Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Ταγματάρχης
Ο Ταγματάρχης
Ο Ταγματάρχης
Ebook406 pages3 hours

Ο Ταγματάρχης

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο πρώην Στρατιωτικός Λοχαγός Πήτερ Γουίκς, που έχει πλέον αποδεσμευτεί για ιατρικούς λόγους και ζει στο Κότσγουορλντ με την σύζυγό του Τζέσι, λαμβάνει μια μυστηριώδη προσφορά για  δουλειά, πριν από τα 45α του γενέθλια. Αποδεχόμενος την καλοπληρωμένη πρόταση, βρίσκει τον εαυτό το μπλεγμένο σε ένα δίκτυο κατασκοπείας, εκβιασμών, εμπορίων όπλων και δολοφονιών. Αργότερα ανακαλύπτει πως είναι πιο δύσκολο να απελευθερωθεί από όλο αυτό.

Πώς θα μπορέσει να αποδεσμευτεί από τα δεσμά του «Ταγματάρχη» και του οργανισμού του, ενώ εκείνος και η οικογένειά του απειλούνται; Θα τον βοηθήσει ο φίλος του, από τα Κεντρικά των Κυβερνητικών Επικοινωνιών, να εκθέσει τον άνδρα που αποτελεί κίνδυνο για εκείνον, τους φίλους του, την οικογένειά του και τον γάμο του;

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateApr 7, 2019
ISBN9781547580842
Ο Ταγματάρχης
Author

Stephen Lawrence

I was born in Gloucester UK, in 1953. Went to Secondary Modern School leaving at the age of 15 to take up an Engineering Apprenticeship. After moving to a larger company to work i progressed through to a management role before leaving work at the age of 52. At that point, my wife and i moved to Spain to live. I started writing as a pastime and found that i had ideas which i could put into words, so i began writing in earnest to see if i had the ability to write a full novel. After a few aborted attempts i have now completed several books.

Read more from Stephen Lawrence

Related to Ο Ταγματάρχης

Related ebooks

Related categories

Reviews for Ο Ταγματάρχης

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Ταγματάρχης - Stephen Lawrence

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ.

    Ο πρώην Στρατιωτικός Λοχαγός Πήτερ Γουίκς, που τώρα έχει αποσυρθεί για ιατρικούς λόγους και ζει στο Κότσγουορλντ με την σύζυγό του Τζέσι, λαμβάνει μια παράξενη προσφορά για δουλειά, πριν τα 45α του γενέθλια. Αποδεχόμενος την καλοπληρωμένη δουλειά, βρίσκεται μπλεγμένος σε ένα δίκτυο κατασκοπίας, εκβιασμών, εμπορίου όπλων και δολοφονιών. Αργότερα, ανακαλύπτει ότι είναι πιο δύσκολο να απελευθερωθεί από τον οργανισμό, στον οποίο μπήκε. Πώς θα μπορέσει να αποδεσμευτεί από τα δεσμά του «Ταγματάρχη» και του οργανισμού του, ενώ απειλείται εκείνος και η οικογένειά του; Θα μπορέσει ο φίλος του από τα Κεντρικά Γραφεία Κυβερνητικών Επικοινωνιών να τον βοηθήσει να εκθέσει τον άνδρα που θέτει σε κίνδυνο αυτόν, τους φίλους του, την οικογένειά του και τον γάμο του;

    Ο ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ.

    ΕΝΑ.

    Ήταν 06:30 πμ και ο Πήτερ Γουίκς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα στη γυναίκα του, Τζέσι, που κοιμόταν. Πάντα ξυπνούσε νωρίς. Κοιμόταν πολύ ελαφριά, όμως εκτός τούτου, ήταν πρώην στρατιωτικός και είχε μάθει να κοιμάται λιγότερο από τον μέσο άνθρωπο. Η ζωή του, μερικές φορές, εξαρτιόταν από αυτό, στον στρατό, όταν ήταν σε αποστολές με την ομάδα του τάγματος.

    Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος ήσυχα, έχοντας βάλει το ένα χέρι του πίσω από το κεφάλι του στο μαξιλάρι, παρατηρούσε την Τζέσι που κοιμόταν, ήσυχη. Η αναπνοές της ήταν αργές, ρυθμικές και ήρεμες. Άναψε ένα τσιγάρο και πήρε μια βαθιά εισπνοή, εκπνέοντας τον υπόλοιπο καπνό προς τα πάνω στον ανεμιστήρα του ταβανιού. Συνήθως ξύπναγε και τον μάλωνε που κάπνιζε στο κρεβάτι. Ποτέ δεν τσακώθηκε μαζί της γι’ αυτό, συνήθως σηκωνόταν από το κρεβάτι και πέταγε το τσιγάρο μέσα στην λεκάνη, το κατούραγε και μετά τράβαγε το καζανάκι.

    Κάθε πρωί, από τότε που αποσύρθηκε από τον στρατό πριν από εννέα μήνες, συνήθως έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, παρατηρώντας την Τζέσι που κοιμόταν και αναπολούσε την προηγούμενη ζωή του, ως Λοχαγός Πήτερ Γουίκς, τις καλές και τις κακές στιγμές. Του έλειπε η στρατιωτική του ζωή. Η συντροφικότητα, η αδρεναλίνη, η πειθαρχία, τον ενθουσιασμό και την χαρά απ’ όλα αυτά, όμως πάνω απ’ όλα του έλειπαν οι φίλοι του. Όταν παράτησε το σχολείο στην ηλικία των 15 ετών, χωρίς προσόντα, πέρασε 8 χρόνια από τη ζωή του πηγαίνοντας από δουλειά σε δουλειά. Οικοδόμος εργάτης, βοηθός πωλήσεων, μπογιατζής και διακοσμητής, πορτιέρης σε νυχτερινό κλαμπ, είχε κάνει τα πάντα. Δεν έβγαζε πουθενά, μέχρι που ένα βράδυ στο κλαμπ που δούλευε, τρεις παλιοί του συμμαθητές από το σχολείο περίμεναν στην ουρά για να μπουν μέσα. Ξεχώριζαν από το πλήθος και μόλις τους μίλησε και τους ρώτησε τι κάνουν, έμαθε ότι και οι τρεις τους ήταν στον Στρατό και τους άρεσε πολύ.

    Καθώς περνούσε η νύχτα, παρατηρούσε συνεχώς τους φίλους του που έπιναν και χόρευαν με όλες τις ωραίες γυναίκες του μαγαζιού. Φαινόντουσαν πως είχαν πραγματικά το χάρισμα να τραβάνε την προσοχή, κάτι που ήθελε κι εκείνος, να είναι κάποιος που θα έχει να πει ιστορίες στα παιδιά του όταν θα έχει γεράσει, όπως ο παππούς του.

    Έτσι λοιπόν, στην ηλικία των 23 ετών αποφάσισε να καταταχθεί στον στρατό και έγινε μέλος της «Glorious Glosters». Έμεινε στην Ομάδα για 9 χρόνια και μετά κατατάχτηκε στην Ε.Υ.Α. (Ειδική Υπηρεσία Αεροπορίας), περνώντας με την πρώτη την εξαντλητική εκπαίδευση, κάτι που δεν κατάφεραν πολλοί. Τα τελευταία 12 χρόνια της Στρατιωτικής του ζωής, ήταν στην αφρόκρεμα της Ε.Υ.Α., όπου αναβαθμίστηκε σε Λοχαγό. Είχε πάρει μέρος σε όλες τις αποστολές, στην Ιρλανδία, στα νησιά Φώκλαντ, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αντιστεκόμενος στην αναβάθμιση υψηλότερου βαθμού, επειδή προτιμούσε, λάθος, χρειαζόταν να βρίσκεται μέσα στη δράση. Αν ανέβαινε βαθμό, αυτό θα το έχανε, όμως αυτό συνέβη αργότερα, όπου και αποσύρθηκε από τις δυνάμεις.

    Ο διοικητής του, ο Συνταγματάρχης Τζέιμς Μόρρις-Σμιθ, τον πίεζε συνεχώς να δώσει εξετάσεις για επιπλέον εκπαίδευση, κάτι που θα του έδινε προαγωγή από Λοχαγό σε Ταγματάρχη: του έλεγε πως ήταν πολύ μεγάλος πια για να βρίσκεται «στη δράση», όμως θα γινόταν εξαιρετικός Ταγματάρχης. Από αυτή τη θέση, θα μπορούσε να μείνει πίσω και να αφήσει τους νεότερους και πιο γυμνασμένους άνδρες να κάνουν τις επιχειρήσεις, όμως θα συνέχιζε να αντιστέκεται σε επόμενες μελλοντικές κινήσεις προαγωγής.

    Τότε, στην τελευταία του, όπως αποδείχθηκε, αποστολή, τραυματίστηκε, όταν εξερράγη μια αυτοσχέδια βόμβα, σκοτώνοντας δύο άνδρες της ομάδας, ενώ εκείνος έφερε τραύματα στον δεξί του μηρό και στην κοιλιά. Ήταν τυχερός που τα κατάφερε, παρόλο που προς απογοήτευσή του, έπειτα από την ανάρρωσή του, δηλώθηκε ακατάλληλος για να επιστρέψει στα ενεργά του καθήκοντα με την Ε.Υ.Α..

    Αρνήθηκε μια πρόταση που του έγινε σε δουλειά γραφείου και αποσύρθηκε από τον Στρατό σε ιατρική απαλλαγή, με μια πλήρη σύνταξη και ένα μικρό επίδομα αναπηρίας. Δεν θεωρούσε, σε καμία περίπτωση, τον εαυτό του ανίκανο, το μόνο που είχε ήταν μια ελαφριά χαλάρωση, από τη ζημιά στον μηρό του, παρόλο που ήταν γυμνασμένος, όσο και οι άλλοι άνδρες. Ήξερε πως ο διοικητής του είχε χρησιμοποιήσει τον τραυματισμό του ως δικαιολογία, για να προσπαθήσει και να τον βάλει σε μια δουλειά γραφείου, μέσω προαγωγής, όμως αυτό δεν το ήθελε σε καμιά περίπτωση.

    Τώρα, σε μια εβδομάδα, θα γινόταν 45 ετών και ζούσε μια ήσυχη ζωή στο Κότσγουορλντ, μερικά μίλια έξω από το χωριό Μπρόντλεϊ, με την δέκα χρόνια νεότερη σύζυγό του Τζέσι και τα δύο Στάφορντσαϊρ μπουλ τεριέ σκυλιά τους, τον «Ζους» και την «Ίντι». Επίσης είχαν δύο Βιετναμέζικα μικρά γουρουνάκια, με τα ονόματα «Νάτμεγκ» και «Ρόζμαρι», μια χοντρή γάτα με το όνομα «Πέγκυ», πέντε κότες με ονόματα που δεν θυμόταν ποτέ, δύο πιτσουνάκια με τα ονόματα «Σιντ» και «Ντόρις», τέσσερις πάπιες με ονόματα «Τζώνι», «Τζεμίνα», «Ρόναλντ» και «Ντόναλντ» και έναν γάιδαρο, τον «Ντον». Ήταν ένα σωστό μικρό θηριοτροφείο.

    Ο Πητ και η Τζέσι αγόρασαν πριν από 3 χρόνια την ιδιοκτησία τους, λίγο μετά τον γάμο τους. Είναι ένα ζεστό εξοχικό με δύο υπνοδωμάτια, με έναν αχυρώνα, έναν μικρό στάβλο με μάντρα και ένα στρέμμα γης, γνωστό ως μια μικροβιομηχανία στην περιοχή του Γκλόστερσαϊρ.

    Η Τζέσι πάντα ήθελε να ζει σε χωριό και ο Πητ λάτρευε την εξοχή, οπότε αγοράζοντας την μικροβιομηχανία, ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε. Όταν ο Πητ έλειπε σε ενεργό καθήκον, περισσότερο απ’ όσο ήταν στο σπίτι, η Τζέσι απολάμβανε να δουλεύει από το σπίτι της, έχοντας και τη δυνατότητα να φροντίζει τα ζώα τους, κάνοντας διαλείμματα από τη δουλειά της, έτσι ώστε να σπάει η μονοτονία της.

    Είναι αρχιτέκτονας, ελεύθερη επαγγελματίας και πολύ καλή στη δουλειά της. Η φήμη της αναδείχθηκε, έπειτα από τη σχεδίαση ενός μεγάλου συγκροτήματος εμπορικών κέντρων στην Φλόριντα: αυτό την έφερε στο προσκήνιο του σχεδιασμού και είχε λάβει μερικά προσοδοφόρα συμβόλαια.

    Από τότε που ήταν στο εξοχικό, είχε σχεδιάσει μια μετατροπή για τον αχυρώνα τους, για τον οποίο εκείνη και ο Πητ δούλευαν, κάνοντας μικρή πρόοδο για περίπου δεκαοκτώ μήνες, όμως από τότε που ο Πητ έφυγε από τον Στρατό, η δουλειά πήγαινε πιο γρήγορα. Το κύριο κτίσμα τώρα ήταν τελειωμένο και είχε μείνει μόνο λίγη δουλειά στο εσωτερικό του.

    Ο Πητ σηκώθηκε από το κρεβάτι κι φόρεσε τις παντόφλες του, που ήταν στο πλάι. Κατέβηκε στην κουζίνα με το μποξεράκι του και ένα μπλουζάκι και άρχισε να φτιάχνει πρωινό. Του άρεσε να τρώει για πρωινό αυγά με μπέικον, μαζί με καφέ και τοστ. Πίστευε στο παλιό ρητό, «ένας Στρατός πορεύεται καλύτερα με γεμάτο στομάχι», παρόλο που δεν ήταν πια στον Στρατό.

    Όταν τελείωσε την προετοιμασία του πρωινού για εκείνον και την Τζέσι, είπε στον Ζους και στην Ίντι να πάνε να «ξυπνήσουν τη μανούλα». Τα δύο σκυλιά αναγνώριζαν την εντολή του και ανέβηκαν και τα δυο τη σκάλα και στη συνέχεια πάνω στο κρεβάτι προσπαθώντας να γλείψουν την Τζέσι στο πρόσωπο, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει από τις χαρούμενες γλώσσες τους, τραβώντας μέχρι το κεφάλι της το πάπλωμα. Στο τέλος θα παραδινόταν στο παιχνίδι τους, όταν θα αποφάσιζαν ότι θα σηκωνόταν από το κρεβάτι, ενώ οι πατούσες τους θα την γρατζουνούσαν κάτω από το πάπλωμα.

    «Εντάξει, εντάξει, παραδίνομαι και τώρα κατεβείτε από πάνω μου μεγάλα μου τερατάκια, φύγετε, θα κατέβω σε ένα λεπτό!»

    Με αυτό, τα σκυλιά έδιναν αναφορά κάτω στον Πητ, ο οποίος, για ανταμοιβή, τους έδινε ένα μπισκότο σκύλου και τους έβγαζε έξω στην αυλή. Αυτή ήταν και η προτροπή για την Πέγκυ, τη γάτα, να μπει μέσα στην κουζίνα και να πάει να φάει τη γατοτροφή της και να πιει φρέσκο γάλα.

    Αυτή ήταν η ρουτίνα τους από τότε που αποσύρθηκε ο Πητ και εκείνος είχε αρχίσει να νοιώθει παγιδευμένος, μη μπορώντας να πάει πουθενά. Ήταν δικαιολογημένα ευτυχισμένος, αλλά όχι εντελώς πλήρης.

    Ήταν ακριβώς όπως και πριν, όταν ήταν νεότερος, προτού μπει στον Στρατό, που δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Βέβαια, ήταν ακόμη και τώρα νέος και γυμνασμένος και πίστευε πως είχε την ευκαιρία να κάνει κάτι καινούργιο, όμως τι;

    ΔΥΟ.

    Η Τζέσι κατέβηκε στην κουζίνα με τη ρόμπα της και φίλησε στο μάγουλο τον Πητ.

    «Καλημέρα γλυκέ μου, είσαι καλά;»

    Ο Πητ χαμογέλασε και είπε, «Ναι μια χαρά, ορίστε, απόλαυσέ το!» της έβαλε μπροστά της ένα πιάτο με αυγά και μπέικον, πάνω στο τραπέζι, απέναντι από το δικό του. Της έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και έβαλε το τοστ και το βούτυρο στη μέση του τραπεζιού. Κάθισαν και έφαγαν, συζητώντας για το σημερινό τους πρόγραμμα.

    Είπε ο Πητ, «Πρέπει να πάω να αγοράσω κι άλλα δοκάρια, για τον πάνω όροφο του αχυρώνα, από τον ξυλουργό, σήμερα το πρωί. Χρειάζεσαι κάτι από το χωριό, ενώ θα βρίσκομαι προς τα εκεί;»

    «Πάρε μια εφημερίδα και λίγο γάλα... α και νομίζω πως θα χρειαστούμε περισσότερο ψωμί, επίσης. Θα τσεκάρω πριν φύγεις και θα σου δώσω μια λίστα.»

    Τελείωσαν με το πρωινό τους και ο Πητ ανέβηκε στο μπάνιο για το καθημερινό του ντους, ενώ η Τζέσι έπλενε τα πιάτα. Μετά ανέβηκε επάνω και μπήκε στο ντους, καθώς έβγαινε ο Πητ.

    Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, ο Πητ θυμήθηκε τότε που πρωτομετακόμισαν και πώς συνήθιζαν να κάνουν έρωτα μέσα στο ντους, κυρίως τα περισσότερα πρωινά. Έκαναν σεξ ανά πάσα ώρα και στιγμή, οπουδήποτε, στην κουζίνα, στο βοηθητικό δωμάτιο, ακόμη και στον αχυρώνα, όταν μια φορά ο Πητ έγδαρε πολύ άσχημα τα γόνατά του, από τον παθιασμένο έρωτα που της έκανε, πάνω στο άγριο έδαφος. Ο πόθος σταδιακά είχε ξεθυμάνει και τώρα πια, συνήθιζαν να κάνουν έρωτα μόνο στο κρεβάτι, τη νύχτα, προτού κοιμηθούν και με τα φώτα σβηστά.

    Καθώς έβγαινε η Τζέσι από το ντους, ο Πήτερ την άρπαξε και της είπε, «Τι γίνεται σέξι;» Προσπαθώντας να την γυρίσει και πάλι μέσα στην ντουζιέρα.

    Τον έσπρωξε πίσω, «Όχι τώρα Πητ, έχω πολύ φορτωμένη μέρα μπροστά μου. Πρέπει να τελειώσω με το συμβόλαιο της «Σκοτ & Ντράισντεϊλ» αυτή την εβδομάδα και έχω μείνει πολύ πίσω. Συγνώμη αγάπη μου... ίσως αργότερα.» Τον φίλησε στο μέτωπο, μετά τυλίχτηκε, μέχρι τις μασχάλες της, με μια πετσέτα του μπάνιου, σφίγγοντας την χαλαρή άκρη της πετσέτας ανάμεσα στα πλούσια στήθη της για να την κρατήσει. Μετά πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί.

    Ο Πητ ξυρίστηκε, προτού ντυθεί και κατέβει κάτω.

    Πίσω, στην κουζίνα, έβαλε στον εαυτό του άλλον έναν καφέ από την κανάτα που είχε φτιάξει νωρίτερα, η οποία ήταν τοποθετημένη πάνω στην κουζίνα. Βγήκε έξω με τον καφέ του και έπαιξε μπάλα με τα πιστά σκυλιά του. Θυμήθηκε μια ιστορία που του είχε πει κάποιος μια φορά και χαμογέλασε μόνος του. Του είχαν πει, «Αν κλείδωνες την γυναίκα σου και τον σκύλο σου σε μια καλύβα χωρίς παράθυρα για μια ημέρα, ποιος από τους δύο θα χαιρόταν περισσότερο, όταν θα άνοιγες την πόρτα;... Άραγε;»

    Πήγε στη μάντρα και άνοιξε την πόρτα για να βγει από τον στάβλο ο γάιδαρός του, ο Ντον. Είχαν σώσει τον Ντον από μια φάρμα κοντά στο Χήρφορντ. Ο ιδιοκτήτης τον είχε αφήσει χωρίς τροφή για εβδομάδες, ήταν σκελετωμένος και σε κακό χάλι όταν τον έσωσαν και για λίγο καιρό ήταν αμφίβολο αν θα επιζούσε. Όμως, μαζί με την βοήθεια ενός τοπικού κτηνιατρείου, κατάφεραν να τον βοηθήσουν να αναρρώσει πλήρως. Τώρα, σε πλήρη φόρμα, φαίνεται να δείχνει πόσο ευγνώμων είναι, φωλιάζοντας τη μουσούδα του στην Τζέσι και στον Πητ, κάθε φορά που είναι μαζί του στη μάντρα. Το όνομα που του έδωσαν, προήλθε από τις ιστορίες του διάσημου Ισπανού κατακτητή «Ντον Κιχώτη», τον οποίο η Τζέσι πάντα πρόφερε ως «Ντόνκι Χότι».

    Μέσα στο εξοχικό, η Τζέσι έγραφε τη λίστα με τα ψώνια για τον Πητ, σχεδόν μια γεμάτη σελίδα από το μπλοκ της.

    «Λίγα πράγματα τελικά, ε;» είπε ο Πητ χαμογελώντας.

    «Θα γλιτώσω χρόνο, από το να βγω αργότερα έξω, συν του ότι ξέρω πως τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά παραλαμβάνονται σήμερα το πρωί, οπότε μην αφήσεις την κυρία Γουάτκινς να σου δώσει τη σαβούρα 2 ημερών, θα το προσπαθήσει, όμως θα καταλάβεις τη διαφορά, απλώς κοίταξε τους δίσκους στο πίσω μέρος της βιτρίνας, εκεί βάζουν τα φρέσκα.»

    «Εντάξει λοιπόν,» είπε ο Πητ, «φεύγω. Πιθανόν να λείψω για δύο ώρες, για να αγοράσω όλα αυτά, μαζί με τα δοκάρια και τις βίδες που χρειάζομαι!» Την φίλησε πεταχτά στα χείλη και έκανε τον γύρο του σπιτιού. Έδεσε το τρέιλερ στο Λαντ Ρόβερ και οδήγησε αργά στο μονοπάτι προς την πύλη όπου και σταμάτησε, βγήκε από το αμάξι και την άνοιξε. Τα σκυλιά τον συνόδευσαν στην περίμετρο και αφού πέρασε την πύλη και την έκλεισε, επέστρεψαν στο σπίτι, γνωρίζοντας πως η Τζέσι θα τους έβγαζε έξω τα μπολ με το πρωινό τους.

    Το χωριό ήταν πέντε λεπτά δρόμος, όμως οι έμποροι ξυλείας ήταν περίπου είκοσι λεπτά, οπότε αποφάσισε να πάει πρώτα εκεί και μετά να σταματήσει στο χωριό, όταν θα επέστρεφε. Οδήγησε στα σοκάκια στον αυτόματο, ενώ το μυαλό του περιπλανιόταν στην περιπέτεια.

    Το όνειρό του διεκόπη από έναν ξαφνικό κρότο και σχεδόν έχασε τον έλεγχο του ογκώδους Λαντ Ρόβερ. Έκανε στην άκρη του στενού επαρχιακού δρόμου και όταν κοίταξε πίσω στον δρόμο, είδε μια ενήλικη αλεπού να σέρνεται στην άκρη του δρόμου, προς το κενό ενός θάμνου.

    Πήγε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του και άνοιξε την πόρτα. Εκεί μέσα υπήρχε μια εργαλειοθήκη. Έψαξε μέσα στην εργαλειοθήκη του για το μαχαίρι του, ένα μικρό, αλλά πολύ κοφτερό μαχαίρι μάχης, μέσα σε θήκη, το οποίο του είχε πάρει από έναν Αργεντινό στρατιώτη, με τον οποίο πάλεψε μέχρι θανάτου, κατά τη διάρκεια της μάχης στα Φώκλαντ.

    Καθώς ο Πητ περπατούσε στο δρόμο προς το τραυματισμένο ζώο, θυμήθηκε την ζωτική λεπτομέρεια μιας από τις πολλές ιστορίες των αναμνήσεών του. Πώς θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει; 11 Ιουνίου 1982, η μάχη στο «Βουνό Χάριετ» στα Φώκλαντ.

    Θυμήθηκε που είχε απομονωθεί από την ομάδα του, κατά τη διάρκεια μια πυρκαγιάς σε μια μικρή μονάδα των εχθρών. Η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει καπνό και αναθυμιάσεις από πυρίτιδα, όμως όταν κατάφερε να βγει από την ομίχλη, είχε παραβιάσει τη γραμμή του εχθρού, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με έναν από τους εχθρούς. Είχε σηκώσει το τουφέκι του για να πυροβολήσει, όμως εκείνο δεν εκπυρσοκρότησε, ο στρατιώτης θα μπορούσε να τον έχει σκοτώσει, όμως εκείνος άφησε κάτω το δικό του τουφέκι και έβγαλε το μαχαίρι. Πάλεψαν και οι δύο πολύ και σκληρά, μάχη χέρι με χέρι, μέχρι που ο Πητ έδωσε την τελειωτική μαχαιριά, κάτω από τα πλευρά του στρατιώτη και μέσα στην καρδιά του. Κράτησε τον γενναίο άνδρα μέχρι που σταμάτησε να αναπνέει. Ο Πητ είχε πληγές από μαχαιριές στον πήχη του χεριού του και στην κοιλιά από την μάχη, όμως δεν ήταν θανάσιμες. Είχε κρατήσει το μαχαίρι του στρατιώτη ως ενθύμιο.

    Καθώς πλησίαζε το σημείο του δρόμου, όπου υπήρχαν ίχνη αίματος μέχρι εκεί που ήταν ξαπλωμένη η αλεπού, αναγνώρισε πως ήταν αρκετά γέρικη: είχε μπει μέσα σε ένα κενό του θάμνου, όμως ήταν πολύ άσχημα τραυματισμένη. Την άρπαξε από τον σβέρκο και την έσυρε μακριά στο χωράφι και μετά μια γρήγορη κίνηση, της έκοψε τον λαιμό και τερμάτισε τη δυστυχία της.

    Καθώς επέστρεφε στον δρόμο, αναρωτιόταν μήπως η αλεπού είχε αφήσει πίσω της κάπου μικρά κουτάβια, δεν ήθελε να βλέπει κανένα ζώο να υποφέρει, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.

    Πίσω, στο Λαντ Ρόβερ, βρήκε ένα παλιό κομμάτι από ύφασμα για να καθαρίσει το αίμα από το μαχαίρι, προτού το βάλει στη θήκη του. Καθώς καθάριζε το αίμα της αλεπούς πάνω στο ύφασμα, θυμήθηκε πως μετά την πάλη του με τον στρατιώτη, είχε σκουπίσει το αίμα από το μαχαίρι του, πάνω στη στολή του εχθρού του.

    Σκέφτηκε πως θα ήταν νεκρός τώρα, «πέθανε στη μάχη», θα πρέπει να είχαν πει στην οικογένειά του. Αντιθέτως, ο αντίπαλός του είχε τόση αυτοπεποίθηση, ότι θα μπορούσε να κερδίσει στη μάχη με το μαχαίρι, όμως τώρα είναι κάπου θαμμένος, με μια ταφόπλακα που, πιθανόν, να γράφει πως «πέθανε στη μάχη» και ήταν ένας ήρωας για την χώρα του. Ένας νεκρός ήρωας!

    Ο Πητ συνέχισε να οδηγεί προς τον ξυλέμπορο, χωρίς να ονειροπολεί άλλο: ανησυχούσε ότι θα μπορούσε να είχε σκοτώσει ένα παιδί, αντί την αλεπού, εκεί πέρα. Η έλλειψη συγκέντρωσης δεν ήταν φυσιολογική για έναν άνδρα εκπαιδευμένο στην μυστικότητα και την αυτοσυντήρηση, όμως δεν είχε ανάγκη πια αυτές τις δεξιότητες και, κατά συνέπεια, ήταν σκουριασμένος.

    Στον ξυλέμπορο, ο Τιμ, ένας νεαρός μαθητευόμενος ξυλουργός, τον βοήθησε να φορτώσει τρία μέτρα δοκάρια πάνω στο τρέιλερ.

    «Θέλεις να τα χρεώσω στον λογαριασμό σου Πητ;» φώναξε πίσω από το γραφείο.

    «Ναι, σε παρακαλώ, Τιμ... α και χρειάζομαι και άλλα τέσσερα κουτιά από εκείνες τις χάλκινες βίδες για δεκάρια δοκάρια, των σαράντα χιλιοστών.»

    «Ορίστε», είπε ο Τιμ δίνοντάς του τα τέσσερα κουτιά. «Λοιπόν... πώς είναι η κυρία Γουίκς;» Ο Πητ ήξερε ότι ο Τιμ ήταν ερωτευμένος μαζί της, παρόλο που ήταν μεγάλη αρκετά για εκείνον, θα μπορούσε να είναι η μητέρα του. Η Τζέσι είχε πει πως την γλυκοκοίταζε όποτε πήγαινε εκεί να ψωνίσει, οπότε ο Πητ τον πείραζε.

    «Ναι, καλά είναι, είπε να χαιρετίσω τον «μικρό της Τίμι»... έι, αν δεν σε ήξερα περισσότερο, θα σκεφτόμουν πως έχεις σχέση μαζί της πίσω από την πλάτη μου Τιμ!»

    «Όχι... όχι, όχι εγώ Πητ, είναι μια χαρά... εεε... εννοώ είναι συμπαθής, όμως... πολύ μεγάλη για μένα, εγώ... δεν το εννοώ όπως νομίζεις, η μεγάλη είναι μεγάλη, εννοώ... καταλαβαίνεις Πητ!»

    «Λοιπόν ξέρεις τι έκανα στον τελευταίο άνδρα που προσπάθησε να την κοροϊδέψει;»

    Ο Τιμ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι.»

    «Του έβγαλα τα μάτια με ένα ραβδί και μετά κατούρησα μέσα στις τρύπες των ματιών του!»

    «Αλ... αλήθεια;» είπε ο Τιμ εμφανώς τρέμοντας και γνωρίζοντας πως ο Πητ ήταν πρώην στρατιωτικός.

    «Αμέ» είπε ο Πητ, «για την ακρίβεια έχω ακόμη το ραβδί εδώ, κάπου στο πορτμπαγκάζ του Λαντ Ρόβερ, σε περίπτωση που το ξαναχρειαστώ.» Έψαξε στην εργαλειοθήκη του και έβγαλε ένα ξυλάκι από γλειφιτζούρι, το οποίο χρησιμοποιούσε για να σημαδεύει ανάμεσα στα τούβλα και το κράτησε απειλητικά. Ο Τιμ ήταν έτοιμος να χεστεί πάνω του: μετά ο Πητ ξέσπασε σε γέλια.

    Ο Τιμ ένιωσε λίγο ντροπιασμένος, όμως ανακουφίστηκε πολύ που ο Πητ τον πείραζε. Ο Πητ πήγε στο γραφείο με τον Τιμ και υπέγραψε το τιμολόγιο. Βγαίνοντας από το γραφείο, σταμάτησε και κοίταξε τον Τιμ.

    «Ορίστε» του είπε δίνοντάς του το ξυλάκι από το γλειφιτζούρι, γελώντας, «μπορεί να σου φανεί χρήσιμο κάποια στιγμή.»

    «Ναι, σε ευχαριστώ Πητ, θα το φυλάξω», είπε προσπαθώντας να συμβαδίσει με τα αστεία του Πητ.

    Ο Πητ έφυγε από το ξυλουργείο, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Τουλάχιστον ο χέστης τον είχε διασκεδάσει λίγο.

    Πάρκαρε στο πάρκινγκ της τοπικής του παμπ, «The Dog and Duck», πιάνοντας δύο θέσεις, λόγω του τρέιλερ. Από εκεί θα περπατούσε σε όλα τα μαγαζιά που χρειαζόταν να πάει, πρώτα στο ταχυδρομείο, όπου εκείνος και η Τζέσι είχαν νοικιάσει μια ταχυδρομική θυρίδα. Όλη η αλληλογραφία τους ερχόταν εκεί και την μάζευαν μία ή δύο φορές την εβδομάδα. Έβγαλε το μπρελόκ με τα κλειδιά του από την τσέπη του και άνοιξε την μικρή πορτούλα της θυρίδας τους. Μέσα υπήρχαν τα συνηθισμένα, μερικοί λογαριασμοί και μερικοί άχρηστοι φάκελοι. Συνήθως ξεχώριζε το πακέτο, καθώς έφευγε από εκεί, μετά πετούσε όλη την άχρηστη διαφημιστική αλληλογραφία στον κάδο απορριμμάτων ακριβώς έξω από το ταχυδρομείο.

    Ανάμεσα σε όλα τα άχρηστα, βρήκε ένα γράμμα στο όνομά του.

    Ήταν χειρόγραφο: Υ/Ο Λοχ. Πήτερ Γουίκς και πάνω στην κορυφή ήταν σημειωμένο ένα «Επείγον». Δεν υπήρχε γραμματόσημο, οπότε κάποιος το είχε παραδώσει αυτοπροσώπως στο ταχυδρομείο. Πήγε και κάθισε σε ένα κοντινό παγκάκι, δίπλα σε έναν ηλικιωμένο συνταξιούχο, ο οποίος καθόταν, κρατώντας το φλασκί με το τσάι του, απολαμβάνοντας τη λιακάδα.

    Ο Πητ άνοιξε το γράμμα, περίεργος για το περιεχόμενό του.

    Ήταν μια σύντομη παρουσίαση προς εκείνον, το μόνο που έγραφε ήταν, «Πρόσεξε τον διανομέα στα γενέθλιά σου.» Ήταν χειρόγραφο, όμως δεν υπήρχε ούτε υπογραφή, αλλά ούτε και κάποια ένδειξη για τον αποστολέα. Δεν ήταν σίγουρος τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Μήπως ήταν απειλή; Μήπως ήταν αστείο; Ίσως ήταν ένας από τους φίλους του από το τάγμα του και του έκανε φάρσα; Δεν ήξερε τι να σκεφτεί και τι να κάνει.

    Θα πρέπει να έδειχνε ανήσυχος, αφού ο συνταξιούχος του είπε, «Θέλεις λίγο τσάι φίλε μου; Βοηθάει στα κακά μαντάτα, ξέρεις.»

    Ο Πητ ίσα που άκουσε τις λέξεις του ηλικιωμένου κυρ... «Όχι, όχι ευχαριστώ, εντάξει είμαι, απλώς οικογενειακά θέματα, ξέρετε. Ευχαριστώ πάντως.» έφυγε και επέστρεψε στο Λαντ Ρόβερ. Πέταξε τα άλλα γράμματα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και κράτησε μαζί το μυστηριώδες. Μετά πήγε στην παμπ να πιει μια μπύρα και να προσπαθήσει να καταλάβει τι σήμαινε το μυστηριώδες μήνυμα.

    ΤΡΙΑ.

    Ο Πητ στεκόταν στο μπαρ, κοιτάζοντας το γράμμα στο χέρι του, ενώ ο ιδιοκτήτης, ο Ρόνι, βγήκε από πίσω, όπου είχε πάει να ανεφοδιάσει ένα νέο βαρέλι. «Γεια σου, Πητ! Πώς είσαι; Το συνηθισμένο;» το οποίο ήταν μια μπύρα Στέλλα Αρτουά.

    «Α, γεια σου Ρον, καλά είμαι... και ναι, το συνηθισμένο, σε παρακαλώ.»

    «Δεν σε ξανακάλεσαν έτσι;» είπε αστειευόμενος ο Ρόνι, δείχνοντας προς το γράμμα που κρατούσε στο χέρι του ο Πητ.

    «Μπα, πού τέτοια τύχη!» απάντησε ο Πητ.

    «Τι, εννοείς πως θα ήθελες να ξαναπάς σε όλα αυτά τα σκατά;» είπε έκπληκτος ο Ρόνι.

    Ο Πητ απάντησε χωρίς σκέψη. «Αμέ... θα ξαναπήγαινα αύριο κιόλας.»

    «Λοιπόν, με εκπλήσσεις, πραγματικά: έχοντας τραυματιστεί και όλα όσα πέρασες, σου λείπουν ακόμα;»

    «Ναι, μου λείπουν αληθινά.» είπε ο Πητ αφού ήπιε από την μπύρα του. «Δεν ξέρω τι μου λείπει περισσότερο, όμως υποθέτω πως είναι οι φίλοι μου και η αδρεναλίνη όταν βρίσκεσαι εκεί έξω, ξέρεις, σε άγνωστα νερά, χωρίς να ξέρεις τι βρίσκεται μπροστά. Ναι, μου λείπουν όλα αυτά τα σκατά Ρόνι! Τώρα, ο μοναδικός ενθουσιασμός μου είναι όταν πηγαίνω στο ξυλουργείο ή στο οπωροπωλείο για φρέσκα φρούτα και λαχαν... γαμώτο! Πρέπει να πάω να ψωνίσω για την Τζέσι. Εντάξει, να αφήσω την μπύρα μου στο μπαρ, μέχρι να πεταχτώ στο κατάστημα για να ψωνίσω Ρον; Δεν θα αργήσω!»

    «Μείνε ήσυχος Πητ, δεν θέλουμε να βάλει στη μαύρη λίστα η Τζέσι, έτσι;»

    Ο Πητ πήγε στο γωνιακό μαγαζάκι, το οποίο ήταν ένα είδος μίνι μάρκετ. Αγόρασε όλα τα είδη από τη λίστα, εκτός από τα φρούτα και τα λαχανικά, που ήταν σε δύο μαγαζιά παρακάτω. Εκεί η κυρία Γουάτκινς γέμιζε μια σακούλα με λάχανο, κουνουπίδι και τομάτες και μια άλλη σακούλα με πατάτες, καρότα, μπανάνες και μήλα. Ο Πητ αγόρασε επίσης ένα μπουκέτο λουλούδια για να τα πάει στην Τζέσι. Φόρτωσε όλα τα ψώνια στο Λαντ Ρόβερ και μετά επέστρεψε στο μπαρ.

    Ο Πητ επανήλθε στη θέση του, πάνω σε ένα σκαμπό στο μπαρ, πίνοντας την μπύρα του και το μυαλό του επέστρεψε και πάλι στο μυστηριώδες γράμμα. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο πίστευε ότι ήταν μια φάρσα από τους παλιούς του φίλους στο Χήρφορντ. Ναι, κάποιος από αυτούς του έκανε πλάκα και ήξερε πολύ καλά ποιος μπορεί να ήταν. Ήπιε το υπόλοιπο ποτό του και

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1