Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Θέμα Προοπτικής
Θέμα Προοπτικής
Θέμα Προοπτικής
Ebook711 pages5 hours

Θέμα Προοπτικής

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Από την φημισμένη συγγραφέα του The Drago Tree έρχεται ένα θρυλικό θρίλερ για την επιβίωση, την εκδίκηση και τα κρυμμένα μυστικά.


Όταν ο ακτιβιστής κατά της διαφθοράς της Λανζαρότ, Σελεστίνο, είναι σε ένα μοναχικό δρόμο, ξέρει ότι η σύγκρουση δεν ήταν τυχαία. Πληγωμένος και φοβισμένος για τη ζωή του, κρύβεται σε ένα εγκαταλελειμμένο ψαροχώρι, περιμένοντας την ευκαιρία να γυρίσει σπίτι του.


Εν τω μεταξύ, η σύζυγός του Πάολα είναι απογοητευμένη και ξεκινά να τον αναζητήσει. Η αναζήτηση της Πάολας για τον σύζυγό της καταλήγει γρήγορα σε χάος, κίνδυνο και ίντριγκα. Σε πολύ λίγο διάστημα, συνειδητοποιεί ότι κάποιος την παρακολουθεί. Χρειάζεται απαντήσεις και γρήγορα.


Πού είναι όμως ο Σελεστίνο, και άραγε θα καταφέρει να ξαναγυρίσει;

LanguageΕλληνικά
Release dateFeb 5, 2022
ISBN4867472204
Θέμα Προοπτικής
Author

Isobel Blackthorn

Isobel Blackthorn holds a PhD for her ground breaking study of the texts of Theosophist Alice Bailey. She is the author of Alice a. Bailey: Life and Legacy and The Unlikely Occultist: a biographical novel of Alice A. Bailey. Isobel is also an award-winning novelist.

Read more from Isobel Blackthorn

Related to Θέμα Προοπτικής

Titles in the series (1)

View More

Related ebooks

Related categories

Reviews for Θέμα Προοπτικής

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Θέμα Προοπτικής - Isobel Blackthorn

    ΣΕΛΕΣΤΊΝΟ

    Ο ωκεανός ανυψώνεται στον δικό του σφυγμό, θυμωμένος και επίμονος, αναγκάζοντας τον όγκο του να πέφτει πάνω στο βράχο. Ο υγρός και αλμυρός μου σύντροφος, σιωπηλός, ακόμα και όταν βρυχάται. Η παλίρροια ανεβαίνει, ο άνεμος είναι κυκλωτικός, τα κύματα χύνουν τις στάλες τους στην καλύβα του ψαρά μέσω του ανοίγματος του παραθύρου. Η έκρηξη καθώς κάθε κύμα χτυπάει, στέλνει μια μικρότερη έκρηξη μέσα μου.

    Χρησιμοποιώ ένα ξύλινο τραπέζι που του λείπει το ένα πόδι σαν φράγμα. Καταλαμβάνουν επίσης την καλύβα του ψαρά δύο καρέκλες χωρίς πλάτη και τρία ξύλινα κιβώτια, οι πλάκες τους σαπίζουν και είναι εύθραυστες. Σε ένα ραγισμένο πλαστικό κουβά υπάρχουν μικρά μήκη ξεφτισμένου σχοινιού, που απορρίπτονται ως άχρηστα από τον ιδιοκτήτη τους, μαζί με απορρίμματα διχτυού του ψαρέματος, μπερδεμένα και άχρηστα.

    Συγκεντρώνομαι στην πίσω γωνία αυτού του ψυχρού κελιού που ονομάζεται δωμάτιο με όλα τα τρίμματα, για όλο το καλό που μου κάνει. Μπορώ να ακούσω τον σκύλο, να ρουθουνίζει και να ψιθυρίζει έξω: τον ακόλουθό μου. Το άνοιγμα έπρεπε να είχε κλειστεί για να εμποδίζει τον άνεμο και οι στάλες των κυμάτων επικαλύπτουν τα πάντα με αλάτι. Η μόνη μου παρηγοριά, είναι πως αυτό το σκυλί δεν μπορεί να μπει..

    Το άνοιγμα πρέπει να είναι πολύ ψηλό για τον σκύλο αλλιώς τώρα θα είχε πηδήξει μέσα για να με σκοτώσει. Εκτός, αν προσπαθεί να βρει το κουράγιο ή σκέφτεται πώς θα μπει μέσα. Δεν μπορώ να σκεφτώ αυτό τώρα. Το φράγμα μπορεί να είναι άχρηστο μπροστά σε αυτό το γκρινιάρικο κτήνος, όμως δεν θα μείνω κολλημένος εδώ κάτω, στο παγωμένο, πέτρινο πάτωμα, για να κρυφτώ από έναν τετράποδο εχθρό.


    Επαναξιολογώ την κατάσταση του σώματός μου. Δεν είμαι σε καλή κατάσταση. Το δάγκωμα του σκύλου στην αριστερή μου γάμπα αιμορραγεί. Μπορώ να νιώσω το αίμα, κολλώδες και ζεστό. Το αριστερό μου χέρι είναι χάλια. Σπασμένο στον ώμο, κρέμεται, αδρανές και αχρησιμοποίητο, ο πόνος χτυπά ταυτόχρονα με τον καρδιακό παλμό μου. Αν κινηθώ, ακόμη και λίγο, νιώθω μαχαιριές σε όλο μου το κορμί, που ακολουθούνται από τον πόνο των εγκαυμάτων που απέκτησα βγαίνοντας από το αμάξι, εγκαύματα στο πρόσωπο και τα χέρια μου.

    Κατάφερα να απομακρυνθώ πριν η μεταλλική μάζα τυλιχτεί στις φλόγες, παρά την βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει βαριά. Ο άνεμος που έφερε η βροχή έστειλε τις φλόγες προς το μέρος μου, καίγοντας το πρόσωπό μου και καψαλίζοντας τα μαλλιά μου.

    Ο σκύλος μυρίζει το αίμα μου, την καμένη σάρκα μου. Είναι πεινασμένος, άγριος, δεν έπρεπε να είναι εδώ που δεν υπάρχει άλλη τροφή, παρά μόνο εγώ.

    Πεινάω κι εγώ όσο κι εσύ, φιλαράκο.

    Το ατύχημα έχει κολλήσει στο μυαλό μου, το βλέπω συνεχώς. Ήταν θαύμα που σώθηκα . Πώς στο διάολο που κατάφερα να πιάσω το σακίδιο μου, δεν κατάλαβα, αλλά είχα ως κίνητρο το περιεχόμενό του ή ένα συγκεκριμένο στοιχείο μεταξύ των υπόλοιπων, το δώρο γενεθλίων της κόρης μου. Τι συνέβη; Η καταιγίδα, αυτό συνέβη. Ήξερα ότι ερχόταν, το συζητούσαν όλοι στο νησί, αλλά σκέφτηκα πως αν φύγω το μεσημέρι θα είχα αρκετό χρόνο ώστε να αφήσω έναν πίνακα σε έναν πελάτη, έναν Σουηδό γιατρό με μια έξυπνη βίλα στο μικρό χωριό της Μάντσα Μπλάνκα, και θα τα κατάφερνα να γυρίσω στο βουνό, στους γονείς της γυναίκας μου πριν από το πάρτι γενεθλίων. Ο Έρικ ήταν επίμονος, ήθελε τη δουλειά αυτό το Σαββατοκύριακο. Και χρειαζόμουν τα μετρητά, ιδίως για να ανακτήσω το κόστος αυτού που ήταν μέσα σε αυτό το όμορφο χαρτί περιτυλίγματος. Πήγαινα στο πάρτι όταν συνέβη η σύγκρουση.

    Αυτό το τμήμα του δρόμου είναι στενό και πλαισιώνεται από ξηρούς πέτρινους τοίχους. Οι οδηγοί δεν πρέπει να βγάζουν τα πόδια τους από το φρένο, αλλά απολαμβάνοντας την έλλειψη στροφών φουρκέτας, το κάνουν. Δεν είδα το όχημα που έπεσε πάνω μου στη διασταύρωση και χτύπησε το αυτοκίνητό μου σε τοίχο. Όχι, σίγουρα δεν το είδα να έρχεται. Ήταν ένα μεγάλο όχημα, το μόνο που θυμάμαι, πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου μικρό αυτοκίνητο που γύρισε και περιστράφηκε και τελικά κατέληξε να είναι ανάποδα.

    Ο οδηγός έφυγε με ταχύτητα κι εγώ απέμεινα μόνος μέσα στη βροχή και τον άνεμο. Βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, η έκτη μου αίσθηση έλεγε πως δεν ήταν ατύχημα και πως ο οδηγός θα επέστρεφε για να σιγουρευτεί πως είχε επιτύχει τον σκοπό του. Παρανοϊκή σκέψη ίσως, αλλά πάλι, ίσως και όχι. Δεν θα το ρίσκαρα.

    Εξάλλου, η μυρωδιά του πετρελαίου ήταν δυνατή και αυτός ο θόρυβος που ακούγονταν, μαρτυρούσε μόνο ένα πράγμα. Το αμάξι μου θα ανατιναζόταν.

    Αφού περιποιήθηκα το τραυματισμένο μου χέρι, περπάτησα, βγήκα από τον δρόμο, και μέσα στο ανεμοβρόχι, ακολουθώντας το φυσικό μου ένστικτο που είχα για τις κατευθύνσεις, απομακρύνθηκα από το χωριό, προσπαθώντας να βρεθώ όσο πιο μακριά μπορούσα από τους ανθρώπους του νησιού. Περπάτησα, αποφασισμένος, δεν σκεφτόμουν σωστά, το ένστικτό μου μού έλεγε να πάω προς μια κατεύθυνση που κανείς λογικός δεν θα το έκανε εν ώρα τροπικής καταιγίδας. Ο σκύλος με συνάντησε την στιγμή που το χωράφι παραδόθηκε στις φλόγες και στις δυο πλευρές του δρόμου, ή τουλάχιστον, τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως ένα λιπόσαρκο, λερωμένο, μπασταρδεμένο σκυλί, με ακολουθούσε.

    Αγνόησα το σκυλί και συνέχισα να περπατώ, φτάνοντας στην ακτή και σε μια διχάλα του δρόμου μετά από μισή ώρα. Το λάθος μου ήταν που σταμάτησα για να ξεκουραστώ λιγάκι. Επεξεργαζόμουν για το ποιος θα ήταν ο καλύτερος δρόμος για να βρεθώ στις ψαροκαλύβες, όταν ο σκύλος βρήκε την ευκαιρία και μου επιτέθηκε από πίσω, βυθίζοντας τα δόντια του στην γάμπα μου. Χτύπησα το κεφάλι του με τον σάκο μου, ήταν το μόνο όπλο που είχα, και φυσικά, αυτό ξάφνιασε τον σκύλο. Ελευθέρωσε την γάμπα μου από τα δόντια του, δίνοντάς μου αρκετό χρόνο να ψάξω μήπως βρω κάποια κάπως μεγάλη πέτρα. Το χέρι μου έπιασε μία και την πέταξα στο πλευρό του κτήνους. Ακουσα ένα χτύπημα και μια κραυγή. Χωρίς να το ρισκάρω, βρήκα άλλη μία πέτρα και μετά άλλη μία. Το σκυλί έφυγε. Έριξα τον σάκο μου στον δεξί ώμο, και κουτσαίνοντας, περπάτησα προς τα ανατολικά, σπρώχνοντας πόρτες, ώσπου βρήκα μία ανοιχτή.

    Ήξερα πως όταν θα βολευόμουν στην υγρή γωνιά μου, στο καλύβι, ήμουν παγιδευμένος. Πως αν γυρνούσα ξανά στον δρόμο, θα ήμουν εκτεθειμένος, ορατός, τρωτός σε μια δεύτερη επίθεση του σκύλου. Ήξερα επίσης πως όποιος με είχε χτυπήσει στον δρόμο, θα ερχόταν να σιγουρέψει τον θάνατό μου.

    Ή ίσως να νόμιζε πως ήμουν νεκρός..

    Θα είμαι σύντομα.

    Ο σύντροφός μου, ο σκύλος, με κρατούσε φυλακισμένο. Ούτε εκείνος μπορεί να μπει, ούτε εγώ να βγω. Πόση ώρα θα κρατήσει αυτό;

    Νερό έχω, έχω φρέσκο νερό, ένα δίλιτρο μπουκάλι, κλειστό. Ήταν έξτρα βάρος για τον σάκο μου. Αυτό ήταν η αιτία για το πρώτο χτύπημα στον σκύλο. Έχω σνακ που τα παίρνω πάντα για τον δρόμο, σοκολάτα, μπάρες δημητριακών, ξηρούς καρπούς, γλυκά για την Γκλόρια, ένα σωρό νόστιμα γλυκά.

    Έχω δυο επιλογές. Ή μπορώ να γυρίσω πίσω, ή να μείνω εδώ, πίνοντας και τρώγοντας όλα όσα έχω και να περιμένω μέχρι να έρθει κάποιος τουρίστας ή ψαράς, και ελπίζω να έρθουν πριν τους προλάβει να έρθει αυτός που με έβγαλε από τον δρόμο για να με αποτελειώσει.

    Μα τι σκέφτομαι; Κανείς δεν έρχεται εδώ τον χειμώνα. Όχι με αυτόν τον καιρό που έβγαλε τη θάλασσα μέχρι τις ψαροκαλύβες. Κανείς δεν θα σκεφτόταν να έρθει εδώ. Μόνο εγώ. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να πω στα πόδια μου να πάνε προς την άλλη κατεύθυνση, προς το χωριό, στην ασφάλεια του πολιτισμού. Όμως είχα τους λόγους μου, κι αυτοί οι λόγοι, ακόμα υπάρχουν.

    Κρυώνω, τα ρούχα μου στεγνώνουν πάνω στο σώμα μου. Συγκεντρώνομαι, προσπαθώντας να πιάσω τη δική μου ζέστη. Τα μέρη μου που παράγουν θερμότητα, είναι τα εγκαύματά μου, ο ώμος και η γάμπα μου.

    Το τραύμα στην γάμπα με ενοχλεί. Πρέπει να το κλείσω για να σταματήσει η αιμορραγία. Τι άλλο έχω μέσα στο σάκο; Ψάχνω και βρίσκω ένα μικρό κασκόλ. Διστάζω. Ένα μέρος μου, δεν θέλει να δέσω το πόδι μου με ρούχα της Γκλόριας. Όμως είναι μεταξένιο και θα το δέσει σφικτά οπότε το χρησιμοποιώ.

    Ικανοποιημένος που έκανα ό,τι μπορούσα, κάθομαι πάνω στο τσιμέντο, φέρνω τα γόνατα στο στήθος μου και γέρνω στον τοίχο. Τρέμω. Τα δόντια μου τρέμουν. Κάθε κίνηση κάνει τον ώμο μου να πονάει αφόρητα.

    Με πιάνει ντελίριο. Αρχίζω να νυστάζω. Όταν κοιμήθηκα, ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα ότι ο σκύλος έχει πάρει το πόδι μου στα σαγόνια του και μασάει τη ζωντανή μου σάρκα αν και είμαι ήδη νεκρός. Ένα μέρος μου παρακολουθεί με τρόμο καθώς το δαιμονικό σκυλί κατασπαράζει με μουγκρητά το πόδι μου.

    Με την αυγή, ένας νέος τρόμος με κατέβαλε. Η βροχή σταμάτησε. Ο σκύλος όμως ήταν ακόμα εκεί. Φυλάει την καλύβα μου σαν φάρος για όποιον περνά.

    ΠΆΟΛΑ

    Καταπιέζω μια στιγμή ερεθισμού, εύχομαι να μην είχα συμφωνήσει να κάνω το πάρτι της Γκλόριας στο σπίτι των γονιών μου. Ήταν πολύ μεγαλύτερο, είπε, και πιο τακτοποιημένο - κάτι που δεν μπορώ να αμφισβητήσω. Ωστόσο, είναι το τελευταίο σπίτι στο βόρειο άκρο του Μαγκέζ και παρόλο που είναι μόλις δύο χιλιόμετρα από τη Χαρία, κανείς δεν θα θέλει να διακινδυνεύσει την οδήγηση. Μια τροπική καταιγίδα, σπάνιο φαινόμενο στο Λανθαρότε, επέλεξε αυτό το απόγευμα να κάνει την εμφάνισή της στο νησί.

    Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω και να ελπίζω. Δεν έχω σήμα στο κινητό και δεν σκέφτηκα ποτέ να δώσω στους καλεσμένους το σταθερό τηλέφωνο των γονιών μου.

    Υπήρχαν ένα σωρό προειδοποιήσεις. Η μετεωρολογική υπηρεσία, προέβλεψε την καταιγίδα σχεδόν πριν μια βδομάδα. Τα μικρά σούπερ μάρκετ σε κάθε μέρος της πλατείας του Χάρια ήταν γεμάτα καθώς περνούσα με το αμάξι νωρίτερα, καθώς οι ντόπιοι ψώνιζαν τα απαραίτητα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Μέχρι τότε, είχε ήδη αρχίσει να βρέχει, Τα μέσα ενημέρωσης συμβούλευαν τον κόσμο να μείνει στα σπίτια μόλις αρχίσει η καταιγίδα, να αποφεύγει τους δρόμους, και αυτό έκαναν.

    Ίσως έπρεπε να είχαμε ακυρώσει ή αναβάλλει το πάρτι. Το σκέφτηκα, όμως ο Σελεστίνο αμφισβητούσε τις προειδοποιήσεις, και οι γονείς μου είπαν ότι δεν θα ακύρωναν ποτέ ένα πάρτι λόγω μιας ασήμαντης καταιγίδας.

    Οι καλεσμένοι θα ερχόντουσαν στις δύο και ήταν και μισή. Στέκομαι στο παράθυρο του ξενώνα, κοιτάζοντας έξω στο γκρι μήπως έρχονται αυτοκίνητα από τον δρόμο. Το πάχος του τοίχου, περίπου ένα μέτρο από βασάλτη, προσφέρει κάποια άνεση. Γέρνω πάνω, η πέτρα πάγωσε το δέρμα μου. Ένας ανεπανόρθωτος αέρας διοχετεύει τα κενά στα κουφώματα. Τα παντζούρια, ανοιχτά και στερεωμένα στην πρόσοψη, τρέμουν και χτυπούν. Είμαι απρόθυμη να προσπαθήσω να τας κλείσω. Θ)α ήταν υπερβολικό για μένα να κλειστώ μέσα.

    Η Γκλόρια είναι στην κουζίνα, αγνοεί τις ανησυχίες μου. Η εκπληκτική μικρή φωνή της αναπηδά γύρω από τα τείχη της αγροικίας, βγαίνει από τα τσιμεντένια ταβάνια ύψους δώδεκα ποδιών, κατακερματίζεται σε πολλές μικρές φωνές, η απλή τολμηρή της ομιλία θολώνει από τη δική της ηχώ.

    Η Άντζελα και ο Μπιλ, την διασκεδάζουν.

    Θα έπρεπε να ήμουν μαζί τους και να προσπαθώ για το καλύτερο, αλλά δεν μπορώ να μην παραμείνω στη θέση μου, στο παράθυρο, τη στιγμή που λείπει ο Σελεστίνο.

    Συνήθως είναι στην ώρα του, αν και όταν πήγα στο εργαστήριό του, κατάλαβα ότι ήθελε να τελειώσει το νησιώτικο τοπίο στο καβαλέτο του, μια δουλειά για έναν σουηδό γιατρό, ιδιοκτήτη μιας βίλας στο Μάντσα Μπλάνκα. Όταν τον βρήκα συγκεντρωμένο πάνω στη δουλειά του, τοποθέτησα το πρόσωπό μου σε κάτι που ήλπιζα ότι φαινόταν πιο βολικό, αλλά εκείνος δεν κοίταξε. Είναι ένα περίπλοκο κομμάτι, ένας χορός γήινων τόνων στο στυλ της φεβιστικής περιόδου του Ματίς, ο Σελεστίνο για άλλη μια φορά αποφεύγει ως πηγή έμπνευσης έργα του Πικάσο, και ακολουθεί αυτά του αγαπημένου του Σήζαρ Μανρικ του Λανζαρότ. Ακόμα και τότε, πίσω από την πλάτη του, παρατήρησα τη δουλειά με θαυμασμό. Όταν είπε, «Quiero terminar esta esquina», (πρέπει να τελειώσω αυτή τη σκηνή) και έδειξε στην κάτω αριστερή γωνία, προσθέτοντας ένα ευγενικό αλλά σταθερό, «Vale»;, (εντάξει;) ήξερα ότι θα έπρεπε να είναι εντάξει, ο Σουηδός ανυπομονεί να πάρει τον πίνακα και εμείς χρειαζόμαστε τα μετρητά, παρόλο που ήξερα επίσης ότι θα αργούσε για το πάρτι γενεθλίων της μοναδικής κόρης του. Φεύγοντας από το στούντιο, προσπάθησα να συγκρατήσω τη δυσαρέσκειά μου.

    Η καταιγίδα δυναμώνει καθώς κοιτάζω. Τα μαλακά κλαδιά των θάμνων στον μπροστινό κήπο, συνήθως προστατευμένα από τον άνεμο από τόξα από πέτρινο τοίχο, δέχονται επίθεση. Στο χωράφι απέναντι από το δρόμο, μερικά πρόσφατα φυτεμένα καλαμπόκια είναι ήδη ισοπεδωμένα. Είναι μια σκληρή ειρωνεία ότι μια καταιγίδα, με τον κατακλυσμό της βροχής, βλάπτει το νησί περισσότερο από τις μικρές, ξηρές καταστροφές. Όλο αυτό το νερό της βροχής χάθηκε στη θάλασσα. Λαμβάνοντας υπόψη το παχύ σύννεφο που κρέμεται χαμηλά, τα ηφαίστεια τυλιγμένα σε γκρι, είναι ένα σκηνικό ανάθεμα στα φωτεινά μπλοκ του ηλιόλουστου χρώματος που βρέθηκαν σε αυτές τις απεικονίσεις του νησιού σε χρώμα και φωτογραφία, απεικονίσεις που ζητούν οι τουρίστες. Διπλώνω τα χέρια μου στο στήθος μου, σπρώχνω τα χέρια μου στα μανίκια του φορέματός μου και τσιμπάω τη σάρκα μου. Φτηνές και χαρούμενες, δεν είναι αυτό που θέλει ο κόσμος; Μια χαρά αντανακλάται στα αφηρημένα έργα τέχνης του Μανρίκ. Όχι όμως στου Σελεστίνο. Αντ' αυτού υπάρχει μια βάναυση αλήθεια στους πίνακές του. αρνείται να γλυκάνει το χάπι. Σελεστίνο, πού είσαι; Κοιτάζω το γκρίζο που κρύβει μια μάταιη επιθυμία ο ήλιος να λάμψει για τα γενέθλια του μικρού κοριτσιού μου.

    Η Γκλόρια μπαίνει στο δωμάτιο με το όμορφο φόρεμα που η Άντζελα επέμενε να αγοράσει, κρατώντας το σχέδιό της στα δύο χέρια. «Κοίτα, μαμά! Κοίτα! Τεντώνω τα χείλη μου!» «Πόσο υπέροχο! Τι έξυπνη που είσαι!» Ανακατεύω τα μαλλιά της. Είναι ένα λαμπρό και κινητικό παιδί. Έχει τα παχιά σκούρα μαλλιά του πατέρα της και το περήφανο πρόσωπό του πάνω στο λεπτό σώμα που κληρονόμησε από μένα. Τα μάτια της είναι μεγάλα και γεμάτα περιέργεια, αλλά είναι τόσο ικανοποιημένη με τον εαυτό της και την οικογένειά της, όπως όταν παίζει με τα άλλα μικρά παιδιά της γειτονιάς.

    Η Γκλόρια μου δίνει τη ζωγραφιά και μετά με παίρνει από το χέρι. Την αφήνω να με οδηγήσει. Είμαι ικανοποιημένη ως μητέρα της. Η Γκλόρια με αφήνει και τρέχει να συναντήσει τους παππούδες της.

    «Δεν νομίζω…» Είπε η Άντζελα καθώς έμπαινα στην κουζίνα.¨

    «Κανείς δεν πρόκειται να έρθει με τέτοιον καιρό, κυρία». Κάνω χειρονομία περνώντας από τον πατέρα μου και τις πόρτες, στο αίθριο όπου λιμνάζει το νερό της βροχής, καταπιέζοντας την ενόχλησή μου ότι οι προηγούμενες αμφιβολίες μου σχετικά με τη σοφία να κάνω πάρτι σε μια τροπική καταιγίδα ξεπεράστηκαν.

    «Όμως ο Σελεστίνο έπρεπε να ήταν εδώ. Δεν συνηθίζει να αργεί.»

    «Τελειώνει τον πίνακα που πρέπει να παραδώσει», απαντώ στεγνά. «Φαντάζομαι ότι θα του πήρε περισσότερο χρόνο απ’ ότι νόμιζε.»

    Η Άντζελα σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και γύρισε στον νεροχύτη. Είναι μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, λίγο τσιτωμένη, τα κοντά γκρίζα μαλλιά της αραιώνουν γύρω από το στέμμα. Πέρα από αυτήν, τα βάθη της κουζίνας φαίνονται θλιβερά. Ένα ασυνήθιστα μεγάλο δωμάτιο επενδεδυμένο με επίπεδες μονάδες ραφιών και πρόχειρους πάγκους, οι προκλήσεις της εγκατάστασης μιας σύγχρονης εντοιχισμένης κουζίνας για τον προηγούμενο ιδιοκτήτη ήταν πάρα πολύ. Ίσως είναι ο τρόπος της να αποδείξει στον κόσμο ότι εξομοιώνεται με τοπικούς τρόπους επιλέγοντας να μην ανακαινιστεί. Η μόνη αλλαγή που έκανε είναι η απόκτηση ενός μεγάλου κομμού με ντουλάπια πάνω και κάτω, τοποθετημένο στο τραπέζι του δωματίου.

    Η Άντζελα ακολούθησε το βλέμμα μου. «Προσπάθησες να τον πάρεις στο κινητό;»

    «Την επόμενη φορά που προσπάθησα, βγήκε ο τηλεφωνητής».

    Επιθεωρώ το τραπέζι, είναι γεμάτο με χαρτιά και κραγιόν. Ο Μπιλ έχει βάλει την καρέκλα του κοντά στην Γκλόρια, η οποία για να φτάνει στο τραπέζι, της έβαλε ένα μαξιλάρι στην καρέκλα. Η Γκλόρια γέρνει μπροστά και φτάνει το μπολ με τα πατατάκια. Σπρώχνω το μπολ πιο κοντά και κοιτάω το χέρι της να τα πιάνει, να τα βάζει στο στόμα της και να τα μασάει.

    Η Άντζελα πηγαίνει στο ψυγείο. «Τι θα κάνουμε;» Λέει περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα.

    «Να περιμένουμε, μάλλον».

    Έξω, η βροχή έπεφτε πάνω στο μπαλκόνι, η αποχέτευση στην ακριανή γωνία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, το νερό εκεί γύρω έχει ήδη φτάσει ψηλά.

    «Είπες σε όλους για τις δύο η ώρα;» Είπε ο Μπίλι.

    «Δεν θα έρθουν». Η έξαρση αυξάνεται. «Εγώ, δε θα ερχόμουν. ¨Όχι με τέτοιον καιρό.»

    Φαντάστηκα την Κάθυ και τον Πέντρο με τις τρεις κόρες τους, να αγωνίζονται να κατέβουν το λόφο από το Ταμπαβέσκο. Η Πιλάρ κι ο Μιγκέλ με τα δυο τους αγόρια, είναι ακόμα πιο μακριά. Δεν θα τα καταφέρουν να έρθουν ως το Λος Βάλες, η βροχή σίγουρα πέφτει πιο έντονα στο βουνό.


    Η Γκλόρια πιάνει κι άλλα πατατάκια. Βλέπω την αγωνία στα μάτια της. Κάτι πρέπει να της πω. Υπόσχομαι ότι θα κάνουμε κάτι μοναδικό μια άλλη μέρα. Λέω στους γονείς μου ότι μπορούν να καθίσουν όλο απόγευμα μαζί μας και να φάνε όλο αυτό το φαγητό. Έχουμε να ανοίξουμε τα δώρα, και να κόψουμε την τούρτα. Και ο Σελεστίνο, όπου να’ ναι θα φανεί.

    «Αρχίσουμε…;»

    «Να μην περιμένουμε λιγάκι ακόμα;» λέει η Άντζελα. «Τον Σελεστίνο;»

    Το βλέμμα της φεύγει από πάνω μου και πηγαίνει στο τηλέφωνο. Υπακούοντας, πηγαίνω στο τραπεζάκι και σηκώνω το ακουστικό. Σιωπή. Βάζω το δάχτυλό μου στο άλλο αφτί για να σιγουρευτώ.

    «Η γραμμή δεν λειτουργεί.»

    Τα λόγια κάθονται στο λαιμό μου. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Κάνει ο Μπιλ το ίδιο. Είναι τρεις.

    «Άνοιξε το ράδιο, Άντζελα», λέει. «Προλαβαίνουμε τις ειδήσεις.»

    «Για ποιο λόγο; Είναι στα Ισπανικά».

    «Η Πάολα θα καταλάβει.»

    Ο εκφωνητής μιλούσε γρήγορα. Άρπαζα κάποιες τις λέξεις. Περίμενα μέχρι να τελειώσει η εκφώνηση και μετά έγνεψα με το χέρι στη μητέρα μου να το κλείσει.

    «Τα νέα δεν είναι καλά. Γίνεται χαμός. Τα ποτάμια έχουν γίνει χείμαρροι. Οι δρόμοι έγιναν ποτάμια, πολλοί είναι αδιαπέραστοι. Υπάρχουν αναφορές ότι έχουν γίνει κατολισθήσεις κι έχουν πέσει βράχια. Έχουν παρασυρθεί κάποια αμάξια.»

    «Θεέ μου», είπε ο Μπίλι.

    «Ευτυχώς, δεν έχουν αναφερθεί τραυματίες, μέχρι τώρα. Όλες οι πτήσεις, έχουν μεταφερθεί στου Φουερτεβεντούρα.»

    «Θα περάσει, είμαι σίγουρη.»

    «Μέχρι τότε, ο Σελεστίνο θα έχει αποκλειστεί.» Όπου κι αν βρίσκεται.

    Πέσαμε όλοι σε σιωπή, τα βλέμματά μας έπεσαν πάνω στην Γκλόρια που προσπαθούσε να συναρμολογήσει ένα παζλ.

    Ο Μπιλ σηκώνεται από την καρέκλα και στέκεται στις πόρτες του μπαλκονιού. «Νόμιζα πως όταν μετακομίσαμε εδώ, θα ξεφεύγαμε από τις πλημμύρες.»

    «Είναι σπάνιες και δεν κρατάνε πολύ. Θα στεγνώσουν όλα σύντομα.» Οι ελπίδες μου να αποτρέψω μια αναταραχή, χάθηκαν.

    «Όχι σαν αυτούς τους φτωχούς λαθρέμπορους πίσω στο σπίτι», λέει, γυρίζοντας πίσω στο δωμάτιο. «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα στεγνώσουν αυτά τα σπίτια. Είναι μούσκεμα. Σκεφτείτε την υγρασία. Βγήκαμε εγκαίρως, Άντζελα.»

    «Αχ, μπαμπά.»

    Από τότε που συνταξιοδοτήθηκε, έχει γίνει επιρρεπής στην γκρίνια για τη «θλιβερή κατάσταση του κόσμου», όπως το αποκαλεί. Οι πρόσφατες πλημμύρες που έπληξαν χωριά και πόλεις στην Αγγλία τον ανησυχούσαν περισσότερο από σχεδόν οποιονδήποτε γνωρίζουμε. Μοιράζομαι με τη μητέρα μου μια ευχή ότι θα σταμάταγε μερικές φορές και θα χαλάρωνε. Τόσο αρνητικό πάθος δεν μπορεί να είναι καλό για την αρτηριακή του πίεση.

    Ήλπιζα ότι η μετακόμιση των γονιών μου στο Μάγκεζ, θα τους έκανε να ηρεμήσουν. Ότι το θερμό κλίμα και το αναζωογονητικό θαλασσινό αεράκι θα τους αναζωογονούσε.

    Τους μήνες μετά το Brexit, ο Μπιλ και η Άντζελα πούλησαν το σπίτι τους στο Σάφολκ και αγόρασαν την παλιά αγροικία, κινούμενοι εγκαίρως για τα δεύτερα γενέθλια της Γκλόρια, επιτέλους, οι προσπάθειές μου να τους πείσω τα δυο τελευταία χρόνια, απέδωσαν. Ήταν το ήπιο κλίμα που τους επηρέασε. Οι πολλές ευκαιρίες να είναι έξω. Έκαναν διακοπές στο νησί μια φορά και είχαν κάνει μια βόλτα στο χωριό. Συνταξιούχος δάσκαλος γυμνασίου, ο Μπιλ άρχισε να βλέπει στο Λανζαρότ τον ήρεμο τρόπο ζωής που λαχταρούσε. Παρόλο που υποψιάζομαι ότι το κλίμα ήταν μόνο ο καταλύτης, ο βαθύτερος λόγος της προσκόλλησής του ήταν η μοναδική εγγονή του.

    Σκέφτηκα πως το νέο κλίμα θ βοηθούσε την Άντζελα να φύγει από την σκιά της κατάθλιψης που έπασχε από τότε που σταμάτησε τη δουλειά της ως σχολική γραμματέας, στα εξήντα της. Η μετακόμισε είχε αναπτερώσει το πνεύμα της σίγουρα, όμως όχι με τον τρόπο που περίμενα. Είναι η γοητεία για την κηπουρική σε ένα ξηρό και θυελλώδες κλίμα που απορροφά την Άντζελα. Θαυμάζει την ευκολία με την οποία αναπτύσσονται οι δράκαινες και τα παχύφυτα και έχει αναπτύξει μια έντονη αγάπη για τους κάκτους.

    Με μεγάλη απογοήτευση, αν και δεν με εκπλήσσει, δεν έχει αναπτύξει παρόμοια λατρεία για την Γκλόρια. Γιατί η Άντζελα είναι τόσο αδιάφορη όσο ήταν μαζί μου όταν ήμουν νέα, την έτρωγε η ενοχή ότι έπρεπε να κάνει περισσότερα, αλλά σταθερά, δεν κάνει κάτι για να φύγει αυτή η ενοχή.

    Ο Μπιλ είναι που προσκολλήθηκε στην Γκλόρια, κι η Γκλόρια στον Μπιλ. Όταν τον βλέπω να βοηθά την εγγονή του να συναρμολογήσει το παζλ, να της παίρνει το χέρι και να την οδηγεί στο κυρίως δωμάτιο, δεν μπορώ να μην νιώσω μια ζεστασιά μέσα μου. Ο τρόπος που σκύβει και δείχνει στο μακρύ τραπέζι γεμάτο ναύλο, ο τρόπος με τον οποίο η Γκλόρια αποκρίνεται με δέος, η ανύψωση του προσώπου της σε εκείνον σαν να τον εγκρίνει. Ο τρόπος που το πρόσωπό της λάμπει όταν του χαμογελά. Η Γκλόρια του δίνει ζωή. Είναι ένας μεγάλος άντρας, με την τάση να κουβαλάει πολύ βάρος, η σοβαρή φύση του φαίνεται στο πρόσωπό του, στις ρυτίδες και στα αυλάκια στο φρύδι του. Όταν είναι κοντά στην Γκλόρια, υπάρχει μια αναπήδηση στο βήμα του και ένας ενθουσιασμός για τις μικρές περιπέτειες της ζωής, μοιράζεται με την Γκλόρια κάθε λεπτομέρεια της ημέρας, μυριάδες μικρές παρατηρήσεις. Η Γκλόρια γλυκαίνει την καρδιά του. Αν και θα είναι πάντα ενάντια στις αδικίες του κόσμου. Σε αυτό, μοιράζεται με τον γαμπρό του, Σελεστίνο, κάτι σημαντικό και σημαντικό.

    ΣΕΛΕΣΤΊΝΟ

    Ποιος έπρεπε να είναι εδώ.

    Ακόμα κι αν ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μπιλ προσφέρει στην Γκλόρια κάτι που ο Σελεστίνο δεν μπορεί: την πλήρη προσοχή του. Όχι ότι ο Σελεστίνο δεν νοιάζεται. Παρόλο που δεν μπορώ να μετρήσω τις φορές που έχω πει στον εαυτό μου ενόψει της αυξανόμενης δυσαρέσκειας, ότι πρέπει να εργαστεί σκληρά για να παράγει και να πουλήσει την τέχνη του, ειδικά επειδή υπάρχουμε οι τρεις μας. Μόνος του μπορεί να έχει επιβιώσει επαρκώς, αλλά με μια γυναίκα και ένα παιδί το βάρος είναι μεγάλο. Αυτή η προμήθεια από τον σουηδό γιατρό, θα πρέπει να περάσουμε με αυτά τα ευρώ για ένα μήνα.

    Σε μια προσπάθεια να διώξω τις έννοιες μου, παίρνω μια χούφτα ψημένο καλαμπόκι και πήγα μέσα στο δωμάτιο, καθώς θυμόμουν την ανακούφιση που ένιωσα όταν η μητέρα μου παραιτήθηκε από την ιδέα να φέρει στο νησί τα παλιά βίντατζ έπιπλα, που απαρτίζονταν και από ένα σαλόνι Τσέστερφιλντ, που δεν ταίριαζε σε κανένα από τα δωμάτια που έμπαινε. Μεταξύ μας, ο Μπιλ και εγώ καταφέραμε να πείσουμε την Άντζελα να αφήσουν όλα τα παλιά της κομμάτια, να πουλήσουν μερικά και να βρουν σπίτια για τα υπόλοιπα. Εδώ στο Μάκεζ, έχουν καταφύγει στην επίπλωση του σπιτιού τους μέσω της Ικέα, το αποτέλεσμα - μοντέρνες, καθαρές γραμμές, απλά χρώματα - σύμφωνα με τους παχύς τοίχους από λαμπερό λευκό, τα γυαλισμένα ξύλινα δάπεδα, τη συνολική απλότητα του σχεδιασμού.

    Κρεμασμένο στον ένα τοίχο βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια του Σελεστίνο, μια ζωγραφιά του βόρειου τοπίου του νησιού, που αρκετοί προσπάθησαν να αγοράσουν, αλλά ο Σελεστίνο επέμενε να τον κρατήσει. Εκτός από το ότι τον έβλεπες να κρέμεται εκεί σαν συνώνυμο της αντιπροσώπευσης του ίδιου του καλλιτέχνη, σε έκανε να ενοχλείσαι για την απουσία του και να ανησυχείς. Ίσως ο δρόμος έξω από τη Χαρία να είναι πραγματικά αδιάβατος. Ή η συνάντηση διαρκεί πολύ περισσότερο από ό, τι περίμενε. Οι αυτοδιαβεβαιώσεις μου δεν μπορούν να αντικαταστήσουν μια γοητευτική σκέψη ότι κάτι φοβερό, ακόμη και καταστροφικό έχει συμβεί στον άντρα μου.

    Φοράω το γενναίο μου πρόσωπο και προτείνω να παίξουμε ένα παιχνίδια για να διασκεδάσουμε την Γκλόρια.

    «Τι θα παίξουμε;» Λέει η Άντζελα, κατευθύνοντας την ερώτηση σε κανέναν ιδιαίτερα.

    «Λαλόπλι»! Φωνάζει η Γκλόρια.

    «Λαλόπλι;»

    «Τη δική μας Μονόπολι εννοεί.»

    «Καλή ιδέα» λέει ο Μπιλ και πάει να τη φέρει.

    Είναι ένα πολύ παλιό παιχνίδι για την Γκλόρια, αλλά το λατρεύει. Κάνω χώρο στο τραπέζι της κουζίνας. Η Άντζελα φέρνει μερικά σνακ και βάζει σε όλους αναψυκτικό.

    «Λεμονάδα;» λέει ο Μπιλ, μπαίνοντας στην κουζίνα και βλέποντας το ποτήρι του.

    «Έχουμε πολύ».

    Δεν απαντάει στο θέμα καθώς απλώνει τον πίνακα στο τραπέζι και τοποθετεί δυο σωρούς από κάρτες στο κέντρο του.


    Πάνω στον πίνακα δεν υπάρχουν οι συνηθισμένοι δρόμοι που ξέρουμε στην Μονόπολη. Αντί γι’ αυτούς, τοποθετημένες με τη σειρά, υπάρχουν οι διάφορες τοποθεσίες του νησιού, από τα πιο σχετικά φθηνά συγκροτήματα μέχρι τα πιο πανάκριβα, πολυτελή συγκροτήματα της Κόστα Τεκίζ, της Πλάζα Μπιάνκα και του Πουέρτο Καλέρο. Οι σταθμοί έχουν αντικατασταθεί από τουριστικά αξιοθέατα, όλα φτιαγμένα από τον Μανρίκ και έτοιμα προς πώληση όπως κα τα υπόλοιπα πάνω στο ταμπλό. Ο Σελεστίνο έχει ζωγραφίσει ένα μικρό τοπίο σε κάθε τετράγωνο. Το αποτέλεσμα είναι μια ορατή σειρά από μαρίνες, παραλίες, φοινικόδεντρα και ηφαίστεια, και πολλά και διάφορα τοπία δρόμων. Τα σπίτια έγιναν διαμερίσματα διακοπών και ξενοδοχειακά θέρετρα. Οι παίκτες που σκάλισε ο Σελεστίνο από πηλό, είναι μικρές φιγούρες νησιωτών με παραδοσιακά ρούχα, ένα σκύλο, ένα πειρατικό πλοίο κι ένα ψηλό, με μεγάλο γείσο καπέλο. Αντικατέστησε με κάρτες «Ευκαιρίας» τις κάρτες «Ελεύθερο πάρκινγκ», «Κατευθείαν στη Φυλακή» και «Εφορία». Οι πληρωμές στην τράπεζα, έγιναν, για χάρη των παικτών, γλυκά και σνακ.

    Δημιούργησε το παιχνίδι αφού βρήκε την αρχική Μονόπολη στο μπουφέ των γονιών μου όταν έψαχναν πετσέτες για ένα οικογενειακό δείπνο και επέμεινε να παίξει μετά. Ο Μπιλ και η Άντζελα μόλις εγκαταστάθηκαν στο νέο τους σπίτι εκείνη την εποχή. Αυτό που ξεκίνησε ως μια δοκιμαστική εισαγωγή στο παιχνίδι έγινε, χάρη σε ένα μπουκάλι ουίσκι, λαχταριστό και έντονο. Προς το τέλος, όταν ο Άντζελα είχε χρεοκοπήσει και αγωνίστηκε να κρατηθεί στο παιχνίδι με έξι υποθήκες, ο Σελεστίνο έχασε τις δικές του οδούς από τον Μπιλ και έτσι κέρδισε έναν νέο φίλο, οι δύο άνδρες έφτιαξαν έναν δεσμό όπου υπήρχε προηγουμένως κοινή ευγένεια. Αυτή ήταν η νύχτα που ο Σελεστίνο είπε στον Μπιλ στην ιστορία της διαφθοράς του νησιού. Θυμάμαι τις πολλές ώρες που ο Σελεστίνο αφιέρωσε τις επόμενες εβδομάδες, σχεδιάζοντας το νέο ταμπλό, με την Γκλόρια να ακουμπά πάνω του και να ασχολείται σε κάθε βήμα. την ημέρα που το έφερε στο Μαγκούζ για μια δοκιμαστική περίοδο, και όλοι συμφώνησαν ότι ήταν πολύ καλύτερο από το πρωτότυπο.

    Η Γκλόρια σκαρφαλώνει στα γόνατα του Μπιλ και επιλέγει το πλοίο. Η Άντζελα παίρνει το καπέλο κι εγώ διαλέγω τον σκύλο. Το παιχνίδι ξεκινάει με ενθουσιασμό, αλλά είναι περίεργο που λείπει ο Σελεστίνο. Μέχρι την ώρα που είχαμε αγοράσει όλοι τους διάφορους δρόμους, λεωφόρους και στενά, η προσοχή της Γκλόριας μειώνεται.

    Έξω, ο άνεμος και η βροχή είναι αδιάκοπες. Το απόγευμα αφήνει τη σειρά του γρήγορα στο σκοτάδι. Εκφράζοντας μια νωρίς ήττα αφού έπρεπε να υποθηκεύσει την παραλία Φαμάρα, η Άντζελα πάει να ανάψει τα φώτα.

    «Αυτά τα παραθυρόφυλλα πρέπει να κλείσουν», λέει στον εαυτό της, βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρα και κατευθυνόμενη προς την μπροστινή πόρτα.

    «Θα το κάνω εγώ».

    Η Άντζελα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1