Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία
Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία
Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία
Ebook607 pages6 hours

Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Πώς μια τόσο πλούσια σε πόρους χώρα μπορεί να βυθίζεται στην αναξιοπιστία και την ανυποληψία; - Πώς τα οικονομικά μας πλεονεκτήματα μπορεί να είναι ελαττωματικά;
Πώς η ατυπία μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση της ανταγωνιστικότητας;
Πώς λέγεται όταν ζεις με τα λεφτά των άλλων; Προσοδοθηρία; Διαφθορά;
Γιατί το εθνικό μας σπορ είναι η προσοδοθηρία; Ποια τα μυστικά του πιο χρυσοφόρου επαγγέλματος στην Ελλάδα και πώς σχετίζεται με την κλεπτοκρατία, την παρεοκρατία, τον νεποτισμό και τον παρασιτισμό;
Γιατί στην Ελλάδα performance doesn't matter;
Γιατί συμφέρει να συμμετέχεις στη διαφθορά;
Πώς το ταλέντο των Ελλήνων διοχετεύεται στη διαφθορά;
Ζούνε οι Vikings στην Ελλάδα; Είναι πράγματι η Ελλάδα η "Ισλανδία του Αιγαίου";



 
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 1, 2023
ISBN9789600229899
Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία

Related to Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία

Related ebooks

Reviews for Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία - Θεόδωρος Πελαγίδης Κ.

    h_stigmi_tis_strofis.jpg

    ISBN 978-960-02-2989-9

    Copyright © 2010 - Eκδόσεις Παπαζήση A.E.B.E.

    Nικηταρά 2 & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Aθήνα

    Tηλ.: 210-38.22.496, 210-38.38.020

    Fax: 210-38.09.150

    site: www.papazisi.gr

    e-mail: papazisi@otenet.gr

    ΓPAΦIKEΣ TEXNEΣ «ΓPAMMA»

    Πληκτρολόγηση, Σελιδοποίηση

    Ψηφιοποίηση βιβλίων, Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες

    Zωοδόχου Πηγής 31, 106 81 Aθήνα

    Tηλ.: 210 38.07.703

    ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Π. BEΡPBATHΣ & ΣIA E.E.

    Aγ. Παντελεήμονος 15, 122 41 Aιγάλεω

    Tηλ.: 210 57.44.374, Fax: 210 34.50.197

    ΚΕΝΤΡΟ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

    Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

    ΠΩΣ Ο ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ

    ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΘΕΣΕΙ ΞΑΝΑ

    ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

    Θοδωρής Πελαγίδης – Μιχάλης Μητσόπουλος

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

    ΑΘΗΝΑ 2010

    Για την Έλλη

    Θ.Π.

    Στη Γεωργία

    Μ.Μ.

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:

    Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

    ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

    1. Εισαγωγή: Από την εθνική ανομία στη στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία

    Μια οικονομία στην οποία κυριαρχεί η προσοδοθηρία. Το κυνήγι του εισοδήματος που παράγεται αλλού ή από κάποιον άλλον. Κυριαρχεί, με την έννοια ότι δίνει τον τόνο. Καθορίζει τη φύση μιας σειράς συμπληρωματικών και παράπλευρων οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, συγκροτούν πολλαπλές και πολύπλοκες κοινωνικές διαστρωματώσεις. Όμως δεν θα ήταν κάτι τέτοιο δυνατόν εάν η ίδια η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπε να δημιουργείται και να κυκλοφορεί τόση πρόσοδος προς πρόκτηση ή/και υπεράσπιση. Πράγματι, η ελληνική οικονομία είναι μια εντελώς μοναδική και ιδιόμορφη «οικονομία εισοδηματικών μεταβιβάσεων», με σχετικά περιορισμένη εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα. Τα κοινοτικά κονδύλια, τα έσοδα από τη ναυτιλία και τον τουρισμό, η αλματώδης ανάπτυξη της κτηματαγοράς ενισχυμένη και από την είσοδο αλλοδαπών αγοραστών, αλλά και η ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα στη χώρα και μετέπειτα η επέκταση στην ενδοχώρα των Βαλκανίων δημιούργησαν και ενέτειναν μια «οικονομία των υπηρεσιών», μια οικονομία των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων, και κυρίως μια οικονομία μεταβιβάσεων των διαθέσιμων προσόδων, την ίδια στιγμή που η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δυσκολεύει κάνοντας κοστοβόρα την πρωτογενή παραγωγή εισοδήματος.¹ Ίσως η ελληνική οικονομία να είναι μοναδική στον αναπτυγμένο και αναδυόμενο κόσμο με τόσο έντονα χαρακτηριστικά μιας οικονομίας η οποία περιφέρεται γύρω από τη διανομή και αναδιανομή εισοδημάτων που παράγονται σε σημαντικό βαθμό εκτός της επικράτειάς της.

    Στο προηγούμενο βιβλίο μας Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας: Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις, εισαγάγαμε την προσοδοθηρία ως κεντρική έννοια και δραστηριό­τητα που κυριαρχεί και, δίνοντας το κυρίαρχο στίγμα, συγκροτεί τις δομές της ελληνικής οικονομίας (Πελαγίδης & Μητσόπουλος, 2006). Έτσι, η ανάλυσή μας περιέλαβε συγγενείς και προκύπτουσες έννοιες που έκτοτε χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την ακαδημαϊκή και δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. Λεηλασία και λαφυραγώγηση του –«κού­φιου»– κράτους από τις μειοψηφικές αλλά ισχυρότατες ομάδες των ραντιέρηδων Ελλήνων Βίκινγκς,² προσοδοθηρία και προσοδοθήρες, ευνοιοκρατία, περιπλανώμενη και εγκατεστημένη ληστεία, κλεπτοκρατία και κοινωνικό κόστος, (ανα)διανεμητικές διακομματικές ομάδες και μάχες χαρακωμάτων, αλληλοεξυπηρετήσεις, πρόσκτηση ή υπεράσπιση προσόδου, στεγανά και οικονομικές μεταβιβάσεις ήταν μερικές από τις έννοιες που στο προηγούμενο βιβλίο μας εισήχθησαν για πρώτη φορά με συγκροτημένο και αναλυτικό τρόπο στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία. Παρά τις εκτεταμένες αναφορές κυρίως σε ζητήματα που σχεδόν ουδέποτε είχαν απασχολήσει την εγχώρια ακαδημαϊκή και δημόσια συζήτηση όπως οι επιπτώσεις της προσοδοθηρίας στην ευδαιμονία των Ελλήνων, ή στην αποδοτικότητα της δικαιοσύνης ως βασικού ζητήματος και προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, ή και η ανάλυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε προσοδοθηρικό πλαίσιο, το προηγούμενο βιβλίο μας άφησε εκτός ή δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία, σε δύο σημαντικά ζητήματα, που διαπερνούνται μεν οριζόντια από την προσοδοθηρική δράση, αλλά και ενίοτε ταυτίζονται μαζί της. Τα δύο αυτά κρίσιμα ζητήματα αφορούν:

    α) Μια συστηματικότερη μελέτη της «ατυπίας» και ειδικότερα μια ενδελεχέστερη ανάλυση της διαφθοράς η οποία ως φαινόμενο ενδημικό πια, με μαζικό χαρακτήρα, περιλαμβάνει και ενσωματώνει και το γενικευμένο φαινόμενο του «μαζικού ελληνικού λαθρεπιβατισμού». Δηλαδή ενός συστήματος αναπαραγωγής της επαγγελματικής ζωής των ατόμων όπου βραχυχρονίως ο καθένας ατομικώς ενεργεί παρατύπως για να βρεθεί σε καλύτερη και πιο αναβαθμισμένη θέση στον ελληνικό χαοτικό μικροκαπιταλισμό, αλλά, συλλογικά και συνολικά, όλα μαζί τα άτομα τελικώς καταλήγουν σε δυσμενέστερο σχετικά αποτέλεσμα, συγκριτικά με την προτέρα κατάστασή τους αλλά και σε σύγκριση με τα ευρύτερα αντίστοιχα διεθνή πρότυπα και δείκτες.

    β) Μια ακόμα πιο διεισδυτική, αναλυτική θεώρηση της παρατηρούμενης αδυναμίας των θεσμών στην Ελλάδα, κυρίως σε συνδυασμό με το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο της ταυτόχρονης εδραίωσης της ισχυρής ανάπτυξης τα τελευταία 15 περίπου χρόνια. Αδυναμίας που ενίοτε αφορά τις δυσμενείς συνθήκες κατασκευής τους λόγω του ότι το πολιτικό σύστημα επιτρέπει την προχειρότητα στη διαδικασία συγκρότησής τους λόγω αποτελεσματικών πιέσεων από επιμέρους συμφέροντα. Αδυναμίες που εντοπίζονται είτε στην ανυπαρξία ελέγχων και εξισορροπήσεων, την παράκαμψη ή και την καταστρατήγισή τους είτε (ή και) στο χαμηλό βαθμό ανεξαρτησίας τους από τα κόμματα. Κι όμως, σε όλο αυτό το απογοητευτικό θεσμικό σκηνικό, η επίσημη και η ανεπίσημη οικονομία άνθισαν μαζί τα τελευταία 15 χρόνια περίπου, ενθαρρύνοντας στην ουσία τα επιχειρήματα υπέρ της υποβάθμισης της σοβαρότητας των επιπτώσεων που έχει στην ευημερία και τις προοπτικές της χώρας η αδυναμία των θεσμών και η προαναφερόμενη διάδοση της ατυπίας.

    Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία, υπό το πρίσμα πάντα της δικής μας θεωρητικής ματιάς, να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε το φαινομενικά αυτό παράδοξο του περισσότερο από ικανοποιητικού και συνεχούς για περίπου 15 έτη ετησίου ρυθμού ανάπτυξης γύρω στο 4%, παράλληλα με μια εντεινόμενη υποβάθμιση του θεσμικού περιβάλλοντος η οποία παίρνει συχνά τη μορφή της διαφθοράς μέσα σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης παραοικονομίας και κραυγαλέας κρατικής παράλυσης. Να κοιτάξουμε με μια διαφορετική ματιά τη φύση των «ελαττωματικών πλεονεκτημάτων» που μας χάρισαν μεν αυτή την ανάπτυξη, αλλά μοιάζουν σήμερα να την υπονομεύουν δυσχεραίνοντας απελπιστικά τις διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να επιτρέψουν στη χώρα να ξεκινήσει να δρέπει τους καρπούς των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, εφεξής μάλιστα σε σταθερές βάσεις. Να επισημάνουμε τις υφιστάμενες αδυναμίες και να τις αναδείξουμε ώστε να αποδυναμώσουμε τα αντιδραστικά επιμέρους μικρά και μεγάλα συμφέροντα που «τρέφονται» από τις στρεβλώσεις και τις προσόδους και κρατούν καθηλωμένες τις δημιουργικές δυνάμεις αυτού του τόπου, ο οποίος διαθέτει πραγματικά μοναδικό ιστορικό, φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Και όλα αυτά, όχι φυσικά με τρόπο αφοριστικό, ιδεολογικά αγκυλωμένο, αόριστο και περιγραφικό, θεωρητικά και αναλυτικά αφυδατωμένο, ή εμπειρικά ατεκμηρίωτο.

    Τα ανωτέρω προτάγματα γίνονται σήμερα ακόμα πιο επίκαιρα και επιτακτικά και η ανάλυσή τους καθοριστικότερη και πιο επείγουσα εξαιτίας της σημερινής οικονομικής κρίσης η οποία μας προσγείωσε απότομα από τους ουρανούς του +4% μεγέθυνσης στο -1% περίπου και που εσχάτως φαίνεται να κακοφορμίζει με αφετηρία του ντόμινο την τραγική, όπως εξελίσσεται αναπόφευκτα σε κάθε χώρα αδύναμων θεσμών και διαδεδομένης διαφθοράς, κατάσταση των δημοσίων οικονομικών. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η διερεύνηση των ανωτέρω πεδίων περιλαμβάνει μεγάλες και ίσως ανυπέρβλητες δυσκολίες. Δεν είναι μόνο η έλλειψη οποιασδήποτε σχετικής ολοκληρωμένης μελέτης, ιδίως για πολλά από τα θέματα που αφορούν και «αγγίζουν» την παραοικονομία όπως η διαφθορά ή η φοροδιαφυγή. Είναι και η φύση των ζητημάτων τέτοια που δεν επιτρέπει πρόσβαση σε σίγουρα στοιχεία ή καταφυγή σε βεβαιότητες στις οποίες μπορεί να βασιστεί κανείς ως αφετηριακά σημεία ανάλυσης. Άλλωστε, όλο και περισσότερο σήμερα παρουσιάζονται στην ελληνική οικονομία, άβατα, απαραβίαστα, σκοτεινές πλευρές τα οποία λειτουργούν ως παράλληλες «δραστηριότητες», ως παράλληλες πραγματικότητες και μάλιστα οι ενδείξεις που έχουμε εσχάτως είναι ότι, υπό την πίεση της κρίσης που πλήττει την οικονομική δραστηριότητα, τείνουν να κυριαρχήσουν σε βάρος της επίσημης οικονομίας. Χαρακτηριστικά, μόνο για το 2008, η απώλεια εσόδων Φ.Π.Α. ήταν 1,53 δις ευρώ, ενώ για το πρώτο εξάμηνο του 2009 η απώλεια αυτή έφτασε τα 2,64 δις ευρώ, με αποτέλεσμα να υπολογίζεται ότι για το σύνολο του έτους, η σχετική απώλεια δημοσίων εσόδων μόνο από την «υφαρπαγή» του ΦΠΑ να πλησιάζει το 1% του ΑΕΠ. (Alpha Bank, 01/09/2009).³ Είναι φανερό το πλεονέκτημα εκείνων που φοροκλέπτουν, φοροαποφεύγουν, φοροδιαφεύγουν, αναπτύσσονται σε βάρος τόσο των δημοσίων οικονομικών όσο και των υγιών και νόμιμων επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Έχουμε δηλαδή, για πρώτη φορά, μια σφοδρή σύγκρουση επίσημης και ανεπίσημης οικονομίας, με την πρώτη να βρίσκεται σε σαφώς δυσμενή θέση και πίεση. Επανερχόμαστε έτσι ξανά στο επιχείρημα που είχε αναπτύξει ο Πελαγίδης (1996) σχετικά με την ατυπία στην ελληνική οικονομία, ως σχετικό συγκριτικό πλεονέκτημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

    Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει μια αρχή στη μελέτη των ζητημάτων αυτών διότι μόνον όταν χωνευτούν καλά στο δημόσιο και ακαδημαϊκό διάλογο, υπάρχει μια ελπίδα αλλαγών στη χώρα, με στόχο την ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας σε σύγχρονη και προοδευτική βάση και κατεύθυνση, κυρίως σήμερα που ο τρόπος εκμοντερνισμού της χώρας φαίνεται να συναντά τα όριά του στην εξάντληση, όπως φαίνεται, της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Στο προηγούμενο βιβλίο μας (Πελαγίδης & Μητσόπουλος, 2006) αναφέρουμε ειδικώς ότι το μέγεθος των στεγανών αγορών και η μεγάλη ισχύς των ανα-διανεμητικών ομάδων καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του ευρύτερου συμφέροντος. Εκτός κι αν «... η κρίση του status quo αδυνατίσει την επιρροή και την πολιτική ισχύ κοινωνικών ομάδων επιμέρους συμφερόντων…», οι οποίες λυσσαλέα αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια αλλαγών με στόχο το ευρύτερο συμφέρον. Η οικονομική κρίση λοιπόν, η οποία φαίνεται να πλήττει σήμερα την ελληνική οικονομία, αποτελεί, ή μπορεί να αποτελέσει, τη στιγμή της στροφής. Τη στιγμή που η κοινωνία θα δει τον παραμορφωμένο εαυτό της στον καθρέπτη. Τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσει τη συλλογική κατάρρευση. Τη στιγμή που θα κατανοήσει το κόστος της παρασιτικής ζωής. Τη στιγμή που θα καταλάβει ότι η ενδημική κλεπτοκρατία, η εκτεταμένη ατυπία και ο μαζικός λαθρεπιβατισμός⁴ της στρέφεται τελικώς εναντίον της.

    Αν η στιγμή αυτή είναι κοντά, και αν πράγματι η όποια εσωτερική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την κρίση, τότε η στροφή αυτή χρειάζεται μια ρότα στη συνείδηση, μια κατεύθυνση στην οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική. Αυτή η κατεύθυνση είναι η μόνη και απαραίτητη προϋπόθεση η οποία μπορεί να διασφαλίσει ότι η αντίδραση της κοινω­νίας στο παραμορφωτικό παρόν δεν θα είναι τυφλή και χωρίς στόχευση και συνεπώς χωρίς καμία προοπτική να συμβάλει στην οικοδόμηση του καλύτερου αύριο. Αλλά ότι, αντιθέτως, θα μπορέσει να μετασχηματίσει την αντίδραση της κοινωνίας σε στοχευμένες επιλογές οι οποίες θα συμβάλλουν αποτελεσματικά στην οικοδόμηση ενός καλύτερου αύριο.

    Στο παρόν βιβλίο υποστηρίζουμε ότι η πολιτική αυτή είναι ο προοδευτικός οικονομικός πραγματισμός. Προοδευτικός γιατί αναγνωρίζει τις οικονομικές ανισότητες στις αφετηρίες και στη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων, ανισότητες που άλλοτε δημιουργούνται είτε από τις ίδιες τις αγορές και και τις ατέλειές τους, είτε από την απουσία τους και την κλειστότητά τους. Ανισότητες που επίσης δεν αμβλύνονται από τις κρατικές πολιτικές και την καταπολέμηση των αρνητικών εξωτερικοτήτων. Προοδευτικός, επομένως, γιατί θέλει να τις αλλάξει με μεταρρυθμίσεις προς έναν καλύτερο συνδυασμό υψηλότερης οικονομικής αποδοτικότητας και βελτιωμένης κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί αναγνωρίζει ότι, στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας, καθήκον της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση όσο το δυνατόν ίδιων αφετηριών και ίσων ευκαιριών, ή και η ex post εξομάλυνση των υπερβολικών ανισοτήτων, ιδίως εκείνων που δεν προκύπτουν από τη σκληρή δουλειά και το ταλέντο, αλλά από ατυχίες και ανωτέρα βία, χωρίς όμως να καταργεί τα κίνητρα για την απόπειρα καλύτερης δυνατής αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων και δεξιοτήτων του κάθε ατόμου.

    Ως αποτέλεσμα, η γενική αρχή ότι ο καθένας συνεισφέρει στα κοινά ανάλογα με την φοροδοτική του ικανότητα, και ότι υπάρχει κοινωνική μέριμνα για την κάλυψη των βασικών αναγκών είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την εξασφάλιση μιας σχετικής και εφικτής κοινωνικής δικαιο­σύνης, αλλά και για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων για την οικοδόμηση ενός αποδοτικού συστήματος διακυβέρνησης. Μια προϋπόθεση που όμως πρέπει να συμπληρώνεται από την επιβάρυνση των παρασιτικών εισοδημάτων και επιβλαβών δραστηριοτήτων χωρίς να προχωράει στην αποθάρρυνση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και ειδικά εκείνων που εισάγουν την καινοτομία και την αναζήτηση μηχανισμών δημιουργίας προστιθέμενης αξίας και νέας ευημερίας μέσω της ανάληψης επιχειρηματικού ρίσκου.

    Οικονομικός πραγματισμός, γιατί η αποδοτική αντιμετώπιση των προβλημάτων απαιτεί να αφαιρούμε προκαταλήψεις που δυνητικά μπορεί να εμποδίζουν τη δημιουργία συναίνεσης για πολιτικές και μέτρα προς όφελος του ευρύτερου συμφέροντος. Να μερικά παραδείγματα:

    Η έμφαση στην ελευθερία και τις επιλογές των χρηστών μπορεί να μειώνει τις ανισότητες. Η κυβέρνηση, επίσης, μπορεί να χρησιμοποιεί τον ανταγωνισμό στην παροχή των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αντιδραστική και νεοφιλελεύθερη. Από την άλλη, μέσω κατάλληλων κινήτρων και αντικινήτρων, η κυβέρνηση μπορεί να παρεμβαίνει και στις μικρότερες καθημερινές αποφάσεις των ατόμων, ιδίως των απληροφόρητων, βελτιώνοντας τις επιλογές τους, χωρίς όμως να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί πατερναλιστική ή σοβιετικού τύπου σοσιαλιστική.

    Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι η εμμονή σε ξεπερασμένες αντιθέσεις δημιουργεί προκαταλήψεις και τεχνητές αντιθέσεις μεταξύ των πολιτικών ελίτ και ομάδων πίεσης που ζημιώνουν με φανερό και προκλητικό τρόπο το ευρύτερο συμφέρον των πολλών. Αντιθέτως, η ψύχραιμη αποτίμηση κόστους-οφέλους μπορεί να αποτελεί το πρώτο κριτήριο της δράσης των διαμορφωτών πολιτικής, το οποίο όμως δε χρησιμοποιείται όσο οι αποφάσεις λαμβάνονται μόνο μετά από το διάλογο της πολιτικής ελίτ με τις λίγες ομάδες πίεσης που έχουν προνομιακή πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας και χωρίς να συνυπολογιστεί επαρκώς το συμφέρον της ευρύτερης κοινωνίας.

    Πολλοί πιστεύουν ότι το κριτήριο αυτό είναι απολίτικο και αποϊδεολογικοποιημένο. Κατά μια έννοια ναι, κατά μία άλλη όμως όχι. Για παράδειγμα: το άνοιγμα μια κλειστής αγοράς που επιβαρύνει με κόστος/απώλεια ευημερίας τους καταναλωτές και οφελεί τους λίγους παραγωγούς είναι ζήτημα ιδεολογικών αρχών; Η παλιά λογική υποστηρίζει πως ναι, αφού η υπαγωγή στις δυνάμεις των αγορών κάθε επιμέρους αγοράς, σημαίνει αφεύκτως και συντηρητική πολιτική. Όμως αυτό αποτελεί προκατάληψη καθώς η πεποίθηση αυτή δεν εξηγείται με αναλυτικό τρόπο. Αντιθέτως, η μετατροπή μιας κλειστής αγοράς σε διαφανή, ανταγωνιστική και, εφόσον είναι δυνατόν, τέλεια, ευνοεί τόσο τα εισοδήματα των πολλών, όσο και την εισαγωγή καινοτομίας που δημιουργεί προστιθέμενη αξία και αυξάνει την ποιοτική απασχόληση. Σκεφτείτε, πόσο πραγματικά προοδευτική είναι μια πολιτική η οποία ανοίγει τις αγορές και σπάει τις ακαμψίες και τα κλεπτοκρατικά ολιγοπώλια. Και για αυτό το λόγο, δηλαδή για το προοδευτικό αποτέλεσμα που –μπορεί να– παράξει, στο τέλος της ημέρας, μια τέτοια πολιτική μπορεί να είναι πραγματικά Πολιτική. Δηλαδή, να έχει πολιτικό πρόσημο. Όχι όμως στείρα, αγγυλωμένη και υστερόβουλη, αλλά πρακτική, φανερή, διάφανη και με χειροπιαστά αποτελέσματα για το ευρύτερο συμφέρον της κοινωνίας. Ευρύτερο συμφέρον χειροπιαστό, με χαμηλότερο πληθωρισμό για τα βασικά αγαθά, με υψηλότερη απασχόληση και ευδοκιμούσα επιχειρηματικότητα, με καλύτερη ποιοτικά τριτοβάθμια εκπαίδευση, με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες και πιο δίκαιη αναδιανομή εισοδήματος με τη μορφή παροχής ικανοποιητικών δημοσίων αγαθών που κάνουν στέρεη και στιβαρή την οργάνωση και τη συνοχή της κοινωνίας.

    Οικονομικός πραγματισμός σημαίνει επίσης ότι κάθε περίπτωση έχει και τις ιδιαιτερότητές της και γι’ αυτό πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά και με βάση τα δεδομένα να αντιμετωπίζεται ως μοναδική και ιδιαίτερη. Δεν πρέπει να ισχύει, για παράδειγμα, η λογική ότι γενικώς η υπαγωγή στην αγορά συνίσταται ως μοναδική επιλογή. Επίσης, δείτε για παράδειγμα, το περίπλοκο θέμα της παροχής των δημοσίων αγαθών. Ή την περίπτωση όπου η καθολική παροχή ενός αγαθού από το κράτος λειτουργεί στην αγορά ως υποκατάστατο αγαθό που συμπιέζει τις τιμές στην όμορη ιδιωτική αγορά προς τα κάτω και αποτρέπει τις αθέμιτες συννε­νοήσεις των ιδιωτικών παρόχων οι οποίοι θα αύξαναν τις τιμές και θα μείωναν έτσι, την ευημερία του καταναλωτή.

    Επίσης, πολλά μη-ανταγωνιστικά και μη-αποκλειστικής χρήσης, δηλαδή δημόσια αγαθά, μπορεί με την εξέλιξη της τεχνολογίας να αποκτήσουν χαρακτηριστικά ιδιωτικού αγαθού. Κλασικό παράδειγμα οι τηλεπικοινωνίες. Καμία προκατάληψη δεν πρέπει να υπάρχει στην περίπτωση που η ιδιω­τική παροχή μιας υπηρεσίας ενός παλαιότερα δημόσιου αγαθού παράγεται περισσότερο αποδοτικά και υπέρ, όμως, του ευρύτερου συμφέροντος. Δεν υπάρχουν εσαεί δημόσια αγαθά. Το ζήτημα είναι τι εξυπηρετεί τους πολλούς, τους αδύναμους και ιδίως αυτούς που έχουν ταλέντο και δυνατότητες να προσφέρουν πολλά στον εαυτό τους και παράλληλα στο σύνολο, αλλά έχουν αδύναμες αφετηρίες. Δηλαδή εάν η υπηρεσία αυτή παρέχεται σε καλύτερη ποιότητα, σε καλύτερη τιμή και είναι ουσιαστικά προσβάσιμη σε περισσότερους, και ιδίως σε περισσότερους μη-προνομιούχους. Κοιτάξτε πόσα, σήμερα, παρεχόμενα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες είναι στην ουσία ή/και την πράξη ιδιωτικά. Η ιδιωτική υγεία αποτελεί περίπου το 50% των συνολικών δαπανών για την υγεία. Είναι στη χώρα μας δημόσιο αγαθό περισσότερο από όσο είναι στη Μ. Βρετανία, όπου οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία πλησιάζουν το 85% των συνολικών δαπανών για υγεία; Στην εκπαίδευση συμβαίνει πάλι το ίδιο. Τα φροντιστήρια κυριαρχούν. Στην τριτοβάθμια, η μεγάλη στρέβλωση του συστήματος οδηγεί ακόμα και στην ανάπτυξη φροντιστηρίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενός φαινομένου του οποίου την ύπαρξη δεν γνωρίζουμε σε καμία άλλη χώρα. Ας ενδιαφερθούμε, λοιπόν, για την πραγματική ουσία των πραγμάτων. Ας αφαιρέσουμε το θόρυβο (noise). Ας ξεσκεπάσουμε πράγματα και πρακτικές, λειτουργίες και καταστάσεις που οδηγούν μια προικισμένη χώρα και έναν κατά βάση προικισμένο λαό στο χείλος της διεθνούς ανυποληψίας και της οικονομικής μιζέριας. Και στη συνέχεια, το κυριότερο, ας διατυπώσουμε με σαφήνεια και πραγματισμό τις προτάσεις και τα μέτρα στους κρίσιμους και παραμελημένους τομείς της ελληνικής οικονομίας, προς χάριν μιας άλλης πορείας. Αυτό προσπαθεί να κάνει το παρόν βιβλίο.

    Από την άλλη πλευρά είναι απαραίτητο να κατανοηθεί ότι η λειτουργία καθαρών, ελεύθερων και ανταγωνιστικών αγορών, οι οποίες λειτουργούν με βάση σαφείς και απλούς κανόνες που εφαρμόζονται στην πράξη και οι οποίες είναι απαλλαγμένες από περιττά διοικητικά βάρη και αχρείαστες διοικητικές παρεμβάσεις στην εσωτερική οργάνωση των επιχειρήσεων, είναι το μόνο περιβάλλον το οποίο ενθαρρύνει τη διαδικασία εκείνη που οδηγεί στην εισαγωγή της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία μέσω της ανάληψης του επιχειρηματικού ρίσκου με στόχο τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας. Προστιθέμενης αξίας που καταγράφει την αύξηση της παραγωγικότητας και που φυσικά παίρνει και τη μορφή κέρδους για τις επιτυχημένες επιλογές οι οποίες συνοδεύονται, όπως δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ, και από την αύξηση της ποιοτικής απασχόλησης. Προστιθέμενης αξίας που αποτελεί εισόδημα προερχόμενο από την παραγωγική οικονομική δραστηριότητα και την αξιοποίηση της σκληρής εργασίας και του ταλέντου και που δεν προέρχεται από την αρπαγή έτοιμου εισοδήματος, την αποτελεσματική διεκδίκηση προσόδου και τον τραυματισμό των δημοσίων αγαθών. Η γενικευμένη υιοθέτηση της ανοικτής και διαφανούς ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς στην Ελλάδα συνιστά συνεπώς αναπόφευκτο μέρος της απομάκρυνσης από τη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα. Το λέμε αυτό γιατί δυστυχώς υπάρχουν σοβαρές σε αριθμό δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία οι οποίες είτε γιατί έτσι έχουν γαλουχηθεί και διαμορφωθεί ιστορικά, είτε εκ του πονηρού ως προσοδοθηρικές ομάδες, επιδιώκουν και αγωνίζονται διαθέτοντας χρόνο, χρήμα και προπαγάνδα για να συκοφαντήσουν τις ανταγωνιστικές αγορές ως υπεύθυνες για κάθε δεινό. Προφανώς, βέβαια, γιατί οι ανταγωνιστικές αγορές, όπου μπορούν να λειτουργήσουν ως τέτοιες, εξοντώνουν τους παρείσακτους προσοδοθήρες, εξαφανίζουν την αναξιοκρατία, διανέμουν το εισόδημα στη βάση του ταλέντου, των προσόντων και του ανθρωπίνου κεφαλαίου και της σκληρής δουλειάς. Ας πούμε την αλήθεια στον κόσμο. Μόνον έτσι καθίσταται δυνατή η δημιουργία αρκετών ευκαιριών παραγωγικής δημιουργίας νέων εισοδημάτων οι οποίες, μέσω ενός ποιοτικού εκπαιδευτικού συστήματος που είναι προσβάσιμο σε όλους, γίνονται προσβάσιμες και σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Ευκαιρίες που μπορούν να αποκτούν τέτοια έκταση και τέτοιο εύρος ώστε δύνανται να απογαλακτίσουν την κοινωνία μας από μια κακή συνήθεια και πρακτική που μας καταδικάζει σήμερα στην αποδιοργάνωση και στην παρακμή. Αυτήν του μονόδρομου της αναζήτησης και της διεκδίκησης μέρους του έτοιμου πλούτου των άλλων –είτε αυτοί είναι εγχώριοι είτε αλλοδαποί πολίτες– υπό τη μορφή της προσοδοθηρίας και της αρπαγής ως μόνης εναλλακτικής αύξησης των εισοδημάτων.

    Από την άλλη όμως, πρέπει επίσης να αναλυθεί, να τεκμηριωθεί, να υποστηριχθεί αποδοτικά και ειλικρινά στο ελληνικό κοινό, ότι ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά δε σημαίνει αρρύθμιστη αγορά. Οι καλορυθμισμένοι θεσμοί οικονομικής οργάνωσης είναι αυτοί που δημιουργούν τις ελεύθερες και ανταγωνιστικές αγορές. Οι αγορές αυτές, όπως και οι λοιποί θεσμοί της δημοκρατίας, δεν δημιουργούνται μόνες τους, αλλά αντίθετα οικοδομούνται με στοχευμένο κόπο και με υπομονή, επιμονή και χρόνο. Γι’ αυτό και τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, σε τελική ανάλυση, είναι τα –μεγάλα– θεσμικά της προβλήματα από τα οποία απορρέει, μεταξύ άλλων, και η κακή λειτουργία πολλών αγορών της. Το πρόβλημα λοιπόν της ελληνικής οικονομίας ανάγεται σε πρόβλημα του κράτους, σε πρόβλημα πολιτικό. Και γι’ αυτό είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι, για παράδειγμα, ένας μοναχικός τεχνοκράτης μπορεί να λύσει μόνος του τα προβλήματα ενός υπουργείου όπως είναι το Υπουργείο Οικονο­μίας ή το Υπουργείο Οικονομικών. Τεχνοκρατική υποστήριξη χρειάζεται οπωσδήποτε για τη χάραξη στοχευμένων πολιτικών που θα έχουν θετικό αποτέλεσμα με μεγάλη πιθανότητα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Διότι ακόμα και αν επιτευχθούν κάποια θετικά βήματα, αυτά θα αποδειχθούν πρόσκαιρα, μια μεμονωμένη προσπάθεια άσκησης προοδευτικών πολιτικών σε ένα περιβάλλον που συνεχίζει να αποδέχεται τη θεσμική αδυναμία, τη γενικευμένη ατυπία δηλαδή, και να υπονομεύει ενεργά την όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Η οικοδόμηση μιας εύρυθμης δημοκρατίας με ισχυρούς θεσμούς και στην οποία η δημοκρατική διαδικασία οδηγεί στην άσκηση επωφελών για το κοινωνικό σύνολο πολιτικών απαιτεί μια εκ πεποιθήσεως δημοκρατική πολιτική ηγεσία με όραμα που να στελεχώνεται από πολιτικούς οι οποίοι θέλουν και μπορούν να είναι μεταρρυθμιστές. Πολιτικούς που έχουν πειθώ, ένστικτο, γερό στομάχι και ικανότητες και οι οποίοι θα πείσουν την κοινωνία για τα ευρύτερα και μακροπρόθεσμα οφέλη, θα αντιμετωπίσουν τα ισχυρά συμφέροντα που αντιδρούν και θα στηρίξουν με το πολιτικό τους βάρος τους μεταρρυθμιστές τεχνοκράτες. Που παράλληλα με τις καθημερινές επιλογές τους θα στηρίζουν και θα οικοδομούν την έννοια του σεβασμού των θεσμών της δημοκρατίας αποτελώντας το εναλλακτικό παράδειγμα για έναν πληθυσμό που σήμερα επιλέγει ορθολογικά ή και υποχρεωτικά την ανομία. Θα το πράξουν αυτό δίνοντας μάχες για τη μείωση των ερεισμάτων των δυνάμεων που αντιδρούν στις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, και την ίδια ώρα θα πλαισιώνουν την αλλαγή των κινήτρων που σήμερα διαμορφώνουν τα ερείσματα αυτά με το παράδειγμα της πολιτικής στάσης τους. Με αυτή θα ενθαρρύνουν παραπέρα τη μετατόπιση της αντίληψης και της συμπεριφοράς της ευρύτερης κοινωνίας σε ένα νέο, καλύτερο για την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, σημείο συλλογικής και ατομικής ισορροπίας. Σε ένα σημείο ισορροπίας στο οποίο τον πρώτο λόγο δεν θα έχει πλέον η αναδιανομή και η προσοδοθηρία, αλλά η ισότιμη συμμετοχή όλων στις ευκαιρίες δημιουργίας και η αποτελεσματική λειτουργία μηχανισμών ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Ένα σημείο ισορροπίας στο οποίο η μεγάλη πλειονότητα των μελών της κοινωνίας πλέον θα δρά με βάση τους καλούς κανόνες και νόμους, οι οποίοι θα ευθυγραμμίζουν την προσωπική τους πρόοδο με την πρόοδο της κοινωνίας, εγκαταλείποντας την, έως σήμερα επωφελή για τους ίδιους αλλά επιζήμια για το σύνολο, ατυπία.

    Η στιγμή της στροφής λοιπόν περιλαμβάνει ή και απαιτεί ένα νέο πολιτικό προσωπικό, το υποκείμενο δηλαδή των αλλαγών προς προοδευτική κατεύθυνση. Την ώρα που γράφεται το βιβλίο αυτό η χώρα μοιάζει να πέφτει συνεχώς σ’ ένα πηγάδι χωρίς πάτο. Κι ας μην μειώνεται (ακόμα;) το ΑΕΠ της με τους ρυθμούς της Ιρλανδίας ή της Ισπανίας καθώς τα κρατικά ελλείμματα και οι κοινοτικές εισροές στηρίζουν τη ζήτηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν έρθει η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία –υπέρ της έλευσης της οποίας το βιβλίο αυτό έχει γραφτεί– θα περιλαμβάνει και ένα πολιτικό προσωπικό που θα προέρχεται αναπόφευκτα από μια γενιά ή μια κατηγορία πολιτών που σήμερα βρίσκεται στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο, υφιστάμενη τις διακρίσεις της κλειστότητας του συστήματος, αρνούμενη δε να συμμετάσχει σ’ ένα παιχνίδι με σημαδεμένα χαρτιά, με εξωφρενικούς όρους, με προσωπικό τεράστιο κόστος όπου τα πραγματικά προσόντα και ταλέντα των ανθρώπων δεν αναγνωρίζονται ή και χλευάζονται, και η μόνη αξία με κάθε κόστος είναι η αρπαγή της ψήφου και της προσόδου. Μιας κλειστότητας του συστήματος που χωρίς πολύ κόπο μπορεί να την αναγνωρίσει κανείς στην έλλειψη δημοκρατίας μέσα στα απολίτικα κόμματα-εταιρίες ή στον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο παράγεται και ασκείται η Πολιτική, χωρίς λογοδοσίες, χωρίς σημεία εξισορρόπησης και ελέγχου των εξουσιών. Μιας κλειστότητας που αναλύσαμε, στον περιορισμένο τομέα των αγορών προϊόντων και εργασίας, στο προηγούμενο βιβλίο μας. Η κλειστότητα, ως προσοδοθηρική προστασία και συνεπώς ως σιωπηρή υπέρτατη αξία του συστήματος, απαιτεί μια συνολικότερη θεώρηση και ανάλυση στο πλαίσιο της διαφθοράς, της δραστηριότητας αυτής που διαπερνά τη γενικότερη «ατυπία» του συστήματος και που άλλοτε ταυτίζεται και άλλοτε συμπεριλαμβάνει την προσοδοθηρία, δηλαδή το κυνήγι της προσόδου ως εισοδήματος που έχει παραχθεί αλλού και από άλλον.

    Παρόλα αυτά τα δυσμενή για την πολιτική τάξη, στο βιβλίο η αναλυτική ενασχόληση με την πολιτική ελίτ είναι κεντρική, κυρίως διότι η μηχανική ανάδειξης μιας αποδοτικής και ικανής ηγεσίας αποτελεί τον κρίσιμο κρίκο για τις αναγκαίες αλλαγές. Η πολιτική ελίτ είναι αυτή που όταν ηγείται και δίνει την κατεύθυνση μπορεί να παρασύρει την κοινωνία σε επιλογές που καθορίζουν με κρίσιμο τρόπο την πορεία της προς την πρόοδο. Αν και το δικαίωμα αυτό το έχει φυσικά η ελληνική πολιτική τάξη, καθώς πρόκειται για δικαίωμα που ανταποκρίνεται στο φυσικό και αναφαίρετο ρόλο της σε μια δημοκρατία, δυστυχώς σπανίως το διεκδικεί. Η πολιτική ελίτ όταν προηγείται των εξελίξεων, ή όταν έστω τις αντιλαμβάνεται εγκαίρως, ηγείται και αποτελεί την αφετηρία και τον καταλύτη των εξελίξεων. Η πολιτική ελίτ είναι αυτή που μπορεί να διατυπώσει την απαραίτητη συγκεκριμένη κατεύθυνση, ώστε η σχετικά αόριστη αίσθηση που διαπερνά όλη την κοινωνία για την ανάγκη αλλαγών να αξιοποιηθεί ως κινητήριος δύναμη και να συγκεκριμενοποιηθεί σε χρήσιμες αλλαγές που θα φέρουν θετικό αποτέλεσμα. Άλλωστε το πρώτο πράγμα που κάνει ο λαός όταν βρεθεί πάνω στη στιγμή αυτή της στροφής είναι να αναζητήσει έναν ηγέτη και μια ηγεσία που θα ορίσουν την κατεύθυνση και θα διατυπώσουν την πορεία.

    Η στιγμή της στροφής μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή του δρόμου της προόδου εφόσον αναδειχθεί μια πολιτική ελίτ στελεχωμένη από τους άριστους, από τα ταλέντα, τα οποία σήμερα αντιμετωπίζουν το απαγορευτικό κόστος της εισόδου στην αγορά της μετριοκρατικής πολιτικής, και η ιστορική αξία της οποίας θα μετρηθεί από το μέγεθος των εμποδίων που αντιμετωπίζει στη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια και που ορθώνουν, ορθολογικά από την πλευρά τους, οι δυνάμεις αναπαραγωγής της υφιστάμενης κατάστασης που αναλύονται και περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο. Εμπόδια που θα αναδείξουν τους μεταρρυθμιστές ως ιστορικά σημαντικά πρόσωπα ακριβώς λόγω του μεγέθους των υφιστάμενων δυσκολιών. Εμπόδια που περιλαμβάνουν και τον πειρασμό διατήρησης του υφιστάμενου σχεδιασμού του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, ο οποίος επιτρέπει την χωρίς ουσιαστικό έλεγχο άσκηση της εξουσίας. Η αλλαγή αυτού του σχεδιασμού θα απαιτήσει μια πολιτική ελίτ η οποία θα συνειδητοποιήσει ότι δεν αρκεί η προσπάθεια εφαρμογής των υφιστάμενων παραμορφωτικών νόμων, αλλά την ίδια ώρα οι δημοκρατικές πεποιθήσεις της θα είναι τόσο ισχυρές ώστε να μειώσει η ίδια το εύρος και την έκταση των εξουσιών της, εισάγοντας στη δημοκρατία μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας και εξισορροπήσεων που απουσιάζουν σήμερα. Μηχανισμούς που θα βελτιώσουν την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της δημοκρατίας και η εισαγωγή των οποίων θα τους κατατάξει ανάμεσα στις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες στην ιστορία της Ελλάδας, ενώ θα αποδείξει ότι διαθέτουν πολιτικό μεγαλείο με αξιοθαύμαστα και σπάνια χαρίσματα.

    Η έλλειψη σε αυτό το βιβλίο συγκεκριμένων αναφορών σε θέματα μακροοικονομικής πολιτικής δεν είναι τυχαία. Αφενός είναι γεγονός ότι πλέον κάποια από τα βασικά εργαλεία άσκησής της, όπως η νομισματική και η συναλλαγματική πολιτική, έχουν πάψει να υφίστανται για τη χώρα μας μετά την ένταξη στην Ο.Ν.Ε. αλλά και το άλλο παραδοσιακό εργαλείο μακροοικονομικής πολιτικής, αυτό της δημοσιονομικής πολιτικής, στην πράξη δεν μπορεί πλέον να αξιοποιηθεί με κάποια αξιόλογη ευελιξία. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο λόγω των περιορισμών που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά κυρίως λόγω των περιορισμών που θέτει η πραγματικότητα του υψηλού χρέους, των μη διατηρήσιμων ελλειμμάτων και των αναμενόμενων μελλοντικών συνεπειών της συνδυασμένης γήρανσης του πληθυσμού και της μη ανταποδοτικής δομής του ασφαλιστικού μας συστήματος. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να λύσει τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας μέσω της άσκησης παραδοσιακής μακροοικονομικής πολιτικής, κάτι που ήδη πριν από είκοσι χρόνια συμπέρανε ο Γ. Σπράος (Σπράος, 1997) στην εξαιρετική ανάλυσή του που κατέγραφε προφητικά την διαιώνιση των, τότε ήδη εκκολαπτόμενων νέων αλλά και παγιωμένων από παλαιότερα, προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.

    Στρέψαμε λοιπόν τις δυνάμεις μας στην αναζήτηση νέων βαθμών ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής ώστε να καταστεί δυνατή η λύση της εξίσωσης των προβλημάτων της χώρας. Εντοπίσαμε την ευκαιρία για την αναζήτηση αυτών των βαθμών ελευθερίας στο κεφάλαιο το οποίο λαμβάνει την μικρότερη έκταση στην ανάλυση του καθηγητή Σπράου, την απασχόληση και τον καθρέφτη αυτής στην οικονομία, την ανταγωνιστικότητα. Η όλη ανάλυσή μας συνεπώς στρέφεται σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας χωρίς μάλιστα να απαιτείται μείωση αποδοχών ή της απασχόλησης – αλλά το αντίθετο. Μεταρρυθμίσεις λοιπόν που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και παράλληλα θα αυξήσουν την ικανότητα της οικονομίας να απασχολεί και να αμείβει τους εργαζόμενους καλύτερα – και άρα και τη φορολογητέα κατανάλωση και τα φορολογητέα εισοδήματα. Μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει σε άλλες χώρες και έχουν δείξει ότι μπορούν να προσφέρουν αυτά τα οφέλη μαζί με την ταυτόχρονη αύξηση των επιχειρηματικών ευκαιριών, και άρα και των φορολογητέων κερδών ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο τη δημιουργία φορολογητέας ύλης. Εντέλει, άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής μέσω μικροοικονομικών παρεμβάσεων.

    Αναγνωρίζουμε ότι δεν έχει νόημα να συζητάει κανείς για μεταρρυθμίσεις οι οποίες δεν μπορούν να προωθηθούν από το ισχύον θεσμικό περιβάλλον και το πολιτικό σύστημα όπως αυτό λειτουργεί στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην ανάλυση αυτού του θεσμικού περιβάλλοντος, ώστε να καταγραφούν και οι μηχανισμοί εκείνοι που εμποδίζουν σήμερα τη διεύρυνση των βαθμών ελευθερίας της πολιτικής με την άσκηση «μεταρρυθμιστικής» πολιτικής, αντί της παραδοσιακής μακροοικονομικής πολιτικής, που, μόνη, φαίνεται να μπορεί να δώσει διέξοδο στα υφιστάμενα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της χώρας. Έτσι η ανάλυσή μας δεν δείχνει μόνο τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων για τη χώρα, αλλά παρέχει και έναν χάρτη του πλέγματος των αντιδράσεων που ορθώνονται στον πραγματικό μεταρρυθμιστή πολιτικό, με την ελπίδα να του φανεί χρήσιμος στην αντιμετώπιση των αντιδράσεων και στην αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας.

    Ειδικώς, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού, επιχειρείται μια οικονομική ανάλυση της διαφθοράς στην πολιτική αγορά. Ανάλυση του μηχανισμού βάση του οποίου το πολιτικό σύστημα σήμερα κλείνει τις αγορές δημιουργώντας πρόσοδο την οποία στη συνέχεια διανέμει, ανάλογα με τις προσφορές, σε πολιτική υποστήριξη ή και διαφθορά που του προσφέρουν τα συναλλασσόμενα μέρη. Στο τρίτο κεφάλαιο, αναλύεται το πώς η πραγματικότητα που περιγράφει το δεύτερο κεφάλαιο πλαισιώνει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας κυρίως, και φυσικά μέσω αυτής σε όλη την οικονομία, την κοινωνία, αλλά και την πραγματικότητα της ελληνικής επιχείρησης σε σχέση με την ευρωπαϊκή επιχείρηση. Αποσαφηνίζονται στο κεφάλαιο αυτό προκαταλήψεις σχετικά με την ρύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά και μεταξύ των άλλων την κερδοφορία και αποδοτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Προκαταλήψεις που όσο επικρατούν συνεισφέρουν στην αναπαραγωγή της υφιστάμενης κατάστασης και δεν επιτρέπουν την άσκηση ρεαλιστικών και αποτελεσματικών πολιτικών.

    Από το τέταρτο κεφάλαιο ξεκινά το δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου δίνεται έμφαση στον οικονομικό πραγματισμό. Το μέρος αυτό επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα που συνήθως χωρίζει την ακαδημαϊκή ανάλυση από τη διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων οι οποίες μπορεί να έχουν πρακτική χρησιμότητα και να είναι ρεαλιστικές στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Επιχειρεί επίσης να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ανάλυσης και της τεκμηρίωσης, ως απαραίτητες προϋποθέσεις του πραγματισμού, καθώς σήμερα η ανάλυση που πραγματοποιείται στο δημόσιο διάλογο συχνά καταλήγει σε προτάσεις που έχουν ένα γενικό, σχεδόν ευχητήριο, χαρακτήρα συχνά λόγω της ατολμίας να αναφερθούν συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες προκαλούν τις αντιδράσεις των οργανωμένων και ισχυρών προσοδοθηρικών συμφερόντων. Στα κεφάλαια του δεύτερου μέρους επεκτείνουμε την ανάλυση και πέρα από ζητήματα που εξετάσαμε στο προηγούμενο βιβλίο, όπως η αποδοτικότητα της δικαιοσύνης και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και επεξεργαζόμαστε νέα, συγκεκριμένα, θέματα και πεδία όπως η ρύθμιση της κτηματαγοράς, η διαμόρφωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων, ο αναγκαίος εξορθολογισμός και η απελευθέρωση στις μεταφορές. Διερευνούμε ακόμα και την αγορά της θρησκείας. Έμφαση δίδεται επίσης στον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και για πρόσβαση στις δυνατότητες που πρέπει να εξασφαλίζει ένα ανοιχτό σύστημα. Επιπλέον η ενασχόληση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση μας επιτρέπει τη σύγκριση του εκπαιδευτικού συστήματος με το γενικότερο μηχανισμό διανομής προσόδου στο κλειστό σύστημα αδύναμων θεσμών που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας. Επιπροσθέτως αποτελεί, ενδεικτικό παράδειγμα το πώς η αλλαγή των κινήτρων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και που διαμορφώνεται από τους θεσμούς και τους «κανόνες του παιχνιδιού», τελικά μπορεί να διαμορφώσει και τη βέλτιστη ατομική συμπεριφορά όλων μας.

    Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο θίγουμε με συντομία πρωτότυπα ζητήματα τα οποία έχουν αποκτήσει στενή πλέον σχέση με την οικονομία, αλλά και, κατά την εκτίμησή μας, πρόκειται στο μέλλον να απασχολήσουν έντονα τις δημόσιες πολιτικές, όπως η οικονομία της παραβατικότητας και της ασφάλειας, η οικονομική της παχυσαρκίας των πολιτών, η κοινωνική πρόληψη και οι συνέπειες των φυσικών καταστροφών, η σημασία του περιβάλλοντος, η αξία του κοινωνικού και συλλογικού κεφαλαίου, αλλά και η αξία της ανακάλυψης, και τα οικονομικά κίνητρα, της οικονομίας του δημόσιου χώρου.

    Aναφορές

    Alpha Bank

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1