Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Off Shore αγάπη μου
Off Shore αγάπη μου
Off Shore αγάπη μου
Ebook956 pages13 hours

Off Shore αγάπη μου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Λένε πως η φαντασία μας όσο πλούσια και να 'ναι δε φτάνει τ' απίστευτα της πραγματικότητας, λένε πως μπρος στα πάθη μας υποχωρούν άναυδα τα λοιπά ζώα του πλανήτη, πως ακόμα και σήμερα παρ' όλες τις προσπάθειες να κατασπαράξουμε κάποιοι τα έχει των άλλων, εκτός από κείνα τον ταλαιπωρημένου πλανήτη μας, επέρχεται η ισορροπία που αργά ή γρήγορα φέρνει η φύση για τον εαυτό της και ο αγώνας του αδικούμενου. Αυτά, λένε, είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης τον σωστού και δίκαιου ως πιο ισχυρού απ' το κακό και τ' άδικο. Η αλήθεια δεν έχει άλλη διάσταση ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους που εξετάζεται, ή ανάλογα με ποιος την εκφράζει, είναι μία και αναλλοίωτη.
LanguageΕλληνικά
Release dateAug 1, 2023
ISBN9789600230963
Off Shore αγάπη μου

Related to Off Shore αγάπη μου

Related ebooks

Reviews for Off Shore αγάπη μου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Off Shore αγάπη μου - Αντώνης Κακαράς

    9789600230963.jpg

    Φωτογραφίες εξωφύλλου: Στέφανος Κακαράς

    ISBN: 978-960-02-3096-3

    Copyright ©

    2008 Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ

    Νικηταρά 2 & Εμμ. Μπενάκη, 106 78 Αθήνα

    Τηλ.: 210-3822.496, 210-3838.020

    Fax: 210-3809.150

    site: www.papazisi.gr

    e-mail: papazisi@otenet.gr

    ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΓΡΑΜΜΑ»

    Πληκτρολόγηση, Σελιδοποίηση,

    Ψηφιοποίηση βιβλίων, Ηλεκτρονικές υπηρεσίες

    Ζωοδόχου Πηγής 31, 106 81 Αθήνα

    Τηλ.: 210-3807.703

    ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΚΑΡΑΣ

    Off Shore Αγάπη μου

    (Έργα και Ημέρες της Φαμίλιας «D»)

    Ιστόρημα Μύθου με Υλικά από Κατεδάφιση

    (Οικονομικοκοινωνικό Αφήγημα Έργων και Συνεπειών

    του Επάρατου Καπιταλισμού)

    EKΔOΣEIΣ ΠAΠAZHΣH

    AΘHNA 2008

    Στα δυο του βλαστάρια,

    αντρόπιαστα να ζήσουν,

    και

    Στο Γιάννη Χάτζο (JH)

    και Στους ναυτικούς που

    θαλασσοπνίγονται.

    001_pinakas.tif002_pinakas.tif140710.jpg

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Λένε πως η ζωή είναι περίπλοκη για τους περίπλοκους και αχόρταγους, πως η φαντασία μας όσο πλούσια και να ’ναι δε μπορεί ποτέ να φτάσει το απίστευτο των όσων γίνονται στην πραγματικότητα, λένε πως η ψυχή μας είναι άβυσσος, πως μπρος στα πάθη μας υποχωρούν άναυδα τα λοιπά ζώα, πως ακόμα και σήμερα παρόλες τις προσπάθειες να κατασπαράξουμε κάποιοι τα έχει των άλλων εκτός από κείνα του ταλαιπωρημένου πλανήτη μας, επέρχεται η ισορροπία που αργά ή γρήγορα φέρνει η φύση για τον εαυτό της και ο αγώνας του αδικούμενου. Αυτά, λένε, είναι αποτέλεσμα της ανάγκης για επιβίωση του ανθρώπινου είδους, αποτέλεσμα της εξέλιξης του σωστού και δίκαιου ως πιο ισχυρού από το κακό και το άδικο. Η αλήθεια δεν έχει άλλη διάσταση ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους που εξετάζεται, ή ανάλογα με ποιος την εκφράζει, είναι μία και αναλλοίωτη. Μπορεί να κρύβεται πίσω από αθέατες πλευρές των γεγονότων, πίσω από ύποπτα αλλοιωμένες προσεγγίσεις, τη βρίσκουμε όταν περπατάμε ήρεμα και την ομολογούμε στον εαυτό μας, τη γνωρίζει και ο καλός άνθρωπος και ο κακός άνθρωπος, αυτή δεν κάνει διακρίσεις, μισεί εξάλλου όχι εκείνον που την καταπολεμά αλλά αυτόν που προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί σε βάρος όσων την αγαπούν. Λένε πως το νόμιμο δεν είναι πάντα και ηθικό άρα δίκαιο και σ’ αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι, το ξεχνούν όμως πολλοί, εξάλλου ο δυνάστης έχει τον τρόπο του να μετατρέπει το ανήθικο και άδικο σε νομότυπο και μετά να κάθεται και ν’ απολαμβάνει, ξεχνώντας ή μάλλον αγνοώντας πως αυτά δεν τα επιτρέπει η τάση για ισορροπία στις ανθρώπινες σχέσεις και στις σχέσεις με τη φύση. Ο πολύ πλούσιος και ο πολύ ισχυρός δεν χρειάζεται να είναι παράνομοι, αλλά σχεδόν πάντα είναι ανήθικοι και άδικοι. Πολλοί αδρανούν και συμβιβάζονται και εάν κάποιοι απορούν πώς έχει ισορροπήσει και συνεχίζει να επικρατεί τόση αδικία στον κόσμο... ξεχνούν τη λαϊκή άρα σοφή ρήση πως Η εκδίκηση είναι φαΐ των θεών που τρώγεται κρύο. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, κάποιοι άλλοι προτείνουν να σπρώχνονται τα πράγματα να μην παρακρυώσει το φαΐ.

    Αν τώρα καλοί μου αναγνώστες εσείς μπορέσετε να ξεχωρίσετε τα άδικα από τα δίκαια σ’ αυτήν την ιστορία, αν καταφέρετε να βρείτε την αλήθεια, όπως ξέρουν να τη βρίσκουν οι μέλισσες, αν, τέλος πάντων, η δική σας αίσθηση της ισορροπίας είναι αλώβητη, τότε θα βγάλετε συμπεράσματα, ίσως να φτάσετε μέχρι τέλους του μύθου. Μια παράκληση μόνον, αν κανείς σας εντοπίσει ομοιότητες με τους ήρωες της ιστορίας μας, να δεχτεί την ταυτοπροσωπία μόνον αν είναι ηθικές και δίκαιες οι πράξεις του και δεν οργίζεται από τις αποκαλύψεις των ανήθικων και άδικων, επομένως θα είναι τυχαία η ομοιότητα για όποιους κάτι παρεξήγησαν και θύμωσαν με τον γράφοντα.

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

    Οφείλω κατ’ αρχήν να ομολογήσω πως δεν είμαι ευχαριστημένος από το Γρίβα, για την υπομονή του να προβάλλονται καλές και χρήσιμες ιδιότητες στο ρόλο του, πρέπει όμως να ευχαριστήσω το Μήτσο το Σαλαμινιό γιατί παρόλη την αντιμαρξιστική του θεώρηση για τα πράγματα, η περί δικαίου αίσθηση δεν του επέτρεψε να είναι πολύ αψύς στις διαφωνίες του με τον προηγούμενο, το Στράτο το μάγκα, επίσης γιατί, καίτοι δεν είναι εύκολα ορατό στο κείμενο, σε λίγες αλλά καθοριστικές στιγμές επανάφερε στην τάξη τον γράφοντα (μην πούμε τον «συγγραφέα», γιατί δεν γλυτώνουμε από τους φανατικούς φίλους). Η Καριωτίνα μ’ όλες τις προειδοποιήσεις δε γλύκανε την ανυποχώρητη τάση της να λέει ωμά τη σκάφη σκάφη, αλλά και πάντα ήθελε αντάλλαγμα, όπως να της κουβαλάω τη σιδερώστρα, όταν ζητούσα π.χ. να δίνει λίγη προσοχή σ’ αυτά που της διάβαζα... βλέπετε δεν είχα αντιληφθεί πόσο ανελέητα έπληττα την υπομονή και ανοχή της. Ήταν καλός ακροατής, έστω και αν σε λίγο απορροφόταν στο σταυρόλεξό της και μετά έγερνε το κεφαλάκι της κοιμώμενη. Ας είναι καλά η καλή μου και μόνο που ανέχτηκε κάποιους τοίχους με βιβλιοθήκες όλο φακέλους, αξίζει ένα ευχαριστώ, έτσι δεν είναι; Αφήστε που συχνά-πυκνά ξεσκόνιζε κιόλας, αυτό αν θέλετε το πιστεύετε. Μεταξύ μας χωρίς αυτήν δεν έβγαινε πέρα και τούτη η εργασία. Το Θεόσταλτο, όνομα και πράμα, δε γίνεται να μην τον ευχαριστήσω, εξηγείται στο κείμενο γιατί, αυτός εξάλλου γλύτωσε το Γρίβα από το δεύτερο και τρίτο έμφραγμα, ου μην αλλά με ένταξε και στους λάτρεις και θαυμαστές των δυσλεξικών, ως και των μελλοντικών ερευνητών του αγνώστου θεού κατά την ακόλουθη ή έστω μεθεπόμενη ζωή μου. Γίνεται να μην ευχαριστήσω τα παιδιά μου, σαν χαμογελούνε με κάνουν αισιόδοξο. Ο ένας μου ’δωσε απλόχερα φωτογραφίες και σκίτσα του να τα κάνω ό,τι θέλω, μου ’δειξε πως στο απλό υπάρχει περιεχόμενο, απέδειξε με δήθεν αδιάφορη επιμονή πως στις διαφωνίες μας τελικά είχε πάντα το δίκαιο με το μέρος του. Η άλλη, χωρίς να ξέρει, με συνέφερνε σαν ξενέριζα από την όχθη για βόλτες στην άγνωστη πεδιάδα. Και απ’ τα δυο τους δανείστηκα στοιχεία χαρακτήρα για τους άυλους ήρωες της ιστορίας, κανείς τους δε μ’ εκνεύρισε με ερωτήσεις, ενώ σαν με κοιτάζουν ξαναβρίσκω χρόνο για να καλύπτω τις δικές μου χαμένες ώρες. Όσο για τον Κρη, καλά αυτός ταρακουνώντας τα πράγματα συντηρεί μόνιμα το ενδιαφέρον των ακροατών, τον ευχαριστώ και γι’ αυτήν την αθεράπευτη συνήθεια, βλέπει πάντως καθαρότερα τώρα και η Νίνα του κάπως ηρέμησε. Αλλά και ο Σφακιανός, ο πετυχημένος νονός των προσωνυμίων, με την Ελένη του που κρατάει τα μπόσικα μη και ξοκείλει το τζιβαέρι της, ξαναβρήκαν το κέφι τους αφού αποφάσισαν τον επαναπατρισμό και αγαντάρουν, πώς αγαντάρουν! Γραμματολογικές και άλλες πληροφορίες οφείλονται στους δυο τους, καίτοι επίσης το αγνοούν.

    Για το Χάντζο αισθάνομαι την ανάγκη να πω εδώ μια καλή κουβέντα, βοήθησε πολύ το Γρίβα, πρόστρεξε και στον τόπο με τις μεγάλες πυρκαγιές, ας είναι καλά αυτός, οι δυο του γυναίκες και τα πέντε του παιδιά, ή αυξήθηκαν ήδη όλοι τους;

    Να μην ευχαριστήσω τον εκδότη; Να το φέρετε, είπε, πώς το είπατε, «Μανδύα» ή «Off Shore Αγάπη μου», ας είναι μεγάλο... τι μαζοχισμός κι αυτός, έ;

    1

    Όπου δια του ανελέητου

    Γλυφιτζούρα προκύπτει Δυναστεία

    Libro d’oro 1795 - Δεκ. 1975

    Μπλεγμένη είναι η υπόθεση, σκέφτηκε, μπορώ να δοκιμάσω όμως, εξάλλου τα ’ζησα τα περισσότερα και όσο για τα υπόλοιπα τα ’κουσα από πρώτο χέρι, πολλά έμαθα από γράμματα και χαρτιά και κύρια αυτό που μάλλον κανένας άλλος δεν ξέρει αφού και οι τρεις άμεσα εμπλεκόμενοι δε ζουν πια, με τα αρχεία καλά τα πάω, επομένως δεν πρόκειται να πέσω πολύ έξω, Και το όφελος ξύπνιε, ποιο θα ’ναι το όφελος, Ο χρόνος ηλίθιε, ο χρόνος, θέλεις καλύτερο όφελος, το σύνολο των νεκρών χρόνων σου θα φαγωθεί στην ιστορία τούτη, επομένως προσώρας γλυτώνεις την άνοια, βλάκα.

    Ήταν πειρασμός το θέμα, είχε το υλικό στη μνήμη του σωρευμένο χρόνια τώρα, δεν τέλειωνε και ποτέ, ακόμα δεν έχει λήξει δηλαδή, είναι σίγουρο πως μια γενιά ακόμα των Δριβαίων θ’ ασχοληθεί με τη σύγκρουση, θα κυνηγάνε περιουσίες κάτω από πισίνες, σε τραπεζικές θυρίδες που ακόμα δεν ανοίχτηκαν γιατί δεν τις ξέρουν, (σκεφτείτε μυστήριο έ!), θ’ αναρωτιούνται για την Ελβετία και τι ζητούσε εκεί ο Δρίβας, δεν αποκλείεται να ψάξουν ακόμα και σε καταχωνιασμένα τούνελ που δεν τα πέτυχαν (ευτυχώς) τα έργα του Υπόγειου, θα θέλουνε κάποιοι το αίμα πίσω, θα εμφανιστούν άνθρωποι, που ούτε τους φαντάζονται πως υπάρχουν, θα ψάχνουν κάποιοι να βρουν γεγονότα και ιστορίες θαμμένες σε δικαστήρια και σε δικηγορικά γραφεία, σε αστυνομικά τμήματα, πρεσβείες, ναυτιλιακά γραφεία και σε εταιρείες πετρελαίων και ναυλομεσιτών.

    Δε γνωρίζουν αν και τι υπάρχει στα άπιαστα εκείνα και απρόσιτα για κάθε διώκτη και ερευνητή γραφεία στον Παναμά, στην Κύπρο, στα Νησιά των Παρθένων, τις Μπαχάμες και όλους αυτούς τους φορολογικούς παράδεισους. Ειδικά σ’ αυτά τα γραφεία που το μόνο που μπορεί να δει ακόμα και εισαγγελέας είναι μια ταμπέλα στην πόρτα, πουθενά υπαλλήλους και πουθενά βιβλία και έγγραφα ούτε βέβαια κανέναν απ’ αυτούς που κρύβονται πίσω από τις ίδιες ταμπέλες και κύρια τους φακέλους που τους αποκαλούνε Minutes Books, τουτέστιν βιβλία πρακτικών. Και οι γνώστες των πολύτιμων «υπηρεσιών», που τις προστατεύουν οι νομοθεσίες όλων των κρατών του κόσμου, εκτός ίσως των κομμουνιστικών, ξέρουν πως δεν υπάρχει κανείς πλούσιος, που σέβεται βεβαίως και λατρεύει τον πλούτο του, ο οποίος να μην είναι πελάτης αυτών των γραφείων και χρήστης των «προϊόντων» τους.

    Εκεί μέσα κρύβουν τις περιουσίες, τις εταιρείες, τα χρήματά τους, οτιδήποτε έχουν σε κινητά και ακίνητα, σπίτια, χωράφια, οικόπεδα, κότερα, εταιρείες, λογαριασμούς, νησιά, πύργους, μετοχές, πλοία, τύψεις, τα πάντα καλύπτονται απ’ αυτόν τον Μανδύα, εκτός σκυλιά και γατιά που τα ’χουν όμως ασφαλισμένα και μπολιασμένα, αλλά και στειρωμένα, όπως τη συνείδησή τους. Μόνον έτσι αισθάνονται πως είναι θωρακισμένοι από κάθε διεκδίκηση τρίτων, όπως κατ’ αρχήν οι συγγενείς τους, οι εχθροί τους, οι φίλοι τους και ανέρχονται αλώβητοι από παρανομίες, φορολογίες, από τη δημοσιότητα, από τις δυσκολίες που παρεμβάλλουν για τους κοινούς θνητούς και τους άλλους πολίτες οι νόμοι κάθε κράτους. Αυτοί είναι υπεράνω των νόμων, ή μάλλον τους προσαρμόζουν έτσι, ώστε να μη χρειάζεται να τους παραβιάσουν.

    Οι Δριβαίοι δε γινόταν να εξαιρεθούν από τον κανόνα. Ο Γρίβας τοποθετήθηκε σαν κεντρικό γρανάζι του μηχανισμού στη φάση που είχε γίνει ξεκαθάρισμα ανεπιθύμητων σε διάφορα επίπεδα και βρέθηκε να κολυμπάει στα βαθιά, άσχετος αυτός από τέτοια. Αυτήν την ιστορία θα δούμε με πλήθος προσώπων, από τα οποία θα κρατήσουμε μερικά σε κάποια στιγμή που αρχίζουν να παίζουν ρόλους περιφερειακούς, να μπλέκουν και να συμβάλλουν στη δίνη των γεγονότων με κεντρομόλο τάση. Χρήσιμο θα είναι για τούτο, το γενεαλογικό που παρατίθεται¹.

    Κορυφαίο πρόσωπο στην ιστορία μας υπήρξε ο Γρηγόρης Δρίβας-Ανδριώτης, που είχε την τύχη να διαγράψει στο στερέωμα τροχιά λαμπερή, ευδιάκριτη από πολλούς, αλλά και τη θέληση να χαράξει ο ίδιος την εξέλιξή της.

    Η υπόθεση χωρίσθηκε χρονολογικά σε περιόδους μεταξύ σημαντικών γεγονότων –ξεκινώντας από το κρίσιμο τηλεφώνημα στο Γρίβα που διέκοψε το φύτεμα των παλουκιών²– τέθηκαν προσωρινοί τίτλοι όσο γίνεται πιο αντιπροσωπευτικοί των αντίστοιχων συμβάντων, κατανεμήθηκε το αρχείο με αριθμούς φακέλων και περιεχόμενα, λειτούργησε η μνήμη και με λέξεις κλειδιά εντοπίσθηκαν και καταχωρήθηκαν τα πιο σημαντικά για κάθε περίοδο, (στο τελευταίο βοήθησε πολύ ο πίνακας με τους φακέλους του αρχείου), γράφτηκαν με αλφαβητική σειρά τα ονόματα όλων των εμπλεκόμενων και μετά;

    Κάθεσαι και κοιτάζεις ήδη κουρασμένος. Από πού ν’ αρχίσεις και πώς να τελειώσεις, να ’χεις και στο νου σου πως πρέπει να διαβάζεται, αλλιώς τι σκοτώνεσαι πάλι. Μετά είναι και το πρόσωπο, πώς να περιγράφεις, σε τι πρόσωπο να μιλάς, μάλλον τρίτο, ο Γρίβας αυτό, ο Δρίβας εκείνο, η Μίρκα το άλλο και θα βγάλουν άκρη, το πολύ –πολύ αν κουράζεσαι στην αφήγηση γραφιά μου, βάζε κανέναν απ’ τους εμπλεκόμενους να τα λέει, καλύτερα από σένα θα τα θυμάται σίγουρα. Αλλά πάλι σου σπάει τ’ απαυτά η υπόθεση που είναι καθαρά πολιτική και όχι μόνον κοινωνική όπως θα νόμιζε κανείς και έτσι ρωτήθηκαν κάποιοι κοντινοί, Άαααα τελείως πολιτική θα ’λεγα, σχολίασε ο αδερφός του Γρίβα, ο πρώτος που ζήτησε τη γνώμη του, Είσαι άρρωστος παιδάκι μου, εσύ έμεινες στη διαδικασία απόδειξης πως ο Ιωαννίδης ήταν ετερόφωτος, τώρα θες να μπεις και στα βαθιά, πρόσθεσε ο Θεαγένης ο Αρχαιόπληκτος, που τον ρώτησε επίσης εμπιστευόμενος το οξύ του πνεύμα... άσε που παντού βλέπεις πολιτική ακόμα και στα κόπρανα των Θεσσαλών και είπες ευχαριστώ σ’ εκείνον τον ερευνητή που εμπλουτίζει μ’ αυτά τις πλαγιές των βουνών, Ειδικά αυτό είναι πολιτικό ζήτημα, να μην είναι η υπόθεση ΔΡΙΒΟΦΑΜ αφού εξετάζει τη δομή και λειτουργία της μεγαλοαστικής τάξης σε σχέση με... πήγε δειλά να υποστηρίξει τη θέση του ο τολμητίας, Εξετάζει τη μικροαστική σου βλακεία, αντέδρασε άμεσα ο πολύστροφος γείτονάς του, εσύ δηλαδή τι παριστάνεις, τον αριστερό, δεν υπηρέτησες τρεις δεκαετίες ένστολος λειτουργός του εποικοδομήματος, όπως αρέσκεσαι να λες το καθεστώς ως αντιγραφέας του Γκράμσι, δε δούλεψες Γρίβα ακόμα δέκα χρόνια σ’ εκείνον τον εφοπλιστή κατ’ εξοχήν ευνοούμενο αυτουνού του συστήματος, άρα πώς μιλάς για σοσιαλισμό δικαιοσύνη και πράσινα άλογα, Καλά δεν ξαναμιλάω, μεγάλε, αφού δε σε πείθω, τι να κάνω θα το κλείσω και θα δω την υπόθεση με απολίτικο μάτι, αυτό φαντάζομαι να εννοείς, Στάσου ένα λεπτό... μα τούτος είχε ξεχαστεί ήδη.

    Βλέποντας το χάρτινο κουτί, δεν υποψιαζόσουνα τι έχει μέσα αλλά αναρωτιόσουν γιατί να είναι κλειστό, φασκιωμένο με ταινία πλαστική και ακόμα περισσότερο, γιατί άραγε δεν έγραφε τίποτα επάνω; Του είπε ο Κλεόβουλος πώς το ονόμαζε ο Δρίβας, το σημείωσε απέξω. Μετά τι ήθελε ένα θλιβερό στην όψη χαρτοκιβώτιο στο χρηματοκιβώτιο των γραφείων, ταλαιπωρημένο, με λειωμένες γωνίες, τσακισμένες τις πλευρές του;

    Να ’χε φωνή ρε γαμώ το αυτό το ατσάλινο πράμα πόσα δε θα μας έλεγε, σκέφτηκε ξαφνικά και αφαιρέθηκε να φαντάζεται το χρηματοκιβώτιο να μιλάει...

    Εκεί φύλαγε ο Κύρας ό,τι πολύτιμο είχε και ό,τι θεωρούσε ως απόρρητο της οικογένειας, γιατί ο Κύρας, ά! ο Κύρας όλα κι όλα ήταν έμπιστος άνθρωπος, Εγώ στηρίζομαι στον Κύρα, έλεγε εκείνος, κάθε μεγάλη οικογένεια έχει τον Κύρα της. Έμαθε ο Γρίβας σύντομα πως αυτός είναι ο αρχιταμίας που ξέρει όλα τ’ άπλυτα όλων των μελών και κύρια του αφεντικού. Όχι κύριε ταμίας, διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών είμαι, Είκοσι πέντε άνθρωποι είστε όλοι και όλοι, πώς και έχετε διευθυντές, απόρησε ο Γρίβας συνηθισμένος στο Ναυτικό με διευθυντές να ’χουν από εκατό ανθρώπους μέχρι δύο χιλιάδες και πάνω, στο Ναύσταθμο φερ’ ειπείν, Εδώ έχετε οχτώ διευθύνσεις και η μεγαλύτερη είναι η δική σας με πέντε ανθρώπους. Δεν μετράει κύριε ο αριθμός των υπαλλήλων αλλά το εύρος των ευθυνών και του περιεχομένου, εμείς ξέρετε ελέγχουμε... και να ο αυτοπροσδιορισμός και η ανάγκη του τίτλου, Διευθυντής ...σημαίνει δύναμη, Γενικός Διευθυντής σημαίνει πως έχεις ανάγκη Διευθυντών, όσο ανεβαίνει η κλίμακα των τίτλων τόσο φουσκώνει και το στήθος του ιδιοκτήτη της εταιρείας, τόσο το βλέμμα παύει να βλέπει ανθρώπους και απομακρύνεται, άρα...

    Από την εποχή του παππού ήταν ακόμα ο Κύρας στυλοβάτης των απορρήτων, των μισθών, των μεριδίων, των φανερών και κρυφών, όλων όσων συνθέτουν ελαφρές και δοκιμαζόμενες συνειδήσεις. Τα χρυσαφικά της εφοπλιστίνας τα πλήρωνε ο ίδιος και τις αποδείξεις τις κατέγραφε επίσης ο ίδιος σε χωριστό λογαριασμό. Αλλά και τα κοσμήματα που αγόραζε ο Γρηγόρης για ευαίσθητες υπάρξεις, πάλι ο Κύρας τα διαχειριζόταν, στο τέλος είδε τους λογαριασμούς ο Γρίβας, δε γινόταν να μην τους βλέπει αφού ο ασφυκτικός έλεγχος απαιτούσε να θεωρεί και να εγκρίνει μέχρι τα προφυλακτικά, τις σφαίρες, τα διαμαντικά, μόνο την κοκαΐνη δεν κατέγραφε πουθενά, άραγε πού βρίσκονταν λεφτά γι’ αυτήν εκτός διαδικασίας γραφείου, υπήρχε όμως ή την επέβαλλε η πλούσια φαντασία; Του Κύρα του άρεσαν τα τυράκια επειδή τα προτιμούσε και ο Γρηγόρης, αλλά δεν κάπνιζε καίτοι το συνήθιζε κατά καιρούς ο μεγάλος. Κάπνιζε και ο παππούς του Γρηγόρη, πούρα κυρίως, αλλά δεν είχε παρασυρθεί ετούτος. Ούτε και με τις γυναίκες είχε παρασυρθεί. Τέλος πάντων εκτός της δικής του μίας και μοναδικής, Καλήηη, συνήθιζε να λέει ο μικρός με το μάτι να γυαλίζει και πράγματι ήταν ωραία η γυναίκα του Κύρα, καλοντυμένη, πώς τού ’ρθε του Γρίβα και σκέφτηκε πως έχουν σερβίτσιο Βοημίας στο σπίτι τους και δεν φτάνει που το σκέφτηκε ξεφούρνισε και την ερώτηση, Έχετε μήπως σερβίτσιο Βοημίας σπίτι σας, Πώς το ξέρετε, Να είδα το ποτήρι που πίνετε νερό στο γραφείο, είναι ξεχωριστό γι’ αυτό, Αααα γι’ αυτό, ειρωνικά εκείνος. Να δεις πως πηγαίνουν και στην εκκλησία, αλλά δε ρώτησε, Άσε καλύτερα, ξεφτιλιστήκαμε με τη Βοημία, φτάνει, δε μίλησε άλλο. Στο τέλος εκδικιόταν και τούτος τα τυράκια, μια χαψιά το ένα τα έκανε μη τυχόν και τον προλάβουν που τα βούταγε...

    Φαινόταν πολυχρησιμοποιημένο το χαρτοκιβώτιο, ο ίδιος ο Γρηγόρης ήθελε να δίνει ένα τόνο μυστηρίου σ’ ότι έκανε, έτσι δεν αποκάλυπτε πάντα τις προσθέσεις του καθαρά, κράταγε κάτι για τον εαυτό του και το ’λεγε όταν θεωρούσε πως θα προκαλούσε έκπληξη. Του άρεσε να κάνει εντύπωση, ήταν το μεγάλο αφεντικό βλέπεις, ονειρευότανε ακόμα μεγαλύτερα μεγαλεία, όταν συστηνόταν έπαιρνε ένα ξεχωριστό επίσημο ύφος, κοίταζε κατάματα και έλεγε αργά ολόκληρο το όνομα, δηλαδή και το μικρό και τα δύο επώνυμα, ήταν καθαρό πως περίμενε να δει την έκφραση που έπαιρνε ο άλλος. Και τα τρία ονόματα είχαν μπόλικα «ρ», «γ» και «δ» άρα ήταν βαρειόηχα, εντυπωσια­κά, έσερνε και λίγο το «ρο», σου ’ριχνε στη μούρη έτσι όλη τη σπουδαιότητα. Γρρηγόριος Δρρίβας Ανδρριώτης, τι καλύτερο ήθελε κανείς!

    Θυμήθηκε το Μπράτη ο Γρίβας όταν περιέγραφε το λοχαγό που εκτιμούσε τους φαντάρους με μουστάκι, καταγόμενους από ορεινά χωριά και με «ρ» απαραίτητα στα ονόματα. Κι μουστάκια κι Μπρρρράτης κι απ’ τη Βάρρρρργιανη, μπρρρρρράβο πηδί μ’. Έτσι τους φανταζόταν περισσότερο άντρες, τίποτα δε συνέδεε το λοχαγό με το Γρηγόρη, λες όμως;

    Όταν ήθελε το κιβώτιο δεν το ονόμαζε, έκανε νόημα στον Κύρα. Ήταν το μόνο που ζήτησε ο Γρίβας το επόμενο πρωί των γεγονότων και το πήρε σπίτι του. Εξάλλου του το ’χε ξεκαθαρίσει εκείνος παρουσία Κύρα και ταμία, όταν το ’φερε ο ίδιος απ’ την Αμερική και το κουβάλαγε σαν να κρατούσε τη στάχτη του πατέρα του, Αυτό θέλω να το πάρεις εσύ εάν γίνει οτιδήποτε και αδυνατώ εγώ. Τι εννοούσε τότε με το «αδυνατώ» δε διευκρίνισε, μα τώρα δε χρειαζόταν ερμηνεία, περισσότερη αδυναμία δε μπορούσε να του τύχει. Το βόλεψε στο ίδιο ντουλάπι που ’χει εργαλεία, πρόκες, βίδες, εκεί κρύβει απ’ το γιο του και κανα βάζο γλυκό που του δίνει η Καριωτίνα, εκεί έχει και τις μαγνητοταινίες απ’ τις δωρεές, που τόσο κάνανε περήφανο το δόλιο τον άλλο.

    Όλα τα κωλόχαρτα που περιμάζεψε εν τω μεταξύ απ’ την υπόθεση του ’πιασαν δυο βιβλιοθήκες, Είσαι άρρωστος, του ’πε η Καριωτίνα, τι τα θες και τα κουβάλησες εδώ μέσα, έχεις προθεσμία μία εβδομάδα να μου αδειάσεις το χώρο. Ήξερε εκείνη πως, όσο τα ’χε μπροστά του ο άντρας της τόσο θ’ αρρώσταινε, αλλά και η ίδια δε μπορούσε να τα βλέπει. Δεν τα κούνησε ο άλλος, εκτός από το χαρτόκουτο με τα «κρυφά» που το καταχώνιασε μέσα στ’ άλλα στην αποθηκούλα της τελευταίας του σπιτονοικοκυράς που κρατούσε ακόμα τα κλειδιά της από το ’70. Κανένας δεν ήξερε γι’ αυτήν και ούτε τη χρησιμοποιούσαν, είχε κρύψει και άλλα εκεί μέσα ο Γρίβας. Τα υπόλοιπα δεν τα πείραξε, αισθανόταν σα να πρόδιδε το φίλο του, γρήγορα συνήθισαν στη θέα τους και ήταν σα να μην υπάρχουν.

    Οι σφραγίδες πόσες να ’ταν άραγε, σίγουρα πάνω από τρια­κόσιες, στρογγυλές, τετράγωνες, τρίγωνες, παραλληλεπίπεδες, ξύλινες, μεταλλικές, πλαστικές, ελληνικών και ξένων εταιριών, γραμματειακές με λέξεις όπως ΑΡΧΕΙΟΝ, ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ, ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΝ, ΕΚΚΡΕΜΗ, ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ, ΤΕΛΟΣ, κ.α., του ταμείου με διάφορα ακαταλαβίστικα, των πλοίων με άλλα ακαταλαβίστικα, με υπογραφές, με τυποποιημένες παραγράφους και τελίτσες για συμπλήρωση και ένα σωρό από διάφορα, γέμισε ο Γρίβας ένα καλάθι από δώρα που του ’στελναν στις εποχές εκείνες, γέμισε και ένα μπαουλάκι, τα ’στησε στο ισόγειο του σπιτιού του, τις έβγαλε φωτογραφίες ο γιος του, χρησιμοποίησε μία απ’ αυτές στο βιβλίο του για τους στρατιωτικούς ν’ απεικονίζει τη γραφειοκρατία. Να που χρειάστηκαν, σκέφτηκε ικανοποιημένος. Μηχανικά τις είχε μαζέψει τότε από το σπίτι της Πλάκας, σωρός σε μία γωνία πεταμένες, δε θα ξαναγευτούν μελάνι, σκέφτηκε, όμως από μόνες τους είναι η ιστορία του Μανδύα και της οικογένειας, έτσι το ’δε, κάποιες χρειάστηκαν αργότερα, έψαχνε ώρα να τις βρει. Τις άλλες τις μεταλλικές από ορείχαλκο που είναι για τα σοβαρά χαρτιά των Minute Books³ που λέγαμε στην αρχή, τις έστησε σειρά πάνω στη βιβλιοθήκη όπου φαντάζουν με σιδερόφρακτους έφιππους ιππότες, Τίποτα δεν προστατέψατε, επηρμένα στρατιωτάκια, έπιασε τον εαυτό του να λέει, σφραγίσατε τις άκρες του Μανδύα, γεμίσατε με ανάγλυφα σημάδια σωρό τα έγγραφα, είστε γέννημα φιλοδοξίας και έπαρσης, από τίποτα δεν προφυλάξατε τ’ αφεντικό σας όμως και κύρια απ’ τον εαυτό του, μονάχα σε φοιτητές χρησιμεύσατε.

    Τους δείχνει από καμία σαν τους κάνει μάθημα γι’ αυτά ακριβώς τα συστήματα των επηρμένων όλου του κόσμου ή, για να το πούμε στερεότυπα, της παγκόσμιας άρχουσας τάξης, παίρνει μια κόλλα πιέζει τη σφραγίδα βγαίνει ανάγλυφο το αποτύπωμα, εντυπωσιάζονται. Δεν θα το ξεχάσετε, να πού χρησίμεψαν, τους λέει στο τέλος, σ’ εσάς χρησίμεψαν, να δούμε θα θελήσει τώρα κανείς σας να γίνει μέλος αυτής της Τάξης; Έτσι κλείνει αυτή τη σειρά των διαλέξεων για τα Ειδικά Θέματα, τι ειδικά θέματα δηλαδή, για όλα τα κόλπα με παραδείγματα, που έζησε και ο ίδιος και είδε και άκουσε να γίνονται με τα πλοία, τις τράπεζες, τις οικογένειες που γίνονται από πολλά χωριά, άμα το πολύ χρήμα διεισδύει ύπουλα μεταξύ τους. Δέκα χρόνια απ’ τη ζωή μου, τους λέει, εάν δεν είχα και σας να σας ταλανίζω με τούτη την εμπειρία, θα αισθανόμουνα πως ήταν δέκα χρόνια χαμένα, τουλάχιστον να προλάβω να τα πω, να χρησιμέψουν σαν το Παλιό ξινό προζύμι, έστω κι ένας ν’ αποφύγει παρόμοια λάθη, κέρδος θα ’ναι...

    Κάθε φορά που ξεφυλλίζει αυτά τα χαρτιά, πιάνει τον εαυτό του να πλένει με μανία μετά τα χέρια του, σα να ’χουν πασαλειφτεί με αίμα. Και την ίδια στιγμή νοιώθει ενοχές γιατί έβαλε και αυτός τη σφραγίδα του στις εξελίξεις, ή τουλάχιστον δεν κατάφερε να τις ανατρέψει. Γι’ αυτό θέλει να την πει αυτήν την ιστορία, πιστεύει πως θα μειώσει έτσι τις βασανιστικές του σκέψεις, άντε λοιπόν, πάμε...

    Οι πρόγονοι των Δριβαίων

    Ο φάκελος που ξεχώριζε πάνω πάνω ήταν πολυκαιρισμένος, το γράμμα καλλιγραφημένο με φτερό, φαινότανε το χαρτί πως ερχόταν από παλιά όπως και το περιεχόμενο, στην αρχαΐζουσα σχεδόν η γλώσσα, το ρούφηξε ο Γρίβας, έδενε έξι γενιές, έστω κι αν ήταν λίγα όσα περιλάμβανε. Έγραφε ο Ρόντος ο καπετάνιος και μετέπειτα εφοπλιστής στον ξάδερφό του το Γρηγόρη απ’ τη Χίο πως, αυτό το γράμμα, τρία σεντούκια με ρουχισμό γυναικείο, πέντε μεγαλύτερα με διάφορα σερβίτσια και τέτοια πράματα σπιτικά, το σεντούκι το μικρό το χάλκινο με χίλια χρυσά φλουριά βενέτικα, τα έγγραφα της τράπεζας Marseille της Μασσαλίας αποδεικτικά καταπιστεύματος υπέρ του εγγονού του Εντιμοτάτου Υπασπιστή του Δόγη Τάδε, όταν και εάν αυτός (ο εγγονός) γεννηθεί από παιδί της κόρης του, που επίσης συνοδεύει το γράμμα, όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα της πλέον επιτυχημένης οικονομικής επιχείρησης που ο ίδιος (ο Ρόντος) έχει ζήσει ή ακούσει στην πενηντάχρονη ζωή του στη θάλασσα και του εξηγούσε γιατί.

    Άνθρωποι και θησαυρός φτάσανε με το γιο του Δρίβα και μικρανεψιό του Ρόντου πέντε ημέρες ακριβώς μετά την ημερομηνία της επιστολής. Και τα πέντε μερόνυχτα ο νεαρός, αλλά βασικά η Βενετσανοπούλα... Ναι αύτη φίλτατέ μοι εξάδελφε... ξεσήκωναν το καράβι με τα βογκητά τους αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες στο πλήρωμα.. Ποτέ ιστιοφόρο δεν έσκισε τα νερά Αδριατικής, Ιονίου και Αιγαίου σκορπώντας τόσο σπέρμα στο πέρασμά του από γαμπρό και πλήρωμα. Μόνο για φαί ξεχώριζαν οι δυο τους και τότε ανάσαιναν και οι βάρδιες. Οι νεόνυμφοι έβγαιναν αναμαλλιασμένοι στο κατάστρωμα να ξαποστάσουν και ξαναγύρναγαν στην παστάδα τους. Πέταγε το πλεούμενο, χαιρόταν η θάλασσα, τους έσπρωχνε τ’ αεράκι, δε σκαμπανέβαζε το πλοίο να μην ταράξει τα αρχαία κουνήματα νιου και κόρης και τη χειροπρακτική των υπολοίπων.

    Φτάσανε στη Χίο ανέβηκε κορδωμένος ο Γρηγόρης ο Δεύτερος στο κονάκι του πατέρα του, διάβασε εκείνος το γράμμα, έσπασε στην πλάτη του γιου του τον πλάστη της κυράς του και μετά τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του αγόρασε το πρώτο του καραβάκι με τα χίλια φλουριά. Θυμάσαι, παιδί μου, την ευχή μου σαν έφευγες με τον Καπετάν Ρόντο, θυμάσαι τι σου ’χα πει για πες μου, Να πατέρα κάτι για παπάδες μου ’χες πει, Παππάς που εφημερεύει, Θεός του μαγειρεύει, σου ’χα πει ανεπρόκοπε, Γιατί ανεπρόκοπος πατέρα και νύφη σου ’φερα και φλουριά και αριστοκράτες είμαστε τώρα, Άιντε βίρα τώρα και πρόσεξε μη ξαναριχτείς σε γυναίκα και σου πάρουν οι Βενετσιάνοι ό,τι σου δώκανε, πρόσεξε...

    Έφυγε ο νιόπαντρος για ταξίδια και ξαναγύρισε σαν τα καράβια του γινήκανε τέσσερα σπάζοντας τους αποκλεισμούς των Άγγλων στη Γαλλία, είχε αυτό το παιδί μια μανία με τους Άγγλους, δεν τους πήγαινε, ό,που τους συναντούσε ήθελε κάτι να κάνει εναντίον τους. Βρήκε πίσω το γιο του οχτώ χρονών ενώ η γυναίκα του, που την είχε σχεδόν ξεχάσει, είχε σφαχτεί στο μεγάλο χαλασμό και ο ντόρος από την περιπέτεια στη Βενετιά είχε κοπάσει στα καπηλειά και τους καφενέδες του μεγάλου νησιού, αφού τους περισσότερους τους είχαν περάσει από λεπίδι οι Τούρκοι.

    Πήρε των οματιών του κι έφυγε για τη Σύρα. Η επανάσταση ήταν στα τελέματά της, πρόσφερε και τούτος στις ανάγκες του αγώνα δυο απ’ τα δικά του πλοία, τον γράφουνε έκτοτε τα μεγάλα βιβλία της Ιστορίας του Γένους. Αυτό που δεν γράφουνε είναι πώς είχε πετύχει το βενετσιάνικο κελεπούρι και την προίκα, ακόμα και σήμερα ακούγεται στα Μαστιχοχώρια διανθισμένη η ιστορία. Το γράμμα του Ρόντου το ξεκαθάριζε δίνοντας λεπτομέρειες...

    Τους κάλεσε ο Υπασπιστής του Δόγη σε μεγάλη δεξίωση και σαν περιδιάβαινε με τους καλεσμένους του να τους δείχνει το αρχοντικό, πέτυχαν το νεαρό Χιώτη κάτω απ’ τα μισοφόρια της κόρης του μέσα στο ίδιο το γραφείο του να λυσσάει τσαλαβουτώντας όπου έβρισκε. Είδανε και πάθανε να ξεμπλέξουν το ασυγκράτητο ζευγάρι, που δεν είχε πάρει χαμπάρι την ομήγυρη που έχασκε στο θέαμα. Εόρακάς τους αυτοπροσώπως αγαπητέ μοι εξάδελφε, παρέστη χρεία γενναίων προσπαθειών δύο δούλων προς χωρισμόν αμφοτέρων των εραστών, ουχί μόνον ένεκεν της μανιώδους αντιστάσεως τούτων, άμα κυρίως της εμπλοκής μεσοφορίων, μπανελών, συρμάτων, στεφανίων και διαφόρων τοιούτων γυναικείων εξαρτημάτων των πολύπλοκων ενδυμάτων της (ταφτάδες, μουαρέδες, κατηφέδες, καμουχάδες, χατάγια)άγνωστα εις εμέ βεβαίως... στοχάσου απλώς πως εισερχόμενοι εις το γραφείον ακροώμεθα των βογκητών και γρυλισμών των, θεώμεθα των λευκών μηρών της ωραίας νεανίσκης (νυν και νύφη σου το κορίτζι) στεναζούσης άμα και φωνασκούσης (στρίγγλιζε κουμπάρε μου να δεις πως στρίγγλιζε, τι της έκανε ο άτιμος), ο αγαπητός μοι μικρανεψιός ως βδέλλα κεκολλημένος πανταχόθεν κρυπτόμενος υπό τας δαντέλας και τα τοιαύτα πλην των κυκλικώς και παλινδρομικώς κινουμένων οπισθίων του, ο γάμος ηκολούθησεν ως εικός μετά δίωρον υπό του παρισταμένου επισκόπου, αφού βεβαίως προηγήθη το γαμήλιον συμβόλαιον δια το οποίον ελπίζω να μην έχεις ουδεμίαν αντίρρησιν... έτερον ουδέν, ταύτα διατελώ κ.λ.π. κ.λ.π.

    Υστερόγραφον: Ενθυμού διά βίου αγαπητέ μοι εξάδελφε ότι υφίσταται όρος ες το καταπίστευμα της τραπέζης δια τον υιόν σου, χρεία επομένως εγγονού ή και κόρης του ζεύγους, πέντε χιλιάδες χρυσά είναι ταύτα, τρία τρικάταρτα αρματώνουν, προσέξατε να ενστερνισθεί ο προκομμένος την ανάγκην της στεναζούσης πλην αναστάσης πατρίδος μας και συνεχίσει προσπαθείας μετά της αυτής συζύγου ως και της ως άνω μανίας διά παραγωγήν επαξίων απογόνων, χρεία επομένως και φυσιολογικής οδού ουχί μόνον διά αιδοιολειχίας ή λατινιστί cunnilingus, ως εψυθίριζον πλην ενθουσιωδώς οι θεώμενοι το σύμπλεγμα εις στάσιν επαράτου αριθμού εξήκοντα και εννέα. Ενθυμού εν τούτοις ότι ως εικός η πεολειχία, (αρχαία και ευχάριστος διαδικασία ως θα ενθυμείσαι αγαπητέ μοι) δεν απαγορεύεται ούτε υπό της θρησκείας, εάν ερμηνεύω ορθώς το Άσμα Ασμάτων...

    Του ’μεινε του Γρηγορίου του Δευτέρου το «Γλυφιτζούρας» και όταν τ’ άκουγε δε θύμωνε, Εγώ μάτια μου, έλεγε, ανέβηκα γλύφοντας και όχι έρποντας ούτε διά των κεράτων μου σαν μερικούς μερικούς.. Και κοίταζε κατά τη μεριά του Δημάρχου που λέγανε πως έκανε τις γιορτές στην αυλή του, γιατί μόνο από αυλόπορτα χώραγαν τα κέρατα, που του ’χαν φυτρώσει από τις παρεχόμενες υπηρεσίες της κυράς του σε διερχόμενους και διψασμένους τυχερούς... Περάστε να σας τρατάρουμε ένα νεραντζάκι, Νεράντζι πρώτα φάτε και την ψήφο μη ξεχνάτε, δέστε κάτω απ’ το γλυκάκι της κυρίας το μουνάκι, βγάλανε στο πίτσι φυτίλι τη ρίμα, ποσώς τον ενδιέφερε το Δήμαρχο ο πανηγυρικός τρόπος συλλογής οπαδών απ’ την κυρία του, φρόντιζε μάλιστα να έχει αποθέματα γλυκών σπίτι του και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

    Η στενάζουσα πατρίς ορθωνόταν σιγά σιγά και ενώ το Δριβαίικο μεγάλωνε (ειδικά σαν ήρθε εκεί γύρω στο 1880 ως μάννα εξ ουρανού στον εγγονό του Γλυφιτζούρα το καταπίστευμα των πέντε χιλιάδων χρυσών από την τράπεζα Marseille), το Ροντέικο μίκραινε οικονομικά και έτσι στη μεγάλη αλλαγή από τα πανιά και τον αέρα στο κάρβουνο και τον ατμό, δεν ταυτίστηκε με την πρόοδο ο εγγονός του Ρόντου, Σιγά μη φοβηθώ τους καρβουνιάρηδες, ρε σώνεται ο αέρας δε σώνεται, ενώ το κάρβουνο για πόσο θα υπάρχει, άσε που ’ναι και σκέτη βρωμιά... Δεν άλλαξε τα καράβια του, σταδιακά χάθηκε το εφοπλιστιλίκι απ’ αυτήν την οικογένεια όπως και από πολλούς άλλους, ξεθώριασε η αίγλη του Γαλαξιδιού και της Σύρας, όπου είχαν εγκατασταθεί από χρόνια τα εφοπλιστικά γραφεία καθόσον είχαν εξελιχθεί σε κέντρα ναυτιλιακών υποθέσεων.

    Απ’ την οικογένεια αυτή έμειναν οι μνήμες και οι καημοί και έτσι φτάσανε στη δεκαετία του 1980 στο μακρινό απόγονο τον καλούμενο Οράτιο Ρόντο και ενίοτε Ψηλέας ο νεκροθάφτης, με συνέπεια να γίνεται Τούρκος μεν, να χαμογελάει πικρά δε καθόσον ανήμπορος να αντιδράσει. Έμαθα να μαστορεύω και γαμώ το μάστορά μου, πέταγε τη μόνη παροιμία που γνώριζε και την είχε περί πολλού, αφού μ’ αυτήν δικαίωνε την αντιστροφή των ρόλων στο Ροντέικο και το Δριβαίικο. Τον μείωνε που τον φώναζε έτσι το αφεντικό του ο Δρίβας Γρηγόριος ο Τρίτος, επειδή κάνοντας τη θητεία του στο ναυτικό τον έβαλαν για καλύτερα στο Νοσοκομείο και εκεί τον φούνταραν στο νεκροθάλαμο να κουβαλάει πεθαμένους κάθε τρεις και λίγο. Αντιστραμμένοι πλέον οι όροι στις έξι γενιές που μεσολάβησαν. Τι να ’λεγε στον ξάδερφό του επομένως, πως ο προ-προ-προπάππος του είχε για μούτσο σε Ροντέικο καράβι τον αντίστοιχο Δρίβα και έτσι γίνανε εκείνοι εφοπλιστές; Αλλά και την χρυσοφόρα καβάλα στη Βενετιά σ’ εμάς τη χρωστάει ο μέγας Γλυφιτζούρας, μουρμούριζε. Ετούτον τουλάχιστον τον είχε νούμερο δύο στο γραφείο του στην Αμερική ο Δρίβας και μάλιστα εξ απορρήτων, τουτέστιν εκτός από το δικαίωμα υπογραφών που του ’χε παραχωρήσει σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας, ήταν εκείνος που διαχειριζόταν τα απόρρητα θέματα. Δηλαδή τα καταγεγραμμένα στο οργανόγραμμα του μηχανισμού ως Family Matters ήτοι Ζητήματα Οικογένειας, όπως τα αντιλαμβανόταν ο Γρίβας, ενώ τα Trust Matters⁵ δεν τα καταλάβαινε και θα πέρναγαν χρόνια οκτώ για να τα καταλάβει καλά. Τον καημό του όμως δεν άργησε να τον ξεφουρνίσει στο Γρίβα ο Οράτιος ο Ψηλέας, Ξέρεις, εφοπλιστές ήταν η δική μου οικογένεια και όχι του Δρίβα, εμείς και το μουνί της προ-προ-προγιαγιάς του τους κάναμε με καράβια, ό,που να ’ναι όμως θα γυρίσει ο τροχός...

    Ένας μονάχα Γρηγόρης είχε μεσολαβήσει από το τελεσφόρο εξήντα εννέα του Δευτέρου κανακάρη του γενάρχη των εφοπλιστών στην οικογένεια, οι υπόλοιποι ήταν μεν όλοι αρσενικοί αλλά κυριάρχησαν τα ονόματα Ζήσης και Θόδωρος, που είχε ένας τελευταίος ξάδερφος του παππού του Δρίβα, γαμίκος και τούτος ο Ζήσης μα κάθε άλλο παρά θαλασσόλυκος και πολύ περισσότερο επιχειρηματίας. Προτιμώ να πηδάω, Θόδωρε, και να ντύνομαι στις αποκριές όπως ξέρεις... έλεγε στον ξάδερφό του που τον είχε να τρέχει τα συμφέροντά του στην εταιρεία, Δεν είναι καλύτερο, τζάνε μ’, παρά να τραβολογιέμαι σαν και σένα με τα πληρώματα και τα ναυλοσύμφωνα;⁶ Αυτός ήταν άνθρωπος του γλεντιού, του μεσοφοριού και της πλάκας, ντυνόταν μασκαράς εφοπλιστής άνθρωπος και έκανε στο προσωπικό του γραφείου καραγκιοζιλίκια, γέλαγαν όλοι, δεν τόλμαγαν όμως να τον αμφισβητήσουν, ήταν κρύος και ωμός προκειμένου να κρατήσει αδιαμφισβήτητο το νιτερέσο του. Η παράδοση να γεννάνε οι γυναίκες των Δριβαίων αρσενικούς σταμάτησε μ’ αυτόν, Εγώ φταίω που μου ’κανε η γιατρίνα δυο θυγατέρες, αυτή τις γέννησε και δε σταμάτησε η γρουσουζιά, απ’ αυτές η μία γεννοβόλησε άλλες τρεις και μονάχα η άλλη που μου ’μοια­σε, η Λίλιαν η πολυγαμική καίτοι καλλιτέχνης, έκανε αρχικά μεν μια κόρη αλλά ευτυχώς και το Γρηγόριο τον Τρίτο, αυτός είναι η σωτηρία μας, να ησυχάσω λιγάκι να πιάσω κανα κώλο ήρεμος γαμώτο μου.

    Τέτοια έλεγε ο Ζήσης στον εγγονό του, Έτσι αντράκι μου θ’ αναλάβεις εσύ τα καράβια σα μεγαλώσεις, Θα τ’ αναλάβω και θα τα δώσω στο Κόμμα, Σε πιο Κόμμα πουλάκι μου, Στο Κομμουνιστικό Παππού, στο Κομμουνιστικό για να κάνουμε την επανάσταση να σας φάμε λάχανο τους μπουρζουάδες που μας στύβετε σα σφουγγαρίστρες στη δουλειά και την εκμετάλλευση, Ποιος σ’ εκμεταλλεύεται καρδούλα μου να τον περιποιηθώ εγώ, Εμάς, την εργατιά και το λαό, μάς πίνετε εσείς το αίμα, Όχι Γρηγόρη μου, πορτοκαλάδα είναι δεν είναι αίμα, πιες την τώρα και κάνεις μετά την επανάσταση, δίνεις και τα καράβια στο Κόμμα σου, άσε ήσυχη τη μαϊμού όμως, μην της παίζεις το πουλί, Γιατί όχι αφού και εσύ το κάνεις, σ’ έχω δει, Τι είπες ρε μπασμένο, εγώ παίζω μαλακία στη μαϊμού, μην το ξαναπείς αυτό, Εσύ παππού αφού σε είδα και προ ολίγου την έπαιζες και έπιανες συγχρόνως και το πουλί της υπηρέτριας που σου ’φερε το πρωινό, Αυτό δεν πειράζει, τη μαϊμού όμως να μην την πειράζεις, Αφού της αρέσει, Θα σε δαγκώσει διάολε και θα πεθάνεις σαν τον προηγούμενο το Μεγαλειότατο, δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε και κείνον, ωχούουου, άντε στρίβε τώρα μ’ εκνεύρισες... Έτσι κουβέντιαζε παππούς με εγγονό και τρελαινόταν και η μάνα και η γιαγιά του.

    Του Ζήση ο πατέρας ήταν ο τελευταίος Δρίβας γεννημένος στη Χίο και εργαζόμενος στη Σύρο, εμφανίσθηκε στις αρχές του αιώνα εκεί με την επανάσταση στο Γουδί το 1909 μετά την αγορά του πρώτου ατμόπλοιου της οικογένειας που το βάφτισε ΛΥΡΑ. Είχε ο άνθρωπος φαντασία, ήταν δημιουργικός έβλεπε μπροστά υπήρξε και ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Εφοπλιστών μέχρι το 1935. Τον φώναζαν Τζώρτζ ο Λόντρας γιατί γκρίνιαζε συνέχεια πως το μέλλον είναι στο Λονδίνο και έπρεπε να φύγει για εκεί. Δεν πρόλαβε, τον έφαγε η γρίπη πάνω που ορθοποδούσε μετά την οικονομική κρίση το ’29 που ξεκίνησε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πάντως δεν ακούστηκε αυτός για ερωτοδουλειές και τέτοια που ανέκαθεν χρωμάτιζαν τους Δριβαίους, από το Γλυφιτζούρα και δω.

    Το Λονδίνο ήταν το αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο κέντρο της Ναυτιλίας, εκεί στάλιαζαν πλέον οι Έλληνες εφοπλιστές και τα γραφεία τους, εκεί μαζευόταν το χρήμα απ’ τη μια με τις αποικίες και απ’ την άλλη με τις Τράπεζες, τις ναυλώσεις, τα δάνεια. Κανόνιζαν οι Εγγλέζοι με ύφος τη μοιρασιά των αγαθών των αποικιών τους, αφού αιώνες δουλείας και εκμετάλλευσης έκαναν το μεγάλο νησί θαλασσοκράτειρα, τους Ταγματάρχες τους να έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου σε Ινδούς, Ασιάτες, Αφρικανούς και πάει λέγοντας και στο τέλος σαν οι πόλεμοι και οι ξεσηκωμοί τους υποχρέωσαν, τράβαγαν με το χάρακα και καθόριζαν τα σύνορα σε ευθείες γραμμές, αδιαφορώντας για τους λαούς και τις αυλές των σπιτιών τους που χώριζαν στη μέση, με αποτέλεσμα εύκολα να τους βάζουν να σκοτώνονται κι από πάνω. Όχι μόνο γι’ αυτό Μήτσο, δε γίνονται μόνο γι’ αυτό οι πόλεμοι, δες κάτω απ’ τη γη των συγκρούσεων τι υπάρχει και έτσι ερμήνευσε και τις επεμβάσεις και τις εθνοκαθάρσεις και όλα για την ειρήνη δήθεν. Αμάν ρε Γρίβα μ’ έχεις πρήξει με τα πετρέλαια, τα αέρια και τους δρόμους ροής τους, μα τώρα μιλάμε για το Λονδίνο, όλα στην πολιτική τα ρίχνεις εσύ, ποιος δεν ξέρει πως στο Σίτυ μαζεύτηκε η τάξη των Ελλήνων εφοπλιστών επειδή ρυθμίστηκε νομοθεσία που τους βόλευε, τακτοποιήθηκαν τα φορολογικά και τα θέματα δανείων, πήγε και ο τέως άναξ εκεί να ’ναι κοντά στους πλειστηριασμούς το χειμώνα και το καλοκαίρι στο Πόρτο Χέλι... Σωστά αλλά υποκατέστησαν και οι Άγγλοι κάπως τα έσοδα από το αίμα και τα προϊόντα των αποικιών με τα κέρδη από τη ναυτιλία, που εξυπηρετούσαν με τα χρηματιστηριακά και τραπεζικά προϊόντα, τις ασφάλειες, τις ναυλώσεις, τα δάνεια...τί είπες τώρα δα για τον τέως; ...

    Βόλευε τους εφοπλιστές η κατάσταση, ρύθμισαν την ασυλία των κεφαλαίων τους με τα καταπιστεύματα και τις αόρατες εταιρείες, δουλεύει ρολόι η κατάσταση, πώς να ξεχωρίσει ο φτωχοδιά­βολος στο Πακιστάν που ψωμολυσσάει, ότι το φαγητό του είναι ακριβό επειδή η σόγια ήταν μονοπώλιο των Αμερικανών από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι προχθές και η μεταφορά του με τα καράβια ανεβάζει την τιμή της στα ύψη, Σιγά Γρίβα που τα ’μαθες όλα καλά και τα ερμηνεύεις σωστά, μουρμούρισε ο Μήτσος, πήρες φόρα. Τα κουβέντιαζαν αυτά οι δυο τους τη δεκαετία του ’90, συνάδελφοι απ’ το Ναυτικό ο Γρίβας με το Μήτσο το Σαλαμινιό και είχαν προσληφθεί στην ίδια εταιρεία...

    Το γύρισε στις μεταφορές πετρελαίων ο Τζωρτζ Δρίβας, δούλεψαν τα πετρελαιοφόρα για τα μεγαθήρια τις εταιρείες BP, AMERADA HESS, OMV της Αυστρίας αλλά και άλλες με φορτία της Γερμανικής Bomin. Άρχισαν να κυριαρχούν και να κυβερνάνε τον κόσμο από το παρασκήνιο οι κυρίες αυτές, τις μεγαλύτερες τις ονόμασαν μεταπολεμικά «Οι επτά αδελφές«. Ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις έκτοτε, Και τώρα Μήτσο και τώρα το κάνουν, τώρα επιβάλλουν και πολέμους όταν δεν τα καταφέρνουν με πορτοκαλί και ροζ επαναστάσεις που να τους φάει το μαύρο χώμα, έχουν και ιδιωτικούς στρατούς, επιτίθενται με πολεμικά ελικόπτερα, δε βλέπεις τι γίνεται στη Νιγηρία κάθε τρεις και λίγο, εκείνο το έρμο το Ιράκ γιατί το μακελεύουν, ο Σαντάμης τους πόνεσε, Άι παράτα με δε μαζεύεσαι με τίποτα, εγώ πάω για ούζο στην αγορά, όσο εσύ θα κηρύξεις την επανάσταση στο μεϊντάνι...

    Ζήσης Δρίβας - Ζωή Μοράβια

    Ο Ζήσης παρέλαβε την εταιρεία ξαφνικά και απροετοίμαστος, δεν είχε το νου του στα πλοία, Μάθε γιέ μου πώς δουλεύει το γραφείο, κατέβαινε να βλέπεις, θα σου χρειαστεί, έλεγε ο πατέρας του όπως οφείλει και κάνει κάθε εφοπλιστής στο διάδοχό του, ετούτος δεν ήθελε με τίποτα ούτε πλοία να βλέπει, ούτε με τον κόσμο της ναυτιλίας να συνδιαλέγεται, Προτιμώ το κοκό ρε συ Αναστάση, το ίδιο είναι μια ναύλωση με μια καύλωση, άσε με καημένε τώρα...

    Ο Βέττας ήταν λίγο μεγαλύτερος από το Ζήση, Συριανός με εύρωστη εταιρεία, ήταν φίλοι από τα μικράτα τους σαν κάνανε διακοπές στη Χίο στο Δριβαίικο εξοχικό, τι εξοχικό δηλαδή αυτό ήταν παλάτι όπως παλάτια ήταν όλα εκείνα τα εκπληκτικά σπίτια, σήμερα κάποια ρημάζουν, κάποια άλλα διατηρούνται να θυμίζουν τι ήταν αυτός ο κάμπος τότε πριν τον πόλεμο. Εκεί χτίστηκε μια καλή φιλία των δυο τους που κράτησε μέχρι που τα τίναξε πρώτος ο Δρίβας το 1975. Τακιμιάσανε το 1931 και γιατί ήταν φίλοι, κύρια όμως γιατί ο Ζήσης κατάλαβε πως μόνος του θα τα φαλίριζε τα καράβια και όλα. Απλή η συμφωνία, τι βάζει ο ένας τι βάζει ο άλλος, μετράνε τις μετοχές στις κοινές εταιρείες, Κάθε καράβι ξεχωριστή εταιρεία, κοινό το γραφείο που τρέχει τα πλοία, ανεξάρτητο από τις Off Shore των πλοίων Ζήση μου να θυμάσαι, το γραφείο που διαχειρίζεται πλοία δεν έχει καμία άλλη δουλειά με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες και σε κάθε μία απ’ αυτές τις τελευταίες μόνο ένα βαπόρι, αλλιώς καή­καμε, με το πρώτο σοβαρό πρόβλημα σε κάποιο απ’ όλα φαλίρανε και τα υπόλοιπα, επίσης το λογιστήριο πρέπει να φυσάει, στο τέλος κάθε χρόνου αφαιρούμε τα έξοδα, υπολογίζουμε και μοιράζουμε τα έσοδα και όλες αυτές οι δουλειές ανάλογα με τις μετοχές του καθενός. Ανοιχτά, καθαρά και τίμια. Τη δουλειά την έκανε βασικά ο Βέττας, ενώ γεννοβολούσε συνεχώς η γυναίκα του μέχρι που ’φτασε εννιά ή ίσως δέκα, τα ’μπλεξα μετά τόσα χρόνια, αυτόν ήξερε και η πιάτσα, δικό του το νεοκλασικό μέγαρο στο κέντρο της παραλίας στο λιμάνι του Πειραιά, Μέγαρον Βέττα. Καμάρωσέ το Γρίβα, είναι σήμερα της Ιονικής, γιατί όλα καταλήγουν στις τράπεζες, Αυτοί μάγκα μου είναι οι αρχιλήσταρχοι της υδρογείου, οι μεγαλύτεροι τρομοκράτες, οι τοκογλύφοι με τις γραβάτες είναι οι τραπεζίτες, σκληρότερα πετσά δε βρίσκεις πουθενά, αυτοί τα παίρνουν όλα, πάνω και απ’ τους εφοπλιστές είναι άρα και απ’ τις κυβερνήσεις, τι άλλο θέλεις; Έξοχα, έξοχα Γρίβα, ωραία τα λες, έτσι να συνεχίσεις, ο Μήτσος. Φιλοσοφούσαν οι δυο τους και όπως κάθε φορά η συζήτηση γύρναγε στα τότε, στα σημαντικά και συγκλονιστικά, αφού ο Γρίβας έκανε πρώτα και μια βουτιά βαθυστόχαστου πολιτικοκοινωνικού περιεχομένου σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση...

    Πορεύονταν καλά στην κοινή εταιρεία οι συνεταίροι μία με τα πετρελαιοφόρα, μία με φορτηγά, κυρίως με παλιά καράβια, Όπως όλοι οι Έλληνες Ζήση μου, γιατί να μπλέξουμε με νέες κατασκευές, δεν ξέρουμε αν θα κρατήσει πολύ η αγορά, το χτίσιμο πλοίου κρατάει καιρό και αν γυρίσει στα κάτω μας έκαψε, άσε που με τα παλιά οι δικοί μας οι μηχανικοί τα καταφέρνουν καλύτερα απ’ όλους τους άλλους, σε ρωτάω, γιατί η Ναυτιλία μας είναι πρώτη, γιατί είμαστε πατεντάδες, άκουσες να μείνει καράβι με ελληνικό πλήρωμα μεσοπέλαγα, ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο, ενώ οι Νορβηγοί, καλοί ναυτικοί δε λέω αλλά χέρι δεν βάζουν για επισκευή, άσε τους Αμερικάνους που τα θέλουν όλα καινούργια, Δε λέω όχι, Τάσο μου, αφού το παλιό το βουλιάζεις και ευκολότερα, παίρνει φωτιά πιο γρήγορα δεν ψιλιάζονται οι ασφαλιστές, Σιγά Ζήση, εμείς δεν κάνουμε τέτοια, Πώς δεν κάνουμε οι Έλληνες τέτοια Τάσο, τι μου λες τώρα, Δε λέω ρε βλάκα για τους άλλους, λέω για εμάς, Και γιατί να μην κάνουμε και εμείς να βγάλουμε δυο από ένα, Σώπα ρε Ζήση θα μας κάψεις αν σ’ ακούσουν, θα κάνουμε δε λέω αλλά με την ώρα του και σωστά, σταμάτα να μιλάς τώρα, ρε γαμώ το φελέκι μου, θα μπλέξουμε με σένα, Καλά Τασή μου δεν ξαναμιλάω ξέρεις εσύ, αλλά να είπα γιατί να μην βγάλουμε και μείς κάτι εύκολα, Σώπα είπα, ούτε στον εαυτό σου να τα μολογάς τούτα, Καλά καλά μη βαράς, σωπαίνω...

    Ο Τζωρτζ είχε προλάβει και πάντρεψε τον κανακάρη του το Ζήση με μια σοβαρή γυναίκα. Ξεχνάς πως είμαι μικρός πατέρα, Τι μικρός βλάκα είσαι τριάντα χρονών και όλο σε ποδόγυρους σε βρίσκω μπλεγμένο, Μα πατέρα... Σκάσε και ετοιμάσου, η κοπελιά, Ζωή τη λένε, είναι κόρη του Χιώτη του Μοράβια του μεγαλέμπορου, όλη τη μαστίχα αυτός την εμπορεύεται καθώς και τις συκαλαριές, θα τρέξει και ζεστό ρευστό στο γραφείο, το ’χουμε ανάγκη με τη Νέα Υόρκη που κατέρρευσε, ευτυχώς που προλάβαμε και επενδύσαμε στο Σύνταγμα και χτίσαμε και το σπίτι μας στην Πλάκα, μην πεις κουβέντα λοιπόν... σκέφτηκε λιγάκι ο πατέρας του Ζήση, Άσε που θα γίνεις και αριστοκράτης αφού κρατάνε απ’ τους Ιταλούς τους Πριμάντι του δεκάτου πέμπτου αιώνα, συμπλήρωσε, Ποιους είπες πατέρα, Τους Πριμάντι είπα, άσχετε, διάβασε το βιογραφικό της οικογένειάς της και μάλιστα το γενεαλογικό της κρατάει δυο αιώνες πριν ο πρόγονός μας πάρει μια γεύση από Βενετσιάνικο αριστοκρατικό αίμα, Θες να πεις για τον Γλυφιτζούρα, τον προπάππου σου πριν μπερδευτεί στα μεσοφόρια και το μουνί της Ιταλίδας, τι γεύση μου λες αυτός της το ’φαγε, έτσι αριστοκρατέψανε πατέρα μου και της υποψήφιας, γλύφοντας; Φύγε από δω, κρύε...

    Πίστεψε ο δόλιος πως αυτή θα τον συμμάζευε τον μουρντάρη το γιό του, καίτοι ήταν φοιτήτρια ακόμα, η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στην Ιατρική Σχολή. Γεννημένη το 1905, έκτο παιδί του Μοράβια απ’ ευθείας απόγονου ενός Πριμάντι που εγκαταστάθηκε στη Χίο πριν τετρακόσια χρόνια και επικράτησε το παρατσούκλι γιατί εμπορευόταν και μουράβια για συντήρηση των καραβιών, όπως γράφει ένα από τα βιογραφικά. Κάποιος μάλιστα απ’ τον κλάδο τούτο, ο Αργύριος, γεννημένος εκεί στα χίλια εφτακόσια τόσο, εμφανίζεται ως λόγιος και αρχικός διευθυντής του πρώτου οργανωμένου γυμνασίου της Χίου. Ένας απ’ αυτούς γλύτωσε στη σφαγή φορώντας τούρκικα λένε, για να προκύψει το 1905 η γιαγιά του Γρηγόρη Δρίβα απ’ τη μάνα του, που όμως ...δεν ήσκησεν το ιατρικόν επάγγελμα καίτοι αριστούχος.. αφοσιώθη ολοψύχως εις τον σύζυγον, τα τέκνα και εγγόνια της...Καλή και Αγαθή Κυρία.. όπως σημειώνει το δικό της Curriculum. Τ’ άρεσε του ήρωά μας του Γρηγόρη Δρίβα να λέει πως κρατούσε η σκούφια του από αριστοκρατικές ρίζες αφού, μία ήταν Βενετσιάνικη της καλοπροικισμένης θυγατέρας του υπασπιστή του Δόγη, άλλη επίσης Ιταλιάνικη μιας εποχής που η χερσόνησος ήθελε ακόμα τρεις αιώνες για να μετασχηματιστεί σε κράτος με τη σημερινή μορφή και τέλος από τους εννιακόσιους, που λένε πως διασώθηκαν στη μεγάλη σφαγή της Χίου στην επανάσταση...

    Αρραβωνιάστηκαν οι δυο νέοι με χορούς και τραγούδια στο νησί της το ’29 και την ίδια βραδιά τη βάτεψε ο ασυγκράτητος Ζήσης κάτω απ’ τις λεμονιές στον κήπο του σπιτιού τους, δεν πρόσεξαν που μάτωσε το φουστάνι της, λέκιασε και με λάσπη αφού ο κηπουρός είχε στρέψει το νερό να τρέχει και ποτίζονταν ακόμα οι λεμονιές, γλυκάθηκε και δε φώναξε η φοιτήτρια, πιασμένοι χέρι-χέρι γύρισαν χαρούμενοι και δήθεν αδιάφοροι στη μάζωξη. Όσοι τους είδαν κατάλαβαν, Δε χρειαζόμαστε σεντόνι, συμπέθερε, να το θυμάσαι, φώναξε ο συντηρητικός Δρίβας στον κατακόκκινο Μοράβια, τι να πουν, απ’ τη μια δεν ήταν και βρέφος η μέλλουσα νύφη πατώντας ήδη τα είκοσι τέσσερα, άρα μεγάλη για την εποχή εκείνη, απ’ την άλλη ο αραβωνιάρης δε φαινόταν αποκρουστικός, γρήγορος και απαιτητικός ήταν.

    Η μεγάλη μύτη, κόρη μου, σημαίνει πολλά στο κρεβάτι θα δεις, της είχε πει η μάνα της και του δόθηκε στις λεμονιές γουργουρίζοντας αυτή, σε εννιά μήνες ξεφύτρωσε στην Αθήνα η Λίλιαν, η μάνα του δικού μας του Γρηγόρη του Τρίτου και λίγο μετά η αδερφή της η Κάτια, αλλά ήδη ο Τζωρτζ είχε φύγει, δεν πρόλαβε να δει εγγόνι ο άτυχος. Φτιάχνοντας το μεγάλο σπίτι στην Πλάκα είχανε πέσει πάνω στη στοά στο υπόγειο, έβαλε τον εργολάβο και την έκλεισε με πέτρα από τη μια μεριά και του ζήτησε να χτίσει σε μισό μέτρο ακόμα έναν τούβλινο τοίχο δημιουργώντας έτσι έναν κλειστό χώρο στο πιο απόμακρο σημείο του υπογείου και ακριβώς πάνω στα όρια των θεμελίων, Τι το θες τούτο κυρ Τζώρτζη μου, ρώτησε εκείνος, Θα κάνω αρχειοφυλάκειο το δωμάτιο και δε θέλω υγρασία παιδί μου, με το διπλό τοίχο εξασφαλίζω καλή μόνωση, του απάντησε. Τέλειωσε το σπίτι, άνοιξε μόνος του μια τρύπα στην κορυφή στον τοίχο έριξε μέσα κάμποσα σακουλάκια δερμάτινα με λίρες και ένα μικρότερο γεμάτο πολύτιμες πέτρες ο Δρίβας, τα μισά απ’ όσα του ’χανε μείνει μετά τις πωλήσεις των πλοίων και τις κατασκευές του, φώναξε έναν εργάτη, Βάλε δυο τούβλα και σοβάτισέ το παιδί μου, αφήσανε την τρύπα ανοιχτή οι άχρηστοι. Σε κανένα δεν είπε τίποτα, όταν έφτασε το τέλος του κάτι προσπαθούσε να δείξει στο γιο του, δεν τα κατάφερε, εξήντα πέντε χρόνια μετά όταν ο Θεό­σταλτος εντόπισε τον τούβλινο τοίχο να κλείνει τη στοά, ούτε φαντάστηκε πως έκρυβε πίσω του χιλιάδες χρυσές λίρες, χώρια τα διαμαντικά, είναι άραγε εκεί ακόμα, αναρωτιέται ο Γρίβας. Εμείς τώρα πώς το μάθαμε και πώς τα αξιοποιήσαμε, έ, αυτά είναι τα μυστικά των γραφιάδων...

    Ο Ζήσης διαχειριζόταν τις μετοχές του και τα καράβια όπως όλοι εκείνη την εποχή μέσα από τις πλοιοκτήτριες, ώσπου το ’60 ίδρυσε την εταιρεία ΔΡΙΒΟΦΑΜ. Στους δικούς της λογαριασμούς έμπαιναν όλα τα έσοδα, από κει τραβούσε και ξόδευε μέχρι που μεγάλωσαν παιδιά και εγγόνια οπότε, άρχισε να μοιράζει ακριβοδίκαια μηνιαίες παροχές σ’ όλους τους. Στην ίδια μητρική εταιρεία με έδρα τον Παναμά ανήκαν οι μετοχές όλων των πλοίων, ενώ οι υπόλοιπες των κτιρίων και των οικοπέδων που αγόραζε και έχτιζε ανήκαν σ’ άλλη ιδιαίτερη εταιρεία για κάθε ακίνητο. Οι μετοχές όλων των υπεράκτιων εκδίδονταν ονομαστικά ή στον φέροντα, που σημαίνει πως όποιος τις κατείχε, ήλεγχε την εταιρεία ήταν και κάτοχός της και κυρίως του περιουσιακού στοιχείου που ήταν ιδιοκτησία της και των προϊόντων του...

    Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ζήσης ήταν άρρωστος, γκρίνιαζε, θύμωνε εύκολα, υπέφερε κοντά του η Ζωή, η κόρη του Μοράβια, απ’ τον εμφύλιο μάλιστα και μετά φώλιασε πολλή πίκρα μέσα της, εν τούτοις έδειχνε υπομονητική, πάντα αμίλητη να τον περιποιείται, ν’ ανέχεται τις παραξενιές του, να προσπαθεί να καλμάρει τη Λίλιαν που ζούσε και αυτή κοντά τους μετά το διαζύγιο και με τον δεύτερο άντρα της, το Νικόδελο. Έπινε η Λίλιαν, δεν είχε την υπομονή της μάνας της και μόνιμα ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της. Στη διαθήκη του αυτός άφησε τα μισά της γυναίκας του και τ’ άλλα μισά στις δυο του κόρες. Το 1975 λυτρώθηκε από την αρρώστια, τα καράβια, τη μια του κόρη την Κάτια που είχε να τη δει κάμποσα χρόνια, και τη δεύτερη τη Λίλιαν που έπνιγε στο πιοτό, την ποίηση και το θέατρο, τους καημούς της μετά δυο άτυχους γάμους. Η μια (των Ινδιών) είχε τρεις θυγατέρες, η άλλη μια θυγατέρα που ’χε να την δει από το 1960 και ένα γιο καμάρι και ελπίδα όλων, αφού ήδη τους έψηνε το ψάρι στα χείλη...

    Δεν ξεμπλέξαμε όμως με το ζευγάρι αυτό, δηλαδή το Ζήση και τη Ζωή, κάποια ακόμα και τραγικά θα μάθουμε παρακάτω με τη σειρά τους...

    Λίλιαν Δρίβα - Αρίστος Ανδριώτης

    Οι δυο αδελφές μεγαλώνουν στα πούπουλα, σπουδάζουν σε καλά σχολεία, ακολουθούν τους γονιούς τους σε Αγγλία, Καναδά και τέλος στη Νέα Υόρκη απ’ το ’51 μέχρι το ’58 έχοντας στο μεταξύ κάποια χρόνια κλειστεί σε σχολείο στην Ελβετία. Η Λίλιαν παρακολουθεί νομικά μαθήματα, Δημοσιογραφία και Ιστορία της Τέχνης στην Ελβετία και τον Καναδά, ενώ η αδελφή της, η Κάτια, βρισκόταν στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του πολέμου και ύστερα έφυγε για την Αμερική. Δεν ολοκλήρωσαν όμως συγκεκριμένο κύκλο σπουδών για να πάρουν κάποιο πτυχίο. Το 1951 η Λίλιαν γνωρίζει τον πρώτο άντρα της ζωής της, τον Αρίστο Ανδριώτη και άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλον μέχρι που τράβηξαν για την εκκλησία, πριν προλάβουν οι δικοί της να ψάξουν να βρουν περί τίνος πρόκειται. Παιδάκι μου πώς θα παντρευτείς ένα ναυτικό, Και ο Γλυφιτζούρας ναυτικός ήταν πατερούλη αλλά ο δικός μου είναι του Πολεμικού Ναυτικού και τον αποτάξανε γιατί είναι άντρας και όχι αγγλόδουλος, Τι λες παιδί μου πρόσεξε τι μας τσαμπουνάς, όλες μας οι δουλειές γίνονται στην Αγγλία, τι έχει αυτός τέλος πάντων και μας έχεις πρήξει πως τον θέλεις, Είναι ωραίος, ψηλός, είναι αξιωματικός και πήρε το αντιτορπιλικό μόνος του να φύγει για την Αίγυπτο το ’41, γιατί δε γούσταρε τους Γερμανούς, Και λοιπόν τι πάει να πει αυτό, επειδή πήρε το αντιτορπιλικό πρέπει εσύ να του ανοίξεις τα πόδια σου πριν μάθουμε τι καπνό φουμάρει, άσε που φαίνεται μεγάλος, Τι μεγάλος πατέρα, μεγάλη είναι η τέτοια του, αυτός τριάντα τεσσάρων είναι μονάχα και εγώ άρχισα να γίνομαι γεροντοκόρη, Πως μιλάς έτσι, αρρώστησες, μόνο είκοσι δύο είσαι, Ναι αλλά στην Ελλάδα αν δεν παντρευτείς στα δέκα οκτώ είσαι γεροντοκόρη, εμένα μ’ αρέσει, αυτόν θα πάρω και τελείωσε αλλιώς πάω για καλόγρια στη Χίο, αλλά σε δικό μου μοναστήρι να ’χω όποιον θέλω... και τον παντρεύτηκε το Μάη του 1951 στην Αγία Τριάδα της Νέας Υόρκης. Καλά ζήσανε τα πρώτα χρόνια με τον Αρίστο, ωραίος ήταν αυτός, απ’ τα Χανιά κρατούσε η σκούφια του, Πατέρας του ο Ηλίας Ανδριώτης, επαναστάτης, άνθρωπος του Βενιζέλου και συνταγματάρχης της στρατοχωροφυλακής, Το πιστόλι του το είχε ο άλλος μου ξάδερφος, ο Χάρης, μου το ’δωσε θα στο δείξω, λες να ’χει σκοτώσει Τούρκους μ’ αυτό, λέει ο Δρίβας...

    Ήρωας ο Αρίστος Ανδριώτης. Ταξίδεψε με τα πολεμικά, πολέμησε όσο επιτρέπανε οι Εγγλέζοι στα ελληνικά καράβια να παίρνουν μέρος σε επιχειρήσεις, γλέντησε καλά στα λιμάνια της Αιγύπτου, όπως κάνανε όσοι και όπως μπορούσαν τα χρόνια εκείνα του θανάτου και της φωτιάς. Τότε ήταν που έκανε παρέα με τον Παπατάδε, που τον αποκαλούσε ο Χορν Παπαχασίση σαν τον είδε αργότερα το ’93 σε μια δεξίωση του Γρηγόρη. Αυτοί, Γρίβα, στην Αίγυπτο περνούσαν καλά, γλένταγαν, όλο σε ξενοδοχεία μένανε σα δεν ήταν σε ταξίδια, γαμούσαν συνέχεια, μου τα ’λεγε ο πατέρας μου ο Αρίστος... και αφηγούμενος καμάρωνε ο καλός γιος. Εκείνος νάσου τον κινηματίας το 1943 με τα παιδιά των επιτροπών του ΕΑΜ μέσα στα πλοία, τον απέταξαν, μετά τον επανέφεραν και το ’45 τον αποστράτευσαν τελεσίδικα, Εγώ θα μείνω στη θάλασσα, θέλετε δε θέλετε, δεν του πήγαινε να κάνει και τίποτ’ άλλο, σαλπάρισε σε εμπορικό, τράκαρε τη Λίλιαν στον Καναδά, της έκαψε την καρδούλα, την πήρε γυναίκα του. Έτσι γινόταν τότε, στο χαλασμό που ’χε μπλέξει η υφήλιος. Γλένταγαν και ερωτεύονταν στο ένα λιμάνι, πολεμούσαν να ξεφύγουν απ’ τα υποβρύχια μεσοπέλαγα και παντρεύονταν στο άλλο.

    Ο Αρίστος δε θέλησε να μπλέξει με τις επιχειρήσεις του πεθερού, Δεν τα πάω εγώ αυτά τα γραφεία, μ’ αρέσουν τα ταξίδια, θ’ ανοίξω ταξιδιωτική επιχείρηση στην Αθήνα, Αρίστο μου εδώ καλά είναι, Νέα Υόρκη λέγεται αυτή, έχει και ουρανοξύστες, να σου πάρω έναν καλέ μου να βλέπεις τη θάλασσα, του ’λεγε η Λίλιαν, Θα ταξιδεύω και θα ζήσω την οικογένειά μου μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος κούκλα μου, μετά βλέπουμε, Καλά παιδί μου ηρέμησε, του ’πε η πεθερά του, δε θα πεινάσετε κιόλας, άσε και τους ουρανοξύστες ήσυχους Λίλιαν, κάντε κανά παιδάκι να χαρούμε... κάνανε το θηλυκό τη Ζωή το ’53 και το Γρηγόρη το ’58 και τα δύο στη Νέα Υόρκη. Έξι Απριλίου 1958 γράφει το πιστοποιητικό γέννησης του Γρηγόρη του Τρίτου, θα μας χρειαστεί αυτό παρακάτω, να το θυμόμαστε. Σώγαμπρος δε γίνομαι, έλεγε της Λίλιαν ο άντρας της, Δε σου ’πα να γίνεις σώγαμπρος αλλά μη λες όχι για το μερίδιό μου στα καράβια, Το μερίδιό σου να το κάνεις ό,τι θες, εμένα μη με μπλέκεις, Να μη σε βοηθήσω ν’ ανοίξεις το γραφείο που ’λεγες, Εντάξει αλλά δανεικά Λίλιαν, δανεικά κούκλα μου να ’χουμε και την περηφάνια μας, έτσι;

    Το άνοιξε αργότερα σαν γύρισε στην Ελλάδα αλλά ήδη είχαν αρχίσει οι γκρίνιες με το που γεννήθηκε η Ζωή και χειροτέρεψαν πριν μείνει η Λίλιαν έγκυος στο δεύτερο. Πηγαινοερχόταν αυτή στην Αμερική, Να φτιάξουμε το σπίτι μας τρέχω, να το επιπλώσουμε, να καλούμε κόσμο, δεν του πολυαρέσανε αυτά του Κρητικού, είχε και τούτος όμως τις περιπέτειές του, ήταν καλομαθημένος με τα θηλυκά καθ’ ότι εμφανίσιμος και μπερμπάντης, στην Αίγυπτο είχε αλωνίσει, τον ανέφεραν τα κοσμικά της εποχής, καλοντυνόταν, ήταν κοκέτης, φουλάρι και τέτοια. Είχε γεννηθεί το 1917 και το ’38 ορκίσθηκε σημαιοφόρος του Βασιλικού τότε Ναυτικού. Ο πατέρας μου ήταν σημαιοφοράκι είκοσι τριών χρονών σαν ξεσηκώθηκε ο στόλος για τη Μέση Ανατολή και ο Κυβερνήτης του πήρε τις βαλίτσες του, Καλό κατευόδιο τους ευχήθηκε, να προσέχετε και την κοπάνησε για το σπίτι του, Ο αχρείος, ο προδότης, ο λελές, εμείς παιδιά θα φύγουμε μόνοι μας, είστε... ξεσήκωσε ο νέος σημαιοφόρος το πλήρωμα, Μαζί σου, ύπαρχε, και με τα πολλά το μικρό καράβι έφτασε στην Αλεξάνδρεια.

    Του ’χε ζητήσει και ασχολήθηκε ο Γρίβας μαζεύοντας τα απαραίτητα ν’ αναγνωριστεί ο πατέρας του ως πολεμιστής του Β΄ Παγκόσμιου, όπως και έγινε το ’89 μετά θάνατον του Αρίστου Ανδριώτη. Τρελάθηκε ο Γρηγόρης να κορνιζώσει το Τιμής Ένεκεν, να το στείλει σε εφημερίδες στην Αμερική και την Κρήτη, να το δείχνει στον καθένα και ήταν πολύ περήφανος, Ξέρεις στην επιτροπή των αριστερών στο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ στο κίνημα του ’43 στη Μέση Ανατολή είχε πάρει μέρος όχι ως αριστερός, αλλά για να την ελέγχει, επειδή δεν ανεχόταν να κυβερνιέται το πολεμικό από ναύτες και υπαξιωματικούς. Το’ γραφε και σε άλλους αυτό, οργίστηκε ο Γρίβας, Βρε τι μου λες ανόητε, γιατί θέλεις να στρεβλώσεις την ιστορία του πατέρα σου, Γιατί δεν ήταν κομμουνιστής, Και λοιπόν, αντράκι ήταν, έβλεπε τ’ αδιέξοδα πίστεψε πως έτσι θα υποχρεώνονταν να κάνουν κάτι με τη θολή κατάσταση, τι βγαίνεις εσύ με γράμματα και θέλεις ν’ αλλάξεις την ιστορία του, να είσαι περήφανος γιατί δεν στάθηκε στην άκρη να περιμένει το αποτέλεσμα των εξελίξεων, αλλά προτίμησε να πάρει μέρος, αυτό έχει σημασία, γι’ αυτό είναι εντάξει, αλλιώς «άτιμος έστω» όπως λένε οι αρχαίοι για τους απέχοντες στον εμφύλιο.

    Σοβαρά μιλάς, τέλος πάντων ξέρεις τι γκόμενος ήταν ο πατέρας μου, αυτός μ’ έμαθε να γαμώ, έκλεισε ένα ραντεβού με δυο γκόμενες και τις περιμέναμε στο διαμέρισμά του, πριν κλείσω τα δεκαπέντε με είχε προετοιμάσει και πηδήσαμε μαζί, όχι στο ίδιο δωμάτιο αλλά ήταν και εκείνος εκεί δίπλα στ’ άλλο, τις περιμέναμε, αυτός με μια Robe de Sabre, αρωματισμένος, ξυρισμένος, ήταν πολύ ωραίος...

    Χώρισε με τη Λίλιαν τυπικά το 1960 ο Αρίστος, αλλά ήδη από το ’57 είχαν πάψει να ζουν μαζί. Βρέθηκαν στη γιορτή του, μόλις είχε φέρει αυτός το κότερο το ΖΩΗ από την Ιταλία, τ’ άρεσε και το καπετάνεψε σ’ αυτό το ταξίδι, Τότε σμίξανε σαν ζευγάρι τελευταία φορά, έτσι βγήκα και γω, ψιθύρισε ο Δρίβας. Τι θέλεις για να δώσεις διαζύγιο στη Λίλιαν, τον ρώτησε ο πεθερός του, σου φτάνουν διακόσιες χιλιάδες δολάρια, Να βάλεις Ζήση τα δολάρια εκεί που ξέρεις, ποιος σου ζήτησε λεφτά, εγώ με τη Λίλιαν τα πάμε καλά, του είπε ο Αρίστος, το ’λεγε και το ξανάλεγε ο Δρίβας περήφανος γιατί δεν πουλήθηκε για λεφτά ο πατέρας του. Μέσα του ’77 αρώστησε βαριά, Μάνα να τον βοηθήσουμε, Τι να κάνω παιδί μου, ό,τι πρέπει να γίνει το κάνουμε, για έξω που επιμένεις δεν είναι απαραίτητο, το λένε και οι γιατροί, δεν πρόκειται να πάθει τίποτα, θα συνέρθει, Να τον πάμε στο εξωτερικό μάνα, να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο στην Αμερική, Ξέρεις τι μου ζητάς τώρα Γρηγόρη, έχουμε στην Ελλάδα νοσοκομεία αγόρι μου. Πέθανε ο Αρίστος το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου στο Ναυτικό Νοσοκομείο, άδικα της καταλόγιζε ο Δρίβας ευθύνες για το θάνατό του. Μαζεύονται πολλά, μάνα, πολλά μαζεύονται και συ χαμπάρι δε δίνεις, Τι είναι αυτά που λες, μη μου φορτώνεις τώρα και το θάνατο του Αρίστου, έχω ήδη στο μυαλό μου ένα σωρό και κυρίως εσένα μικρέ που με πνίγεις λίγο λίγο και από κοντά βοηθάει και η αδερφή σου, Δε σε πνίγουμε εμείς Λίλιαν, το πιοτό σε πνίγει και απ’ αυτό θα πας, Να μη μιλάς έτσι μάνα σου είμαι, απαιτώ σεβασμό, Τι σεβασμό ζητάς, απ’ αυτόν που δεν έδειξες στον πατέρα μου ή από εκείνον που δεν έδειξες στο σπίτι σου το ίδιο, αφού πηδιόσουνα με τον μπασκίνα σχεδόν μπρος στα μάτια μου, Φύγε από δω, φύγε τώρα από μπροστά μου να μη βλέπω τι έβγαλα από την κοιλιά μου, φύγε είπα...

    Η Λίλιαν απ’ την Αμερική ακόμα είχε διαλέξει δρόμο, ήταν ανήσυχη, δεν την τραβούσαν οι επιχειρήσεις, προτιμούσε τα δημοσιογραφικά, τα καλλιτεχνικά, τον κινηματογράφο, την ποίηση. Στην Ελλάδα μετά το δεύτερο διαζύγιο και με το Νικόδελο ασχολήθηκε μ’ ένα σύλλογο στο Λιμανάκι που βοηθούσε τα παιδιά της περιοχής με υποτροφίες από το Δριβαίο Ίδρυμα που είχε ήδη στήσει ο πατέρας της. Είχε κλίση στις γλώσσες και μιλούσε άνετα τέσσερις ενώ έγραφε σχεδόν πάντα στ’ Αγγλικά, Τι συνήθεια Γρίβα να γράφουν στα Εγγλέζικα όλοι τούτοι, Μιλάνε Αγγλικά ή Γαλλικά σαν είναι μόνοι τους, το ίδιο όπως κάνανε οι Ρώσοι αριστοκράτες και όλη αυτή η φάρα παγκοσμίως, δε θεωρούν τη μητρική τους γλώσσα «in» κατάλαβες, στα σαλόνια τους είναι ντροπή ν’ ακούγονται Ελληνικά, εξάλλου είναι και τρόπος όχι μόνο να δείξουν πως είναι γαλλοτραφείς, αλλά έτσι λένε και ό,τι δε θέλουν να καταλάβουν οι ιθαγενείς, κατάλαβες; Ζωγράφιζε η Λίλιαν, έγραφε ποιήματα, εξέδωσε μάλιστα και δυο συλλογές, υπάρχουν και σε κασέτες τρεις ταινίες που βοήθησε να γυριστούν, οι δύο ήταν δική της παραγωγή, ενώ στη μία απ’ αυτές εμφανίζεται να παίζει ένα μικρό ρόλο, να λέει δύο λόγια. Για όσο διάστημα ήταν στη Νέα Υόρκη από το ’51 και μετά, ασχολήθηκε και μ’ ένα περιοδικό για τον Ελληνισμό της Αμερικής, έγινε και αρχισυντάκτης του. Το βιογραφικό της σκόπιμα είναι ασαφές σε λεπτομέρειες, είναι καθαρό πως μη δίνοντας ο γιος της πλήρη στοιχεία, ήθελε να φαίνονται τα πράγματα βελτιωμένα, αλλά και έτσι η μάνα του εμφανίζεται ως άτομο με έντονα καλλιτεχνικά στοιχεία, Πίνει όμως Γρίβα, πίνει πολύ δεν την θυμάσαι στο τραπέζι στη βίλα στο Λιμανάκι το ’74, του ’πε ο Γρηγόρης σαν συναντήθηκαν το ’90.

    Την ίδια χρονιά τρεις μήνες περίπου μετά το τραπέζι εκείνο, στέλνει η Λίλιαν ένα γράμμα στην κόρη της τη Ζωή που τη στερήθηκε δεκατέσσερα χρόνια, όπως της σημειώνει, τονίζει την ατυχία της και με το δεύτερο γάμο της αλλά και ότι «...η επαφή μου με τον πάππο σου υπήρξε θλιβερή...» λόγω του ευερέθιστου του χαρακτήρα του, της αρρώστιας του και της ατέλειωτης γκρίνιας και των διαξιφισμών τους. Αναφέρεται και στην αδελφή της την Κάτια που ζει στην Ινδία, η αιχμή δε λείπει, Μένω κυρίως για τη μάνα μου και για να μην αισθανθούν τώρα στα γεράματα ότι και η άλλη τους η κόρη τους εγκαταλείπει... Η πίκρα της Λίλιαν για τα παιδιά της αλλά και το ρόλο των γονιών της βγαίνει στο ίδιο γράμμα αφού την προτρέπει να προετοιμαστεί για το δύσκολο ρόλο της μητέρας που είναι ...ο πιο αχάριστος απ’ όλους...! Δεν είναι, κόρη μου, το γράμμα απολογία, της έγραφε, παράπονο είναι... είκοσι χρονών η κόρη κάτω από σαράντα πέντε η ίδια, γιατί να της λέει τέτοια μετά απουσία δεκατεσσάρων χρόνων;

    Έμαθε ο Γρίβας για τη δραστηριότητά της σχετικά με τις υποτροφίες στα παιδιά ναυτικών που δίνανε να σπουδάζουν κάθε χρόνο, για το Δριβαίο Δημοτικό Σχολείο που χτίσανε με τους γονείς της το ’57 στο Λιμανάκι και πλήρωναν για χρόνια το μισθό του ενός δασκάλου, για τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό που λειτουργούσε χάρη σ’ αυτήν, έμαθε για την ενίσχυση με χρήματα σ’ ένα Νοσοκομείο που ’χτισαν μια του πτέρυγα και την εξόπλισαν με ιατρικά μηχανήματα... Είχε αρχίσει τις περιπέτειες, δεν ήταν και πολύ εκλεκτική, τι του βρήκε του μπασκίνα, μια ζωή τα ’χε μαζί του μέχρι που αποστρατεύτηκε αυτός και γέρασε και κείνη, δυο φορές παντρεύτηκε, ο δεύτερος ο Νικόδελος πέθανε προ καιρού ενώ ο πατέρας μου το ’77, τα ’φτιαξε και μ’ άλλους η Λίλιαν αλλά ο χωροφύλακας μπαινοβγαίνει στη βίλα ακόμα και τώρα, έλεγε του Γρίβα μια μέρα τον πρώτο καιρό που ’χε έρθει αυτός στο γραφείο το 1990 και είχε μεθύσει ο Γρηγόρης, Ξέρεις τι έγινε, έκανα μάτι απ’ την κλειδαρότρυπα, έχεις δει τη μάνα σου με εραστή της, να σου πω στάσεις και τέτοια, ούτε εφτά χρονών δεν ήμουνα και πάντα τον έφερνε στη βίλλα η ξεδιάντροπη, δεν τον πήγαινε ούτε στην άλλη που πήραν απ’ το Γερμανό εκεί κοντά. Την είχε συμφωνήσει ο παππούς μου για εξήντα χιλιάδες δολάρια πριν πεθάνει και τελικά την αγόρασε, κατάλαβες Γρίβα και μου λες γιατί δεν έχω φωτογραφίες της στο γραφείο παρά μόνο του πατέρα μου, άσε που δεν τον βοήθησε στο τέλος του, άστο αυτό, ευτυχώς που παντρεύτηκε αργότερα το Νικόδελο και ησύχασε για λίγο... στο Λονδίνο γνωρίστηκαν επί χούντας με τη Λίλιαν και παντρεύτηκαν, ασχολιόταν αυτός με τους εκεί αντιχουντικούς,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1