Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο
Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο
Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο
Ebook574 pages6 hours

Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Οι νέες μορφές τεχνολογίας επιβάλλουν την αναδόμηση των οργανώσεων, προκειμένου οι τελευταίες να επιβιώσουν. Επίσης, η τεχνολογία επηρεάζει το δρων υποκείμενο της οργάνωσης υπό την έννοια ότι, αν και αποτελεί το μέσον για την επίτευξη των οργανωσιακών στόχων, μπορεί να καθορίζει την εμβέλεια αυτών των στόχων, καθώς και τις πιθανότητες επίτευξής τους. Η προσέγγιση αυτή της τεχνολογίας ως μιας οικονομικής και κοινωνικής δύναμης αναγνωρίζει ότι η τεχνολογία είναι σημαντική για την καινοτομία, η οποία θεωρείται ως η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής. Η τεχνολογία, δηλαδή, δεν είναι μόνο ένας εξωτερικός παράγοντας της παραγωγής για οικονομική εκμετάλλευση, αλλά μάλλον μια διαδικασία η οποία επιτρέπει την επιβίωση και μια ελεγχόμενη και εκμεταλλεύσιμη
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 1, 2023
ISBN9789600229660
Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο

Related to Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο

Related ebooks

Reviews for Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το οργανωτικό φαινόμενο στο διαδίκτυο - Δημοσθένης Δασκαλάκης Ι

    Daskalaki_Organwtiko_FCV.jpg

    ISBN 978-960-02-2966-0

    Copyright © 2013. Eκδόσεις Παπαζήση A.E.B.E.

    Nικηταρά 2 & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Aθήνα

    Tηλ.: 210-38.22.496, 210-38.38.020

    Fax: 210-38.09.150

    site: www.papazisi.gr

    e-mail: papazisi@otenet.gr

    ΓPAΦIKEΣ TEXNEΣ «ΓPAMMA»

    Δακτυλογράφηση, Σελιδοποίηση

    Ψηφιοποίηση βιβλίων, Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες

    Zωοδόχου Πηγής 31, 106 81 Aθήνα

    Tηλ.: 210 38.07.703

    ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Π. BEPBATHΣ & ΣIA E.E.

    Aγ. Παντελεήμονος 15, 122 41 Aιγάλεω

    Tηλ.: 210 57.44.374, Fax: 210 34.50.197

    ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ –

    KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. ΦΑΣΟΥΛΗΣ

    ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

    ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

    29640.png ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

    ΑΘΗΝΑ 2013

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Ένας πρόλογος σε έργο επιστημονικού χαρακτήρα δεν είναι συνόψιση περιεχομένου όπως πολλοί πιστεύουν.

    Πρέπει να είναι εντοπισμός της σημασίας και της σημαντικότητας του έργου, καθώς και της αναγκαιότητας της έκδοσής του στο πλαίσιο της υφιστάμενης σχετικής βιβλιογραφίας.

    Το ανά χείρας βιβλίο καλύπτει ένα σοβαρότατο κενό σε έναν τομέα που εξελίσσεται ραγδαία και αναφέρεται στο δίπτυχο οργάνωση - πληροφορική. Κατά μείζονα λόγο η έκδοσή του είναι αναγκαία σε μια χώρα, όπως η δική μας όπου οι επιχειρήσεις και γενικότερα οι οργανισμοί πάσχουν βαθύτατα από οργανωτικές αδυναμίες και ανικανότητα αξιοποίησης των τεράστιων δυνατοτήτων, που προσφέρει η ανάπτυξη της πληροφορικής. Ανεξάρτητα από το εάν η εξέλιξη της σύγχρονης πληροφορικής είναι σε μεγάλο βαθμό μετεξέλιξη σταδίων, που προηγήθηκαν και δοκιμάστηκαν, εμφανίζει νέες, καινοτόμες, πλευρές οι οποίες κυριολεκτικά ανατρέπουν τα μέχρι τούδε δεδομένα.

    Ορθά χρησιμοποιείται ο όρος «δυνητική οργάνωση» για να περιγραφεί η εμβέλεια των δυνατοτήτων, που παρέχει η σύγχρονη πληροφορική καθ’ υπέρβαση ενός στενά νοούμενου χωρο-χρονικού πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων και γενικότερα των οργανώσεων.

    Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι με τη βοήθεια ενός τεράστιου πλέγματος πληροφοριών, αναζητούνται οι μορφές εκείνες οργάνωσης και διοίκησης, που έχουν καθολικό, δηλαδή δια-χωρικό και διαχρονικό χαρακτήρα.

    Πληροφορίες, που αφορούν στο εργατικό δυναμικό, τον τεχνικό οπλισμό, την κλίμακα της αυτοματοποίησης, τα στοιχεία ποιοτικού ελέγχου του προϊόντος, τις μεταφορικές δυνατότητες, τις χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες, τους όρους και το κόστος διαφήμισης και προβολής των παραγομένων αγαθών, τις συνθήκες των επιμέρους και της παγκόσμιας αγοράς κ.ο.κ. εξετάζονται συνδυαστικά και συνθετικά για να οδηγήσουν στα άριστα δυνατά οργανωτικά μορφώματα.

    Με τι στόχο; Την ελαχιστοποίηση του κόστους και τη μεγιστοποίηση του κέρδους, που διέπει τη λογική της καλούμενης «ελεύθερης συναλλακτικής οικονομίας».

    Είναι προφανές ότι η χρήση των υπολογιστών και το διαδίκτυο δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επιδίωξη «δυνητικής οργάνωσης» όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν άκρως εξειδικευμένοι τεχνοκράτες, που χειρίζονται τα μέσα αυτά. Πρόκειται τελικά για την τεχνοκρατική όψη της παγκοσμιοποίησης.

    * * *

    Ασφαλώς δεν «ανακαλύπτεται» σήμερα η σημασία της πληροφορίας. Ήδη ο περίφημος κινέζος θεωρητικός του πολέμου Σούν-Τσού υπογράμμιζε πριν από πάνω από χίλια χρόνια τη σημασία της πληροφόρησης για την έκβαση των διακρατικών αναμετρήσεων, όχι μόνο των πολεμικών, αλλά και των πολιτικών. Ανάλογα μπορούμε να επισημάνουμε για την άντληση και την αξιοποίηση της πληροφορίας ως τακτικού και στρατηγικού -επιθετικού ή αμυντικού- μέσου σε όλες τις ανεξαίρετα τις πολιτικο-στρατιωτικές αντιπαραθέσεις στην παγκόσμια ιστορία.

    Όμως εδώ πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για έναν τύπο κοινωνικής διοργάνωσης, που έρχεται να ελέγξει, να κατευθύνει και να κατακυριεύσει όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής και –κατά συνέπεια– την ίδια της υπόσταση του σύγχρονου ανθρώπου.

    Το ερώτημα, που τίθεται -και εδώ πλέον ο συγγραφέας αυτών των γραμμών εκφράζει τις προσωπικές του «ενστάσεις»- είναι κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό και επιθυμητό.

    Σαφώς δεν μπορεί κανείς να έχει αντίρρηση στην αναζήτηση τέλειων και κατά τούτο «ιδανικών» οργανωτικών λύσεων με την αξιοποίηση του πλέγματος των διαθέσιμων πληροφοριών. Όμως το πράγμα είναι περισσότερο πολύπλοκο απ’ ότι φαίνεται σε μια πρώτη προσέγγιση:

    Πρώτον, διότι δεν λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής του φυσικού απροόπτου, όπως είναι σεισμοί, καταποντισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις, κ.λπ.,

    Δεύτερον, διότι αγνοείται το πολιτικό απρόοπτο, όπως είναι επαναστάσεις και κοινωνικές αναταραχές, πολεμικές συγκρούσεις, μετατοπίσεις στις ζώνες πολιτικο-στρατιωτικής επιρροής κ.ο.κ.,

    Τρίτον, διότι παραγνωρίζεται η σημαντικότητα των διαφορών επιπέδου ανάπτυξης και υπαρχουσών υποδομών όσον αφορά το χώρο εγκατάστασης των επιχειρήσεων, που είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία τους,

    Τέταρτον, διότι υπολαμβάνεται ότι το ανθρώπινο ον δρα απόλυτα λογικά, το οποίο είναι λαθεμένο,

    Πέμπτον, διότι δεν εξετάζονται οι επιπτώσεις της εκάστοτε γενικότερης οικονομικής συγκυρίας και τα συνδεδεμένα μαζί της φαινόμενα των κυκλικών διακυμάνσεων.

    * * *

    Αυτή είναι η μια πλευρά των ενστάσεων. Η δεύτερη αναφέρεται στα ακόλουθα:

    Πρώτον, η τεχνοκρατική λογική που διέπει την οργανωτική αυτή προσέγγιση μεταβάλλει τον άνθρωπο σε υποχείριο των μέσων που χρησιμοποιεί, που σημαίνει πρακτικά

    Δεύτερον, ότι εξαλείφεται το στοιχείο της δημιουργικής φαντασίας και ότι δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος γι’ αυτό, που ο Πέτερ Σούμπετερ αποκαλούσε «δημιουργική ανανέωση» (creative innovation). Όμως, ότι πραγματικά ρηξικέλευθο και ανατρεπτικό έγινε και στην περιοχή του «οργανωτικού φαινομένου» έγινε από καινοτόμες νοηματοποιήσεις ατόμων, που ξεπέρασαν τα σύνορα του υφισταμένου.

    Τρίτον, ο συντελεστής της αλλοτρίωσης, για τον οποίο τόσα συγκλονιστικά όσον αφορά την καπιταλιστική παραγωγή έχει γράψει ο Καρλ Μάρξ, ο Γκέοργκ Λούκατς κ.ά., με το είδος αυτό της οργανωτικής προσέγγισης αυξάνεται κάθετα και η προοπτική της εργασίας ως της κατεξοχήν περιοχής αυτοπραγμάτωσης και ολοκλήρωσης του ανθρώπου απομακρύνεται οριστικά,

    Τέταρτον, τα όσα περίφημα πειράματα του Elton Mayo και τα όσα περί της δυναμικής των ομάδων εκεί κατεδείχθησαν, απέδειξαν ότι, ο άνθρωπος αποδίδει μόνο εφόσον αντιμετωπίζεται ως πρόσωπο και όχι ως γρανάζι ενός μηχανικού συμπλέγματος απρόσωπων λειτουργιών.

    Αντίθετα αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο η «δυνητική οργάνωση», η οποία τον καθηλώνει ως απλό δέκτη εντολών στο εργασιακό επίπεδο και τον παθητικοποιεί - σε επίπεδο καθημερινής ζωής μέσω της κατάχρησης των υπολογιστών και του διαδικτύου.

    Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος δημιουργεί μια μειοδοτική εικόνα για τον εαυτό του, όπως έχουν αποδείξει οι σύγχρονες κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες.

    * * *

    Οι ενστάσεις μου αυτές δεν αποτρέπουν, αλλά επιβάλλουν την μελέτη του ανά χείρας βιβλίου. Απλά περιχαρακώνουν το πρόβλημα για να προστατεύσουν την αντιμετώπισή του από την τεχνοκρατική φρενίτιδα, από την οποία πάσχει αθεράπευτα η σύγχρονη αμερικανική επιστήμη.

    Σαφώς, η αναζήτηση του μελλοντικού προϋποθέτει και τη σύλληψη «εικονικών πραγματικοτήτων» και τη χρησιμοποίηση υποδειγμάτων (μοντέλων). Ως ερευνητικών εργαλείων, όμως, όχι αντί πραγματικότητας.

    Καθηγητής Βασίλης Φίλιας

    Οκτώβριος 2013

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Η μελέτη του οργανωτικού φαινομένου

    Οι δυσχέρειες που ανακύπτουν στην προσπάθεια κατανόησης και προσδιορισμού με σαφήνεια και ακρίβεια της έννοιας της οργάνωσης, οι οποίες απορρέουν από το πολυσήμαντο αυτής και την ποικιλομορφία¹ που παρατηρείται στη χρήση του όρου, εξηγούνται εάν αναλογισθεί κανείς την ποικιλία των μορφών που προσλαμβάνει η θεμελιώδης για τον άνθρωπο ομαδική συνύπαρξη, καθώς και το γεγονός ότι αυτή η τελευταία καθίσταται δυνατή μόνο μέσω της κοινωνικής οργάνωσης. Βασικό χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας αλλά και κατηγορία που καθιστά εφικτή την κατανόηση της πορείας της, αποτελούν οι ομαδοποιήσεις και οι οργανώσεις, από τις οποίες οι άνθρωποι προσδιορίζονται καθοριστικά, έστω και αν αυτό συμβαίνει με τρόπο ασυνείδητο ή λανθάνοντα, καθώς όλοι γεννιούνται, αναπτύσσονται, υπάρχουν και δρουν μέσα σε αυτές. Το γεγονός, ωστόσο, οτι μέσω των οργανώσεων συντελείται η συλλογική δράση αλλά και διαμεσολαβείται η επιρροή μεταξύ ατόμων και ευρύτερης κοινωνίας², καθώς επίσης και το ότι στην «οργανωτική» κοινωνία μας ελάχιστες πλέον πτυχές δεν αφορούν στοιχεία οργανωτικά³, αποτελούν διαπιστώσεις και παραδοχές αποκαλυπτικές της σημασίας των οργανώσεων και του χαρακτήρα τους ως θεμελιωδών δομικών στοιχείων των μοντέρνων κοινωνιών και πολιτισμών.

    Αντίστοιχα προβλήματα εγείρονται στην προσπάθεια διατύπωσης και ενός γενικά αποδεκτού ορισμού, τα οποία εύλογα απορρέουν από το γεγονός ότι ο όρος «οργάνωση» καλύπτει πλήθος διαφορετικών μεταξύ τους κοινωνικών μορφωμάτων ή κατασκευών, όπως μία επιχείρηση, μία συνδικαλιστική οργάνωση, ένα σχολείο, μία φυλακή, ένα πολιτικό κόμμα. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι ο ορισμός της, προκειμένου να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές της, θα πρέπει, εστιάζοντας μόνο σε ορισμένα γενικά, κοινά, βασικά χαρακτηριστικά τους, να κινείται σε ένα γενικό και αφηρημένο επίπεδο⁴. Ο όρος οργάνωση⁵ αναφέρεται τόσο στην ενέργεια του «οργανώνειν» και στο αποτέλεσμα αυτής όσο και στον ίδιο τον οργανισμό στο σύνολό του⁶. Σύμφωνα με έναν απλό ορισμό, ο οποίος εστιάζει στις κοινωνικές διεργασίες γένεσης και διατήρησης των οργανώσεων, αυτές αποτελούν κοινωνικά κατασκευασμένα συστήματα ανθρώπινης δραστηριότητας, προσανατολισμένα σε στόχους και διαρκώς οριοθετούμενα⁷. Ασφαλώς, μπορούν να επιστρατευθούν και άλλα κριτήρια, όπως η ύπαρξη δομών, εξουσίας ή ο «εμπρόθετος» σχεδιασμός. Όμως αυτά, στην ουσία, μάλλον απορρέουν από τις προαναφερόμενες διαδικασίες που είναι κρίσιμης σημασίας, και απλά συμβάλλουν στην διάκριση των οργανώσεων από άλλες κοινωνικές ομαδοποιήσεις, όπως η οικογένεια ή οι φιλικές παρέες. Ενώ στα κοινωνικά μορφώματα που καλούνται οργανώσεις υπάρχουν συμμετέχοντες, οι σχέσεις μεταξύ των οποίων διαρθρώνονται με συγκεκριμένο τρόπο, κατά κανόνα ορθολογικό, με προσανατολισμό την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών ή στόχων⁸.

    Μπορεί να υποστηριχθεί ότι καταγράφονται παραδοσιακά δύο βασικές γραμμές σκέψης στη μελέτη των οργανωτικών φαινομένων⁹. Οι Marx, Weber και Michels, μέσα από ευρύτερες προσεγγίσεις συνολικά για την κοινωνία, επικεντρώνονται κυρίως στην επίδραση της γραφειοκρατίας, ως μίας ειδικής μορφής οργάνωσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, στην κοινωνική δομή της εξουσίας¹⁰. Μολονότι η έννοια της γραφειοκρατίας αποκτά διαφορετική διάσταση και προσανατολισμό σε καθένα από τους παραπάνω θεωρητικούς, ο βασικός άξονας και η οπτική μελέτης της οργάνωσης, των χαρακτηριστικών και των λειτουργιών της είναι κοινός. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα προβλήματα και η φύση των μεγάλων οργανώσεων, ενώ υπό το πρίσμα μιας μακρο-κοινωνιολογικής ανάλυσης εξετάζεται και η επιρροή αυτών στην κοινωνία. Η θεωρία, και ιδίως ο ιδεότυπος της γραφειοκρατίας, του Max Weber ήταν όμως αυτό που έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη πλήθους θεωριών για το οργανωτικό φαινόμενο. Την δεύτερη παράδοση στο χώρο εγκαινίασαν η προσέγγιση του Taylor και το κίνημα της επιστημονικής διοίκησης. Υπό το πρίσμα αυτών των απόψεων, στο επίκεντρο της μελέτης των οργανωτικών φαινομένων τίθεται το άτομο και η επίλυση πρακτικών καθημερινών προβλημάτων, γεγονός το οποίο επένδυσε τον πυρήνα της οργανωτικής θεωρίας κατά την περίοδο αυτή με βαθύτατα εμπειρικό χαρακτήρα¹¹. Η μονάδα ανάλυσης είναι ο εργαζόμενος και οι δραστηριότητές του, οι οποίες πρέπει να εκλογικευτούν για να μεγιστοποιηθεί η παραγωγικότητα. Στόχος των θεωρητικών που ακολουθούν αυτήν την προσέγγιση, όπως και του Fayol, ήταν να προσδιορίσουν ένα σύνολο γενικών αρχών για τον τρόπο ίδρυσης και αποτελεσματικής λειτουργίας μιας οργάνωσης. Στην ίδια γραμμή σκέψης τοποθετούνται και προσεγγίσεις που υιοθετούν έναν πιο εμπειρικό και κοινωνιοψυχολογικό προσανατολισμό, όπως η σχολή των ανθρωπίνων σχέσεων και η προσέγγιση που μελετά τη λήψη των αποφάσεων. Σε αυτήν την περίπτωση το επίκεντρο είναι η επίδραση της οργανωτικής δομής σε διάφορες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς¹². Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μεταγενέστερες θεωρητικές προσεγγίσεις παρατηρείται μια προσπάθεια συγκερασμού των δύο μεγάλων παραδόσεων. Σε αυτές ενσωματώνονται στοιχεία τόσο από την πρώτη, τη θεωρία της γραφειοκρατίας, όσο και από τη δεύτερη, αυτή της «διαχειρισιολογικής» προσέγγισης¹³.

    Η σύγχρονη εποχή έχει χαρακτηριστεί ως το «τρίτο κύμα» του πολιτισμού, του οποίου ο ακρογωνιαίος λίθος είναι η πληροφορία και η γνώση¹⁴. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η θέση της ανθρωπότητας τριχοτομείται σε τρεις εν δυνάμει συγκρουόμενους πολιτισμούς: το «πρώτο κύμα», το οποίο εμφανίζεται πριν από δέκα περίπου χιλιάδες χρόνια ως αποτέλεσμα της γεωργικής επανάστασης, το «δεύτερο κύμα», το οποίο συνδέεται με την βιομηχανική επανάσταση και κατά το οποίο εισάγεται, μεταξύ άλλων, η μαζική παραγωγή και κατανάλωση και το «τρίτο κύμα», το οποίο συνδέεται με την νέα τεχνολογική επανάσταση που συντελέστηκε και χαρακτηρίζεται από μια γενικότερη «απο-μαζικοποίηση». Το «τρίτο κύμα» εγείρεται τη δεκαετία του 1950, επιταχύνεται είκοσι χρόνια αργότερα ενώ ο μετασχηματισμός της οικονομίας, της αγοράς εργασίας, της οικογένειας, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών δομών γενικότερα, που επιφέρει, είναι μια διαδικασία η οποία απέχει πολύ ακόμα από το να ολοκληρωθεί¹⁵. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η ανθρωπότητα διανύει μια μεταβατική περίοδο προς ένα νέο στάδιο του πολιτισμού, μια μετάβαση, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε κατά το πέρασμα από την αγροτική στην βιομηχανική κοινωνία. Σε αυτήν τη μετάβαση οι νέες τεχνολογίες¹⁶, οι υπολογιστές και οι τηλεπικοινωνίες, διαδραματίζουν ένα ρόλο ισοδύναμο με αυτόν της ατμομηχανής ή του σιδηρόδρομου κατά τον 19ο αιώνα. Με άλλα λόγια η όλη αναφορά σχετίζεται με την ιδέα της μετάβασης στην κοινωνία της πληροφορίας, που χαρακτηρίζει την μεταμοντέρνα εποχή μας, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι εφικτή χάρη στην πληροφορία και την επικοινωνία¹⁷.

    Και μπορεί, βέβαια, αυτή η προσέγγιση να διαπνέεται από την ιδέα ενός ισχυρότατου τεχνολογικού ντετερμινισμού¹⁸, αλλά από την άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι πολλοί συγκεκριμένοι τρόποι, που χρησιμοποιούνταν για να γίνονται ορισμένες δραστηριότητες ή εργασίες στους οργανισμούς ή για να παρέχονται κάποιες υπηρεσίες από αυτούς, επηρεάστηκαν καθοριστικά από την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας. Πολλοί, ωστόσο, θεωρητικοί απορρίπτοντας έναν τέτοιου είδους ντετερμινισμό τείνουν μάλλον να αποδίδουν για την ερμηνεία των σύγχρονων αυτών εξελίξεων περισσότερη σημασία στην αλληλεπίδραση μεταξύ πρώτον, των συλλογικών πρακτικών δεξιοτήτων και γνώσεων, δεύτερον, των επιστημονικών καινοτομιών και τεχνικών εφαρμογών και, τρίτον, των πολιτικών αποφάσεων όσον αφορά την διαμόρφωση και την ρύθμιση των όρων για την επίτευξη παραγωγικής εργασίας και αναγκαίων υπηρεσιών. Για παράδειγμα, καινοτομίες σχετικές με το υλικό των υπολογιστών¹⁹ ή με το λογισμικό των υπολογιστών²⁰ και γενικά με τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας είχαν αναπτυχθεί και ήταν διαθέσιμες ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, μόλις στην αφετηρία της σύγχρονης φάσης της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, και ειδικότερα μετά το 1990, η νέα τεχνολογία ενεργοποιήθηκε πλήρως αναλαμβάνοντας πλέον το βάρος μίας πιθανής ιστορικής ευκαιρίας

    ²¹.

    Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σταδιακά, το τοπίο στην οργανωτική θεωρία και τη μελέτη των οργανωτικών φαινομένων άρχισε να αλλάζει λόγω της νέας τάξης πραγμάτων που άρχισε να διαμορφώνεται στην κοινωνία και της ανάδυσης ενός νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Ο καθοριστικός παράγοντας για όλες αυτές τις δραματικές αλλαγές που σημειώθηκαν, οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν αλλά συνεχίζουν να συντελούνται, ήταν η διάδοση των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας και η εισαγωγή τους στον κόσμο των επιχειρήσεων. Ο τρόπος που οι άνθρωποι εργάζονται άλλαξε και παράλληλα άλλαξε και η στρατηγική των επιχειρήσεων²². Η μαζική παραγωγή και η γραφειοκρατική δομή και τυποποίηση δεν ήταν πια το αίτημα. Η πρωτοκαθεδρία μάλιστα της έννοιας της ευελιξίας στη δεκαετία του 1990 «αποκαθήλωσε» οριστικά τη γραφειοκρατία²³. Άρχισαν, συνεπώς, να αναδύονται άλλοι όροι και προσανατολισμοί και στην οργανωτική θεωρία, προκειμένου να περιγραφεί και να ερμηνευτεί αυτή η νέα πραγματικότητα. Αυτή η μετάβαση και ο νέος προσανατολισμός, που χαρακτηρίστηκε ως μετανεωτερικός, κρίθηκε απαραίτητος και για την οργανωτική πρακτική, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να διασφαλιστεί όχι μόνο η ευημερία αλλά κυρίως και πρωτίστως η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων²⁴. Με την τεχνολογία της πληροφορίας, που αλλάζει με τόσο γρήγορους ρυθμούς και οδηγεί τις επιχειρήσεις να επανατοποθετούνται προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της νέας οικονομίας, συντελέσθηκε η μετάβαση από την παραδοσιακή, γραφειοκρατική ή αλλιώς βιομηχανική οργάνωση στη μετα-γραφειοκρατική ή αλλιώς μεταβιομηχανική οργάνωση. Μάλιστα, αυτή η ραγδαία εξάπλωση των νέων τεχνολογιών και ο μετασχηματισμός τους από λειτουργικό βοηθητικό εργαλείο σε βασικό στρατηγικό όπλο που παρατηρείται στη μεταβιομηχανική κοινωνία, οδήγησε στην εμφάνιση ακόμη και δυνητικών οργανώσεων

    ²⁵.

    Σε αυτήν τη νέα διαδικτυακή εποχή, όπου οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις αλλάζουν στρατηγική για να προσαρμοστούν στις ανάγκες της νέας αγοράς, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι και η δημιουργία μιας οργανωτικής κουλτούρας που θα στηρίζει αυτήν τη νέα στρατηγική. Η κουλτούρα ενός οργανισμού αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της υποδομής του, που είτε τον βοηθά να ακολουθήσει την κατεύθυνση που έχει θέσει, είτε του δημιουργεί εμπόδια²⁶. Αυτός είναι και ο λόγος που το ζήτημα της κουλτούρας έχει απασχολήσει τους θεωρητικούς των οργανώσεων ήδη εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες²⁷, οπότε εκδηλώθηκε ένα έντονο ξαφνικό ενδιαφέρον για την οργανωτική κουλτούρα. Τα θεμέλια, όμως, για τη μελέτη των σχετικών με την κουλτούρα θεμάτων είχαν τεθεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα με τις θέσεις των θεωρητικών της σχολής των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίοι είχαν θέσει στο επίκεντρο της έρευνάς τους την άτυπη οργάνωση²⁸. Η οργανωτική κουλτούρα αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητα ένα από τα βασικότερα ερευνητικά ενδιαφέροντα όσων ασχολούνται με την οργάνωση²⁹, καθώς είναι γεγονός ότι τόσο οι θεωρητικοί της οργάνωσης όσο και οι υπέρμαχοι της διοικητικής επιστήμης εστίασαν για διαφορετικούς λόγους το ενδιαφέρον τους στη μελέτη της οργανωτικής κουλτούρας, θεωρώντας αυτήν ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα της οργανωτικής πραγματικότητας.

    Η όποια αναφορά σήμερα στις νέες τεχνολογίες υπονοεί και συμπεριλαμβάνει -πέραν από τα υπολογιστικά συστήματα και την σύγχρονη εξέλιξη των ψηφιακών τεχνολογιών- και τις τηλεπικοινωνίες, οι οποίες αρχικά πρωτοεμφανίστηκαν κατά την δεκαετία του 1940 και τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκαν, αφού συνδυάσθηκαν με τους τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους και με το διαδίκτυο. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη των οπτικών ινών και τη χρήση τους στις τηλεπικοινωνίες, ξεπεράστηκε και ο περιορισμός του εύρους διαμετακόμισης δεδομένων. Με όλες αυτές τις δυνατότητες, τις οποίες πλέον παρέχουν οι νέες τεχνολογίες, καθώς και με τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην ευρύτερη παγκοσμιοποιημένη οικονομία το τέλος της βιομηχανικής οργάνωσης είναι προ των πυλών, για να αναδυθεί η μεταβιομηχανική ή -όπως αλλιώς λέγεται- η μετα-γραφειοκρατική οργάνωση³⁰. Το τρίπτυχο μαζική παραγωγή, κατανάλωση και απασχόληση, που χαρακτήριζε το φορντισμό³¹ και τη βιομηχανική περίοδο, δεν εκφράζει τη νέα πραγματικότητα, εφόσον πλέον αυτή το έχει υπερβεί³². Αντίθετα, υπάρχει ανάγκη στις επιχειρήσεις για «λιτή παραγωγή»³³, διαφοροποίηση προϊόντων³⁴ και διεθνοποίηση των αγορών.

    Μετά την γραφειοκρατία

    Η οργανωτική θεωρία είναι ένα δημιούργημα της νεωτερικότητας και συγκεκριμένα οφείλεται στον Max Weber και στον τρόπο με τον οποίο αυτός προσδιόρισε την έννοια της γραφειοκρατίας.³⁵ Συνεπώς, όλες οι αλλαγές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στο πεδίο των οργανώσεων, που «αποκαθήλωσαν» οριστικά την έννοια της γραφειοκρατίας, έχουν δημιουργήσει έναν έντονο διάλογο για το τι γίνεται μετά τη νεωτερικότητα, στα πλαίσια αυτού το οποίο ορίζεται ως μετανεωτερικότητα. Πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει ότι η νεωτερικότητα μπορεί να είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος, ενώ άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι έχει δηλαδή επέλθει οριστικά το τέλος της. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νεωτερικής και μετανεωτερικής οργανωτικής θεωρίας αποτελεί ένα από τα καίρια σημεία εξέλιξης της μελέτης των οργανωτικών φαινομένων³⁶.

    Η νεωτερική προσέγγιση βασίζεται σε μια σειρά καθολικών υποθέσεων για το τι συνιστά έναν οργανισμό, οι οποίες χαρακτηρίζουν τις περισσότερες θεωρίες που εγγράφονται σε αυτήν. Αρχικά, οι οργανισμοί γίνονται αντιληπτοί ως οντότητες με καθορισμένα όρια, που διαχωρίζουν τις εσωτερικές από τις εξωτερικές ή περιβαλλοντικές διαδικασίες. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό οι οργανισμοί παρουσιάζονται ως μηχανικά συστήματα³⁷. Μια άλλη βασική υπόθεση αφορά στην έννοια της διαφοροποίησης, που χρησιμοποιείται κυρίως στην οικονομία και αντιστοιχεί σε αυτό το χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, το οποίο αλλιώς αναφέρεται και ως καταμερισμός της εργασίας³⁸. Οι νεωτερικές οργανωτικές θεωρίες, δηλαδή, στηρίζονται στην υπόθεση ότι οι θέσεις, τα καθήκοντα και τα τμήματα μιας οργάνωσης διαφοροποιούνται και διαχωρίζονται με σαφήνεια σε κατηγορίες, ώστε να έχουν νόημα που να ανταποκρίνεται σε πραγματικές δραστηριότητες³⁹. Τέλος, ένα τρίτο σημείο που χαρακτηρίζει τη νεωτερική προσέγγιση είναι ότι οι θεωρητικοί της έχουν κυρίως επηρεαστεί από τον ορθολογισμό. Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα οι οργανισμοί θεωρούνται ως εργαλεία σχεδιασμένα για την επίτευξη καθορισμένων στόχων και οι τυπικές δομές τους ως μέσα για την εξασφάλιση αυτής της επικεντρωμένης στο στόχο συμπεριφοράς τους⁴⁰.

    Η μετανεωτερικότητα, η οποία θεωρείται ότι έχει ένα διττό προσδιορισμό, αρχικά προσδιορίζεται ως μια πολιτισμική μορφή ή κοινωνική περίοδος που ακολουθεί τη νεωτερικότητα, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο προσδιορίζεται ως μια επιστημολογία, ως μια μέθοδος ή ως ένας τρόπος πολιτισμικής παραγωγής που οδηγεί σε μια νέα αντίληψη για το πως βιώνεται και ερμηνεύεται ο κόσμος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, βρίσκεται πέραν της νεωτερικότητας και είναι πολύ σημαντικό σε αυτή την μετά την νεωτερικότητα εποχή να μελετηθούν οι νέοι κοινωνικοί σχηματισμοί που διαμορφώνονται. Και είναι σημαντικό, αφενός γιατί δημιουργούνται νέα δεδομένα στην οργανωτική πραγματικότητα των οποίων απαιτείται η ανάλυση και αφετέρου γιατί κατ’ ακολουθία εγείρονται διάφορα νέα θεμελιώδους σημασίας για την οργανωτική θεωρία ζητήματα τα οποία πρέπει να μελετηθούν⁴¹. Αυτοί οι νέοι κοινωνικοί σχηματισμοί περιλαμβάνουν και τους νέους οργανωτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες και συχνά εκφράζονται με όρους «μετα-γραφειοκρατίας», καθώς οι τελευταίες εμπειρικές εξελίξεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποδεικνύουν ότι τα θεμέλια της γραφειοκρατίας έχουν κλονισθεί⁴². Για παράδειγμα, οι αυξανόμενες προσπάθειες συμμετοχής των εργαζομένων στις οργανωτικές διαδικασίες, η δημιουργία πυκνότερων δικτύων επικοινωνίας που διευκολύνονται από την τεχνολογία της πληροφορίας, το άνοιγμα των οργανωτικών συνόρων και η διάχυση της πληροφορίας ή η αξιοποίηση της ομαδικής εργασίας⁴³ αποτελούν εμπειρικές ενδείξεις ότι οι οργανισμοί έχουν μετασχηματιστεί ριζικά σε σχέση με το παραδοσιακό ή γραφειοκρατικό οργανωτικό μοντέλο, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του δραματικά διαφορετικού περιβάλλοντος το οποίο διαμορφώθηκε.

    Οι οργανωτικές θεωρίες που διαθέτουμε για να κατανοήσουμε την οργανωτική πραγματικότητα θεωρείται ότι είναι στην πλειοψηφία τους εξ ορισμού νεωτερικές. Για το λόγο αυτό επιχειρήθηκε η σκιαγράφηση ενός «μεταγραφειοκρατικού» ιδεότυπου⁴⁴, σε αντιπαραβολή με τον γραφειοκρατικό του Weber⁴⁵, ο οποίος θα περιγράφει αυτήν τη νέα οργανωτική πραγματικότητα⁴⁶. Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, ο «μετα-γραφειοκρατικός» οργανισμός είναι και αυτός ένας ιδεότυπος που προκύπτει από μία σειρά παραδειγμάτων οργανισμών που εμφανίζονται να παραβιάζουν σκόπιμα τις γραφειοκρατικές αρχές⁴⁷. Ως εκ τούτου, αυτή η σκόπιμη καταστρατήγηση των γραφειοκρατικών αρχών από πολλές οργανώσεις ισοδυναμεί με μια μορφή «απο-οργάνωσης» που ακολούθησαν αρκετές επιχειρήσεις, οι οποίες αποφάσισαν να δώσουν έμφαση στην αλληλεπίδραση, τη συνεργασία και την άτυπη δομή⁴⁸. Οι βασικές έννοιες που τονίζει ο Μax Weber είναι ο ορθολογισμός, η υπευθυνότητα και η ιεραρχία. Φαίνεται, όμως, ότι θεμελιώδης έννοια για τον ίδιο τον Weber είναι και η διάκριση του ατόμου από το καθήκον του. Η εργασία καθενός προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του οργανισμού και όχι του ατόμου που την αναλαμβάνει. Κατά συνέπεια, καθοριστικό ζήτημα στα πλαίσια της γραφειοκρατίας είναι ο ορθολογικός προσδιορισμός των καθηκόντων, εφόσον με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η λειτουργία του οργανισμού. Από τον απόλυτο, ωστόσο, αυτό προσδιορισμό των καθηκόντων κάθε μέλους του οργανισμού προκύπτουν και αρκετές ανεπιθύμητες συνέπειες, όπως η μη εκμετάλλευση της ευφυΐας των υπαλλήλων, εφόσον αυτοί πρέπει να περιορίζονται αποκλειστικά στα προκαθορισμένα γι’αυτούς καθήκοντα, η αδυναμία αποτελεσματικού ελέγχου άτυπων πτυχών του οργανισμού, καθώς και η αδυναμία αυτού να εξελιχθεί και να προσαρμοσθεί στις αναπόφευκτες αλλαγές που προκύπτουν, γεγονός που οφείλεται στο φορμαλισμό, στην τυποποίηση και στις κανονιστικότητες του συστήματος⁴⁹.

    Αντίθετα, στη «μετα-γραφειοκρατική» οργάνωση η ομοφωνία δεν πηγάζει από την αποδοχή της αυθεντίας, των κανόνων και των παραδόσεων, όπως στη γραφειοκρατία, αλλά δημιουργείται μέσω ενός άτυπα θεσμοθετημένου διαλόγου. Ο διάλογος προσδιορίζεται από τη χρήση της πειθούς και όχι της εξουσίας και με αυτόν τον τρόπο τα μέλη της οργάνωσης μπορούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις. Η ικανότητα πειθούς δεν εξαρτάται από τη θέση ενός υποκειμένου αλλά από άλλους παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η γνώση ενός θέματος, που μπορεί να διαμορφώσει ακόμη και μια ιεραρχία στην οργάνωση⁵⁰. Επίσης, η επιρροή διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο «μετα-γραφειοκρατικό» μοντέλο. Αυτή, δε, εξαρτάται βασικά από την εμπιστοσύνη, καθώς ένα σύστημα για να ασκεί επιρροή πρέπει να έχει υψηλό επίπεδο εσωτερικής εμπιστοσύνης. Η βασική πηγή αυτού του τύπου εμπιστοσύνης είναι η αλληλεξάρτηση και η κατανόηση ότι η επιτυχία εξαρτάται από το συνδυασμό της προσπάθειας όλων των μελών⁵¹. Παράλληλα, επειδή ο καθοριστικός παράγοντας για την ολοκλήρωση ενός οργανισμού είναι η αλληλεξάρτηση, που αποτελεί και ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής της, αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην οργανωτική «αποστολή». Προκειμένου, δε, να συνδεθεί η συμβολή κάθε μέλους της οργάνωσης με την γενικότερη «αποστολή» του οργανισμού, υπάρχει μία εκτεταμένη προσπάθεια διάχυσης της γνώσης σχετικά με τη στρατηγική του οργανισμού. Αυτό με τη σειρά του παρέχει στα υποκείμενα τη δυνατότητα να αποδεσμευτούν από τα όρια της προσδιορισμένης εργασίας τους και να σκεφτούν δημιουργικά και συνεργατικά για ενδεχόμενες βελτιώσεις της επίδοσης του όλου συστήματος⁵². Η επικέντρωση στην «αποστολή» της οργάνωσης συνήθως μάλιστα συμπληρώνεται και από οδηγίες δράσης, οι οποίες λαμβάνουν την μορφή αρχών και όχι κανόνων, που είναι ανελαστικοί, έχουν χαρακτήρα επιβολής και είναι τυπικοί της γραφειοκρατίας. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι οι αρχές είναι πιο αφηρημένες και εκφράζουν τους λόγους που βρίσκονται πίσω από τους κανόνες, επιτρέποντας ευελιξία και έξυπνες αντιδράσεις στις αλλαγές των περιστάσεων. Αυτή είναι άλλη μία διαφοροποίηση της «μετα-γραφειοκρατικής» οργάνωσης από τη γραφειοκρατική.

    Επίσης, στη «μετα-γραφειοκρατική» οργάνωση, λόγω της ρευστότητας των σχέσεων επιρροής, αναδομούνται οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η επιλογή για το ποιος θα αναλάβει κάθε φορά την ευθύνη για μία απόφαση εξαρτάται από τη φύση του προβλήματος και όχι από τη θέση του στην οργάνωση. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της μορφής οργάνωσης είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της. Αυτές είναι προσδιορισμένες και εξειδικευμένες σε μεγάλο βαθμό, γιατί ο καθένας πρέπει να γνωρίζει σε ποιον να απευθυνθεί για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή πρόβλημα. Έτσι, διαμορφώνεται μία πιο αλληλεπιδραστική μορφή οργάνωσης⁵³. Ένα «μετα-γραφειοκρατικό» σύστημα έχει, επίσης, σχετικά ανοιχτά σύνορα. Στο εσωτερικό του συστήματος αυτό το χαρακτηριστικό σχετίζεται με την ανεκτικότητα την οποία επιδεικνύει η οργάνωση προς τα μέλη της, τα οποία τυχόν επιθυμούν να αποχωρήσουν ή προς άλλους, οι οποίοι βρίσκονται εκτός της οργάνωσης και επιθυμούν να ενσωματωθούν σε αυτήν. Μια άλλη πτυχή του χαρακτηριστικού των ανοικτών συνόρων της οργάνωσης είναι η διεύρυνση των συμμαχιών, μεταξύ των οργανώσεων, και των κοινών εγχειρημάτων τα οποία αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας δύο ή περισσότερες οργανώσεις. Τέλος, ο χρόνος είναι δομημένος τελείως διαφορετικά στο «μετα-γραφειοκρατικό» από ό,τι είναι στο γραφειοκρατικό πλαίσιο⁵⁴. Καθώς ένας μεταγραφειοκρατικός οργανισμός δομείται με την προσδοκία μίας συνεχούς αλλαγής, η ευελιξία αναφορικά με την έννοια του χρόνου είναι θεμελιώδης για την προσαρμοστικότητα του συστήματος.

    Η δυνητική οργάνωση

    Οι αξιοσημείωτες κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποτέλεσαν πρόκληση για τις παλαιές δομές των οργανισμών. Ειδικότερα, η κατάσταση η οποία διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 απαιτούσε ευέλικτες αντιδράσεις από τους οργανισμούς, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών τους. Η πρώτη, κυρίως, μορφή αντίδρασης η οποία παρατηρήθηκε από τις επιχειρήσεις ήταν η αύξηση των συμμαχιών και των συνεταιρισμών μεταξύ τους. Η δεύτερη ήταν η δημιουργία της τεχνολογίας εκείνης που θα προσέφερε τη δυνατότητα να ανταποκριθούν οι επιχειρήσεις στις διάφορες προσδοκίες των καταναλωτών, χωρίς αύξηση του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν εναλλακτικές οργανωτικές δομές για να μπορούν οι επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν πλήρως τις δυνατότητες της αγοράς⁵⁵.

    Για να προσδιοριστεί η νέα οργανωτική πραγματικότητα χρησιμοποιούνται, όπως αναφέρθηκε, διάφοροι όροι, όπως μη γραφειοκρατική, μη ιεραρχική, μετανεωτερική, μεταβιομηχανική οργάνωση ή «εργάτες της γνώσης» και «δικτυωμένοι οργανισμοί»⁵⁶. Όλοι αυτοί οι όροι συναντώνται συχνά σε συζητήσεις και κείμενα σχετικά με τη σύγχρονη οργάνωση, που διαμορφώνεται στη μεταβιομηχανική κοινωνία, προκειμένου να περιγράψουν τις διάφορες μορφές οργανωτικών σχηματισμών που συναντώνται σε αυτήν. Όλες αυτές οι μορφές διαφοροποιούνται από την παραδοσιακή μορφή οργάνωσης, σε διαφορετικό, όμως, βαθμό, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο⁵⁷. Μία ιδιαίτερη μορφή μεταξύ αυτών αποτελεί η δυνητική οργάνωση, η οποία είναι πραγματικά ένα φαινόμενο των τελευταίων χρόνων και κατά μία έννοια είναι ίσως η πλέον «ακραία» μορφή οργάνωσης μεταξύ των νέων που εμφανίζονται στη μεταβιομηχανική κοινωνία.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτές οι νέες μορφές οργάνωσης έχουν τις ρίζες τους στις βιομηχανικές δομές του παρελθόντος. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, οι διάφορες περιβαλλοντικές αλλαγές, οι οποίες σημειώθηκαν, οδήγησαν στην προσαρμογή και όχι στην καινοτομία, δηλαδή στην έμφαση σε διαφορετικά στοιχεία και όχι στη διαμόρφωση νέων δομών⁵⁸. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι παρατηρήθηκαν νέες οργανωτικές διευθετήσεις⁵⁹, ανεξαρτήτως του αν αναφερόμαστε σε διαμόρφωση νέων δομών ή σε μετεξέλιξη αυτών οι οποίες προϋπήρχαν.

    Ειδικότερα, αναφορικά με τις δυνητικές οργανώσεις, ένας βασικός λόγος για τη δημιουργία τους ήταν η ανάγκη μείωσης του λειτουργικού κόστους των οργανισμών, ιδίως μάλιστα όσον αφορά τις εγκαταστάσεις αλλά και το προσωπικό τους. Ο συγκεκριμένος τύπος οργάνωσης επιτρέπει τη μείωση του αριθμού των γραφείων αλλά και των εργαζομένων. Η δυνητική οργάνωση έχει οριστεί ως μία συλλογή οντοτήτων, διασκορπισμένων γεωγραφικά και ποικιλόμορφων λειτουργικά ή και πολιτισμικά, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με ηλεκτρονικές μορφές επικοινωνίας και βασίζονται σε μία παράλληλη δυναμική σχέση για συντονισμό⁶⁰. Περαιτέρω, ορίζεται και ως μια γεωγραφικά κατανεμημένη οργάνωση, της οποίας τα μέλη, πρώτον, δεσμεύονται από ένα μακροπρόθεσμο κοινό συμφέρον ή στόχο και, δεύτερον, επικοινωνούν και συντονίζουν την εργασία τους μέσω της τεχνολογίας της πληροφορίας⁶¹. Όταν μία οργάνωση «δυνητικοποιείται», τίθεται «εκτός τόπου», αποτοπικοποιείται. Αυτό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της δυνητικοποίησης. Στην ουσία, ο χρόνος διαχωρίζεται από τον χώρο, με την έννοια ότι υπάρχει ενότητα χρόνου χωρίς ενότητα χώρου, χάρη στις αλληλοδράσεις σε πραγματικό χρόνο μέσω των ηλεκτρονικών δικτύων, στις απευθείας αναμεταδόσεις και στα συστήματα τηλεπαρουσίας. Επίσης, υπάρχει συνέχεια δράσης παρά την ασυνεχή διάρκεια, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της επικοινωνίας μέσω αυτόματων τηλεφωνητών ή μέσω της αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων⁶². Αυτός ο διαχωρισμός τόπου και χρόνου δημιουργεί τις συνθήκες για την έγερση νέου τύπου συνδεσμοποιήσεων μεταξύ των ατόμων, τα οποία δεν μοιράζονται πλέον έναν ενιαίο χρόνο και χώρο⁶³. Συνεπώς, ο συγχρονισμός αντικαθιστά την ενότητα τόπου και η διασύνδεση την ενότητα χρόνου⁶⁴.

    Είναι πολύ σημαντικό ότι στη «δυνητικότητα» δεν υπάρχουν ούτε όρια ούτε γραμμικότητα αλλά μία ελεύθερη ροή κίνησης. Αυτή η δυνατότητα της δυνητικής πραγματικότητας για ελευθερία και ευελιξία επιτρέπει τη ροή και ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών, αναβαθμίζοντας τις ευκαιρίες για μάθηση και δημιουργικότητα. Σε όλη αυτήν τη διαδικασία οι νέες τεχνολογίες είναι απαραίτητες και, συνεπώς, εύλογα η τεχνολογία της πληροφορίας έχει προσδιοριστεί ως ζωτικό στοιχείο στη δόμηση και τη διατήρηση της δυνητικής οργάνωσης. Εντούτοις, έχει υποστηριχθεί ότι το μοντέλο της τεχνολογίας της πληροφορίας είναι ένας μόνο τρόπος να γίνει κατανοητή η δυναμική και η πολυπλοκότητα της δυνητικής οργάνωσης και ότι η τεχνολογία της πληροφορίας από μόνη της δεν μπορεί να διαμορφώσει ένα δυνητικό οργανισμό. Τα δίκτυα, δηλαδή οι ομάδες από διασυνδεόμενα σημεία, είναι εξίσου σημαντικά με την τεχνολογία στην κατανόηση αλλά και διαμόρφωση του δυνητικού οργανισμού⁶⁵. Τέλος, παρά τη «διαχυμένη» φύση της δυνητικής οργάνωσης, η οποία την χαρακτηρίζει, μία κοινή ταυτότητα την διατηρεί ως ενιαία οντότητα στο νου των μελών της, των πελατών της και των λοιπών συνιστωσών της. Τα διασκορπισμένα συστατικά του δυνητικού οργανισμού, εργαζόμενοι - ομάδες εργαζομένων – τμήματα – μονάδες, συνδέονται μεταξύ τους ηλεκτρονικά και μέσω παράλληλων σχέσεων, όπως αναφέρθηκε⁶⁶. Αυτά τα χαρακτηριστικά παρέχουν τη δυνατότητα στον οργανισμό να τροποποιεί δυναμικά τις ζωτικές του λειτουργικές διαδικασίες, ώστε με επιτυχία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος και στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, να συντονίζεται μέσω επίσημων ή ανεπίσημων συμβάσεων, να προσδιορίζει τα σύνορά του διαφορετικά κατά μήκος του χρόνου ή για διαφορετικούς πελάτες και να επαναδιευθετεί τις σχέσεις μεταξύ των συστατικών του, όπως κάθε φορά χρειάζεται⁶⁷.

    Ορισμένοι συγγραφείς⁶⁸, στην προσπάθειά τους να προσδιορίσουν τον ιδεότυπο της δυνητικής οργάνωσης, αναφέρουν τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία «φαίνεται να διαθέτει» ένας δυνητικός οργανισμός. Το πρώτο χαρακτηριστικό αναφέρεται στην εξαφάνιση των χειροπιαστών, υλικών αντικειμένων του οργανισμού και την επανεμφάνισή τους με ευέλικτη και ηλεκτρονική μορφή μέσω της τεχνολογίας της πληροφορίας. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αφορά την αντικατάσταση της «πρόσωπο με πρόσωπο» επικοινωνίας με την επικοινωνία που διαμεσολαβείται από υπολογιστή⁶⁹. Αυτή η μορφή επικοινωνίας που υιοθετείται από τη δυνητική οργάνωση λειτουργεί ως ένα μέσο πραγματοποίησης των βασικών δραστηριοτήτων του οργανισμού. Περαιτέρω, συνεπάγεται μια αύξηση του ρόλου της άτυπης «πρόσωπο με πρόσωπο» επικοινωνίας για λόγους διατήρησης της οργανωτικής συνοχής. Σημαντικό, επίσης, χαρακτηριστικό της δυνητικής οργάνωσης είναι η μεταφορά ζητημάτων οργανωτικής δομής από τον ανθρώπινο παράγοντα στην πληροφορία και την τεχνολογία της. Αυτό συμβαίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε σε έναν παρατηρητή η λειτουργία του οργανισμού να εμφανίζεται αυθόρμητη και παραδόξως αδόμητη, ενώ η λειτουργία των συστημάτων πληροφορίας να φαίνεται καθολική και κάπως μαγική. Ο δυνητικός οργανισμός χαρακτηρίζεται ακόμη από την δικτύωση των ατόμων σε τεχνικά ανεξάρτητες μονάδες ή εταιρίες, όπως προμηθευτές, πελάτες ή ακόμη και ανταγωνιστές, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα εξωτερικά όρια του οργανισμού καθίσταται δυσχερές να προσδιορισθούν με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια στην πράξη⁷⁰. Τέλος, ο δυνητικός οργανισμός χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση γραφειοκρατικής εξειδίκευσης σε «παγκόσμιες» δια-λειτουργικές και διαμεσολαβημένες από υπολογιστή εργασίες, τέτοιες που επιτρέπουν στα άτομα-μέλη του οργανισμού να μπορούν να θεωρηθούν ακόμη και ισότιμα με τον οργανισμό στο σύνολό του.

    Ένα άλλο χαρακτηριστικό, το οποίο θεωρείται θεμελιώδες στη δυνητική οργάνωση, είναι η απομάκρυνση των εργαζομένων από το γραφείο και η διασπορά της εργασίας, με άλλα λόγια η έλλειψη της φυσικής εγγύτητας. Αυτό το χαρακτηριστικό διαφοροποιεί ένα δυνητικό οργανισμό από μια παραδοσιακά διευθετημένη και στηριγμένη σε γραφεία οργάνωση. Επίσης, η δυνητική οργάνωση διαφοροποιείται από την παραδοσιακή και για τη φύση του ελέγχου της ιδιοκτησίας, η οποία την διακρίνει,⁷¹ καθώς και για τον υψηλό βαθμό άτυπης επικοινωνίας που κυριαρχεί σε αυτήν. Η έλλειψη επισήμων κανόνων, διαδικασιών και σχέσεων, εξάλλου, που χαρακτηρίζουν έναν δυνητικό οργανισμό, καθιστούν πιο επιτακτική την ανάγκη μίας πιο εκτεταμένης άτυπης επικοινωνίας, η οποία είναι περισσότερο προσωπική, αλληλεπιδραστική, προσανατολισμένη προς τους συναδέλφους και καθορίζει στην ουσία μια δικτυακή δομή, η οποία ενεργοποιείται όταν τα μέλη του οργανισμού εκτελούν το έργο που έχουν αναλάβει⁷².

    Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών των δύο μορφών οργάνωσης⁷³ μπορούν να περιγραφούν ως εξής: Ενώ ο παραδοσιακός οργανισμός διέθετε ιεραρχική δομή και εσωτερικό κλειστό πεδίο δράσης, αντίθετα, ο δυνητικός χαρακτηρίζεται από δικτυακή δομή και εξωτερικό ανοικτό πεδίο δράσης⁷⁴. Στην παραδοσιακή οργάνωση το επίκεντρο των πόρων ήταν

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1