Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου
Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου
Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου
Ebook395 pages4 hours

Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το βιβλίο "Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου" είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας.
Βασικό του θέμα είναι η αναζήτηση ενός αρχαιολογικού θησαυρού στην Κρήτη.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Κρήτη την περίοδο της Κατοχής. Ένας Γερμανός υπαξιωματικός των Ναζί ανακαλύπτει τυχαία ένα αρχαίο γυναικείο αγαλματίδιο
και μια πινακίδα αρχαίας γραφής και τα τοποθετεί σε ασφαλή κρυψώνα.
Μετά από δεκαετίες επιστρέφει -ηλικιωμένος πια - στην Κρήτη για να εντοπίσει τα κρυμμένα αντικείμενα και όχι μόνο... Το πρόβλημα είναι πως δεν θυμάται πού τα έχει κρύψει. Στην κατοχή του έχει μόνο το ημερολόγιο που έγραφε, όσο καιρό ήταν στην Κρήτη.
Το ημερολόγιο αυτό πέφτει στα χέρια μιας νεαρής αρχαιολόγου, της Ναυσικάς Αργυρίου.
Θα καταφέρει η Ναυσικά να εντοπίσει τα δύο αντικείμενα; Και με ποιο τρόπο;
Και τι εκπλήξεις θα την περιμένουν στη διαδρομή;
Ένα μυθιστόρημα όπου ο μύθος μπλέκεται αξεδιάλυτα με την ιστορία και την πραγματικότητα.
Γρίφοι, μυστήριο, ανατροπές, καλά θαμμένα μυστικά που έρχονται στην επιφάνεια.

LanguageΕλληνικά
Release dateJun 16, 2020
Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου
Author

Βασιλική Μακρή

Η Βασιλική Μακρή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα.Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και, στη συνέχεια, φοίτησε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα, αλλά και στην Επιστήμη των Εκδόσεων στο Βερολίνο. Τώρα ζει και εργάζεται στην Αθήνα.Η Βασιλική έχει εργαστεί στο Υπουργείο Παιδείας σε διάφορες διοικητικές θέσεις.Επίσης, έχει εργαστεί στο Γραφείο Εκπαίδευσης της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο, ενώ τα τελευταία χρόνια εργάστηκε ως επιστημονικό προσωπικό στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Έχει υλοποιήσει, αλλά και σχεδιάσει επιμορφωτικά προγράμματα για δημοσίους υπαλλήλους.Είναι ακόμη εκπαιδεύτρια ενηλίκων σε θέματα παραγωγής γραπτού λόγου, αφηγηματικής τεχνικής, επικοινωνίας και διαχείρισης οργανωσιακών αλλαγών.Γνωρίζει Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ισπανικά και λίγα Τουρκικά.Η Βασιλική λατρεύει τη συγγραφή, καθώς ασχολείται με αυτήν ερασιτεχνικά από μικρό παιδί.Με το πρώτο της μυθιστόρημα περιπέτειας "Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου" αποφάσισε να μετατρέψει το πάθος της σε επάγγελμα και να μοιραστεί τα έργα της με το αναγνωστικό κοινό.Στα προσεχή σχέδιά της είναι η συγγραφή άλλων δύο μυθιστορημάτων περιπέτειας, καθώς και ένα μη λογοτεχνικό βιβλίο σχετικά με το storytelling.

Related to Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου

Related ebooks

Related categories

Reviews for Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου - Βασιλική Μακρή

    H Βασιλική Μακρή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και, στη συνέχεια, φοίτησε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημόσια Διοίκηση, αλλά και στην Επιστήμη των Εκδόσεων στο Βερολίνο. Τώρα ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

    Η Βασιλική έχει εργαστεί στο Υπουργείο Παιδείας σε διάφορες διοικητικές θέσεις, καθώς και στο Γραφείο Εκπαίδευσης της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο. Έχει εργαστεί, επίσης, ως επιστημονικό προσωπικό στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, όπου συμμετείχε στον σχεδιασμό και την υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων για δημοσίους υπαλλήλους, καθώς και σε έρευνες για έναν πιο αποτελεσματικό δημόσιο τομέα.

    Η Βασιλική είναι εκπαιδεύτρια ενηλίκων σε θέματα δημόσιου management, αφηγηματικής τεχνικής, επικοινωνίας και διαχείρισης οργανωσιακών αλλαγών. Γνωρίζει Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ισπανικά και λίγα Τουρκικά.

    Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

    Επικοινώνησε με την Βασιλική Μακρή

    Για περισσότερες πληροφορίες, αλλά και για να επικοινωνήσετε με την συγγραφέα μπορείτε να μπείτε στην ιστοσελίδα της: www.vasilikimakri.com

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

    Θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους και όσες με βοήθησαν σε αυτή την όμορφη διαδρομή της συγγραφής του μυθιστορήματός μου «Το Αίνιγμα του Ερωτόκριτου».

    Πρώτα από όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή Αρχαιολογίας κ. Λευτέρη Πλάτωνα, ο οποίος δέχτηκε πρόθυμα και γενναιόδωρα να μου μιλήσει για τον πατέρα του Νικόλαο Πλάτωνα, εμβληματική μορφή της σύγχρονης Ελληνικής Αρχαιολογίας, ο οποίος αναφέρεται μέσα στο μυθιστόρημα.

    Ευχαριστώ θερμά τον Αριστομένη Συγγελάκη, Γραμματέα του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και τέκνο του μαρτυρικού χωριού Αμιράς, ο οποίος μου έδωσε την δυνατότητα να εμπλακώ ενεργά στις εκδηλώσεις της επετείου για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου στην Κρήτη τον Σεπτέμβριο του 2019 και να μάθω από κοντά την τραγωδία που συντελέστηκε εκεί το 1943 και που αναφέρεται μέσα στο βιβλίο.

    Ευχαριστώ την φίλη μου Εύη Κουρκούτα που μου έδωσε την άδεια να αξιοποιήσω στο μυθιστόρημα μια προσωπική της ανάμνηση.

    Ευχαριστώ την συγγραφέα και επιμελήτρια Μαρία Γούσιου, που ανέλαβε την επιμέλεια του βιβλίου μου και με την εμπειρία και την οξυδέρκειά της μου πρότεινε καίριες αλλαγές και βελτιώσεις.

    Ευχαριστώ τον Ορέστη Ηλία για το εξώφυλλο του μυθιστορήματός μου.

    Ευχαριστώ όσους και όσες συμμετείχαν στον διαγωνισμό τίτλου για το μυθιστόρημα.

    Τέλος, ευχαριστώ όσους και όσες πίστεψαν σε μένα ότι αυτό το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα.

    Βασιλική Μακρή

    Συγγραφέας

    ‘O κόσμος διαλύει τους πάντες, τους σπάει σε κομμάτια

    και μετά, κάποιοι γίνονται πιο δυνατοί ακριβώς στα σημεία

    που έχουν σπάσει.’

    Έρνεστ Χέμινγουει

    1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

    Νήσος Δία. Κρήτη. 23 Iουλίου 1942

    Εκεί, μέσα στον βυθό της θάλασσας, αυτό που είδε του έκοψε την ανάσα.

    «Κάτι πρέπει να κάνω», σκέφτηκε ο Γλεντούσης. «Δεν πρέπει να δει το άγαλμα ο Γερμανός! Μα πάλι, γιατί όχι; Για να μην το πάρει στη Γερμανία και κουραφέξαλα; Εδώ πεινάμε. Και καλά για μένα. Η μάνα μου, η κυρά Αντιόπη τι φταίει;»

    Εδώ και ώρα ο Γλεντούσης βουτούσε στο βυθό της θάλασσας. Ξεκίνησε, ενώ ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να χαϊδεύει τη βάρκα του με τις πρωινές του αχτίδες. Τώρα, ακόμα και κάτω από το νερό, ένιωθε το φως να διαπερνά όλες τις στιβάδες του δέρματός του και να τον ζεσταίνει ως μέσα στα σωθικά του. Ο Ιούλης ήταν άλλωστε ο πιο ζεστός μήνας του καλοκαιριού στην Κρήτη.

    Με μια γρήγορη κίνηση πρόβαλε το κεφάλι του έξω από το νερό. Άπλωσε το δασύτριχο στέρνο του, αναπνέοντας βαθιά για να αναπληρώσει τον αέρα που έλειπε από τα πνευμόνια του.

    Ήταν νέος, μόλις εικόσι πέντε χρόνων, είχε γερά πνευμόνια και το ‘λεγε η καρδιά του. Μα πάλι έπρεπε να προσέχει. Έριξε μια ματιά στην ακτή που απείχε μόλις λίγα μέτρα. Πίσω από τα βράχια και την ποώδη βλάστηση του ακατοίκητου νησιού διέκρινε κάτι να ασπρίζει στο λαμπερό φως της ημέρας. Δεν άργησε να καταλάβει ότι ήταν το εκκλησάκι της Αναλήψεως, που δέσποζε πάνω από τον κόλπο.

    Άκουσε ένα κρώξιμο να έρχεται από τον ουρανό. Σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω. Ήταν ένας μαυροπετρίτης, από κείνα τα μικρόσωμα γεράκια με το σκούρο φτέρωμα, που φώλιαζαν στο μικρό ακατοίκητο νησί Ντία, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Ηράκλειο.

    «Τι έγινε;», άκουσε μια αντρική φωνή σιμά του. Γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά και κοίταξε προς τα πάνω. Είδε τα γαλάζια μάτια του Γκούσταβ Ράινχαρντ να τον κοιτάζουν ερωτηματικά πάνω από τη βάρκα.

    «Τίποτα, χερ Κομαντάντ!», απάντησε σηκώνοντας τη δεξιά του παλάμη στο μέτωπο και χαιρετώντας στρατιωτικά. Το μετάνιωσε αμέσως και κατέβασε το χέρι του που άγγιξε το νερό με έναν δυνατό παφλασμό.

    «Εμπρός λοιπόν! Los!», άκουσε τον Ράινχαρντ να τον προτρέπει.

    Δεν τον έπαιρνε να καθυστερήσει άλλο. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και βούτηξε. Άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα, μα σταθερά. Έτσι είχε μάθει να κάνει. Έτσι έπρεπε για να αποφύγει τις σοβαρές συνέπειες που μπορούσε να προκαλέσει η απότομη αλλαγή της πίεσης στο σώμα του.

    Συνέχισε να κατεβαίνει. Μια απόκοσμη σιωπή κατέκλυσε το είναι του. Πόσο τη λάτρευε αυτή την υποθαλάσσια σιωπή. Κάθε φορά ένιωθε να διεισδύει σε έναν άλλο κόσμο, βουβό. Στο λιβάδι της σιωπής. Όλα του φαίνονταν να κινούνται πιο αργά, όπως την πρώτη εποχή της δημιουργίας. Ο ίδιος προσαρμοζόταν στους ρυθμούς αυτούς και κουνούσε τα άκρα του με μια αρχαϊκή μουσικότητα. Ένιωθε σαν πρωτόζωο. Ένα σελάχι του βυθού.

    Υπολόγισε πως είχε κατέβει γύρω στα τριάντα μέτρα. Ήταν το προσωπικό του ρεκόρ χωρίς σκάφανδρο, που το έβαζε μόνο όταν βουτούσε για σφουγγάρια στις θάλασσες της πατρίδας, αλλά και όπου αλλού τον καλούσε η βιοπάλη. Στα ανοιχτά της Σικελίας, της Λιβύης, ως και στην Ισπανία είχε φτάσει με την ‘Ηλακάτη’, το μεγάλο σφουγγαράδικο του γερο-Παυσανία. Εκεί δούλευε από τα δεκάξι του χρόνια. Ανδρώθηκε μέσα στην αρμύρα και στα κύματα, τα πρώτα του παιχνίδια ήταν να πιάνει φρίσσες και κέφαλους και να τις δίνει στις γάτες για να παίζουν. Αργότερα, ξανοιγόταν με τον πατέρα του στα ανοιχτά του νησιού και με καθετές και κιούρτους ψάρευαν μουρμούρια και γοφάρια, αλλά και τα κόκκινα τα μικρά τα γαριδάκια που οι Συμιακοί τα λένε για δικά τους. «Κούνια που τους κούναγε! Από πού κι ως πού δικά τους; Σε όλο το νότιο Αιγαίο δεν τα ψαρεύουνε; Γιατί όχι χαλκίτικα γαριδάκια;», υποστήριζε με πείσμα ο πατέρας του ο Αλέβανδρος, σφουγγαράς και κείνος που τους είχε αφήσει χρόνους. Τον ρούφηξε η θάλασσα. Μακριά, στις ακτές της Αφρικής. Από την ασθένεια των βουτηχτάδων. Ανέβηκε γρήγορα προς τα πάνω κι έσκασε. Γέμισε το σώμα φυσαλίδες. Και πήγε να συναντήσει τον Άγιο Πέτρο.

    Εκείνος ήταν πολύ μικρός τότε, έξι χρονών. Όταν το έμαθε, δεν ένιωσε πόνο. Ένα μούδιασμα μόνο. Μια αβεβαιότητα. Και τώρα, τι; Άλλωστε, ο πατέρας του ήταν πιο πολύ μια αφήγηση, μια επανάληψη στα λόγια, ένα δάκρυ στα μάτια της κυρά Αντιόπης, της μάνας του. Μια αντίστροφη μέτρηση στις μέρες για την επιστροφή του. Ένα κοίταγμα έξω από το παράθυρο, όταν είχε μπουγάζι, μια σαϊτιά στον αργαλειό. ‘Πηνελόπη έπρεπε να τη λεν τη μάνα του και όχι Αντιόπη’, σκεφτόταν, όταν του μάθαιναν στο σχολειό για τον Οδυσσέα που θαλασσοπνιγόταν, ενώ η Πηνελόπη τον περίμενε καρτερικά στης Ιθάκης το παλάτι. Και φανταζόταν πως ο πατέρας του πάλευε με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Αναρωτιόταν αν θα έμενε ασυγκίνητος από το γλυκό τραγούδι των Σειρήνων ή σάμπως θα γύριζε στο νησί γουρούνι και όχι με την ανθρώπινη θωριά του.

    Στην κηδεία θέλησε να δει τον πατέρα του για τελευταία φορά. Να τον χορτάσει για όλα τα χρόνια της απουσίας. Μα το φέρετρο δεν άνοιξε. Δεν τον άφησαν να δει το πρόσωπο του. Είχε γίνει, του είπαν, ένα με το σκάφανδρο, αίμα και σάρκα τατουάζ στο μέταλλο της στολής του.

    Μπήκε λοιπόν και κείνος από νωρίς στη βιοπάλη. Αναγκαστικά. Και τι άλλο να κάνει παρά αυτό που έμαθε τόσο καλά; Να καταδύεται σε μεγάλα βάθη και να γίνεται ένα με τ’ απόκοσμα όντα του βυθού. Έμπαινε στον αχταρμά (1) και έλειπε για μήνες από το νησί. Είχαν βγει από τα χέρια του όλων των ειδών τα σφουγγάρια: τσιμούχες, ματαπάδες, ακόμη και λαφίνες. Δεν φοβόταν τίποτα. Ούτε τις Σειρήνες, ούτε τον Κύκλωπα ούτε την Κίρκη και τα ξόρκια της. Αυτές οι έγνοιες είναι για όσους περιμένουν. Πήρε και των ομματιών του και έφυγε από το νησί του. Πήρε την μάνα του και πήγαν να μείνουν στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, όπου έμενε ο θειός του και αδελφός της. Συνέχισε το επάγγελμα του βουτηχτή. Μα ήρθε ο Πόλεμος και η Κατοχή και τους ρήμαξε. Τα σφουγγαράδικα δεν μπορούσαν εύκολα να ξανοίγονται στα πέλαγα.

    Γι’ αυτό και κείνος άρχισε να βουτάει για ψάρεμα. Για να πιάνει κανένα ψάρι ή κανένα όστρακο. Όχι μόνο για να τρώνε. Μα και για να τα πουλάει στους κατακτητές. Οι Ιταλοί τρελαίνονταν για άγρια στρείδια, αλλά και για τις πίνες, εκείνα τα θεόρατα μακρόστενα όστρακα που γίνονταν εκλεκτός ουζομεζές. Οι Γερμανοί πάλι προτιμούσαν τα κυδώνια. Τα λέγανε βενερίδες, τα όστρακα της Αφροδίτης. Από ένα τέτοιο τεράστιο όστρακο λέγανε πως γεννήθηκε η θεά Αφροδίτη. Έτσι τουλάχιστον του είπε ο Γκούσταβ Ράινχαρντ, ο Γερμανός που βρισκόταν μαζί του στη βάρκα.

    Είχαν γνωριστεί πριν από δυο βδομάδες περίπου. Όταν τον πλησίασε, ψηλός και αγέρωχος, τα παράσημά του στραφτάλισαν για μια στιγμή στο φως της μέρας. Δεν τον θάμπωσαν όμως. Όχι. Τα μάτια του στυλ στυλώθηκαν πάνω στον αγκυλωτό σταυρό στο πέτο. Κι έπειτα στην ελαφριά κυρτάδα του λαιμού του άντρα που τον έκανε να μοιάζει με κύκνο. Ο Ράινχαρντ δεν του ζήτησε όστρακα, μα να του μάθει να κάνει καταδύσεις και μάλιστα χωρίς σκάφανδρο.

    Σκέφτηκε να αρνηθεί. Μα δεν το έκανε. Δεν ήταν πως φοβόταν τον Γερμανό. Όχι. Τουλάχιστον όχι για κείνον. Μα δεν ήθελε να αφήσει τη μάνα του χωρίς παιδί. Της έφτανε η χηρεία της. Γι’ αυτό δέχτηκε χωρίς να σκεφτεί να ζητήσει χρήματα. Μα ο Γερμανός φαινόταν τίμιος. Τον ρώτησε πόσα θέλει και του έδινε κάθε φορά πολύ περισσότερα, τα διπλάσια σχεδόν. Άρχισαν να βουτάνε στην Αμμουδάρα, την μεγάλη αμμουδερή παραλία που εκτεινόταν για κάμποσα χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο. Έπειτα πήγαν στον κόλπο της Αγίας Πελαγίας. Και σήμερα ο Ράινχαρντ του ζήτησε να πάνε στη Ντία, το νησάκι που έβλεπε στον ορίζοντα έξω από τα τείχη του Κούλε, του παραθαλάσσιου βενετσιάνικου κάστρου. «Ονομάστηκε Ντία από το Δία, τον Θεό του Ολύμπου», του εξήγησε ο Γερμανός, όσο εκείνος έκανε κουπί. «Εδώ κρύφτηκε ο Θησέας με την Αριάδνη, αφού σκότωσαν τον Μινώταυρο. Είστε τυχεροί εσείς οι Κρητικοί που ζείτε σε έναν τέτοιο τόπο. Γεμάτο ανεκτίμητους θησαυρούς. Την Κνωσό, τη Φαιστό. Στον τόπο του Μίνωα και του Λαβύρινθου».

    Έκαναν κουπί εναλλάξ για κανένα μισάωρο και αγκυροβόλησαν λίγα μέτρα μακριά από το νησί. Βούτηξαν αμέσως. Ο Γερμανός ήταν επιδέξιος και μάθαινε γρήγορα. Μα τα πνευμόνια του άρχισαν να γεμίζουν νερό από τις πολλές προσπάθειες. Δεν ήταν μαθημένος. Και σταμάτησε να ξαποστάσει. Έτσι, ο Γλεντούσης βούτηξε μόνος του. Είχε δει στο βυθό κάτι που έμοιαζε με πίνα και ήθελε να βεβαιωθεί. Αν ήταν έτσι, θα κρατούσε στο μυαλό του το σημείο και θα ερχόταν άλλη μέρα μόνος του με τα κατάλληλα εργαλεία για να την αποσπάσει.

    Δίπλα του πέρασε ένα κοπάδι μελανούρια. Τα λέπια τους στραφτάλισαν και τον τύφλωσαν για μια στιγμή. Δεν είχε πολύ χρόνο, το ήξερε. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα κάτω από το νερό. Ανάμεσα σε δύο κυματισμούς είδε ένα μάτι να τον καρφώνει από απέναντι. Αν και μαθημένος στα τερτίπια του βυθού, ένιωσε την καρδιά του να χτυπά γρηγορότερα απ’ το κανονικό. Έκλεισε τα μάτια και ξανακοίταξε. Το μάτι γυάλιζε λίγο πιο μακριά. Χαμογέλασε ανακουφισμένος. Μάλλον θα ήταν κανένας Σανπιέρος, από εκείνα δηλαδή τα ψάρια που έφερε ο Απόστολος Πέτρος στον Κύριο, όταν εκείνος τον βρήκε να ψαρεύει στη θάλασσα της Γαλιλαίας, ανίδεο για την ένδοξη μοίρα που του επιφύλασσε η ζωή. Η σκούρα κηλίδα στο σώμα του – το δαχτυλικό αποτύπωμα του αγίου Πέτρου, έτσι λέγανε - είχε ξεγελάσει βουτηχτάδες και βουτηχτάδες, που διηγούνταν έπειτα στα καπηλειά τις ιστορίες τους, μεγαλοποιώντας τα κατορθώματά τους και αφήνοντας τα παιδαρέλια με το στόμα ανοιχτό.

    Πλησίασε. Δεν ήταν Σανπιέρος, αλλά ένα στρείδι μισανοιγμένο. Η οβάλ του επιφάνεια ήταν ενιαία χωρίς εξογκώματα και το καπάκι του είχε σκούρες και ανοιχτόχρωμες ραβδώσεις που δημιουργούσαν αλλεπάλληλους ομόκεντρους κύκλους. Πλησίασε περισσότερο. Ξάφνου μια εικόνα τον πάγωσε.

    Μια γοργόνα από εκείνες που όλοι μιλούσαν για αυτές, αλλά κανείς δεν είχε ματαδεί τον καλούσε κοντά της. Είναι δυνατόν; Ονειρευόταν; Μήπως κατέβηκε πολύ απότομα; Μια γλυκιά ζάλη έκανε τις κλειδώσεις του να λιγώσουν. Φυσαλίδες σε όλα τα χρώματα της ίριδας στραφτάλισαν ολόγυρά του. Δυο ζευγάρια μάτια με μακριές βλεφαρίδες κυμάτιζαν γύρω του, σελάχια που ανοιγόκλειναν τις φτερούγες τους. Καταλάβαινε πως αυτό ήταν το τέλος.

    Ήταν όμως γερό σκαρί, το έλεγε η καρδιά του. Ανέβηκε σαν αστραπή και βγήκε στην επιφάνεια. Ανάσανε τόσο βαθιά, σαν να ήταν η τελευταία αναπνοή της ζωής του. Ένας βήχας τον έπνιξε.

    «Είσαι καλά;», άκουσε τη φωνή του Γερμανού. Ακουγόταν θαμπή και απόμακρη. Ξαφνιασμένος κοίταξε και τον είδε ακουμπισμένο στην κουπαστή της βάρκας να τον κοιτάζει λίγα μέτρα μακριά του. Έβαλε το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού του χεριού μέσα στον λαβύρινθο του δεξιού του αυτιού και το κούνησε δυνατά για να βγάλει το νερό.

    «Είμαι καλά, Χερ!», φώναξε. «Πολύ καλά μάλιστα. Σου έχω κάτι ευχάριστο. Βρήκα κάτι στο βυθό».

    «Βρήκες; Τι βρήκες;»

    «Ένα άγαλμα. Ένα αρχαίο άγαλμα!».

    «Unglaublich! Bist du sicher?» (2)

    «Χερ κομαντάντ! Δεν ξέρεις πως δεν μιλάω λέξη γερμανικά;»

    2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΑΥΣΙΚΑΣ

    Ηράκλειο Κρήτης, τριάντα οκτώ χρόνια μετά.

    «Ωχ, γαμώτο! Πάλι θα αργήσω στη δουλειά!»

    Η Ναυσικά κοίταξε το ξύλινο ρολόι, που ήταν κρεμασμένο πάνω στον τοίχο ακριβώς πάνω από την κουπαστή του κρεβατιού της. Έδειχνε επτά και μισή. Ο κούκος είχε ήδη μπει μέσα στο σπιτάκι του και το πορτάκι είχε σφαλιστεί. Η αποστολή του για την ώρα είχε τελειώσει.

    Πέταξε με φούρια το σεντόνι της στην άκρη του κρεβατιού της και σηκώθηκε με σβέλτες κινήσεις. Πήγε στο καθιστικό και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Παραμέρισε το δαντελένιο κουρτινάκι που κάλυπτε τα τζάμια αφήνοντας το φως του ήλιου να διεισδύσει στο δωμάτιο. Κοίταξε έξω. Παρατήρησε πως η μπουκαμβίλια που άνθιζε πάνω από την πόρτα του κήπου είχε γεμίσει ολόκληρη με μικρά άνθη, όλα στα χρώμα του βύσσινου. Ο ουρανός ήταν ξάστερος και ένας ολοστρόγγυλος ήλιος πήγαινε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του.

    Αναστέναξε και ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρα. Στο μπρούτζινο χερούλι της ντουλάπας πάνω σε μια κρεμάστρα ήταν τοποθετημένο ένα φρεσκοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο και ένα τζην παντελόνι. Τα πήρε και τα φόρεσε άρον-άρον. Γονάτισε και έστρωσε το ρεβέρ του αριστερού ποδιού που της φάνηκε σηκωμένο λίγο παραπάνω από το κανονικό. Έπειτα πλησίασε τον καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της και κοίταξε μέσα το είδωλό της.

    Τα πυρόξανθα κατσαρά μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και σχημάτιζαν ένα ατημέλητο στρογγυλό στεφάνι γύρω από το πρόσωπό της. Προσπάθησε να τα χτενίσει βάζοντας τα δάχτυλα και των δύο χεριών ανάμεσα στις μπούκλες και κατεβάζοντάς τα προς τα κάτω σαν βούρτσα. Συνέχισε την κίνηση αυτή για λίγα λεπτά. Ξανακοίταξε το είδωλό της. Τα μαλλιά εξακολουθούσαν να φαίνονται ατημέλητα.

    Πλησίασε το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, όπου πάνω είχε ρίξει την πάνινη τσάντα της. Έβαλε το χέρι μέσα και σκάλισε το εσωτερικό της για λίγα δευτερόλεπτα. Κατόπιν το έβγαλε κρατώντας μια κοκκάλινη χτένα. Τη σήκωσε και άρχισε να χτενίζεται προσεκτικά, ενώ ταυτόχρονα διέσχισε το σπίτι με γρήγορες δρασκελιές και βγήκε στον κήπο. Το αμπέλι που στόλιζε την σκουριασμένη πέργκολα πάνω από τον κήπο της φάνηκε πως είχε μεγαλώσει λίγο περισσότερο από χτες. Ένιωσε το στομάχι της κάτω από το πουκάμισο να γουργουρίζει. Άπλωσε το χέρι, έκοψε ένα μικρό τσαμπί σταφύλι και δοκίμασε. Καμπανούλα το έλεγαν αυτό στα μέρη της. Από το σχήμα του. Ήταν άγουρα ακόμη. Λογικό ήταν. Αρχές Απρίλη.

    Σκούπισε μια σταλαγματιά ιδρώτα που έκανε να κυλήσει από το μέτωπό της. Ήταν τόσο πρωί, αλλά οι βραδινές δροσοσταλίδες είχαν ήδη σφουγγιστεί από τα φυλλώματα των δέντρων. Οι ακτίνες του ήλιου τρυπούσαν τον φλοιό του δέρματος και προμήνυαν μεγάλες ζέστες για τη μέρα εκείνη. Καθόλου λογικό για την εποχή. Μα πάλι, στην Κρήτη όλα είναι αλλιώς.

    Η Ναυσικά θυμήθηκε την εποχή που πρωτόρθε στο νησί. Είχε περάσει ήδη ένας χρόνος. Πότε ήταν; Τον Απρίλιο του 1979. Είχε, δεν είχε δυο μήνες που είχε γυρίσει από το Βερολίνο και έμενε στο πατρικό της στη Λέρο αναζητώντας δουλειά. Δύο αρχαιολογικά μουσεία ζητούσαν αρχαιολόγους.Το ένα ήταν της Αθήνας. Το άλλο του Ηρακλείου Κρήτης.

    Έκανε αίτηση μόνο για το δεύτερο. «Γιάντα δεν πας στην Αθήνα, κοκόνα μου;», είχε επιμείνει η μητέρα της. «Ίντα να κάνεις στην Κρήτη;»

    «Γιατί να μην κάνεις και στα δύο;», επέμενε ο πατέρας της. «Έτσι θα έχεις περισσότερες πιθανότητες να σε προσλάβουν. Αν και», πρόσθεσε καμαρώνοντας, «με τέτοιες σπουδές θα σε πάρουν στην πρώτη σου επιλογή. Σίγουρα. Ποιος άλλος έχει μεταπτυχιακές σπουδές από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου; Άξιζε ο κόπος μου!».

    Μόνο που η Ναυσικά ήθελε να πάει στην Κρήτη. Ίσως να ήταν το αντικείμενο των σπουδών της. Ίσως μια ακατανίκητη έλξη για τον τόπο καταγωγής της μητέρας της που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Έκανε την επιλογή της.

    Και πράγματι. Όταν έφτασε ο ταχυδρόμος με τον φάκελο της πρόσληψής της, εκείνη το διασθανόταν, προτού καν τον ανοίξει. Έβαλε λίγα ρούχα και τα βιβλία της σε μια βαλίτσα και πήρε το πλοίο για την Κω και από κει για το Ηράκλειο.

    Παρόλο που είχε λίγους μήνες που είχε αποχωριστεί την Κουρφούρστενταμ, την πολύβουη λεωφόρο του Δυτικού Βερολίνου, η Κρήτη της φάνηκε το ίδιο απέραντη. Μια ολάκερη ήπειρος φάνταζε στα νεανικά της μάτια και το Ηράκλειο μεγαλούπολη σε σύγκριση με το Κριθώνι, το μικρό παραλιακό χωριό της.

    Κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα του κήπου. Τα κλαδιά της μπουκαμβίλιας που ήταν σκαρφαλωμένη στην περίφραξη έπεφταν προς τα κάτω και της έφραζαν τον δρόμο. Επιχείρησε να περάσει και μια μπούκλα της μπλέχτηκε σε ένα από τα κλαδιά. Με το δεξί της χέρι προσπάθησε να την ξεμπλέξει. Ήταν δύσκολο. Είχε μπλεχτεί στα αγκάθια. Με μια απότομη κίνηση κατόρθωσε να λυθεί από τον γόρδιο δεσμό του αναρριχητικού φυτού. Η μισή της τούφα έμεινε μετέωρη πάνω στην πρασινάδα. Μα δεν την ένοιαζε. Είχε πολλά και πυκνά μαλλιά που δημιουργούσαν ένα στεφάνι από κοκκινωπό φως γύρω από το κεφάλι της. Μια φορά ένας συμφοιτητής της στο Βερολίνο της είχε αγγίξει τα μαλλιά. «Ήθελα τόσο να δω αν είναι αληθινά», δικαιολογήθηκε έπειτα κοκκινίζοντας, όταν εκείνη τον είχε κοιτάξει με απορία. «Μοιάζουν σαν τα μαλλιά των γυναικείων μορφών στους πίνακες του Λούκας Κράναχ. Είσαι σίγουρα πιο όμορφη από κείνες», είχε προσθέσει έπειτα χαμηλώνοντας τα μάτια.

    Έβγαλε από την τσάντα της το μπρελόκ με τα κλειδιά. Διάλεξε το μικρότερο, το έβαλε στην κλειδαριά και κλείδωσε. Χαμογέλασε εύθυμα, καθώς κοίταξε την μικρογραφία της θεάς των όφεων που κρεμόταν δίπλα στα κλειδιά της. Του μικρού αγαλματίδιου της θεάς των Μινωιτών που κράδαινε στα υψωμένα της χέρια δυο φίδια, σαν να κρατούσε λουλούδια. Το είχε αγοράσει από το πωλητήριο του μουσείου την πρώτη κιόλας ημέρας που έπιασε δουλειά εκεί.

    Προχώρησε στον δρόμο έχοντας στην αριστερή της πλευρά τα ενετικά τείχη της πόλης. Στο μυαλό της ήρθε ένα άλλο τείχος γεμάτο γκράφιτι: «Ειρήνη και αδελφοσύνη σε όλο τον κόσμο», «Κάντε έρωτα και όχι πόλεμο», «Ο ουρανός ανήκει σε όλους». Και άλλα τέτοια συνθήματα γραμμένα με πολύχρωμα σπρέι πάνω στο Τείχος του Βερολίνου από την πλευρά της Δύσης.

    Μια μυρωδιά από άνθη πορτοκαλιάς της γαργάλησε τα ρουθούνια. Πρέπει να ήταν από τον λόφο από όπου ο Νίκος Καζαντζάκης αγνάντευε αναπαυμένος την πόλη, πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω. Στα αυτιά της ήχησαν καμπάνες. Η Ναυσικά αφουγκράστηκε καλύτερα. Από πού να ‘ρχονταν; Από τον Άγιο Μηνά, τον πολιούχο της πόλης; Από τον Άγιο Τίτο; Ή από κάποια άλλη κοντινή εκκλησιά; ‘Μεγάλη Δευτέρα σήμερα’, σκέφτηκε. ‘Αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας’.

    Κατηφόρισε, πέρασε από την Χανιώπορτα και κατευθύνθηκε προς την οδό Μίνωα Καλοκαιρινού. Σε λίγα λεπτά το κτίριο σε στυλ μπάουχαουζ που στέγαζε το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης δέσποσε μπροστά της.

    Διέσχισε τον μικρό κήπο με το μαρμάρινο συντριβάνι και τις ανθισμένες νεραντζιές, πέρασε ανάμεσα από τις κολόνες του στεγασμένου προθαλάμου που ήταν βαμμένες με το ίδιο κόκκινο χρώμα, όπως οι κολόνες του ανακτόρου της Κνωσού, και μπήκε μέσα. Μια ευχάριστη μυρωδιά κλεισούρας και ασβεστοκονιάματος την καλωσόρισε. Δεν υπήρχε κανείς. Το μουσείο θα άνοιγε για το κοινό σε μία ώρα περίπου.

    Ήταν ευκαιρία να περιηγηθεί ανάμεσα στα εκθέματα. Περιπλανήθηκε για λίγο χωρίς σκοπό. Έπειτα στάθηκε μπροστά από μια γυάλινη προθήκη. Από πίσω υπήρχαν μικρά γυναικεία ειδώλια της μινωικής περιόδου, όλα στο ίδιο μοτίβο. Γυναικείες μορφές στο μέγεθος μιας ανοιχτής παλάμης, με αδρά χαρακτηριστικά και υψωμένα και τα δύο χέρια προς τον ουρανό σε στάση προσευχής. Ανάμεσά τους ήταν μία μορφή που ξεχώριζε. Ένα γυναικείο ειδώλιο από πηλό, γύρω στα δέκα εκατοστά ύψος. Έμοιαζε να αιωρείται, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, ανάμεσα σε δυο λιλιπούτειες κολόνες. Η Ναυσικά κοίταξε την χάρτινη πινακίδα στη βάση του ειδωλίου: «Η θεά στην αιώρα», έγραφε. Έτσι λεγόταν το ειδώλιο που είχε μπροστά της. Είχε έρθει στο φως κατά τις ανασκαφές στο μινωικό παλάτι της Αγίας Τριάδας, στην κοιλάδα της Μεσσαράς. Ένα εκκρεμές από τα χρόνια της προϊστορίας. Μια θεά που αιωρούνταν ανάμεσα στο γήινο και το υπερφυσικό.

    «Αχ, παλιοκόριτσο! Θα πέσεις και θα σπάσεις τίποτα! Τι νομίζεις πως είναι η μουριά; Τσιμέντο; Και συ, Κοσμά, εσύ φταις που της κάνεις όλα τα χατίρια!»

    Στα αυτιά της Ναυσικάς αντήχησε η φωνή της μητέρας της. Είδε τον εαυτό της παιδί ανεβασμένο στην κούνια που είχε κρεμάσει ο πατέρας της στην μουριά στην αυλή του σπιτιού τους. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Δυο ξύλινες σανίδες για βάση και οι βραχίονες από χοντρό καραβόσκοινο. Ανέβαινε πάνω και πάσχιζε να σηκωθεί όλο και πιο ψηλά, κρατούσε το σκοινί με όλη της τη δύναμη. Οι παλάμες της γδέρνονταν. Μα δεν την ένοιαζε. Εκεί, πάνω στην κούνια που πλησίαζε τον ουρανό, ένιωθε ελεύθερη, να πετάει. Η θάλασσα απέναντι ερχόταν πιο κοντά της.

    «Τι κάνεις, ονειροπόλα;»

    Μια μελωδική μπάσα φωνή την επανέφερε στην πραγματικότητα.

    Δεν χρειάστηκε να γυρίσει για να

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1