Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει
Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει
Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει
Ebook490 pages6 hours

Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η μαγιάτικη νύχτα αγκαλιάζει στοργικά τις Συρακούσες. Η πόλη κοιμάται αναπαυμένη στην υπόσχεση του σικελικού καλοκαιριού. Στο κέντρο του αρχαιοελληνικού θεάτρου εμφανίζεται ένα περίεργο αντικείμενο. Η νύχτα ατροφεί, ο ήλιος νωχελικός ετοιμάζεται να παντρέψει ουρανό και θάλασσα. Μα το ξημέρωμα χαλά τις προσδοκίες και σκορπά τον θάνατο. Η πόλη ξυπνά. Η χώρα μουδιάζει. Ο κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη τι έρχεται. Η πάλη με το κακό αρχίζει... Στην κορύφωση της φρίκης ο Ορέστης γεννιέται στην Αθήνα και από την πρώτη ημέρα της ζωής του γίνεται ο πιο μισητός και λατρεμένος άνθρωπος στον πλανήτη. Ωστόσο, το διακύβευμα δεν χωρά συναισθήματα: Το παιδί πρέπει με κάθε θυσία να φτάσει στα 19 του χρόνια...

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 26, 2023
ISBN9789606263392
Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει

Related to Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει

Related ebooks

Related categories

Reviews for Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει - Ηλίας Φέκκας

    orestis-cover-1044x1536.jpg

    τίτλος συγγράματος: Ο Ορέστης δεν πρέπει να πεθάνει

    συγγραφέας: Ηλίας Φέκκας

    έκδοση ebook: Οκτώβριος 2020

    isbn: 978-960-626-339-2

    διεύθυνση έκδοσης: Βαλάντης Ναγκολούδης

    atelier: Αντώνης Καραναύτης, Γιάνννης Ερμείδης, Λυδία Χατζήμαρκου

    φιλολογική επιμέλεια: Ζωή Τσούρα

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Ηλίας Φέκκας γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία-Γλωσσολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο και εργάστηκε ως υπεύθυνος σπουδών σε µεγάλο φροντιστηριακό όµιλο. Από το 2008 σε µία αυθόρµητη και ενστικτώδη απόφαση µετακόµισε στο Κλωνί, ένα µικρό χωριό της Φθιώτιδας, όπου ζει µε την οικογένειά του και εργάζεται ως φιλόλογος και αγρότης. Το 2017 αποφοίτησε µε άριστα από το τµήµα Ευρωπαϊκού Πολιτισµού του ΕΑΠ. Γνωρίζει τέσσερις γλώσσες, πιάνο και κιθάρα. Το πρώτο του ποίηµα το έγραψε στη Β’ Δηµοτικού και από τότε δεν άφησε ποτέ το µολύβι. Έχει γράψει ποιήµατα, διηγήµατα, νουβέλες, δοκίµια και µυθιστορήµατα. «Ο Ορέστης Δεν Πρέπει να Πεθάνει» είναι η πρώτη του εκδοτική προσπάθεια.

    Ο ΟΡΕΣΤΗΣ (ΔΕΝ)

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

    Μην κάνεις πίσω τώρα!»

    Οι λέξεις δεν ακούστηκαν. Ο Ορέστης ούτε καν τις ψιθύρισε! Τις σχημάτισε αργά ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του με τα μάτια σφραγισμένα και τους πλαϊνούς αδένες του λαιμού του τεντωμένους ως τα όριά τους. Ο αντίχειρας και ο μέσος του σε μια συντονισμένη κίνηση άγγιξαν το αντικείμενο, όπως ο έμπειρος εραστής ψηλαφεί με τα χείλη του για πρώτη φορά τα λαγόνια της ερωμένης του. Στην πρώτη επαφή ανατρίχιασε σύγκορμος. Πριν η ανατριχίλα απλωθεί από το κεφάλι ως τα ακροδάχτυλά του, τα έφερε λίγα χιλιοστά προς τα πίσω. Ξεφύσηξε από τα ρουθούνια παλεύοντας να μην ακουστεί στα μικρόφωνα ο αέρας που εγκατέλειπε τα πνευμόνια του. Ξανάφερε τα δάχτυλα στη θερμή επιφάνεια με τη βελούδινη υφή και άρχισε να τα ωθεί σταθερά. Από ώρα το αντικείμενο είχε χάσει τη διαφάνειά του. Για άλλη μια φορά έμοιαζε με θολωμένο τζάμι. Ένα μέρος της πλατιάς επιφάνειας, ορθογώνιο σαν πόρτα που ανοίγει προς τα πάνω, φάνηκε να διαγράφεται και να ξεχωρίζει από το αντικείμενο. Από το άνοιγμα, που διευρυνόταν συνεχώς, δεν φαινόταν η άλλη πλευρά της σκηνής του θεάτρου. Αντίθετα, από μέσα του ξεχυνόταν ένα φως εκτυφλωτικό, επιθετικό, καθάριο. Οι τοποθετημένες από την πίσω πλευρά του αντικειμένου κάμερες δεν κατέγραφαν κανένα χώρισμα, καμία δραστηριότητα. Ο Ορέστης έφερε τον βραχίονα του άλλου χεριού στο κεφάλι και κάλυψε τα μάτια του. Το φως είχε απορροφήσει όλο το μπροστινό μέρος του κορμιού του. Η είσοδος ήταν πια ανοιχτή. Όσοι παρακολουθούσαν τις οθόνες από την κάμερα που είχε τοποθετηθεί στα ρούχα του έκλεισαν ενστικτωδώς τα μάτια τους τυφλωμένοι από τη λάμψη. Γύρισε το κεφάλι του προς την αντίθετη μεριά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έφερε ξανά το κορμί του στην ευθεία προς τη σχηματισμένη θύρα. Το φως είχε χάσει την οξύτητά του. Είχε γίνει πιο απαλό και γαλήνιο, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να κατανοήσει την πηγή του. Με τα μάτια του καλυμμένα, ο Ορέστης προχώρησε προσέχοντας τα βήματά του. Το φως λιγόστευε. Έλπιζε ότι σε λίγο θα έβλεπε καθαρά. Ότι σε λίγα δευτερόλεπτα όλα θα είχαν τελειώσει.

    Προετοιμαζόταν χρόνια γι’ αυτό. Ζούσε και ανέπνεε αποκλειστικά γι’ αυτή τη στιγμή. Κάθε ματιά της μητέρας του, κάθε κουβέντα του πατέρα του, κάθε χαμόγελο των φίλων του, κάθε φιλί της Ευρυδίκης ήταν εμποτισμένα με την υπενθύμιση μιας μοίρας που έθετε ως επίκεντρο της αδυσώπητης, ισοπεδωτικής της πορείας τούτη την ώρα. Είχε απαντήσεις για πολλά από τα ανθρώπινα μυστήρια. Αυτή, όμως, ήταν η τραγωδία του. Η φύση τον ειρωνευόταν. Του έδωσε σπάνια ευφυΐα, ώστε να μπορεί να γνωρίζει όσα ελάχιστοι, αλλά να αγνοεί την απάντηση για το κρισιμότερο ερώτημα της ζωής του: Γιατί έπρεπε να υποστεί αυτό που τώρα συνέβαινε… Τον τυράννησε για χρόνια. Εδώ και καιρό, ωστόσο, είχε συμβιβαστεί. Είχε πάψει να αναρωτιέται γιατί και πώς. Μόνο η φωτιά που έκαιγε τα σωθικά του τον απασχολούσε.

    «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη με ξέρει. Κι όμως, εγώ δεν γνωρίζω από κοντά παρά ελάχιστους ανθρώπους», είχε πει στην κοπέλα του το προηγούμενο καλοκαίρι.

    «Καλά, δεν χάνεις και πολλά πράγματα», απάντησε εκείνη πιάνοντας απαλά τον λαιμό του. «Εγώ γνωρίζω από κοντά πάρα πολλούς, αλλά και πάλι στα δάχτυλα του χεριού μου μετρώ όσους αγαπάω». Άνοιξε την παλάμη της και έπιανε ένα-ένα τα δάχτυλά της ονοματίζοντας τους αγαπημένους της ανθρώπους.

    Ο Ορέστης ζητούσε εμπόδια να περάσει, μα δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Ζητούσε στιγμές μοναξιάς, αλλά η μοναξιά δεν τον καταδεχόταν. Δεν μπορούσε να κάνει ταξίδια. Πραγματικά ταξίδια. Να γυρίζει τον κόσμο χωρίς κανείς να τον ξέρει. Η ζωή του κινούνταν σε ράγες. Επιδίωκε το αυθόρμητο, μα εκείνο τον αποστρεφόταν. Και η αγάπη των άλλων, ακόμα και των πιο κοντινών του ανθρώπων, φιλτράρονταν από το φίλτρο της ανάγκης και του προκαθορισμού.

    Ήταν ίσια η περπατησιά του. Και πώς να μην ήταν, άλλωστε! Ο χρόνος δεν επέτρεψε τα όνειρα. Και τα όνειρα δεν αγαπούν τις ευθείες. Προτιμούσε να μην ονειρεύεται, να μην ακούει τις σειρήνες του απρόσμενου, να μη φωτίζει ποτέ τις σκοτεινές γωνιές όπου κούρνιαζαν οι πόθοι του. Το χαμόγελό του, παγωμένο και απότομο σαν ακονισμένη φαλτσέτα από φρεσκοδουλεμένο ατσάλι, στρογγύλευε τις γωνίες των συναισθημάτων του αφήνοντας τον πυρήνα τους άθικτο, μα τα φτερά τους ακρωτηριασμένα. Τα σκούρα μάτια του, μάτια ανθρώπου σίγουρου και καθαρού, μαγνήτιζαν με τη διαύγεια του σκληρού χιτώνα τους κάθε βλέμμα που τολμούσε να τα στοχεύσει, με τέτοια μανία, που σχεδόν απομυζούσαν τη βούληση του τολμητή. Στα δεκαεννιά του το ελαφρώς μακρόστενο πρόσωπό του φιλοξενούσε ένα στόμα σχετικά πλατύ που σε συνδυασμό με το στέρεο πηγούνι και μια ανεπαίσθητη τραχύτητα στο δέρμα μαρτυρούσε ότι ο νεαρός ακροβατούσε ανάμεσα στην εφηβική και την αντρική φύση του. Η μύτη του φτενή, μα την αδυναμία της αναπλήρωναν τα δυνατά ζυγωματικά και οι αδροί στοματικοί σφιγκτήρες. Τα πυκνά καστανά μαλλιά του, ποτέ κοντοκομμένα, ολοκλήρωναν τη μορφή του. Μια μορφή παράξενα ελκυστική και ανεπιτήδευτα γοητευτική. Όσο ήταν παιδί, κανείς δεν πίστευε ότι θα γινόταν τόσο ψηλός. Λες και η παιδική του ασθενικότητα θέριεψε με τον θυμό που κλιμακωνόταν όσο συνειδητοποιούσε τη διαφορετικότητά του.

    Ο συχνά τραχύς κατά την εφηβεία χαρακτήρας του μαλάκωνε μόνο όταν το βραδάκι άρπαζε κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο από την εντυπωσιακά πλούσια βιβλιοθήκη του και απομονωνόταν στο δωμάτιό του. Οι γονείς του τότε έκλειναν συγκαταβατικά την πόρτα και αποσύρονταν στην κουζίνα, για να συζητήσουν σχετικά με το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας.

    «Μήπως έχει κάτι;»

    «Δεν έχει τίποτα ο γιος σου. Μην κάνεις σαν τις μαμάδες που κοροϊδεύουμε. Θέλει τον χώρο του».

    «Ναι. Καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι έφτασε δεκατεσσάρων ετών».

    «Σ’ το ’λεγα ότι κάποτε θα φτάσει», είπε ο Σίμος ακουμπώντας το κεφάλι του σε αυτό της Αννέτας.

    «Έλα, μη με ειρωνεύεσαι. Μου είναι δύσκολο…»

    «Το ξέρω, αγάπη μου…» είπε χαμηλόφωνα και την αγκάλιασε.

    Ήταν και οι δύο άνθρωποι χαμηλών τόνων, αξιοπρεπείς, απόλυτα αθόρυβοι. Αν δεν είχαν βρει ο ένας τον άλλο, αν ο ντροπαλός Σίμος και η μικροκαμωμένη Αννέτα δεν συναντιούνταν, πιθανότατα θα πορεύονταν στη ζωή ολομόναχοι. Δεν πίστευαν στη μοίρα, αλλά εκείνη δεν τους είχε ανάγκη. Τους ένωσε έτσι κι αλλιώς. Δεν επιδίωξαν να κάνουν παιδί αμέσως. Ως πρώην εργένηδες, προτεραιότητά τους ήταν να προσαρμοστούν στον νέο τρόπο ζωής που είχαν επιλέξει. Έτσι κι αλλιώς, όλα τούς φαίνονταν τόσο παράξενα!

    «Γιατί περιφέρεσαι σε όλο το σπίτι και μπαινοβγαίνεις έτσι στα δωμάτια;» ρώτησε η Αννέτα μία από τις πρώτες μέρες της συγκατοίκησής τους, την ώρα που τακτοποιούσε μερικά βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης τους. Ο Σίμος σταμάτησε σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Ίσιωσε τα γυαλιά του και την κοίταξε.

    «Δυο οδοντόβουρτσες στο ποτηράκι, δυο σερβίτσια στο τραπέζι, δυο κλειδιά για κάθε κλειδαριά, διπλό σετ με πετσέτες στο μπάνιο…»

    Η Αννέτα κούνησε το κουκλίστικο κεφαλάκι της σαν να τον αποκαλούσε τρελό και συνέχισε αυτό που έκανε.

    Όμως, κι εκείνη ζοριζόταν. Το καλάθι των απλύτων γέμιζε πιο γρήγορα, το μπάνιο δεν ήταν άδειο όποτε το επιθυμούσε, οι ώρες του φαγητού έπρεπε να συμφωνούνται από πριν. Άσε που ο Σίμος ήταν λίγο τσαπατσούλης… Δεν πετούσε ποτέ τη ζακέτα του στο ίδιο σημείο! Κάποια έπιπλα και οι μισάνοιχτες πόρτες κινδύνευαν στο πέρασμά του. Δεν ήταν ψηλός. Αλλά ήταν τόσο δεμένο και συμπαγές το σώμα του από κατασκευής και από τη δουλειά που έκανε, ώστε μπορούσε να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του, σαν τον Ταζ από τα Λούνι Τιουνς. Η Αννέτα ήταν λεπτεπίλεπτη και ευαίσθητη σαν πεταλούδα, αλλά ο Σίμος δεν είχε μάθει να συγκατοικεί ούτε με πεταλούδα. Αγαπιούνταν πολύ. Και έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να σιάσουν τους παράλληλους βίους τους. Γι’ αυτό, δεν συζητούσαν καν για παιδί εκείνο το πρώτο διάστημα. Όταν, όμως, ένα πνιγηρό καλοκαιρινό απόγευμα η Αννέτα αντιλήφθηκε ότι ήταν έγκυος και το ανακοίνωσε στον άντρα της, έμειναν όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι, με τα χέρια τους ενωμένα. Μόλις η Αννέτα τού άφησε το χέρι για να σκουπίσει τα δάκρυά της, ο Σίμος βρήκε ευκαιρία να ανάψει τσιγάρο.

    «Και τώρα;» τον ρώτησε.

    «Τι τώρα;»

    «Τώρα που πήραμε αυτό το μήνυμα;» του έδειξε το τεστ.

    «Αυτή τη στιγμή θέλω να απολαύσω τον ήχο του. Από αύριο κάνουμε επανεκκίνηση!» είπε σφίγγοντας το χέρι της.

    Την ευθύτητα και την αξιοπρέπειά του ο Ορέστης την κληρονόμησε και από τους δύο γονείς του. Την ικανότητα να αντιστέκεται στη μικροπρέπεια, όμως, την απέκτησε από τη μητέρα του. Η Αννέτα, μέχρι να γυρίσει ανάποδα η ζωή της, δούλευε στο Υπουργείο Οικονομικών και ερχόταν κάθε μέρα σε επαφή με ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν κατόρθωναν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ήταν ο σύμβουλος και ο ψυχολόγος τους. Με ιώβεια υπομονή, αλλά χωρίς την εκνευριστικά προσποιητή ένδειξη συμπόνιας, τους άκουγε όλους προσεκτικά, στάθμιζε τις αιτιολογήσεις τους, μετέτρεπε το δικό τους πρόβλημα σε δικό της και πάσχιζε να βρει τη λιγότερο επώδυνη λύση μέσα από νόμους και διατάξεις. Η ίδια δεν παραπονιόταν ποτέ. Ακόμα και όταν κάποιος παραφερόταν ξεσπώντας πάνω της για την πραγματική ή επίπλαστη αδικία που τον ταλαιπωρούσε, η Αννέτα είχε τον τρόπο να τον ηρεμήσει και να του καταδείξει όλες τις διεξόδους και τις λύσεις του προβλήματος. Ποτέ δεν λογόφερε με κάποιον συνάδελφο και ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα να κακολογηθεί. Δεν συμμετείχε σε συζητήσεις άσχετες με την εργασία της, παρά μόνο σε όσες θα ήταν απολύτως ανώδυνες. Δεν ήθελε τα ίδια της τα λόγια να γίνουν δηλητηριώδη βέλη τα οποία κάποτε κάποιος καλοθελητής θα έστρεφε προς το μέρος της. Πριν παντρευτεί, σχεδόν ποτέ δεν επέστρεφε από τη δουλειά στην ώρα της. Γευμάτιζε λιτά, ξεκουραζόταν και καμιά φορά έβγαινε για καφέ ή για ταινία στον κινηματογράφο με κάποια από τις περιστασιακές της φίλες.

    Ο άντρας της, σαρανταπεντάρης κατά τη σύλληψη του Ορέστη, με μειλίχιο πρόσωπο, αραιά μαύρα μαλλιά που γκρίζαραν σε ορισμένα σημεία και μικρά στρογγυλά γυαλιά μυωπίας, εργαζόταν από τα νιάτα του σε μια αποθήκη τροφίμων. Ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του, συντόνιζε με πραγματικό ζήλο τις εργασίες της αποθήκης και, όπως η Αννέτα, έτσι κι εκείνος δεν είχε δημιουργήσει κανένα πρόβλημα μέχρι την ώρα της αναγκαστικής του παύσης. Δεν ύψωνε ποτέ τα μαύρα μάτια του πάνω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο, όχι επειδή ήταν άνθρωπος κρυψίνους και ύπουλος. Κάθε άλλο. Όσοι τον γνώριζαν ήξεραν ότι είχαν να κάνουν με άνθρωπο ντόμπρο και ειλικρινή, ευθύβολο και αυθεντικό. Ήταν, όμως, ντροπαλός με τον τρόπο του. Ανήκε σε αυτή την περίφημη κατηγορία των γενναίων και ταυτόχρονα μαζεμένων ανθρώπων που, σε αντίθεση προς τους δειλούς και θρασείς, ζουν απαρατήρητοι, εκτός αν παρουσιαστεί κάποια από τις σπάνιες εκείνες συνθήκες που θα ανοίξει στη ροή των πραγμάτων ένα κενό. Τότε, αυτοί οι άνθρωποι, οι αθόρυβα γενναιόψυχοι, οι ντροπαλοί γίγαντες, οι κρυμμένοι ήρωες ξεδιπλώνουν την ψυχή τους και γεμίζουν το κενό, για να μην το αναπληρώσει η ματαιοδοξία και η κακοψυχιά του κόσμου και χαλάσει τη συνταγή του ανθρώπινου είδους. Στον Σίμο δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει τη γενναιότητά του και με το παραπάνω.

    Τον καιρό της εγκυμοσύνης της Αννέτας, μόλις γυρνούσε σπίτι αργά το απόγευμα, πρώτα φιλούσε την κοιλιά της γυναίκας του και μετά ξεντυνόταν.

    «Πώς είναι σήμερα ο άντρακλας;» ρώτησε μια φθινοπωρινή μέρα.

    «Φαντάζομαι, λίγο μεγαλύτερος από χτες». Η Αννέτα τού έδειξε έναν ανοιχτό φάκελο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

    Ο Σίμος έπλυνε βιαστικά τα χέρια του στον νεροχύτη, τα σκούπισε πάνω στη φόρμα εργασίας που φορούσε ακόμη και έπιασε τον φάκελο. Έβγαλε το υπερηχογράφημα και το εξέταζε χαμογελώντας πλατιά.

    «Δεν μπορώ να το πιστέψω πόσο μου μοιάζει!»

    «Πώς και δεν το πήρες να το δείξεις στους συναδέλφους σου;» ρώτησε η Αννέτα βγάζοντάς του τη γλώσσα.

    «Αύριο! Έφυγα βιαστικά το πρωί».

    Την έπιασε από τα μάγουλα, τη φίλησε και έτρεξε στο ντους.

    Αυτοί ήταν οι πιο ευτυχισμένοι τους μήνες. Δεν είχαν πολλές ευκαιρίες στη ζωή τους να γεμίσουν τα πνευμόνια τους από το οξυγόνο της ευτυχίας. Και αυτή η ευτυχία συνέπεσε με την πρώτη παγκόσμια κρίση, η οποία ξέσπασε στα τέλη της άνοιξης εκείνου του χρόνου.

    • • •

    Ήταν Σάββατο. Χάραζε η 19η Μαΐου 2018 και όλα έβαιναν καλώς κατά την ανθρώπινη φύση. Στη Μέση Ανατολή μαίνονταν οι εχθροπραξίες, στην Ευρώπη προσπαθούσαν να μαντέψουν σε ποια περιοχή θα συμβεί κάποιο μακελειό, στις ΗΠΑ συνέχιζαν τον μοναδικό πόλεμο που δεν είχαν ακόμη καταφέρει να τερματίσουν από την εποχή της ίδρυσής τους, εκείνον ανάμεσα στον ηθικό συντηρητισμό και την οικονομική και πολιτιστική πρόοδο. Οι φτωχές χώρες υπέμεναν καρτερικά τη μοίρα τους, οι ισχυρές γρύλλιζαν απειλητικά ή έσφαζαν με το βαμβάκι ή… χωρίς αυτό. Και οι ανθρώπινες μονάδες ακολουθούσαν το προσωπικό τους σύστημα αξιών, το ελεύθερα επιλεγμένο ή –­­­­συνηθέστατα– το επιβεβλημένο, ενεργώντας αντίστοιχα ή αναντίστοιχα, τυχαία και παρορμητικά. Η ζωή προχωρούσε ή διακοπτόταν βίαια, κατά τα ειωθότα.

    Στην Ελλάδα ξημέρωνε η πιο γλυκιά ημέρα των τελευταίων μηνών. Όποιος δεν έχει γνωρίσει τον ελληνικό Μάη και, ιδίως, το μαγιάτικο χάραμα αδυνατεί να εκτιμήσει τα δώρα της ζωής· το απαλό πρωινό φως, τον θόλο με τις αραιές λευκές τούφες, τις άψογα εκτελεσμένες μουσικές συνθέσεις των αηδονιών που έχουν ήδη βολευτεί στο εξοχικό τους, τις μυρουδιές που αναδίδονται από κάθε γλυκιά πληγή της φύσης, τη διδακτική αισιοδοξία των αδέσποτων ζώων, την αναπόφευκτη γαλήνη των αγουροξυπνημένων προσώπων. Εκείνο το υπέροχο πρωινό, οι πρώτοι που έμαθαν τι είχε συμβεί ήταν όσοι έχουν το συνήθειο να ετοιμάζουν το πρωινό τους με ανοιχτή την τηλεόραση ή όσοι κλείνοντας το ξυπνητήρι του κινητού τους τηλεφώνου, επειδή τους έρχεται βαρύ να εγκαταλείψουν αμέσως το κρεβάτι τους, χρονοτριβούν περιηγούμενοι στο διαδίκτυο.

    Η ώρα ήταν περίπου πέντε τα ξημερώματα στις Συρακούσες, την ιστορική πόλη του ιταλικού νότου. Η νύχτα που έσβηνε ήταν το ίδιο γλυκιά για τους Ιταλούς, ιδίως τους νότιους. Οι νύχτες, εξάλλου, δεν αναγνωρίζουν σύνορα. Απλώνονται πάνω από τα όντα, ακαταμάχητες οικοδέσποινες, άλλοτε μανιασμένες, άλλοτε βελούδινες και θελκτικές, πάντοτε θριαμβεύτριες στην πάλη με τα μάτια και τις καρδιές μας. Είναι πάντα εκεί να θυμίζουν στους θνητούς, που τρέφονται με τη ματαιοδοξία τους, την αντίθεση των πραγμάτων, την απεραντοσύνη του σύμπαντος, τα σκοτάδια του μυαλού τους, την αδυναμία τους ή απλώς… ότι είναι ώρα για ύπνο. Σ’ αυτή τη γωνιά της Μεσογείου, σ’ αυτή την πλανεύτρα νύχτα, δύο εικοσάχρονοι Ιταλοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να γυρίσουν σπίτι. Έσκαγαν με θόρυβο από ένα στενό δρομάκι στη λεωφόρο Emanuel Rizzo τρικλίζοντας. Ο πιο βραχύσωμος παραπατούσε κρατώντας ένα μεγάλο κουτί μπίρας, ενώ ο ψηλός τον βαστούσε από τη ζακέτα και του φώναζε, αδιαφορώντας για την ώρα. Για λίγα δευτερόλεπτα τραβιόντουσαν από τα ρούχα τους, μέχρι που ο πρώτος ξέφυγε και άρχισε να τρέχει σαν μεθυσμένη πάπια προς την αριστερή στροφή της Rizzo που οδηγεί στο αρχαιοελληνικό θέατρο. Διέσχισε τη λεωφόρο χωρίς προσοχή. Ένα φορτηγό πέρασε ξυστά από δίπλα του κορνάροντας. Ο φίλος του τον ακολούθησε φωνάζοντας και κάνοντας χειρονομίες. Παρά το ότι και οι δύο βρίσκονταν σε κατάσταση μέθης, ο ψηλός φοβήθηκε μήπως τώρα ο φίλος του δεν αντιλαμβανόταν τα υψώματα, τα κενά και κυρίως τον γκρεμό στα αριστερά του πλατώματος κάτω από το οποίο ξεκινούν τα διαζώματα του θεάτρου.

    «Μάριο, είσαι τρελός! Σταμάτα, σταμάτα, ηλίθιε, δεν μπορώ να σε φτάσω! Θα σκοτωθείς!»

    «Μπα! Τώρα θα σκοτωθώ, ε;» φώναξε εκείνος γυρίζοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. «Τώρα είσαι ο παλιός Τζούλιο πάλι; Έβαλες μυαλό ξαφνικά; Ναι! Ο Τζούλιο είναι ξανά εδώ!»

    Σήκωσε ψηλά τα χέρια του. Κατέβηκε τα απότομα βράχια.

    Ο ψηλός δεν μπορούσε να τον φτάσει, γιατί παραπατούσε περισσότερο. Δεν χρειάστηκε όμως να τρέξει άλλο. Το μεθυσμένο κυνηγητό τερματίστηκε απότομα, όταν ο Μάριο σταμάτησε απροσδόκητα στην κορυφή του πρώτου διαζώματος του θεάτρου. Ο φίλος του κατέβηκε αργά τα βράχια σκίζοντας σε ένα σημείο το παντελόνι του. Βρίζοντας και τινάζοντας τα ρούχα του πλησίασε τον Μάριο και στάθηκε να πάρει ανάσα σκυμμένος και κρατώντας τα τρεμάμενα γόνατά του.

    «Δεν με λυπάσαι;» του φώναζε όσο του επέτρεπε το λαχάνιασμά του. «Ωραίος φίλος! Εγώ είμαι να πέσω να πεθάνω και, αντί να με παρηγορήσεις, σε κυνηγάω για να μη σκοτωθείς! Ίσα που τη γλύτωσες την νταλίκα! Βλάκα!»

    Συνέχισε να φτύνει αλκοόλ και βρισιές όση ώρα είχε το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος. Ο Μάριο, όμως, δεν απαντούσε. Είχε κοκαλώσει σε στάση προσοχής και κοιτούσε μπροστά του, προς το κέντρο του θεάτρου.

    Όταν ο Τζούλιο, εκνευρισμένος και παραξενεμένος που ο φίλος του δεν απαντούσε, ανασηκώθηκε, στήριξε το χέρι στον ώμο του Μάριο και έκλεισε το στόμα του… Στο πίσω μέρος του ημικυκλίου της ορχήστρας, λίγα μέτρα μακριά από κει όπου για χίλια χρόνια στεκόταν η θυμέλη, στο ύψος του προσκηνίου, διέκριναν στο φως της πανσελήνου ένα περίεργο αντικείμενο το οποίο δεν βρισκόταν εκεί την τελευταία φορά που είχαν περάσει από το θέατρο. Έμοιαζε με τεράστιο όρθιο καθρέφτη ή τζάμι – οι φίλοι δεν καταλάβαιναν αν είναι διαφανές ή όχι από αυτή την απόσταση και δεδομένου του χαμηλού φωτισμού. Το μήκος του ξεπερνούσε τη διάμετρο της ορχήστρας και έφτανε περίπου δυο μέτρα μακριά από τα ακριανά εδώλια, σαν να μην ήθελε να κλείσει τις παρόδους. Οι φίλοι κοιτάχτηκαν.

    «Πρέπει να είναι είκοσι με είκοσι πέντε μέτρα ψηλό!» είπε ο Μάριο.

    «Φαντάσου τι στηρίγματα θα έχει από πίσω!» απάντησε ο Τζούλιο γουρλώνοντας τα μάτια και γυρνώντας προς τον φίλο του είπε μιλώντας σαν παλαιστής του κατς: «Πο πο! Μ’ εκνευρίζει όπως το βλέπω! Θέλω να το σπάσω!».

    «Τι είναι να το σπάσεις, ρε; Τσόφλι από αβγό;» ρώτησε γελώντας ο Μάριο.

    «Θα δούμε!» είπε εκείνος χτυπώντας τις γροθιές του μεταξύ τους και κινούμενος προς τις κερκίδες.

    «Ε, Τζούλιο, μη λες μαλακίες! Σταμάτα! Τι κάνεις, ρε;»

    Ο Τζούλιο ήδη κατέβαινε με ταχύτητα τις σκάλες. Πήδησε πάνω από τα προστατευτικά κάγκελα. Οι όροι είχαν αντιστραφεί. Ο Μάριο ήταν αυτός ο οποίος τώρα κυνηγούσε αλαφιασμένος τον φίλο του. Δεν μπορούσε να πηδήσει τα ψηλά κιγκλιδώματα, αλλά αποτελειώνοντας δύο μισοσπασμένα κάγκελα δημιούργησε ένα άνοιγμα από το οποίο τρύπωσε. Το ότι δεν έφτασαν στον προορισμό τους κατρακυλώντας σαν βαρέλια ήταν απλώς θέμα τύχης. Όταν πλησίασαν αρκετά, έστρεψαν το κεφάλι τους ψηλά και αντιλήφθηκαν το πραγματικό μεγαλείο του αντικειμένου.

    Το φεγγάρι είχε δύσει από ώρα. Το μόνο αχνό φως προερχόταν από τις λάμπες της περιμέτρου, αλλά, παρόλο που με δυσκολία έφτανε ως την ορχήστρα, ήταν αρκετό ώστε να προκαλεί στην επιφάνεια του αντικειμένου ιριδισμούς, που μεταβάλλονταν ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία το κοιτούσαν. Σαν παπαγαλάκια έστρεψαν ταυτόχρονα τους σβέρκους τους αριστερά και μετά δεξιά, για να βεβαιώσουν το παιχνίδισμα των χρωμάτων.

    «Τι να είναι αυτή η μαλακία;» έκανε ο Τζούλιο τρικλίζοντας απ’ τη μέθη και την κούραση.

    «Πάμε να δούμε κι από πίσω…» είπε ο Μάριο και ζήτησε από τον φίλο του να τον ακολουθήσει.

    Διέσχισαν το ημικύκλιο και με φορά προς τα αριστερά τους πέρασαν στο πίσω μέρος του, μπροστά από το προσκήνιο. Με το που βρέθηκαν από πίσω, και αφού στηρίχτηκαν στα ερείπια του προσκηνίου, για να μην πέσουν εξαιτίας του ανώμαλου εδάφους, ο Μάριο γράπωσε τον Τζούλιο και τον κοίταξε ξανά έκπληκτος. Το αντικείμενο ήταν πράγματι λεπτό σαν τζάμι, αλλά δεν στηριζόταν πουθενά. Φαινόταν σαν να έχει φυτρώσει μέσα από το λεπτό σκίσιμο που έκανε το δάπεδο στην απόληξη της ορχήστρας. Προσπάθησαν να διακρίνουν αν από κάποιο σημείο του απλώνονταν σκοινιά ή σύρματα που να το έδεναν κάπου σταθερά, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτα. Ο ψηλός σηκώθηκε από το σημείο όπου είχε καθίσει και το πλησίασε ακόμα περισσότερο. Ο φίλος του, που βρισκόταν από ώρα σε επιφυλακή, τον έπιασε από το χέρι. Το αίμα του έβραζε από ανησυχία, γεγονός που έκανε το αλκοόλ σχεδόν να εξατμιστεί από το σώμα του.

    «Θα βρούμε τον μπελά μας! Ίσως είναι ηλεκτρονική διαφημιστική πινακίδα, Τζούλιο. Ή κάτι τέτοιο. Παράτα το!»

    Εκείνος όμως δεν τον άκουγε.

    «Μη φοβάσαι, ρε βλάκα. Δεν πιστεύω να με περνάς για… μεθυσμένο;» ρώτησε την ώρα που τιναζόταν απ’ τον λόξιγκα. «Απλώς να δω από τι υλικό είναι θέλω. Και αν μου αρέσει… θα το σπάσω!» είπε και, αφού ελευθερώθηκε από τη λαβή του φίλου του, απομακρύνθηκε απότομα.

    Ο Μάριο δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Ο Τζούλιο ποτέ δεν είχε βρεθεί σε τέτοια κατάσταση. Ήξερε πότε να σταματήσει να πίνει και κατά κανόνα εκείνος ήταν που προσπαθούσε πάντα να συνετίσει τον φίλο του· όχι το αντίθετο. Ήταν όμως μια ιδιαίτερη βραδιά.

    «Έλα, πάμε να φύγουμε», είπε ο Μάριο και τον έπιασε ξανά από το μπράτσο. «Πρέπει να κοιμηθούμε. Μόλις ξυπνήσω, θα περάσω να σε πάρω, να πάμε για καφεδάρα!»

    Εκείνος έδειξε για μια στιγμή να το σκέφτεται. Όμως δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από το αντικείμενο. Ο Μάριο συνέχισε τις προσπάθειες να τον πείσει να φύγουν. Ήδη είχαν ξυπνήσει πολύ κόσμο με τις φωνές τους στα γύρω στενά. Ήταν εξαιρετικά πιθανό να έχει τηλεφωνήσει κάποιος στην αστυνομία. Ήταν υποχρεωμένοι να γυρίσουν σπίτι τους ήσυχα κι ωραία. Θα ήταν εξευτελιστικό να περάσουν το πρωινό τους στο κρατητήριο.

    Κι ενώ ήταν έτοιμοι να φύγουν, συνέβη κάτι παράξενο. Το αμυδρό φως απλωνόταν πλέον στο αντικείμενο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα ανέμενε κάποιος. Φαινόταν σαν να γλιστράει στην επιφάνειά του σε ακανόνιστο σχήμα, όπως το νερό στο τραπέζι. Ο Τζούλιο απλώνοντας αυταρχικά το χέρι προς τον Μάριο τον διέταξε να μείνει ακίνητος, έβγαλε το κινητό του και άνοιξε τον φακό. Το φως του φακού δεν εστίαζε στο σημείο που το κατεύθυνε ο νεαρός αλλά και αυτό σκορπιζόταν ακανόνιστα πάνω στο υλικό. Χαμογέλασε προς τον φίλο του. Και ο Μάριο πήρε τα μάτια του από τον Τζούλιο και τα έριξε στο αντικείμενο. Ήταν όντως εντυπωσιακό. Μία λεπτή πλάκα τζαμιού ή πλαστικού που έμοιαζε… ζωντανή. Το παιχνίδισμα του φωτός και τα χρώματα που δημιουργούσε στην επαφή του με το αντικείμενο ήταν μια εμπειρία καλειδοσκοπική, βάλσαμο για τα μάτια τους. Για λίγη ώρα έμειναν εκστασιασμένοι.

    «Έχεις δίκιο», είπε ξαφνικά ο Τζούλιο. «Πάμε να κοιμηθούμε».

    Ο Μάριο ξεφύσησε και χαλάρωσε τους ώμους του. Επέστρεψαν στο μπροστινό μέρος της ορχήστρας ακολουθώντας την ίδια πορεία που είχαν πάρει. Κατευθύνθηκαν προς τα πρώτα σκαλιά. Πριν ανέβουν το πρώτο, ο Τζούλιο σταμάτησε. Άρχισε να κοπανά νευρικά το πέλμα του αριστερού του ποδιού στο έδαφος. Έστρεψε ξανά το σώμα του προς το κέντρο του θεάτρου. Ο Μάριο χτύπησε τα χέρια του στους μηρούς του και τον πλησίασε δυσανασχετώντας.

    «Τι είναι πάλι;»

    Ο Τζούλιο δεν τον κοίταξε. Χαμογέλασε μόνο και είπε:

    «Τέρμα ο Τζούλιο που ήξερες».

    Έτρεξε με φόρα προς το αντικείμενο με τις παλάμες ανοιχτές…

    •••

    Σε αντίθεση με τους δυο νεαρούς, στον Ορέστη γενικά δεν άρεσε πολύ η νυχτερινή ζωή· έτσι τουλάχιστον όπως την όριζε η εποχή του. Όχι μόνο γιατί οι ελάχιστες βραδινές έξοδοι που είχε κάνει στη ζωή του ξεσήκωναν έναν ολόκληρο στρατό· ούτε επειδή οι δημοσιογράφοι θα οργίαζαν την άλλη μέρα. Το πρόβλημά του, έλεγε, ήταν αυτό που ονόμαζε «ψυχαγωγία της απελπισίας».

    «Δεν μ’ αρέσει! Μου φαίνεται πολύ ψεύτικο όλο αυτό!» είπε μια φορά στους συμμαθητές του κατά τη διάρκεια της Α’ Λυκείου, όταν είχαν ανοίξει τη συζήτηση.

    «Γιατί ψεύτικο;» ρώτησε κάποιος απ’ την παρέα.

    «Γιατί μικροί και μεγάλοι πιέζουν τους εαυτούς τους να διασκεδάσουν με το ζόρι! Σε σημείο που η διασκέδαση γίνεται αγγαρεία, σκλαβιά, ένας βρόχος που πνίγει κάθε ανάγκη για αληθινή εκτόνωση. Οι άνθρωποι ωθούνται από ένα σύστημα του οποίου οι κλώνοι προσκολλώνται στον εγκέφαλο των ανθρώπων, όπως το χταπόδι τον ύφαλο, και τους κατευθύνουν σαν τηλεχειριζόμενες χαλασμένες μηχανές προς τα σημεία επισκευής τους. Μόνο που οι ίδιοι δεν γνωρίζουν τι πραγματικά θέλουν να επισκευάσουν, με ποιον τρόπο να το κάνουν, τι τους οδήγησε στη βλάβη. Και στο κάτω-κάτω, ποια είναι η βλάβη που επιθυμούν ξελιγωμένοι να διορθώσουν; Το σύστημα τους έπεισε ότι έχει επίγνωση του προβλήματος και μπορεί να το σενιάρει. Δεν τους πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι το ίδιο το σύστημα που τους προφέρει τις μαγικές λύσεις κατά της κοπιαστικής, ανούσιας και ανόητης ζωής τους είναι το ίδιο που γεννά την αδήριτη ανάγκη για εκτόνωση και ψυχαγωγία! Και είναι το ίδιο που, με το πρόσχημα της ψυχαγωγίας που –και καλά– φιλανθρωπικά προσφέρει, το βράδυ παίρνει πίσω τα ψίχουλα που τους έδωσε το πρωί».

    Σε κάθε τέτοιο λογύδριο οι συμμαθητές του άνοιγαν ειρωνικά το στόμα τους, προσποιούνταν ότι τον προσκυνούν, έκαναν ήχους βεγγαλικών. Εκείνος γελούσε.

    «Πσσσσσς! Ξεκίνησε η διάλεξη. Παρακαλώ τα έδρανα να σωπάσουν», είπε ένας και σηκώθηκε όρθιος, για να τον δείξει με τα δύο του χέρια. Ένας άλλος πλησίασε και έκανε πως ψάχνει πάνω του για να βρει το σκονάκι απ’ όπου ο Ορέστης τα διάβαζε.

    «Γιατί κοροϊδεύετε; Εσύ δηλαδή τι πιστεύεις;» ρώτησε αυτός στρέφοντας τα μάτια προς τον συμμαθητή του που ακόμη τον έδειχνε.

    «Εγώ πιστεύω», απάντησε αυτός, «ότι κανείς δεν διασκεδάζει με το ζόρι. Έχουμε τόσες επιλογές που ο καθένας, όταν καταλάβει τι γουστάρει, μπορεί να το επιλέξει».

    «Ναι, εντάξει. Λες και είναι δική μας η επιλογή!» απάντησε ο Ορέστης.

    Όλη αυτή η οργανωμένη εκμετάλλευση της ηδονής τον αηδίαζε. Εκεί δε που αρπαζόταν ήταν όταν οι συμμαθητές του τον έλεγαν συντηρητικό. Μα είναι συντηρητικός κάποιος που πιστεύει ότι η ψυχαγωγία οφείλει να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι τις πολυεθνικές εταιρείες; Ότι η επαφή με την τέχνη σε όλες τις μορφές, τις ποιότητες και τις εντάσεις της είναι η μόνη ασφαλής οδός προς την ελεύθερη αισθητική επιλογή; Δεν άκουγαν τίποτα! Ήταν υπερβολικός, ρομαντικός και, λόγω της κατάστασης, ανίκανος να κατανοήσει την εποχή του!

    «Λόγω της κατάστασης…»

    Ο Ορέστης δεν θιγόταν. Αντιπαρερχόταν κάθε τέτοια παρεκτροπή των συμμαθητών του. Δεν είχε διαλέξει την εποχή του. Εκείνη τον επέλεξε. Και για έναν ορθολογιστή, το να ζει μέσα σε μια τεχνητή σπηλιά, σκαμμένη από τον παραλογισμό μιας ανάγκης ανεξήγητης, και να τάσσεται τυφλός στη μάχη υπεράσπισής της, σαν τον ήρωα στρατιώτη που θα γείρει την πλάστιγγα της νίκης προς όφελος του ανθρώπινου γένους, αυτή ήταν μια ζωή ανυπόφορη. Η υψηλή του ευφυΐα πάλευε μέχρι θανάτου με την τάση που έχουν οι ευφυείς άνθρωποι να αποδεικνύουν στους υπόλοιπους την τυφλότητά τους. Και τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατηγορηθούν ως αλαζόνες, ως αυταρχικοί, ως συμπλεγματικοί.

    «Οι βλάκες είναι πολλοί», υποστήριζε. «Βρίσκονται στις πιο καίριες θέσεις. Και έχουν ένα κοινό που τους καθιστά ομάδα συμπαγή και ακατάλυτη: λατρεύουν τους εαυτούς τους. Αυτή η ιδιότητα, που σε κάθε άλλη συλλογικότητα θα απέβαινε μοιραία, στην κοινωνία των βλακών λειτουργεί ως ασπίδα που τους κάνει άτρωτους».

    Από την άλλη, πώς να κάνει κανείς μαθήματα στους άλλους σχετικά με τον τρόπο επιβολής στο παράλογο, όταν η ίδια του η ζωή είναι εξόχως παράλογη;

    «Είμαι η προσωποποίηση του παραλόγου», έλεγε παίρνοντας ύφος σαιξπηρικού ηθοποιού στην Ευρυδίκη, την κοπέλα που συνόδευσε την εφηβεία του. «Όλος ο παραλογισμός του κόσμου στους ώμους ενός και μοναδικού αποδιοπομπαίου τράγου! Όταν με διώξουν και κλείσουν πίσω μου τις πύλες της Αθήνας, ο ήλιος της Λογικής θα λαμπρύνει την πόλη! Τα μάτια των ανθρώπων θα ανοίξουν διάπλατα και το φως θα περάσει ανεμπόδιστο πια μέσα από τις σήραγγες που οδηγούν στο μυαλό τους· αυτές τις σήραγγες που ποτέ δεν απαλλάχτηκαν από τα σκουπίδια των προκαταλήψεων, των επιθυμιών και της ματαιοδοξίας τους. Κι εγώ θα τους έχω σώσει. Όλους! Συντετριμμένος από το βάρος του παραλογισμού τους, λίγο πριν χαθώ, θα πλημμυρίσω από τη χαρά της σωτηρίας τους. Α, ναι! Μετά θα με δοξάζουν αιώνια! Ζήτω το κορόιδο! Πήρε τις αμαρτίες μας και τις πέταξε στη χωματερή του άλλου κόσμου. Ώρα για νέες αμαρτίες. Ώρα να σκάψουμε τα θεμέλια του νέου παραλογισμού».

    Η Ευρυδίκη είχε συνηθίσει αυτά τα ξεσπάσματά του. Γι’ αυτό τον άφηνε να εκτονώνεται. Συχνά δεν καταλάβαινε πότε αστειευόταν και πότε μιλούσε σοβαρά και το έδειχνε μισοκλείνοντας τα ματάκια της. Αλλά δεν τον διέκοπτε. Έτσι κι αλλιώς, όλα θα τελείωναν με μια ζεστή αγκαλιά κι ένα τρυφερό χάδι. Και για λίγη ώρα, οι βασανιστικές σκέψεις θα καλύπτονταν κάτω από το χαλί.

    Αυτοί οι προβληματισμοί του εφήβου ταλάνιζαν κι εκείνους που είχαν επιφορτιστεί με την ομαλή του ανάπτυξη. Όχι επειδή απαραιτήτως τους συμμερίζονταν στην ουσία τους. Αλλά επειδή, για κακή τους τύχη, ο νεαρός είχε τέτοιους προβληματισμούς. Το θέμα ήταν ότι ο Ορέστης έπρεπε να φτάσει οπωσδήποτε τα 19 του χρόνια. Εκτός από το ότι ήταν ο πιο επιμελώς φρουρούμενος άνθρωπος στον κόσμο, εκτός του ότι υποβαλλόταν σε εβδομαδιαίες εξετάσεις, εκτός του ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εάν προηγουμένως δεν παρεχόταν έγκριση… έπρεπε και οι ιδέες του να είναι τέτοιες, ώστε να μην τον έθεταν ποτέ σε κανενός είδους κίνδυνο, εξωτερικό ή εσωτερικό. Γι’ αυτό, ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται διαρκώς σε επαγρύπνηση.

    Πρώτ’ απ’ όλα, όσο λιγότερο έβγαινε από το σπίτι τόσο λιγότερη θα ήταν η δουλειά τους. Γι’ αυτό, οι εμπειρίες που είχε ο Ορέστης για τη ζωή και τις προκλήσεις της ήταν περισσότερο εικονικές. Δεν είχε παρά ελάχιστες ευκαιρίες και δυνατότητες να τις συλλέγει με τα ίδια του τα μάτια, τα αφτιά, τα χέρια… Εξαιτίας τούτου, ανέπτυξε μία σπάνια ικανότητα. Να ζει τις εμπειρίες των άλλων σαν να είχε παρεισφρήσει στο σώμα και το μυαλό τους. Κάθε πληροφορία που δεχόταν σχετικά με οποιονδήποτε άνθρωπο, προερχόμενη από οποιαδήποτε πηγή, την ενσωμάτωνε χωρίς την παραμικρή διαρροή μέσω μιας εκπληκτικής ικανότητας προσομοίωσης. Στο χρυσό κλουβί στο οποίο ήταν αναγκασμένος να ζει τη ζωή του, τουλάχιστον είχε αυτή την πολυτέλεια. Η περίπτωσή του ήταν μοναδική για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως διότι οι δεσμοφύλακές του είχαν επίγνωση ότι ο φυλακισμένος δεν τιμωρούνταν για κάτι που έκανε. Προστατευόταν καταναγκαστικά για κάτι που ήταν υποχρεωμένος να κάνει. Πώς να φερθείς σε κάποιον που φυλακίζεις για να μην τολμήσει να πεθάνει πριν από τα δεκαεννιά του; Να το δεύτερο σημείο στο οποίο έπρεπε επίσης να εστιάσουν την προσοχή τους: Πώς θα τον προστάτευαν από τον ίδιο του τον εαυτό! Η μόνη απάντηση που υπήρχε διαθέσιμη ήταν μία: με όλους τους δυνατούς τρόπους!

    •••

    Ο Μάριο αλλόφρονας έτρεχε ουρλιάζοντας στα κάθετα με τη viale Rizzo στενά. Τα φώτα κάποιων διαμερισμάτων άναψαν. Αυτή τη φορά δεν ήταν απλώς άμυαλοι νεαροί που παραφέρονταν. Κάτι χειρότερο συνέβαινε. Την ώρα που το ανατολικό τμήμα του ουρανού μπλέδιζε από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, το περιπολικό που κατέφτασε εντόπισε τον Μάριο να περιφέρεται σε έξαλλη κατάσταση. Δύο αστυνομικοί βγήκαν από το αυτοκίνητο και προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν γραπώνοντάς τον απ’ όπου μπορούσαν. Ο νεαρός ωρυόταν και φώναζε να τον αφήσουν. Τα μάτια του είχαν γυρίσει σχεδόν προς τα μέσα. Για εκείνους ήταν μία υπόθεση ρουτίνας: σύλληψη για μέθη σε δημόσιο χώρο.

    «Καλό καλοκαίρι», είπε λαχανιασμένος και αγανακτισμένος ο ένας αστυνομικός στον άλλο την ώρα που προφυλασσόταν από τις ακανόνιστες κινήσεις των χεριών και των ποδιών του Μάριο.

    «Αρχίσαμε νωρίς φέτος. Κάθε φορά τα ίδια! Πού να φτάσουν και οι ορδές των τουριστών!»

    Ο Μάριο πλέον είχε εγκλωβιστεί από τις λαβές των αστυνομικών και φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι δεν είχε ελπίδα διαφυγής. Έτσι κι αλλιώς, δεν έβγαινε πια φωνή από μέσα του. Σε λίγα λεπτά είχε ηρεμήσει και ήταν έτοιμος να μπει στο αυτοκίνητο, όταν γύρισε το κεφάλι του προς το θέατρο, γούρλωσε τα μάτια και δείχνοντας προς την κατεύθυνσή του είπε πληγώνοντας ακόμα περισσότερο τις φωνητικές

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1