Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ξαφνικά μέσα στην νύχτα
Ξαφνικά μέσα στην νύχτα
Ξαφνικά μέσα στην νύχτα
Ebook184 pages2 hours

Ξαφνικά μέσα στην νύχτα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Τα μυστικά, τα ψέμματα, η διπλή ζωή, οι παράνομες πράξεις συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα στη ζωή της Ναταλίας. Όταν τα ανακαλύπτει, όλα αλλάζουν, ακόμη και οι άνθρωποι δίπλα της και η αγάπη της σαρώνει τα πάντα. Γιατί αυτό που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο από τον λαβύρινθο του μυαλού του, αυτό που μπορεί να τον βγάλει ακόμα κι από το πιο βαθύ σκοτάδι, αυτό που μπορεί να κάνει κάθε ώρα του γιορτή, είναι πάντα η αγάπη, χωρίς θυσίες, χωρίς πίεση, χωρίς ίσως, όχι και αν. Η αγάπη που για να είναι αληθινή, πρέπει να είναι πάντα Ελεύθερη.
LanguageΕλληνικά
PublisherBookRix
Release dateApr 4, 2024
ISBN9786188372627
Ξαφνικά μέσα στην νύχτα

Related to Ξαφνικά μέσα στην νύχτα

Related ebooks

Reviews for Ξαφνικά μέσα στην νύχτα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ξαφνικά μέσα στην νύχτα - Αναστασία Γιδάκου

    Κεφάλαιο1

    Ήταν ακόμα, νύχτα βαθιά και το σκοτάδι πυκνό, ο ύπνος τύλιγε γαλήνια το παντρεμένο ζευγάρι που απολάμβανε τα απαλά σκεπάσματα του κρεββατιού του. Λίγα  λεπτά  όμως αργότερα, αυτό έμελε ν’ αλλάξει.

    Ξαφνικά μέσα στην νύχτα, εκείνη άνοιξε απότομα, τα μάτια και κοίταξε έντρομη γύρω της. Στο υπνοδωμάτιο βασίλευε απόλυτη ησυχία και ο άντρας της κοιμόταν σαν μωρό.

    Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε μια ζακέτα και βγήκε από το δωμάτιο, προχώρησε στον διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο της και μπήκε μέσα κλείνοντας σιγά την πόρτα.

    Μόλις άναψε το φως αποκαλύφθηκε το μεγάλο δωμάτιο, με την ξύλινη επένδυση στους τοίχους και τα κλασσικά έπιπλα, που το στόλιζαν σ’ όλο του το εύρος.

    Στην μια άκρη υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι που επάνω βρίσκονταν πλήρες σε σύγχρονα μηχανήματα όλα όσα χρειάζεται ένα γραφείο. Στο κέντρο ένα μεγάλο τζάκι δέσποζε και στο υπόλοιπο δωμάτιο ένα σαλόνι, τραπεζάκια και δυό μικρά σκαμπώ.

    Στο πάτωμα, ακριβά χαλιά συμπλήρωναν το ντεκόρ και τους τοίχους κοσμούσαν πίνακες αξίας, τα μεγάλα παράθυρα καλύπτονταν από κουρτίνες σε χρώματα της κρέμας με λίγους τόνους ανοικτή μέντας, που έδενε αρμονικά με τον χώρο.

    Με μηχανικές κινήσεις άνοιξε τον υπολογιστή και άρχισε να γράφει ασυναρτησίες, απλά κολλούσε την μια λέξη πίσω από την άλλη χωρίς νόημα, έπρεπε κάπως να αποσυμφορήσει το μυαλό της από όσα της συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό.

    Όσο τα δάχτυλά της περιδιάβαιναν πάνω στο πληκτρολόγιο, το μυαλό της πετούσε σε σκέψεις που την βασάνιζαν και την έκαναν να χάνει τον ύπνο και την ησυχία της.

    Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να τρέμει και τα δόντια της να κροταλίζουν, τότε μόνο κατάλαβε πως αυτό που φορούσε ήταν ένα λεπτό ζακετάκι, ο μήνας Ιανουάριος και αυτή από μέσα σχεδόν γυμνή, φορώντας μόνο ένα φανελάκι και το εσώρουχο της.

    Αν και μέσα στην καρδιά του χειμώνα, όταν σηκώθηκε από το κρεββάτι ήταν κάθιδρη, παρ’ όλο το κρύο που λυσσομανούσε έξω.

    Η βροχή έπεφτε με δύναμη στα τζάμια κι οι κεραυνοί έσκιζαν παρατεταμένα τον ουρανό.

    Άφησε για λίγο το ασύνδετο κείμενο που έγραφε, σηκώθηκε από το γραφείο και πήρε στα χέρια της, μια κουβερτούλα που βρήκε στον απέναντι καναπέ, άναψε το τζάκι και μόλις η φωτιά πήρε να φουντώνει, έβαλε  ένα τσιγάρο στο στόμα της και πήγε προς το παράθυρο.

    Το μεγάλο ρολόι πάνω στο τζάκι έδειχνε τέσσερις και δέκα, ο καπνός άρχισε να απλώνεται στον χώρο και να την τυλίγει όπως οι σκέψεις της.

    Ήταν τόσο ήρεμη και συγκροτημένη μέχρι πριν λίγο καιρό, ήξερε τι ήθελε και που πηγαίνει, όλα ήταν σχεδιασμένα με απόλυτη ακρίβεια.

    -Και τώρα; αναρωτήθηκε ψιθυριστά.

    Σαν σε όνειρο, άρχισε να ξαναζεί την πρώτη μέρα, την ημέρα που όλα άλλαξαν για πάντα.

    Δυο μήνες πριν...

    Ήταν μια μέρα τόσο συνηθισμένη κι όπως κάθε μέρα η Ναταλία σηκώθηκε νωρίς το πρωί, αποχαιρέτησε τον άντρα της για το γραφείο του κι άρχισε να μαζεύει το σπίτι.

    Σήμερα δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει, σκόπευε να μπει στο διαδίκτυο, για να ψάξει μια συνταγή που άρεσε στον καλό της και με την ευκαιρία, να πει μια καλημέρα στους διαδικτυακούς της φίλους.

    Ήταν πολύ ικανοποιημένη από την ήμερη ζωή της η Ναταλία, παλιότερα όταν ήταν πιο νέα, είχε μια πολύ έντονη κοινωνική ζωή, γνωριμίες πολλές και διάφορες, ήταν μονίμως περιτριγυρισμένη από φίλες και φίλους.

    Το σπίτι της την έβλεπε ελάχιστα, αν και αυτό ήταν σκόπιμο, μιας και της άρεσε να ζει έντονα χωρίς να δίνει λογαριασμό για τις κινήσεις της και το γεγονός πως δεν είχε τίποτα κοινό με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

    Ο καθένας ακολουθούσε τον δρόμο του και το καλύτερο που μπορούσε να κάνει, ήταν να λείπει όσο το δυνατόν περισσότερο από αυτό το κλουβί με τους τρελούς.

    Επειδή όμως «ουδέν κακό αμιγές καλού» η Ναταλία είχε μια καλή δουλειά, την οικονομική της άνεση και τόσο κόσμο που συναναστρεφόταν.

    Είχε όμως και μια αρχή που την κράτησε σαν φάρο αναμμένο στην μέχρι τώρα ζωή της.

    «Αυτούς που αγαπάμε δεν τους πληγώνουμε ποτέ.» 

    Τουλάχιστον όχι σκόπιμα, γιατί λάθη κάνουμε όλοι.

    Μέσα στο πέρασμα των χρόνων, με τις εμπειρίες να μαζεύονται στην ζωή της, πέρασε από τις μεγάλες απογοητεύσεις και τους αδιάφορους τύπους, στον ένα και μοναδικό, στον άντρα της ζωής της τον Μάρκο. 

    Όταν συναντήθηκαν εκείνος είχε ήδη μια στρωμένη ζωή, οι επιχειρήσεις του που ξεκίνησε πριν λίγο καιρό, πήγαιναν περίφημα κι εκείνη είχε τελειώσει πριν λίγα χρόνια τις σπουδές της, άνθρωποι νέοι άλλα και ώριμοι που γνωρίζουν τι θέλουν πια από την ζωή.

    Η Ναταλία ήταν αυτό που λέμε διαχρονικά όμορφο θηλυκό κι εκείνος ένας πολύ γοητευτικός άντρας, με μυαλό κατασταλαγμένο, ικανός να κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη.

    Ο έρωτας τους ήταν πολύ δυνατός  και σύντομα ήρθε ο γάμος που τους έκανε να πετούν στα σύννεφα όπως κάθε ερωτευμένο ζευγάρι.

    Η σχέση τους για πολλά χρόνια ήταν αρμονική και έδινε ο ένας στον άλλο τα πάντα, με πολύ αγάπη και πάθος.

    Αυτό που περίμεναν και οι δύο στην διάρκεια των χρόνων ήταν να τους ευλογήσει η ζωή, με ένα παιδί το οποίο δεν ήρθε ποτέ.

    Έτσι το ζευγάρι αποφάσισε να μην ζορίσει τα πράγματα και συνέχισε την καθημερινότητα του.

    Ο Μάρκος ήταν ένας πολυάσχολος άνθρωπος που λόγω δουλειάς αλλά και σαν χαρακτήρας, είχε πολύ έντονη κοινωνική ζωή, ενώ ταξίδευε συχνά για τις ανάγκες της επιχείρησης  του.

    Την γυναίκα του την λάτρευε και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, αλλά εκείνη ήταν αλλιώς πια, της άρεσε πλέον η ήρεμη ζωή, οι εκδρομές στην φύση, το θέατρο και οι μουσικές παραστάσεις στις οποίες μερικές φορές συνοδευόταν από τον άντρα της.

    Η αλήθεια ήταν πως η Ναταλία ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε τον κόσμο με διαφορετικά μάτια, όλα της τα νεανικά χρόνια, ήταν αυτό που λέμε ατίθαση καρδιά, παρέες φίλοι, φίλες, ξενύχτια και άγρια ζωή.

    Όταν γνώρισε τον Μάρκο, πίστεψε πως βρήκε την αδερφή ψυχή στον εξωστρεφή χαρακτήρα της, όμως σιγά-σιγά άρχισε να αλλάζει, γαλήνεψε στην αγκαλιά του ανθρώπου που ένιωθε ότι την αγάπησε πραγματικά και της πρόσφερε απλόχερα το αίσθημα της ασφάλειας που όλες οι γυναίκες επιθυμούν.

    Αυτό βέβαια έγινε όχι με την μεγάλη ομολογουμένως οικονομική του επιφάνεια, αλλά με τον σταθερό του χαρακτήρα και την αγάπη του προς εκείνη.

    Η Ναταλία επιθυμούσε σαν αποτοξίνωση αυτό το κλείσιμο στον εαυτό της, που για πολλά χρόνια της έκανε καλό, μπόρεσε να βρει την εσωτερική της γαλήνη και να επουλώσει τις πληγές της.

    Όλα της τα χρόνια, προσπαθούσε να ξεφύγει από το «χάρισμα», ένα χάρισμα που την είχε τρομοκρατήσει στα νεανικά της χρόνια και προσπάθησε να το θάψει όσο πιο βαθειά μπορούσε, για να θάψει μαζί του και τον φόβο που της προκαλούσε.

    Όμως αλλοίμονο, αυτό που όλα της τα χρόνια πολεμούσε να θάψει, τώρα πια θα φούντωνε σαν δέντρο που έχει βαθιές ρίζες και τίποτα δεν μπορεί να το κουνήσει από την θέση του. 

    Όλα τα προβλήματα που πέρασαν από πάνω της, της άφησαν, μια μόνο επιθυμία, την ηρεμία.

    Μόνο που ακόμα και η ηρεμία θέλει σωστή διαχείριση, γιατί αλλιώς μπορεί να γίνει αγκύλωση.

    Είχε πολύ καλή διάθεση εκείνη την μέρα όταν σ’ ένα απλό σερφάρισμα στο διαδίκτυο, είδε ένα μήνυμα από κάποιον που μέχρι εκείνη την στιγμή της ήταν εντελώς άγνωστος.

    «Καλημέρα» έγραφε το μήνυμα κι εκείνη θεώρησε σωστό να ανταποδώσει την καλημέρα.

    Από εκείνη την στιγμή θα άρχιζε ένα τρομακτικό και συνάμα τόσο λυτρωτικό ξύπνημα για εκείνην που θα το θυμόταν μέχρι το τέλος της ζωής της.

    -Καλημέρα και σε σένα! απάντησε.

    -Σε λένε πραγματικά Ναταλία; ρώτησε ο συνομιλητής της.

    «Τι βλακείες ρωτάει τώρα» σκέφτηκε

    -Και βέβαια, εσένα σε λένε όντως Στέφανο; 

    -Ναι και έχω να σου πω πως είσαι πολύ όμορφη, μ’ έχεις θαμπώσει.

    Εκείνη την στιγμή η Ναταλία θυμήθηκε πως η φωτογραφία που είχε βάλει στο προφίλ της, ήταν από τα άγρια χρόνια της προ Μάρκου και έσπευσε να την ξανακοιτάξει για να δει τι του άρεσε τόσο πολύ.

    Και τότε ήρθε το πρώτο σοκ, στην φωτογραφία της χαμογελούσε μια όμορφη πολύ νέα γυναίκα γεμάτη ζωή, η λάμψη στα μάτια της και η ομορφιά της την εντυπωσίασε.

    «Χριστέ μου εγώ είμαι!» σκέφτηκε και κοίταξε τον καθρέπτη απέναντι της.

    Είδε μια άλλη γυναίκα επίσης όμορφη αλλά τόσο διαφορετική.

    «Όμως κι αυτή, εγώ είμαι» ψέλλισε αδύναμα.

    Τα μηνύματα έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο, όλο και πιο απελευθερωμένα.

    Ήταν πολύ ευγενικά βέβαια, αλλά ολοένα και ο θαυμασμός του συνομιλητή της αυξανόταν.

    Η Ναταλία κατάλαβε πως ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της σύνδεσης δεν γοητεύτηκε από εκείνην, αλλά από την φωτογραφία της καλλονής που εδώ και τόση ώρα της χαμογελούσε με αυταρέσκεια.

    Μίλησαν αρκετή ώρα, ο Στέφανος είχε μια ωριμότητα στα λόγια του και ήταν αυτό που λέμε ευχάριστος τύπος.

    Μιλούσαν χαλαρά για διάφορα θέματα και κάποια στιγμή η συζήτηση έλαβε τέλος. 

    Την άλλη μέρα, επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό, η Ναταλία αποχαιρετά τον Μάρκο στην πόρτα και πάει να συναντήσει διαδικτυακά τον νέο της φίλο.

    Δεν είχε σκοπό να προχωρήσει την γνωριμία μαζί του και σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο  να τον συναντήσει, απλώς θα περνούσε την ώρα της ευχάριστα.

    Στην οθόνη του υπολογιστή ξεπρόβαλε το πρώτο μήνυμα, που άρχισε με τις γνωστές καλημέρες.

    Η Ναταλία ένιωσε το αίμα της να κυλά πιο γρήγορα και μια γλυκεία ζέστη να φουντώνει στα μάγουλα της, καθώς ο συνομιλητής της, άρχισε σιγά-σιγά το φλερτ.

    Παρ’ όλο που εκείνος έπαιρνε όλο και πιο πολύ θάρρος από την ανοχή της στα κομπλιμέντα του, εκείνη δίσταζε να πει πως την γοήτευε ο τρόπος του, άλλωστε για την ίδια αυτό ήταν μόνο ένα παιχνίδι για να περνά ευχάριστα η ώρα.

    Το γεγονός πως ήταν κρυμμένη πίσω από έναν ψυχρό υπολογιστή την βοηθούσε να ελέγχει τα πράγματα κι αυτό την έκανε να νιώθει πως είχε το πάνω χέρι.

    Στις επόμενες εβδομάδες, το σκηνικό παρέμεινε ίδιο, την ίδια ώρα, με τα ίδια λόγια και τις παρακλήσεις που γίνονταν όλο και πιο πιεστικές για να βρεθούν από κοντά.

    Είχε γίνει πια, η αγαπημένη της συνήθεια το να μιλά μαζί του, όλη την ημέρα μέχρι ν’ ακούσει τα κλειδιά του Μάρκου στην πόρτα.

    Ο άντρας της ήταν σχεδόν πάντα απορροφημένος στην δουλειά του, αυτό τον καιρό δε, περισσότερο από ποτέ.

    Την Ναταλία ατημέλητη δεν θα την έλεγες ποτέ αλλά με τον καιρό είχε λίγο αφήσει τον εαυτό της ή έτσι νόμιζε  η ίδια, άλλωστε για τις γυναίκες τίποτα όσον αφορά τα ψώνια και τον καλλωπισμό δεν είναι ποτέ αρκετό.

    Μέσα σε λίγες μέρες  φροντίδας σ’ ένα πολυτελές σπα, με όλα τα γυναικεία «όπλα» κατάφερε να νιώσει καλύτερα.

    Άλλος άνθρωπος ένιωθε κι αυτός ο άνθρωπος ήταν περιχαρής.

    Λίγη διαιτίτσα και τα παντελόνια άρχισαν να κλείνουν πιο εύκολα, οι φούστες, να της κάνουν  την χάρη, να αγκαλιάσουν το κορμί της, με μεγαλύτερη άνεση.

    Σε μια από τις συνηθισμένες συνομιλίες τους, ο Στέφανος παρακαλώντας, ή σχεδόν απαιτώντας  το, ζήτησε να μιλήσουν στο τηλέφωνο.

    Δεν ήθελε πια να πει όχι, του έστειλε τον αριθμό του κινητού της, το οποίο σχεδόν αμέσως χτύπησε.

    Στην οθόνη της ένας άγνωστος αριθμός έκανε την εμφάνιση του, μια φλέβα στον λαιμό της άρχισε να χτυπάει λίγο πιο δυνατά, κάποια δευτερόλεπτα μετά αποφάσισε να απαντήσει.

    Από την άλλη άκρη του σύρματος, μια υπέροχη φωνή, άκρως ερωτική, βελούδινη, την ευχαριστούσε για  την ευκαιρία να την νιώσει πιο κοντά του.  Ο Στέφανος είχε καταφέρει να την πλησιάσει ακόμα περισσότερο, κι ένιωθε ασυγκράτητα χαρούμενος.

    Άρχισαν να συνομιλούν

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1