο ωραίο άρθρο του που αναφέραμε πιο πάνω, με τόσες λεπτομέρειες και οδηγίες τεχνικές, τελείως απαραίτητες για το εγχείρημα.

    Η μεταγενέστερη Μινωϊκή Κρήτη, είχε γνωρίσει τη λύρα, τους «φρυγικούς αυλούς» τα κύμβαλα, τους κόχλους –τα κοχύλια δηλαδή– και τα σείστρα. Από τους Μινωίτες οι Μυκηναίοι πήρανε τη λύρα, που σε διάφορες παραλλαγές εξελίχθηκε στο πιο διαδεδομένο όργανο του ελληνικού χώρου.

    Πληροφορίες για τη μουσική, τους μουσικούς, τα όργανα, τις περιστάσεις που είχαμε μουσικές εκδηλώσεις, τη μεγάλη επίδραση της μουσικής, του τραγουδιού και του χορού στην ελληνική δημόσια και ιδιωτική ζωή κ.λπ. έχουμε στη λογοτεχνία και την τέχνη εν γένει, από το 700 π.Χ. περίπου. Ήδη το 586 π.Χ. έχουμε μουσικούς αγώνες στα Πύθεια στους Δελφούς και το 566 π.Χ. στα Παναθήναια.

    Στις χαρές και στις λύπες του ιδιωτικού βίου έχουμε πάντα μουσική, ανάλογη με την περίσταση: γάμοι, αθλητικές νίκες, κηδείες και μνημόσυνα. Στις κηδείες είχαμε τραγούδια «εν πομπή», πατινάδες, κόντρα στον Χάρο και στην ανθρώπινη μοίρα, επιτάφια τραγούδια και μυρολόγια, όπως και στα μνημόσυνα.

    Στα Λαγκάδια τη δεκαετία του 1960. Δεκαπενταύγουστο νύχτα αργά, ξημερώνοντας δεκάξι. Το πανηγύρι τελειώνει. Ο τύπος – καμιά 50ριά χρονώνε– κάθεται μοναχούλης του, απόμακρα από τα όργανα και πίνει αμίλητος κρασάκι, καπνίζοντας ασταμάτητα. Πρόσωπο σοβαρό, σκαμμένο απ’ τη δουλειά, φτωχικά μα τσίφτικα ντυμένος. Άσπρο πουκάμισο, με γυριστά, μέχρι τα νευρωμένα μπράτσα του, μανίκια. Μαντήλι περασμένο στο κολάρο, για τον ιδρώτα του καλοκαιριού, βλέμμα στο πουθενά, και βαθιά περίσκεψη.

    Σαν τελείωσαν οι χοροί κι οι οργανοπαίχτες αρχινάνε να μαζεύουν τα όργανα, πλησιάζει ο άνθρωπος και κάτι τους λέει χαμηλόφωνα, ξαναβγάνουνε τα όργανα από τις θήκες, λαούτο, βιολί, κλαρίνο και λαουτοκιθάρα, και κινάνε παίρνοντας τον δρόμο για το απάνω χωριό, παίζοντας στην αρχή,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1