Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές
Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές
Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές
Ebook307 pages3 hours

Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο ξένος που βρίσκεται να περιπλανιέται μες στη ζωή σου δεν βρίσκεται εκεί τυχαία. Φεύγει,αλλά αργότερα κάποια μέρα, τότε που εσύ δεν θα τον περιμένεις πια, ίσως να ξανάρθει,. Κι αν τον ξανασυναντήσεις και πάλι, τότε αυτό σημαίνει ότι έτσι ήταν γραφτό αυτό να γίνει…

 

Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, αλλά προκειμένου να προστατευθεί μια κοπέλα που τα μακριά κομψά της πόδια και το αγνό, μοναχικό και όμορφο πνεύμα της την οδήγησαν σε έναν αμαρτωλό δρόμο της Νάπολης, σε αναζήτηση ενός χαμένου χρόνου, θα δηλώσουμε κι εμείς, όπως πολλοί άλλοι πριν από εμάς, ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα είναι απολύτως συμπτωματική…

LanguageΕλληνικά
PublisherMirela Rusu
Release dateAug 1, 2020
ISBN9781393572862
Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές
Author

Mirela Rusu

Autoarea a fost angajat civil al Organizației Națiunilor Unite, cu statut de funcționar internațional, în cadrul Misiunii ONU de menținere a păcii din Kosovo și în cadrul Tribunalului Penal Internațional pentru fosta Iugoslavie, cu sediul la Haga.

Related to Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές

Related ebooks

Reviews for Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το κορίτσι κάτω από τις νεραντζιές - Mirela Rusu

    Μετάφραση : Ευγενία Τσελέντη

    Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, αλλά προκειμένου να προστατευθεί μια κοπέλα που τα μακριά κομψά της πόδια και το αγνό, μοναχικό και όμορφο πνεύμα της την οδήγησαν σε έναν αμαρτωλό δρόμο της Νάπολης, σε αναζήτηση ενός χαμένου χρόνου, θα δηλώσουμε κι εμείς, όπως πολλοί άλλοι πριν από εμάς, ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα είναι απολύτως συμπτωματική...

    Αν αυτό που βρήκες είναι φτιαγμένο από αγνό υλικό δεν πρόκειται να σαπίσει ποτέ. Και μια ωραία ημέρα θα επανέλθεις . Αν δεν ήταν παρά μια στιγμιαία λάμψη σαν την έκρηξη ενός αστεριού, τότε δεν θα βρεις τίποτα στην επιστροφή σου. Το μόνο που θα έχεις δει θα είναι μια έκρηξη φωτός. Αλλά ακόμα και μόνο αυτό, πάλι θα αξίζει τον κόπο.

    Paulo Coelho - Ο Αλχημιστής

    ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

    Ι

    Η ΝΎΧΤΑ ΕΊΧΕ ΑΠΛΩΘΕΊ πάνω από τη Νάπολη. Γλιστρώντας  με σιγανό ρυθμό, διείσδυε βαθιά στο πολυάνθρωπο και πολύβουο λιμάνι της Γκράντε Μαρίνα, φιδογυρνώντας μέσα στο ναυπηγείο και ανάμεσα στα σκάφη αναψυχής. Από μακριά ακουγόταν ο παφλασμός των κυμάτων. Πότε πότε,  ηχούσε, ανησυχητική, σαν ένα παρακαλετό η σειρήνα κάποιου πλοίου. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με μενεξελιά σύννεφα. Ανάμεσά τους πρόβαλε, μισοκρυμμένο σχεδόν, ένα ονειρικό φεγγάρι.  Το αλλόκοτο φέγγος του φώτιζε τα  χαρτιά που κλωθογυρνούσε  ο άνεμος ανάμεσα στους, αναποδογυρισμένους τις περισσότερες φορές, κάδους των σκουπιδιών που βολόδερναν πάνω στις μουσκεμένες  μετά τη βροχή πλωτές εξέδρες. Ύστερα...

    Η νύχτα  απλωνόταν, επίσης σιγανά, και σ’ ένα δρόμο  γεμάτο βιτρίνες καταστημάτων, στολισμένες  σαν χριστουγεννιάτικες.  Μερικοί φανοστάτες τρεμόπαιζαν κι ένα θαμπό φως ξεχυνόταν από αυτούς καθοδηγώντας στα πεζοδρόμια τα βήματα των βιαστικών περαστικών.

    Μια μιγάς, λίγο παραπάνω από τριάντα χρονών, στηριζόταν σε μια από τις μεγαλόπρεπες και ανεκτικές κολώνες των φανοστατών του πεζοδρομίου. Κάπνιζε με βαριεστημένο ύφος κι έδειχνε σαν να περίμενε κάτι. Ένα κοντό, κατακόκκινο φόρεμα έσφιγγε και αναδείκνυε το καμπυλωτό εβένινο κορμί της. Το βαθύ ντεκολτέ αποκάλυπτε τα πλούσια και προκλητικά στήθη της.

    Ένας άντρας, βυθισμένος στις σκέψεις του, διέσχισε το δρόμο. Η γυναίκα παρακολουθώντας τον με το βλέμμα, τον ρώτησε μεγαλόφωνα:

    -Πού πας, αγαπούλα μου;

    Ο άντρας όμως συνέχισε το δρόμο του, σαν να μην την είχε ακούσει.

    Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα μπροστά της, κολλητά στο πεζοδρόμιο, πέρα από τους φανοστάτες, και ο οδηγός του ανέμισε το χέρι του καλώντας την. Η μιγάς πλησίασε αργά, λικνίζοντας τους γοφούς της. Έσκυψε επιδεικτικά στο ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου που στο πίσω κάθισμά του διακρίνονταν, μέσα στο σκοτάδι, δύο άντρες.

    Στον ίδιο δρόμο περιδιάβαινε με μικρά βήματα και η Μαρία, φορώντας εφαρμοστό στα πόδια της παντελόνι και μια στενή μπλούζα με ανοιχτό ντεκολτέ που έσφιγγε το λεπτεπίλεπτο μπούστο της. Ήταν μια κοπέλα μόλις δεκαεννιά χρονών με μαύρα μακριά μαλλιά που έπεφταν απείθαρχα σκεπάζοντας τα ανέφελα ακόμα από τα βάσανα μάτια της. Οι άτσαλες κινήσεις της έφερναν στο νου μαριονέτα που την κινούσαν κάποια αόρατα νήματα. Είχε μια ανώριμη φυσιογνωμία, που δεν την είχαν ακόμα αλλοιώσει ή ταλαιπωρήσει τα τόσα ανοικονόμητα ξενύχτια, κι ένα φωτεινό βλέμμα με το οποίο παρακολουθούσε ήρεμα τους αδιάφορους περαστικούς. Κοίταζε μαγεμένη μια βιτρίνα γεμάτη από μεγάλες κούκλες τυλιγμένες σε γούνες, όταν μέσα από ένα ταξί ένας νεαρός φώναξε κάτι προς το μέρος της, κάνοντας ταυτόχρονα μια κίνηση με τα απλωμένα του δάχτυλα  καλώντας την να πλησιάσει. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του και  έμεινε λίγα λεπτά στηρίζοντας το χέρι της στο αυτοκίνητο και αντάλλαξε μαζί του μερικά ψιθυριστά λόγια. Ύστερα γύρισε απότομα κι απομακρύνθηκε μ’ ένα ελκυστικό αλλά ασταθές περπάτημα πάνω στα λεπτά της πόδια.  Την ώρα που απομακρυνόταν, με τα τακούνια της να ηχούν διαπεραστικά στο καλντερίμι, τον άκουσε να κραυγάζει πίσω της κάτι ακατάληπτο με τραχιά φωνή.  

    Μια άλλη κοπέλα στεκόταν στηριγμένη στον τοίχο ενός σπιτιού, πλάι σε μια φωτισμένη βιτρίνα, καπνίζοντας και κοιτάζοντας το δρόμο με άδειο βλέμμα, κυριευμένη από μια αδράνεια, σαν ακινητοποιημένη από κάποια μαγγανεία. Φορώντας μια κοντή φουστίτσα, έτρεμε ξεπαγιασμένη από τον αέρα που έφερνε πέρα δώθε τα σύννεφα κι έσφιγγε πάνω της ένα λεπτό πανωφόρι. Η Μαρία την κοίταξε και την πλησίασε. Σιγομουρμούρισαν κάτι μεταξύ τους κι ένα δυνατό γέλιο  αναπηδούσε πότε πότε ανάμεσα στους ψιθύρους, σαν να ‘ταν δυο καλές φιλενάδες.  Κατά διαστήματα κοίταζαν διερευνητικά τους άντρες που περνούσαν από το δρόμο, οι περισσότεροι τους μοναχικοί.

    Αργότερα , ένας από αυτούς, ξένος  στη γειτονιά, εμφανίστηκε μπροστά τους χαμογελώντας αμήχανα. Η άλλη κοπέλα έφυγε σε λίγο, κάτω από  παράξενο αυτό σεληνόφως, ενώ ο άντρας τη συνόδευε κρατώντας της από την πλάτη.

    Η Μαρία βάδισε με δυσκολία μόνη της, σιωπηλή, στον ανεμοδαρμένο δρόμο όπου στροβιλίζονταν τα ξεραμένα φύλλα των δέντρων. Οι διαβάτες είχαν αραιώσει. Πλησίασε με τα μικρά της βήματα τη μιγάδα και της ψιθύρισε κάτι συναισθηματικό ανάμεσα σε πολλά γελάκια. Τα δυνατά χαχανητά τους σκορπίστηκαν στο σχεδόν έρημο πεζοδρόμιο.  

    Ένας ακόμη άντρας πέρασε μπροστά από τις βιτρίνες, ρίχνοντας αναποφάσιστες ματιές στα κορίτσια με τις κοντές φούστες και τα βαθιά ντεκολτέ από όπου ξεχείλιζαν, προκλητικά, τα στήθη τους. Οι φανοστάτες φώτιζαν διακεκομμένα το πεζοδρόμιο κρατώντας άγρυπνοι νοσταλγική παρέα στις νεραντζιές τις φυτεμένες στην άκρη του. Πλάι σε καθεμιά από αυτές είχε στήσει καρτέρι και μια βαριεστημένη κοπέλα, μ’ ένα πικραμένο, ελαφρώς αστόχαστο, ύφος, παρακολουθώντας με στεγνά μάτια, τους βιαστικούς και αδιάφορους περαστικούς άντρες.

    Η Μαρία αποχωρίστηκε από τη μιγάδα  κι απομακρύνθηκε πηγαίνοντας στην άλλη άκρια του δρόμου. Τα γύρω μαγαζιά είχαν σβήσει πια τα φώτα τους. Το μόνο που διακρινόταν τώρα πια από αυτά ήταν οι σκιές που διέγραφαν οι κούκλες στις βιτρίνες τους. Δεν αντιλήφθηκε ότι δυο άντρες την πλησίασαν, που είχαν ξεπεταχθεί μέσα από το σκοτάδι. Ο ένας τους κουβαλούσε ένα μπιντόνι. Ξαφνικά ο άντρας αυτός την περιέλουσε με το υγρό του δοχείου, κραυγάζοντας κάτι προς τον άλλο. Εκείνος τότε άδραξε από τα μαλλιά και τα μπράτσα την κοπέλα που πάλευε ανίσχυρη, ενώ ο πρώτος  σκόρπιζε πάνω στα μαλλιά και τα ρούχα της ό, τι είχε απομείνει στο μπιντόνι. Ένα αναπτήρας άναψε φωτίζοντας το πεζοδρόμιο.  

    Ούρλιαξε έντρομη όταν τα ρούχα και τα μαλλιά της πήραν φωτιά, κι άρχισε να φλέγεται σαν πυρσός. Προσπάθησε απεγνωσμένα να σβήσει τις φλόγες με τα γυμνά της χέρια μέσα στο δρόμο που αντιλάλησε ξαφνικά από τις κραυγές της. Οι δυο άντρες το έβαλαν στα πόδια και χάθηκαν σαν να τους ρούφηξε η προχωρημένη νύχτα.

    Από την άλλη άκρη του δρόμου  εμφανίστηκε η μιγάδα που ερχόταν προς το μέρος της, τρέχοντας με κομμένη την ανάσα,. Όταν έφτασε πιο κοντά, σήκωσε μια πέτρα που πρόβαλλε ανεξήγητα από το υπόλοιπο πλακόστρωτο, την πέταξε στη βιτρίνα ενός καταστήματος σπάζοντας το τζάμι της. Κλώτσησε με μανία το πόδι της πάνω στα συντρίμμια κι άρπαξε ένα παλτό από μια κούκλα και το πέταξε πάνω στο φλεγόμενο κορμί του κοριτσιού που είχε πέσει σπαρταρώντας πάνω στο πλακόστρωτο.  Ο δρόμος γέμισε δια μιας από τυχαίους περαστικούς που παρακολουθούσαν τρομαγμένοι αυτά που συνέβαιναν.  Μερικοί από αυτούς έβγαλαν με φούρια τα παλτά τους και προσπάθησαν να τυλίξουν με αυτά την κοπέλα που ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, κάτω από μια ανθισμένη νεραντζιά.

    Η μιγάδα φώναζε απελπισμένη στον συγκεντρωμένο κόσμο ολόγυρα στην κοπέλα:

    -Καλέστε ένα ασθενοφόρο! Κάντε κάτι!

    Ο άνεμος ανάδευε με μανία τα κλαδιά των δέντρων και γυρόφερνε /στριφογύριζε τα χαρτιά του δρόμου. Το ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό, φωτίζοντας το δρόμο και τους περαστικούς που είχαν μαζευτεί γύρω από το σώμα της Μαρίας.

    Ύστερα από λίγο ακούστηκε από μακριά η σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησίαζε βιαστικά. 

    ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ, ΚΤΙΣΜΈΝΟ σε μια γειτονιά στην άκρη της πόλης, σκέπαζε με τη σκιά του ένα δρόμο κοντά στο λιμάνι. Το κτίριο του υψωνόταν μεγαλόπρεπα με το παραλληλόγραμμο σχήμα του, ενώ οι ίσιες γραμμές και οι οξείες γωνίες του τόνιζαν ακόμη περισσότερο την αυστηρότητά του.  Ένας ασαφήνιστος πόνος αναδιδόταν όταν περνούσες ανάμεσα από τις μεγάλες σιδερένιες πύλες του στην αυλή όπου ήταν σταθμευμένα πολλά ασθενοφόρα.

    Εκείνο το καυτό απόγευμα, σ’ ένα διάδρομο του νοσοκομείου, η Άννα πάλευε να συντονίσει το βήμα της με το βήμα ενός  γιατρού με πυκνά άσπρα φρύδια. Ο γιατρός κατευθυνόταν στην κορυφή του διαδρόμου κι εκείνη δεν μπορούσε παρά να ακολουθεί σιωπηλή αυτόν τον στεγνό μικρόσωμο άντρα. Από τη μια και την άλλη πλευρά του διαδρόμου απλώνονταν οι ευρύχωροι και δροσεροί θάλαμοι.  

    Κάποιοι ασθενείς ανακάθισαν  στα στενά κρεβάτια τους και κοίταξαν επίμονα τη νεαρή γυναίκα με τα κυματιστά καστανά μαλλιά και την εύθραυστη σιλουέτα. Πέρασε από δίπλα τους κι άφησε πίσω της μια αινιγματική ανησυχία,  γέννημα θρέμμα των μεσογειακών περιοχών που περιβάλλονται από θάλασσες με γλυφή γεύση. Μόνο που η γυναίκα αυτή δεν ήταν Ιταλίδα όπως θα νόμιζε κανείς. Προερχόταν από την ανατολική Ευρώπη και μιλούσε την ίδια γλώσσα με την γυναίκα που κάποιοι της είχαν βάλει φωτιά πριν από μερικές βραδιές.

    Η τρικυμισμένη, μα κι αρκετές φορές  γαλήνια, θάλασσα  διαφαινόταν αχνά μέσα από τα μεγάλα παράθυρα  από όπου διέκρινε κανείς, λουσμένο στο φως του ήλιου, ολόλαμπρο το λιμάνι. Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν γαλάζιοι σαν τις θαλασσινές διακυμάνσεις που αστραφτοβολούσαν στ’ ανοιχτά. Ένα συνεχές μουρμουρητό αναμεμιγμένο με μια ακαθόριστη αναταραχή αναδυόταν ακαθόριστα μέσα από τους θαλάμους. Μέσα από κάποιες ανοιχτές πόρτες έβλεπε κανείς τους γιατρούς και τους βοηθούς τους, διασκορπισμένους ανάμεσα  στους σαστισμένους ασθενείς, που προσπαθούσαν, σιωπηλοί, να κρύψουν τον φόβο που πλανιόταν μέσα στο θολό καλοκαίρι. Μόνο ο θόρυβος του δρόμου έφτανε μέχρι εδώ, αναστατώνοντας την ησυχία με τη απόμακρη φρενίτιδά του. 

    Ο γιατρός σταμάτησε κι άνοιξε την πόρτα ενός δωματίου. Της έδειξε μια στοίβα από καλοσιδερωμένες και κολλαρισμένες ιατρικές  ρόμπες, αφημένες πάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι καταμεσής του δωματίου. Φόρεσε βιαστικά μια από αυτές, τράβηξε πάνω από τα παπούτσια της ένα ζευγάρι πλαστικά καλύμματα και σκέπασε το στόμα της με μια μάσκα από γάζα, σαν φίμωτρο. Ανίδεη κούνησε το κεφάλι της.  Δεν είχε πάρει ακόμα είδηση ότι στο θάλαμο  αυτό είχαν μεταφερθεί όσοι  υπέφεραν από βαριά εγκαύματα σε όλο το σώμα τους.  Πάλευαν οι περισσότεροι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Οι πιο πολλοί αναχωρώντας από το νοσοκομείο δεν ήταν πια οι ίδιοι που ήταν όταν μπήκαν, με το πνεύμα ανάλαφρο σαν πεταλούδα που φτερουγίζει ανέμελα μες την καρδιά του καλοκαιριού.  Καμιά φορά βαριανάσαιναν, αποκαρωμένοι από τα κακοποιά πνεύματα που στέκονταν παραδίπλα τους και τους έκρυβαν το φως, που περίμεναν πως και πως οι καημένοι, κοκαλωμένοι από το φόβο, τα αργοπορημένα πρωινά, να διεισδύσει δειλά δειλά στους θαλάμους μέσα από όσα παράθυρα είχαν μείνει ανοιχτά. 

    Την διαπέρασε μια κρυάδα, λες κι ένα τρομακτικό πουλί, φτερουγίζοντας ολόγυρα, να είχε ρίξει τη διαβατάρικη σκιά του, τόσο επάνω της όσο κι επάνω στους άλλους. Αλαφιασμένη, ένιωσε την επιθυμία να βγει στο δρόμο και να σπεύσει στο αεροδρόμιο από όπου να πάρει, τρέχοντας βιαστική ανάμεσα στους άλλους ταξιδιώτες, ένα αεροπλάνο που να την πάει, πετώντας ανάμεσα στα  απαλά αιωρούμενα σύννεφα, πίσω στο σπίτι της.

    Συνήλθε από  το σάστισμά της και συνέχισε να προχωρεί, δίπλα στο γιατρό, στον γαλάζιο διάδρομο. Στο Κόσσοβο ίσως να ήταν χειρότερα, σκέφτηκε, ανάμεσα στις σταλαγματιές του χρόνου που κυλούσαν αθόρυβα, καθώς στάλαζαν με πιο αργό ρυθμό μέσα σε αυτό το νοσοκομείο, όπου τις ανέκοπταν /επιβράδυναν οι στεναγμοί των οπτασιών που τριγυρνούσαν εκεί όλα τα πρωινά μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας.

    Ο γιατρός, προβληματισμένος, χειρονομώντας με επιτηδευμένες κινήσεις, εξακολουθούσε να της εξηγεί, προσέχοντας ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες, την περίπτωση της κοπέλας που οι καραμπινιέροι είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο αργά κάποιο βράδυ. Ο γιατρός ήταν Ιταλός.

    -Έχει εγκαύματα σε όλη την επιφάνεια του σώματός της. Έχει υποστεί δηλητηρίαση από τον πολύ καπνό. Χτες ήρθαν να την δουν και οι καραμπινιέροι. Ακόμα κι ένας από τους υπουργούς μας, ο υπουργός μετανάστευσης.  Όλος ο κόσμος έχει αναστατωθεί... μια τόσο νέα κοπέλα... τι κτήνη!

    Η Άννα τον κοίταξε  απορημένη και ξαφνικά μια σκέψη την τρόμαξε, χωρίς όμως να τολμά να την ξεστομίσει, καθώς αυτό που πέρασε από το μυαλό της ήταν τρομερά κακό.

    -Μπορεί δηλαδή να μην ... ;

    Ο γιατρός δεν απάντησε στην σκέψη της, παρά συνέχισε να μιλά με σαφήνεια και στρέφοντας σε αυτήν με συμπάθεια το βλέμμα του:  

    -Το παντελόνι της ήταν από πολυεστέρα, το ίδιο και η πλεχτή μπλούζα της, οπότε η φωτιά  απλώθηκε πάνω της πολύ γρήγορα. Θα απαιτηθούν επανειλημμένες εγχειρήσεις. Τα μαλλιά της κάηκαν και τα χέρια της κάηκαν επίσης καθώς προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά. Της χορηγήσαμε πολλά ηρεμιστικά. Οι πόνοι της ήταν αφόρητοι. Και ...

    Εξέθετε, με ήρεμη φωνή, το ιατρικό ιστορικό της περίπτωσης, προτείνοντας θεραπευτικές αγωγές ακατάληπτες για κάποιον που δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις. Η Άννα τον άκουγε με επιφύλαξη,  ενώ οι σκέψεις της κάλπαζαν προς το λιμάνι. Από τα μεγάλα παράθυρα από όπου ο ήλιος κατέκλυζε το νοσοκομείο και τους εγκαυματίες, διακρινόταν το λιμάνι που σκόρπιζε τα καλέσματά του στον ορίζοντα, ενώ τα κρουαζιερόπλοια κατέπλεαν μεγαλόπρεπα κι αλαζονικά σαν χορεύτριες μπαλέτου στο ρυθμό μιας ηδυπαθούς  σονάτας, σαν μουδιασμένα όλα από τη θερμή αύρα και τον καυτό ήλιο.

    Ο γιατρός σταμάτησε μετά από αυτό, σαν να είχε φτάσει σ’ ένα σημείο ανάπαυλας, μπροστά σ’ ένα μεγάλο ορθάνοιχτο παράθυρο στο διάδρομο του νοσοκομείου. Ατένιζε μαγνητισμένος το προαύλιο, σαν να είχε δραπετεύσει νοερά από εκεί πηγαίνοντας προς τη θάλασσα που στραφτάλιζε πέρα μακριά, αδιάφορη για την παρατεταμένη σιωπή του, στην οποία αυτός είχε ξαφνικά καταφύγει. Λίγο αργότερα στράφηκε, προς την κοπέλα με το σταρένιο πρόσωπο και της είπε τονίζοντας τα λόγια του:

    -Ακόμα κι αν πετύχουν οι εγχειρήσεις, στο μεγαλύτερό τους μέγεθος, οι πιθανότητες να επιζήσει είναι 30-40%. Θα χρειαστεί να πάρουμε δέρμα από  ένα σημείο και να το βάλουμε κάπου αλλού. Είναι ωστόσο πολύ νέα και ίσως αντέξει. Μόνο που ... 

    Την κοίταξε στενοχωρημένος με μια ανησυχία που έμοιαζε να τον διακατέχει από καιρό, προτού ακόμα να έρθει η Άννα στο νοσοκομείο.  Ύστερα από λίγες στιγμές ληθαργικής σιωπής, χαμογέλασε λίγο λοξά, και την έπιασε απαλά από το μπράτσο:

    -Εξαρτάται ιδιαίτερα από την ψυχολογική της κατάσταση. Μπορεί για σένα αυτός ο παράγοντας να μη φαίνεται τόσο σημαντικός, αλλά ...  

    Ανασήκωσε σκυθρωπός τους ώμους και τα λευκά του φρύδια κι αναστέναξε. Η Άννα τον κοίταξε ασάλευτη σαν να φοβόταν μήπως της ξεφύγει κάτι αποφασιστικής σημασίας. Ύστερα από μια παύση, οι λέξεις συσσωρεύτηκαν μέσα σ’ έναν ψίθυρο:

    -Δεν είναι απλό .... Αλλά αν μπορέσουμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν την κοπέλα ... Εμείς θα είμαστε εδώ ... εγώ θα ξανάρθω στο νοσοκομείο ...

    Το κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, διασταλμένα, αναζητώντας μια αχτίδα φως που χαμένη μέσα σε αυτή την μέρα που είχε δια μιας βυθιστεί μες στη θλίψη. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Τον κοίταζε και το βλέμμα της είχε μια βαθιά ένταση σαν να προσπαθούσε να τον πείσει για την αλήθεια των λόγων της.   

    Ο γιατρός δεν πρόσεξε την ταραχή της. Είχε θυμηθεί μια άλλη ανεξήγητη ιστορία που της την διηγήθηκε ύστερα από λίγο. Οι λέξεις κατρακυλούσαν παρακλητικά και εκείνη θα ένιωθε το παγωμένο ρίγος τους λίγο αργότερα, το απόβραδο, όταν θα επιχειρούσε να ξεδιαλύνει την ιστορία μιας δεκαεννιάχρονης κοπέλας που αργόσερνε τις μακριές της γάμπες αλλά και την ψυχή της, σ’ ένα αμαρτωλό δρόμο μιας ναπολιτάνικης γειτονιάς. Σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου,  αφού κανένας δεν ήξερε τότε αν θα τον συντύχαινε ποτέ ξανά, μια που είχε μείνει εκεί αποξενωμένος  από την ψυχή της, από τότε που έφυγε από το σπίτι της τριγυρίζοντας διαβατάρισσα σε όλον τον κόσμο. Όπως όμως κι αν συνεχιζόταν η ιστορία, το κορίτσι του νοσοκομείου δεν θα νοιαζόταν διόλου , όλες τις επόμενες μέρες, για οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα, παρά μόνο για ό, τι είχε συμβεί την προηγούμενη βραδιά.

    Ύστερα από μια ατελείωτη, θαρρείς, σιωπή, ο γιατρός τής ομολόγησε τη σκέψη του. Ο ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα, τύλιγε τα σαλόνια και όσους βρίσκονταν εκεί, όλα όμως έδειχναν σαν να τα είχε σκεπάσει ξαφνικά μια καταχνιά  και το φως του τρεμούλιαζε χλωμό, ρουφηγμένο από μια κινούμενη άμμο.  

    -Υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα...,  ο ψίθυρος του γιατρού γλίστρησε σιγανός.  Δεν θέλει να ειδοποιήσουμε την οικογένειά της, δεν θέλει να πληροφορηθεί η οικογένειά της στη Ρουμανία τι έκανε στην Ιταλία. Η οικογένεια όμως θα τη βοηθούσε ψυχολογικά. Γιατί έχει βαριά κατάθλιψη.

    Οι ηλιαχτίδες  σχεδίαζαν σκιές που συμπλέκονταν ανεξέλεγκτα μεταξύ τους και χαμογελούσαν στην Άννα που είχε μείνει σαστισμένη.

    -Αν δεν θέλει να ειδοποιήσουμε την οικογένειά της, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Εκείνη αποφασίζει. Δικαίωμά της είναι ... , είπε με κάποια καθυστέρηση, αν και κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσες να πεις ότι δεν ήταν βέβαιη πως θα έπειθε τον γιατρό.  

    Γι’ αυτόν επρόκειτο για μια ανθρώπινη ύπαρξη που βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, κι έμοιαζε με μια πεταλούδα της νύχτας που χτυπιέται γύρω από μια πυρωμένη λάμπα, παρόλο που το φτερούγισμά της που έμοιαζε να της παρατείνει για λίγο τη ζωή, την έφερνε αναπόφευκτα πιο κοντά στο θάνατο.

    Ο γιατρός κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του κι ανασήκωσε τα λευκά του φρύδια με ύφος συμβιβασμένο. Ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο μπράτσο της˙ ήταν ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα, παρ’ όλα αυτά κάτι απροσδιόριστο εκπορεύτηκε από  αυτό, κάτι σαν καλοκαιρινή μπόρα που ξεσπά απροειδοποίητα.

    -Ίσως εσείς να την πείσετε. Εγώ δεν τα κατάφερα.

    Μια αίσθηση κρυάδας την κατέλαβε, λες και άγρια κύματα  που έρχονταν από το λιμάνι να κουτρουβαλούσαν κρύα στην αμμουδιά, πλησιάζοντας από το δρόμο, σαν μέσα σ’ ένα σκοτείνιασμα, το προαύλιο του νοσοκομείου. Έμοιαζαν πως δεν θα αργούσαν να καταπιούν όχι μόνο την ίδια αλλά και το καμένο κορίτσι. Κοίταξε μπερδεμένη με απορημένο βλέμμα τον γιατρό που στεκόταν μπροστά της σε αναμονή, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές μέσα στις τσέπες της ιατρικής του ρόμπας. Του είπε ύστερα από λίγο ότι θα μιλήσει με την κοπέλα και θα κάνει ό, τι της ήταν δυνατό για να τη στηρίξει και να της ξαναδώσει τη δύναμή της που είχε  εξαντληθεί και εξανεμιστεί δια μιας στον αέρα, μετά το περιστατικό εκείνης της νύχτας.

    Αυτό είναι ένα ερώτημα που βασανίζει  ακόμα και σήμερα την Άννα. Αν δηλαδή είχε καταφέρει τότε στο νοσοκομείο το τόσο κοντινό στο πολύβουο λιμάνι, να πείσει τον γιατρό. Ακόμα όμως κι αν δεν την είχε πιστέψει απόλυτα, ήταν αρκετά ευγενικός ώστε να μη της το πει.

    Είχαν φτάσει κι οι δυο τους στην κορυφή του γαλάζιου διαδρόμου που τον διαφύλαγαν τα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1