Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών
Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών
Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών
Ebook573 pages5 hours

Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η πασίγνωστη αποστροφή του John Maynard Keynes ηχεί ως προειδοποίηση στους ανθρώπους της πράξης - και τους πολιτικούς. "Πρακτικοί άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν υφίστανται οποιαδήποτε πνευματική επιρροή, συνήθως, είναι οι δούλοι κάποιου μακαρίτη οικονομολόγου". Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της μετα-Κεϋνσιαν(ιστικ)ής μακροοικονομικής εποχής θα προσυπέγραφαν, μπορεί με ενθουσιασμό, αυτήν την προειδοποίηση, όντας βέβαιοι ότι η (μεθοδολογικώς αξιωμένη) επιστημονική εγκυρότητα της νέας μακροοικονομικής θεωρίας περιστέλλει τα περιθώρια διανοητικής ή άλλης αδράνειας των πολιτικών. Παρ’ όλα αυτά, η προειδοποίηση είναι τόσο αυτάρεσκη όσο ατελής είναι η επιστημοσύνη της μακροοικονομικής θεωρίας. 
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 1, 2023
ISBN9789600229639
Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών

Related to Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών

Related ebooks

Reviews for Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών - Νίκος Κουτσιαράς

    KOYTSIARAS_FCV.jpg

    ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

    Διεύθυνση σειράς: Σωτήρης Ντάλης

    Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών

    ISBN: 978-960-02-2963-9

    Copyright ©

    2012 Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Νικηταρά 2 & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Αθήνα

    Τηλ.: 210-3822.496, 210-3838.020

    Fax: 210-3809.150

    site: www.papazisi.gr

    e-mail: papazisi@otenet.gr

    ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΓΡΑΜΜΑ»

    Πληκτρολόγηση, Σελιδοποίηση,

    Ψηφιοποίηση βιβλίων, Ηλεκτρονικές υπηρεσίες

    Ζωοδόχου Πηγής 31, 106 81 Αθήνα

    Τηλ.: 210-3807.703

    ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΙΑΡΑΣ

    Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ

    ΚΑΙ Η ΕΦΕΔΡΕΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΙΤΩΝ

    Η πολιτική οικονομία

    της μακροοικονομικής σταθεροποίησης

    11813.png ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

    ΑΘΗΝΑ 2012

    Για την μάνα μου

    Πρόλογος

    Η εκδήλωση της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, και, αμέσως μετά, η γοργή αποκρυστάλλωση των δραματικών συνεπειών της για την πραγματική οικονομία συνοδεύονται, μεταξύ άλλων, από την σοβαρή, ενίοτε, πομπώδη και, κάποιες φορές, όψιμη, αμφισβήτηση της σύγχρονης οικονομικής σκέψης γενικώς και της κυρίαρχης μακροοικονομικής θεωρίας ειδικότερα. Η αμφισβήτηση, βεβαίως, δεν προέρχεται μόνο από τους ομοτέχνους, η κριτική των οποίων, πάντως, μοιάζει ενίοτε υπερβολική, λίγο αντιφατική και, ίσως, ψευδεπίγραφη. Η αμφισβήτηση, για την ακρίβεια η ηχηρή αποδοκιμασία, εκφράζεται, επίσης, από τους πολιτικούς, αναπαράγεται με ζήλο από τα μέσα δημοσιότητας και συνοψίζεται σε ένα πολύ απλό –χωρίς δισταγμό θα το έλεγα απλοϊκό– ερώτημα: Γιατί η μακροοικονομική θεωρία και έρευνα δεν προέβλεψε την επερχόμενη μεγάλη κρίση; Ή, ειπωμένο διαφορετικά, γιατί οι πολιτικοί βρέθηκαν κακώς πληροφορημένοι και απροετοίμαστοι και στάθηκαν, επομένως, ανήμποροι να την προνοήσουν εμπράκτως;

    Το ερώτημα –ακόμη κι αν είναι απλοϊκό– δεν είναι αδικαιολόγητο. Άλλωστε, οι εισηγητές της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας επαίρονται για την λογική ευρωστία και την αναλυτική αυστηρότητα των υποδειγμάτων τους, δηλαδή, για την επιστημονική εγκυρότητα της μακροοικονομικής θεωρίας, δημιουργώντας εύλογες προσδοκίες προβλεπτικής ευστοχίας της. Μολαταύτα, το ερώτημα δεν είναι (πολύ) θεμιτό. Οι αποφάσεις των πολιτικών συχνά απέχουν πολύ από τις υποδείξεις της μακροοικονομικής θεωρίας και η στάση τους έναντι των προτροπών των ακαδημαϊκών συμβούλων (τους) πολλές φορές κυμαίνεται μεταξύ επιφύλαξης και σαρκασμού που, κάποτε, όμως, επιστρέφονται στους εκφραστές τους, τους πολιτικούς, ως αποτυχία της πολιτικής τους. Η σφοδρή κριτική της προβλεπτικής ανεπάρκειας της μακροοικονομικής θεωρίας από μέρους των πολιτικών, επομένως, μοιάζει με πρόθεση απόσεισης και βολικής μετατόπισης της δικής τους ευθύνης –των δικών τους αστοχιών– για την κρίση, μα, ταυτοχρόνως, ισοδυναμεί με έμμεση ομολογία, ίσως απρόθυμη ή/και προσχηματική, της εξάρτησής τους από τους θεωρητικούς της μακροοικονομικής – της υποδούλωσής τους σε κάποιον ή κάποιους μακαρίτες οικονομολόγους, όπως ισχυριζόταν ο John Maynard Keynes. Από την άλλη πλευρά, ασφαλώς, η συσσωρευμένη εμπειρία μακροοικονομικής διαχείρισης, περιλαμβανομένης της πολύ πρόσφατης, μετά την κρίση, γεννά πολλές αμφιβολίες περί την βούληση και την ετοιμότητα ανταπόκρισης των πολιτικών σε, ενδεχομένως, εύστοχες προβλέψεις και έγκαιρες προειδοποιήσεις της μακροοικονομικής έρευνας, αποθαρρύνοντας, την ίδια στιγμή, λιγότερο ή περισσότερο προσχηματικές ομολογίες διανοητικού χρέους.

    Παρ’ όλα αυτά, η αναγωγή της σχέσης μεταξύ μακροοικονομικής θεωρίας και μακροοικονομικής στην πράξη, μεταξύ ακαδημαϊκών οικονομολόγων και πολιτικών, σε κατάσταση αμοιβαίας δυσπιστίας είναι, σχεδόν από κάθε άποψη (ιστορική, πραγματολογική κλπ.), περιορισμένης συνά­φειας. Η εξήγησή της, κατ’ επέκταση, ως παιγνίου ανταλλαγής μομφών μεταξύ των εκπροσώπων μιας ανακριβούς επιστήμης και εκείνων της (γενικώς και αορίστως) υστερούσας πολιτικής είναι, επίσης, ελάχιστα πειστική και μάλλον απολιτική. Κατά πως υποστηρίζεται σε αυτό το βιβλίο, οι αποκλίσεις της μακροοικονομικής πολιτικής στην πράξη από την θεωρία είναι σχεδόν μοιραίες, ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της ατελούς επιστημοσύνης της μακροοικονομικής (θεωρίας). Αλλά, κυρίως, η μακροοικονομική της πράξης, που συνηθέστερα είναι θεωρητικώς αδιάφορη και άλλες φορές επιζητεί την τεχνική αιτιολόγησή της –την νομιμοποίηση– στην θεωρία, αντανακλά την κρατούσα κατάσταση της πολιτικής οικονομίας, κάποιες φορές συμβάλλοντας, επίσης, στην εδραίωση των πολιτικώς προτιμώμενων μεταβολών. Οι τελευταίες μπορεί, με τη σειρά τους, να υποκινούν την συγκρότηση ή/και να ευνοούν την επικράτηση νέων μακροοικονομικών θεωριών. Ίσως, αυτή η προσέγγιση συμβάλλει στην καλύτερη, δηλαδή την ιστορικώς και πολιτικώς πληροφορημένη, συζήτηση περί την κρίση της μακροοικονομικής θεωρίας και την μακροοικονομική μετά την κρίση.

    Η προέλευση αυτών των ιδεών είναι, τί άλλο (;), η βιβλιογραφία. Όμως, η διαμόρφωσή τους σε πολύ μεγάλο βαθμό ωφελήθηκε από την διδασκαλία μου και υποστηρίχθηκε από τους φοιτητές, ιδίως τους μεταπτυχιακούς φοιτητές μου, τους οποίους και επιθυμώ πολύ να ευχαριστήσω. Ασφαλώς, θέλω θερμά να ευχαριστήσω την Μαριάννα Μαστοράκη, καθώς και τον Πάνο Παπαγεωργόπουλο για την πολύτιμη ερευνητική συνεισφορά τους και, δίχως άλλο, τον θαυμάσιο συνεργάτη και φίλο μου Κυριάκο Φιλίνη που… ήταν εκεί. Είναι μεγάλη τύχη για εμένα που οι συγκάτοικοί μου στο πανεπιστήμιο, οι γείτονές μου στον ίδιο όροφο των γραφείων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (του Πανεπιστημίου Αθηνών), είναι οι καθηγητές του Τομέα –επιμένω!– Πολιτικής Επιστήμης, γιατί μαζί τους βιώνω, πράγματι, την λειτουργία της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο Γρηγόρης Μολύβας, ο Παντελής Λέκκας και ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος, ειδικότερα, πάντοτε ήταν πρόθυμοι να απαντούν στα ερωτήματά μου, έστω και τα αφελή, και να σχολιάζουν κάποιες από τις ιδέες μου και, γι’ αυτό, τους ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ θερμότατα τον Λουκά Τσούκαλη που διάβασε το χειρόγραφο και έκανε σημαντικά κριτικά σχόλια – η ακαδημαϊκή συνεργασία και η διανοητική σχέση μας κρατούν χρόνο μακρύ και έχουν, για εμένα, όφελος μεγάλο. Η Ελένη Ανδρίτσου (μου) προσέφερε την φιλολογική επιμέλεια του χειρογράφου και συνέβαλε αποφασιστικώς στην βελτίωσή του και, γι’ αυτό, την ευχαριστώ πάρα πολύ. Τέλος(;), η Κυβέλη Δεβελίογλου βρήκε τον (μισό) τίτλο αυτού του βιβλίου και επεξεργάστηκε τους πίνακές του και, γι’ αυτά, αλλά και για πολλά πολλά άλλα, την ευγνωμονώ.

    Εισαγωγή – το εκκρεμές μίας ατελούς επιστήμης

    Συζητώντας για τις συνέπειες –τα μαθήματα(;)– της σύγ­χρονης κρίσης στην μακροοικονομική θεωρία, ο Axel Leijonhhufvud, ένας από τους σημαντικότερους (μακρο)οικο­νομολόγους των καιρών μας –μα όχι (και) αστέρας των μέσων δημοσιότητας– αναφέρεται στις μεγάλες ταλαντώσεις (long swings) των μακροοικονομικών αντιλήψεων που ο ίδιος, μαζί με τους παλιότερους συναδέλφους του, έχει βιώσει στην διάρκεια των πενήντα και πλέον χρόνων του ακαδημαϊκού βίου του (Leijonhhufvud, 2009, επίσης 2003). Πενήντα και πλέον χρόνια πίσω, υπενθυμίζει, οι φοιτητές των οικονομικών διδάσκονταν, κατ’ ακολουθία της Κεϋνσιανής μακροοικονομικής σκέψης, ότι η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα δεν οδηγεί, συναθροιστικώς, σε πλήρη απασχόληση. Τουναντίον, είναι εκτεθειμένη στις (πολλαπλής προέλευσης) αποτυχίες των αγορών και του μηχανισμού των τιμών και, εκτός άλλων, συνυφασμένη με ανεπιθύμητες διακυμάνσεις. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, επομένως, αναλαμβάνουν την διόρθωση των δυσμενών οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών των αποτυχιών των αγορών ή/και την (προληπτικού χαρακτήρα και ρυθμιστικού περιεχομένου) αποκατάσταση της καλής και αποτελεσματικής λειτουρ­γίας των τελευταίων, ενώ, επίσης, ασκούν και πολιτικές μακροοικονομικής σταθεροποίησης, δηλαδή εξομάλυνσης των (ανεπιθύμητων) διακυμάνσεων των μακροοικονομικών μεγεθών. Εγγενής –και υπόρρητη– παραδοχή της θεωρίας της (μακρο)οικονομικής πολιτικής είναι, βεβαίως, ότι οι (δημοκρατικές) κυβερνήσεις διαθέτουν επαρκή πληροφόρηση, είναι ικανές και, χωρίς αμφιβολία, υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ή, κατά την γνώριμη μεταφορά, συμπεριφέρονται ως καλοπροαίρετοι δικτάτορες (benevolent dictators).

    Πενήντα χρόνια αργότερα, όμως, η θέση των κυβερνή­σεων στα (μακρο)οικονομικά curricula είναι πολύ, μα πολύ διαφορετική. Οι φοιτητές διδάσκονται, τώρα, πως οι διακυμάνσεις του προϊόντος, της απασχόλησης και του γενικού επιπέδου των τιμών προκαλούνται, πολύ συχνά, από τις αποφάσεις πολιτικής των εκλεγμένων κυβερνή­σεων που, εκτός της (σχεδόν μοιραίας και ενδεχομένως ισόβαθμης με εκείνην των αγορών) αδυναμίας άντλησης επαρκούς και ασφαλούς πληροφόρησης και του (μάλλον τυχαίου και απροσδόκητου) ελλείμματος ικανοτήτων, πιθανώς υποκύπτουν σε πειρασμούς εκμετάλλευσης εκλογικών οφελών και σε πιέσεις εξυπηρέτησης ισχυρών ειδικών συμφερόντων μάλλον, παρά του δημοσίου συμφέροντος. Με άλλα λόγια, ανταποκρίνονται στα κίνητρα ιδιοτέλειας που η δημοκρατική πολιτική διαδικασία και η συλλογική δράση περι­κλείουν, ή, έστω, δεν περιστέλλουν. Η θεσμική περιχαράκωση της λειτουργίας μακροοικονομικής σταθεροποίησης, κατ’ ουσίαν ο περιορισμός του ρόλου των κυβερνήσεων, κυρίως –μα όχι και αποκλειστικώς– μέσω της καθιέρωσης της κεντρικής τράπεζας ως ανεξάρτητης (νομισματικής) αρχής, πιθανότατα απομακρύνει τον κίνδυνο αποτυχίας του κράτους και, ως εκ τούτου, επιτρέπει την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Η άρση της (πολύ) ορατής χειρός των κυβερνήσεων, άλλωστε, απελευθερώνει τις δυνατότητες των αγορών να προσαρμόζονται και να εκκαθαρίζονται γρήγορα και αποκαθιστά την (εγγενή) ευελιξία του μηχανισμού των τιμών.

    Δεν είναι, λοιπόν, ανακριβής η αποστροφή του Axel Leijonhhufvud (2009) ότι η μετατόπιση των οικονομολόγων, στην διάρκεια αυτής της πεντηκονταετίας, μοιάζει με αγελαία μετανάστευσή τους από την μια κοσμοαντίληψη στην διαμετρικώς αντίθετή της – και ισοδυναμεί, από την άποψη της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, με επιστροφή τους στην κοσμοαντίληψη των πρώτων τριάντα χρόνων του περασμένου αιώνα. Μεταξύ των ακαδημαϊκών οικονομολόγων, ορισμένοι, οι πρωτοπόροι –ή μήπως προπετείς;– δεν διστάζουν να υποδείξουν τον αναγκαίο και ανυπέρβλητο χαρακτήρα της μετατόπισης, ενίοτε με σπουδή μεγάλη και κατά τρόπο εξόχως δηκτικό. Οι λιγοστοί βραδυπορούντες, από την άλλη πλευρά, παραμένουν δέσμιοι παλιών κι αλλόκοτων, όπως θεωρείται πλέον, αντιλήψεων. Το 1992, ο Gregory Mankiw, συγγραφέας δύο από τα δημοφιλέστερα σύγχρονα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας, το ένα μακροοικονομικής (θεωρίας), διαπιστώνει ότι «μετά από πενήντα χρόνια αυξημένης προόδου στην οικονομική επιστήμη, Η Γενική Θεωρία είναι ένα ξεπερασμένο βιβλίο… Είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση από αυτήν που βρισκόταν ο Keynes για να προσδιορίσουμε τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας», ενώ, μόλις το 1980, ο Robert Lucas, εκ των θεμελιωτών της μακροοικονομικής των εκκαθαριζόμενων αγορών και νικητής, το έτος 1995, του βραβείου Νόμπελ, υποστηρίζει πως «δεν είναι δυνατό να βρεθούν καλοί, νεώτεροι των σαράντα ετών οικονομολόγοι που αντιλαμβάνονται εαυτούς ή το έργο τους ως ‘Κεϋνσιανούς’. Αυτοί, μάλιστα, μπορεί να θεωρούν ακόμη και προσβολή το ενδεχόμενο να αναφέρονται ως ‘Κεϋνσιανοί’. Στα ερευνητικά σεμινάρια, οι Κεϋνσιανές θεωρητικές διατυπώσεις δεν αντιμετωπίζονται πλέον σοβαρά˙ οι ακροατές ψιθυρίζουν μεταξύ τους και ανταλλάσσουν νευρικά χαμόγελα» (αμφότερα τα αποσπάσματα μεταφέρονται από το Posner, 2010, σελ. 274-275).

    Η ριζοσπαστική αναθεώρηση της μακροοικονομικής σκέψης φαίνεται πως έχει ικανή εμπειρική συνάφεια, αλλά, πιθανότατα, η αυτοπεποίθηση –ή μήπως η αυταρέσκεια;– των ακαδημαϊκών οικονομολόγων ανάγεται πρωτίστως στην, ελέω μαθηματικού φορμαλισμού, στενή προσέγγιση της (μακρο)οικονομικής στην περιοχή της σκληρής επιστήμης. Όμως, φευ, η εξηγητική ισχύς της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας θα αποδειχθεί πρόσκαιρη και μερική και η προγνωστική δυνατότητά της σχεδόν αμελητέα, ενώ, διόλου παραδόξως, στην αυστηρή λογική δομή (της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας) και την μαθηματική κατασκευή της θα καταλογισθούν παραπλανητική γοητεία και εμπειρική ανεπάρκεια. Μολονότι οι πρωτοπόροι της κρατούσας μακροοικονομικής σκέψης θα μείνουν το ίδιο ενθουσιώδεις και συνεπείς υπέρμαχοι και υπερασπιστές της, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και η επακόλουθη μεγάλη ύφεση έχουν ως εύλογη και, μάλλον, αναπόφευκτη συνέπεια την πρόκληση και, κυρίως, την ενίσχυση σοβαρών επιφυλά­ξεων ως προς την ορθότητα της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας και, κατ’ επέκταση, την επανεμφάνιση και, πολύ περισσότερο, την ενθάρρυνση και (εκ νέου) διάδοση των Κεϋνσιανών μακροοικονομικών αντιλήψεων. Κοντολογίς, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και η μεγάλη ύφεση έχουν ως συνέπεια την έμπρακτη και διαδεδομένη ανασκευή τόσο των, πρώιμων ως καταφάνηκε, διακηρύ­ξεων αισιοδοξίας και υπεροχής περί τον αυτοματισμό της μακροοικονομικής εξισορρόπησης και την μεθοδολογική συγκρότηση της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας αντιστοίχως, όσο και των κατηγορηματικών αποδοκιμασιών της Κεϋν­σιανής σκέψης.

    Είναι, δίχως άλλο, πολύ χαρακτηριστική η ομολογία –λά­θους ή μήπως απερισκεψίας και ξιπασιάς;– του Gregory Mankiw, που δημοσιεύεται τον Νοέμβριο του 2008 στις σελίδες της New York Times (και εδώ μεταφέρεται από τον Posner, 2010, σελ. 287). «Εάν επρόκειτο να αναζητήσουμε έναν μόνο οικονομολόγο για να κατανοήσουμε τα προβλήματα από τα οποία δοκιμάζεται η οικονομία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτός θα ήταν ο John Maynard Keynes. Μολονότι ο Keynes έχει πεθάνει πριν περισσότερα από πενήντα χρόνια, η διάγνωσή του για τις οικονομικές υφέσεις και κρίσεις παραμένει το θεμέλιο της σύγχρονης μακροοικονομικής. Οι διεισδυτικές διαπιστώσεις του εξηγούν κατά μεγάλο μέρος τις προκλήσεις που σήμερα αντιμετωπίζουμε… Ο Keynes έγραφε, ‘Πρακτικοί άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν υφίστανται οποιαδήποτε πνευματική επιρροή, συνήθως, είναι οι δούλοι κάποιου μακαρίτη οικονομολόγου.’ Το 2008, ουδείς μακαρίτης οικονομολόγος βρίσκεται σε υψηλότερη θέση από τον ίδιο τον Keynes.»¹ Υπάρχει, άραγε, πιο πειστική εκδήλωση της διανοητικής, ειδικότερα της μεθοδολογικής, υπαναχώρησης και της αμηχανίας των σύγχρονων οικονομολόγων από την εκατόν ογδόντα μοιρών στροφή του Gregory Mankiw;

    Η ηχηρή αμφισβήτηση της αυστηρής (οιονεί σκληρής) επιστημοσύνης της μακροοικονομικής θεωρίας προκαλεί, πιθανότατα, δυσθυμία στα κορυφαία πανεπιστημιακά τμήματα της οικονομικής. Και η διαπίστωση ότι, παρά την εκπληκτική πρόοδο των τεχνικών ανάλυσης, η κατανόηση και, πολύ περισσότερο, η εξήγηση της οικονομικής πραγματικότητας παραμένει, ακόμη, σκοπός δυσεκπλήρωτος, ίσως γεννά μελαγχολία μεταξύ των ακαδημαϊκών οικονομολόγων. Αμφότερες οι πηγές δυσαρέσκειας των τελευταίων, όμως, εκ νέου και εμφαντικότερα υπενθυμίζουν την αμετάκλητα πολιτική –και μόνο μερικώς τεχνική– υφή της μακροοικονομικής σε ό,τι, ασφαλώς, αφορά στην λήψη των αποφάσεων μακροοικονομικής πολιτικής και, κατ’ επέκταση, σε σχέση με τις μετατοπίσεις και μεταβολές της ίδιας της (μακρο)οικονομικής σκέψης. Είναι, με άλλα λόγια, ευνόητο πως, εκτός άλλων πολλών και πολύ σημαντικών θεωρήσεων, μεταξύ των οποίων οι (ανα)διανεμητικές θεωρήσεις κατέχουν την πρώτη θέση, η αποδεδειγμένα αθεράπευτη, πράγματι οντολογική (ως, για παράδειγμα, στοιχειοθετείται στο Leijonhhufvud, 2011), αιτιοκρατική υστέρηση της (μακρο)οικονομικής θεωρίας και η αδυναμία ακριβούς μέτρησης και αξιόπιστης πρόβλεψης των μακροοικονομικών μεγεθών και των μεταβλητών που συνιστούν τους ενδιάμεσους και τελικούς στόχους της πολιτικής, συνεπάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση, η λήψη των αποφάσεων ανάγεται στον πολιτικό λογισμό και καθορίζεται από τους παράγοντες και τις παραμέτρους της πολιτικής διαδικασίας. Συναρτάται, δηλαδή, με τις ιδέες –εν προκειμένω τις δεοντολογικές πεποιθήσεις (normative beliefs) μάλλον, παρά με τις περί οικονομικής αιτιότητας ιδέες των ειδικών (expert ideas), (βλέπε και Lindvall, 2009)– με τους θεσμούς και καθορίζεται, πάνω απ’ όλα, από τα συμφέροντα. Οι ποσοτικές μετρήσεις και προβλέψεις χρησιμεύουν, συνήθως, ως ενδεικτικές τιμές ή/και εκτιμήσεις των επιδράσεων και των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων της πολιτικής, που, κατά κανόνα, υπολογίζονται με προσφυγή στην στατιστική επαγωγή.

    Επακόλουθη είναι, λοιπόν, η συστηματική διάσταση μεταξύ μακροοικονομικής θεωρίας και μακροοικονομικής στην πράξη (practical macroeconomics), άρα και η απόκλιση των πρακτικών μακροοικονομικής διαχείρισης μεταξύ των διαφορετικών (εθνικών) κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων. Κατά την Marion Fourcade-Gourinchas, μάλιστα, τα εθνικά κοινωνικά και πολιτικά συστήματα συμβάλλουν στην διαμόρφωση διακριτών (εθνικών) διανοητικών και επιστημονικών παραδόσεων στην οικονομική θεωρία – όμως το πεδίο αναφοράς της περιορίζεται, ευλόγως, σε τέσσερις χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ), (Fourcade-Gourinchas, 2001). Επακόλουθη είναι, επίσης, η ανατροφοδότηση της θεωρητικής έρευνας από τις ίδιες τις περιστάσεις και τα εμφανιζόμενα προβλήματα, καθώς και από το σχέδιο και τις επιδιώξεις της πολιτικής, άρα (επακόλουθη είναι) και η αιτιώδης συσχέτιση (μεγάλων) κοινωνικών και πολιτικών ανακατατάξεων και θεωρητικών μεταβολών –και, κατ’ αυτό τον τρόπο, η οριοθέτηση των (μεγάλων) εποχών της οικονομικής θεωρίας (Dasgupta, 1985). Μπορεί στο τέλος, δηλαδή, οι άνθρωποι της πράξης, οι πολιτικοί, να εκδικούνται τους μακαρίτες οικονομολόγους, ίσως και τους ζώντες–² το εάν αυτό βγαίνει σε καλό, είναι ένα άλλο ζήτημα. Η μετατόπιση της περί την μακροοικονομική συζήτησης στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας, όμως, είναι, μετά απ’ αυτά, επιβεβλημένη και, από αυτή την άποψη, σκόπιμη είναι, ασφαλώς, η αξιοποίηση των συνεισφορών της πολιτικής επιστήμης.

    Στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας, επομένως, επιχειρείται, στο τρίτο κεφάλαιο, η συζήτηση των προσδοκώμενων μεταβολών στις αντιλήψεις και την μακροοικονομική πρακτική που –αναπόφευκτα ή/και ευεργετικώς;– συνεπάγεται η πρόσφατη σφοδρή χρηματοπιστωτική κρίση. Πέρα από την έναντι της κρίσης αρχική, σχεδόν αυθόρμητη προσφυγή των περισσότερων κυβερνήσεων σε Κεϋνσιανές επιλογές αναθέρμανσης των οικονομιών και την, ταυτόχρονη και ομόρροπη, μικρότερη ή μεγαλύτερη προσαρμογή του ακαδημαϊκού λόγου, η πραγματική αναθεώρηση των, έστω μέχρι πριν λίγο, κρατουσών αντιλήψεων και πρακτικών μπορεί να απαιτεί πολύ χρόνο, αλλά ενδέχεται να μην υπάρξει τελικώς. Αυτό εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την διαδικασία, κατά πρώτον, αποκρυστάλλωσης των, μετά την κρίση και ως αποτέλεσμά της, αναδιατάξεων στο πολιτικό πεδίο και, κατά δεύτερον, αποκατάστασης της «νέας κανονικότητας» («new normal») της οικονομίας, δηλαδή των όρων προσέγγισης υψηλού επιπέδου απασχόλησης, αντίστοιχου με το (ενδεχομένως νέο) φυσικό ποσοστό ανεργίας (Phelps, 2010, όπου ως όροι της κανονικότητας και αποκλειστικοί παράγοντες της υψηλής απασχόλησης εννοούνται η υψηλή επένδυση και η καινοτομία). Και αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι τόσο μακρά και τόσο ακαθόριστη, όσο μακρά και επίπονη αποδειχθεί η δοκιμασία και η απόρριψη μέτρων και πολιτικών – είτε νέων, είτε των υφιστάμενων που, όμως, (θα) δοκιμάζονται σε νέο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.

    Η συζήτηση περί την μετά την κρίση μακροοικονομική πολιτική αποκτά ιστορική διάσταση και εντάσσεται σε ιστορική προοπτική με την ανάλυση, στο πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο, της μεταπολεμικής ιστο­ρίας των αντιλήψεων και της μακροοικονομικής πρακτικής, συμβατικώς περιοδολογημένης – συμβατικώς από την άποψη της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας, αλλά και από εκείνην της ιστορίας της (μακρο)οικονομικής θεωρίας. Η ανισομέρεια των κεφαλαίων, ειδικώς το μέγεθος του δεύτερου και του τρίτου κεφαλαίου, αισθητικώς, ίσως μάλιστα και λειτουργικώς απωθητική, υπαγορεύεται από την ουσιώδη οργάνωση και συνοχή της επιχειρηματολογίας. Το εμπειρικό ενδιαφέρον σε αυτήν την συζήτηση στρέφεται προς τις σημαντικότερες μεταξύ των δυτικών καπιταλιστικών οικονομιών, δηλαδή, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία και την Γερμανία, σημαντικότερες τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς την ωριμότητα των οικονομικών θεσμών τους –άλλωστε συνιστούν τις αντιπροσωπευτικότερες εκδοχές των διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού, χωρίς να παραβλέπονται βεβαίως οι αποκλίσεις μεταξύ των (αρκετών) ταξινομικών προσεγγίσεων που καταγράφονται στην βιβλιογραφία– και, ασφαλώς, ως προς τον ρόλο και την θέση τους στην σύγχρονη παγκόσμια και περιφερειακή νομισματική, οικονομική και πολιτική ιστορία.

    1. H πασίγνωστη αποστροφή του John Maynard Keynes, στην οποία αναφέρεται ο Gregory Mankiw, περιέχεται στο ακροτελεύτιο, μεταξύ των πέντε τελικών σχολίων του, τα οποία περιλαμβάνονται στο 24ο και τελευταίο κεφάλαιο της Γενικής Θεωρίας… υπό τον τίτλο «Τελικά σχόλια για την κοινωνική φιλοσοφία προς την οποία κατατείνει η Γενική Θεωρία», (Keynes, 1936, ελλ. μτφρ. 2001, σελ. 398-399). Το πλήρες κείμενο του πέμπτου σχολίου μεταφέρεται εδώ για τους λόγους που ο ίδιος ο τίτλος του ανά χείρας βιβλίου αφήνει, ελπίζεται, να εννοηθούν και το περιεχόμενό του, επίσης ελπίζεται, τεκμηριώνει και αποσαφηνίζει – και συνοψίζεται στην κριτική αμφισβήτηση της συγκεκριμένης Κεϋνσιανής πολιτικο- και κοινωνικο-φιλοσοφικής θέσης.

    «Η πραγματοποίηση των ιδεών αυτών αποτελεί, άραγε, ουτοπία; Εδράζονται, άραγε, οι ιδέες αυτές επαρκώς στα κίνητρα που κατευθύνουν την εξέλιξη της πολιτικής κοινωνίας; Τα συμφέροντα εκείνα που θα θίξουν είναι, άραγε, ισχυρότερα και εμφανέστερα από εκείνα που θα εξυπηρετήσουν;

    Δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά τώρα. Θα χρειαζόμουν έναν τόμο διαφορετικού χαρακτήρα από τον παρόντα για να δείξω, έστω και σε γενική μορφή, τα πρακτικά μέτρα με τα οποία θα μπορούσαν να εκφραστούν βαθμιαία. Αν όμως οι ιδέες είναι ορθές –υπόθεση την οποία ασφαλώς οφείλει να κάνει ο συγγραφέας– θα ήταν σφάλμα, πιστεύω, η αμφισβήτηση της ισχύος τους για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Στην παρούσα στιγμή οι άνθρωποι προσδοκούν μια πιο θεμελιώδη διάγνωση, είναι πιο έτοιμοι να την δεχτούν, πιο πρόθυμοι να την δοκιμάσουν, εφόσον θα ήταν ευλογοφανής. Αλλά πέρα από αυτήν την σύγχρονη διάθεση, οι ιδέες των οικονομολόγων και των πολιτικών φιλοσόφων, τόσο όταν είναι ορθές όσο και όταν είναι εσφαλμένες, ασκούν ισχυρότερη επίδραση από ό,τι συνήθως πιστεύεται. Πραγματικά, ο κόσμος κυβερνάται από αυτές. Πρακτικοί άνθρωποι που θεω­ρούν ότι δεν υφίστανται οποιαδήποτε πνευματική επιρροή, συνήθως, είναι οι δούλοι κάποιου μακαρίτη οικονομολόγου. Παράφρονες στην εξουσία, που ακούν φωνές να τους καλούν, αποκρυσταλλώνουν την τρέλα τους από κάποιον πανεπιστημιακό γραφιά παρελθόντων ετών. Είμαι βέβαιος ότι η ισχύς των επενδυμένων συμφερόντων μεγαλοποιείται υπερβολικά σε σύγκριση με την βαθμιαία επιβολή των ιδεών. Όχι, ασφαλώς, αμέσως, αλλά ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αφού στο πεδίο των οικονομικών και της πολιτικής φιλοσοφίας δεν υπάρχουν πολλοί που να επηρεάζονται από νέες θεωρίες ύστερα από τα 25 ή 30 χρόνια τους, ώστε οι ιδέες που εφαρμόζουν στα τρέχοντα γεγονότα οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι πολιτικοί, ακόμη και οι προπαγανδιστές, είναι απίθανο να είναι οι νεότερες. Όμως, αργά ή γρήγορα, οι ιδέες και όχι τα επενδυμένα συμφέροντα είναι εκείνες που είναι επικίνδυνες, για καλό ή για κακό.»

    2. Στην εξαίρετη αυτοβιογραφία του, από τις κορυφαίες του είδους, ο Denis Healy, υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση των βρετανών Εργατικών κατά την (ταραγμένη για την χώρα του) περίοδο 1974-1979, καταγράφει, ως άνθρωπος της πράξης, τον βαθύ σκεπτικισμό του για την οικονομική θεωρία, προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, τα λόγια που, κάποια στιγμή, ο αμερικανός πρόεδρος Lyndon Johnson (1961-1963) απηύθυνε, με χαρακτηριστικό τρόπο, στον Kenneth Galbraith: «Did y’ever think, Ken, that making a good speech on ee-conomics is a lot like pissing down your leg? It seems hot to you, but it never does to anyone else» (Healy, 1990, σελ. 382).

    Κεφάλαιο 1

    Κεϋνσιανός – και Kεϋνσιανιστικός – μακροοικονομικός ακτιβισμός και ευνοϊκά θεσμικά και πολιτικά συστήματα

    Η μακροοικονομική θεωρία του John Maynard Keynes, ειδικότερα η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, είναι απότοκος της μεγάλης κρίσης της δεκαετίας του 1930, όπως ακριβώς απότοκος της βιομηχανικής επανάστασης μπορεί να θεωρείται η κλασσική πολιτική οικονομία – και όπως ο Πλούτος των Εθνών του Adam Smith, γραμμένος τις παραμονές της βιομηχανικής επανάστασης, μπορεί, επίσης, να θεωρείται ως η θεμελιώδης δια­τύπωση αρχών, ερωτημάτων και μεθόδου (-ων) της κλασσικής πολιτικής οικονομίας (Dasgupta, 1985, σελ. 125, αλλά και σελ. 11-13 όπου διαφορετικές οριοθετήσεις της κλασσικής πολιτικής οικονομίας, μεταξύ αυτών και η Κεϋνσιανή, κριτικώς συζητούνται). Η Κεϋνσιανή σύλληψη συνίσταται, κατά βάση, στην αναγνώριση της ύφεσης και, ιδίως, της επίμονης ανεργίας ως, ασφαλώς, υπαρκτών και, κυρίως, βαρύτερων και μονιμότερων εκδηλώσεων μακροοικονομικής ανισορροπίας, σε σύγκριση με τις υποδείξεις της κλασσικής και νεοκλασσικής θεωρίας.³

    Άλλωστε, σύμφωνα με τις κλασσικές –δηλαδή τον νόμο του Say– και νεοκλασσικές –δηλαδή το υπόδειγμα γενικής ισορροπίας– θεωρητικές αντιλήψεις, οι ενδεχόμενες αποκλίσεις μιας οικονομίας από την κατάσταση πλήρους απασχόλησης είναι πολύ προσωρινές, κατ’ ουσίαν τομεακώς εντοπισμένες και αποκαθίστανται απρόσκοπτα, καθώς, για παράδειγμα, η υπερβάλλουσα προσφορά σε μια αγορά, ως αποτέλεσμα (μη συστηματικώς) καθυστερημένης –δηλαδή όχι αυτόματης– προσαρμογής των τιμών, αντισταθμίζεται από την αυξημένη ζήτηση σε άλλη αγορά και ως εκ τούτου, οι πόροι της οικονομίας ανακατανέμονται καταλλήλως και πλήρως (επαν)απασχολούνται. Από την άλλη πλευρά, κατά την Κεϋνσιανή θεωρία, η αποτυχία επιστροφής στην πλήρη απασχόληση και, κατ’ επέκταση, η εμμονή της (ακούσιας) ανεργίας δεν παρατηρείται μόνο σε περιστάσεις ύφεσης, δηλαδή έκδηλης ανισορροπίας. Η υψηλή ανεργία μπορεί να συναντάται ακόμη και όταν η οικονομία έχει μεταβεί σε κατάσταση ισορροπίας (unemployment equilibrium), εξ αιτίας της ισχνής αποτελεσματικής ζήτησης (effective demand), με άλλα λόγια, εξ αιτίας της αδύναμης να ασκεί επίδραση στις οικονομικές αποφάσεις των επιχειρήσεων ζήτησης – ασφαλώς και στις αποφάσεις τους για προσλήψεις. Η (παρατεταμένη) συνύπαρξη υπερβάλλουσας παραγωγικής δυνατότητας (excess capacity) και ανεργίας, που κατά τους κλασσικούς δεν είναι δυνατή, κατά τον Keynes συνιστά πολύ πιθανό ενδεχόμενο, χαρακτηριστικό μιας οικονομίας που, εκτός της δοκιμασίας των (υφεσιακών και αυξητικών) διακυμάνσεων, ακολουθεί επιβραδυμένη τάση οικονομικής μεγέθυνσης.

    Η εξήγηση της ανεπαρκούς ζήτησης παραπέμπει σε συστηματικές αποτυχίες της οικονομίας της αγοράς –αποτυ­χίες (μακρο)συντονισμού αλλά και μικροοικονομικές απο­τυ­χίες, όπως, για παράδειγμα, η ατελής πληροφόρηση– που, κατά μείζονα λόγο, συνδέονται με την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και επιφέρουν αρνητικές επιδράσεις στην αποταμίευση, την χρηματοδότηση και την επένδυση. Ειδικότερα, τώρα, η ενδεχόμενη πρόθεση αύξησης της αποταμίευσης –η (για οποιουσδήποτε λόγους) πρόθεση συσσώρευσης υψηλής ρευστότητας περιουσιακών στοι­χείων– και, επομένως, η εν δυνάμει αυξημένη προσφορά αποταμιεύσεων αποτυγχάνει, σε πείσμα των κλασσικών υποδείξεων, να προκαλέσει την αύξηση της επένδυσης. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την απουσία προσαρμογής του επιτοκίου, για την ακρίβεια μείωσής του, που, με την σειρά της, οφείλεται στην απουσία μηχανισμού, για παράδειγμα χρηματικών ροών, πληροφόρησης του πιστωτικού συστήματος περί την εν δυνάμει αυξημένη προσφορά αποταμιεύσεων.⁴ Η πρόθεση αύξησης της αποταμίευσης, πράγματι, εκφράζεται, εμμέσως, μέσω της μείωσης της δαπάνης για κατανάλωση. Ως έχουν τα πράγματα, λοιπόν, η επένδυση δεν αυξάνεται και, μαζί με αυτό, η συνολική ζήτηση υποχωρεί σε επίπεδο χαμηλότερο της πλήρους απασχόλησης, ενώ, ταυτοχρόνως, οι πραγματικές αποταμιεύσεις παραμένουν, τελικώς, χαμηλότερες των αρχικώς προσδοκώμενων – και εν δυνάμει προσφερόμενων.

    Είναι ευνόητο πως η Κεϋνσιανή εξήγηση της ανεργίας δια­φέρει από αυτήν της κλασσικής και νεοκλασσικής θεωρίας, όπου η αύξηση της ανεργίας αποδίδεται στην διατήρηση του πραγματικού μισθού σε επίπεδο υψηλότερο εκείνου που η αγορά καθορίζει και εκκαθαρίζεται, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των εργατικών συνδικάτων. Μολαταύτα, η εξήγηση της Κεϋνσιανής ανεργίας ως συνέπειας της ανεπαρκούς ζήτησης δεν αποκλείει την εννόησή της, επίσης, ως αποτελέσματος της διατήρησης των ονομαστικών μισθών και των τιμών σε επίπεδο υψηλότερο εκείνου που η προσφορά χρήματος και, κατ’ επέκταση, η ονομαστική δαπάνη προδιαγράφουν. Κατά τον Keynes, ωστόσο, η μείωση των ονομαστικών μισθών, προκειμένου να αυξάνεται η (σχετική με την μονάδα μισθού) διαθέσιμη ποσότητα χρήματος, να υποχωρεί το επιτόκιο και να αυξάνεται η δαπάνη για επενδύσεις, είναι ανεπιθύμητη και ανέφικτη, αν μη τι άλλο σε σύγκριση με την αύξηση της προσφοράς χρήματος (Keynes, 1936, ελλ. μτφρ. 2001, σελ. 284-293).⁵ Στο πλαίσιο της Κεϋνσιανής ανάλυσης, πάντως, η συστηματική (αυστηρή, ίσως φορμαλιστική) εξήγηση της δυσκαμψίας των ονομαστικών μισθών σχεδόν παρακάμπτεται και, κατ’ επέκταση, η μελέτη του τρόπου λειτουργίας αλλά και των αποτυχιών των αγορών εργασίας, σχεδόν αγνοείται, ενώ, τουναντίον, δίδεται έμφαση, σχεδόν αποκλειστικώς, στις αποτυχίες των αγορών προϊόντων και χρήματος, υπογραμμίζοντας έτσι την απομάκρυνση της Κεϋνσιανής σκέψης από την κλασσική θεωρία (Allsopp, 1989), αλλά προσφέροντας, παράλληλα, έρεισμα για την μεταγενέστερη αμφισβήτησή της. Βεβαίως, η ανεργία μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες και, ακόμη, η οικονομία μπορεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με άλλα προβλήματα, που, όμως, στο πλαίσιο της Γενικής Θεωρίας… εκ των πραγμάτων (διάβαζε πραγματικών περιστάσεων και ίδιων αναλυτικών επιδιώξεων) παραμερίζονται.

    Όπως και να έχει, όμως, οι (λιγότερο ή περισσότερο εκούσιες) παραλείψεις της Γενικής Θεωρίας… υπαγορεύουν την επέκταση ή/και την συμπλήρωσή της, μολονότι αυτή σχεδόν μοιραίως προκαλεί ερωτηματικά, αμφισβητήσεις και διαμάχες. Οι τελευταίες αναφέρονται τόσο στην μεθοδολογική και γενικότερη συνάφεια με την Κεϋνσιανή σκέψη, την Γενική Θεωρία…, όσο και στην μεθοδολογική και αναλυτική ευρωστία των επεκτάσεων και των συμπληρώσεων αυτών καθ’ εαυτές – και ο τίτλος του παρόντος κεφα­λαίου, ειδικώς η προτασσόμενη διάκριση μεταξύ Κεϋνσιανών και Κεϋνσιανιστικών αντιλήψεων και πολιτικών, εν μέρει, τουλάχιστον, αυτές τις διαμάχες απηχεί. Μολαταύτα, όπως η διατύπωση της Γενικής Θεωρίας…, δια των αναλυτικών προτεραιοτήτων και εξηγήσεων αλλά και δια των παραλείψεών της, ανταποκρίνεται στις πραγματικές περιστάσεις και τα μείζονα οικονομικά προβλήματα της δεκαετίας του 1930, έτσι και οι επεκτάσεις και συμπληρώσεις της Κεϋνσιανής σκέψης υπαγορεύονται από τις περιστάσεις και τα προβλήματα και, επομένως, τις αναλυτικές προτεραιότητες και τις εξηγητικές ανάγκες που οι μεταγενέστερες δεκαετίες φέρουν ενώπιον της οικονομικής επιστήμης. Χωρίς αμφιβολία, η καμπύλη Phillips και η νεοκλασσική σύνθεση συνιστούν τις σημαντικότερες συμπληρώσεις της Κεϋνσιανής (μακρο)θεωρίας.

    Η πρώτη, η καμπύλη Phillips, τυποποιεί στατιστικώς την αντισταθμιστική σχέση μεταξύ ποσοστού ανεργίας και ρυθμού αύξησης των ονομαστικών μισθών και, κατ’ επέκταση, μεταξύ ποσοστού ανεργίας και ρυθμού αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, δηλαδή του ποσοστού πληθωρισμού, αναγνωρίζοντας, ταυτοχρόνως, την άρση της αντισταθμιστικής σχέσης (η καμπύλη τείνει να ευθυγραμμίζεται), όταν το ποσοστό ανεργίας υπερβεί ένα όριο, αφού οι εργαζόμενοι, δια των εργατικών συνδικάτων τους, αντιτίθενται στην μείωση των ονομαστικών μισθών τους. Εμπειρικώς διαπιστωμένη το 1958, όταν στις περισσότερες δυτικές οικονομίες ήδη καταγράφονται οι εξαιρετικώς υψηλοί μεταπολεμικοί ρυθμοί αύξησης του προϊόντος και τα ιστορικώς χαμηλά ποσοστά ανεργίας, η καμπύλη Phillips στρέφει, εκ των πραγμάτων, το ενδιαφέρον στην άλλη –την αντίθετη της προηγουμένης– εκδοχή της αντισταθμιστικής σχέσης, υποδεικνύοντας ότι η περαιτέρω μείωση της ανεργίας (θα) έχει ως αναπόφευκτο τίμημα την αύξηση του πληθωρισμού.

    Η δεύτερη συμπλήρωση της Κεϋνσιανής θεωρίας, δηλαδή η νεοκλασσική σύνθεση, για την ακρίβεια η Κεϋνσιανή-νεοκλασσική σύνθεση, οφείλεται στο έργο του John Hicks και ιδίως του (αναδόχου της) Paul Samuelson και αποβλέπει στην ενοποίηση νεοκλασσικής μικροοικονομικής ανάλυσης και Κεϋνσιανής μακροοικονομικής θεωρίας. Με την νεοκλασσική σύνθεση, επομένως, εξηγείται (κατά την παραδοσιακή νεοκλασσική προσέγγιση) η λειτουργία των επιμέρους αγορών, προσδιορίζεται (κατά την Κεϋνσιανή θεωρία) το συνολικό προϊόν και η απασχόληση και, ασφαλώς, θεωρητικώς υποδεικνύεται, διόλου αναμφίλεκτα πάντως, η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο. Η εσωτερίκευση, στο περιβάλλον της νεοκλασσικής μικροοικονομικής ανάλυσης, των περιπτώσεων αποτυχίας της αγοράς καθιστά την νεοκλασσική σύνθεση θεωρητικώς έγκυρη –ακόμη πιο έγκυρη– αναπαράσταση και εκλογίκευση της μεσουρανούσας (και καλά αποδίδουσας) μικτής οικονομίας της μεταπολεμικής εποχής.

    Το Κεϋνσιανό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής είναι, κατόπιν αυτών, γενικώς προδιαγεγραμμένο, όμως ούτε η (οντολογικής υφής) αιτιοκρατική υστέρηση και αδυναμία ακριβούς μέτρησης των μεγεθών, όπως παραπάνω σημειώνεται, ούτε, πολύ περισσότερο, η μεταβολή των περιστάσεων, όπως λίγο πιο κάτω συζητείται, συνηγορούν στην μηχανιστική προσέγγισή του – την τεχνοκρατική αντίληψη της Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής.⁶ Ως προς την μακροοικονομική πολιτική, ειδικότερα, η Κεϋνσιανή ανάλυση υποδεικνύει την προσφυγή στην νομισματική πολιτική, προκειμένου να σταθεροποιείται και να επανέρχεται σε κατάσταση ισορροπίας το επίπεδο της συνολικής ζήτησης, ιδίως έναντι της συχνής τάσης υποχώρησής του ως αποτέλεσμα της (ελέω του ακατάλληλου και μη προσαρμόσιμου επιτοκίου) αναντιστοιχίας αποταμίευσης και επένδυσης. Όμως, η νομισματική πολιτική μπορεί να μην είναι αρκετή, ιδίως σε περιστάσεις βαθειάς ύφεσης και εν μέσω της συνακόλουθης παγίδας ρευστότητας – αν και οι περί την νομισματική πολιτική επιφυλάξεις συχνά εκφράζονται με ένταση και χωρίς αποχρώσεις (για του λόγου το αληθές, βλέπε Galbraith, 2004).⁷ Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, υπό αυτές τις περιστάσεις η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής καθίσταται σταθεροποιητικώς αναγκαία. Η χρηματοδότηση της αύξησης των δαπανών ή/και της μείωσης των φόρων συνεπάγεται την δημιουργία, είτε την επιδείνωση του ήδη προκληθέντος, δημοσιονομικού ελλείμματος, η περιστολή του οποίου και, γι’ αυτό τον σκοπό, η δημιουργία πλεονάσματος προσδοκάται υπό περιστάσεις οικονομικής ανάκαμψης, όταν, άλλωστε, η δημοσιονομική πολιτική καλείται να εξομαλύνει υπέρμετρες αυξήσεις της συνολικής ζήτησης. Είναι, βεβαίως, ευνόητο ότι ο μακροοικονομικός ρόλος του κράτους –η δραστήρια μακροοικονομική πολιτική– δεν αναφέρεται μόνο στην λειτουργία της σταθεροποίησης έναντι των (πολλαπλώς προκαλούμενων) κυκλικών διακυμάνσεων της συνολικής ζήτησης, αλλά διαλαμβάνει την μόνιμη –την καθημερινή– διαχείριση και προσαρμογή (fine-tuning) της τελευταίας, δεδομένης, άλλωστε, της εγγενούς, στις οικονομίες της αγοράς, αποτυχίας μακροοικονομικού συντονισμού.

    Η διατήρηση της πλήρους απασχόλησης συνιστά την αδιαμφισβήτητη και, εκ των πραγμάτων, σχεδόν μοναδική επιδίωξη της Κεϋνσιανής μακροοικονομικής πολιτικής κατά την διάρκεια των, περίπου, δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, που, μάλιστα, μπορεί να επιτυγχάνεται –ίσως και να υπερακοντίζεται– με τίμημα ένα υψηλότερο, όμως συγκρατημένο (moderate) και, πάντως, πολιτικώς αποδεκτό ποσοστό πληθωρισμού, όπως πιο κάτω υποστηρίζεται, επαληθεύοντας την αντισταθμιστική σχέση Phillips. Μεταγενέστερα, όμως, όταν για διάφορους λόγους το γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, η μακροοικονομική διαχείριση αποβλέπει, πράγματι πλέον, στην εξισορρόπηση μεταξύ των επιδιώξεων της πλήρους απασχόλησης και του συγκρατημένου πληθωρισμού, κατ’ ουσίαν διαλαμβάνοντας την πολιτική (ποσοτική) οριοθέτηση μακροοικονομικών επιδιώξεων και συνακόλουθων διλημμάτων που, στο πλαίσιο της οικονομικής ανάλυσης και δεοντολογίας, παραμένουν εν πολλοίς απροσδιόριστες (indeterminate), (Allsopp, 1989). Σε ό,τι, τώρα, αφορά στα μέσα της μακροοικονομικής πολιτικής, η σοβαρότερη –όπως σχεδόν καθολικώς προσλαμβάνεται– Κεϋνσιανή καινοτομία έγκειται στην αναγνώριση της σταθεροποιητικής συνάφειας και εμβέλειας της δημοσιονομικής πολιτικής, ιδίως στις περιπτώσεις σοβαρών διακυμάνσεων, μολονότι ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής ως εργαλείου προσαρμογής (fine-tuning) της συνολικής ζήτησης ουδόλως υποβαθμίζεται και, βεβαίως, διόλου παρακάμπτεται, αν και στην πράξη το αντίθετο μάλλον θα συμβεί (Skidelsky, 1989). Η εμφάνιση τάσεων αύξησης του πληθωρισμού, όμως με δεδομένο και αμετάβλητο επίπεδο ανεργίας, και η εξήγησή τους ως εκδηλώσεων πληθωρισμού κόστους (cost-push) μάλλον, παρά πληθωρισμού ζήτησης (demand-pull), συνεπάγεται την έμπρακτη αναθεώρηση και, ιδίως, τον εμπλουτισμό του μακροοικονομικού οπλοστασίου, καθώς αντί της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής επιλέγονται διάφορες εκδοχές εισοδηματικής πολιτικής – συχνά ευθείς έλεγχοι τιμών και μισθών (Quiggin, 2010, σελ. 90- 91).

    Η Κεϋνσιανή οικονομική σκέψη διαμορφώνεται και διαδίδεται εν μέσω συνθηκών έντονης διανοητικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ορμώμενης από την μεγάλη κρίση του 1929 (Helm, 2010). Έναντι των αντιλήψεων του Friedrich Hayek, δηλαδή της προσήλωσης στις ευεργετικές ιδιότητες του (διόλου τέλειου κατ’ αυτόν) ανταγωνισμού της αγοράς και

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1