Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οι Γιοι της Επαγγελίας
Οι Γιοι της Επαγγελίας
Οι Γιοι της Επαγγελίας
Ebook778 pages9 hours

Οι Γιοι της Επαγγελίας

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

1ος αιώνας π.Χ. Ο ρωμαϊκός Αετός έχει ανοίξει τα φτερά του επάνω από το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου. Κάτω από την προστασία του, οι σιδηρόφρακτες λεγεώνες καταλαμβάνουν το ένα έθνος μετά το άλλο με εφόδια την άριστη οργάνωσή τους, την πειθαρχία τους και το άκαμπτο ηθικό τους...

Η μοναδική ελπίδα για αντίσταση, σύμφωνα με τους αρχαίους χρησμούς, ίσως να αναπτύσσεται στην κοιλιά μιας κοινής θνητής, στην επικράτεια όπου βασιλεύει ο Ηρώδης ο Μέγας, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να γεννηθεί. Θα καταφέρουν άραγε οι Υιοί του Σαμψών να σώσουν τον πολυαναμενόμενο Έξι Δύο; Γιατί η Μεγάλη Στοά έχασε τα ίχνη της δικής της αποστολής; Ποιος ήταν ο σκοτεινός ρόλος της ρωμαϊκής αντικατασκοπείας στα σχέδια των μυστικών οργανώσεων της εποχής; Μια διπλή πράκτορας στη μικρή Ιερουσαλήμ ίσως να κατέχει τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα.

Οι Γιοι της Επαγγελίας ενανθρωπίζονται και η στιγμή που θα κρίνει τη μελλοντική ύπαρξη λαών και πολιτισμών έχει έρθει. Στο σημείο μηδέν το ρωμαϊκό gladius, η ελληνική ξυάλη και το ισραηλιτικό sica διασταυρώνονται σε μια αναμέτρηση όπου μπορεί να υπάρξει μόνο ένας νικητής, αυτός που θα κερδίσει τον ίδιο τον θάνατο...

LanguageΕλληνικά
Release dateSep 27, 2023
ISBN9789606262715
Οι Γιοι της Επαγγελίας

Related to Οι Γιοι της Επαγγελίας

Related ebooks

Related categories

Reviews for Οι Γιοι της Επαγγελίας

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οι Γιοι της Επαγγελίας - Δημήτριος Α. Παπαδόπουλος

    gioi-epaggelias.jpg

    τίτλος συγγράματος: Οι Γιοι της Επαγγελίας –

    Ενανθρώπηση

    συγγραφέας: Δημήτριος Α. Παπαδόπουλος

    έκδοση ebook: Απρίλιος 2020

    isbn: 978-960-626-271-5

    ο σχεδιασμός του ebook

    έγινε απο το ατελιέ των Εκδόσεων iWrite.gr

    Εκδόσεις Πηγή

    Θεσσαλονίκη-Αθήνα

    Copyright © by xxxxxxxx. Unauthorized reproduction of this ebook is prohibited under the Copyright law of the European Union and the international Intellectual property law schemes.

    Βιογραφικό Συγγραφέα

    Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1982 στη Θεσσαλονίκη, στην οποία ζει και εργάζεται μέχρι και σήμερα μαζί με τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά. Είναι απόφοιτος της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Α.Τ.Ε.Ι. Καβάλας, τμήμα Μηχανολόγων-Μηχανικών. Οι Γιοι της Επαγγελίας είναι το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα.

    Μήκος:

    1 στάδιο = 6 πλέθρα = 100 οργυιές = 400 πήχεις = 600 πόδες = 178,6 μέτρα

    1 πλέθρο = 29,6 μέτρα

    1 οργυιά = 1,78 μέτρα

    1 πήχυς = 44,4 εκ.

    1 πους = 29,6 εκ.

    1 ρωμαϊκό μίλι = χίλια διπλά βήματα Ρωμαίου στρατιώτη = 1480 μέτρα

    1 περσικός παρασάγγης ≈ 30 στάδια ≈ 5.550 μέτρα

    Νομίσματα:

    1 τάλαντο = 60 μναί = 6.000 δραχμαί

    1 δραχμή = 6 οβολοί

    1 οβολός = 8 χαλκοί

    1 χρυσό = 25 δηνάρια = 100 χάλκινα σηστέρσια

    1 δηνάριο = 4 χάλκινα σηστέρσια

    Ώρες:

    Οι ώρες με τη σημερινή τους μορφή δεν υπήρχαν όπως γνωρίζουμε. Οι Έλληνες χώριζαν τη μέρα ως εξής:

    Πρωί: Από την ανατολή του ήλιου μέχρι τις 10 π.μ. περίπου

    Αμφί αγοράν πλήθουσαν: Από τις 10 π.μ. έως τις 12 μ.μ.

    Μεσημβρία: Από τις 12 μ.μ. έως τις 14 μ.μ.

    Δείλην: Από τις 14 μ.μ. έως τη δύση του ηλίου

    Η νύχτα χωριζόταν σε τρία μέρη: Εσπέρα, Μέση Νύκτα, Όρθρος.

    Έτη:

    Ίσως το δυσκολότερο τμήμα για να καταρτιστούν πίνακες, αφού κάθε λαός μετρούσε τα έτη διαφορετικά και με μεγάλες διαφορές στο σύστημα μέτρησής του. Επίσης, και εντός του λαού υπήρχαν διαφορές στη μέτρηση, αφού αλλιώς θα μετρούσε η ελληνική βασιλική αυλή τα έτη και αλλιώς το ιερατείο. Επειδή σκοπός του μυθιστορήματος είναι να διευκολύνει τον αναγνώστη δίνοντάς του μια σαφή εικόνα της χρονικής περιόδου και της εκάστοτε εποχής που περιγράφεται, λαμβάνεται ως δεδομένη η αρίθμηση των ετών βάσει του ρωμαϊκού ημερολογίου που μετρούσε τα έτη «από κτίσεως Ρώμης». Σαφώς και οι Ρωμαίοι μετρούσαν διαφορετικά, μετρώντας πολλές φορές τα έτη από την ημέρα που αναλάμβανε την εξουσία κάποιος αυτοκράτορας, όμως θα χρησιμοποιηθεί αυτό το σύστημα με έτος αναφοράς το 753 π.Χ., έτος το οποίο υποθετικά χτίστηκε η Ρώμη. Σύμφωνα πάλι με τους Ιουδαίους, ο χρόνος άρχισε να μετρά μαζί με την κτίση του κόσμου, στις 7 Οκτωβρίου του έτους 3761 π.Χ. Με αυτά τα δεδομένα καταρτίζουμε τον ακόλουθο πίνακα ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στο μυθιστόρημα.

    Μήνες:

    Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά με το ρωμαϊκό σύστημα να ακολουθείται μέχρι τις μέρες με ελάχιστες παραλλαγές που γίνανε εκείνη την εποχή (π.χ. μετονομασία του Ιουλίου και του Αυγούστου από τα αντίστοιχα ονόματα των μεγάλων αντρών της Ρώμης), οπότε καταρτίζουμε πίνακα αρκετά πιο εύκολα:

    Ιστορική σημείωση: Στο μυθιστόρημα ο Φεβρουάριος έχει 28 ημέρες προς διευκόλυνση του αναγνώστη, αν και αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές. Ο Φεβρουάριος, τελευταίος μήνας του χειμώνα, αρχικά είχε 30 ημέρες όπως και οι υπόλοιποι μήνες. Το 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας αφαίρεσε μία ημέρα από τον Φεβρουάριο και την προσέθεσε στον δεύτερο μήνα του καλοκαιριού ο οποίος πήρε και το όνομά του, θέλοντας να επιμηκύνει την καλοκαιρινή περίοδο και να τιμήσει τον μήνα που έφερε το όνομά του. Αργότερα, το 4 π.Χ. ο Αύγουστος έπραξε κι αυτός το ίδιο με τον δεύτερο μήνα του καλοκαιριού που ήταν αφιερωμένος σε αυτόν, προκειμένου να μην υπολείπεται σε τίποτε από τον μήνα που έφερε το όνομα του Καίσαρα, αφού θεωρούσε τον εαυτό του ομότιμο του μεγάλου άντρα, αφήνοντας έτσι τον Φεβρουάριο με 28 ημέρες.

    Προοίμιο

    Επιτέλους, τον βρήκα.

    Κάποια λεπτά νωρίτερα, ο μαυροφορεμένος άντρας στεκόταν μπροστά σ’ έναν βράχο, κοιτάζοντάς τον με ένα νικητήριο βλέμμα. Πλησιάζοντας την πέτρα, ξεκίνησε να την ψηλαφίζει, χαϊδεύοντας ελαφρά με τα ακροδάχτυλά του την κάθε σπιθαμή της, αναζητώντας με μεγάλη υπομονή να βρει το κρυμμένο μυστικό…

    Είχε ακολουθήσει τον πληροφοριοδότη του μέχρι εδώ, βλέποντάς τον να εξαφανίζεται μέσα στον βράχο. Δύο χρόνια. Δύο χρόνια κρυβόταν, παρακολουθούσε, πλήρωνε, ταπεινωνόταν, αλλά τα κατάφερε… Είχε βρει αυτό που έψαχνε.

    Επιτέλους, τον βρήκα. Ήμουν σίγουρος ότι υπήρχε. Τραβώντας έναν μοχλό κάτω, δεξιά, πίσω από τον βράχο, σε μια εσοχή, είδε έκπληκτος τον τεράστιο πέτρινο όγκο να κινείται, ολισθαίνοντας προς τα δεξιά και ανοίγοντας ένα σκοτεινό πέρασμα σε μια δαιδαλώδη σήραγγα. Στο βάθος υπήρχε μια υποψία φωτός, πιθανότατα από κάποιον δαυλό κρεμασμένο στον τοίχο. Αντικρίζοντας το σκοτεινό μονοπάτι που απλωνόταν μπροστά του, τράβηξε το κοντό σπαθί του και όρμησε μέσα…

    Αρκετά βήματα μετά και ακολουθώντας μόνο τις διακλαδώσεις του μονοπατιού που ήταν φωτισμένες, βρέθηκε σε μια μεγάλη, διπλή πόρτα, φτιαγμένη από ξύλο οξιάς. Στη διαδρομή πέρασε έξω από πολλές πόρτες, δεν τόλμησε όμως ν’ ανοίξει κάποια από αυτές. Όλα τα σημάδια, καθώς και η εσωτερική φωνή του, μέσα σε αυτή την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τον οδήγησαν σε αυτή την πόρτα. Το ένα φύλλο της ήταν μισάνοιχτο, με το φως να έρχεται άπλετο από μέσα. Ο άντρας έσφιξε το σπαθί στα χέρια του καθώς υποψιαζόταν ότι οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια σε παγίδα, όμως είχε φτάσει πάρα πολύ μακριά για να κάνει πίσω… Ανοίγοντας το φύλλο, αντίκρισε ένα τεράστιο δωμάτιο, προσαρμόζοντας τα μάτια του στο άπλετο πλέον φως που ερχόταν από έναν πολυέλαιο κρεμασμένο από το ταβάνι με δεκάδες κεριά αναμμένα πάνω του. Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένα ευμέγεθες, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι με δώδεκα ξύλινες, περίτεχνα σκαλισμένες καρέκλες, με καλύμματα από χρυσοΰφαντο, πορφυρό ύφασμα. Δεξιά όπως έβλεπε και ανεβαίνοντας με το βλέμμα αρκετά σκαλοπάτια, υπήρχε ένας ολόχρυσος θρόνος, προφανώς για τον αρχηγό της ομήγυρης. Σε μια από τις ξύλινες καρέκλες, η οποία είχε ένα κόκκινο κάλυμμα ριγμένο πάνω της με την κεφαλή ενός Κριού κεντημένη με χρυσαφένια κλωστή, καθόταν ο πληροφοριοδότης του, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη σ’ αυτόν.

    «Σε ακολούθησα μέχρι εδώ, αναγκαστικά. Ξέρω ότι σε φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς…» ξεκίνησε να του λέει, επιτρέποντας στον εαυτό του να χαλαρώσει λίγο, βλέποντας μια οικεία φιγούρα στο αφιλόξενο περιβάλλον. Πλησιάζοντάς τον, τον έπιασε φιλικά από τον ώμο συμπληρώνοντας: «Ελπίζω να με συγχωρέσεις». Ο πληροφοριοδότης δεν απάντησε, ενώ ταυτόχρονα ο άντρας παρατηρούσε μια μάσκα αφημένη στο τραπέζι μπροστά του. Ήταν ένα προσωπείο, φτιαγμένο από λινό ύφασμα, το οποίο είχε μουσκευτεί σε γύψο και είχε πάρει το σχήμα της όψης ενός μαινόμενου κριαριού, λευκού στο χρώμα και αρκετά τρομακτικού στην όψη, με δυο δερμάτινες λωρίδες εκατέρωθεν για τη στερέωσή του στο πρόσωπο. Στις χαραγμένες κόγχες των ματιών του φάνηκε ότι ένα ζευγάρι μάτια τον παρακολουθούσε από μέσα, δίνοντάς του το έναυσμα για να πιάσει το κεφάλι του συνομιλητή του και να διαπιστώσει ότι, όντως, τα μάτια του είχαν αφαιρεθεί και τοποθετηθεί πίσω από τη μάσκα πάνω στο τραπέζι… Το ίδιο πρέπει να συνέβη και με τη γλώσσα του, καθώς έβλεπε κάτι σαν γλώσσα πίσω από την εγκοπή της μάσκας για το στόμα και αίμα να αναβλύζει από τη στοματική κοιλότητα του άτυχου άντρα. Δεν πρέπει να είχε περάσει πολλή ώρα από την ώρα που άφησε την τελευταία του πνοή καθώς το πτώμα ήταν ακόμη ζεστό. Ενστικτωδώς και φερόμενος με μεγάλη ψυχραιμία, έβγαλε από μια θήκη που είχε ένα μαχαίρι και το κράτησε με το άλλο χέρι του, με τη λεπίδα στραμμένη προς τα κάτω, και υψώνοντας ελαφρά το σπαθί, πήρε αμυντική στάση και άρχισε να οπισθοχωρεί προς την ξύλινη πόρτα…

    «Ατσάλι στον προδότη…» άκουσε μια φωνή, προερχόμενη από τη μεριά που ήταν ο χρυσός θρόνος, να του λέει, κάνοντας το αίμα στις φλέβες του να παγώσει. Προσπαθώντας να διακρίνει το άτομο πίσω από τη φωνή, αντίκρισε μια φιγούρα να βγαίνει από μια αόρατη πόρτα πίσω από τον θρόνο. Στο ημίφως διέκρινε έναν άντρα με βαθυκόκκινη κελεμπία από βαρύ, φινετσάτο ύφασμα, πιθανώς μετάξι, ο οποίος φορούσε μια χρυσή μάσκα με προσωπείο όχι ανθρώπου αλλά ζώου, ίσως ενός ερπετού (;) όπως θα μπορούσε να τον πληροφορήσει η όρασή του… Στο κόκκινο φόντο της αμφίεσης ένα μεγάλο φίδι φαινόταν να τυλίγεται γύρω από το σώμα της φιγούρας, το οποίο δεν μπορούσε να πει με σιγουριά εάν ήταν ζωγραφισμένο ή αληθινό. Το κεφάλι του φιδιού δεν φαινόταν, καθώς, όπως είχε τυλιχτεί, κατέληγε πίσω από το κεφάλι του άντρα με το τελευταίο αυτό να μοιάζει με την κεφαλή του φιδίσιου σώματος… Έχοντας αρχίσει να νιώθει ένα ελαφρύ τρέμουλο στους μυς του, πιθανότατα λόγω φόβου, αφού ο άντρας κινούνταν προς το μέρος του και μπορούσε να διακρίνει τα μαύρα, στυγερά μάτια, τα οποία τον κάρφωναν με ένα ατσάλινο βλέμμα, αποφάσισε να σταματήσει να οπισθοχωρεί. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχαν άλλοι στο δωμάτιο και ο αντίπαλός του ήταν μάλλον άοπλος, κινήθηκε αποφασιστικά προς το μέρος του, έτοιμος για όλα. Ο άντρας πίσω από τη μάσκα ξαναέσπασε τη σιωπή λέγοντάς του:

    «Φωτιά στον Αφέντη του…»

    ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΓΕΝΕΣΙΣ

    1. Νηνεμία

    ΔΕΛΦΟΙ 667 α.κ.Ρ (86 π.κ.χ)

    25 Φεβρουαρίου, Αλκυονίδες Ημέρες

    Πρέπει να βρω μια λύση. Δεν μπορώ να την εμπιστευτώ σε αυτό το παιδαρέλι… Ο γηραιός άντρας παρατηρούσε τον Αετό που είχε αρχίσει να ξεπροβάλει μαζί με τις πρώτες πρωινές αχτίδες του Ήλιου, χαμηλά στους πρόποδες του ιερού όρους Παρνασσού. Περήφανος, στα όρια της αλαζονείας, αγέρωχος και χρυσαφένιος, προσέδιδε κύρος σε αυτούς που τον κρατούσαν και φόβο σ’ αυτούς που τον αντίκριζαν να τους πλησιάζει, μέχρι να τους υποτάξει, με διπλωματία ή βία, κάτω από τα φτερά του. Αυτές οι πρώτες ακτίνες ήταν που προσέδιδαν μια νοτισμένη μυρωδιά στον αέρα, εξατμίζοντας την υγρασία των φυλλωμάτων του δάσους, που σαν πράσινο χαλί επεκτεινόταν μέχρι τη νοητή γραμμή του μακρινού ορίζοντα. Την προηγούμενη νύχτα, η σφοδρή νεροποντή ξάφνιασε τους πάντες στο βουνό καθώς ο έναστρος νυχτερινός ουρανός, κατά τις πρώτες βραδινές ώρες, δεν προϊδέαζε κανέναν για κάτι τέτοιο.

    Οι ιερείς του Μαντείου, πρωτοστατούντος του Αρχιερέα παρατηρούσαν τον Ιερό Δρόμο, να μολύνεται για άλλη μια φορά από την παρουσία έφιππων, πορφυροφορεμένων λεγεωνάριων. Σε άψογο σχηματισμό, οι στρατιώτες, προφανώς έχοντας ξυπνήσει τις πρώτες πρωινές ώρες για να είναι νωρίς στους Δελφούς, ακολουθούσαν ευλαβικά το ιερό σύμβολό τους. Πίσω από το σύμβολο μια συστοιχία με τα λάβαρά τους, στοιχισμένα σε δυάδες, παρέλαυναν και αυτά. Έντονα βαμμένα κόκκινα υφάσματα με το ακρωνύμιο SPQR δαφνοστεφανωμένο στο κέντρο τους, ακολουθούμενα από σκουροπράσινα με χρυσοκέντητες κεφαλές λύκου με ένα V πάνω από αυτές. Ακριβώς από πίσω, δυο επίσης πορφυρά λάβαρα με το σύμβολο Ι, χρυσοκέντητο και αυτό σε κόκκινο φόντο, και τελευταίοι οι δύο φαιοκίτρινοι φορείς εμβλημάτων, πλαισιωμένοι με χρυσαφί ραφές σε όλη τους την περίμετρο στους οποίους ήταν γραμμένα το Ι και το ΙΙ αντίστοιχα. Πρώτη και δεύτερη τούρμα¹, της πρώτης ίλης ιππικού, μέρος της λεγεώνας των λύκων, της ρωμαϊκής δημοκρατίας, λοιπόν, σκέφτηκε ο Αρχιερέας. Δεν θα χρειαζόταν να συμβουλευτεί την Πυθία για τις προθέσεις τους… Ήξερε ότι ο Σύλλας είχε ξεμείνει από χρήματα και πρώτες ύλες, ήξερε την κατάσταση στη Ρώμη και επίσης ήξερε ότι ο Ύπατος δεν θα έκανε πίσω σε κανένα εμπόδιο.

    «Γαμημένοι Ρωμαίοι», είπε ξεχνώντας τον βαθμό και τον ρόλο του για μια στιγμή, «μας λεηλατούν συνεχώς για τις κωλοεκστρατείες τους. Αυτό όμως είναι πρωτάκουστο, παίρνουν θησαυρούς Ελλήνων για να σφάξουν Έλληνες…»

    «Ηρέμησε, Γέροντα», ακούστηκε η φωνή του νεαρού άντρα που ακόνιζε την αιχμή του δόρατός του σε μια μαύρη, τραχιά πέτρα που είχε κουβαλήσει από τον τόπο του.

    «Γιατί, φρουρέ», απάντησε ειρωνικά ο, κατά τα άλλα σεβάσμιος, Γέροντας, «θα μας σώσεις με το δόρυ σου από την ορδή των Ρωμαίων;»

    «Γι’ αυτό μ’ έχουν στείλει εδώ, κύριε», αποκρίθηκε ο άντρας παίρνοντας ξαφνικά ένα πολύ σοβαρό ύφος, εμφανώς θιγμένος από το σχόλιο και το ύφος του ιερέα. «Και το όνομά μου είναι Αρίσταρχος».

    «Άκου, λοιπόν, Αρίσταρχε. Σ’ έχουν στείλει εδώ για να τελείς υπό τις διαταγές μου, όπως έχεις ορκιστεί. Λοιπόν, εάν προβάλεις αντίσταση σε εξήντα και πλέον έφιππους λεγεωνάριους, δεν θα έχω και πολύ χρόνο να εκμεταλλευτώ τους όρκους σου…» είπε ο ιερέας σοβαρεύοντας και αυτός με τη σειρά του, αναγνωρίζοντας ότι άφησε τα συναισθήματα μίσους να τον κυριεύσουν, επιτρέποντας με τη συμπεριφορά σ’ έναν λαϊκό να τον επαναφέρει στην τάξη. «Υπάρχουν καλύτερα πράγματα να κάνεις για να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου στο Μαντείο».

    «Διατάξτε με, κύριε». Ο νεαρός Σπαρτιάτης επανήλθε στην τάξη μετά τα τελευταία λόγια του ιερέα, ενθυμούμενος την αποστολή του.

    «Θα πάρεις την Πυθία μαζί σου και θα ιππεύσετε μακριά από εδώ. Αυτοί οι άπιστοι έχουν μολύνει τα ιερά μας πολλές φορές. Και όχι μόνο τους Δελφούς, αγόρι μου, μα ιερά άλση, ιερά εδάφη… Δεν θέλω να μολύνουν και τη φωνή του Θεού».

    Ναι, για να τη μολύνεις μόνο εσύ, πορνόγερε… σκέφτηκε ο Αρίσταρχος, μα ούτε καν μόρφασε. Ο θεσμός του Αρχιερέα των Δελφών, με ό,τι αυτό αντιπροσώπευε, ήταν από τους πρώτους σε σεβασμό από όλους τους Έλληνες, ασχέτως με το πρόσωπο που τον ενσάρκωνε.

    «Θα πάρεις το άλογό σου και θα ακολουθήσεις την Οδό προς τη Θάλασσα. Αφού φτάσεις στον Κορινθιακό κόλπο, θα ακολουθήσεις τον δρόμο που ξέρεις και θα την οδηγήσεις στο Αρχηγείο σας. Εκεί θα είναι ασφαλής μέχρι να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, να επέλθει η ηρεμία και να τη φέρεις πάλι πίσω. Είναι πολύ χαρισματική η θεά, είναι εκλεγμένη από τον ίδιο τον Απόλλωνα, αν την αφήσουμε να την πειράξουν, η οργή του Θεού θα πέσει επάνω μας…»

    Κοίτα που βαράει καψούρα ο γέρος και κάθεται και μου αραδιάζει ένα σωρό… Συγχώρεσέ με, Φοίβε, για τις σκέψεις που κάνω… Ο Αρίσταρχος κρατούσε με δυσκολία τη γλώσσα του.

    «Λοιπόν, Αρίσταρχε, κατάλαβες την αποστολή σου. Έχεις κάποια απορία, κάποια ερώτηση;» τον ρώτησε ο Αρχιερέας.

    «Σεβάσμιε Γέροντα, σε άκουσα με προσοχή και εν τάχει θα σου πω την άποψή μου και έπειτα πράξε ό,τι θέλεις. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο δεν είναι οι έφιπποι λεγεωνάριοι, αλλά ο ουλαμός με τα μουλάρια που ακολουθεί τους λεγεωνάριους. Αυτά τα μουλάρια έχουν σκοπό να φύγουν φορτωμένα με χρυσό, ασήμι και αναθήματα από εδώ. Και άλλες φορές οι Ρωμαίοι έχουν ζητήσει φόρους από το Μαντείο αλλά ποτέ δεν έστειλαν τόσο στρατό εδώ, ούτε μουλάρια. Σίγουρα δεν μπορώ να νικήσω όλους αυτούς μαζί, εκτός και αν κατέβει ο Θεός να πολεμήσει στο πλάι μου, αλλά εάν με διατάξεις να μείνω, πίστεψέ με, θα δυσκολευτούν πολύ να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους… Έτσι θα μάθουν ότι δεν μπορούν να παραβιάζουν τα ιερά μας χωρίς να χύσουν αίμα», αντιπρότεινε ο νεαρός.

    Ο Γέροντας φάνηκε για μια στιγμή να κοντοστέκεται και να συλλογίζεται τα λόγια του νεαρού, καθώς ο τελευταίος έσφιγγε τα μάλλινα κορδόνια του χάλκινου θώρακά του και φορούσε την επίσης χάλκινη, καλογυαλισμένη περικεφαλαία του. Πώς είχαν αποδυναμωθεί έτσι οι Έλληνες; Η Στοά, η παντοδύναμη Στοά, που κάποτε είχε παντού στρατιώτες και κατασκόπους, επιφορτισμένη και με την ασφάλεια των μαντείων και ιδιαίτερα αυτού των Δελφών, του είχε στείλει μόνο αυτό το –ομολογουμένως θαρραλέο– παιδαρέλι; Σε τι σκοτεινές συμφωνίες θα αναγκαζόταν να συγκατανεύσει για να διαφυλάξει την ιερότητα αυτού του τόπου; Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε με έκδηλη την απογοήτευση στο βλέμμα του τον Αρίσταρχο.

    «Ακόμα και αν σαν από θαύμα τους σκότωνες όλους, την επόμενη φορά θα έρθουν με ολόκληρη ίλη και τη μεθεπόμενη με μια λεγεώνα, νέε μου. Κατανοώ και σέβομαι το πάθος σου για μάχη και διάκριση μπροστά στα μάτια του Θεού, καθώς δεν υπάρχει τίποτα πιο τιμητικό από το να πεθάνεις για τον ναό του Απόλλωνα, όμως, πίστεψέ με, είναι εξίσου τιμητικό να σώσεις την ιέρειά του», του απάντησε.

    «Φεύγοντας από εδώ, αθετώ τον όρκο μου να σας προστατεύσω. Μη γελιέστε», είπε κοιτάζοντας προς τους υπόλοιπους ιερείς, «δεν θα έρθουν εδώ για να σας χαϊδέψουν. Είστε γνώστες τού τι έπραξαν αποψιλώνοντας τα ιερά άλση γύρω από το Λύκειο και από την Ακαδημία. Άλση που κανένας κατακτητής δεν είχε τολμήσει να πειράξει τόσους αιώνες… Κάποιος από εσάς θ’ αντιδράσει βλέποντάς τους να ατιμάζουν το Μαντείο σας και τότε θα επέλθει η σφαγή… Ξέρετε τι θα κάνουν στην Αθήνα όταν την καταλάβουν; Δεν θα μείνει ούτε σπιθαμή χώματος απότιστη από αίμα ομοεθνών μας. Είναι αιμοδιψή ζώα που όσο πιο πολλά κεφάλια ιερέων που αντιστάθηκαν στη Ρώμη και στον αετό της πάνε στους ανωτέρούς τους τόσο περισσότερα παράσημα θα πάρουν. Είναι…»

    «Αρκετά!» φώναξε ο Αρχιερέας αγανακτισμένος. Έπειτα απευθύνθηκε στους υπόλοιπους ιερείς, οι οποίοι είχαν εμφανώς μεταβεί από το στάδιο της ανησυχίας στο στάδιο του τρόμου μετά την αγόρευση του νεαρού, κοιτάζοντας με ένα αυστηρά παγωμένο βλέμμα τον ατίθασο και χειμαρρώδη Σπαρτιάτη. «Ο νεαρός φύλακάς μας ξεχνάει τη σοφία των προγόνων του για το περί λακωνίζειν και γεμίζει το μυαλό σας με φόβο. Οι Ρωμαίοι θα έρθουν, θα πάρουν ό,τι θέλουν χωρίς αντίσταση από εμάς και ο Φοίβος Απόλλων θα φροντίσει να μας επιστρέψει τα αφαιρεθέντα, διπλά. Η ιστορία του Μαντείου χάνεται στα βάθη των αιώνων, έχουμε περάσει χειρότερα από μια χούφτα λεγεωνάριους, αδελφοί μου, και έχουμε βγει αλώβητοι και ισχυρότεροι. Και εξάλλου, η Αθήνα δεν έπεσε ακόμη…»

    Τα λόγια του Αρχιερέα καθησύχασαν κάπως το υπόλοιπο ιερατείο, ασχέτως που πλέον ο καλπασμός των αλόγων μπορούσε να γίνει αντιληπτός όχι μόνο διά της ακοής, αλλά και από την ανατάραξη που προκαλούσαν στο έδαφος οι οπλές των αλόγων.

    «Λοιπόν, νεαρέ, λυπάμαι που παραδίδω την πρωθιέρειά μας σε έναν άφρονα φαφλατά σαν κι εσένα όμως δεν έχω άλλη επιλογή…»

    Με τα τελευταία προσβλητικά, αλλά απολύτως δικαιολογημένα, λόγια του Αρχιερέα, ξεπρόβαλαν από το Ιερό οι ιέρειες του Ναού. Ο νεαρός Αρίσταρχος έπαψε να δίνει σημασία πλέον στα λόγια του τελευταίου και επικέντρωσε την προσοχή του στις γυναίκες. «Επιτέλους. Θα δούμε θηλυκό μετά από τόσους μήνες». Από την ημέρα που είχε αφιχθεί στο Μαντείο, λες και το έκαναν επίτηδες, οι ιέρειές του εξαφανίζονταν από μακριά, με το που έριχνε το βλέμμα του πάνω τους ο νεαρός, αφήνοντας πίσω τους ένα πνιχτό, μακρόσυρτο γέλιο. Προφανώς δασκαλεμένες από τους υπόλοιπους ιερείς να μην πλησιάζουν τον καλογυμνασμένο νεαρό και μπουν σε πειρασμό, αφού άλλος ήταν ο σκοπός της επισκέψεώς του, τον έκαναν να σκέφτεται ότι έπαιζαν κάποιο ερωτικό παιχνιδάκι μαζί του. Δεν θα ξεμοναχιάσω κάποια από εσάς. Θα δείτε ότι εγώ δεν παίζω παιχνιδάκια, σκεφτόταν.

    Από την άλλη, οι νεαρές κοπέλες θαύμαζαν τους γραμμωμένους κοιλιακούς και το ρωμαλέο στήθος του νεαρού, τα φουσκωμένα μπράτσα και τους πήχεις του, τα καλοξυρισμένα πόδια του, με τις γάμπες του να αποτελούν μόνιμο θέμα σχολιασμού στα πηγαδάκια τους. Το άλλο θέμα ήταν τα πολλαπλά λακκάκια που σχηματίζονταν στο τελείωμα των χειλιών του όταν αυτός χαμογελούσε, το τετραγωνισμένο σαγόνι του, η περίεργη, μεγαλούτσικη μύτη με την ελαφρά κλίση προς τα αριστερά, μάλλον μετά από κάποιο παλιότερο χτύπημα σε καβγά, τα πεταχτά ζυγωματικά του και τα αμυγδαλωτά καστανά του μάτια. Με μαλλιά μαύρα και πυκνά, πάντα κοντοκουρεμένα, αντίθετα από τους προγόνους του, αφού γενικά απεχθανόταν τις τρίχες και ακολουθώντας τη νέα ξενόφερτη ρωμαϊκή μόδα που ήθελε γενικά τον άντρα άτριχο και καλοξυρισμένο, ύψος πάνω από τέσσερις πήχεις, ατρόμητος και με χιούμορ, ήταν το όνειρο κάθε νεαρού κοριτσιού. Και αυτό το ξέραν οι ηλικιωμένοι, παχουλούτσικοι και στη συντριπτική πλειοψηφία τους φαλακροί ιερείς, οπότε η εντολή που δώσανε στις κορασίδες, εμπεριείχε έντονο το στοιχείο του φθόνου για τον Σπαρτιάτη.

    Έτσι, λοιπόν, οι ιέρειες, βγαίνοντας από το ιερό τους, το μέρος του Μαντείου που θα χαρακτηριζόταν ως γυναικωνίτης, ανά δυάδες και με το βλέμμα πάντα στραμμένο χαμηλά, σχημάτιζαν έναν νοητό διάδρομο, στεκούμενες η μία απέναντι από την άλλη, για να περάσει η πρωθιέρειά τους, Πυθία. Αμέσως μόλις βγήκε και η τελευταία δυάδα παίρνοντας τη θέση της, έκανε την εμφάνισή της καλυμμένη με ένα μενεξεδί πέπλο, το οποίο επέτρεπε μόνο στα μάτια της να είναι ορατά και ένα ολόσωμο λευκό φόρεμα από φίνο, γυαλιστερό ύφασμα, το οποίο κάλυπτε όλο της το σώμα, αφήνοντας τα πάντα στη φαντασία. Τα πάντα, εκτός από τις μικροσκοπικές, πανέμορφες πατούσες της με τους πιο αδύνατους αστραγάλους που είχε δει ποτέ του. Απεναντίας, με το παρόν τελετουργικό παράδοσης, οι υπόλοιπες ιέρειες δεν άφηναν τίποτα σ’ αυτή. Φορώντας μόνο δύο κομμάτια από ύφασμα, ένα κάτω από τη μέση για να κρύβει τα απόκρυφά τους και ένα στο στήθος τους, ήταν μια εξωπραγματική εικόνα για τον Αρίσταρχο, ωθώντας τον να ξεχάσει Ρωμαίους, άλογα, μουλάρια και κάνοντας τον ανδρισμό του να ορθωθεί…

    Η φωνή του Αρχιερέα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Τα ενδύματα για το ταξίδι σου, Πυθία», είπε προσφέροντάς της ένα πακεταρισμένο δέμα με ρούχα, προφανώς από δέρμα, απ’ ό,τι μπορούσε να διακρίνει ο Σπαρτιάτης. Η γυναίκα με μια κίνηση παραμέρισε το πέπλο της και κινήθηκε για να παραλάβει τα καινούργια της ρούχα. Πλούσια, ξανθά μαλλιά χύνονταν στους ώμους της κοπέλας, η οποία δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαοχτώ ετών. Καθώς πέρασε από μπροστά του, κινούμενη προς τον Αρχιερέα, ο Αρίσταρχος είδε μια πραγματική αποκάλυψη στο πρόσωπο της γυναίκας. Δυο καταπράσινα σαν αιγυπτιακά σμαράγδια, εκφραστικά μάτια με μακριές, πυκνές, σταρένιες βλεφαρίδες, στεφανωμένα από λεπτοδουλεμένα, ξανθά, σχεδόν αόρατα στο φως της ημέρας, τοξωτά φρύδια, μέτωπο καθαρό και φωτεινό μέχρι τις πρώτες φύτρες των μαλλιών της, σαρκώδη, κατακόκκινα χείλη, κόκκινα, λεπτά μάγουλα, πόλος έλξης για τα χάδια κάθε αρσενικού, μυτούλα μικρή, γατίσια θα μπορούσε να πει, και ένα ντροπαλό, στρογγυλεμένο πιγούνι στο τελείωμα αυτού του ποιήματος της Μητέρας Φύσης. Σύνελθε, Αρίσταρχε, θα είστε όλη μέρα μαζί, έχεις χρόνο, η εσωτερική φωνή του θα άρχιζε να του φωνάζει για να τον συνεφέρει.

    Η λογική του άρχισε να συνταράσσεται, σε συνεργασία με την εσωτερική φωνή του, καθώς η αναταραχή του εδάφους από τον τριποδισμό των αλόγων άρχισε να γίνεται εντονότερη και ξεκίνησε να φέρει το άλογό του. Τελικά είμαι πολύ -πώς με είπε ο γέρος- άφρονας. Μου δίνουν τέτοιο μου… –ηρέμησε, Αρίσταρχε, είναι ιέρεια του Απόλλωνα- τέτοια κοπέλα, συγχώρεσέ με, Φοίβε, μου λένε «σήκω, φύγε από δω, γιατί θα σε σκοτώσουν», κι εγώ λέω «όχι, θα μείνω να σας προστατεύσω». Και όχι τίποτ’ άλλο, με διώχνουν μετά με το ζόρι. Μπα, το «άφρονας» μου φαντάζει φιλοφρόνηση, αλλιώς θα με χαρακτήριζα.

    Στο μεταξύ, έφτασε στον χώρο όπου είχε δεμένο το άλογό του, ένα πρόχειρο υπόστεγο που είχε στήσει λίγο έξω από τον ιερό χώρο του Μαντείου τις προηγούμενες ημέρες, μην έχοντας τι άλλο να κάνει. «Τι κάνει το παλληκάρι μου;» του είπε και τον χάιδεψε δυνατά πίσω από τις γνάθους του, καθώς τον έλυνε, για να τον ζωηρέψει. Το ζώο φάνηκε να χαίρεται με το έντονο χάδι του ιδιοκτήτη του και ανασήκωσε τις μπροστινές οπλές του δείχνοντας ότι ήταν ξεκούραστο, καλοταϊσμένο και έτοιμο. Άλλωστε δεν του άρεσε η αδράνεια, όπως και του Αρίσταρχου, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αγαπούσε αυτό το πλάσμα. «Φτάνει, αρκετά καθίσαμε σ’ αυτό το καταραμένο μέρος – συγχώρεσέ με, Απόλλωνα, αλλά είδαν πολλά αυτές τις ημέρες τα μάτια μου από τους ιερείς σου. Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε και αφού ο Κλέων –έτσι έλεγε το άλογό του– χλιμίντρισε μακρόσυρτα, ο νεαρός ανέβηκε στη σέλα και κίνησε να παραλάβει το πολύτιμο φορτίο του.

    Όταν έφτασε στο προαύλιο του Ναού, παρατήρησε ότι η κοπέλα είχε ήδη ντυθεί. Δερμάτινες, καφέ, χοντρές μπότες από δέρμα βοδιού και ξύλινο υποπόδιο τυλιγμένο με λωρίδες δέρματος, δερμάτινο, καφέ παντελόνι, επενδεδυμένο με μάλλινη, λευκή επένδυση που ξεχείλιζε στους αστραγάλους και στη μέση, μάλλινο πανωφόρι με γούνινες λεπτομέρειες στα μανίκια και γύρω από τον λαιμό, και μια χοντρή, δερμάτινη κάπα με κουκούλα, πιθανότατα από δέρμα βόειου, όπως θα παρατηρούσε ο νεαρός, την οποία η Πυθία δεν είχε φορέσει αλλά την κρατούσε στο χέρι προφανώς, γιατί μια δυάδα ιέρειες της τύλιγε τα πλούσια και πυκνά μαλλιά της σε κότσο για το ταξίδι. Επίσης, παρατήρησε ότι οι ιερείς τον κοιτούσαν με στραβό βλέμμα, εμφανέστατα προσβεβλημένοι που εισήλθε με τον Κλέωνα εντός του Ιερού χώρου. «Να δω πώς θα κοιτάτε τους Ρωμαίους που μέχρι και μουλάρια θα σας βάλουν μέσα στο Ιερό». Έπειτα, αφού έφτασε κοντά στον Αρχιερέα και την Πυθία, ξεπέζεψε και περίμενε τον πρώτο να τον καλέσει για να παραλάβει τη γυναίκα. Αυτός, αφού την ασπάστηκε, της ψιθύρισε κάτι στο αυτί και έπειτα έκανε νόημα στον Αρίσταρχο να προσεγγίσει. Πλησιάζοντας, δεν μπορούσε να μη θαυμάσει την πίσω όψη της κοπέλας από τη μέση και κάτω, η οποία διαγραφόταν λεπτομερέστατα με το εφαρμοστό, δερμάτινο παντελόνι. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από τον άντρα και μην έχοντας ανασηκώσει το βλέμμα του, αφού το πανέμορφο στα μάτια του θέαμα τον είχε μαγνητίσει, προκάλεσε τον ξερόβηχα του Αρχιερέα.

    «Ναι, ναι, με συγχωρείτε, κάτι σκεφτόμουν…» απολογήθηκε.

    «Ηρέμησε και συγκεντρώσου, έχεις πολύ σημαντική αποστολή…»

    «Και θα τη φέρω εις πέρας», τον διέκοψε πλησιάζοντας τη γυναίκα, παίρνοντάς την από το χέρι και οδηγώντας τη στο άλογό του. Ο Αρχιερέας ακολούθησε. Ο Αρίσταρχος ήταν ο μοναδικός άντρας πέραν του Αρχιερέα που την άγγιζε μετά από πολλά χρόνια. Αυτό δεν την άφησε ασυγκίνητη, αφού ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, ρίγος το οποίο ένιωσε μέχρι τις ρίζες των κατάξανθων μαλλιών της.

    Από την άλλη, ο Αρίσταρχος, παρά το νεαρό της ηλικίας του και την επιπολαιότητά του, ήταν ένας σκληραγωγημένος οπλίτης, γεννημένος από Σπαρτιάτισσα μάνα στην καρδιά της μάχης και σφυρηλατημένος σε αυτή. Δεν ήταν τυχαίο που επιλέχθηκε από το Αρχηγείο της Στοάς για να φυλάσσει τους Δελφούς, ασχέτως εάν οι εκεί αρχές απαιτούσαν τυφλή υπακοή στις προσταγές τους. Έτσι είχε μπει σε προμαχητική διάθεση, αυξάνοντας και εστιάζοντας την προσοχή του στον επερχόμενο κίνδυνο και σχεδιάζοντας τον τρόπο δράσης του, καλύπτοντας όλα τα ενδεχόμενα. Το πλάνο δράσης του συνταράχτηκε μόνο προσωρινά από το άγγιγμα του ευαίσθητου σημείου του, την ημίγυμνη εμφάνιση των ιερειών και την παρουσία της πανέμορφης Πυθίας. Σιγά-σιγά, όμως, ξεπερνούσε τον αρχικό ενθουσιασμό και η λογική ανακαταταλάμβανε το πεδίο του μυαλού του, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα και στην κατάσταση που είχε ν’ αντιμετωπίσει, αναθεωρώντας τους αρχικούς σχεδιασμούς του. Έτσι, δεν έδωσε προσοχή στην ταραχή της κοπέλας. Τη βοήθησε να ανέβει στον Κλέωνα ανασηκώνοντάς την από τη λεπτή της μέση, τραβώντας προς τα κάτω ταυτόχρονα τα χαλινάρια του και καθησυχάζοντάς τον, καθώς το άλογο ένιωθε ξένους, απαλούς προσαγωγούς να σφίγγουν τα πλευρά του. Μόλις ηρέμησε, ανέβηκε και ο Αρίσταρχος επάνω του. «Φύλαξέ τη με τη ζωή σου, Αρίσταρχε, είναι πολυτιμότερη απ’ όλους τους θησαυρούς εδώ μέσα. Είναι η βουλή του Απόλλωνα αυτή που κουβαλάς στο άλογό σου. Όταν φτάσεις στο Αρχηγείο, δώσε και αυτό στους κυρίους σου», του είπε και του έδωσε μια περγαμηνή τυλιγμένη σε ρολό με ένα μήνυμα προφανώς σημαντικό για τη διοίκηση του «Αρχηγείου» του.

    «Θα την υπερασπιστώ με τη ζωή μου, σας διαβεβαιώνω, κύριε», είπε με πολύ σοβαρή φωνή πλέον ο Αρίσταρχος και ο Αρχιερέας παρατήρησε ότι η όψη του νεαρού είχε πλέον αλλάξει. Ήταν σαν να είχε φορέσει το προσωπείο του πολέμου, προσωπείο που χαρίζει ο θεός Άρης σε κάθε άξιο μαχητή. Αυτό τον ανακούφισε κάπως καθώς από ώρα ήταν ανήσυχος για το εάν έπραττε ορθώς, εμπιστευόμενος την τύχη της Πυθίας στον νεαρό. «Καλή τύχη σάς εύχομαι εδώ και μην ανησυχείτε. Η Πυθία είναι σε καλά χέρια». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια πριν ξεκινήσει να ιππεύει προς την Οδό της Θάλασσας. Φεύγοντας, με την άκρη του ματιού του, παρατήρησε άλλη μια ιέρεια να βγάζει τα ρούχα της, τα δύο πανιά που φορούσε. Τι κάνει; σκέφτηκε και έστρεψε το κεφάλι του για να δει. Την είδε, λοιπόν, να κατευθύνεται και να φοράει το ένδυμα της Πυθίας, ενώ δυο άλλες κοπέλες ξεκινούσαν να της προσαρμόζουν το πέπλο. Ήθελαν, λοιπόν, να ξεγελάσουν τους Ρωμαίους. Ανόητοι, σκέφτηκε. «Γέροντα», φώναξε δυνατά, «ίχνη Κλέωνα κάλυψε». Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ο νεαρός, λακωνικά, όπως τον είχε συμβουλεύσει προσβάλλοντάς τον πριν, τον παρότρυνε, εάν ήθελε να αποκρύψει τη φυγή της Πυθίας ώστε να μην τους αναζητήσουν οι Ρωμαίοι, να καλύψει τα ίχνη από τις οπλές του αλόγου του που οδηγούσαν προς το ύψωμα. Ο Αρίσταρχος ξεκίνησε να ανεβαίνει προς το βουνό, γιατί ο Ιερός Δρόμος με τον Δρόμο της Θάλασσας συνανταμωνόντουσαν μπροστά από την είσοδο του Μαντείου, πριν ο τελευταίος στρίψει και κατευθυνθεί προς τα εκεί που λέει το όνομά του. Έτσι, ανεβαίνοντας ένα μικρό μέρος πίσω από το βουνό και κάνοντας αναγκαστικά έναν μικρό κύκλο με το άλογό του, θα συναντούσε την Οδό μετά την αριστερή στροφή που έκανε για να συναντήσει τον Ιερό Δρόμο, αποφεύγοντας έτσι να συναντηθεί με τους Ρωμαίους.

    Τις επόμενες στιγμές και ενώ ο Αρχιερέας παρατηρούσε τον καφετί επιβήτορα να απομακρύνεται με τον τριποδισμό του όλο και περισσότερο από αυτόν, ξεκίνησε να δίνει εντολές στους υπόλοιπους εναπομείναντες στο Μαντείο. Διέταξε μια ομάδα ιερέων να ασχοληθεί με τα ίχνη και το σβήσιμό τους από τις λάσπες στην πλαγιά του βουνού, μια άλλη ομάδα να διαλύσει το υπόστεγο και να καθαρίσει τις ακαθαρσίες του αλόγου, ώστε να μη μαρτυρά τίποτα την ύπαρξη του ζώου εκεί και τέλος, διέταξε τις ιέρειες να εισέλθουν εντός του Ιερού και να ακολουθήσουν το τυπικό του Μαντείου όπως τις υπόλοιπες ημέρες. Τα υπόλοιπα θα τα άφηναν στον Απόλλωνα…

    2. Ακραία Μέτρα

    ΒΗΘΛΕΕΜ 748 α.κ.Ρ (6 π.κ.χ)

    7 Μαρτίου, Άνοιξη

    Η ύστερη απογευματινή αύρα, που σιγά-σιγά παρέδιδε τα σκήπτρα της στον μαγικό, νυχτερινό λίβα, περιτύλιξε το ηλιοκαμένο, αφυδατωμένο πρόσωπο του σκοτεινού, μεγαλόσωμου άντρα που με γρήγορα και κοφτά βήματα βγήκε από ακόμα ένα πανδοχείο της περιοχής, σίγουρα καθαρότερο και αξιοπρεπέστερο των άλλων δύο που επισκέφτηκε…

    Πρέπει να τους βρω. Σύντομα.

    Στο κέντρο της πόλης της Βηθλεέμ επικρατούσε μια ασυνήθιστη για την ώρα κινητικότητα και οχλαγωγία, που ώρα με την ώρα γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Από μακριά μπορούσε να διακρίνει κανείς, παρ’ όλο το γοργά επελαύνον πέπλο της νύχτας, ανθρώπους να στριμώχνονται στα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια της, προσπαθώντας να γλυτώσουν από τα ξίφη των στρατιωτών, που σαν μια τεράστια σταγόνα αίματος, που πέφτει από τον ουρανό, είχαν απλωθεί σε όλο το κέντρο της πόλης. Αυτό θύμιζαν οι κόκκινοι μανδύες των στρατιωτών, που με μεγάλη σπουδή και τον φόβο της τιμωρίας από τον βασιλιά, εκτελούσαν την παρανοϊκή εντολή του. Και μπορούσε να τα διακρίνει όλα αυτά όχι λόγω της αχνοφαίνουσας ανοιξιάτικης λάμψης του ντροπαλού μισοφέγγαρου αλλά λόγω της παράξενης, έντονης λάμψης ενός άλλου αστέρα…

    Ο άντρας γνώριζε άλλο ένα πανδοχείο στην περιοχή, λίγο έξω από τη Βηθλεέμ. Σίγουρα θα έχουν καταλύσει μακριά από το κέντρο. Ο Ιωσήφ είναι έξυπνος άντρας, θα παρατήρησε από νωρίς την ενίσχυση της φρουράς της πόλης με στρατιώτες του Ηρώδη. Έπρεπε να το επισκεφτεί γρήγορα και να βρει τον Ιωσήφ με τη νεαρή σύζυγό του και να τακτοποιήσει όλα τα ζητήματα που είχαν προκύψει. Έπειτα η φονική του Λεπίδα θα αναλάμβανε δράση, θα αποκαθιστούσε τη φυσική τάξη των πραγμάτων και θα έσωζε το Μέγα Πλάνο.

    Η Λεπίδα του… Του την έδωσε ο ίδιος ο Μέγας Διδάσκαλος. Αφού την τίμησε με όλο το τελετουργικό ενίσχυσής της, ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει οτιδήποτε και αν στεκόταν εμπόδιο μπροστά της…

    Τον ειρμό της σκέψης του και τη γεμάτη ένταση -ή μήπως έκσταση- ανάμνηση του τελετουργικού διέκοψε ένας όγκος από δύο σώματα, που ξεπρόβαλαν απότομα από τη δεξιά πετρόκτιστη γωνία του πανδοχείου. Η ομολογουμένως εντυπωσιακή, με την πρώτη ματιά, νεαρή κοπέλα έπεσε πάνω του καθώς πετάχτηκε απρόσεχτα τρέχοντας από την εν λόγω γωνία, μη βλέποντας μπροστά της.

    Το δεύτερο σωματάκι που βρισκόταν στην αγκαλιά της, ήταν ένα νεογέννητο μωρό, το οποίο δεν φάνηκε να συγκινείται από την πτώση που επακολούθησε η πρόσκρουση με τον μεγαλόσωμο άντρα. Νωχελικά, έγνεψε ενοχλημένο με κλειστά τα μάτια προς τη μητέρα του, γύρισε ελαφρά το προσωπάκι του προς το στήθος της και συνέχισε τον ύπνο του.

    Επρόκειτο πιθανότατα για πόρνη, όπως διαπίστωνε ο άντρας, αφετέρου λόγω της προκλητικής ενδυμασίας που φορούσε, με την ξεθωριασμένη, λευκή, μακριά, υφασμάτινη φούστα της να επιδεικνύει πρόστυχα τον δεξί μηρό της, με ένα σχίσιμο που έφτανε μέχρι τη ζώνη σχεδόν του πανωφοριού της. Βαθύ ντεκολτέ από μπλε ύφασμα πολύ καλής ποιότητας στο πανωφόρι της, το οποίο δεν συνάδει με την ποιότητα της φούστας –προφανώς δώρο από κάποιον πελάτη της-, πλαισίωνε το πλούσιο στήθος της, το οποίο θέλησε να καλύψει με ένα μεγάλο κομμάτι υφαντού, το οποίο έριξε βιαστικά πάνω της, πλην όμως με το τρέξιμό της δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των ώμων της. Αυτό που τον έκανε όμως πάνω απ’ όλα να εξάγει το συμπέρασμα για το ποιόν της, ήταν το βάψιμο του προσώπου της. Τα γεμάτα σίκρα -μια σκόνη από κοχενίλλη²- μάγουλά της και τα χείλη της τής έδιναν το κόκκινο χρώμα που ενδόμυχα κάθε γυναίκα θα ήθελε να έχει, στην Ιουδαία όμως «επιτρεπόταν» μόνο στις πόρνες.

    Καστανά, πυκνά, ολόισια μαλλιά ξεχύνονταν από το κεφάλι στους εύθραυστους ώμους της, κόμη η οποία πλαισίωνε ένα όμορφο πρόσωπο, λαμπερό από το κάλλος της νιότης, με εμφανή όμως την ταλαιπωρία στα καφεπράσινα μάτια της, ταλαιπωρία που είχε αποκτήσει λόγω του επαγγέλματός της. Η λεπτή, μικρή μυτούλα της, τοποθετημένη ακριβώς στο κέντρο του προσώπου της, της έδινε έναν αρχοντικό τόνο αλλά μέχρι εκεί. Το έντονο βάψιμό της στα χείλη, τα οποία στέκονταν μπροστά από αρκετά μαύρα και σαπισμένα δόντια, το σημάδι από ρούφηγμα στον λαιμό της καθώς και οι μελανιές στα κατάλευκα χέρια και πόδια της έδειχναν γυναίκα του δρόμου.

    Η καημένη κοπέλα δεν φάνηκε να χτυπά, καθώς αισθανόταν την πλάτη της στο έδαφος, παρά μόνο σαστισμένη συνέχισε να κοιτάει προς τα πίσω, προς τη μεριά της γωνίας από την οποία είχε πεταχτεί. Αυτό που την κυνηγούσε προφανώς ήταν κάτι τρομακτικότερο από τον βλοσυρό άντρα που στεκόταν μπροστά της…

    Η γιγάντια παλάμη δεν άργησε να τυλιχτεί γύρω από το μπράτσο της κοπέλας και με μια κοφτή και γρήγορη κίνηση να την ορθώσει στα πόδια της όπου, ωωωω… Ένα αίσθημα στιγμιαίας έκπληξης κατέλαβε τον άντρα, η μακρόχρονη εκπαίδευσή του, όμως, δεν επέτρεψε στους μυς του να αδρανήσουν, κλείνοντας με την άλλη παλάμη του το μικροσκοπικό στοματάκι του βρέφους. Αυτό ήταν τυλιγμένο με μια άσπρη, λερωμένη φασκιά, προφανώς η πρώτη που βρήκε η κοπέλα μπροστά της, με κεντημένο το άστρο του Δαυίδ στη γωνία που ακουμπούσε το κεφάλι του. Η αμέσως επόμενη κίνησή του ήταν να υψώσει τον δείκτη του άλλου χεριού του και να τον ακουμπήσει στο μέσο των σαρκωδών χειλιών του, κοιτώντας στα μάτια τη σαστισμένη κοπέλα. Η κοπέλα κατένευσε κοιτάζοντας με κάποιο ισχνό σπινθήρισμα ελπίδας στα κατάμαυρα, μεγάλα μάτια της τον μεγαλόσωμο άντρα.

    Στον επόμενο χρόνο, η κοπέλα βρισκόταν με την πλάτη της κολλημένη στον παγωμένο, πέτρινο τοίχο όπως και ο άντρας. Με όλες του τις αισθήσεις σε διέγερση και ιδιαίτερα αυτή της ακοής, την κατάλληλη στιγμή και πριν οι δύο διώκτες της κοπέλας ξεπροβάλουν από τη γωνία, ύψωσε ένα μαχαίρι στο ύψος της καρωτίδας του πρώτου στρατιώτη - ένα μαχαίρι με περίεργα σκαλισμένα σύμβολα στη χρυσή λεπίδα και με πράσινα, λαμπυρίζοντα πετράδια στη λαβή να αχνοφαίνονται ανάμεσα από τις φάλαγγες της παλάμης του άντρα, παρατηρούσε σαστισμένη η κοπέλα.

    Όσο προσπαθούσε να καταλάβει ή έστω να εξηγήσει στον εαυτό της εάν έπρεπε να ηρεμήσει ή να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να αρχίσει να τρέχει, ήδη ο μυστηριώδης άντρας έμπηγε στα πλευρά του δεύτερου στρατιώτη το παράξενο δολοφονικό εργαλείο του, φροντίζοντας ταυτόχρονα να το κάνει όσο πιο αθόρυβα γινόταν, κλείνοντάς του και αυτού το στόμα όπως είχε κάνει και στο μωρό της νωρίτερα. Η κοπέλα δεν κατάλαβε πώς ο άντρας είχε βρεθεί τόσο γρήγορα πίσω από τον δεύτερο στρατιώτη και του αφαιρούσε τη ζωή με ένα απότομο σπάσιμο του καρπού του και με τη λεπίδα ακόμη ανάμεσα στα πλευρά του. Με την κίνησή του αυτή και το σπρώξιμο της λεπίδας του μαχαιριού προς τα επάνω, η όποια αντίσταση του στρατιώτη κάμφθηκε, αφού πνεύμονας και πλευρά διαλύθηκαν, παρ’ όλ’ αυτά ο άντρας δεν πήρε το χέρι του από το στόμα του νεκρού. Συνέχισε να το έχει εκεί, σέρνοντάς τον όρθιο στη σκοτεινή γωνία από την οποία είχαν ξεπροβάλει η κοπέλα και οι άτυχοι στρατιώτες. Αφού έσυρε και τον δεύτερο στη σκοτεινή γωνία και αφού διέρρηξε το πέπλο σιγής της νύχτας με έναν μακρόσυρτο και έπειτα έναν στιγμιαίο, υπόκωφο ήχο, επανεμφανίστηκε από τη γωνία, κοιτάζοντας με ένα ανακριτικό βλέμμα την κοπέλα.

    Οι όποιες πρότερες σκέψεις της περί φυγής τώρα της φάνταζαν σαν μακρινό αστείο αφού τα πόδια της είχαν πλέον πετρώσει, θαρρείς και αποτελούσαν τη φυσική συνέχεια του εδάφους. Έτσι έμεινε εκεί να παρατηρεί τον μεγαλόσωμο σωτήρα της να την πλησιάζει απειλητικά (;) με το πρόσωπό του να μην προδίδει κανένα συναίσθημα, εκτός ίσως από τις φλέβες που είχαν πεταχτεί και διακρίνονταν στο φαρδύ του μέτωπο, αυλακωμένο από ελαφρές ρυτίδες έκφρασης. Μαύρα, βλοσυρά μάτια με μια υποψία πράσινου, τα οποία σκέπαζαν οι πυκνές μαύρες τρίχες των φρυδιών του, ρινοπαρειακή αύλακα, προσφάτως ηλιοκαμένη, προφανώς λόγω ταξιδιού, σαρκώδη, εκφραστικά χείλη και θεληματικό πιγούνι με ένα βαθύ λακκάκι να ξεπροβάλλει ακριβώς στο μέσο του. Ο λαιμός του, φαρδύς και μυώδης, ήταν το δεύτερο σημείο που είχαν πεταχτεί ευδιάκριτες φλέβες, όμοιες με παραποτάμους του Τίγρη. Το πρώτο σημείο στο οποίο είχε παρατηρήσει φλέβες να πετάγονται ήταν στο μεγάλο, αυλακωμένο από ρυτίδες έκφρασης, μέτωπό του. Μπορούσε επίσης να διακρίνει ένα πρόσωπο καλοξυρισμένο, καθώς επίσης και το κεφάλι του άντρα, το οποίο ήταν πλαισιωμένο από την κουκούλα του πολύ βαθύ κυανού –βαθυκύανου προς μαύρου θα έλεγε κανείς– μανδύα του. Τα μαλλιά του, μαύρα και αυτά, φαίνονταν πυκνά, αν και δεν μπορούσε κανείς εύκολα να διευκρινίσει το μήκος τους λόγω της κουκούλας, στην οποία κατέληγε ο σκοτεινός μανδύας του άντρα.

    Ένα μαύρο, χοντρό, μάλλινο πανωφόρι, θώρακας σε ένα υφασμάτινο, εσωτερικό, κοντομάνικο χιτώνιο άφηνε έκθετους τους καλογυμνασμένους δικέφαλούς του καθώς και τους υπόλοιπους μυς των χεριών του. Η καφέ δερμάτινη ζώνη του κέντριζε το ενδιαφέρον οποιουδήποτε έβλεπε μπροστά του τον άντρα που αντίκριζε η τρομαγμένη πόρνη καθώς πέρα από το να συγκρατεί το μαύρο, γυαλιστερό -ίσως μεταξένιο- παντελόνι του, είχε πάνω της ένα σωρό εντυπωσιακά εξαρτήματα και εργαλεία. Θήκες με μακρόστενα γυάλινα μπουκαλάκια, θήκες με μεταλλικούς βόλους, πέτρα από ψαμμίτη για ακόνισμα, θήκες με στριμωγμένες κοντές λεπίδες χωρίς λαβή, προφανώς για εξ αποστάσεως ρίψη, σχοινί με αρπάγη στην πίσω δεξιά μεριά της και τέλος η θήκη για το μαχαίρι που της είχε σώσει νωρίτερα τη ζωή και τώρα περίμενε με το κούμπωμά της ανοιχτό το καθάρισμα και την επανεισδοχή του αιμοσταγή ενοίκου της.

    Οι δερμάτινες μπότες του άντρα, σε απόχρωση του πολύ σκούρου καφέ, με δερμάτινα κορδόνια και πολύ χοντρούς πάτους, με ευδιάκριτες τις χοντρές, περίτεχνες ραφές και προσεγμένες λεπτομέρειες στα άκρα τους, επιπλέον ενίσχυση εσωτερικά στους αστραγάλους και στην ποδική καμάρα, μαρτυρούσαν πιθανότατα ως τόπο καταγωγής τους την Ταρσό της Κιλικίας. Μαρτυρούσαν επίσης ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την απόκτησή τους. Αυτή ήταν και η ταυτότητα ενός άντρα για μια πόρνη. Ακριβά ρούχα μπορούσε να βρει ή να δανειστεί ο καθένας από τον οποιονδήποτε, τα παπούτσια όμως ήταν άλλο κομμάτι. Κανείς δεν θα δάνειζε ακριβά παπούτσια με δεδομένη τη φθορά τους καθώς και επίσης οι περισσότεροι αρνούνταν να δανειστούν παπούτσια για λόγους υγιεινής. Οπότε μια πόρνη ήξερε να εντοπίζει αν το «θύμα» της ήταν πλούσιο ή απλώς προσποιούνταν τον πλούσιο και τι να περιμένει από αυτόν βλέποντας μόνο τα παπούτσια του, αφού στην πρώτη επαφή δεν μπορούσε να δει το κομπόδεμά του.

    Προσεγγίζοντάς την είχε φτάσει πλέον το πρόσωπό του σε σημείο ώστε να νιώθει την αναπνοή της στο στήθος του, καθώς και αυτή ένιωθε τη θερμή ανάσα του στο πρόσωπό της.

    «Εγώ ξέρετε…» είπε η κοπέλα εντελώς αποσβολωμένη, προσπαθώντας να συνέλθει από την απότομη εναλλαγή των συναισθημάτων της…

    «Σκάσε», της είπε απρόσμενα όσο και απότομα ο σωτήρας της, τακτοποιώντας παράλληλα προσεκτικά το παράξενο μαχαίρι του στη θήκη, αφού το είχε σκουπίσει με ένα πανί, το οποίο εξαφάνισε όσο απότομα είχε εμφανίσει σε μια εσωτερική τσέπη του χιτωνίου του. «Άκουσέ με προσεκτικά και απάντησέ μου γρήγορα, με λίγα λόγια», συνέχισε. Η κοπέλα πλέον επανήλθε στην πρότερη κατάσταση τρόμου που τη διακατείχε, όχι τόσο λόγω της απότομης μεταστροφής της συμπεριφοράς του μυστηριώδους άντρα όσο γιατί πλέον από την οπτική που έβλεπε το πρόσωπο του άντρα, φωτισμένο με ένα ελαφρύ φως από τον απομακρυσμένο δαυλό που κρεμόταν λίγο πέρα από την πόρτα του πανδοχείου, διέκρινε το παγωμένο πρόσωπο του ίδιου του θανάτου. «Ψάχνω έναν μεσήλικα γκριζομάλλη άντρα που συνοδεύει μια νεαρή, έγκυο κοπέλα. Πρέπει να φτάσανε στην πόλη λίγο πριν τη δύση του ηλίου. Τους είδες; Λέγε…»

    Δεν χρειάστηκε να του απαντήσει… Ο οξυδερκής άντρας, από τις αντιδράσεις της κοπέλας και τις μικροσυσπάσεις των μυών του προσώπου της, κατάλαβε ότι κάτι είχε δει που να ταιριάζει με τη σύντομη περιγραφή που της έδωσε. Από τη μεριά της η κοπέλα δεν μιλούσε, όχι τόσο από τον μερικώς προσποιούμενο πλέον φόβο όσο από την αίσθηση του ότι έπρεπε να προστατεύσει το ζευγάρι που αναζητούσε αυτός ο στυγερός δολοφόνος. Έσωσε πριν εμένα και το μωρό μου, δεν θα με βλάψει τώρα.

    «Βλέπω ότι δεν κατάλαβες το γρήγορα που σου είπα πριν», είπε θυμωμένα ο άντρας, ανασηκώνοντας ελαφρά τον σκουρόχρωμο μανδύα του και πιάνοντας μια από τις λεπίδες χωρίς λαβή, φέρνοντάς τη ανάμεσα στα δάχτυλά του. Την επόμενη στιγμή η αιχμή της λεπίδας ακουμπούσε την κοιλιά του βρέφους. «Λέγε, αν δεν θες να δεις τα σωθικά του παιδιού σου πριν πεθάνεις…» είπε η παγωμένη φωνή του άντρα.

    «Όχι, όχι, σε παρακαλώ», αναφώνησε η έντρομη πλέον κοπέλα. «Μένω… Είμαι γυναίκα επί πληρωμή, πόρνη, ξέρετε, και μένω στο χάνι του Έζρα εδώ πιο κάτω. Με λένε Δαράχ. Το χάνι έχει όλες τις ανέσεις για ντόπιους και ταξιδιώτες, δωμάτια να μείνουν, φαγητό και γυναίκες είναι μέσα στις παροχές του. Εγώ δεν δουλεύω για τον Έζρα, μένω σε ένα δωματιάκι που μου παραχωρεί επί πληρωμή, εγώ και το μωρό μου, και προσφέρω συντροφιά σε θαμώνες για να μαζέψω χρήματα για μένα και το μικρό. Δουλεύουμε αρκετές κοπέλες εκεί, άλλες πληρώνονται απευθείας από τον Έζρα και άλλες είναι ελεύθεροι επαγγελματίες όπως εγώ. Τόσο καιρό ήμουν έγκυος, τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης μου δεν μπορούσα να δουλέψω –αν και αρκετοί ανώμαλοι θα το ήθελαν-, γέννησα πριν από έναν μήνα περίπου και εδώ και δυο-τρεις μέρες ξαναξεκίνησα τη δουλειά…»

    Δεν άργησε να διακρίνει τον άντρα να δυσανασχετεί ακούγοντας ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή της, χαρίζοντάς της ένα διαρκώς αυξανόμενης οργής βλέμμα, οπότε αποφάσισε να του πει αυτά που ήθελε ν’ ακούσει.

    «Νωρίτερα, σήμερα το απόγευμα καθόμουν με μια παρέα από εύπορους Έλληνες εμπόρους πάπυρου από τη Βηθσαϊδά. Μαζί μου ήταν ακόμα μια κοπέλα, η Χαριτινή ή Χάρις. Είναι φίλη μου, ξέρετε, και μου κρατάει πολλές φορές το παιδί ενώ δουλεύω, είναι και αυτή έγκυος τώρα…»

    Το απότομο και γοερό κλάμα του μωρού την έκανε να σκύψει για να το κοιτάξει. Έκπληκτη, είδε τη φασκιά του μωρού να παίρνει μια πορφυρή απόχρωση και παραδίπλα την αιχμή της λεπίδας στα δάχτυλα του άντρα να έχει μπει μέσα της, διαρρηγνύοντας προφανώς τη μαλακή, ευαίσθητη επιδερμίδα του νεογνού, εξαπολύοντας μερικές ρανίδες αίματος. Το μωρό, νιώθοντας προφανώς για πρώτη φορά μετά τον τοκετό τον πόνο από το τσίμπημα, ξεκίνησε να επικοινωνεί με τη μητέρα του με τον μοναδικό τρόπο που προς το παρόν μπορούσε. «Τελείωνε», της είπε ψυχρά.

    «Εκείνη την ώρα μπήκαν στο χάνι μας δυο άτομα, όπως αυτά που περιέγραψες, με τη γυναίκα εμφανώς ταλαιπωρημένη και τον ηλικιωμένο που τη συνόδευε να την κρατάει από το χέρι και τη μέση με όση δύναμη είχε», συνέχισε πλέον την αφήγησή της σε πολύ γρήγορο ρυθμό η κοπέλα, κουνώντας παράλληλα το μωρό στην αγκαλιά της, αφού το τράβηξε απότομα μακριά από τον αιμοσταγή δολοφόνο και ρουφώντας τη μύτη της. «Πήγανε κατευθείαν στον Έζρα, ο οποίος ήταν πίσω από τον πάγκο που σερβίρουμε ποτά, κοντά στην κουζίνα, ο οποίος τους είπε -ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό- "Μου φτάνει μια πουτάνα που έχει γεννήσει στο κωλοχανείο μου, δεν θέλω άλλη, γέρο. Η αντίστασή του δεν κάμφθηκε ούτε όταν ο πελάτης τού πρόσφερε ένα σεβαστό ποσό για ένα δωμάτιο και μια κοπέλα για να τους βοηθήσει σε περίπτωση γέννας. Προφανώς, το αφεντικό θεώρησε ότι ο γέρος ήθελε ένα μέρος για να την ξεφορτωθεί και μόλις την τακτοποιούσε στο δωμάτιο μαζί με κάποια κοπέλα, θα εξαφανιζόταν, αφού μάλλον ήταν παντρεμένος και μια γεροντική τρέλα τον έσπρωξε στο να γκαστρώσει το άτυχο κορίτσι», είπε η Δαράχ, αναλογιζόμενη πιθανώς τη δική της περίπτωση, οι περιστάσεις όμως την επανέφεραν στην πραγματικότητα και έτσι συνέχισε. «Ο Έζρα άρχισε να τους φωνάζει και να τους διώχνει παρά τις διαμαρτυρίες του γέρου. Δεν θα φορτωθώ να ταΐζω άλλες πουτάνες και τα μούλικά τους, έσκουζε με τη νεαρή κοπέλα ανήμπορη ν’ απαντήσει και τον συνοδό της να κατευθύνεται προς την έξοδο. Μόλις βγήκαν από την πόρτα, δεν άντεξα, άφησα την παρέα μου και βγήκα κι εγώ έξω. Πήγα στον γέρο, Ιωσήφ νομίζω μου είπε ότι τον λένε», στο άκουσμα του ονόματος διέκρινε ένα γούρλωμα των ματιών του άντρα, «και του είπα να έρθει σε αυτό το πανδοχείο, το οποίο δεν είναι μεγάλο σαν το δικό μας, είναι όμως αξιοπρεπές και δεν έχει πουτάνες. Πες ότι σε στέλνει η Δαράχ στον πανδοχέα και θα καταλάβει", του είπα κλείνοντάς του το μάτι. Μου έδωσε ένα νόμισμα, ορίστε, να ’το, για να με ευχαριστήσει, του είπα πώς να έρθει εδώ, δεν είναι δα και δύσκολο, πήρα το νόμισμα και έφυγαν. Εδώ πρέπει να είναι, εδώ πρέπει να είναι. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις, αμέσως μετά οι στρατιώτες τρελάθηκαν και άρχισαν να σφάζουν μωρά, γυναίκες, παππούδες… Άφησέ μας να φύγουμε τώρα, σε παρακαλώ…» ψέλλισε δειλά.

    Το να τους αφήσει να φύγουνε σαφώς και δεν ήταν επιλογή για τον άντρα, αφού η κοπέλα είχε δει το πρόσωπό του και τον είχε δει επίσης να σκοτώνει δύο στρατιώτες της φρουράς οπότε ήταν θέμα χρόνου να συλληφθεί, να ανακριθεί σκληρά και να ομολογήσει το τι συνέβη, ή, ακόμα χειρότερα, να ομολογήσει αυτοβούλως, ωστόσο είχε ήδη μείνει πολλή ώρα στο σημείο και δεν υπήρχε επαρκής χώρος, ούτε χρόνος να καλύψει άλλους δύο φόνους. Άρα, η επιλογή του ήταν μία και μοναδική. Το μαχαίρι ξαναμπήκε στη θήκη του και το χέρι του άντρα τεντώθηκε δείχνοντας την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει η κοπέλα ώστε να καταφέρει να σωθεί αυτή και το μωρό της.

    Η κοπέλα άρχισε να τρέχει, όπως ήταν αναμενόμενο, προς την κατεύθυνση που της έδειξε ο άντρας, νιώθοντας πραγματικά στα πόδια της να έχουν φυτρώσει φτερά πλέον, σαν να μην είχαν πετρώσει ποτέ. Αυτός είναι ο Φόβος, πάντα ανεξήγητος και δυσνόητος. Η ίδια δύναμή του που σε παγώνει ανήμπορο σε ένα σημείο, είναι αυτή η ίδια δύναμη η οποία σε κάνει δέκα, εκατό, χίλιες φορές δυνατότερο και γρηγορότερο, θαρραλέο και ατρόμητο μπροστά στον κίνδυνο, όταν έχεις μία και μοναδική ευκαιρία να σωθείς. Κλείνοντας ταυτόχρονα το στόμα του μωρού της, το οποίο, διαισθανόμενο πλέον την όλη ένταση, συνέχισε να κλαίει γοερά, κοιτώντας με τα θολά ματάκια του τη μητέρα του, ρίχνοντάς της όλα τα κατηγορώ του κόσμου για το επιπόλαιο, ελαφρύ και επιφανειακό, πλην όμως οδυνηρό για βρεφική σάρκα τραύμα, δεν κοίταξε στιγμή πίσω της.

    Τα δύο ζευγάρια μάτια που παρακολουθούσαν τη σκηνή από την αρχή της τέλεσής της, στην απέναντι, χορταριασμένη στέγη ενός σπιτιού, χωρίστηκαν μετά από το σήμα του άντρα. Ο τελευταίος ύψωσε το δεξί του χέρι και σηκώνοντας τον δείκτη και τον μέσο, σχημάτισε τον αριθμό δύο, υποδεικνύοντας στον «δύο» να τακτοποιήσει το «θέμα» με την πόρνη και το βρέφος, κάνοντας τη χαρακτηριστικότατη ανά τους αιώνες κίνηση με τον δείκτη να διαγράφει την οριζόντια γραμμή στην καρωτίδα. Στο εναπομείναν ζεύγος μάτια ο άντρας έκανε νόημα να συνεχίσει να επιτηρεί την περιοχή ευθύνης του, καθώς αυτός θα ξαναέμπαινε στο πανδοχείο.

    3. Λεηλασία άνευ ονείδους

    ΔΕΛΦΟΙ 667 α.κ.Ρ (86 π.κ.χ)

    25 Φεβρουαρίου, Αλκυονίδες Ημέρες

    Το δυνατό άτι του νεαρού Σπαρτιάτη συνέχισε ν’ ανεβαίνει αδιαμαρτύρητα την πλαγιά, με σταθερό τριποδισμό, παρ’ όλο το βάρος που κουβαλούσε. Και αν η νεαρή γυναίκα ήταν σχετικά ελαφριά, δεν ίσχυε το ίδιο και για τον Αρίσταρχο. Ο νεαρός, εκτός από τον φόρτο της πανοπλίας του –χάλκινες περικνημίδες, θώρακας, περικάρπια και περικεφαλαία-, είχε μαζί του κοντό ξίφος τύπου ξυάλη³, το δόρυ του και την τεράστια, στρογγυλή, ορειχάλκινη ασπίδα του, με έμβλημα μια τρομακτική κεφαλή μέδουσας, με εκατοντάδες μικρά φίδια να ξεπετάγονται αντί μαλλιών στο κεφάλι της, κρεμασμένη στην πλάτη του. Ο μύθος της τερατόμορφης γυναίκας που πέτρωνε κάθε άντρα με τη ματιά της, πάντα τον σαγήνευε, ίσως και να τον φόβιζε κιόλας. Η αγριεμένη και βλοσυρή όψη του κεφαλιού της φιδομαλλούσας, θαλασσόχρωμης γυναίκας σίγουρα τον φόβισε όταν την είδε πρώτη φορά σχεδιασμένη στη βαριά ασπίδα του. Σε μια αποστολή συνοδείας που είχε εκτελέσει πριν από μερικά χρόνια στη Βοιωτία, είχε εντυπωσιαστεί από τη σχεδιαστική δεινότητα ενός ζωγράφου του δρόμου στην τοπική αγορά και τον ρώτησε εάν θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι σε κοίλο μέταλλο. Με την τεχνική του να σχεδιάζει σε δέρματα ζώων, παπύρους ή υφάσματα, του αποκρίθηκε ότι δεν το είχε ξαναπροσπαθήσει, οπότε μια δοκιμή θα έδειχνε…

    Αφού κατέληξαν στο σχήμα το οποίο ο Δάτης –αυτό ήταν το όνομα του ζωγράφου– θα σχεδίαζε, αυτός πήρε ένα μεταλλικό μολύβι με σκληρή μύτη που είχε και σαν γλύπτης χάραξε πρώτα ελαφρά το σχήμα στην ασπίδα. Ήταν αξιοζήλευτη η ταχύτητα με την οποία δούλευε, αν αναλογιζόταν κανείς ότι ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Έπειτα και αφού τελείωσε με το χάραγμα, πήρε τα βουρτσάκια και το πινελάκι που διέθετε και άρχισε να γεμίζει με χρώμα τις μικρές εσοχές. Τα χρώματα για το γέμισμα τα παρασκεύασε ο ίδιος. Σε ένα μπρούντζινο κύπελλο, ίγδη⁴, όπως ονομαζόταν, έριξε φύλλα γεντιανής, μπλε γαρύφαλλου και πέταλα από ορχιδέα, χτυπώντας τα μέχρι να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Έπειτα, από ένα γυάλινο φιαλίδιο έριξε μια άσπρη μπογιά μέσα για να ανακατευτεί με τα υπόλοιπα υλικά. Αργότερα, ο Αρίσταρχος θα μάθαινε ότι περιείχε άσπρη μπογιά από το πιο ξακουστό εργαστήριο παρασκευής χρωμάτων της Ελλάδος που βρισκόταν στη Ρόδο. Εκεί την παρασκεύαζαν χημικά, παίρνοντας μεταλλικό μόλυβδο και αναμειγνύοντάς τον με ξύδι, παράγοντας τεχνητό κερουσίτη, πέτρωμα που μπορούσε κάποιος να βρει και ως ορυκτό στη φύση. Στο εργαστήριο αυτό όμως προσέθεταν και ένα ειδικό λαδάκι στο μείγμα από ελιά και αιθέρια έλαια σφένδαμου στην κατάλληλη αναλογία ώστε να καθυστερούν κατά πολύ το μαύρισμα του χρώματος με την πάροδο του χρόνου, πράγμα που στο ορυκτό υλικό δεν μπορούσε να γίνει. Στο δικό του μείγμα τώρα προσέθετε και λίγες σταγόνες από νεράκι, καθότι του είχε γίνει ελαφρώς πηχτό, ανακατεύοντάς το ελαφρά με ένα ξυλάκι για να το αραιώσει. Με το χρώμα αυτό έβαψε το κυρίως πρόσωπο της Μέδουσας.

    Έπειτα, αφού έπλυνε καλά την ίγδη, έριξε μέσα φύλλα ανεμώνης και υάκινθου από μια ποικιλία που τα άνθη του μοιάζουν με τσαμπιά σταφυλιού, χτυπώντας τα αλύπητα με τον ιγδοκόπανο. Στη συνέχεια, έριξε μερικά κλαδάκια από κυπαρίσσι και συνέχισε να χτυπάει το μείγμα. Αφού το έκανε ένα πηχτό κατάπλασμα, πρόσθεσε πάλι χρώμα από το φιαλίδιό του και νεράκι και ανακάτεψε πάλι. Τέλος, έβαλε και ένα δικό του λαδάκι με μυστικά συστατικά μέσα, το «Δάκειο έλαιο» όπως το ονόμαζε. Το βαθύ μπλε χρώμα που προέκυψε για τα μαλλιά-φίδια του μυθικού τέρατος, έδινε μια εντύπωση ιριδίζοντος πράσινου όταν το χτυπούσε το φως του ήλιου. Το χρώμα αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρα όμορφο για τον πελάτη του ζωγράφου. «ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ» ήταν η μόνη λέξη που μπόρεσε ο πρώτος να ξεστομίσει…

    Το σχέδιο που μόλις πριν λίγο είχε χαρακτηρίσει καταπληκτικό, αν και συνάμα τρομακτικό, έπρεπε να αφεθεί αρκετή ώρα ανέγγιχτο για να στεγνώσουν καλά οι μπογιές. Ευχαριστημένος ο Αρίσταρχος πλήρωσε καλά τον καλλιτέχνη, όπως επίσης τον προσκάλεσε για μια

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1