Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η εκδίκηση του Πάν
Η εκδίκηση του Πάν
Η εκδίκηση του Πάν
Ebook386 pages8 hours

Η εκδίκηση του Πάν

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Έχουν περάσει μήνες από τότε που η Αντζελίνα έφυγε από τη Χώρα του Ποτέ. Ο Τζέιμς Χούκ είναι απελπισμένος χωρίς αυτήν και θέλει να φύγει από το νησί και να την ακολουθήσει στο Λονδίνο. Όμως, το μοιραίο λάθος του άλλαξε για πάντα τη ζωή του Πίτερ Πάν. Κανείς δεν περίμενε ότι το αγόρι που δεν ήθελε να μεγαλώσει ποτέ τώρα διψάει για εκδίκηση. Η καλύτερη εκδίκηση είναι να κλέψει την αγαπημένη του Χούκ.

Διέσχισε τον έναστρο ουρανό, πέρασε μέσα από μια βροχή πεφταστεριών, έκανε τον γύρο της Σελήνης και τέλος έστριψε δεξιά στο Μεγάλο Ρολόι… Όταν ο Τζέιμς Χούκ έφτασε στο Λονδίνο πρέπει να παλέψει για την αγάπη του και να αντιμετωπίσει το αγόρι που τελικά μεγάλωσε.

Κλείστε τα μάτια σας και ερωτευτείτε το δεύτερο βιβλίο της σειράς ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ.

LanguageΕλληνικά
PublisherAnna Katmore
Release dateSep 7, 2020
ISBN9781071565254
Η εκδίκηση του Πάν
Author

Anna Katmore

“I’m writing stories because I can’t breathe without.”At six years old, Anna Katmore told everyone she wanted to be an author after she discovered her mother's typewriter on a rainy afternoon. She could just see herself typing away on that magical thing for the rest of her life.In 2012, she finished her first young adult romance “Play With Me” and decided to take the leap into self-publishing. When the book hit #1 on Amazon’s bestseller lists within the first week after publication, Anna knew it was the best decision she could have made.Today, she lives in an enchanted world of her own, where she combines storytelling with teaching, and she never tires of bringing a little bit of magic into the lives of her beloved readers, too.Anna’s favorite quote and something she lives by:If your dreams don't scare you, they aren't big enough.

Related to Η εκδίκηση του Πάν

Related ebooks

Reviews for Η εκδίκηση του Πάν

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η εκδίκηση του Πάν - Anna Katmore

    Αφιερωμένο σε όλους εσάς

    που πάντα θα επιστρέφετε στη Χώρα του Ποτέ.

    Περιεχόμενα

    Αποχαιρετισμός

    Κεφάλαιο 1

    Κεφάλαιο 2

    Κεφάλαιο 3

    Κεφάλαιο 4

    Κεφάλαιο 5

    Κεφάλαιο 6

    Κεφάλαιο 7

    Κεφάλαιο 8

    Κεφάλαιο 9

    Κεφάλαιο 10

    Κεφάλαιο 11

    Κεφάλαιο 12

    Κεφάλαιο 13

    Κεφάλαιο 14

    Κεφάλαιο 15

    Κεφάλαιο 16

    Κεφάλαιο 17

    Κεφάλαιο 18

    Κεφάλαιο 19

    Κεφάλαιο 20

    Κεφάλαιο 21

    Κεφάλαιο 22

    Κεφάλαιο 23

    Κεφάλαιο 24

    Κεφάλαιο 25

    Κεφάλαιο 26

    Κεφάλαιο 27

    Κεφάλαιο 28

    Κεφάλαιο 29

    Κεφάλαιο 30

    Δέκα χρόνια αργότερα...

    Λίστα αναπαραγωγής

    Αποχαιρετισμός

    ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ που μοιάζει αιώνια, απλά κοιταζόμαστε. Νιώθω έναν κόμπο να σχηματίζεται στον λαιμό μου. Μάλλον κι εκείνη το ίδιο νιώθει γιατί καταπίνει με δυσκολία και τα χείλη της αρχίζουν να τρέμουν. Την πλησιάζω και χαϊδεύω το μάγουλό της, «Όχι δάκρυα...όχι απόψε», της ψιθυρίζω. «Θέλω να σε θυμάμαι χαμογελαστή, Αντζελίνα ΜακΦάρλαντ».

    Εισπνέει και μου χαρίζει ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Κρατιέται από το δίχτυ πίσω από το δοκάρι, έρχεται προσεχτικά σε εμένα και τυλίγει τα χέρια της στον λαιμό μου. Κι εγώ κρατάω το δίχτυ γιατί αν το αφήσω θα πέσουμε και οι δύο, όχι ότι έχει σημασία. Με το ελεύθερο χέρι μου την αγκαλιάζω από τη μέση και την τραβάω κοντά μου. «Θα μου λείψεις», ψιθυρίζω στο αυτί της.

    «Μην με ξεχάσεις Τζέιμι».

    «Πώς θα μπορούσα να σε ξεχάσω;»

    Νιώθω τα δάκρυά της να κυλούν στον λαιμό μου, με λυγίζουν. Ακουμπάω το πηγούνι της και της ανασηκώνω το κεφάλι, σκουπίζω τα δάκρυά της με τα δάχτυλά μου και την φιλάω για μία τελευταία φορά. Μόνο τα χείλη μας ακουμπάνε για μια τρυφερή στιγμή που διαρκεί για ώρα.

    Όταν αποτραβιέται από εμένα, βγάζω το καπέλο μου και της το φοράω. Τώρα πήρα αυτό που επιθυμούσα, το ειλικρινές χαμόγελο της Έιντζελ.

    Ο Πίτερ την συνοδεύει στην άκρη του δοκαριού και γυρίζει να με κοιτάξει. Φαίνεται γενναία αλλά τα μάτια της είναι γεμάτα λύπη. Τα κλείνει και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Προσπαθώ να καταπιώ και πονάω από τον κόμπο στον λαιμό μου, τότε κάνει ένα βήμα πίσω και πέφτει.

    Πιάνω με δύναμη το δίχτυ στα δεξιά μου και τρέχω μπροστά, φωνάζω απελπισμένος το όνομά της... αλλά ήταν ήδη αργά. Η Έιντζελ πέφτει μέσα στη θάλασσα. Τα χέρια της είναι τεντωμένα στο πλάι και το γαλάζιο φόρεμά της ανεμίζει με τον αέρα και είναι σαν να με αποχαιρετάει. Το πειρατικό καπέλο το παίρνει ο άνεμος από το κεφάλι της και λικνίζεται κι αυτό λυπημένο στον αέρα, ακολουθώντας την πορεία της.

    Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, η αγάπη της ατέλειωτης ζωής μου βυθίζεται στον ωκεανό,

    προσεύχομαι να φτάσει εκεί που επιθυμεί.

    Κεφάλαιο 1

    Πίτερ

    ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΣΥΝΘΛΙΒΟΝΤΑΙ πάνω στην Έιντζελ. Στα χείλη της είναι αποτυπωμένο ένα χαμόγελο προτού βουτήξει μέσα στον ωκεανό. Αναρωτιέμαι αν το είδε και ο Τζέιμς.

    Με φόντο τον κατάμαυρο, νυχτερινό ουρανό στον οποίο λάμπουν λίγα αστέρια απόψε, στέκεται στην άκρη του δοκαριού και κοιτάζει κάτω.  Το αεράκι ανακατεύει και απομακρύνει τα ξανθά μαλλιά του από το πρόσωπό του. Στο βλέμμα του αντικατοπτρίζεται η μάχη ανάμεσα στον φόβο και στην στεναχώρια... Βλέπω τον αδερφό μου συντετριμμένο; Να και κάτι καινούργιο, όχι μόνο για μένα αφού συνειδητοποιώ ότι όλο το βρωμερό του πλήρωμα έχει μείνει άφωνο. Έχουν γείρει όλοι τα κεφάλια τους στο πλάι και τον κοιτάνε που απλά στέκεται εκεί και μουρμουρίζουν ο ένας στον άλλον. Τα φρύδια του Σμί, στον ίδιο χάλκινο τόνο με τα ατημέλητα μαλλιά του, είναι συνοφρυωμένα με ανησυχία λες και νοιάζεται περισσότερο από τους άλλους. Δεν μπορούσα ποτέ να πιστέψω ότι είναι κάτι παραπάνω από ανόητος αβανταδόρος του Χούκ. Τώρα αναρωτιέμαι αν ο αδερφός μου έχει έναν πραγματικό φίλο στο Τζόλι Ρότζερ.

    Βλέπω κάτι που ανεβαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας και μου τραβάει την προσοχή. Ένα ύφασμα σε γαλάζιο χρώμα... Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Μα τα ουράνια τόξα της Χώρας του Ποτέ, δεν γίνεται να είναι το πτώμα της Έιντζελ που επιπλέει στα κύματα! Χωρίς δεύτερη σκέψη, πέφτω προς τη θάλασσα και γλιστράω πάνω στο σκοτεινό νερό.

    Δεν είναι το πτώμα της αλλά το φόρεμα που φόραγε πριν από λίγα λεπτά. Απ’ ότι φαίνεται το τελευταίο σχέδιο πέτυχε. Αν η Έιντζελ έφυγε και έμεινε πίσω μόνο το φόρεμα, οι πιθανότητες να επέστρεψε πίσω στον κόσμο της είναι πολλές.

    Βγάζω το φόρεμα έξω από το νερό και κοιτάζω τον Τζέιμς. Η έκφρασή του είναι βαριά, δεν μπορώ να την ερμηνεύσω. Αυτός γύρισε από την άλλη, περπάτησε προς το κατάρτι στη μέση του δοκαριού και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω. Κατά τη διάρκεια των πολλών συγκρούσεών μας όλα αυτά τα χρόνια, τον έχω δει να κατεβαίνει χρησιμοποιώντας ένα σκοινί, να πηδάει απερίσκεπτα από ψηλά και να ξεσκίζει με το μαχαίρι του το πανί του καραβιού μέχρι που προσγειώνεται στο κατάστρωμα. Απόψε όμως, κατεβαίνει από το δίχτυ, ένα βήμα τη φορά.

    Αφού έβγαλα από το νερό το μαύρο, πειρατικό καπέλο με το μεγάλο φτερό το οποίο επιπλέει περίλυπα στο νερό, επέστρεψα στο καράβι και περιμένω κάτω από το κατάρτι. Οι μπότες του καπετάνιου χτυπάνε απελπισμένες στα ξύλινα πατώματα μόλις κατέβηκε από το κατάρτι και γυρίζει προς το μέρος μου. Όταν του έδωσα το μουσκεμένο φόρεμα και το καπέλο, αυτός απλά κουνάει απαλά το κεφάλι του.

    Μου λείπει η Έιντζελ, είχε πλάκα και ήταν διαφορετική. Ήταν όμορφη και μύριζε όμορφα. Κάθε φορά που αντικρίζω το πρόσωπο του Χούκ, καταλαβαίνω ότι η θλίψη μου δεν συγκρίνεται μπροστά στην συντετριμμένη του καρδιά. Οι φλέβες στον λαιμό του συσπώνται κάθε φορά που καταπίνει και στα μάτια του έχουν συσσωρευτεί δάκρυα.

    Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να του πω ότι μόνο τα κοριτσάκια κλαίνε. Όταν ο Τζέιμς μας άφησε σιωπηλός να φύγουμε και κατευθύνθηκε στην καμπίνα του κλείνοντας ήρεμα την πόρτα πίσω του, έδωσα τα βρεγμένα ρούχα στον Σμί και επέστρεψα πετώντας στο σπίτι μου.

    Κεφάλαιο 2

    Τζέιμς

    ΒΓΑΙΝΩ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ της παγωμένης θάλασσας και παίρνω μια λαχανιασμένη ανάσα. Τινάζω το νερό από τα μαλλιά μου και κολυμπώ νιώθοντας την συνηθισμένη πλέον απογοήτευση να με κατακλύζει γρήγορα. Λίγα μέτρα μακρυά μου, το Τζόλι Ρότζερ λικνίζεται ρυθμικά στα κύματα με φόντο τον απογευματινό ήλιο. Για άλλη μια φορά δεν τα κατάφερα. Δεν μπόρεσα να ακολουθήσω την Έιντζελ στο Λονδίνο, η Χώρα του Ποτέ δεν με αφήνει να φύγω.

    Ο Σμί έριξε από το πλάι του καραβιού μια σκάλα φτιαγμένη από σχοινιά. Καθώς σκαρφαλώνω στο κιγκλίδωμα το μόνο που βλέπω είναι το πονηρό χαμόγελο του με το οποίο προσπαθεί να μου τονώσει το ηθικό. «Πόσες φορές ακόμα θα το προσπαθήσεις Τζέιμς; Δεν ήταν αρκετές οι τριάντα οχτώ φορές που έχεις ήδη πηδήξει μέσα στο νερό;»

    Δεν πήδηξα μέσα στο νερό απλά έπεσα. Την πρώτη φορά προσπάθησα να κάνω ακριβώς ό,τι έκανε η Έιντζελ και τις υπόλοιπες τριάντα εφτά φορές παραλλαγές των βημάτων της. Έπεσα με την πλάτη και προς τα πίσω, μετά προς τα μπρος, πρώτα με το κεφάλι, ακίνητος σαν κούτσουρο...έκλεισα τα μάτια μου, σκέφτηκα κάτι χαρούμενο, σκέφτηκα κάτι λυπητερό, σκέφτηκα κάτι πολύ κακό, κάποια στιγμή σταμάτησα να σκέφτομαι αλλά ο αναθεματισμένος ωκεανός με ξεβράζει συνέχεια στο σημείο που πέφτω. Μετά από πέντε εβδομάδες συνεχόμενων αλμάτων από τα πενήντα μέτρα και απότομης σύνθλιψης στο νερό, τα κόκαλά μου με πονάνε λες και κοπανιέμαι πάνω στην πλώρη του καραβιού. Χρειάζομαι ένα διάλειμμα...

    «Έχεις δίκιο», συμφωνώ με τον Τζάκ και φοράω τις μπότες μου χωρίς να με νοιάζει τι θα συμβεί στο δερμάτινο παντελόνι ή στο μουσκεμένο λευκό, λινό πουκάμισο που φοράω. «Αρκετά με τις δοκιμές και τα λάθη. Κατευθυνόμαστε στη στεριά».

    Ο Σμί με λοξοκοιτάζει γεμάτος δυσπιστία από το χαμηλότερο κατάρτι, «Τι θα κάνεις εκεί;»

    «Θα κουβεντιάσω με τις νεράιδες».

    Έρχεται σε μένα και μου δίνει το καπέλο μου πριν βάλει τα χέρια του στις τσέπες του μαύρου παντελονιού του. «Καπετάνιε, γιατί άφησες το κορίτσι να φύγει αφού δεν μπορείς να είσαι μακρυά της;»

    Ναι, γιατί άραγε; Εγώ απλά ανασηκώνω τους ώμους μου και σφίγγω τα χείλη μου. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να είμαι μακρυά της παρά να την βλέπω να κλαίει για την οικογένειά της για το υπόλοιπο της ζωής της και να γνωρίζω ότι μόνο εγώ θα μπορούσα να το αλλάξω. «Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να την στείλω πίσω».

    «Και από πότε κάνεις εσύ αυτό που πρέπει;» με ρώτησε ειρωνικά και αναγνώρισα την φωνή ενός αγοριού. Γύρισα από την άλλη και είδα τον Πίτερ Πάν. Στέκεται με απλωμένα τα πόδια και έχει τα χέρια του σχηματισμένα σε γροθιές στους γοφούς του, τυπικό δεκαπεντάχρονο. Φαίνεται το πονηρό χαμόγελό του και τα κατάλευκα δόντια του κάτω από το τριγωνικό, δερμάτινο καπέλο του που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το καταπράσινο μπλουζάκι του.

    «Ήρθες να παίξουμε πειρατές, αδερφούλη;» του γρυλίζω, αρπάζω το καπέλο από το κεφάλι του και το πετάω στον Φίν Φλάνιγκαν, στον οποίο ανήκει και αυτή τη στιγμή τρίβει τα πατώματα στο κατάρτι με τον Βλοσυρό Σκάμπ και τον Φαλαινοθήρα.

    Έχω να δω τον Πίτερ από το βράδυ που με βοήθησε να στείλω την Έιντζελ σπίτι της και δεν παραπονιέμαι γι’ αυτό. Συνεργαστήκαμε για καλό σκοπό, δεν γίναμε φίλοι ούτε και ήρθαμε πιο κοντά. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι αποφάσισα πως του αξίζει ένα διάλειμμα επειδή με βοήθησε με την Έιντζελ και, για την ώρα, δεν θα τον σκοτώσω...

    Ο Πίτερ περνάει τα χέρια του μέσα από τα ανοιχτόχρωμα καστανά του μαλλιά και τα ανακατεύει σχηματίζοντας το συνηθισμένο αναμαλλιασμένο τους χτένισμα. «Ήρθα να ρωτήσω αν ακόμα στέκεις».

    «Ουάου!» η έκπληξη υπερισχύει του εκνευρισμού που νιώθω, «Και τι σε κάνει να το ρωτάς;»

    Έψαξε την τσέπη της μπλούζας του και έβγαλε έξω το ρολόι του πατέρα μου. Αμέσως η προσοχή μου στράφηκε στον Πίτερ. «Άνοιξες το σεντούκι;» τον ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.

    Αυτός μιμείται τον αθώο και έκπληκτο τόνο της φωνής μου, «Έτσι φαίνεται...» μου απάντησε και η έκφρασή του έγινε πιο άγρια, «Τώρα πες μου τι είναι αυτό το χαζόπραγμα και γιατί το έψαχνες τόσο καιρό;»

    Για ένα περίπου λεπτό τον κοιτάζω κοκαλωμένος, «Αλήθεια δεν έχεις ιδέα τι είναι;»

    Ο Πίτερ τράβηξε το χέρι του πριν προλάβω να πιάσω το ρολόι. Βλέπω στιγμιαία την μεγάλη ουλή που επεκτείνεται σε όλο το μπράτσο του, είναι μια πληγή που του άφησα παλιά σε κάποια μάχη μας. Η μεταμέλεια είναι μια άτιμη ενόχληση που νιώθω να με τσιμπάει στο στέρνο αλλά δεν της δίνω σημασία και στέλνω μακρυά αυτή την ανάμνηση. Ο Πίτερ πέταξε μερικά μέτρα μακρυά και στάθηκε στο κιγκλίδωμα στην άλλη άκρη του καταστρώματος. Έχω μια καλύτερη ιδέα από το να τον κυνηγήσω, έτσι κατευθύνομαι προς την γέφυρα, ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και προσποιούμαι ότι αδιαφορώ.

    «Το άνοιξες;»

    «Το ρολόι; Ναι...»

    «Και τι είναι σκαλισμένο στην εσωτερική πλευρά του κουμπώματος;»

    «Τζ.Μπ.Χ.» ακούω την φωνή του πιο κοντά μου, το σχέδιό μου έπιασε. Ο Πίτερ με ακολουθεί.

    Ρίχνω μια ματιά πίσω μου και τον βλέπω που αιωρείται κοντά μου. «Σωστά... Τζ.Μπ.Χ. Τζέιμς Μπαρθόλομιου Χούκ».

    Πέρασε πετώντας πάνω από το κεφάλι μου, προσγειώθηκε μπροστά μου και δεν μπορώ να πάω στο πηδάλιο. «Δικό σου είναι;»

    Παρόλο που η μαμά μού έδωσε το όνομα του πατέρα μου, με γλύτωσε από το μεσαίο όνομα. Κοιτάζω τον Πίτερ ειρωνικά μιας και δεν μπορεί να καταλάβει το προφανές και του απαντάω «Ναι, Πίτερ... δικό μου είναι».

    Το καυστικό μου βλέμμα και ο ανυπόφορος σαρκασμός μου τού δίνουν την απάντηση. «Είναι το ρολόι τσέπης του πατέρα» απάντησε χωρίς ζωντάνια στη φωνή του.

    «Δες ποιος είναι τελικά έξυπνος!» τον σπρώχνω και αυτός κάνει στην άκρη. Τυλίγω τα χέρια μου στο πηδάλιο και κατευθύνω το Τζόλι Ρότζερ προς την Χώρα του Ποτέ. Μόνο οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα και το φως τους με τυφλώνει. Αλληθωρίζω από το φως και κοιτάζω τον Πίτερ πάνω από τον ώμο μου, «Μπορείς να μου το δώσεις τώρα;»

    «Γιατί;»

    «Για να το έχω ως σουβενίρ».

    Ανασηκώνει τα φρύδια του και μου απαντάει, «Δεν νομίζω».

    «Δεν με νοιάζει τι νομίζεις, δώσε μου το ρολόι».

    Καθώς στρίβω απότομα ο Πίτερ κάνει ένα βήμα πίσω, «Όχι, δεν στο δίνω!». Μου κάνει χειρονομίες με τα δάχτυλά του και απομακρύνεται για να μην τον φτάσω.

    Ναι, αλλιώς θα ήταν πολύ εύκολο. Ξεφυσάω και σφίγγω τη ράχη της μύτης μου κουρασμένος. «Άκου, Πίτερ... Αφού για άλλη μια φορά είσαι ένας μπελάς πάνω από το κεφάλι μου γιατί δεν γυρνάς στη ζούγκλα;»

    Χωρίς να τον κοιτάξω κουνάω το χέρι μου αδιάφορα στον αέρα διώχνοντας τον. «Να κάνεις παρέα με αυτούς που μπορούν να σε ανεχθούν», και μείνε μακρυά μου, γαμώτο. Έχω να αντιμετωπίσω σοβαρότερα ζητήματα από το να λύσω το χαζο-ξόρκι. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να φύγω από τη Χώρα του Ποτέ και να βρω την Έιντζελ.

    Τις τελευταίες ημέρες το μόνο που συνειδητοποίησα και ξεκαθάρισα μέσα μου είναι ότι δεν μπορώ να είμαι μακρυά της. Δεν σπατάλησα καν χρόνο για να πάρω πίσω τον θησαυρό μου από της σπηλιά μέσα στα βράχια βόρεια της Λιμνοθάλασσας των Γοργόνων. Το θετικό είναι ότι ο Πίτερ δεν ξέρει ότι ξέρω πού είναι, οπότε για την ώρα είναι ασφαλής ο θησαυρός.

    «Α κατάλαβα, έφυγε το κορίτσι και επέστρεψε η αιώνια, μίζερη διάθεσή σου», είπε ο Πίτερ. «Πώς μπόρεσα να πιστέψω, έστω και για ένα λεπτό ότι κάτι άλλαξε;»

    Σφίγγω τα χείλη μου και του χαμογελάω βεβιασμένα αδιαφορώντας γι’ αυτά που λέει.

    «Ωστόσο, δεν μπορώ...» μου απάντησε.

    «Τι δεν μπορείς;»

    «Να επιστρέψω στην ζούγκλα».

    «Γιατί δεν μπορείς, γαμώτο;»

    Ο Πίτερ προσγειώθηκε στο κιγκλίδωμα, κάθισε σταυροπόδι και ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του στηρίζοντας το πηγούνι του στα χέρια του. «Είναι βαρετά εκεί».

    «Τι στο δ-» συνειδητοποιώ τι συμβαίνει και ξεσπάω σε γέλια, «Αναθεματισμένε μικρέ μπάσταρδε... σου λείπει!»

    «Ποιος;» ξέσπασε με έκπληξη. Άσε μας μωρέ. Η ένταση στο σώμα του και τα κόκκινα μάγουλά του αποδεικνύουν ότι ξέρει ποια εννοώ και ότι έχω δίκιο.

    «Ο μόνος λόγος που ήρθες εδώ είναι γιατί ήθελες να μάθεις αν βρήκα έναν τρόπο να φέρω πίσω την Έιντζελ». Το γέλιο μου καταλαγιάζει, «Το ήξερες ότι προσπαθώ».

    «Είσαι παράλογος!»

    «Είμαι;» τον ρώτησα και έκανα ένα βήμα κοντά του, τον έσπρωξα χωρίς να το περιμένει. Έπεσε προς τα πίσω από το κιγκλίδωμα και λίγα μέτρα πιο κάτω αλλά κατάφερε να βρει την ισορροπία του στον αέρα γρήγορα και επέστρεψε στην αρχική του θέση. Κρατάω σφιχτά το κιγκλίδωμα και ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. «Εξήγησε μου τότε γιατί ξαφνικά θες να κάνεις παρέα με εμένα ενώ θα μπορούσες να γλεντάς με την τρελοπαρέα σου και την φανταχτερή νεράιδα».

    Ο Πίτερ συνεχίζει να με κοιτάζει με το ίδιο απειλητικό βλέμμα για κάποια δευτερόλεπτα μέχρι που πέταξε δίπλα μου και προσγειώθηκε στο πηδάλιο, το έστρεψε απαλά και επανέφερε την πορεία μας στη σωστή κατεύθυνση προς το νησί. «Χρειάζομαι κάποιο λόγο;»

    Δεν με κοιτάζει, όλη αυτή η εμπιστοσύνη είναι δελεαστική. Θα μπορούσα να τον μαχαιρώσω πισώπλατα ή να τον αποκεφαλίσω! Τα δάχτυλά μου τυλίγονται γύρω από τη λαβή του ξίφους που έχω στερεωμένο στη ζώνη μου. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να το τραβήξω γρήγορα, μόνο ο διάολος ξέρει γιατί δεν το κάνω! Σφίγγω τα δόντια μου και αφήνω το ξίφος, σπρώχνω τον Πίτερ μακρυά από το πηδάλιο και αναλαμβάνω εγώ την πορεία του Τζόλι Ρότζερ. Πορευόμαστε κοντά και παράλληλα στην ακτή και είμαστε λίγο πιο έξω από το λιμάνι. Ο Μπράντ Σκίλερ ρίχνει την άγκυρα και μαζί με τον Φίν Φλάνιγκαν απλώνουν την γέφυρα αποβίβασης.

    Το βλέμμα μου σαρώνει το κατάστρωμα αναζητώντας τον υποπλοίαρχο μου. Ο Τζάκ κάθεται απέναντι από τον Μουρμούρη Ντάγκ, ανάμεσά τους υπάρχει ένα βαρέλι πάνω στο οποίο έχουν τους αγκώνες στους καθώς παλεύουν με τα χέρια και είναι κατακόκκινοι σαν τους αστακούς από το ζόρι. Το πλήρωμα έχει μαζευτεί γύρω τους και όλοι τους υποστηρίζουν.

    «Σμί!» του φώναξα από την άλλη άκρη του καραβιού και αποσπώ την προσοχή του από τον Μουρμούρη Ντάγκ ο οποίος κέρδισε την χειροπάλη. Του κάνω νόημα και αμέσως σηκώθηκε από το χαμηλό σκαμπό και με συνάντησε στη γέφυρα.

    «Εξαιτίας σου έχασα το βραδινό μου στο στοίχημα που έβαλα με τον Ντάγκ» μου γκρινιάζει και συνεχίζει, «Γι’ αυτό φρόντισε να είναι κάτι σοβαρό».

    «Είναι, χρειάζομαι την βοήθειά σου!»

    «Δεν έρχομαι στις νεράιδες!» μου απάντησε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια λες και παραδίδεται και έκανε ένα βήμα πίσω.

    Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου στην κλάψα που προκαλούν τα κορίτσια του δάσους στο πλήρωμά μου. «Μην ανησυχείς, δεν πάω σ’ αυτές, όχι ακόμα. Πρώτα πρέπει να βρω κάτι γι’ αυτές».

    Δεν γίνεται να τις επισκεφτώ με άδεια χέρια. Είχαμε πανσέληνο χτες και ακόμα τους χρωστάω το νερό από το μπάνιο ενός μωρού για τις απαντήσεις που μου έδωσαν την προηγούμενη φορά, όταν ήθελα να βοηθήσω την Έιντζελ να επιστρέψει σπίτι. Αναρωτιέμαι τι φτιάχνουν με το νερό από το μπάνιο! Μέρα με τη μέρα, τα συστατικά που χρειάζονται για τα τρελο-ξόρκια τους χειροτερεύουν.

    «Καλά...» μου απάντησε ο Σμί, εφησυχασμένος πλέον, και ξεφύσησε. «Αλλά να ξέρεις... απόψε θα φάω την δική σου μερίδα».

    Τον κοιτάζω αποδοκιμαστικά αλλά δεν του πάω κόντρα.

    «Πού πάτε;» με ρώτησε ο Πίτερ, ο οποίος φτερουγίζει ακόμα γύρω από το κεφάλι μου σαν αναθεματισμένος γλάρος, όταν πήρα την κάπα μου από το κιγκλίδωμα.

    «Έχω να κάνω μια δουλειά», του απάντησα γρυλίζοντας. «Αφού δεν μπορώ να σε ξεφορτωθώ, όπως φαίνεται, δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας; Να βοηθήσεις κι εσύ σε κάτι για μία φορά!»

    Ακούω τα βήματα του Σμί από πίσω μου καθώς κατεβαίνουμε την γέφυρα, ο Πίτερ προτιμάει να έρθει πετώντας, όπως πάντα άλλωστε. Καθώς κοντοζυγώνουμε στη φασαρία του κεντρικού δρόμου, δεν άντεξα άλλο και ύψωσα προς τα πάνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. «Μα το σεντούκι του Ντέιβι Τζόουνς, θα παλουκωθείς στο έδαφος, Πίτερ Πάν! Δεν θα διασχίσω την πόλη με εσένα να φτερουγίζεις πάνω από τα κεφάλια μας σαν ένα ενοχλητικό πουλί!»

    Με αγριοκοίταξε αλλά επιτέλους προσγειώθηκε και περπάτησε δίπλα μας για την υπόλοιπη διαδρομή. «Τι ακριβώς χρειάζεσαι;» με ρώτησε από περιέργεια για να μάθει, «Καινούργια φορεσιά για την ματαιοδοξία σου, καπετάνιε;»

    Αγνοώ το χλευαστικό του σχόλιο και εξηγώ και στους δύο ότι χρειάζομαι νερό που έχει χρησιμοποιηθεί στο μπάνιο ενός μωρού για να το προσφέρω στις νεράιδες και το σχέδιο μου για να το αποκτήσω. «Οι γυναίκες συνήθως κάνουν μπάνιο τα παιδιά τους το βράδυ, σωστά; Έχει σχεδόν νυχτώσει, άρα τώρα είναι η ευκαιρία μας. Ο ένας από εμάς θα αποσπάσει την προσοχή της μαμάς και οι άλλοι δύο θα πάρουν το νερό».

    Ο Σμί με λοξοκοιτάζει απορημένος, «Πώς θα μεταφέρουμε το νερό; Θα το έχουμε στις χούφτες μας και θα το μεταφέρουμε στο δάσος;»

    «Εύστοχη η ερώτησή σου!» σταματάω απότομα και κάνω μια στροφή γύρω μου ψάχνοντας να βρω ένα δοχείο. Λίγο πιο κάτω είναι μια παμπ, αρκετοί ρακένδυτοι άνδρες γελάνε και τραγουδάνε. Είναι μεθυσμένοι μέχρι το μεδούλι και προσπαθούν να στηριχθούν ο ένας στον άλλον. Ένας από αυτούς κρατάει ένα μισοάδειο μπουκάλι ρούμι. Αυτό ακριβώς που χρειάζομαι.

    Τους προσεγγίζω μαζί με τον υποπλοίαρχο μου και τον Πίτερ να μας ακολουθεί και μιμούμαι το γέλιο του μεθυσμένου άνδρα. Στηρίζομαι στον ώμο του μεθύστακα και του λέω με το ίδιο τραύλισμα «Τι γίνεται εδώ πέρα, φιλαράκι;»

    «Το γλεντάμε λίγο με τα παιδιά», μου απαντάει αυτός. «Η γυναίκα μου με πέταξε έξω από το σπίτι λες και είμαι ψωριάρης!» Η ανάσα του βρομοκοπάει ρούμι, το πουκάμισο του είναι σκισμένο και βρώμικο γεμάτο λαδιές από φαγητό, οποιαδήποτε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της θα τον πέταγε έξω με την πρώτη ευκαιρία.

    Όταν έκλεισε τα κατακόκκινα από το ποτό μάτια του και σήκωσε το μπουκάλι με το ρούμι εις υγείαν όλων, άδραξα την ευκαιρία και του το άρπαξα κρύβοντας το μέσα στην κάπα μου. Δεν το πρόσεξε καν άρα δεν χρειάζεται να δικαιολογηθώ, έτσι κατευθύνθηκα προς τον Τζάκ και τον Πίτερ που με περιμένουν λίγα μέτρα πιο κάτω.

    Μόλις στρίψαμε σ’ ένα στενάκι λίγο πιο κάτω, αρχίσαμε να κοιτάμε μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών. Κάποια έχουν τραβηγμένες τις κουρτίνες και δεν μπορούμε να δούμε μέσα, δεν θα μπούμε σε αυτά τα σπίτια.

    Ο Πίτερ βρήκε πρώτος το σωστό σπίτι και φώναξε, «Βρήκα αυτό που χρειαζόμαστε!»

    Ο Σμί κι εγώ τον ακολουθούμε σε ένα διώροφο σπίτι με φθαρμένο και κιτρινωπό ασβέστη στους τοίχους. Στον δεύτερο όροφο δεσπόζει ένα Βενετσιάνικο μπαλκόνι και η μπαλκονόπορτα είναι μισάνοιχτη. Στην παλαιική κουζίνα του πρώτου ορόφου, στέκεται μια αδύνατη, μελαχρινή γυναίκα, έχει τα μαλλιά της πιασμένα σε κότσο και φοράει ένα απλό, γκρι φόρεμα. Κάνει μπάνιο ένα μωρό σε μια μικρή, μεταλλική μπανιέρα ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

    «Ωραία, ακούστε τι θα κάνουμε», άρχισα να τους λέω. «Πίτερ, εσύ θα πετάξεις στο μπαλκόνι, θα μπεις μέσα στο δωμάτιο και θα κάνεις θόρυβο για να αποσπάσεις την προσοχή της γυναίκας. Σμί, εσύ κι εγώ θα μπούμε μέσα στην κουζίνα από το παράθυρο και θα βάλουμε λίγο νερό στο μπουκάλι μόλις η γυναίκα φύγει από την κουζίνα».

    «Εντάξει», απάντησε ο Σμί και ο Πίτερ κούνησε απλά το κεφάλι του. Μόλις έφυγε ο Πίτερ για το μπαλκόνι, έβγαλα με τα δόντια μου τον φελλό από το μπουκάλι. Τον έφτυσα στην άκρη και ήπια το υπόλοιπο ρούμι, «Δεν μπορούσες να αφήσεις λίγο και για μένα;» είπε γκρινιάζοντας ο Σμί.

    Δεν έχω μέσα μου τέτοια ευαισθησία, γι’ αυτό του απαντάω με ένα πλατύ χαμόγελο και κατεβάζω την τελευταία γουλιά. Ο υποπλοίαρχος μου με κοίταξε αποδοκιμαστικά και αηδιασμένος. Τότε ακούσαμε κάτι να σπάει μέσα από το σπίτι.

    «Μελίνα;» φώναξε η γυναίκα.

    «Δεν το έκανα εγώ, μαμά!» απάντησε ένα κοριτσάκι, «Ακούστηκε από τον πάνω όροφο!»

    «Έλα εδώ να προσέχεις τον αδερφό σου όσο εγώ θα είμαι επάνω».

    Μόλις μπήκε το επτάχρονο κοριτσάκι στην κουζίνα, η γυναίκα σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και βγήκε γρήγορα έξω από το δωμάτιο. Η μικρή δεν ήταν μέρος του σχεδίου μου, λογικά δεν θα έχω πρόβλημα μαζί της. Όταν γύρισε την πλάτη της στο παράθυρο, το άνοιξα και το σήκωσα προσεχτικά πάνω για να μπω μέσα με τον Σμί. Στεκόμαστε ακριβώς από πίσω της όταν το αγοράκι μας κοίταξε και προφανώς η μικρή το πρόσεξε. Γύρισε να μας κοιτάξει και αμέσως χλόμιασε από τον φόβο.

    Γαμώτο... Γουρλώνω τα μάτια μου και φέρνω το δάχτυλο μου στο στόμα μου, «Σσσ...μη μιλήσεις».

    Ναι, λες και θα με άκουγε... το κοριτσάκι πήρε μια βαθιά ανάσα και τσίριξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, λες και την απειλούσα με το ξίφος μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να ήταν πιο αποτελεσματικό. Η μητέρα της κατέβηκε γρήγορα κάτω και ήρθε στην κουζίνα. Σαν πολλοί να μαζευτήκαμε εδώ πέρα...

    Πρώτα πρόσεξε το καπέλο μου και έπειτα εστίασε στον Τζάκ που στέκεται δίπλα μου. Στο βλέμμα της βλέπεις μόνο πανικό και φόβο, «Μελίνα! Τρέξε και φώναξε βοήθεια!»

    Το παιδί έκανε αμέσως αυτό που της είπε και βγήκε από το δωμάτιο.

    Ο Σμί ήρθε μπροστά μου και προσπάθησε να καθησυχάσει τη γυναίκα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, «Σε παρακαλώ, κοπελιά, κάνε ησυχία! Θέλουμε μόνο λίγο από το νερό της μπανιέρας».

    Αυτή σάστισε αλλά αμέσως συνήλθε από το σοκ, «Δεν σε πιστεύω, φύγετε αμέσως από το σπίτι μου!» Άρπαξε ένα βάζο από τον πάγκο και το πέταξε στον Σμί ο οποίος έσκυψε και μπήκα εγώ στο στόχαστρο. Ευτυχώς, έπιασα το βάζο πριν προλάβει να με χτυπήσει και το ακούμπησα στην άκρη του πάγκου.

    «Άκουσέ με...» ξεκίνησα να λέω και έμεινε εκεί η κουβέντα αφού άρπαξε ένα σκουπόξυλο από το πουθενά και χτύπησε τον Τζάκ με δύναμη στο κεφάλι. Οι φωνές του αντηχούν στο δωμάτιο καθώς προσπαθεί να προστατέψει το κεφάλι του από το δεύτερο χτύπημα. Εγώ κατάφερα να της ξεφύγω και πήγα στο τραπέζι, βούτηξα το άδειο μπουκάλι στην μπανιέρα και το μωρό έβαλε τα κλάματα.

    Το είχα σχεδόν γεμίσει μέχρι πάνω όταν ένιωσα το σκουπόξυλο να πέφτει με δύναμη στην πλάτη μου. Γύρισα από την άλλη βρίζοντας και κρατώντας το μπουκάλι στο χέρι μου. «Ανάθεμά σε, κυρά μου! Αυτό πόνεσε!»

    «Θα σας δείξω εγώ τι θα πει πόνος, παλιο-μεθύστακες!» Ετοιμάζεται να μας επιτεθεί και μας κυνηγάει γύρω από τον πάγκο και την κουζίνα. Καθώς τρέχω να ξεφύγω, νιώθω το καπέλο μου να πετάει από το κεφάλι μου και να πέφτει κάτω αλλά δεν έχω χρόνο να το σηκώσω.

    Ο Σμί κι εγώ αποφεύγουμε τα χτυπήματά της, τρέχουμε στο παράθυρο και πηδάμε έξω. Ο Πίτερ αιωρείται πάνω από τον δρόμο και μας κοιτάει έκπληκτος. «Τι στο καλό κάνατε;»

    «Κουνήσου!» του φωνάζω βγαίνοντας από το περβάζι και προσγειώθηκα πάνω στον Σμί. Σηκώθηκα όρθιος και προσπαθώ να τρέξω αλλά παραλίγο να πνιγώ από την

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1