Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μια Νυχτα Στον Ανουν: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, #1
Μια Νυχτα Στον Ανουν: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, #1
Μια Νυχτα Στον Ανουν: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, #1
Ebook254 pages2 hours

Μια Νυχτα Στον Ανουν: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, #1

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Μια Νυχτα Στον Ανουν

Σε αυτό το έργο μυθοπλασίας, οι χαρακτήρες και τα γεγονότα είναι είτε προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται εντελώς φανταστικά. Κάποια μέρη μπορεί να υπάρχουν, αλλά τα γεγονότα είναι φανταστικά

LanguageΕλληνικά
Release dateApr 29, 2022
ISBN9781071576267
Μια Νυχτα Στον Ανουν: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, #1

Read more from Owen Jones

Related to Μια Νυχτα Στον Ανουν

Titles in the series (1)

View More

Related ebooks

Reviews for Μια Νυχτα Στον Ανουν

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μια Νυχτα Στον Ανουν - Owen Jones

    ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

    http://twitter.com/lekwilliams

    owen@tigerlilyofbangkok.com

    http://owencerijones.com

    Εγγραφείτε στο ενημερωτικό δελτίο μας για πληροφορίες εμπιστευτικών πληροφοριών

    για τα βιβλία και τη γραφή του Owen Jones

    προσθέτοντας το δικό σας στο:

    http://meganthemisconception.com

    ––––––––

    ...ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    1 Γουίλι Τζόουνς

    2 Η βόλτα του Γουίλι

    3 Σάρα

    4 Ο Κάτω Κόσμος

    5 Ο θρόνος της μάθησης

    6 Σουλατσάρισμα

    7 Ξύπνημα

    8 Στο εξοχικό του Μπράιν Τεγκ

    9 Νέες Ασχολίες

    10 Ο Κύκλος της Ανάπτυξης

    11 Πνευματική Θεραπεία

    12 Εθελοντής Ακροατής

    13 Ο Τελευταίος Σταθμός

    14 Το Τελευταίο Εμβατήριο

    Γλωσσάρι

    Στροφή στη Μοίρα

    Για τον συγγραφέα

    ––––––––

    ΑΦΙΕΡΩΣΗ

    Στους γονείς μου και σε όλους τους πνευματιστές της οικογένειάς μας, ζωντανούς και πεθαμένους, που μου έδωσαν έναν όμορφο σκοπό στη ζωή μου.

    ––––––––

    1  ΓΟΥΙΛΙ ΤΖΟΟΥΝΣ

    «Μπαμπά, σηκώθηκες;» φώναξε η Μπέκι μέσα στο σκοτεινό, άσχημο εξοχικό σπίτι καθώς έκλεισε την μπροστινή πόρτα πίσω της χτυπώντας την δυνατά σε περίπτωση που δεν είχε καν ξυπνήσει. Αναρωτήθηκε αμέσως αν θα έπρεπε να το είχε αφήσει ανοιχτό. Η μυρωδιά ήταν τρομερή. «Μπαμπά, εγώ είμαι, η Μπέκι!  Σήκω σε παρακαλώ, μπαμπά! "

    Τράβηξε τις κουρτίνες του μπροστινού παραθύρου του σαλονιού, το οποίο ήταν αρκετά μεγάλο για ένα παλιό εξοχικό σπίτι της Ουαλίας, αλλά και μικρό κατά τα σύγχρονα πρότυπα. Το άνοιξε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο, το ασφάλισε καλά και ύστερα πήγε στην κουζίνα.

    Ο λόγος που είχε αυτή τη μυρωδιά, φάνηκε αμέσως. Η Κίντι, το γέρικο, μαύρο ουαλλέζικο τσοπανόσκυλο καθόταν ζαρωμένο κοιτώντας την πίσω πόρτα πάνω στις δικές της ακαθαρσίες.

    «Μην ανησυχείς γι 'αυτό, γριούλα μου, δεν μπορούσες να κάνεις κι αλλιώς. Πρέπει να σε έχει αφήσει εδώ έτσι για ώρες».  Ανοιξε την πίσω πόρτα για να διώξει τη μυρωδιά από τις ακαθαρσίες του σκύλου. «Να πάρει», αναφώνησε καθώς μια νέα οσμή, ακόμα ισχυρότερη, αναδύθηκε από το σωρό που είχε πειράξει.

    Μόλις η Κίντι είδε το μεγάλο άνοιγμα, βγήκε στον κήπο, χαρούμενη που τώρα πια βρισκόταν μακριά από αυτή την ντροπιαστική κατάσταση.

    Η Μπέκι πήρε έναν κουβά και ένα σφουγγαρόπανο που ήταν κάτω από το νεροχύτη, αλλά πρώτα, έπρεπε να αδειάσει τον κουβά από τα πιάτα που ήταν μέσα για να μπορέσει να τον γεμίσει με νερό από τον νεροχύτη και να σφουγγαρίσει το πάτωμα. Επειδή δεν υπήρχε ζεστό νερό, ούτε απορρυπαντικά καθαριότητας, χρησιμοποίησε κρύο νερού και σαπούνι σε σκόνη.

    Μετά, άρχισε να καθαρίζει τον σκύλο, χωρίς λαστιχένια γάντια, αφού δεν υπήρχαν ούτε αυτά.

    «Σκατά, σκατά, παντού σκατά!» μουρμούριζε. «Αυτό το σπίτι είναι μία μεγάλη τουαλέτα!»

    Καθώς περπατούσε πάνω στο πάτωμα, οι σόλες των παπουτσιών της κόλλησαν. Όλη η κουζίνα χρειαζόταν πλύσιμο με βραστό νερό, σκέφτηκε.  Όταν ικανοποιήθηκε από αυτή τη δουλειά, η Μπέκι βγήκε στον κήπο, πήγε στην εξωτερική τουαλέτα και έχυσε το νερό. Στη συνέχεια, έπλυνε τα χέρια της και τον κουβά κάτω από την εξωτερική βρύση. Έχυσε μέσα στον κουβά χλωρίνη και μετά τον ξαναγέμισε με νερό, βάζοντας μέσα στο σφουγγαρόπανο για να μουλιάσει και να καθαριστεί.

    χύθηκε χλωρίνη από την τουαλέτα και ξαναγεμίστηκε με νερό, αφήνοντας το πανί δαπέδου να μουλιάσει και ελπίζουμε να καθαριστεί.

    Ξαναμπήκε στην κουζίνα, έβαλε την τάπα στον νεροχύτη, άνοιξε τη βρύση, άνοιξε το παράθυρο και έβαλε τα πιάτα μέσα στο νερό για να μουλιάσουν κι αυτά. Το μόνο που είχε χρησιμοποιηθεί από τα κατσαρολικά από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στο σπίτι, ήταν το τηγάνι, όμως όλα τα πιάτα ήταν λερωμένα, το ίδιο και πολλά φλιτζάνια, καθώς και ποτήρια του ουίσκι και της μπύρας.

    Ήξερα πολύ καλά τί σήμαινε αυτό. Το πρωί, μετά το τηγανιτό, και τσάι, και το ίδιο αργότερα το πρωί και νωρίς το απόγευμα. Το απόγευμα, κάτι τηγανιτό και μπύρα και μερικά ποτήρια ουίσκι πριν τον ύπνο. Η κατάσταση γινόταν αφόρητη και η Μπέκι άρχιζε να χάνει την υπομονή της με τον πατέρα της, αν και λυπόταν για το καημένο το γέρικο σκυλί που έπρεπε να ζει σε αυτό το χοιροστάσιο με τον πατέρα  της, που δεν φαινόταν να τον ένοιαζε η μυρωδιά και η δυσωδία.

    Καθώς έπλενα τα πιάτα, κοιτούσε έξω, τη μικρή οροσειρά που απλωνόταν μερικά μίλια πέρα από αυτό που σήμερα αποκαλείται ευφημικά «κήπος», που όμως ήταν πανέμορφος όταν ζούσε στο σπίτι. Τα βουνά, πάντα την γοήτευαν, και για το λόγο αυτό φρόντιζε τη μητέρα της. Η μητέρα της έπλενα τα πιάτα δυο με τρεις φορές την ημέρα σε αυτό το παράθυρο και κοιτούσε αυτά τα βουνά για σαράντα δύο χρόνια.

    Σε κείνη και τον πατέρα της άρεσε η ιδέα να σκέφτονται ότι ήταν χαρούμενη όταν έπαιζε ή περιπλανιόταν τριγύρω τους, και ειδικά τώρα που δεν είναι πια μαζί τους. Πέθανε από καρκίνο στον τράχηλο της μήτρας, πριν από πέντε χρόνια. Ήταν εντελώς ξαφνικό, επειδή δεν είχε ποτέ κάνει εξετάσεις στη ζωή της. Μετά τη διάγνωση, πέθανε μέσα σε τρεις μήνες...το σοκ ήταν μεγάλο.

    Παρόλα αυτά, αυτές τις μέρες, η Μπέκι γνώριζε πολλά παραπάνω για αυτή την αρρώστια, και έκανε εξετάσεις η ίδια, και είχε την υποψία ότι η σκληρά εργαζόμενη, στοϊκή μητέρα της ήξερε πως είχε πρόβλημα, αλλά δεν ήθελε να γίνει βάρος και ίσως να της άρεσε η ιδέα να πεθάνει και να γλιτώσει από την σκληρή δουλειά και τη μικρή, απομονωμένη και μοναχική φάρμα στο βουνό.

    «Θα τα έκανα όλα εγώ μόλις κατέβαινα!»

    «Αααα! Με τρόμαξες! Δε θέλω να έρχεσαι έτσι σιωπηλά πίσω μου. Στο έχω ξαναπεί ότι τρομάζω, μπαμπά, έτσι δεν είναι;»

    ––––––––

    «Με ωραίο τρόπο χαιρετάς τον γέρο πατέρα σου. Τέλος πάντων, δεν ήθελα να σε τρομάξω ερχόμενος έτσι, αλλά και έτσι να ήταν, σπίτι μου είναι και κάνω ό,τι θέλω».

    «Πώς νιώθεις σήμερα, μπαμπά;» Καμμιά φορά, θυμάται τα παλιά και τον αποκαλεί «μπαμπά» και κάποιες φορές μιλάνε ακόμα και Ουαλικά, αλλά σπάνια πια, αφού η Μπέκι μόλις είχε γυρίζει από το κολέγιο που σπούδαζε κηπουρική και η μητέρα της είχε πεθάνει.

    «Καλά είμαι. Απλώς μερικές φορές κουράζομαι πολύ και δεν βρίσκω το λόγο γιατί να σηκώνομαι νωρίς όταν κάνει κρύο. Προτιμώ να μένω στο κρεβάτι μέχρι να βγει ο ήλιος και να ζεστάνει το μέρος. Έχει καθόλου τσάι; Νιώθω το στόμα μο0υ στεγνό και ξεραμένο. Λες και έχω φάει σόλες».

    «Γιατί πρέπει να είσαι τόσο αηδιαστικά περιγραφικός; Δεν έχω τέσσερα χέρια, ξέρεις! Έπρεπε να πλύνω την καημένη την Κίντι επειδή εσύ ήσουν πολύ «κουρασμένος» να την βγάλεις έξω, και το μέρος ήταν πάρα πολύ βρώμικο.

    «Κι εσύ, θα πρέπει να φροντίζεις περισσότερο τον εαυτό σου», είπε και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Φαίνεσαι πολύ χάλια».

    Ο Γουίλιαμ Τζόουνς στεκόταν μπροστά της φορώντας το κάτω μέρος της  πιτζάμας του και χωρίς παντόφλες. Οι λιγοστές, λευκές τρίχες των μαλλιών του ήταν όρθιες και οι μύες του προσώπου του ήταν λες και κοιμόντουσαν ακόμα. Η ανάσα του, καθώς μιλούσε, της μαρτυρούσε πως είχε δίκιο ότι κάθε βράδυ έπινε ουίσκι. 

    «Πλύνε τα δόντια σου και ρίξε λίγο στο πρόσωπό σου για να σε ξυπνήσει».

    «Δε χρειάζομαι μαθήματα για την προσωπική μου υγιεινή από σένα, σε ευχαριστώ πολύ. ‘Έχω τις δικές μου συνήθειες, που τις ακολουθώ εδώ και εξήντα χρόνια και οφείλω να ομολογήσω ότι είναι πολύ καλές. Δεν θα τις αλλάξω τώρα, ούτε για σένα, ούτε για κανέναν άλλον. Η μητέρα σουτ δεν παραπονέθηκε ποτέ και είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στα στάνταρ της.

    «Τέλος πάντων, αφού θέλεις να τα ξέρεις όλα, πήγαινα να πλυθώ έξω στη βρύση. Για’ αυτό, με συγχωρείς...»

    Βγήκε έξω. Πλενόταν πάνω στην εξωτερική βρύση, εκτός αν χιόνιζε ή είχε πάγο, όσο για ντους ή μπάνιο, έκανε πάντοτε μια φορά την εβδομάδα, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

    Η Μπέκι, σκούπισε τα χέρια της με μια πετσέτα, γέμισε το κατσαρόλι με νερό, άναψε το γκάζι, έβαλε τρία σακουλάκια τσαγιού στην τσαγιέρα, αφού έλεγξε αν ήταν άδεια, και πήγε να συνεχίσει με τα πιάτα.

    «Πήγαινε να ντυθείς , μπαμπά», του είπε όταν εκείνος γύρισε και πήρε την πετσέτα που κρεμόταν σε μια κρεμάστρα πίσω από την πόρτα. «Θα φτιάξω μερικά τοστ να φάμε και το τσάι θα είναι έτοιμο μέχρι τότε. Άντε, πήγαινε, και μην αργήσεις πολύ».

    Πήρε τα σακουλάκια με το τσάι, τα έβαλε στην τσαγιέρα και μετά έριξε το τσάι στα φλιτζάνια. Έβγαλε την τάπα από τον νεροχύτη και άναψε την ψηστιέρα. Είχε φέρει το δικό της φαγητό, όπως έκανε συνήθως, επειδή ο Γουίλι σπάνια πήγαινε στα μαγαζιά, και μέσα στο ψυγείο του δεν είχε σχεδόν τίποτα. Θα το τακτοποιούσε και αυτό αργότερα, αλλά πρώτα ήθελε να φάει το πρωινό της.

    Όσο ζεσταινόταν η ψηστιέρα, θυμήθηκε τη σκυλίτσα, και έβαλε τα αποφάγια που είχε φέρει στο μπολ της. Κάπου θα υπήρχε και καμιά μισοφαγωμένη κονσέρβα για σκύλους στο ψυγείο, αλλά αυτό μπορούσε να περιμένει για αργότερα, αφού στην Κίντι άξιζε μια στο τόσο να τρώει και καμιά άλλη λιχουδιά.

    Λίγο πριν ακούσει τον πατέρα της να κατεβαίνει, τίναξε το τραπεζομάντηλο έξω από την πόρτα, έβαλε ένα καινούργιο και πάνω τοποθέτησε το πρωινό.

    «Είδες που όταν θέλεις, μπορείς να γίνεις όμορφος, μπαμπά;»

    «Δεν πρόκειται να με δει κανείς, οπότε ποιος ο λόγος; Δεν έβγαλες καμιά μπύρα με το σαγανάκι».

    «Όχι, αρκετή μπύρα πίνεις όλη τη μέρα, δε χρειάζεται να την πίνεις και για πρωϊνό».

    «Η μπύρα για μένα είναι σαν το τυρί, είναι παράδοση. Ουαλική παράδοση. Είναι ένα Ουαλικό έθιμο αιώνων, εσένα όμως σου αρέσει να τρως το σαγανάκι σου σε αγγλικό στυλ, χωρίς μπύρα».

    «Κάποια μέρα θα είσαι ευγνώμων, και το σοκ θα είναι τόσο μεγάλο που θα το φυσάς και δε θα κρυώνει. Οι γονείς παραπονιούνται πως τα παιδιά τους είναι αγνώμονα, αλλά οι ηλικιωμένοι, ή εσύ τέλος πάντων, ε΄΄ισαι πολύ χειρότερος».

    «Συγνώμη, Μπέκι» της είπε κοιτάζοντάς την. «Πραγματικά εκτιμώ τα όσα κάνεις για μένα, αλήθεια στο λέω... μόνο που εμείς οι γέροι, έχουμε τους δικούς μας τρόπους και μας αρέσει. Η μητέρα μου, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή της,  έβαζε πάντα μπύρα με το λιωμένο τυρί στον πατέρα μου, και η μητέρα σου, το έκανε πάντα και σε μένα. Μετά από εξήντα χρόνια συνήθειας, μου ζητάς τώρα να την αλλάξω;»

    «Ναι, μπαμπά...και τώρα, άσε πια την αναθεματισμένη την μπύρα, εντάξει;»

    «Αααα... πρόσεχε πώς μιλάς, Μπέκι! Η μητέρα σου δεν επέτρεπε ποτέ να λέμε αυτά τα λόγια σε αυτό το σπίτι, και ούτε θα το κάνω εγώ τώρα. Άλλη μια κακή συνήθεια που απέκτησες στο αγγλικό κολλέγιο».

    «Όχι, δεν το έμαθα από κει, αλλά από σένα».

    Ο Γουίλιαμ δεν ήταν σίγουρος για το αν αυτό ήταν αλήθεια ή όχι, αλλά αποφάσισε να μη το συνεχίσει. «Το τσάι είναι υπέροχο και το σκέτο τυρί είναι μια ωραία αλλαγή, φτάνει να γίνεται μια φορά στο τόσο», είπε εκείνος.

    «Η αλήθεια είναι πως ήξερα ότι πιθανόν να υπήρχε μπύρα στο ψυγείο, αλλά δεν μπορούσα να πάω ως εκεί να την φέρω πριν φάω».

    Ο πατέρας της γέλασε. «Ναι, αυτό το καταλαβαίνω! Ούτε κι εμένα μου αρέσει να πηγαίνω ως εκεί...ειδικά όταν είναι σκοτεινά. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να καραδοκεί εκεί μέσα.  Ίσως κάτι να σου δαγκώσει το χέρι!» και προσπάθησε να της αρπάξει το χέρι.

    Εκείνη το τράβηξε εγκαίρως, συμμετέ4χοντας σε αυτή την πλάκα.

    «Γιατί ζεις έτσι, μπαμπά; Δεν υπάρχει κανένας λόγος, σωστά; Μιλάς για παραδόσεις, ενώ η μαμά κρατούσε αυτό το σπίτι πεντακάθαρο. Ήταν περήφανη για αυτό, σίγουρα αν ερχόταν τώρα εδώ μέσα θα ντρεπόταν πολύ».

    «Εδώ κάνεις λάθος, δεσποινίς έξυπνη, με την αγγλική, κολεγιακή σου μόρφωση. Μιλάω συχνά με τη μητέρα σου μέσα σε αυτούς τους τοίχους».

    «Το ξέρω, μπαμπά,  αλλά βάζω στοίχημα ότι συχνά θα κουνάει το κεφάλι της βλέποντας σε τι κατάσταση έχεις το σπίτι. Μύριζε σα χαβούζα σήμερα το πρωί...μπύρα, ουίσκι, ακαθαρσίες σκύλου και παλιό, σάπιο φαγητό. Παραλίγο να κάνω έμετό!»

    «Συγνώμη, ξέρω πως μερικές φορές το παρακάνω με το σπίτι. Ωστόσο, δεν υπάρχει πια καν ένα κίνητρο για μένα. Μερικές φορές προσπαθώ, αλήθεια. Όμως δεν έχω πια τη δύναμη της θέλησης, μάλλον».

    «Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μας; Θα θέλαμε πολύ να έρθεις και στο έχουμε ζητήσει πολλές φορές. Αυτό το σπίτι είναι πολύ μεγάλο για ένα άτομο, ειδικά για κάποιον σαν εσένα που δεν έχει μάθει ποτέ να μένει μόνος του και να φροντίζει ένα σπίτι. Δεν είσαι πια νέος, μπαμπά, έχεις ρευματικά, πονάει η πλάτη σου και τα πόδια σου είναι πρησμένα».

    «Εσύ με έστειλες κατευθείαν στην μάντρα με τα παλιοσίδερα. Κοίτα, ξέρω ότι το λες από ευγένεια, αλλά δεν μπορώ να φύγω από αυτό το σπίτι. Έχω πάρα πολλές αναμνήσεις από πρόσωπα και καταστάσεις εδώ μέσα και εγώ και η γριά Κίντι. Αλλά και πάλι, αν φύγαμε από δω, η μητέρα σου θα ήταν μόνη».

    «Το ξέρω ότι το πιστεύεις αυτό, μπαμπά, αλλά νομίζω πως αν υπάρχουν φαντάσματα, και δε βλέπω το λόγο γιατί να μην υπάρχουν, τότε μπορούν να πάνε όπου θέλουν. Δεν μένουν δεμένα σε μια τοποθεσία».

    «Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Ακούς συχνά για ένα μέρος ή σπίτι που είναι στοιχειωμένο, σωστά; Βασικά, δε μου αρέσει και τόσο η λέξη «στοιχειωμένο», αλλά νομίζω ότι τα φαντάσματα, όπως και οι άνθρωποι, δένονται με ένα μέρος και μένουν εκεί».

    «Μα γιατί να δένονται; Δε βγαίνει νόημα».

    «Αν το καλοσκεφτείς, βγαίνει. Εμείς, ως σώματα, δενόμαστε με φίλους, με την οικογένεια και την περιουσία μας. Αν πέθαινα αύριο, δε σημαίνει ότι εσύ θα μπορούσες να πας να μείνεις στη Ζιμπάμπουε, σωστά; Αν πέσει μετεωρίτης σε αυτή τη φάρμα, δε θα φύγω για να πάω να ζήσω στην πόλη, στη Σκωτία, έτσι; Όχι, και  βέβαια όχι. Είμαι συναισθηματικά δεμένος με αυτό το μέρος. Μένω εδώ και αν χρειαστεί να φύγω για λίγο, πάλι γυρίζω πίσω. Έτσι κάνει το ενενήντα τοις εκατό των ανθρώπων. Μόνο όσοι είναι περίεργοι φεύγουν για μεγάλο χρονικό διάστημα αν και οι περισσότεροι από αυτούς, πεθαίνουν στο σπίτι τους. Στο λέω, τα φαντάσματα, ή οι άνθρωποι χωρίς σώματα, κάνουν πράγματα για τους ίδιους λόγους που τα κάνουν και εκε3ίνοι που έχουν σώματα».

    «Αλήθεια, έχεις δει ποτέ τη μαμά πρόσωπο με πρόσωπο;»

    «Είναι πολύ δύσκολο να σου απαντήσω σε αυτό, αγάπη μου. Σου μιλούσα σήμερα το πρωί, αλλά είχες γυρισμένη την πλάτη και δεν μπορούσες να με δεις. Παρόλα αυτά, αυτό δε σε εμπόδισε να ξέρεις ότι εγώ ήμουν πίσω σου, σωστά; Όμως, για να σου απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν την έχω δει ποτέ, ούτε είχαμε ποτέ κάποια συζήτηση, όπως με  εσένα τώρα. Παρόλα αυτά, νομίζω πως την έχω δει στα γρήγορα μέσα στην τηλεόραση και έχω ακούσει τη φωνή της μέσα στο μυαλό μου».

    «Βλέπεις τη μαμά μέσα στην τηλεόραση; Το έχω δει σε ταινίες αυτό, αλλά δεν έχω ακούσει ποτέ ότι συνέβη στ’ αλήθεια. Είσαι σίγουρος;»

    «Όχι, δεν εννοούσα καθόλου αυτό! Μπορεί να δω την εικόνα της σε ένα παράθυρο, στον ατμό της κατσαρόλας ή στις σκιές του σπιτιού. Έχω μια θεωρία πάνω σε αυτό. Η μητέρα σου δεν έχει μάθει πώς να προστατεύει τον εαυτό της ακόμα, και δεν ξέρω τι ακριβώς γυρεύω. Καταλαβαίνεις;»

    «Δεν είμαι σίγουρη. Ο πεθαμένος είναι πεθαμένος, σωστά;»

    «Έτσι υποθέτει ο κόσμος, αλλά κανείς μας δεν ξέρει στ’ αλήθεια, έτσι; Ή για να το πω αλλιώς... κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι γνωρίζουν. Υπάρχει κάποιος που επιμένει ότι είναι το δεξί χέρι του Θεού, όμως ο Θεός δεν τον έχει βοηθήσει να το αποδείξει. Ωστόσο, εκτοξεύεται στον κόσμο από τα καθολικά μέσα σαν να είναι αδιαμφισβήτητο ευαγγέλιο. Πώς γίνεται να ξεφύγει κανείς από αυτό σε αυτή την εποχή;

    «Αν υπάρχει μετενσάρκωση, και είμασταν ξανά πεθαμένοι, τότε τι άλλο υπάρχει για να μάθουμε;»

    «Με το ίδιο σκεφτικό, αν υπάρχει μετενσάρκωση, έχουμε ξαναγεννηθεί, όμως πρέπει να μάθουμε από την αρχή πώς να περπατάμε, να μιλάμε και να συμπεριφερόμαστε. Ίσως, οι πεθαμένοι, να πρέπει να ξαναμάθουν πώς να κάνουν τα σώματά τους πιο λαμπερά ή πιο πυκνά για να μπορούμε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1