Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τα Πέντε Κάστρα: Το ξεχασμένο μενταγιόν
Τα Πέντε Κάστρα: Το ξεχασμένο μενταγιόν
Τα Πέντε Κάστρα: Το ξεχασμένο μενταγιόν
Ebook402 pages4 hours

Τα Πέντε Κάστρα: Το ξεχασμένο μενταγιόν

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Σε έναν παράλληλο κόσμο με τον δικό μας, η χώρα του Ρόθερν βρίσκεται για άλλη μια φορά σε πολιτική αστάθεια. Η κυβέρνηση της χώρας, η Συμμαχία, και οι οικογένειές τους εγκαταλείπουν τα σπίτια τους σε μια προσπάθεια να προστατευτούν από το τρομοκρατικό «επαναστατικό» κίνημα της Αντίστασης. Τα κρυφά αρχηγεία της Συμμαχίας, τα πέντε κάστρα, θα φιλοξενήσουν τις οικογένειες, μεταξύ άλλων και την κόρη του προέδρου, τη Σκάιλερ. Σε ένα αφιλόξενο μέρος, ένα μενταγιόν θα πέσει στα χέρια της, φιλίες θα δημιουργηθούν, ενώ η Σκάιλερ, στα έντεκα χρόνια της, θα μπλέξει με τα μυστικά της Συμμαχίας, τα οποία ίσως την απασχολούν περισσότερο απ’ όσο πιστεύει.

Ένας φανταστικός κόσμος γεμάτος μαγεία, μύθους και ιστορία, παράλληλος με τη δική μας πραγματικότητα. Ένα μενταγιόν που θα έπρεπε να έχει καταστραφεί. Ένα τεράστιο άλμα από την παιδική της ηλικία σε έναν σκληρό κόσμο. Η ζωή της Σκάιλερ θα αλλάξει για πάντα.

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 27, 2023
ISBN9789606264498
Τα Πέντε Κάστρα: Το ξεχασμένο μενταγιόν

Related to Τα Πέντε Κάστρα

Related ebooks

Reviews for Τα Πέντε Κάστρα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τα Πέντε Κάστρα - Μιχαήλ Παγώνης

    pente_kastra-cover.jpg

    τίτλος συγγράματος: Τα Πέντε Κάστρα - Το Ξεχασμένο Μενταγιόν

    συγγραφέας: Μιχαήλ Παγώνης

    έκδοση ebook: Σεπτέμβριος 2021

    isbn: 978-960-626-449-8

    διεύθυνση έκδοσης: Βαλάντης Ναγκολούδης

    σύμβουλος έκδοσης: Μηνάς Παπαγεωργίου

    atelier: Αντώνης Καραναύτης, Γιάνννης Ερμείδης, Λυδία Χατζήμαρκου

    φιλολογική επιμέλεια: Ζωή Τσούρα

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή η μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Μιχαήλ σπουδάζει στο Τμήμα Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά. Έγραψε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και δεν έχει σταματήσει να γράφει έκτοτε. Όταν δεν γράφει, συνήθως κρατάει ένα βιβλίο στο ένα χέρι και μια κούπα καφέ στο άλλο. Λαχταρά οι ιστορίες του να κατακτήσουν τον κόσμο και να προσφέρει στους αναγνώστες του συναισθήματα που του πρόσφεραν οι αγαπημένοι του συγγραφείς. Κυκλοφορεί ήδη το πρώτο του έργο από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, με τίτλο «Ανθρώπινα Πιόνια».

    Η νύχτα

    Το λευκό φως του φεγγαριού δεν φαινόταν πουθενά. Πορτοκαλί φως αιμορραγούσε από τις φωτιές και τις εκρήξεις. Τα κτήρια καίγονταν, οι άνθρωποι εκτοπίζονταν ή έτρεχαν να ξεφύγουν.

    Ο άνεμος κουβαλούσε τις κραυγές που προκαλούσαν ρίγος στη σπονδυλική του στήλη. Ήταν απλά άλλη μια επίθεση. Άλλη μια απόπειρα να τους αιχμαλωτίσουν. Ο πρόεδρος κοίταξε την κόρη του. Άραγε εκείνη τη στιγμή ήξερε πόσα την περίμεναν; Ήξερε τι της επιφύλασσε το μέλλον; Ο κόσμος;

    Οι φωτιές θέριευαν γύρω τους, αλλά ο ίδιος ένιωθε μια ψύχρα. Ένιωθε τον θάνατο και τον τρόμο που απλώνονταν πίσω τους. Έτρεξε μακριά από τη φλεγόμενη πόλη, στην προστασία του σκοταδιού και ενός τεράστιου δάσους. Εκεί όπου όλα θα άλλαζαν.

    Πριν δύο χρόνια

    Οι αρχηγοί και ο πρόεδρος Λούις βρίσκονταν στη μέση της πιο σημαντικής ‒έως τότε‒ συνάντησής τους. Ήταν όλοι καθισμένοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, με την ατμόσφαιρα φορτισμένη, ανήσυχοι.

    Ο Ίθαν, ο αρχηγός του στρατού του Αέρα, έτριβε τα μηνίγγια του, ενώ είχε κλειστά τα σχιστά καστανά μάτια του. «Έχουμε έρθει σε αδιέξοδο», είπε και όλοι σιώπησαν. «Μας έχουν κυριολεκτικά στριμώξει».

    Η συνέλευση απαιτήθηκε από τους αρχηγούς της Γης και του Νερού, οι οποίοι είχαν δεχτεί μεγάλο πλήγμα τις τελευταίες μέρες. Δεν έδωσαν περιθώριο αναμονής. Ο Λούις είχε έρθει ντυμένος με φόρμα και ζακέτα προπόνησης, αναψοκοκκινισμένος από τις ασκήσεις του. «Λοιπόν», ακούστηκε η φωνή του. Ξερόβηξε σε μια προσπάθεια να ακουστεί πιο αποφασισμένος. Ήταν ο πρόεδρος της χώρας εξάλλου. «Εδώ και καιρό συζητάμε με τον Άρον για πολλές πιθανές λύσεις».

    «Συζητήσεις στις οποίες δεν σκέφτηκες να συμμετάσχουμε και οι υπόλοιποι, να φανταστώ;» τον διέκοψε ο Ντέιβιντ, ο αρχηγός του Νερού.

    «Εάν δεν βάλουμε κάτω τα κεφάλια μας και οι πέντε, δεν θα βρούμε λύση, Λούις. Δεν μπορούμε να κρατάμε μυστικά ο ένας από τον άλλο», είπε ο Ίθαν.

    Ο Λούις κούνησε το κεφάλι του προς το πλάι λες και κάποιος του μιλούσε στο αυτί. Ήταν μια κίνηση που έκανε όποτε σκεφτόταν διεξοδικά τι θα έλεγε στη συνέχεια. «Μετά την επίθεση στην Κάτω Πύλη από την Αντίσταση, κατέληξα με τον Άρον πως δεν έχουμε άλλο περιθώριο. Η συνέλευση που ζητήσατε, Τομ και Ντέιβιντ, έπεσε σε καλή ώρα».

    Ο Άρον, ο αρχηγός του στρατού της Φωτιάς, καθόταν δίπλα από τον πρόεδρο, με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά από το στήθος και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ο Τομ, ο μελαμψός αρχηγός του στρατού της Γης, και οι άλλοι δύο ‒ο Ντέιβιντ και ο Ίθαν‒ αντάλλαξαν ματιές.

    «Συνέχισε», παρότρυνε η φωνή του Τομ, ο οποίος ήταν προφανώς εκνευρισμένος που ο Λούις δεν αντέδρασε καν στα λόγια του Ντέιβιντ.

    «Το σχέδιο που φτιάξαμε είναι κάτι που σίγουρα έχει περάσει από το μυαλό όλων μας, αλλά δεν πίστευα πως θα χρειαζόταν να τεθεί ποτέ σε λειτουργία. Έχουν περάσει οι καιροί που μπορούσαμε να ζήσουμε ξέγνοιαστοι, οι εποχές απαιτούν δραστικές αλλαγές. Εάν η Αντίσταση μπορεί και έχει τα μέσα να επιτεθεί σε μία από τις μεγαλύτερες και πιο φυλαγμένες πόλεις στο Ρόθερν, πιστεύουμε ότι το σχέδιο πρέπει να τεθεί σε άμεση λειτουργία», συνέχισε ο Λούις. «Ήρθε η ώρα για το σχέδιο Π, και το αρχηγείο της Συμμαχίας να ανοίξει ξανά».

    Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν ‒ όλοι πέρα από τον Άρον φυσικά.

    «Λούις, τα αρχηγεία…» ξεκίνησε ο Ίθαν.

    «Τα αρχηγεία είναι η μόνη λύση. Ίσως όχι μόνιμη, αλλά είναι το μόνο κρυφό μέρος που θα μπορούσε να φιλοξενήσει τις οικογένειες όλων μας», του αντέτεινε αμέσως.

    «Και οι στρατιώτες; Οι οικογένειες των υπολοίπων; Ο στρατός μου αποτελείται από τριάντα πέντε χιλιάδες άτομα, Λούις. Το αρχηγείο με το ζόρι χωράει δύο χιλιάδες», είπε ο Τομ.

    «Δεν θα μετακομίσουμε όλοι. Το αρχηγείο θα φιλοξενήσει τις οικογένειές μας», είπε ο Άρον. «Κυρίως των υψηλών στελεχών, που διατρέχουμε περισσότερο κίνδυνο».

    «Και ποιος κρίνει ποιος διατρέχει στα αλήθεια κίνδυνο, Άρον;» απόρησε ο Ντέιβιντ σηκώνοντας τα φρύδια του. «Γιατί να το παίξουμε εμείς θεοί; Γιατί να επιλέξουμε ποιος θα προστατευτεί και ποιος όχι;»

    Ο Ίθαν ξεφύσησε. «Λούις, προφανώς δεν μιλάς σοβαρά, έτσι; Θα στείλεις στο δάσος τη Σκάιλερ; Θα στείλω εγώ τους γιους μου;»

    Ο Λούις έγνεψε. «Θα κάνουμε τα αρχηγεία όσο πιο φιλόξενα γίνεται, Ίθαν. Θα το δουλέψουμε. Δεν μπορώ να έχω τη Σκάιλερ μαζί μου, δεν μπορώ να τρέχω να ξεφύγω κάθε φορά από τα νύχια της Αντίστασης και να φοβάμαι για τη ζωή της κόρης μου!» είπε έντονα, χτυπώντας επαναλαμβανόμενα τον δείκτη του στο στρογγυλό τραπέζι. «Τα κρησφύγετά μας στο υπόλοιπο Ρόθερν γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι πως δεν είναι απαραβίαστα και πως δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε την τοποθεσία τους σε όλους τους συμβούλους. Όχι μετά από όσα έγιναν με τον Κάιντεν».

    «Και τι θα κάνουμε; Θα κρυφτούμε κι εμείς στο αρχηγείο;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.

    «Η περιοχή που βρίσκεται το αρχηγείο μας, όπως γνωρίζετε, δεν είναι χαρτογραφημένη. Κανείς δεν έχει ιδέα πόσο μεγάλη είναι ακριβώς η έκταση του δάσους και κανείς δεν θα μπορεί να μας εντοπίσει. Οι πρόγονοί μας το έχτισαν για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Για να μπορούμε να προστατευθούμε, να έχουμε ένα ασφαλές σημείο αναφοράς».

    «Δεν απαντάς στην ερώτησή μου».

    «Δεν θα είμαστε συνέχεια στο αρχηγείο», είπε αμέσως. «Το κύριο μέλημά μου είναι να προστατεύσω τα παιδιά μας».

    «Να τα προστατεύσεις πώς; Δεν θα πρέπει να πάνε σε σχολές; Δεν θα πρέπει να προπονηθούν;»

    «Θα τους τα δώσουμε όλα αυτά. Απλά εκεί».

    «Θα κάνουμε το αρχηγείο σχολή».

    «Όχι, αλλά…»

    «Παιδική χαρά;» απόρησε ο Τομ.

    «Δεν υπάρχει άλλη λύση!» φώναξε ο Λούις τραντάζοντας με τα χέρια του όλο το τραπέζι. «Το αρχηγείο χτίστηκε για να μας προστατεύει. Είναι καιρός να το χρησιμοποιήσουμε».

    Ο Ίθαν έγειρε στο τραπέζι με τους αγκώνες. «Και όταν το μάθουν; Τότε τι κάνουμε;»

    «Φυσικά κάποια στιγμή θα μας εντοπίσουν, αλλά‒» ξεκίνησε ο Άρον, όταν ο Λούις σήκωσε το χέρι του, σωπαίνοντάς τον.

    «Δεν θα τους αφήσουμε να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Θα τους πολεμήσουμε».

    «Θα μπούμε σε πόλεμο δηλαδή», πρόσθεσε ο Ντέιβιντ.

    «Όχι, όχι πόλεμο. Δεν χρειάζεται να ανησυχήσουμε τους πολίτες», απάντησε αμέσως ο Λούις. «Ίσως αν πάμε κι εμείς στο αρχηγείο για μερικούς μήνες, να σταματήσουν τις επιθέσεις».

    «Ποιος εγγυάται κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Ίθαν.

    «Εφόσον εμείς δεν θα βρισκόμαστε στις πόλεις, δεν θα έχουν λόγο να επιτεθούν και εμείς δεν θα ανησυχούμε μονίμως για τις οικογένειές μας», απάντησε ο Άρον. «Παράλληλα, οι στρατοί μας θα τους πολεμάνε. Έχουμε ήδη βάλει τους καλύτερους κατάσκοπους και πολεμιστές να τριγυρνούν στη χώρα. Θα τους εξοντώσουμε προτού τα πράγματα πάρουν την κάτω βόλτα».

    «Την έχουν ήδη πάρει», ψιθύρισε ο Τομ.

    «Δεν ξέρουμε ακριβώς τι θέλει η Αντίσταση», είπε ο Ντέιβιντ.

    Ο Λούις έστρεψε το βλέμμα του στο έδαφος. «Ξέρουμε όμως ότι ένα από τα πράγματα που θέλει είναι να αιχμαλωτίσει εμάς, τις οικογένειές μας. Ξέρουμε πως οι πολίτες δεν μπορούν να ζουν άλλο μέσα στον φόβο. Κυνηγάνε εμάς και γνωρίζω πως είναι πιθανόν οι επιθέσεις να συνεχιστούν ‒μιλάμε για τρομοκράτες‒ αλλά, τουλάχιστον, θα έχουμε μόνο αυτό να αντιμετωπίσουμε. Δεν θα φοβάμαι πως δεν θα βρω την κόρη μου όταν γυρίζω σπίτι, δεν θα φοβάμαι μήπως με κυνηγήσουν, δεν θα φοβάμαι να κοιμηθώ. Έχεις καμιά καλύτερη λύση;»

    Ο Ίθαν βούλιαξε στην καρέκλα του συνοφρυωμένος. Πάντοτε το κύριο μέλημα του Λούις ήταν να προστατεύσει την οικογένειά του και τους πολίτες του. Σίγουρα έβλεπε πως υπήρχαν τρύπες στο σχέδιό του, όπως ο εκτεθειμένος κόσμος που θα άφηναν πίσω, ένα πλήθος απροστάτευτο. Η αλήθεια ήταν πως ο σκοπός της Συμμαχίας ήταν αυτός, ένας ενωμένος στρατός που θα προστάτευε τη χώρα. Όμως είχε φτάσει στο σημείο να αποτελεί περισσότερο απειλή παρά προστασία. Πόσες επιθέσεις είχαν δεχτεί οι πόλεις στις οποίες έμεναν; Όσο εκείνοι και οι οικογένειές τους ήταν εκτεθειμένοι, αποτελούσαν κίνδυνο και για όσους ήταν κοντά.

    «Καταλαβαίνετε πως όταν ανακαλύψουν την τοποθεσία μας ‒κάτι που δεν θα αργήσει να συμβεί‒ θα μας επιτεθούν; Ξέρετε ποιο είναι συστηματικά το επόμενο στάδιο του σχεδίου σας;» ρώτησε ο Τομ.

    «Πόλεμος», είπε ο Ντέιβιντ. «Χθες, η μάχη στην Κάτω Πύλη μού κόστισε χιλιάδες στρατιώτες. Με νύχια και με δόντια καταφέραμε να τους εμποδίσουμε! Ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να κάνει ο Κάιντεν; Ποιος ξέρει εάν θα μας εντοπίσει ή όχι; Ποιον προστατεύουμε, εμάς ή τους πολίτες;» πρόσθεσε.

    Ο Ίθαν τον κοίταξε. Ο Ντέιβιντ ζούσε στην Κάτω Πύλη, καθώς εκεί ήταν τα στρατόπεδα και αρχηγεία του στρατού του Νερού. Ένιωσαν περισσότερο απ’ όλους τη δύναμη που είχε αποκτήσει η Αντίσταση. Ποτέ δεν είχαν κάνει μια τόσο οργανωμένη επίθεση. Η Κάτω Πύλη ήταν θεωρητικά η πιο ασφαλής πόλη που υπήρχε στο Ρόθερν, ο στρατός του Νερού είχε κοντά στους δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες! Πόση δύναμη είχε συγκεντρώσει ο Κάιντεν; Εάν είχαν αρχίσει να οργανώνουν στρατό, έπρεπε να τους αποδεκατίσουν προτού αυξηθούν τα νούμερά τους.

    «Δεν μπορούμε να θυσιάσουμε ανθρώπινες ζωές. Εάν έχουν οργανωθεί τόσο πολύ, ώστε να κάνουν επίθεση σε μία από τις ισχυρότερες πόλεις μας, το σχέδιο μού φαίνεται εντάξει», είπε ο Ίθαν. «Είμαι υπέρ του σχεδίου, όσο και αν το θεωρώ ευάλωτο».

    Ο Άρον και ο Λούις χαμογέλασαν και στράφηκαν προς τους άλλους δύο αρχηγούς στο στρογγυλό τραπέζι.

    «Κι εγώ», είπε ο Ντέιβιντ και ανακάθισε στην καρέκλα του.

    Ο Τομ πήρε τον χρόνο του, μα στο τέλος συμφώνησε, και η συνάντηση έλαβε τέλος. Μια συνάντηση που θα άλλαζε για πάντα την πορεία της χώρας.

    Σήμερα

    Η Σκάιλερ έτρεξε γρήγορα προς τον Σκάι, που στεκόταν απέναντί της. Πήδηξε λίγο πριν έρθουν σε επαφή, τέντωσε το χέρι της τη στιγμή που βρισκόταν στον αέρα από πάνω του, και τύλιξε την παλάμη της γύρω από την μπλούζα του. Τον τράβηξε κάτω στο μαλακό στρώμα καθώς εκείνη προσγειώθηκε στα πόδια της.

    «Ναι!» φώναξε και σήκωσε τα χέρια της ψηλά με θρίαμβο και ευχαρίστηση. Της είχε πάρει τόσο καιρό να τελειοποιήσει αυτή τη λαβή!

    «Γίνεσαι όλο και καλύτερη με τον καιρό, Σκάιλερ», της είπε ο Σκάι καθώς σηκωνόταν όρθιος. Τον κοίταξε χαρούμενη. Τρία χρόνια που την προπονούσε και ακόμη τον άφηνε έκπληκτο πόσο γρήγορα μάθαινε τις κινήσεις και πόσο καλή ήταν στη μάχη.

    «Ναι», του απάντησε και ξεκίνησαν μαζί για να πάνε μέσα στο σπίτι. «Αλλά όχι η καλύτερη. Έχω ακόμα πολλά να μάθω! Θέλω να μου δείξεις την επίθεση Ασπίδα, πώς να σταματάω τις φλόγες και όλα όσα ξέρεις. Θέλω να τα μάθω κι εγώ! Θέλω να γίνω η καλύτερη πολεμίστρια! Πότε θα μάθουμε για τις αναισθητικές φλόγες; Για τον εκτοπισμό;»

    Ο Σκάι τής χαμογέλασε και την κοίταξε καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά που οδηγούσαν στη μεγάλη πόρτα για το σπίτι της. «Μες στις φιλοδοξίες και τα όνειρα, ως συνήθως», της είπε και τη σκούντησε στον ώμο.

    «Η ζωή χωρίς όνειρα είναι σαν ένα βιβλίο με κενές σελίδες. Άδεια», του απάντησε περήφανη.

    «Εσύ το σκέφτηκες αυτό;»

    «Όχι. Το έλεγε η μαμά μου», του απάντησε χωρίς να σβηστεί το χαμόγελο από το πρόσωπό της. Είναι ακόμη πολύ μικρή, σκέφτηκε ο Σκάι. Η μητέρα της Σκάιλερ ήταν… μια αρκετά περίπλοκη υπόθεση. Αρκετοί ήξεραν την αλήθεια, αλλά όχι όλοι. Μεταξύ αυτών και η Σκάιλερ, που νόμιζε πως έλειπε για κάποιο ταξίδι, για κάποια αποστολή της Συμμαχίας. Κάθε φορά που το συζητούσαν, ο Σκάι άλλαζε θέμα. Δεν άντεχε να της λέει ψέματα. Ήταν ιδέα του πατέρα της, όχι δική του. Τον πονούσε τόσο πολύ η σκέψη πως η μικρή περίμενε να την ξαναδεί.

    «Σου λείπει;» τη ρώτησε καθώς άνοιγε την πόρτα.

    «Ναι, λογικό δεν είναι; Σε όλους λείπει κάποιος. Εμένα η μαμά. Θα ξαναγυρίσει όμως! Το υποσχέθηκε ο μπαμπάς!» του απάντησε και έτρεξε μέσα· πήρε ένα μεγάλο ποτήρι, το γέμισε με νερό και άρχισε να πίνει.

    Ο Σκάι ήταν είκοσι χρόνων, και μόλις δεκαεπτά όταν ο πατέρας της Σκάιλερ τον βρήκε στην κατεστραμμένη Γκρέσεν. Ήταν η μέρα που η Αντίσταση επιτέθηκε για πρώτη φορά, καταφέρνοντας να τυλίξει ολόκληρη την πόλη στις φλόγες, σκοτώνοντας αρκετά άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι δύο γονείς του Σκάι. Ο Λούις τον έβαλε στο σπίτι του και τον μεγάλωσε σαν δικό του γιο. Μετά από λίγο καιρό, η Αντίσταση επιτέθηκε ξανά και αναγκάστηκαν να φύγουν από την Γκρέσεν. Πλέον περνούσαν την καθημερινότητά τους στην Τυλέρ, τη μικρή πόλη στους πρόποδες των ανατολικών βουνών της χώρας.

    Ο Σκάι δεν ήταν κανονικά προπονητής. Είχε χάσει την ευκαιρία να πάρει το πτυχίο του στην προπόνηση. Εκείνη η μέρα που άλλαξε τη ζωή του, η μέρα της πρώτης επίθεσης, ήταν η μέρα που αποφοιτούσε. Παρ’ όλα αυτά, ο Λούις του είχε αναθέσει την προπόνηση της Σκάιλερ. Δεν τον ένοιαζε που ο Σκάι δεν είχε πτυχίο. Ήταν εκείνα τα λόγια που του είχε πει και δεν σκεφτόταν το πτυχίο που έχασε. «Ο σωστός πολεμιστής δεν φαίνεται από τα πτυχία και τα βραβεία του, αλλά από την καρδιά που έχει».

    Καμιά φορά απορούσε για το πόσο διχασμένη προσωπικότητα ήταν ο Λούις. Είχε εξαφανιστεί το πρωί για μία συνέλευση, κάπου σε κάποιο κρησφύγετο. Υποτίθεται πως μέχρι τώρα θα είχε γυρίσει. Πού ήταν; Τον τελευταίο καιρό όλο έτρεχε σε συνελεύσεις. Η Αντίσταση είχε καιρό να κάνει κάποια επίθεση. Άραγε σχεδίαζαν κάτι άλλο;

    Η Σκάιλερ τον έβλεπε περισσότερο σαν αδερφό της παρά σαν προπονητή της, αν και ο Σκάι προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να φαίνεται πιο σκληρός στην προπόνηση.

    «Ναι… Το υποσχέθηκε», της απάντησε όταν εκείνη άφησε κάτω το ποτήρι της. «Πήγαινε να κάνεις μπάνιο, έχεις ιδρώσει!» είπε και την ώθησε με τα χέρια του. Εκείνη έτρεξε προς τη μεγάλη σκάλα του σαλονιού.

    Η πόρτα από την οποία είχαν μπει ήταν η πόρτα της πίσω αυλής, που οδηγούσε στην κουζίνα. Από την κουζίνα του σπιτιού, είχε κανείς πρόσβαση στην τραπεζαρία και στο σαλόνι. Η κουζίνα ήταν μικρή, αλλά ό,τι έπρεπε για τρία άτομα. Το σαλόνι και η τραπεζαρία ήταν αρκετά ευρύχωρα, και ύστερα ήταν το γραφείο του πατέρα της και η σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο, στα υπνοδωμάτια. Το σπίτι ήταν ακόμη καινούργιο και προσπαθούσε να το μάθει και να προσαρμοστεί πλήρως στον νέο χώρο. Καθώς έκανε μπάνιο σκεφτόταν, εάν της έδεναν τα μάτια, θα μπορούσε να καθοδηγήσει τον εαυτό της μέσα στο σπίτι;

    Της έλειπε το σπίτι στην Γκρέσεν, αν και δεν θυμόταν πολλά από εκεί. Είχαν μονάχα έναν χρόνο σε αυτό εδώ, στην Τυλέρ, αλλά ήδη λάτρευε το σπίτι και την πόλη περισσότερο από τη μουντή Γκρέσεν. Μετά την πρώτη επίθεση, μισούσε εκείνη την πόλη.

    Κατέβηκε μετά από λίγα λεπτά στο σαλόνι, με βρεγμένα μαλλιά και καθαρά ρούχα. Γύρισε να κοιτάξει τον Σκάι. Είχε καθίσει στο τραπέζι, με το χέρι του να στηρίζει το πιγούνι του πάνω στο τραπέζι, χαμένος στις σκέψεις.

    «Πρέπει να κάνεις κι εσύ μπάνιο!» του είπε, κι εκείνος ανέβηκε τη σκάλα χαμογελαστός.

    Ο Σκάι ήταν ψηλός, με καστανόξανθα μαλλιά –προς το ξανθό–, με πράσινα μάτια, γεροδεμένος. Καθώς έφευγε από το σαλόνι, η Σκάιλερ κάθισε στον καναπέ και ήταν έτοιμη να αρπάξει το βιβλίο που είχε αφήσει κοντά στο τέλος, όταν ξαφνικά η πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του πατέρα της άνοιξε. Ο πατέρας της ήρθε απ’ τα αριστερά του σαλονιού και κάθισε δίπλα της.

    «Πώς πήγε η προπόνηση;» τη ρώτησε και την αγκάλιασε.

    «Πολύ ωραία! Μάχη σώμα με σώμα, χτυπήματα από τη μέση και πάνω. Ήταν πιο ξεκούραστη από τη χθεσινή», απάντησε με ενθουσιασμό. «Αν και θα μου άρεσε λίγη παραπάνω προπόνηση με φωτιά», πρόσθεσε κοιτάζοντας διστακτικά.

    Ο πατέρας της σούφρωσε τα χείλη του, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα. «Όλα στην ώρα τους, Σκάιλερ. Όλα στην ώρα τους. Είσαι ακόμη μικρή και ειδικά τα πρώτα βήματα στον καλύτερο έλεγχο της δύναμής σου πρέπει να γίνουν σιγά σιγά. Εξάλλου έχετε ακόμα πολλά να καλύψετε στο κομμάτι της σωματικής μάχης».

    «Ναι, αλλά υπάρχουν τόσες τεχνικές που θέλω να μάθω…» Πόσο της άρεσε να μαθαίνει νέες τεχνικές, πέρα απ’ το να δημιουργεί απλά φλόγες και να τις στέλνει στον αντίπαλο. Σπάνιες προπονήσεις, αλλά πόσο τις λαχταρούσε… Είχε ψάξει τη βιβλιοθήκη του πατέρα της και γνώριζε πως υπήρχαν εκατοντάδες τεχνικές, και ανυπομονούσε να τις μάθει όλες.

    Καμιά φορά σκεφτόταν τι άλλη δύναμη θα ήθελε να έχει. Ίσως του αέρα. Ή τη δύναμη να ελέγχει την ύλη, αν και δεν της άρεσε το γεγονός πως όσοι την έλεγχαν ήταν τυφλοί. Ίσως και η δύναμη της γης θα ήταν καλή επιλογή. Κούνησε το κεφάλι της. Δεν θα άλλαζε με τίποτα τη φωτιά της.

    «Τα μαθήματα πώς πάνε;»

    «Βαρετά», του απάντησε αμέσως. Τα μαθήματα που έκαναν το πρωί με τον Σκάι είχαν να κάνουν με τη νομοθεσία, ιστορικά γεγονότα και ένα σωρό άλλα πράγματα, τα οποία την κούραζαν περισσότερο και από τις προπονήσεις. Εδώ έφταιγε και το γεγονός βέβαια πως, σε αντίθεση με τη διδασκαλία της μάχης και τις προπονήσεις τους, ο Σκάι δεν ήταν γεννημένος για να διδάσκει ιστορία.

    «Μα τι λες, δεν σου αρέσει να μαθαίνεις για κάτι τρομερά βαρετό που έγινε πριν πολλά ξεχασμένα χρόνια;» Η Σκάιλερ γέλασε μαζί του. «Έχουμε καιρό να φάμε βραδινό μαζί!» της είπε, κι εκείνη κούνησε αμέσως καταφατικά το κεφάλι της.

    Ο πατέρας της δούλευε σκληρά σχεδόν όλη μέρα και σπάνια έτρωγαν οικογενειακά. Κάθε μεσημέρι αλλά και βράδυ, τα τελευταία δύο χρόνια κυρίως, η Σκάιλερ έτρωγε μαζί με τον Σκάι.

    «Πάω να ετοιμάσω φαγητό τότε», είπε και σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα, ετοιμάζοντας μια κατσαρόλα με νερό, τοποθετώντας ένα πακέτο με ρύζι στον πάγκο. «Πού είναι ο Σκάι;» ρώτησε γυρίζοντας να την κοιτάξει.

    «Κάνει μπάνιο», είπε η Σκάιλερ και πήρε το βιβλίο που ήθελε να τελειώσει. Πριν προλάβει να ανοίξει το βιβλίο της, άκουσε πάλι τη φωνή του πατέρα της.

    «Αυτό το πήρες από τη μητέρα σου. Εμένα δεν μου άρεσε το διάβασμα ιδιαίτερα και δεν είναι ότι τώρα πια έχω και χρόνο…» είπε και έκανε μια γκριμάτσα λες και τότε συνειδητοποιούσε πόσο απασχολημένος ήταν συνέχεια.

    «Ναι, μου το έχεις πει πολλές φορές. Δεν διαβάζω όμως και τόσο πολύ!» Η Σκάιλερ του χαμογέλασε και έκλεισε το βιβλίο της, τοποθετώντας το στη θέση του στο τραπεζάκι.

    Ο μπαμπάς της, όταν μιλούσε για τη μαμά της, άνοιγε συζήτηση και για κάτι άλλο μετά. Περίμενε την επόμενη πρότασή του, που συνήθως ήταν κάποιου είδους ανακοίνωση. Πάντα άλλαζε θέμα σε κάτι που αφορούσε εκείνον. «Αύριο φεύγω για ένα ταξίδι», είπε και κοίταξε το πάτωμα όταν η Σκάιλερ γύρισε να τον κοιτάξει.

    «Πού πας;» ρώτησε και σηκώθηκε από τον καναπέ. Πήγε στον ξύλινο, γεμάτο πράγματα πάγκο της κουζίνας, απέναντι από τον πατέρα της.

    «Πρέπει να πάω να ελέγξω κάτι με τους υπόλοιπους αρχηγούς».

    Για να πήγαινε κάπου μαζί με τους αρχηγούς, τότε πρέπει να ήταν κάτι σοβαρό. Τι σκάρωνε άραγε η Συμμαχία των Πέντε; Παλιότερα της άρεσε τόσο πολύ η ιδέα πως κάποτε θα γινόταν κι εκείνη πρόεδρος. Η Συμμαχία των Πέντε, με κεφαλή την ίδια. Θα γινόταν τρομερή ηγέτης.

    Ήταν επιτέλους μια ευκαιρία να μπει και η ίδια λίγο στα δρώμενα. Σπάνια της έλεγε τι κάνει και γενικότερα καταστάσεις από τη δουλειά του. Ούτε στον Σκάι μιλούσε γι’ αυτά τα θέματα, αν και εκείνον, σε αντίθεση με την ίδια, δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Η Σκάιλερ ήθελε να είναι μέσα σε όλα. Στην τελική, γιατί έκανε όλα αυτά τα βαρετά καθημερινά μαθήματα; Θα γινόταν με τη σειρά της πρόεδρος, δεν έπρεπε να ξέρει πού έμπλεκε;

    «Γιατί δεν μου λες τι ακριβώς θα πας να κάνεις; Γενικά, γιατί δεν μου λες κάτι για τη δουλειά σου;» ρώτησε και στήριξε το πρόσωπό της στο χέρι της επάνω στον πάγκο.

    «Είσαι μικρή ακόμη, Σκάιλερ. Η διακυβέρνηση της χώρας πιστεύω ότι θα σου φανεί λίγο δύσκολη υπόθεση. Δεν συμφωνείς;» της είπε και την πλησίασε. «Άλλωστε ποτέ δεν πρόκειται να πω τα σχέδιά μου σε κάποιον τόσο ισχυρό και δυνατό σαν εσένα!» πρόσθεσε, κερδίζοντας το χαμόγελό της.

    Ύστερα έριξε ρύζι μέσα στην κατσαρόλα και έβγαλε ένα πιάτο μέσα από τον φούρνο, που είχαν αφήσει η Σκάιλερ και ο Σκάι από το μεσημέρι. Το πιάτο ήταν γεμάτο με κρέας κοκκινιστό.

    «Πολύ ωραίος συνδυασμός». Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και ο πατέρας της κοίταξε προς τη σκάλα. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, όταν γίνει το φαγητό θα σε φωνάξω. Μπορείς να πεις στον Σκάι να κατέβει;» είπε, και η Σκάιλερ, παρόλο που ήθελε να μείνει κι άλλο, έφυγε, μα δεν σκόπευε να μείνει στην απέξω. Θα άκουγε τη συζήτηση από το δωμάτιό της.

    «Πού πηγαίνεις, εκπαιδευόμενη;» είπε ξαφνικά ο Σκάι από την άκρη του διαδρόμου. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και τα μαλλιά του βρεγμένα.

    «Ο μπαμπάς είναι κάτω, θα φάμε όλοι μαζί βραδινό, αλλά πρώτα θέλει κάτι να συζητήσετε», του απάντησε και πήγε στο δωμάτιό της.

    Δεν είχε όρεξη να μιλήσει. Η είδηση ότι ο μπαμπάς της θα έφευγε για ταξίδι την επόμενη μέρα δεν της άρεσε καθόλου, και δεν της άρεσε που δεν μπορούσε να μάθει γιατί. Ίσως να ήταν ο πρόεδρος της χώρας, αλλά η κόρη του δικαιούνταν να μάθει κάποιες πληροφορίες, ακόμα και αν ήταν μόλις έντεκα χρονών. Άλλωστε, με την προεδρία να μεταφέρεται διαδοχικά, κάποτε θα ήταν στη θέση του.

    Έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε δίπλα από τη χαραμάδα, μήπως κατάφερνε να ακούσει κάτι. Άκουσε τον Σκάι να κατεβαίνει, μα όχι και τι συζητούσαν στην αρχή, ώσπου κάποια στιγμή οι φωνές τους υψώθηκαν.

    «Πότε;» άκουσε τη φωνή του Σκάι από τον κάτω όροφο. Άνοιξε την πόρτα ήσυχα και πλησίασε τη σκάλα. Γιατί φώναζαν; «Το ξέρει η Σκάιλερ;»

    «Όχι, θα σας το έλεγα σήμερα», είπε ο πατέρας της, ο οποίος προσπαθούσε να μη φωνάζει.

    «Και πότε βγήκε αυτή η απόφαση;»

    Κατέβηκε μέχρι τη μέση της σκάλας, όπου κοντοστάθηκε για λίγο. Ποια απόφαση; Γιατί είχε θυμώσει ο Σκάι;

    «Πριν δύο χρόνια. Περίμενα πολύ καιρό και τώρα μπορούμε να πάμε σε κάποιο πιο ασφαλές μέρος! Ακόμα πιο ασφαλές και από την Πράσινη Πόλη ή την Κάτω Πύλη!»

    «Και πού είναι αυτό το μέρος;» ήταν η φωνή της Σκάιλερ που διέκοψε τη συζήτησή τους, και γύρισαν να την κοιτάξουν καθώς έμπαινε στην κουζίνα. «Εκεί θα ταξιδέψεις αύριο;»

    «Θα πας ταξίδι;» απόρησε ο Σκάι και γύρισε να τον κοιτάξει.

    Ο πατέρας της φαινόταν κουρασμένος. Ξεφύσησε. «Θα σας τα πω όλα, ηρεμήστε. Στρώστε τραπέζι», είπε κουρασμένος.

    Εκείνη και ο Σκάι κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλο, με τον πατέρα της στην κεφαλή του τραπεζιού, ο οποίος ξεκίνησε το σερβίρισμα.

    Αφού μετακόμισαν στην Τυλέρ πριν έναν χρόνο, ο πατέρας της δεν ήθελε να φέρει υπηρέτες και οικονόμους. Προτίμησε να ζουν σαν φυσιολογική οικογένεια. Ένας χρόνος είχε περάσει μόνο και τώρα πάλι μετακόμιζαν κάπου αλλού; Τι είχε γίνει αυτή τη φορά;

    Ο ήχος από το πιάτο του πατέρα της δίπλα την έκανε να τον κοιτάξει καθώς καθόταν. Γιατί της είπε πριν να πάει επάνω; Πολλές θεωρίες για το πώς άρχισε η συζήτηση που κρυφάκουσε τριγυρνούσαν στο μυαλό της, αλλά έπρεπε να ακούσει τι θα πει ο πατέρας της.

    «Πριν δύο χρόνια, εγώ μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς αποφασίσαμε να ασχοληθούμε περισσότερο με κάποιο θέμα που δημιουργούσε αρκετά προβλήματα και συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Συμφωνήσαμε αναμεταξύ μας ότι θα ήταν καλύτερα εάν μπορούσαμε να μείνουμε και να βρισκόμαστε σε κάποια καλύτερη… τοποθεσία».

    «Αναφέρεσαι στην Αντίσταση;» τον διέκοψε ο Σκάι.

    «Ναι», του απάντησε και έφαγε μια μπουκιά από το πιάτο του.

    Η Σκάιλερ σταμάτησε να τρώει και άφησε κάτω το πιρούνι της.

    «Η Αντίσταση; Τι είναι;»

    «Τίποτα, αγάπη μου, είσαι πολύ μικρή ακόμη γι’ αυτά τα θέματα, θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις», της απάντησε γλυκά ο μπαμπάς της και ύστερα συνέχισε. «Έχουμε μια περιοχή, περιτριγυρισμένη από το μεγαλύτερο δάσος στο Ρόθερν, όπου υπάρχει ένα ασφαλές μέρος. Ένα κρησφύγετο που έχτισε ο προπάππους της Σκάιλερ με τους υπόλοιπους αρχηγούς. Ένα καταφύγιο. Τα τελευταία χρόνια κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές ώστε να γίνει κατοικήσιμο.

    »Είμαστε ευάλωτοι εδώ, δυστυχώς· δεν σκοπεύω να περάσουμε ξανά τις καταστάσεις της Γκρέσεν, δεν γίνεται να μένουμε εδώ περιμένοντας πότε θα μας επιτεθούν ξανά. Αφού γυρίσω από το ταξίδι ‒στο οποίο θα ελέγξουμε για τελευταία φορά πως όλα είναι εντάξει‒, θα πρέπει να φύγουμε. Ήθελα να σας το πω σήμερα και να τελειώνω και με αυτό το θέμα».

    Η Σκάιλερ δεν θυμόταν πολλά απ’ τις επιθέσεις στην Γκρέσεν. Κατά τη

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1