Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Θιοντόρα
Θιοντόρα
Θιοντόρα
Ebook466 pages6 hours

Θιοντόρα

Rating: 4.5 out of 5 stars

4.5/5

()

Read preview

About this ebook

Book description:

Φιλία…

Η Λαίδη Θιοντόρα Μοντγκόμερι ολοκλήρωσε την φοίτησή της στο σχολείο της κυρίας Έμμελαϊν, ώστε να παρουσιαστεί ως ντεμπιτάντ στην πρώτη της σεζόν – με τις τρεις αγαπημένες φίλες της στο πλευρό της.

Πίστη…

Ο κύριος Άλιστερ Πράις, κληρονόμος του γηραιότερου Υποκόμη του Μέλτον, έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τα οκτώ μικρότερα αδέλφια του. Έχει αναλάβει το καθήκον να διατηρήσει το όνομα της οικογένειά του άθικτο.

Και τιμή πάνω απ’ όλα…

Με το μέλλον της Θιοντόρα – αλλά και των φιλενάδων της – σε κίνδυνο, θα συμφωνήσει σε έναν γάμο δίχως έρωτα ή θα ρισκάρει τα πάντα για τον άνδρα που έκλεψε την καρδιά της;

LanguageΕλληνικά
Release dateJul 16, 2019
ISBN9781547594603
Θιοντόρα
Author

Christina McKnight

USA Today Bestselling Author Christina McKnight writes emotionally intricate Regency Romance with strong women and maverick heroes.Christina enjoys a quiet life in Northern California with her family, her wine, and lots of coffee. Oh, and her books...don't forget her books! Most days she can be found writing, reading, or traveling the great state of California.Sign up for Christina's newsletter and receive a free book: eepurl.com/VP1rPFollow her on Twitter: @CMcKnightWriterKeep up to date on her releases: christinamcknight.comLike Christina's FB Author page: ChristinaMcKnightWriterJoin her private FB group for all her latest project updates and teasers! facebook.com/groups/634786203293673/

Related to Θιοντόρα

Related ebooks

Reviews for Θιοντόρα

Rating: 4.555555555555555 out of 5 stars
4.5/5

9 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Θιοντόρα - Christina McKnight

    ΘΙΟΝΤΟΡΑ

    Christina McKnight

    ––––––––

    Εκδόσεις La Loma Elite

    Αφιέρωση

    Στην Αμάντα~

    Ποιος θα το φανταζόταν πως ένα τυχαίο γεγονός θα μας έφερνε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα;

    Σε ευχαριστώ που επιβιβάστηκες σε αυτό το ταξίδι με μένα!

    Πρόλογος

    Καντέρμπερι, Αγγλία

    Απρίλιος 1819

    Η Λαίδη Θιοντόρα Μοντγκόμερι, καθόταν ακίνητη μπροστά από το τεράστιο τραπέζι, που εξυπηρετούσε ως το γραφείο της διευθύντριας και περίμενε την γυναίκα να αφήσει κάτω το μολύβι της και να την χαιρετίσει. Μια νεαρή γυναίκα – η Δεσποινίδα Ντάιρς -  της είχε δείξει πού είναι το άδυτο της διευθύντριας, πριν από δέκα λεπτά και της εξήγησε ότι δίδασκε ιστορία στο Σχολείο Εκπαίδευσης και Ευπρέπειας για Δεσποινίδες Εξαιρετικής Ποιότητας, της κυρίας Έμμελαϊν, το οποίο λειτουργούσε εδώ και δέκα χρόνια. Η φαινόταν δεν φαινόταν να είναι μεγαλύτερη από την Θίο.

    Όταν κάθισε και η κυρία Έμμελαϊν δεν είχε κοιτάξει ιδιαίτερα για να την χαιρετίσει, η Θιοντόρα αποφάσισε, για το καλό της, να περιμένει υπομονετικά, μέχρι η γυναίκα να καταλάβει την παρουσία της. Για να παραμείνει απασχολημένη, η Θίο κοίταξε το δωμάτιο ολόγυρά της – ήταν πιο αρρενωπό απ’ όσο θα έπρεπε να είναι το γραφείο, από τη στιγμή που το σχολείο καυχιόταν υπερήφανα για το γυναικείο του προσωπικό, με μοναδικό άνδρα έναν επιστάτη, ο οποίος δεν είχε κανέναν ενεργό ρόλο στην καθημερινότητα των μαθητριών της κυρίας Έμμελαϊν.

    Το πρόβλημα με το οποίο πάλευε τώρα η Θίο, ήταν να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά και την στάση της ίσια. Είχε περάσει σχεδόν δύο ημέρες μέσα σε μια άμαξα, για να φτάσει στο καινούργιο της σχολείο, από το σπίτι του αδελφού της στο Λονδίνο. Ήταν βρώμικη, εξαντλημένη και δεν ήθελε τίποτε παραπάνω από το να της δείξουν το κρεβάτι της, όπου ευχαρίστως θα κοιμόταν όλη νύχτα. Αν και είχε την δυνατότητα να κάνει ένα μπάνιο, αυτό θα ήταν πάρα πολύ ευπρόσδεκτο.

    Η αίτησή σας δηλώνει ότι προτιμάτε να σας αποκαλούν «Θίο» ή «Λαίδη Θίο», σωστά, Λαίδη Θιοντόρα;» η κυρία Έμμελαϊν σήκωσε το βλέμμα της για πρώτη φορά, αφήνοντας στην άκρη το μολύβι της και η Θίο χάρηκε που διέκρινε ένα ίχνος σκανδαλιάς στα μάτια της γυναίκας, παρόλο που ο τόνος της ήταν σοβαρός. Όταν η Θίο κατένευσε, η άλλη γυναίκα συνέχισε, «Εδώ στο Σχολείο Εκπαίδευσης και Ευπρέπειας για Δεσποινίδες Εξαιρετικής Ποιότητας, της κυρίας Έμμελαϊν, είμαστε περήφανοι που επιτρέπουμε στις νεαρές δεσποινίδες να ανακαλύψουν ποιες είναι και τους παρέχουμε τον χρόνο και τους πόρους που θα τις βοηθήσουν να γίνουν οι γυναίκες που επιθυμούν.»

    Το είχε διαβάσει στο τυπωμένο φυλλάδιο που της είχε δώσει ο Καρτ, σχεδόν πριν από τρεις μήνες. Το όνομα του σχολείου ήταν εξαιρετικά πομπώδες. Εκείνη και ο αδελφός της, είχαν γελάσει πολύ με αυτό, όμως σύντομα συμμορφώθηκαν με το σχολείο της κυρίας Έμμελαϊν, αφού η αναφερόμενη αποστολή του σχολείου, ταίριαζε με τις ελπίδες του Καρτ για το μέλλον της μονάκριβης αδελφής του. Η μητέρα τους, η Χήρα Δούκισσα του Κάρτραϊτ – Αναστάζια Μοντγκόμερι – είχε συμφωνήσει απρόθυμα να χωριστεί από το μικρότερο παιδί της, επιμένοντας στη Θίο να της γράψει αμέσως, αν το σχολείο δεν ταίριαζε με τις ανάγκες της.

    Αυτό που εννοούσε πραγματικά η μητέρα της, ήταν ότι θεωρούσε απρεπές να σπουδάσει η κόρη της, αφού η σκέψη της πως οι μορφωμένες γυναίκες δεν είχαν καμιά θέση στην καλή κοινωνία, βασιζόταν στο να δικαιολογεί τη δική της έλλειψη εκμάθησης.

    Χαιρόταν που ο αδελφός της, ο Σάιμον – ο τωρινός Λόρδος Κάρτραϊτ και νόμιμος κηδεμόνας της Θίο – στους φίλους του γνωστός ως Καρτ, δεν είχε την ίδια νοοτροπία.

    «Η διαμονή,» είπε η διευθύντρια, «στους κοιτώνες του σχολείου μου, αφορά τέσσερα κορίτσια σε κάθε δωμάτιο. Αυτό επιτρέπει μια αίσθηση συντροφικότητας ανάμεσα στις μαθήτριες και επιτρέπει σε κάθε κορίτσι, να αναζητήσει βοήθεια σε κάποιο θέμα, στο οποίο δεν είναι εξοικειωμένη. Έχετε αντίρρηση να μοιραστείτε ένα δωμάτιο;»

    Η Θίο δεν ήξερε τι να απαντήσει. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μόνο με την μητέρα της και την συντροφιά των υπηρετών, μέχρι που επέστρεψε ο αδελφός της από το Ίτον. Παρόλα αυτά, ήταν πολύ μεγαλύτερός της. Πάντα είχε το δικό της δωμάτιο, τον δικό της χώρο – παρόλο που μέσα της λαχταρούσε για ένα αδελφάκι κοντά στην ηλικία της; μια αδελφούλα για να μοιράζεται μαζί της τα όνειρά της, να την συνοδεύει στις περιπέτειές της στους κήπους της οικογενείας ή απλώς να της κάνει παρέα για να κουβεντιάζουν τις μακριές σκοτεινές νύχτες.

    «Θα προτιμούσα να μοιραστώ ένα δωμάτιο, Διευθύντρια,» απάντησε η Θίο.

    «Μπορείς να με αποκαλείς Έμμελαϊν ή κυρία Έμμελαϊν, αγαπητή μου.» Ο τόνος της γυναίκας ήταν ακόμη σοβαρός, όμως η Θίο σκέφτηκε πως προσπαθούσε να κάνει τη νέα της μαθήτρια να νοιώσει πιο άνετα. «Τώρα, για να αποφασίσουμε με ποιες κοπέλες μπορείς να μοιραστείς ένα δωμάτιο, είναι απαραίτητο να ανακαλύψουμε τα ταλέντα σου.»

    Ένας φόβος έλουσε την Θίο, καθώς η γυναίκα χαμογέλασε για πρώτη φορά, με τα χείλη της να αποκαλύπτουν τα λεκιασμένα και στραβά δόντια της.

    «Και πώς θα ανακαλύψουμε τα ταλέντα μου;» η Θίο κατάπιε γρήγορα μετά την ερώτησή της, ενώ οι παλάμες της άρχισαν να ιδρώνουν.

    «Ω, έχω κατασκευάσει μια καλή μέθοδο για να εξακριβώνω τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της κάθε κοπέλας,» είπε ψιθυριστά η διευθύντρια, λες και κατασκεύαζαν οι δυο τους ένα μεγάλο κόλπο. «Τολμώ να πω, πως θα ήμουν εξαιρετική δασκάλα στις εφαρμοσμένες επιστήμες.»

    Η Θίο ένοιωσε να ενθαρρύνεται που η κυρία Έμμελαϊν γνώριζε τη ήταν οι εφαρμοσμένες επιστήμες. Αυτό σήμαινε πως οι μέρες της δεν θα ήταν φορτωμένες με την εκπαίδευση κοινωνικής εθιμοτυπίας και κεντήματος, παραλείποντας εντελώς όλα τα υπόλοιπα θέματα: αριθμητική, γεωγραφία, επιστήμη και ιστορία.

    Η εξάντληση της Θίο υποχώρησε, καθώς η γυναίκα συνέχισε. «Κάθε κορίτσι ζητείται να παρουσιάσει τον εαυτό της σε τρεις διαφορετικούς τομείς εκπαίδευσης: στον ακαδημαϊκό, στον τομέα τέχνης και μουσικής και στον αθλητικό τομέα. Σύμφωνα με τις επιλογές στον κάθε τομέα – και πόσο καλά θα τα πάνε στο επιλεγμένο τους ταλέντο – επιλέγω το δωμάτιο στο οποίο ταιριάζει η κάθε μαθήτρια.» Η Θίο όφειλε να παραδεχτεί πως ήταν μια ενδιαφέρουσα μέθοδος για να καθοριστεί η διαμονή της. «Επίσης, είναι απαραίτητο, για κάθε μαθήτρια να μάθει κάτι από τις συγκατοίκους της, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στο σχολείο.»

    Ήταν μια ορθή μεθοδολογία και η Θίο δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα ψεγάδι στο σχέδιο της διευθύντριας, παρόλο που ήταν πάρα πολύ κουρασμένη και το μυαλό της ήταν νωθρό, από την ώρα που έφτασε στο σχολείο.

    «Είσαι έτοιμη;» ρώτησε η κυρία Έμμελαϊν καθώς σηκώθηκε όρθια.

    «Πρέπει να παρουσιαστώ τώρα;» τσίριξε η Θίο. Νόμιζε πως θα είχε μια μέρα περιθώριο – ή τουλάχιστον μια νύχτα – για να σκεφτεί τα δικά της ταλέντα, προτού τα παρουσιάσει στις άλλες μαθήτριες. Θα εκτιμούσε ακόμη και ένα αξιοπρεπές γεύμα. «Δεν κοντεύει η ώρα για το βραδινό γεύμα;»

    «Σε λίγες ώρες θα χρειαστείς ένα κρεβάτι, σωστά;»

    «Ναι, μα...» Η Θίο σηκώθηκε γρήγορα, ισιώνοντας το φόρεμά της, από το ταξίδι, που είχε ζαρώσει. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό να την δει ολόκληρο το σχολείο με ένα τόσο βρώμικο φόρεμα. Θα την περνούσαν για χωριάτισσα. Όχι πως απασχόλησε ποτέ την Θίο η γνώμη των άλλων, όμως η ευημερία της στο σχολείο της κυρίας Έμμελαϊν της ήταν σημαντική.

    «Έχεις δίκιο, σύντομα όλα τα κορίτσια θα μαζευτούν για το βραδινό γεύμα.» Η διευθύντρια ακούμπησε με τα μαυρισμένα χέρια της τα μαζεμένα, γκριζοκάστανα μαλλιά της, προτού ισιώσει το σκούρο γκρι φόρεμά της – αφήνοντας ίχνη από μαύρες γραμμές. «Περίμενε εδώ, μέχρι να προετοιμάσω τα κορίτσια στην αίθουσα μουσικής για το πρώτο σου ταλέντο. Θα στείλω την δεσποινίδα Ντάιρς, να σε πάρει, όταν θα έχουν καθίσει όλες.» Θα πρέπει να φαινόταν ξεκάθαρα ο φόβος στο πρόσωπο της Θίο, αφού η διευθύντρια πρόσθεσε βιαστικά, «Μην ανησυχείς. Κάθε νέα κοπέλα καλείται να παρουσιαστεί την πρώτη της μέρα εδώ.»

    Τα καθησυχαστικά λόγια της διευθύντριας δεν ...καθησύχασαν καθόλου την Θίο, όμως, τουλάχιστον, εξάλειψαν εντελώς την κούρασή της, καθώς άρχισε να νοιώθει αγχωμένη. Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα.

    Τα λεπτά που πέρασαν, ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες, καθώς η Θίο περίμενε την δεσποινίδα Ντάιρς. Εκεί που ήταν κουρασμένη, τώρα ένοιωθε αγχωμένη και άρχισε να φοβάται. Έψαξε με το βλέμμα της πάνω στο γραφείο της διευθύντριας, για να βρει ένα κενό χαρτί. Πόσο καιρό θα έπαιρνε για να φτάσει στο Λονδίνο ένα σημείωμα προς την μητέρα της, που την ικέτευε να την σώσει; Σίγουρα θα έπαιρνε περισσότερο χρόνο, απ’ όσο είχε η Θίο, μέχρι να την καλέσουν στην αίθουσα μουσικής.

    Τολμώντας την τελευταία της ελπίδα, να αποφύγει την επερχόμενη απογοήτευση, επέστρεψε η δεσποινίδα Ντάιρς, κάνοντας νόημα στη Θίο να την ακολουθήσει, με ευγενικό χαμόγελο. Παρατηρώντας την από πιο κοντά, η Θίο παρατήρησε την ελαφριά χαλάρωση στο δέρμα της γυναίκας, καθώς περπατούσε – ίσως ήταν μεγαλύτερη από όσο φαινόταν.

    Η αίθουσα μουσικής ήταν στον κεντρικό διάδρομο – ήταν ο μοναδικός διάδρομος, που είχε δει η Θίο από τότε που έφτασε – και είχε ψηλό ταβάνι, με αρκετούς πολυελαίους, ώστε να υπάρχει αρκετό φως. Από την πόρτα κιόλας, διακρίνονταν μεγάλες και μακριές ρωγμές στους τοίχους. Η πόρτα από την οποία μπήκε, ήταν στην μπροστινή πλευρά της αίθουσας και η Θίο συνειδητοποίησε, με καθυστέρηση, πως, όση ώρα παρατηρούσε την αρχιτεκτονική και τις φθορές της αίθουσας, τα υπόλοιπα κορίτσια είχαν την ευκαιρία να την μελετήσουν.

    Η Θίο σκέφτηκε πως θα είναι καλύτερα να επικεντρωθεί στο έργο της και όχι στα πολλά βλέμματα που ήταν στραμμένα πάνω της.

    Πάνω στην υπερυψωμένη εξέδρα, υπήρχε ένα πιάνο, ένα πιάνο με χορδές, μια άρπα – λαούτο, μια άρπα, ένα φλάουτο, ένα τραπέζι με καμπανούλες και μια κιθάρα – όλα τοποθετημένα αρκετά μακριά, ώστε να μπορέσει το κοινό να έχει ξεκάθαρη θέα της Θίο.

    Η Θίο δεν είχε κάνει ποτέ μαθήματα για κάποιο μουσικό όργανο, εκτός από τα περιστασιακά μαθήματα στο πιάνο. Είχε μελετήσει αρκετά είδη από άρπες, στο μουσείο που εργαζόταν ο Καρτ, ως βοηθός επιμελητή, όμως δεν είχε ακουμπήσει ποτέ της καμία. Τα πνευστά όργανα δεν ήταν ποτέ στο ρεπερτόριό της, αφού ο αδελφός της δεν της είχε επιτρέψει ποτέ, να κρατήσει έστω την Ελληνική σύριγγα -  υποτίθεται πως είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο τον Ερμή – που βρισκόταν στη συλλογή του. Μόλις η Θίο θα έμενε μόνη της, σκόπευε να γράψει ένα έντονο γράμμα στον Καρτ, καταγγέλλοντας τις πράξεις του που δεν την άφησε να παίξει μια φορά με την Ελληνική σύριγγα. Σίγουρα, ήταν μια σοβαρή ζημιά στην εκπαιδευτική της καριέρα. Αφού είχε αποκλείσει τα πνευστά, κοίταξε τα καμπανάκια και την κιθάρα – και τα δύο απείχαν από τις γνώσεις της, επίσης. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα – δεν υπήρχε κανένα μουσικό όργανο, με το οποίο η Θίο θα ένοιωθε άνετα για να παίξει.

    «Μαθήτριες του Σχολείου Εκπαίδευσης και Ευπρέπειας για Δεσποινίδες Εξαιρετικής Ποιότητας, της κυρίας Έμμελαϊν, παρακαλώ υποδεχτείτε τη Λαίδη Θιοντόρα Μοντγκόμερι – παρόλο που προτιμάει να αποκαλείται Λαίδη Θίο ή απλώς Θίο.» Τα λόγια έβγαιναν αβίαστα από το στόμα της διευθύντριας, λες και τα έλεγε καθημερινά, χωρίς να μπερδευτεί η γλώσσα της, ακόμη κι αν έλεγε το όνομα πέντε φορές. «Η Λαίδη Θίο θα μας παρουσιάσει πρώτα ένα μουσικό ταλέντο – είτε στο πιάνο, είτε στην άρπα, είτε στην κιθάρα, είτε στα καμπανάκια, είτε τραγουδώντας.»

    Η φωνή της Θίο ήταν τρομακτική – πολύ υψηλή, ώστε να ακούγεται σαν στριγκλιά.

    «Μετά, θα μας παρουσιάσει το ακαδημαϊκό της ταλέντο,» συνέχισε η διευθύντρια. «Και τέλος, το αθλητικό της ταλέντο, όπου θα περάσουμε όλοι έξω στο προαύλιο. Όταν ολοκληρώσει όλα τα ταλέντα, θα επιστρέψουμε όλοι στην τραπεζαρία για το βραδινό μας γεύμα.»

    Δυνατές φωνές και χειροκροτήματα γέμισαν την αίθουσα: παρόλα αυτά, η Θίο δεν ήταν σίγουρη αν χειροκροτούσαν εκείνη ή το επερχόμενο γεύμα τους. Το μόνο πράγμα, για το οποίο ήταν πρόθυμη να πανηγυρίσει αυτή τη στιγμή, ήταν ένα ζεστό κρεβάτι – δεν χρειαζόταν να είναι άνετο, παρά μόνο ζεστό... και ήσυχο.

    Παρόλο που αμφέβαλλε αν το σχολείο της κυρίας Έμμελαϊν ήταν ποτέ ήσυχο, με όλες αυτές τις μαθήτριες.

    Η Θίο εξερεύνησε τα διάφορα μουσικά όργανα που βρίσκονταν μπροστά της. Ειλικρινά, δεν υπήρχε κάτι να επιλέξει – είτε θα έπαιζε πιάνο, είτε θα έφευγε ντροπιασμένη από την αίθουσα.

    Με ένα αδύναμο χαμόγελο προς το πλήθος, η Θίο κάθισε πίσω από το πιάνο και ακούμπησε τα δάχτυλά της στα φιλντισένια πλήκτρα, όπως της είχαν διδάξει. Στο άγγιγμά της, τα πλήκτρα ήταν απαλά, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης τους. Τα νύχια της είχαν σπάσει από την μεταφορά της βαλίτσας της από την άμαξα και τα χέρια της ήταν χλωμά και υγρά. Ήταν παράξενο που είχε τέτοιες σκέψεις στο μυαλό της, καθώς καθόταν μπροστά από σαράντα αυστηρές κοπέλες, της ηλικίας της, ενώ περίμεναν να παίξει πιάνο.

    Η Θίο ένοιωθε πιο άνετα να διαβάζει ιστορίες με περιπέτεια και δράση, από την άνεση της απαλής της πολυθρόνας, κουρνιασμένη με μια ζεστή κουβέρτα, δίπλα στο τζάκι – ή στον κήπο, στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου, με τον ήλιο να την ζεσταίνει. Το να είναι πραγματικά και ενεργά μέρος μιας τέτοιας κατάστασης, ήταν τελείως διαφορετικό, απ’ όταν το διάβαζε σε ένα βιβλίο. Η αίσθηση του αίματός της που έβραζε από ανυπομονησία στις φλέβες της, η δυσκολία στην αναπνοή που της προκαλούσε το άγχος της και η γυαλάδα του ιδρώτα, ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια κανένας συγγραφέας στον γραπτό λόγο. Έβαλε τη θεωρία αυτή στο πίσω μέρος του μυαλού της, σκοπεύοντας να γράψει γι’ αυτό στον αδελφό της, μόλις θα ξεκουραζόταν. Ήταν μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση, σίγουρα, κάτι που θα μπορούσαν να συζητήσουν στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές τους.

    Η σκέψη του σπιτιού και της οικογένειάς της, έκαναν τη Θίο να νοιώσει πιο άνετα. Εκείνη βρισκόταν εδώ, στο Καντέρμπερι και εκείνοι ήταν στο Λονδίνο. Ο αδελφός της θυσίαζε πολλά για να μπορέσει να πληρώνει τα δίδακτρα στο σχολείο της κυρίας Έμμελαϊν και η Θίο ήξερε πως δεν μπορούσε να απογοητεύσει εκείνον ή την μητέρα της, με ικεσίες και κλάματα για να γυρίσει στο σπίτι.

    Με μια ήρεμη αναπνοή, τα δάχτυλά της άρχισαν να κινούνται πάνω στα πλήκτρα σε μια μελωδία που είχε παίξει μόνο μισή ντουζίνα φορές, έχοντας ολοκάθαρη στο μυαλό της, την εικόνα της παρτιτούρας με τις νότες. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να συγκεντρωθεί στην εικόνα της παρτιτούρας και να αφήσει απ’ έξω τους ήχους από το θρόισμα των ρούχων, τα ψιθυριστά σχόλια των κοριτσιών, τον αντίλαλο από ένα βιβλίο που έπεσε στο τραχύ πάτωμα και τον συμφορημένο βήχα που ερχόταν από το πίσω μέρος της αίθουσας.

    Οι μελωδίες ανέδυαν, αντηχώντας πάνω στους γυμνούς, ραγισμένους τοίχους και στο ψηλό ταβάνι, πιο αργά από ότι σκόπευε ο συνθέτης, αλλά σύμφωνα με τις μουσικές ικανότητες της Θίο. Προτίμησε να παίξει αργά με ακρίβεια, παρά να παίξει γρήγορα, όπως ήταν ο κανονικός ρυθμός της μουσικής, ρισκάροντας να χάσει κάποιο πλήκτρο. Ήταν μια απαλή μελωδία, που αυξανόταν σε ρυθμό καθώς προχωρούσε το κομμάτι. Έκανε εικόνα την τελευταία γραμμή της παρτιτούρας, καθώς τα δάχτυλά της βρήκαν τον ρυθμό και ανέπτυξαν ταχύτητα, πατώντας ελαφρά πάνω στα μαλακά πλήκτρα.

    Είχαν μείνει μόνο μερικά χτυπήματα και θα τελείωνε: θα μπορούσε να προχωρήσει σε κάτι που της ήταν πιο οικείο.

    Χτύπησε δυνατά μια πόρτα, κάπου στην αίθουσα και τα χέρια της Θίο γλίστρησαν πάνω στα πλήκτρα με φόβο από τον δυνατό θόρυβο, κάνοντας τη μελωδία να τελειώσει με έναν έντονο τόνο και όχι με την ήρεμη αποκορύφωση που θα έπρεπε.

    Ξέσπασε γέλιο και ακουγόντουσαν αρκετοί καθηγητές που ζητούσαν από τα κορίτσια να σωπάσουν.

    Η Θίο κράτησε το βλέμμα της πάνω στο πιάνο και το κεφάλι της κατεβασμένο, φοβόταν να αντικρύσει τις οχλαγωγίες που γέμιζαν την αίθουσα για την, κάτι λιγότερο από λαμπρή, απόδοσή της.

    «Υπέροχη ερμηνεία, Λαίδη Θιοντόρα,» είπε η διευθύντρια, επιστρέφοντας στη σκηνή. «Και τώρα, ήρθε η ώρα της παρουσίασης του ακαδημαϊκού σου ταλέντου.»

    Η Θίο δεν είχε σκεφτεί όση ώρα έπαιζε το κομμάτι στο πιάνο. Σίγουρα, είχε πολλά ταλέντα ακαδημαϊκά και επιλέγοντας ένα, δεν θα ήταν δύσκολο να διαλέξει ένα, όμως όσες γνώσεις είχε, είχαν εξαφανιστεί μπροστά στα γέλια των μαθητριών, στην τελευταία της αποτυχία.

    Καθώς στεκόταν στο πιάνο, η Θίο έβαλε το κάθισμα στη θέση του, κάτω από τα πλήκτρα. Αυτό της έδωσε μια στιγμή για να σκεφτεί.

    «Πολλά από τα κορίτσια μας, επικεντρώνονται στο ταλέντο της ιστορίας – η Λαίδη Τζόζεφιν, εξιστορεί κάθε Βρετανό μονάρχη μέχρι και πριν από πεντακόσια χρόνια. Η δεσποινίδα Αλεξάντρια, έχει απομνημονεύσει κάθε μεγάλη μάχη που έχει γραφτεί στην ιστορία. Άλλες, βρίσκουν το ενδιαφέρον τους στις επιστήμες ή στην λογοτεχνία, φτιάχνοντας φόρμουλες ή απαγγέλλοντας μακρά ποιήματα.» Όση ώρα μιλούσε η κυρία Έμμελαϊν, επικρατούσε σιωπή στην αίθουσα, ακόμη και η Θίο είχε κρατήσει την αναπνοή της. «Θα σου δώσω μια στιγμή για να προετοιμαστείς. Να θυμάσαι πως πρέπει να μιλάς δυνατά και καθαρά, ώστε να σε ακούμε όλοι.»

    Δεν αναφέρθηκε τίποτα για το τελευταίο της σφάλμα στα πλήκτρα – ούτε και ενθαρρυντικά λόγια για να επιτύχει στον επόμενο γύρο και η Θίο διαισθάνθηκε πως η διευθύντρια δεν παραχάιδευε τις μαθήτριές της.

    Η Θίο σήκωσε το βλέμμα της στο κοινό, προσέχοντας τις διάφορες συστοιχίες των κοριτσιών. Πολλές ψιθύριζαν πίσω από το χέρι τους ή δεν της έδιναν καν σημασία. Εντόπισε μια μαθήτρια, η οποία ζωγράφιζε σε ένα σημειωματάριο. Η Θίο έφερε το χέρι της στις μακριές πλεξούδες της. Τα περισσότερα κορίτσια προτιμούσαν μια πιο ώριμη εμφάνιση, με τα μαλλιά τους ανέμελα γύρω από τους ώμους τους ή μαζεμένα σε μοντέρνα χτενίσματα, τα οποία ανταγωνίζονταν πολλές από τις γυναίκες που είχε δει η Θίο να ψωνίζουν στην οδό Μποντ ή να περπατούν στο Χάιντ Παρκ.

    Η διευθύντρια καθάρισε τον λαιμό της.

    «Θα μπορούσα να επιστρέψω στο γραφείο σας για να πάρω κάτι;» ρώτησε η Θίο.

    «Φυσικά, Λαίδη Θιοντόρα.»

    Ζάρωσε στη χρήση του πλήρους ονόματός της: ακόμη και η μητέρα της είχε συμφωνήσει να την φωνάζει Θίο όταν ήταν μόνες τους. Ακούστηκαν κι άλλα χαχανίσματα στην αίθουσα, καθώς έφυγε βιαστικά έτσι όπως είχε μπει. Επέστρεψε στο γραφείο και άρπαξε το βιβλίο της με τους χάρτες, κρατώντας το σφιχτά στο στήθος της, καθώς επέστρεφε στην αίθουσα μουσικής.

    Η Θίο ήξερε πως το ταλέντο που σκόπευε να παρουσιάσει ήταν άκρως άγνωστο, όμως με τόσο λίγο χρόνο να αποφασίσει και να προετοιμαστεί – και με τη ζάλη που την είχε θολώσει, λόγω της εξάντλησής της – αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει.

    Η διευθύντρια χτύπησε παλαμάκια, φωνάζοντας όλους να επιστρέψουν στις θέσεις τους και η Θίο επέστρεψε στη δική της θέση, στην κεφαλή της αίθουσας.

    «Τι ακαδημαϊκό ταλέντο έχεις επιλέξει, Λαίδη Θίο;» ρώτησε η δεσποινίδα Ντάιρς από την θέση της, ανάμεσα σε δυο ομάδες κοριτσιών, που βρισκόντουσαν κοντά στις μπροστινές θέσεις της αίθουσας.

    Το ενθαρρυντικό χαμόγελο της γυναίκας, ώθησαν την Θίο να μιλήσει. «Έχω ένα τεράστιο πάθος για τους χάρτες.» Για άλλη μια φορά, οι υπόλοιπες μαθήτριες άρχισαν να κουνιούνται στις θέσεις τους, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον στην παρουσίαση της Θίο, όμως εκείνη συνέχισε. «Ένα από τα ταλέντα μου είναι να παρατηρώ λάθη μέσα στα βιβλία – δηλαδή, όγκους που συμπληρώνονται με χάρτες.»

    Ακούστηκαν μερικά Ωωω και Ααα μέσα στην αίθουσα, παρόλο που είχαν σκοπό να ακουστούν κοροϊδευτικά.

    Για δεύτερη φορά από τότε που έφτασε, η Θίο σκέφτηκε να γράψει στη μητέρα της και να ικετέψει την Λαίδη Κάρτραϊτ να έρθει να την πάρει: να της τονίσει πως έκανε τρομερό λάθος στην απόφασή της να αναζητήσει εξωτερική εκπαίδευση, πέρα από τους διαθέσιμους δασκάλους που υπήρχαν διαθέσιμοι στο Λονδίνο.

    Ακόμη και τώρα, η Θίο θα μπορούσε να κάθεται άνετα την βιβλιοθήκη της οικογένειάς τη, συζητώντας τα πλεονεκτήματα των επιστημονικών αρχών με τον Καρτ και η σύζυγό του, Τζούντιθ. Αντιθέτως, ήταν πολύ μακριά από το σπίτι, περιτριγυρισμένη από ένα μάτσο ξένες που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για εκείνη ή τα ταλέντα της.

    Η Θίο άνοιξε το βιβλίο της σε μια σημειωμένη σελίδα και το κράτησε ψηλά, για να το δουν όλοι. «Για παράδειγμα, εδώ, στη σελίδα δεκαεπτά, ο εικονογράφος έκανε λάθος σε δύο πόλεις της Γαλλίας και ξέχασε παντελώς να προσθέσει τη Σικελία στα παράλια της Ιταλίας.»

    Η δεσποινίδα Ντάιρς, να την έχει καλά ο Θεός, έκανε νεύμα στη Θίο να την πλησιάσει, ώστε να δει από πιο κοντά το κείμενο. Η Θίο κινήθηκε στην πρώτη σειρά των κοριτσιών, δείχνοντάς τους τα λάθη.

    «Μόνο σε αυτό το βιβλίο, έχω βρει σαράντα δύο παρόμοιες ανακρίβειες.»

    «Και τι ακριβώς κάνεις με αυτές τις γνώσεις;» Ρώτησε από τη σκηνή η κυρία Έμμελαϊν.

    Η Θίο χαμογέλασε σε ένα ξανθό κορίτσι, στην μπροστινή σειρά, καθώς επιθεωρούσε τη σελίδα, προτού γυρίσει προς τη μεριά της διευθύντριας. «Προς το παρόν τίποτα, όμως στο μέλλον σκοπεύω να δουλέψω με κατασκευαστές χαρτών, για να αυξήσω την ακρίβειά τους, όχι μόνο στις ονομασίες, αλλά και στις αναλογίες της ξηράς σε σχέση με τους ωκεανούς. Επίσης, θα ήθελα να προτείνω μια νέα μέθοδο παρακολούθησης υψομέτρων σε τυπωμένους χάρτες.»

    «Πολύ αξιέπαινο αυτό για σένα.» Έγνεψε η κυρία Έμμελαϊν, το πρώτο ίχνος αποδοχής, από τότε που ήρθε η Θίο. «Σου ευχόμαστε όλοι καλή επιτυχία στις προσπάθειές σου.»

    Η Θίο άφησε ένα μικρό χαμόγελο να φανεί στα χείλη της, μετά έκλεισε το βιβλίο της και το έβαλε κάτω από το χέρι της. η παρουσίασή της τελείωσε πιο γρήγορα από ότι περίμενε – και δεν ήταν τόσο ντροπιαστική όσο η ερμηνεία της στο πιάνο – παρόλο που υποπτευόταν πως το ακαδημαϊκό της ταλέντο, δεν ήταν πιο ενδιαφέρον από την επιλογή του τραγουδιού της, στα κορίτσια.

    «Και τώρα, θα περάσουμε όλοι έξω.» Σηκώθηκαν όλοι, λες και περίμεναν μια ευκαιρία για να αποδράσουν έξω από την αίθουσα. «Λαίδη Θίο, παρακαλώ ενημέρωσέ με αν θα χρειαστεί να αλλάξεις ρούχα, για να φορέσεις στολή ιππασίας.»

    Ο φόβος γέμισε την Θίο. Δεν είχε ιππεύσει ποτέ άλλοτε άλογο, ούτε και είχε στολή ιππασίας. Η μητέρα της, της είχε πει να μάθει ιππασία, όμως τα μεγάλα άλογα φόβιζαν την Θίο. Ακόμα και όταν πήγαινε στους στάβλους, στεκόταν σε απόσταση από τους στάβλους και προτιμούσε να κάθεται στα άχυρα, χαϊδεύοντας τα γατάκια που βρισκόντουσαν εκεί. «Όχι, κυρία Έμμελαϊν.»

    «Πολύ καλά.» Η διευθύντρια κούνησε το χέρι της προς την κατεύθυνση της διπλής πόρτας – την άνοιξε διάπλατα και αποκαλύφτηκε μια χλοώδη περιοχή με αρκετούς σταθμούς, ο καθένας περιελάμβανε εξοπλισμό για διάφορες υπαίθριες δραστηριότητες, από τις οποίες, οι περισσότερες ήταν άγνωστες στην Θίο. Ακολούθησε τα υπόλοιπα κορίτσια έξω, ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει πέρα στον ορίζοντα. Η διευθύντρια στάθηκε δίπλα της και της μίλησε και πάλι. «Έχουμε, επίσης, μια λίμνη, εδώ κοντά, σε περίπτωση που το ταλέντο σου αφορά στην κωπηλασία.»

    «Κωπηλασία;» η Θίο ξεροκατάπιε. Κανένα από όλα τα βιβλία που είχε μελετήσει δεν την είχε προετοιμάσει για όλα αυτά. «Όχι, σίγουρα όχι.»

    Οι άλλοι καθηγητές, μαζί με τις μαθήτριες, κατευθύνθηκαν βιαστικά σε ένα σημείο που είχε στηθεί για θεατές και παρατηρούσαν με ανυπομονησία, καθώς η Θίο περπατούσε ανάμεσα στους πέντε σταθμούς. Οι δύο από αυτούς είχαν εξοπλισμό, τον οποίο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ή να τον συνδέσει με κάποια γνωστή αθλητική δραστηριότητα. Ένας άλλος σταθμός ήταν στημένος με εξοπλισμό για μπάντμιντον, ένα παιχνίδι που είχε παρακολουθήσει σε πολλά πάρτι κήπων, που συνόδευε την μητέρα της, όμως η Θίο δεν είχε ασχοληθεί ποτέ, στο να μάθει τους κανόνες. Συνεχίζοντας, ο επόμενος σταθμός είχε μια σειρά από όπλα – ούτε καν σταμάτησε για να τα εξερευνήσει. Ο τελευταίος σταθμός είχε μια σειρά από πασσάλους, με τόξα τοξοβολίας, που κρεμόντουσαν τέλεια από έναν μισό τοίχο, προφανώς είχε στηθεί για την περιοχή των αθλητικών δραστηριοτήτων. Αρκετά μέτρα μακριά, υπήρχε μια σειρά από αχυρένιους στόχους, ζωγραφισμένοι με άσπρους και κόκκινους κύκλους και όλοι τους είχαν τρύπες από τη χρήση.

    Η Θίο και ο Καρτ είχαν μελετήσει δύναμη και τροχιά, πριν από ακριβώς μερικούς μήνες, καθώς η εφημερίδα Silliman’s Journal είχε αφιερώσει έναν ολόκληρο τόμο στις αρχές πίσω από τη μελέτη. Είχαν περάσει μέρες πετώντας διάφορα αντικείμενα από την στέγη του σπιτιού τους στο Λονδίνο – παρά την δυσαρέσκεια της μητέρας τους – και πετώντας πέτρες στις λίμνες σε πολλά πάρκα του Λονδίνου. Είχαν υπολογίσει τη δύναμη και την γωνία που χρειαζόταν για να ρίξουν με ακρίβεια ένα βότσαλο, κατά μήκος του νερού, σε αντίθεση με τη δύναμη που χρειαζόταν για να κάνουν το ίδιο με μια πιο μεγάλη πέτρα.

    Σίγουρα, τα ευρήματά τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και στην τοξοβολία.

    Η Θίο κοίταξε τα διάφορα μεγέθη των τόξων, που κρεμόντουσαν από τους πασσάλους, καθώς υπολόγιζε στο μυαλό της, την απόσταση μέχρι τον στόχο και το μάκρος των τόξων. Παρόλο που ήταν μπερδεμένη, σκέφτηκε πως θα τα πάει πολύ καλύτερα στην τοξοβολία, απ’ ότι τα πήγε στο πιάνο – και αν όχι, ένα απρόβλεπτο ιπτάμενο βέλος, θα αιχμαλώτιζε το κοινό της, περισσότερο από ότι έκαναν οι δεξιότητές της στην επισήμανση λαθών.

    «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το τόξο μου,» πλησίασε δίπλα της ένα κορίτσι με σκούρα μαλλιά και ξεκρέμασε ένα τόξο από τον πάσσαλό του.

    «Σε ευχαριστώ,» είπε η Θίο με ένα δοκιμαστικό χαμόγελο.

    «Είμαι η Τζόζι – ε.., Λαίδη Τζόζεφιν.» Το κορίτσι ανταπέδωσε το χαμόγελο στην Θίο. Ήταν μία από τις μαθήτριες που προτιμούσε τα μαλλιά της να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της: οι μακριές, καστανές τρέσες της – σχεδόν στο ίδιο χρώμα με της Θίο – έπεφταν χαλαρές πάνω στους ώμους της.

    «Εγώ είμαι η Θίο.» Αμέσως μετάνιωσε τα λόγια της, αφού η διευθύντρια την είχε συστήσει νωρίτερα, μπροστά σε όλους τους θεατές στην αίθουσα μουσικής. «Και πάλι, σε ευχαριστώ.»

    «Καλή επιτυχία,» είπε η Τζέσι προτού επιστρέψει στην εξέδρα των θεατών – ή ίσως και να ήταν το πιο ασφαλές μέρος για να παρακολουθεί κανείς, όταν πετάγονται βέλη.

    Η Θίο χρειαζόταν κάτι παραπάνω από τύχη για να πετύχει στον στόχο, ή ακόμα και να ρίξει κοντά. Έλεγξε το βάρος του τόξου στα χέρια της, πήγε στο τετράγωνο ακριβώς μπροστά από τον πιο κοντινό στόχο και πήρε ένα βέλος από τη φαρέτρα που στηριζόταν σε μια ξύλινη βάση.

    Η άκρη του βλήματος ήταν επίπεδη, μειώνοντας τις πιθανότητες τραυματισμού, σε περίπτωση που μια επικίνδυνη βολή κατέληγε σε ένα αδέσποτο βέλος. Ο άξονας ήταν φτιαγμένος από εύκαμπτο ξύλο με φτερά ενωμένα στην άκρη του. Προσπάθησε να ανατρέξει στις εικόνες του μυαλού της, για να βρει ένα διάγραμμα που είχε δει και έδειχνε έναν τοξοβόλο σε στάση ετοιμότητας για βολή.

    Έπρεπε να στήσει τα πόδια της στο μήκος των ώμων της και να στρίψει ελαφρώς από τον στόχο. Βάζοντας την άκρη του τόξου στην χορδή, η Θίο έστησε τα χέρια της όσο καλύτερα μπορούσε, σιγουρεύοντας πως θα έχει ένα σταθερό κράτημα του βέλους, ενώ προσάρμοζε τα δάχτυλά της.

    Ένοιωσε την στάση της αρκετά άβολη και ασταθή, όμως ήταν ένα πιστό αντίγραφο της εικόνας που είχε δει.

    Δεν ακουγόταν κανένας ήχος, ενώ τραβούσε προς τα πίσω τη χορδή, ακριβώς κατά δεκατέσσερις ίντσες, για να δημιουργήσει τη δύναμη και την τροχιά που χρειαζόταν για να πετάξει τουλάχιστον το βέλος μέχρι τον στόχο, παρόλο που όλοι αναρωτιόντουσαν αν θα πετύχαινε στον κύκλο.

    Το χέρι της Θίο έτρεμε από τη δύναμη που χρειαζόταν για να συνεχίσει να κρατάει το τόξο ψηλά, τραβώντας πίσω τη χορδή με το τόξο έτοιμο για ρίψη.

    Ένας τελικός υπολογισμός και προσαρμογή και η Θίο ήταν ικανοποιημένη με την γωνία της.

    Άφησε τη χορδή και το βέλος της πέταξε – κατευθυνόμενο προς τον στόχο.

    Η Θίο έκλεισε τα μάτια της, δεν άντεχε να δει αν το βέλος είχε προσγειωθεί στο γκαζόν πριν από τον στόχο ή αν τον είχε προσπεράσει. Ήταν η καλύτερη προσπάθεια που είχε καταβάλει, αφού δεν είχε ποτέ της χειριστεί τέτοιον εξοπλισμό στο παρελθόν.

    Ακούστηκε μια δυνατή πνοή από την περιοχή των θεατών και η Θίο κράτησε τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Μήπως είχε χτυπήσει κάποιον ανεπιθύμητο στόχο; Μήπως το βέλος της πέταξε ανεξέλεγκτα μόλις άφησε το τόξο της; Μήπως θα έπρεπε να τραπεί σε φυγή ντροπιασμένη;

    Ίσως να μην χρειαζόταν να γράψει γράμμα στη μητέρα της, αλλά να μπει σε μια άμαξα απόψε το βράδυ και να σταλεί πίσω στο Λονδίνο.

    Πίσω της ακούστηκαν χειροκροτήματα και πολλές φωνές «καλή βολή» και «είναι μια φυσική τοξοβόλος».

    Η Θίο άνοιξε τα μάτια της και είδε το βέλος της να προεξέχει από το κέντρο του στόχου. Άκουσε μια φωνή που είπε, «Φαίνεται πως έχεις ανταγωνίστρια, Άντελαϊν.»

    Γυρνώντας πίσω για να αντικρύσει το πλήθος, δύο ξανθά κορίτσια στεκόντουσαν δίπλα στη Τζόζι. Η μία από τις δύο κοπέλες είχε τα χέρια της σταυρωμένα και το ντελικάτο της προσωπάκι ήταν συνοφρυωμένο. Το άλλο κορίτσι χασκογελούσε. Η δυσαρεστημένη κοπέλα θα πρέπει να ήταν η Άντελαϊν – και δεν φαινόταν χαρούμενη.

    Η παρέα χωρίστηκε και η Τζόζι, μαζί με ένα άλλο κορίτσι, έτρεξαν προς την Θίο, συγχαίροντάς την για την τέλεια βολή. Ακόμη και η Άντελαϊν, η πιο επιδέξια τοξοβόλος του σχολείου της κυρίας Έμμελαϊν, δεν είχε ρίξει μια βολή τόσο αψεγάδιαστη, μουρμούριζε η Τζόζι, μόνο για να λάβει ένα πονηρό βλέμμα από την κοπέλα.

    Η επιθυμία, να ομολογήσει ότι δεν είχε πιάσει ποτέ τόξο στα χέρια της μέχρι σήμερα, ήταν πολύ έντονη, όμως η Άντελαϊν στο τέλος αποφάσισε να βάλει στην άκρη τους στριμμένους της τρόπους και να πλησιάσει την παρέα.

    «Αυτή είναι η Τζώρτζι και αυτή η Άντελαϊν,» η Τζόζι σύστησε τα δύο κορίτσια. «Είναι ξεκάθαρο πως η διευθύντρια θα σε βάλει στο δικό μας δωμάτιο.»

    «Χαίρομαι που σας γνωρίζω όλες,» είπε η Θίο όταν η Τζόζι πήρε πίσω το τόξο της και το επέστρεψε στον πάσσαλό του, στον μισό τοίχο.

    «Έλα,» είπε η Τζώρτζι, με μια φωνή πιο βαριά, απ’ ότι είχε φανταστεί η Θίο, για ένα κορίτσι τόσο μικροκαμωμένο. «Είναι ώρα για φαγητό και αν δεν πάμε εκεί εγκαίρως, όλα τα επιδόρπια θα έχουν εξαφανιστεί.»

    «Δεν φαίνεται τύπος που απολαμβάνει τα γλυκά,» πετάχτηκε η Άντελαϊν, «Παρόλα αυτά, η Τζωρτζίνα έχει δίκιο. Αν δεν βιαστούμε, δεν θα βρούμε ελεύθερο τραπέζι, παρά μόνο αυτό που είναι δίπλα στο τραπέζι της Διευθύντριας... και δεν θέλω να υποστώ άλλο ένα κήρυγμα για τους τρόπους μου στο δείπνο.»

    «Αν δεν της

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1